
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 6454/2021
27 Μαρτίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
R.N.O.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Γ. Βασιλόπουλος (κος) για Χ. Χριστοδουλίδη (κος), Δικηγόροι για την Αιτήτρια
Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή της η Αιτήτρια, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04/09/2021 η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 29/09/2021 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερημένης οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Στις 13/08/2021 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (στο εξής “EUAA”). Στις 25/08/2021, ο λειτουργός EUAA ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 04/09/2021, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 28/09/2021 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς την Αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος της. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 29/09/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα την οποία κατανοεί η Αιτήτρια. Στη συνέχεια, η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.
Ο συνήγορος της αιτήτριας προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στην γραπτή αγόρευση της αιτήτριας που επακολούθησε. Οι μόνοι ισχυρισμοί που εν τέλει προωθούνται στην γραπτή αγόρευση της αιτήτριας είναι Α) η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας καθότι δεν διαπιστώνεται από την έκθεση του Αρμόδιου Λειτουργού ότι έγινε οποιαδήποτε πραγματική έρευνα από τον ίδιο και δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις στην αιτήτρια κατά την διάρκεια της συνέντευξης της, Β) Λανθασμένη διαδικασία καθότι η αιτήτρια ουδέποτε ενημερώθηκε περί των δικαιωμάτων του για προσκόμιση νέων στοιχείων κα/ή περαιτέρω εγγράφων ή του δικαιώματος συμμετοχής της στη διαδικασία μέσω δικηγόρου, Γ) Αναρμοδιότητα του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, Δ) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, Ε) Δεν εξετάστηκε δεόντως η αρχή της μη επαναπροώθησης.
Στα πλαίσια της προσφυγής αυτής καταχωρήθηκε από τον συνήγορο της αιτήτριας, αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας. Το Δικαστήριο προχώρησε στην έγκριση της στις 30/11/2022 και επετράπη η προσαγωγή της μαρτυρίας, υπό την μορφή ενόρκου δηλώσεως της αιτήτριας ημερ. 06/12/2022, στην οποία επισυνάπτονται ως Τεκμήρια ένορκη δήλωση του αρχηγού του χωριού καταγωγής της Αιτήτριας, ιατρική έκθεση και αντίγραφο εντάλματος έρευνας (avis de recherche). Σχολιασμός του περιεχομένου της προσκομισθείσας μαρτυρίας, θα ακολουθήσει κατωτέρω.
Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση –αναλύεται στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της Αιτήτριας - θα εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά προτεραιότητα, καθότι σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα του οργάνου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ( βλ. σχετικά Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255).
Στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, άρθρο 17(8) αναφέρεται ότι: « Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.».
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου δίνεται η έννοια του Προϊσταμένου ( παραθέτω αυτολεξεί): "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»
Σύμφωνα με τον περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος του 1962 (Ν. 23/1962), άρθρο 3(2)( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «(2) Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»
Ως διαπιστώνω από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, η έκθεση εισήγηση έγινε από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο. Ακολούθως, εξετάστηκε, και η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίθηκε και υπογράφτηκε από τον κ. Ανδρέα Γεωργιάδη, Διοικητικό Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί γι΄ αυτό από τον Υπουργό Εσωτερικών ( βλ. ερυθρό 107 του Διοικητικού Φακέλου). Η επίδικη απόφαση λήφθηκε με την έγκριση της έκθεσης εισήγησης από τον αρμόδιο λειτουργό κο Γεωργιάδη. Ειδικότερα, ως μπορεί να διαπιστωθεί από την έκθεση- εισήγηση, υπάρχει σχετική σφραγίδα στο εμπροσθόφυλλο της η οποία αναφέρει «Υπηρεσία Ασύλου. Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», η σφραγίδα με το όνομα του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κου Γεωργιάδη, η μονογραφή του και η ημερομηνία λήψης της απόφασης.
Ως εκ τούτου φαίνεται καθαρά ότι το πρόσωπο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος περί τούτου από τον Υπουργό Εσωτερικών με βάση την επιστολή ημερ. 13/10/2020 που είναι κατατεθειμένη στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ( ερυθρό 107) , ενώ η επιστολή γνωστοποίησης της επίδικης απόφασης ημερ. 28/09/2021 ( βλ. ερυθρό 111) υπογράφτηκε από αρμόδιο λειτουργό, που ενεργούσε εκ μέρους και κατόπιν εντολών του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ως αναγράφεται ρητά σε αυτήν (« For Head of the Asylum Service»).
Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της αδελφής μου Δικαστή κας Καρλεττίδου, υπόθεση Α. Α. B ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1183/21, 30/7/2021, με το οποίο συμφωνώ και υιοθετώ:
«..Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ο οποίος αμφισβητεί την ύπαρξη απόφασης από τον προϊστάμενο και ότι αυτή λήφθηκε από κατώτερους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η κ. Αναστασία Ανδρέου που λαμβάνει την απόφαση απόρριψης στην προκείμενη περίπτωση έχει ρητώς εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών να λαμβάνει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Επί τούτου η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση παραπέμπει στο Παράρτημα 5 στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση με αναφορά στο σχετικό έγγραφο εξουσιοδότησης το οποίο επισυνάπτεται.
Έχω εξετάσει με προσοχή τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών και κρίνω ότι το αντίγραφο της εξουσιοδότησης το οποίο βρίσκεται ως ερυθρό 38 στον προσωπικό φάκελο του Αιτητή υπ' αριθμό F19-02450 αποτελεί νόμιμη εξουσιοδότηση αφού το περιεχόμενο της έχει εγκριθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών με υπογραφή του στις 13/10/20.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επειδή την επιστολή απόρριψης ημερ. 24/02/2021 υπογραφεί ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου κος. XXXXX Καζαντζής για Προϊστάμενο και όχι ο ίδιος ο Προϊστάμενος, δεν δικογραφείται.
Συνεπώς ο Αιτητής δεν μπορεί με την παρούσα προσφυγή να θέτει ζητήματα που δεν εξειδικεύτηκαν δεόντως στην αίτηση ακύρωσης, όπως αναφέρθηκε ήδη προηγουμένως.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, κρίνω ότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται εκ του Νόμου. Εκείνο που απαιτείται είναι η απόφαση να έχει ληφθεί από τον εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο Υπουργό, λειτουργό που στη παρούσα είναι η κυρία Ν. Ανδρέου. Σύμφωνα δε με το τεκμήριο της κανονικότητας και νομιμότητας το οποίο δεν έχει ανατραπεί, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη. Συνεπώς, κρίνω ότι ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Σχετική είναι η απόφαση στην υπ. Αρ. Υπόθεση Αρ. 42/2011 του Ανωτάτου Δικαστηρίου GUILAN ZHOU και Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 24 Ιανουαρίου 2013 που μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα εξής:
«Περαιτέρω, η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια φέρει την υπογραφή κάποιας «Ε. Μαραθεύτου για Διευθύντρια», χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο που να εξουσιοδοτεί την εν λόγω λειτουργό, που είναι απλή γραφέας, κατά τη θέση του συνηγόρου, να εκδίδει και να υπογράφει τέτοιες αποφάσεις.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για αναρμοδιότητα ή μη εξουσιοδότηση της Ε. Μαραθεύτου να υπογράψει την απορριπτική επιστολή. Η κα Μαραθεύτου, άλλωστε, υπόγραψε «για Διευθύντρια», και η επιστολή αρχίζει με την εισαγωγή, «Έχω οδηγίες να ...». Σαφέστατα η απορριπτική επιστολή αποτελεί απόφαση και πράξη της εξουσιοδοτημένης προς τούτο Διευθύντριας και ο,τιδήποτε άλλο αποτελεί απλώς σχολαστική θεώρηση των πραγμάτων. Δεν παρίστατο ανάγκη να υπογράψει η ίδια η Διευθύντρια την απόρριψη, ούτε κάτι τέτοιο απαιτείται εκ του Νόμου. Εκείνο που απαιτείται είναι η απόφαση να έχει ληφθεί από τη Διευθύντρια, όπως και έγινε στην περίπτωση. Η απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και άλλωστε ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας….”
Περαιτέρω, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου GUILAN ZHOU ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 42/2011, 24/1/2013, αναφέρεται, προς συμπλήρωση των πιο πάνω:
« …… Οι προμνησθείσες υποθέσεις έχουν ως κύριο άξονα την απόφαση της πλειοψηφίας στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, όπου τονίστηκε ότι όπου απουσιάζει έγγραφη καταχώρηση ότι η σχετική διοικητική πράξη λήφθηκε από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει τη σχετική αρμοδιότητα, τότε το τεκμήριο της κανονικότητας δεν μπορεί να διασώσει την κατάσταση, ενόψει του ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρήσεων. Εδώ, όμως, όπως υποδείχθηκε ήδη, υπάρχει έγγραφη καταχώρηση από τη Διευθύντρια. Βεβαίως, αρμοδίως υπογράφεται από λειτουργό της υπηρεσίας διότι κανένας Διευθυντής στον οποίο εναποτίθεται αρμοδιότητα από κάποιο νόμο να αποφασίζει, δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει, επομένως, εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών, εφόσον βεβαίως ενεργούν κατόπιν οδηγιών, να υπογράφουν ως μέρος της διοικητικής προώθησης αποφάσεως τις σχετικές επιστολές του Τμήματος στο οποίο υπάγονται, (δέστε, κατ΄ αναλογία, την υπόθεση στην Βάσος Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6/07, ημερ. 26.3.2009)…..».
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μη υποβολής επαρκών ερωτήσεων κατά την συνέντευξη στην αιτήτρια, παρατηρώ από το πρακτικό της συνέντευξης της ότι τέθηκαν σε αυτήν αρκετές ερωτήσεις, και η ίδια δεν ανέφερε οτιδήποτε το οποίο θα υποδήλωσε μια γνήσια περίπτωση προσώπου που χρήζει διεθνούς προστασίας, προκειμένου και ο αρμόδιος λειτουργός να προβεί σε περαιτέρω ερωτήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(α) Ο αιτών πρέπει:
(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.
(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.
(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.».
Παραπέμπω επίσης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποθ. αρ. 1673/2010, Edward Eskandaz και Κυπριακή Δημοκρατία, ημερ. 04/07/2013, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): « …….Ο Νόμος δεν καθορίζει ούτε πότε θα πρέπει να καλέσει η Υπηρεσία Ασύλου τον αιτητή για συνέντευξη, ούτε και πόση διάρκεια θα έχει. Πρόκειται δε για την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων και όχι για την ταχύρρυθμη διαδικασία (βλ. άρθρο 12 Δ), όπου κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης εξετάζονται από την Υπηρεσία Ασύλου αιτήσεις που, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12, 12 Α και 12 Β του Νόμου. Περαιτέρω, ο αιτητής ερωτήθηκε τα σημαντικά στον πυρήνα του αιτήματος του και η αίτησή του εξετάστηκε ενδελεχώς…….»
Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Περαιτέρω η αιτήτρια εγείρει ως λόγο ακύρωσης ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για το δικαίωμα της να προσκομίσει κατά την συνέντευξη της οποιαδήποτε έγγραφα ή του δικαιώματος συμμετοχής της στη διαδικασία μέσω δικηγόρου, κατά παράβαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της αιτήτριας.
Παρατηρώ ότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης, το οποίο η αιτήτρια προσυπογράφει, η ίδια ρωτήθηκε κατά πόσον επιθυμεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα, όπως και έπραξε ( βλ. ερυθρό 42 του Διοικητικού Φακέλου). Επομένως ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα να έχει δικηγόρο. Η αιτήτρια άσκησε το δικαίωμα της για καταχώρηση προσφυγής εμπρόθεσμα και προωθώντας την παρούσα προσφυγή, μέσω μάλιστα συνηγόρου, χωρίς να έχει επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο από τις κατ' ισχυρισμό τυχόν διαδικαστικές παραλείψεις. Η κατ' ισχυρισμό στέρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που της παρέχει η παράγραφος 8 του άρθρου 11 του Περί Προσφύγων Νόμου κατά την διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου οργάνου, ουδεμία σημασία μπορεί να έχει πλέον υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου.
Περαιτέρω, προς ενίσχυση των πιο πάνω αναφερθέντων, δεν έχει προσκομιστεί από μέρους του συνηγόρου της αιτήτριας μαρτυρία προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού ή έχει προβεί σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα για να τον αποδείξει και ενόψει τούτου ο εν λόγω απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η αιτιολογία μιας ατομικής διοικητικής πράξης προβλέπεται στο αρ.26 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999). Δεν διαπιστώνω παραβίαση του εν λόγω άρθρου. Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση ασύλου.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Τέλος, διαπιστώνω ότι ο συνήγορος της αιτήτριας προωθεί ισχυρισμούς σχετικά με την παραβίαση της αρχής της επαναπροώθησης. Κατ΄αρχάς ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έχει δικογραφηθεί στο δικόγραφο της προσφυγής και ενόψει τούτου είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης.
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι, αν η αιτήτρια ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία προς τεκμηρίωση τούτου, θα μπορούσε βεβαίως να το πράξει δια σχετικού δικονομικού διαβήματος, ενόψει και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων. Ουδέν όμως δικονομικό τέτοιο διάβημα έχει μεσολαβήσει.
Τέλος, αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, καθότι δεν διαπιστώνεται από την έκθεση του Αρμόδιου Λειτουργού ότι έγινε οποιαδήποτε πραγματική έρευνα από τον ίδιο.
Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Η Αιτήτρια κατά την υποβολή της αίτησης της για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της κοινωνικοπολιτικής και της ένοπλης κρίσης, καθώς επίσης επειδή έπεσε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης. Ειδικότερα, ανέφερε ότι στις 4 Οκτωβρίου αναχώρησε από την Buea προκειμένου να επισκεφτεί τη μητέρα της στο χωριό. Στο δρόμο για το χωριό βρέθηκε στο μέσο μιας ανταλλαγής πυρών μεταξύ των αυτονομιστών και του στρατού και κατέφυγε στις θαμνώδεις περιοχές. Εκεί αιχμαλωτίστηκε από τους αυτονομιστές και παρέμενε στο στρατόπεδό τους (“camp”) για μήνες (βλ. ερυθρό 1 δ.φ.).
Στο πλαίσιο της συνέντευξης της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από το χωριό Ekenge (ερυθρό 38 δ.φ.). Έχει ζήσει στο Limbe και στην Bamenda για λόγους σπουδών, ενώ από το 2012 έως το 2018 διέμενε στην Buea (ερυθρό 38 δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση και είναι κάτοχος διπλώματος μεταπτυχιακών σπουδών (ερυθρό 41 δ.φ.). Ως προς το επαγγελματικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργάστηκε κάποιους μήνες το 2011 σε μια μικρή συνεταιριστική πιστωτική ένωση (“small cooperative credit union”), ενώ από το 2011 έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2018 εργαζόταν για την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία ως βοηθός ταμία (ερυθρό 39 δ.φ.). Μετά την απόλυση τής από την προαναφερθείσα εργοδότηση, βοηθούσε έναν φίλο της που πουλούσε προϊόντα στην αγορά της Muea.
Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε το Καμερούν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το 2018 ένας αδερφός της και μία αδερφή της εντάχθηκαν στο αυτονομιστικό κίνημα, ο αδερφός της ως στρατηγός και η αδερφή της ως μαγείρισσα. Μετά την ένταξη των αδερφών της στο αυτονομιστικό κίνημα, ο στρατός έκανε συχνά εισβολή στο χωριό καταγωγής της και ασκούσαν σωματική βία στους γονείς της, καθώς γνώριζαν ότι υπήρχαν μέλη της οικογένειας που ανήκαν στους Ambazonians. Για το λόγο αυτό, οι γονείς της διέφευγαν συχνά στις θαμνώδεις περιοχές με αποτέλεσμα η μητέρα της να αρρωστήσει. Στις 4 Οκτωβρίου του 2018 (βλ. ερυθρό 34 δ.φ.), η Αιτήτρια αποφάσισε να μεταβεί από την Buea στο χωριό προκειμένου να βοηθήσει τη μητέρα της να λάβει ιατρική φροντίδα, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι αυτονομιστές απαγορεύαν τη χρήση του οδικού δικτύου. Πλησίον της περιοχής Babensi’1, όπου υπάρχει σημείο του στρατού, η αιτήτρια βρέθηκε παγιδευμένη σε μια ανταλλαγή πυρών μεταξύ στρατού και αυτονομιστών. Ακολούθως, οι αυτονομιστές οδηγήσαν όλους τους επιβάτες στις θαμνώδεις περιοχές και τους κατηγόρησαν ότι οδήγησαν το στρατό στα ίχνη τους. Εκεί τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια και κακοποίησαν σεξουαλικά τις γυναίκες. Μετά την παρέλευση 2 ημέρων, τους άφησαν ελεύθερους. Κάποιες μέρες μετά από το εν λόγω περιστατικό (12 Οκτωβρίου 2018, βλ. ερυθρό 34 του δ.φ), και ενώ η Αιτήτρια βρισκόταν στο χωριό καταγωγής της, έκανε εισβολή στο χωριό ο στρατός. Η Αιτήτρια και η μητέρα της δραπέτευσαν στις θαμνώδεις περιοχές, αλλά ο πατέρας της παρέμεινε στο σπίτι και κακοποιήθηκε σωματικά. Επίσης, ο στρατός κατάσχεσε όλες τις φωτογραφίες του σπιτιού. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια φοβάται ότι από τη στιγμή που ο στρατός έχει στην κατοχή του φωτογραφίες της κινδυνεύει να συλληφθεί (βλ. ερυθρά 36-35 δ.φ.).
Ερωτηθείσα τί φοβάται ότι θα της συμβεί στο μέλλον, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται ότι θα συλληφθεί και ότι θα δικαστεί για κάτι το οποίο δεν γνωρίζει, επειδή ο στρατός έχει φωτογραφίες της και άρα μπορεί να αναγνωριστεί ανά πάσα στιγμή, και ότι παρόλο που δεν είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης της την στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει καθώς έχει δει και άλλο κόσμο να χάνει τη ζωή του χωρίς λόγο. Προσέθεσε ότι φοβάται ότι μπορεί να δικαστεί και να φυλακιστεί χωρίς δίκαιη δίκη (“I might be judged wrongly”) (βλ. ερυθρό 32 δ.φ.).
Ερωτηθείσα αν θα μπορούσε να ζήσει σε άλλη περιοχή της χώρας, η Αιτήτρια δήλωσε αρνητικά δεδομένου ότι φοβάται την κυβέρνηση (ερυθρό 31 δ.φ.), ενώ συγκεκριμένα για την Bamenda, όπου βρίσκεται ένας θείος της, δήλωσε ότι είναι πολύ επικίνδυνη περιοχή και ότι επί του παρόντος δεν είναι εφικτό κάποιος να μεταβεί στην Bamenda (βλ. ερυθρό 35 δ.φ.).
Η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολόγησε τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε στην συνέντευξη της και κατηγοριοποίησε τους ισχυρισμούς της ως κάτωθι: 1. Ταυτότητα και χώρα καταγωγής, 2. Ένταξη του αδερφού και της αδερφής της Αιτήτριας στους Ambazonians, 3. Αιχμαλωσία και σωματική και σεξουαλική κακοποίηση από τους Ambazonians στις 4 Οκτωβρίου 2018, 4. Εισβολή του στρατού στο πατρικό σπίτι της Αιτήτριας και κατάσχεση των οικογενειακών φωτογραφιών στις 12 Οκτωβρίου 2018.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε δεκτός, καθώς κρίθηκε ότι η Αιτήτρια απάντησε επαρκώς στις ερωτήσεις αναφορικά με την ταυτότητά της και ότι οι δηλώσεις της αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της ήταν συνεπείς, συνεκτικές και επαρκείς σε λεπτομέρειες και εξειδίκευση. Περαιτέρω, λήφθηκε υπ’ όψιν ότι η Αιτήτρια και οι πληροφορίες που παρείχε επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (ερυθρό 97 δ.φ.).
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε δεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: Αρχικά, σημείωσε ότι ως επί το πλείστον η Αιτήτρια ήταν συνεπής στην αφήγησή της για την προσχώρηση του αδελφού και της αδελφής της στους Ambazonians, αλλά στερήθηκε εξειδίκευσης και λεπτομερειών σε ορισμένα σημεία. Ειδικότερα, κατέγραψε η Αιτήτρια δεν παρείχε ικανοποιητική εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους τα αδέρφια της εντάχθηκαν στο αυτονομιστικό κίνημα. Περαιτέρω, σημείωσε ότι όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να παράσχει λεπτομέρειες για την εμπλοκή του αδερφού της στο αυτονομιστικό κίνημα και το ρόλο του ως «στρατηγού» (“general”), εκείνη περιορίστηκε στο να αναφέρει κάποιες γενικές πληροφορίες για τους Ambazonians, ενώ δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τα ακριβή καθήκοντα του αδερφού της ούτε να εξηγήσει το πώς κατάφερε να χριστεί «στρατηγός». Συναφώς, σημείωσε ότι ενώ προσδιόρισε την ευρύτερη περιοχή δράσης του αδερφού της, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ακριβή τοποθεσία του επί του παρόντος. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε αρχικά σε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την παρουσία αυτονομιστών στην περιοχή Nguti το έτος κατά το οποίο τα αδέρφια της εντάχθηκαν κατ’ ισχυρισμόν της στο αυτονομιστικό κίνημα. Ακολούθως, παρέπεμψε σε πληροφορίες αναφορικά με τις πληθυσμιακές ομάδες από τις οποίες στρατολογούνται οι μαχητές των Ambazonians, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι οι εσωτερικά εκτοπισμένοι Αγγλόφωνοι Καμερουνέζοι αποτελούν μια βασική πληθυσμιακή ομάδα από την οποία αντλούνται νέοι μαχητές. Τελικά, ο λειτουργός κατέληξε ότι παρά την ύπαρξη εξωτερικών πληροφοριών, ο ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός λόγω της αδυναμίας τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας αυτού μέσω της παροχής εξειδικευμένων πληροφοριών εκ μέρους της Αιτήτριας.
Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε επίσης αποδεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι υπάρχει έλλειψη εσωτερικής συνοχής ως προς τον κατ’ ισχυρισμόν βασανισμό της και την σεξουαλική κακοποίησή της. Ειδικότερα, σημείωσε ότι ενώ αρχικά η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε βασανισμό και σεξουαλική κακοποίηση, κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης σημείωσε ότι δεν υποβλήθηκαν σε βιασμό, αλλά παρενοχλήθηκαν σεξουαλικά (“we were sexually harassed, we were touched”) και ότι ξυλοκοπήθηκαν (“we were beaten”). Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν αναζήτησε ιατρική φροντίδα μετά την κακοποίηση που δέχθηκε. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι δεν ήταν σε θέση να βρει πληροφορίες για την συγκεκριμένη ανταλλαγή πυρών μεταξύ αυτονομιστών και σωμάτων ασφαλείας, αλλά ότι σε κάθε περίπτωση οι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι ξεσπούν συχνά συγκρούσεις μεταξύ αυτονομιστών και στρατού, οι οποίες επιφέρουν απώλειες αμάχων. Καταληκτικά, σημείωσε ότι οι πλημμέλειες στο κομμάτι της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού δεν επιτρέπουν την αποδοχή του ισχυρισμού.
Ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός, δεν έγινε επίσης δεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: Αρχικά, σημείωσε ότι η Αιτήτρια δεν διευκρίνισε ποιοι ακριβώς μπήκαν στο σπίτι της και πώς έφτασαν εκεί, ούτε εξήγησε πώς έψαξαν το σπίτι και τί ακριβώς πήραν πέρα από τις οικογενειακές φωτογραφίες. Ακολούθως, κατέγραψε ότι ενώ η αιτήτρια προσδιόρισε την ημερομηνία κατά την οποία ο στρατός ήρθε στο σπίτι των γονέων της, δεν εξήγησε τις συνθήκες της άφιξής τους, ούτε τις λεπτομέρειες της άφιξής τους, όπως την ώρα. Περαιτέρω, επεσήμανε ότι ενώ η αιτήτρια ανέφερε ότι η μητέρα της και η ίδια έφυγαν από την πίσω πόρτα του σπιτιού, δεν εξήγησε γιατί ο πατέρας της δεν δραπέτευσε μαζί τους, ούτε πώς ακριβώς δραπέτευσαν οι ίδιες, πού πραγματικά πήγαν, αν έμειναν κρυμμένες και πόσο καιρό. Εν συνεχεία, παρατήρησε ότι όταν της ζητήθηκε να δώσει μια εξήγηση για το τί συνέβη στις 12/10/2018, εκείνη περιορίστηκε σε μια γενική περιγραφή για το πώς ο στρατός κάνει επιδρομές σε χωριά και σπίτια. Τέλος, ο αρμόδιος κατέγραψε ότι ενώ η αιτήτρια δήλωσε αρχικά ότι ο πατέρας της ξυλοκοπήθηκε, αργότερα άλλαξε την δήλωσή της λέγοντας ότι βασανίστηκε. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι οι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο στρατός προβαίνει συχνά σε εφόδους σε χωριά του αγγλόφωνου Καμερούν. Παρόλα αυτά, κατέληξε ότι λόγω της αδυναμίας τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του ισχυρισμού περί των προσωπικών στοιχείων και της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας. Αφού παρέπεμψε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η κρίση στο South West Καμερούν εξακολουθεί να εκτυλίσσεται, κατέληξε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα έκθεσης της Αιτήτριας σε μεταχείριση, ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφή της στο South West Καμερούν.
Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο της Αιτήτριας, καθότι, ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15 εδάφια (α) και (β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Ως προς το εδάφιο (γ) του άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν, αυτή θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, δεδομένου ότι με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση στο Καμερούν, και ιδίως στην Buea, τον τόπο συνήθους διαμονής της, δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και ατομική απειλή ως πολίτης λόγω αδιάκριτης βίας, δεδομένου ότι η κατάσταση εκεί δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη.
Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς της.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό περί προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας, συμφωνώ με την αποδοχή του ισχυρισμού από τους Καθ’ ων η Αίτηση.
Ως προς την αξιοπιστία του δευτέρου ουσιώδους ισχυρισμού ήτοι ότι ο αδελφός και η αδελφή της αιτήτριας είναι μέλος των Ambazonians, ορθώς κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας στερούνται σε ορισμένα σημεία επαρκούς εξειδίκευσης. Ενδεικτικά, αναφέρθηκε στην αδυναμία της Αιτήτριας να εξηγήσει αναλυτικά τους λόγους που ώθησαν τα αδέρφια της να προσχωρήσουν στο αυτονομιστικό κίνημα, στην αδυναμία της να περιγράψει αναλυτικά τα καθήκοντά του αδερφού της και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να ανακηρυχθεί αρχηγός της ομάδας, καθώς και στην αδυναμία της να προσδιορίσει την ακριβή τοποθεσία του τη στιγμή διενέργειας της συνέντευξης.
Το Δικαστήριο ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να ανεύρει πληροφορίες σχετικά με την εσωτερική δομή των αυτονομιστικών ομάδων. Από την έρευνα προέκυψε αρχικά ότι, λόγω του αριθμού των ομάδων, το μέγεθος, η δομή, η ηγεσία και η σύνθεση κάθε ομάδας ποικίλλει δραματικά. Από τις πληροφορίες που παρείχε η Αιτήτρια δεν είναι σαφές σε ποια ένοπλη ομάδα είχε ενταχθεί ο αδερφός της. Για λόγους πλαισίωσης, το Δικαστήριο παραθέτει κατωτέρω πληροφορίες που αφορούν την ηγεσία και την εσωτερική δομή των ισχυρότερων ένοπλων ομάδων-παρόλο που υπογραμμίζεται και πάλι, ότι δεν υπάρχουν στοιχεία περί του σε ποια ομάδα ανήκε ο αδερφός της Αιτήτριας.
Οι μεγαλύτερες ένοπλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των ADF [Ambazonia Defence Forces] και των ASDC [Restoration Forces], έχουν ιεραρχική οργανωτική δομή με ηγέτες στη διασπορά που παρέχουν εντολές σε στρατηγούς στο πεδίο. Οι στρατηγοί με τη σειρά τους, επιβλέπουν και εκδίδουν διαταγές σε διάφορους υποστρατηγούς ή διοικητές αποστολών, οι οποίοι κατευθύνουν συγκεκριμένες μονάδες. Ένας αυτονομιστής μαχητής στο Awing - μια πόλη στη βορειοδυτική περιοχή κοντά στην Bamenda- εξήγησε την ιεραρχική οργάνωση ορισμένων ομάδων με βάση τους βαθμούς των στρατηγών. Οι στρατηγοί ελέγχουν πολυάριθμα στρατόπεδα, διοικητές αποστολών και στρατιώτες, ανάλογα με την εμπειρία τους. Συγκεκριμένα, είπε: «Ένας στρατηγός ελέγχει πολλά στρατόπεδα. Η άνοδος σε αυτόν τον βαθμό εξαρτάται από το τι σημαντικό έχεις πετύχει. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να έχει σκοτώσει έναν στρατιώτη και να έχει πάρει το όπλο του, ή να έχει πάρει το όπλο του και κατόπιν να τον συνέλαβε. Δεύτερον, αν ένας διοικητής αποστολής ολοκληρώσει επιτυχώς μια αποστολή χωρίς κανένα μέλος του τάγματος να συλληφθεί ή να σκοτωθεί, αναβαθμίζεται». Άλλοι μαχητές ανέφεραν τη χρήση πολλαπλών τοποθεσιών στρατοπέδων. Ορισμένοι σημειώνουν, ωστόσο, ότι ορισμένοι μαχητές λειτουργούν πιο ανεξάρτητα χωρίς σαφή δομή διοίκησης»[1].
Από τις ανωτέρω πληροφορίες προκύπτει ότι η δομή των διαφόρων ένοπλων ομάδων που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια της Κρίσης των Αγγλοφώνων ποικίλλει, επομένως ενόψει τούτου, δεν μπορούν να διασταυρωθούν οι δηλώσεις της αιτήτριας με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε τέτοιο βαθμό, και ενόψει και της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται ως αναξιόπιστος και απορρίπτεται.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της στρατολόγησης των αδερφών της Αιτήτριας δεν είναι πλέον συναφές δεδομένου ότι η αδερφή της Αιτήτριας έφυγε από τις τάξεις των αυτονομιστών λόγω της εγκυμοσύνης της, ενώ ο αδερφός της δολοφονήθηκε στις 24/04/2021, όπως κατέγραψε η ίδια στην ένορκη δήλωσή της ημερ. 06/12/2022, όταν προσάχθηκε η σχετική μαρτυρία στο Δικαστήριο. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν δεχόμασταν – πράγμα που δεν ισχύει ως αναλύθηκε ανωτέρω - ότι κατά το παρελθόν η εμπλοκή δύο μελών της οικογένειάς της Αιτήτριας στο αυτονομιστικό κίνημα, καθιστούσε την οικογένεια της ευάλωτη σε πιθανή στοχοποίησή της από τις κυβερνητικές δυνάμεις, το γεγονός ότι τα δύο αυτά άτομα δεν ανήκουν πλέον στις τάξεις των αυτονομιστών, καθιστά την πιθανότητα στοχοποίησης της Αιτήτριας για το συγκεκριμένο λόγο από την καμερουνέζικη κυβέρνηση, ούτως ή άλλως, απομακρυσμένη.
Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, συμφωνώ με την παρατήρηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με το τί μεσολάβησε κατά την κράτησή της από τους Ambazonians χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία της. Κυρίως αυτό που θεωρώ κρίσιμο στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού είναι ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει μια λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων, η οποία να χαρακτηρίζεται από βιωματικότητα. Εν τέλει λοιπόν, συμφωνώ με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση περί μη αποδοχής του ισχυρισμού.
Ως προς τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, συμφωνώ με την επισήμανση των Καθ’ ων ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν ήταν συγκεκριμένες. Επίσης, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο θεωρεί ότι η ισχυριζόμενη κατάσχεση των φωτογραφιών εκθέτει την ίδια σε κίνδυνο, δεδομένου ότι όπως η ίδια ισχυρίστηκε δύο εκ των αδερφών της είχαν ενταχθεί στο αυτονομιστικό κίνημα, και άρα θα ήταν περισσότερο εύλογο να θεωρηθεί ότι αν όντως κατασχέθηκαν οι φωτογραφίες, η εν λόγω κατάσχεση να αφορά μάλλον τα στρατολογημένα αδέρφια της, παρά την ίδια, ( ισχυρισμός ο οποίος ούτως ή άλλως ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος). Καταληκτικά, συμφωνώ με την απόρριψη του ισχυρισμού από τους Καθ’ ων η Αίτηση.
Στο σημείο αυτό θα περάσω να αξιολογήσω την μαρτυρία που προσήγαγε η Αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η μαρτυρία της Αιτήτριας αποτελείται από ένορκη δήλωση της ιδίας, ένορκη δήλωση του αρχηγού του χωριού της αιτήτριας, πιστοποιητικό του Πρεσβυτερειανού Νοσοκομείου της Kumba και αντίγραφο εντάλματος έρευνας (avis de recherche/ wanted).
Στην ένορκη δήλωσή της η Αιτήτρια κατέγραψε τα εξής πραγματικά περιστατικά:
«Επειδή ο αδελφός και η αδελφή μου εντάχθηκαν στην ομάδα των αυτονομιστών, η υπόλοιπη οικογένειά μου δέχτηκε προσωπική επίθεση από τους ίδιους τους αυτονομιστές επειδή αρνήθηκα να ενταχθώ στην ομάδα τους και με φυλάκισαν από τις 04/10/2018 έως τις 08/10/2018, αφού μας ανακάλυψαν στο δρόμο προς το νοσοκομείο όπου πηγαίναμε επειδή η μητέρα μου ήταν άρρωστη. Αφού απελευθερώθηκα και κρυβόμουν στο σπίτι της οικογένειάς μου στις 12/10/2018 ο στρατός μας επιτέθηκε και ο πατέρας μου ξυλοκοπήθηκε βάναυσα από αυτούς με αποτέλεσμα να πεθάνει, ενώ η μητέρα μου και εγώ, καταφέραμε να διαφύγουμε. Στις 24/04/2021 ο αδελφός μου σκοτώθηκε από τον στρατό. Στις 16/11/2022 το σπίτι μας κάηκε από τον στρατό επειδή ζούσαν εκεί μέλη των αυτονομιστών».
Σε σχέση με την ένορκη δήλωση του αρχηγού του χωριού της αιτήτριας, η αιτήτρια κατέγραψε ότι πρόκειται για τον δήμαρχο του χωριού και ότι ο τελευταίος έχει προσωπική γνώση των γεγονότων, καθώς τον επισκέφθηκε στις 08/10/2022 προκειμένου να ζητήσει βοήθεια.
Σε σχέση με το τεκμήριο 2 ήτοι το ιατρικό πιστοποιητικό, η αιτήτρια κατέγραψε ότι αναζήτησε ιατρική φροντίδα στις 16/10/2018 κατόπιν του περιστατικού με την ανταλλαγή πυρών μεταξύ στρατού και αυτονομιστών και προσέθεσε ότι χρειάστηκε να υποβληθεί σε επέμβαση.
Σε σχέση με το τεκμήριο 3 ήτοι το ένταλμα έρευνας, η αιτήτρια κατέγραψε ότι οι κρατικές αρχές τελούν υπό την λανθασμένη εντύπωση ότι η ίδια- και όχι η αδερφή της- είναι μέλος των αυτονομιστών, παρόλο που ο δικηγόρος της κατέθεσε μία ένορκη δήλωση στις καμερουνέζικες αρχές καθιστώντας σαφές ότι η Αιτήτρια δεν έχει καμία σχέση με τους αυτονομιστές.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι ο λόγος που υποβάλει τα εν λόγω έγγραφα τη δεδομένη χρονική στιγμή σχετίζεται με το γεγονός ότι ανέμενε από το δικηγόρο της να βρει τα σχετικά έγγραφα και να της τα αποστείλει.
Καταληκτικά, η Αιτήτρια επεσήμανε ότι από το σύνολο των υποβληθέντων εγγράφων καταδεικνύεται ότι η ζωή της θα κινδυνεύσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της τόσο λόγω της άδικης δίωξής της από την καμερουνέζικη κυβέρνηση όσο και λόγω της προσπάθειας των αποσχιστών να την στρατολογήσουν στις τάξεις τους.
Στο τεκμήριο 2, ήτοι την ένορκη δήλωση του αρχηγού (‘chief’) του χωριού της αιτήτριας, ο τελευταίος κατέγραψε ότι στις 08/10/2018, η Αιτήτρια τον επισκέφθηκε στο παλάτι του (‘palace’) σε κακή κατάσταση και φέρουσα τραυματισμούς και του διηγήθηκε ότι κρατήθηκε από τις 04/10/2018 έως τις 08/10/2018 από τους αυτονομιστές στο δάσος. Ακολούθως, κατέγραψε ότι στις 12/10/2018 ο στρατός επιτέθηκε στο πατρικό σπίτι της Αιτήτριας και ενώ η Αιτήτρια και η μητέρα της κατάφεραν να διαφύγουν, ο πατέρας της δέχθηκε σωματική κακοποίηση και τελικά υπέκυψε στους τραυματισμούς του. Σημείωσε ότι η επίθεση στο πατρικό σπίτι της Αιτήτριας σχετίζεται με το γεγονός ότι ο αδερφός της και η αδερφή της ανήκαν στους αυτονομιστές. Τέλος, επεσήμανε ότι στις 24/04/2021 ο αδερφός της Αιτήτριας σκοτώθηκε από το στρατό, ενώ στις 16/11/2020 το πατρικό της σπίτι πυρπολήθηκε, καθώς φιλοξενούσε αυτονομιστές.
Το τεκμήριο 2 συνιστά ιατρική έκθεση ημερομηνίας 24/05/2022 υπογραφείσα από γιατρό, ο οποίος καταγράφει ότι η Αιτήτρια εισήχθη στο νοσοκομείο στις 16/10/2018. Ως προς την ιατρική κατάσταση επισημαίνει τα εξής (ελεύθερη μετάφραση του Δικαστηρίου):
«Παρουσίαζε πόνο στο ισχίο, επώδυνο ελκωτικό οίδημα στον αριστερό μηρό και επώδυνο αστράγαλο. Το υπερηχογράφημα του μηρού έδειξε συλλογή πύου στο μηρό και τέθηκε η διάγνωση της πυομυοσίτιδας του αριστερού μηρού. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την απομάκρυνση του πύου».
Το τεκμήριο 3 συνιστά αντίγραφο εντάλματος έρευνας ημερομηνίας 10/11/2018 εκδοθέν από το 1ο αστυνομικό τμήμα της Buea. Το ένταλμα έχει εκδοθεί σε βάρος της Αιτήτριας και ως αδικήματα αναφέρει τα εξής (ελεύθερη μετάφραση του Δικαστηρίου):
«Διάδοση ψευδών πληροφοριών κατά του κράτους του Καμερούν, υποκίνηση τρομοκρατίας και υποστήριξη της Αμπαζονίας κατά του κράτους του Καμερούν».
Αξιολογώντας την έγγραφη μαρτυρία που προσκόμισε η Αιτήτρια κρίνω σκόπιμο να κάνω πρώτα κάποιες επισημάνσεις αναφορικά με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει.
Αρχικά, παρατηρώ ότι στην παράγραφο 2 της ένορκης δήλωσης η Αιτήτρια δήλωσε ότι στοχοποιήθηκε από τους αυτονομιστές, επειδή αρνήθηκε να ενταχθεί στις τάξεις τους, στοιχείο που δεν είχε αναφέρει κατά το στάδιο της συνέντευξης της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Κατά την αντεξέταση διευκρίνισε ότι το διάστημα που βρισκόταν στο χώρο κράτησης των αυτονομιστών οι τελευταίοι τους ζήτησαν να ενταχθούν στο κίνημά τους, ωστόσο αρνήθηκαν και τελικά οι αυτονομιστές τους άφησαν ελεύθερους. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε σε στοχοποίησή της από τους αυτονομιστές λόγω της άρνησής της να ενταχθεί στις τάξεις τους κατά τη συνέντευξη της σε συνδυασμό με το ότι κατέστησε σαφές κατά το στάδιο τα αντεξέτασης της ότι αφέθηκαν αυτή και οι υπόλοιποι κρατούμενοι ελεύθεροι με πρωτοβουλία των ίδιων των αυτονομιστών, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της περί στοχοποίησής της από τους αυτονομιστές.
Περαιτέρω, παρατηρείται αντίφαση ως προς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρέμεινε αιχμάλωτη από τους αυτονομιστές, αφού κατά την αρχική της αίτηση αναφέρθηκε σε «μήνες», κατά την προσωπική της συνέντευξη δήλωσε ότι η κράτησή τής διήρκησε 2 μέρες, ενώ από την ένορκη δήλωση της προκύπτει ότι το διάστημα της κράτησης ήταν 4 ημέρες (04-08/10/2018). Οι εν λόγω αντιφάσεις πλήττουν έτι περαιτέρω την αξιοπιστία της Αιτήτριας εν σχέσει με τον ισχυρισμό της περί της κράτησης και της κακοποίησής της από τους αυτονομιστές.
Όσον αφορά την ένορκη δήλωση του αρχηγού του χωριού, παρατηρώ αρχικά ότι η Αιτήτρια δεν ανέφερε κατά τη συνέντευξη της ότι μετά την απελευθέρωσή της από τους αυτονομιστές κατέφυγε στον αρχηγό του χωριού. Το γεγονός αυτό πλήττει σημαντικά την αξιοπιστία της προσκομιζόμενης ένορκης δήλωσης. Περαιτέρω, ενώ τα όσα περιγράφονται στην ένορκη δήλωση συμπίπτουν σε γενικές γραμμές με τα όσα έχει παρουσιάσει η Αιτήτρια, αυτό από μόνο του δεν αρκεί εν όψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της με τις δηλώσεις. Τέλος, σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα του ενόρκως δηλούντα, γεγονός που επίσης μειώνει την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας.
Ως προς την ιατρική έκθεση παρατηρώ ότι κατά την προσωπική της συνέντευξη η Αιτήτρια δήλωσε σαφώς ότι δεν έλαβε ιατρική φροντίδα μετά την κράτησή της από τους Ambazonians. Υπό αυτό το πρίσμα, η ιατρική έκθεση πλήττει έτι περαιτέρω την αξιοπιστία της Αιτήτριας.
Προχωρώ να παραθέσω κάποιες πληροφορίες αναφορικά με τα εντάλματα έρευνας:
Σε COI Querry του EASO αναφέρονται τα εξής συναφή (επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου)[2]:
Το Μέρος II του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του Καμερούν, με τίτλο «Δικαστικές διαδικασίες», περιέχει διατάξεις σχετικά με τους διαφορετικούς τύπους εγγράφων που συνιστούν «δικαστικές διαδικασίες». Το άρθρο 11 έχει ως εξής:
«(1) Η δικαστική διαδικασία μπορεί να περιλαμβάνει ένα έγγραφο με το οποίο ένας δικαστής ή ένα δικαστήριο διατάσσει είτε: - την εμφάνιση ή την προσκόμιση ενός ατόμου ενώπιόν τους· ή - την κράτηση υπόπτου, κατηγορουμένου ή μάρτυρα που είναι ύποπτος για παρακώληση της αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων· ή - την φυλάκιση ενός καταδικασθέντος· ή - την έρευνα αντικειμένων που είτε χρησιμοποιήθηκαν είτε προμηθεύτηκαν για τη διάπραξη αδικήματος.
(2) Τα ακόλουθα αποτελούν δικαστικές διαδικασίες: κλήτευση, ένταλμα εκ της έδρας, ένταλμα κράτησης, […], ένταλμα έρευνας, ένταλμα σύλληψης και φυλάκιση».
Σύμφωνα με το αρ. 12 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στο οποίο παραπέμπει το αρ. 18, οι εκδούσες αρχές των ενταλμάτων σύλληψης είναι οι εξής:
Αρ. 12 «(1) (α) Ο Πολιτειακός Σύμβουλος (State Counsel) μπορεί να εκδίδει κλήσεις, εντάλματα σύλληψης, εντάλματα έρευνας ή εντάλματα παραγωγής, (…) (2) Ο Ανακριτής (Examining Magistrate) μπορεί να εκδώσει κλήτευση, κλητήριο θέσπισμα, ένταλμα έρευνας, ένταλμα σύλληψης, προσωρινό ένταλμα κράτησης και ένταλμα εξαγωγής.(3) Το πρωτόδικο δικαστήριο μπορεί να εκδώσει κλήτευση, κλητήριο θέσπισμα, ένταλμα έρευνας, ένταλμα σύλληψης, προσωρινό ένταλμα κράτησης, ένταλμα φυλάκισης και ένταλμα εξαγωγής.».
Στο ίδιο έγγραφο σημειώνεται ότι δεν ανευρέθηκαν συγκεκριμένες και αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την εμφάνιση, τη μορφή και το περιεχόμενο των ενταλμάτων στο Καμερούν και ότι παρόλο που βρέθηκαν κάποιες φωτογραφίες «Avis de recherches» στο διαδίκτυο, δεν ήταν δυνατόν να αξιολογηθεί η αξιοπιστία τους.
Παρά την έλλειψη προτύπου προς συγκριτική εξέταση του προσκομισθέντος εντάλματος έρευνας, παρατηρώ ότι αυτό φέρει ένα σημαντικό ορθογραφικό λάθος. Συγκεκριμένα στην σφραγίδα που έχει τεθεί στο κάτω δεξί μέρος του εγγράφου πλησίον του εκδότη, η πόλη της Buea καταγράφεται ως “Bua”. Το συγκεκριμένο ορθογραφικό έχει μεγάλη βαρύτητα ως προς την αξιοπιστία του εγγράφου δεδομένου ότι αφορά λανθασμένη καταγραφή ενός βασικού στοιχείου και μάλιστα, το λάθος αφορά τη σφραγίδα και όχι το σώμα του κειμένου.
Περαιτέρω, παρατηρώ ότι το ένταλμα φέρει ημερομηνία 10/11/2018, ήτοι προγενέστερη της εξόδου της Αιτήτριας από τη χώρα. Ωστόσο, κατά την προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας στις 25/08/2021, ήτοι 2,5 χρόνια μετά τη φυγή της και σχεδόν 3 χρόνια μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν εκκρεμεί κάποιο ένταλμα σε βάρος της. Κατά την αντεξέτασή της εξήγησε τη συγκεκριμένη αντίφαση δηλώνοντας ότι ο θείος της έλαβε το ένταλμα από έναν φίλο του αστυνομικό και ότι δεν της το ανάφερε για να μην ανησυχεί, αλλά της μίλησε γι’ αυτό μόνον αφού ενημερώθηκε για την απόρριψη του αιτήματός της για διεθνή προστασία. Η εν λόγω εξήγηση δεν κρίνεται ως πειστική.
Επίσης, σημειώνεται ότι βάσει των δηλώσεων της η Αιτήτρια ταξίδεψε από το αεροδρόμιο της Douala 3 περίπου μήνες (15/02/2019) μετά την ημερομηνία έκδοσης του εντάλματος έρευνας, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα.
Όσον αφορά το ζήτημα των διαδικασιών εξόδου στα αεροδρόμια, ιδίως στο αεροδρόμιο της Douala για άτομα με εκκρεμή εντάλματα σύλληψης, ανευρέθηκαν οι εξής πληροφορίες σε COI Querry της EUAA ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου 2023:
«Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Aéroports du Cameroun (ADC), η συνοριακή αστυνομία παρακολουθεί τα σημεία διέλευσης των συνόρων, επαληθεύει τη γνησιότητα των προσκομιζόμενων ταξιδιωτικών εγγράφων και συμβουλεύεται τις εθνικές και διεθνείς βάσεις δεδομένων για τον έλεγχο του ποινικού μητρώου. Το Cameroon Civil Aviation Authority (CCAA) περιγράφει τις διαδικασίες ασφαλείας στο διεθνές αεροδρόμιο της Douala, διευκρινίζοντας ότι από τον Ιούλιο του 2019 οι Μονάδες Ασφαλείας Αεροδρομίου (ASU) της CCAA διαχειρίζονται τα μέτρα φυσικής ασφάλειας, ενώ η αστυνομία, καθώς και άλλες αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, όπως η τελωνειακή αρχή και η χωροφυλακή, είναι «υπεύθυνες για την αξιολόγηση των κινδύνων μέσω επιχειρησιακών πληροφοριών και ελέγχων ιστορικού (background checks), καθώς και για τις συλλήψεις και την αποκάλυψη παραβάσεων ασφαλείας».
Στην ίδια πηγή βέβαια επισημαίνεται ότι αν και δεν βρέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την επικράτηση της διαφθοράς μεταξύ των συνοριακών υπαλλήλων στις πηγές που συμβουλεύτηκε η EUAA εντός των χρονικών περιορισμών της έρευνας, εν τούτοις γενικά n διαφθορά «είναι συστημική και η δωροδοκία είναι συνηθισμένη σε όλους τους τομείς»[3].
Παρατηρείται συναφώς ότι στο ένταλμα που προσκόμισε η Αιτήτρια αναφέρεται ότι αυτό πρέπει να διαβιβαστεί σε όλα τα αστυνομικά τμήματα και στις ταξιαρχίες της χωροφυλακής, δηλαδή σε αρχές που δραστηριοποιούνται στο αεροδρόμιο της Douala απ’ όπου ταξίδεψε η Αιτήτρια.
Επαναλαμβάνεται ότι η Αιτήτρια δεν ανέφερε ότι είχε κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδο της από τη χώρα παρότι ταξίδεψε 3 μήνες μετά την έκδοση του εντάλματος έρευνας.
Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω επισημάνσεων, προκύπτει ότι η αξιοπιστία του εντάλματος σύλληψης πάσχει και ότι όχι μόνο δεν ενισχύει την αξιοπιστία της Αιτήτριας, αλλά την πλήττει έτι περαιτέρω.
Καταληκτικά, η μαρτυρία δεν ανατρέπει την αξιολόγηση που έχει προηγηθεί από τους Καθ’ ων η αίτηση ούτε την εκ νέου αξιολόγηση του Δικαστηρίου. Επίσης, όπως ανέφερα και ανωτέρω η ισχυριζόμενη στρατολόγηση των αδερφών της στους αυτονομιστές έχει πάψει να συνιστά κρίσιμο ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση δεδομένων των εξελίξεων (θάνατος αδερφού και αποχώρηση αδερφής λόγω εγκυμοσύνης).
Υπό το φως λοιπών, των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κανένα απολύτως ισχυρισμό ικανό να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό της, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να της δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής της, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) παρατηρώ ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέγραψαν στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στο Καμερούν. Πέρα από το γεγονός ότι η εν λόγω διαπίστωση είναι αναιτιολόγητη έως αυθαίρετη, έρχεται σε αντίφαση με τη διαπίστωση των Καθ’ ων υπό το σκέλος της ανάλυσης κινδύνου, ότι εξακολουθεί να μαίνεται κρίση στην νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν.
Στο σημείο αυτό λοιπόν, θα προχωρήσω σε εκ νέου ανάλυση των προϋποθέσεων του 19 (2) (γ) ως προς την Αιτήτρια.
Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν στην περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει αν στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε η Αιτήτρια να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχη πολίτης. Παράλληλα το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει η Αιτήτρια από την ατομική της κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (σε μικρότερο βαθμό), σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji[4] του ΔΕΕ. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ – Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59)…»[5]
Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω:
Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και περιθωριοποιήσει.[6] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[7]
Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα – 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους, και περίπου 800000 παιδιά παρέμειναν εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζονία».[8]
Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών και του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές»[9].
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις εντός της χώρας. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[10].
Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτων των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου – που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη. Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[11].
Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας»[12].
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την Αγγλόφωνη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά η πόλη Buea, η οποία θεωρείται το τελευταίο μέρος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται σε τέτοιο υψηλό βαθμό αδιάκριτη βία.
Στην περιοχή South West, στην οποία υπάγεται η πόλη Buea, κατά την χρονική περίοδο μεταξύ 23 Μαρτίου 2024 και 21 Μαρτίου 2025 καταγράφηκαν 728 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προήλθαν 724 καταγεγραμμένες απώλειες.[13]Εξ αυτών των περιστατικών τα 263 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (με 559 απώλειες), τα 22 ως εξεγέρσεις (με 3 απώλειες), τα 428 ως βία κατά αμάχων (με 146 απώλειες), και τα 15 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (με 16 απώλειες). Συγκεκριμένα στην περιοχή της Buea για την ίδια χρονική περίοδο σημειώθηκαν 19 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 11 απώλειες), 1 περιστατικό μάχης (με 3 απώλειες) και 4 περιστατικά εξεγέρσεων (χωρίς κάποια καταγεγραμμένη απώλεια).
Ο συνολικός πληθυσμός της South West περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015.[14]
Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015,[15] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να εκτιμηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της φυσικής της παρουσίας εκεί. Το εν λόγω συμπέρασμα ενδυναμώνεται άλλωστε και από το ότι, βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, στον περιοχή της Buea, τόπο που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, ο αριθμός των περιστατικών ασφαλείας και των συνδεόμενων απωλειών είναι χαμηλός.
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη την απουσία προσωπικών επιβαρυντικών περιστάσεων στο προφίλ της Αιτήτριας εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δ.Ε.Ε., το Δικαστήριο καταληκτικά κρίνει ότι δε συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Buea της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, θα κινδυνεύσει ως άμαχη πολίτης στα πλαίσια της υφιστάμενης εσωτερικής σύγκρουσης.
Ως εκ τούτου, η σύγκρουση στο Καμερούν δεν έχει φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην Αγγλόφωνη Περιοχή και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ της Αιτήτριας, η εξέταση του φόβου επιστροφής γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας της περιοχής όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καθώς και τους προαναφερθέντες αριθμούς, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η φύση και η έκταση της κρίσης μαζί με το ατομικό προφίλ της Αιτήτριας δεν συνιστούν ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχη πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή της, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Επιπρόσθετα, η πιο πάνω αναφορά περί του ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας επιβεβαιώνεται και από άλλες αξιόπιστες πηγές.
Κατ’ αρχήν, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration- IOM) έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο διευκολύνει την εθελούσια επιστροφή Καμερουνέζων πολιτών στη χώρα καταγωγής τους, καθώς επίσης παρέχει υποστήριξη στους επιστραφέντες με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη ζωή του Cameroon (επαγγελματικός προσανατολισμός, πρακτική εκπαίδευση, εκθέσεις ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, συνεδρίες συμβουλευτικής).[16] Βασικοί μέτοχοι στο πρόγραμμα εντός του Cameroon είναι το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων (Ministry of External Relations), η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας (General Direction for National Security), το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας (Ministry of Public Health), το Υπουργείο Κοινωνικών Θεμάτων (Ministry of Social Affairs), το Υπουργείο Νεότητας και Πολιτικής Αγωγής (Ministry of Youth and Civic Education), καθώς και η Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας (Direction of Civil Protection) του Υπουργείου Εδαφικής Διοίκησης (Ministry of Territorial Administration)[17]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο IOM από τον Ιούνιο του 2017 έως το 2021 έλαβαν βοήθεια κατά την εθελούσια επιστροφή τους και τη διαδικασία επανένταξής τους 5.450 Καμερουνέζοι πολίτες.[18]
Βάσει των ανωτέρω πληροφορίων περί εμπλοκής του ΙΟΜ στην διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και του μεγάλου αριθμού των Καμερουνέζων που έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα, προκύπτει ότι σε ένα γενικό πλαίσιο η επιστροφή στο Cameroon δεν είναι αδύνατη και αφ’ εαυτής επικίνδυνη για ένα άμαχο πολίτη.
Η περιοχή της Buea, που ανήκει γεωγραφικά στην Nοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή διαμονής της βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας και των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες της περιστάσεις, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην Buea της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι η περίπτωση της Αιτήτριας δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στα άρθρα 3-3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου. Συνακόλουθα, η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται, και ούτε προκύπτει (ως αναλύθηκε ανωτέρω), ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ώστε να της δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να της παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας. Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, A Joint ACLED and GITOC Report, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/2024/09/10/non-state-armed-groups-and-illicit-economies-in-west-africa-anglophone-separatists/ ( τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 26/03/2025).
[2] EASO COI Querry, 1. Information on the notification system of wanted notices in Cameroon (cities of Yaoundé and Douala) & 2. Description of the wanted notices in Cameroon (appearance, format, content), 14 Ιουνίου 2018, διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/EASO_COI_QUERY_CAMEROON_85.pdf ( ημερ. Τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025).
[3] EUAA COI Querry, Information on exit procedures at airports, in particular Douala airport, for individuals with existing arrest warrants; prevalence of corruption among border officials and the police, ref. period January 2018 – 19 December 2023, 19 Δεκεμβρίου 2023, διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_12_EUAA_COI_Query_Response_Q70_Cameroon_Corruption.pdf( ημερ. Τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025).
[4] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009,
< https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62007CJ0465&from=EN
[5] EASO, (EUAA, European Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), < https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf >, σελ. 28
[6] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who
[7] AFP, ‘Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers’, 20/08/2019, in Al Jazeera, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2019/8/20/cameroon-anglophone-separatist-leader-gets-life-sentence-lawyers
[8] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who
[9] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html
[10] ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon#
[11] ΔΕΕ, C-285/12, Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ,ημερομηνίας 30/01/2014, διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EE88B568A1B6F9256073AA14860957BE?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2520886
[12] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009
[13] ACLED -Explorer, The Armed Conflict Location & Event Data Project,https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση (τελευταία ημερ. Πρόσβασης 27/03/2025).
[14] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823%3E(τελευταία ημερ. Πρόσβασης 27/03/2025).
[15] ibid
[16] ΙΟΜ, ‘Areas of Work, Reintegration’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration
[17] ΙΟΜ, ‘Reintegration for Migrants Returning to Cameroon’, Info sheet, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf
[18] ΙΟΜ, ‘Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial’, n.d., διαθέσιμο σε https://storyteller.iom.int/stories/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο