A.Z.A. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση Αρ. ΔΚ 7/2025, 31/3/2025
print
Τίτλος:
A.Z.A. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση Αρ. ΔΚ 7/2025, 31/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

      Υπόθεση Αρ. ΔΚ 7/2025

 31 Μαρτίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

     Μεταξύ:

A.Z.A.,

από Ιράν

                                                                                             Αιτητής

 -και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω:

1.      Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας,

2.      Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης,

3.      Προϊστάμενου Υπηρεσίας Ασύλου

                                                   Καθ' ων η αίτηση

 

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Γ. Βασιλόπουλος (κος) για Γεώργιος Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Α. Φιλίππου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(δοθείσα αυθημερόν μετά από διάλλειμα)

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής επιζητά από το παρόν τις ακόλουθες θεραπείες (-μεταφέρονται αυτούσια τα αιτητικά της προσφυγής):

 

«Α. Την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση/διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 14/03/2025 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), το οποίο εκδόθηκε στη βάση των διατάξεων του άρθρου 9Στ (2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000).

Β.  Την ακύρωση και/ή τροποποίηση του ως άνω διατάγματος κράτησης και στη θέση του να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα εφόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συντρέχουν οι λόγοι που επικαλείται η καθ’ ης η αίτηση.

 

Γ.  Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του Αιτητή.

 

Δ. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

Ε.  Έξοδα της προσφυγής πλέον Φ.Π.Α.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε σε δύο τόμους (Vol. I[1] και Vol. II) οι οποίοι κατατέθηκαν κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία και στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ. 1» ή «ο διοικητικός φάκελος 1»).

 

Ο Αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Ιράν, αφίχθηκε αρχικά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 06.08.2000, λαμβάνοντας προσωρινή άδεια επισκέπτη μέχρι τις 21.09.2000. Ακολούθως, στις 31 Μαΐου 2005 υπέβαλε αίτηση ασύλου με ψευδή στοιχεία, ως αυτό προκύπτει από το Παράρτημα 1 της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία απορρίφθηκε. Την απόφαση αυτή ο Αιτητής αμφισβήτησε δια προσφυγής του στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2009. Παράλληλα, ως προκύπτει από το ερυθρό 69 του Τ2 ο Αιτητής συνελήφθη, υπό το ψευδές όνομα που δήλωσε και στην αίτηση ασύλου και αφού παρουσιάστηκε ενώπιόν του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 19126/04, παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω μη εγκεκριμένου αερολιμένα (Τύμπου) και καταδικάστηκε σε 20 ημέρες φυλάκιση. Λόγω της καταδίκης αυτής, έγινε εισήγηση για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του Αιτητή, χωρίς ωστόσο να προκύπτουν οι εξελίξεις αυτής της διαδικασίας από τον ενώπιόν μου διοικητικό φάκελο.  

 

Προκύπτει ωστόσο από επιστολή 09.03.2015 (βλ. μέρος του Παρατηματός 2 της Ένστασης των Καθ’ ων η αιτήση), ότι τα στοιχεία του Αιτητή εντοπίζονται στο ευρετήριο Stop-List σε δύο περιπτώσεις: στις 08.12.2012 ως αναζητούμενο πρόσωπο (αιτητής ασύλου με ψευδή στοιχεία) και στις 29.12.2013, ως απαγορευμένος μετανάστης (η είσοδός του στην Κύπρο απαγορεύεται, αυτός απελάθηκε από τη Δημοκρατία στις 27.12.2013, βάση διαταγμάτων για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου και της παράνομης παραμονής).

 

Ακολούθως, στις 20.09.2013 ο Αιτητής συνελήφθηκε από μέλη του ΟΠΕ Λεμεσού με τις κατηγορίες της παράνομης κατοχής και παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως «Α» και της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και ακολούθως, στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 20839/13, του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινής φυλάκισης τριών μηνών για τις δύο πρώτες κατηγορίες και τεσσάρων μηνών για την 3η κατηγορία. Κατά την παραμονή του στις Κεντρικές Φυλακές, ο Αιτητής παρουσίασε πρωτότυπο του Ιρανικού του διαβατηρίου όπου διαπιστώθηκαν και/ή επαληθεύθηκαν τα πραγματικά του προσωπικά στοιχεία (βλ. επιστολή ημερ. 12.12.2013 -μέρος του Παραρτήματος 2 της Ένστασης)

 

Ακολούθως, στις 27.12.2013 ο Αιτητής απελάθηκε στο Ιράν, δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και τα στοιχεία του καταχωρίστηκαν στη βάση δεδομένων stop-list.

 

Ως προκύπτει από επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού ημερ. 06.12.2023 (βλ. ερυθρό 135 του Τ1), ο Αιτητής εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και εναντίον του εξετάστηκε η ποινική υπόθεση αρ. 5506/22 που αφορούσε εννέα ποινικά αδικήματα, με το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού να καταλήγει στην επιβολή των ακόλουθων (συντρέχουσων) ποινών:

 

-      Ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ (για ένα γραμμάριο όπιο)·

-      Ποινή φυλάκισης 24 μηνών για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ (17 γραμμάρια μεθαμφεταμίνη), με σκοπό να προμηθεύσει τούτο σε άλλα πρόσωπα·

-      Ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για το αδίκημα της παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ (μεθαμφεταμινη)·

-      Ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για το αδίκημα της παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ (όπιο)·

-      Ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών για το αδίκημα της κατοχής αντικειμένου κατασκευασμένου για εκτόξευση επιβλαβούς αερίου (ένα spray)

-      Ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για το αδίκημα της κατοχής επιθετικού όπλου (2 ράβδους από ξύλο ενωμένους με αλυσίδα)

-      Ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών για το αδίκημα της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία

-      Ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών για το αδίκημα της εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω μη εγκεκριμένου αερολιμένος (Τύμπου).

 

Στη συνέχεια ο Αιτητής μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές για να εκτίσει την ποινή του, η οποία εξέπνεε στις 13.12.2023 (βλ. ερ. 135-128)

 

Παράλληλα και ενόσω ακόμα ήταν κρατούμενος, ο Αιτητής υπέβαλε στις 26 Μαΐου 2022, εκ νέου αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Η συνέντευξή του πραγματοποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2022, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2022, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος και την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Η σχετική απορριπτική επιστολή εκδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2022 και παραδόθηκε στον Αιτητή ιδιοχείρως την ίδια ημέρα.

 

Ακολούθως, δύο μέρες πριν από την εκπνοή της ποινής φυλάκισής του, εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασής του, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), καθότι, ως κρίθηκε,  καταδικάστηκε για τα αδικήματα της παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, μεταφορά επιθετικού όπλου, απαγορευμένου μετανάστη και παράνομης παραμονής.

 

Μεταγενέστερα, και συγκεκριμένα στις 2 Ιανουαρίου 2024, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του, η δε αίτηση του αυτή κρίθηκε παραδεκτή και ο Αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη, η οποία έλαβε χώρα στις 22 Ιανουαρίου 2024. Ωστόσο, στις 29 Φεβρουαρίου 2024, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε εκ νέου το αίτημά του, αποφασίζοντας την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε με απορριπτική επιστολή, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε ιδιοχείρως στις 27 Μαρτίου 2024.

 

Εναντίον της απόφασης αυτής, ο Αιτητής καταχώρισε την υπ’ αριθμόν 1387/2024 προσφυγή, επί της οποίας το Δικαστήριο, με απόφαση ημερομηνίας 12 Μαρτίου 2025, τον δικαίωσε, ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Επισημαίνεται ότι ως προκύπτει από το ερυθρό 9 του Τ1, ο Αιτητής εξακολουθούσε να τελεί υπό κράτηση βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του στις 11.12.2023 μετά την αποφυλάκισή του από τις Κεντρικές Φυλακές.

 

Δύο μέρες μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ήτοι στις 14 Μαρτίου 2025, οι Καθ’ ων η Αίτηση, εξέδωσαν διάταγμα κράτησης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9Στ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου για λόγους δημόσιας τάξης.

 

Τη νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης αυτής αμφισβητεί ο Αιτητής, δια της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του

ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του Aιτητή που προστατεύεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος και το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης σύμφωνα με το άρθρο 9Δ του Περί Προσφύγων Νόμου (στον οποίο έχουν ενσωματωθεί και οι οδηγίες 2013/32/ΕΕ και 2013/33/ΕΕ).

 

Είναι κατά δεύτερον η θέση του, ότι παραβιάζεται η δοθείσα αιτιολογία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και/ή εσφαλμένη και η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του αρθ. 9Στ(2) του Περί Προσφύγων Νόμου, των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας. Ισχυρίζεται κατά τρίτον ότι, δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι η απόφαση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης και λήφθηκε χωρίς ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης του Αιτητή. Τέλος, είναι η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς δεν εφαρμόστηκε η αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης υποστηρίζοντας ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και  είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η κράτηση είναι σύννομη, προβλέπεται από τον Νόμο και το Ενωσιακό Δίκαιο, στοχεύει στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και δεν συνιστά αυθαίρετη ή δυσανάλογη επέμβαση επισημαίνοντας ότι η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και ότι εν πάση περιπτώσει η αιτιολογία συμπληρώνεται από τον διοικητικό φάκελο όπου εντοπίζεται εξατομικευμένη αξιολόγηση του Αιτητή. Είναι περαιτέρω η θέση τους ότι υπό τις περιστάσεις, έχει διεξαχθεί επαρκής και έρευνα και ότι η απόφαση βασίζεται σε σαφή πραγματικά και νομικά δεδομένα, με πλήρη τεκμηρίωση. Τέλος οι Καθ’ ων επισημαίνουν ότι λόγω της σοβαρότητας της απειλής για τη δημόσια τάξη, η κράτηση ήταν το μόνο κατάλληλο μέτρο, ενώ εξετάστηκαν αλλά απορρίφθηκαν ως ανεπαρκή τα εναλλακτικά μέτρα.

 

Με την απαντητική του αγόρευση, ο Αιτητής επανέλαβε τα όσα ήδη ανέπτυξε στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης.

 

Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία, οι συνήγοροι υιοθέτησαν τα όσα ανέπτυξαν με τις εκατέρωθεν αγορεύσεις τους. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του Αιτητή, τίθεται η θέση του ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη οι εξατομικευμένες περιστάσεις του Αιτητή, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τέθηκε υπό κράτηση εκ μόνου του λόγου της καταδίκης του σε ποινικό αδίκημα.

 

Παραπέμπει προς επίρρωση της θέσεως του, σε ευρεία επί του θέματος νομολογία η οποία είναι απολύτως σχετική και στην οποία θα παραπέμψω στη συνέχεια.

 

Από την άλλη, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της εκδοθείσας απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι πληρούνται οι νομοθετημένες προϋποθέσεις και ότι το εν λόγω διάταγμα έχει εκδοθεί νόμιμα.

 

Χρήζουν λοιπόν εξέτασης, οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος.

 

Το υπό εξέταση προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση του εδαφίου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του:

 

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

Επειδή ο Α.Z.A. υπήκοος ΙΡΑΝ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Α.Z.A. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.   ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

 

2.   ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, μεταφορά επιθετικού όπλου, απαγορευμένου μετανάστη και παράνομης εισόδου και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθώς και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο Α.Z.A. παραμείνει υπό κράτηση.

 

Και με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

        ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 14η ημέρα του Μαρτίου, 2025.».

 

Έχοντας παραθέσει το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος και προτού, αξιολογηθούν οι περιστάσεις και οι λόγοι έκδοσης του, φρονώ σημαντικό να ανατρέξω τόσο στις νομοθετημένες διατάξεις όσο και στη νομολογιακή προσέγγιση του ζητήματος προκειμένου να οριοθετηθούν τα πλαίσια εντός των οποίων όφειλαν να δράσουν οι Καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, τούτο εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«9ΣΤ.- (…)

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(…)

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·»

 

Σχετικά είναι και τα εδαφία (1), (3), (4) και (5) του ίδιου άρθρου τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«9ΣΤ.- (1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 

(…)

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

 

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

 

 (β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

 

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή».

 

Βασική λοιπόν προϋπόθεση για έκδοση του επίδικου διατάγματος δυνάμει του εδαφίου (ε) είναι όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή (διαζευκτικά) της δημόσιας τάξης.

 

Η διάταξη του άρθρου 9Στ ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (στο εξής αναφερόμενη ως «η Οδηγία 2013/33/ΕΕ») και συνεπώς κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής, λαμβάνεται καταρχάς υπόψη η νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ο λόγος «προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης» στο ενωσιακό και στο εθνικό δίκαιο.

 

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 8 παράγραφος 3 της οδηγίας για τις συνθήκες υποδοχής απαριθμεί εξαντλητικά τους διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου του λόγου που αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την προσφυγή στην κράτηση των προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία. Ως ερμηνεύτηκε στην απόφαση J.Ν. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), C-601/15 PPU, τμήμα μείζονος συνθέσεως, EU:C:2016:84 (στο εξής αναφερόμενη ως «η J.N.»), κάθε ένας από τους λόγους αυτούς ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη ανάγκη και έχει αυτοτελή χαρακτήρα (βλ. σκέψη 59 της J.N.). Από τη σκέψη 63 της απόφασης J.Ν. προκύπτει ότι ο λόγος κράτησης που αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, όπως απαριθμείται στο στοιχείο (ε) της εν λόγω διάταξης, βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 16ης Απριλίου 2003 σχετικά με τα μέτρα κράτησης των αιτούντων άσυλο καθώς και στις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τα εφαρμοστέα κριτήρια και πρότυπα που αφορούν την κράτηση των αιτούντων άσυλο που εξέδωσε η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (HCR) στις 26 Φεβρουαρίου 1999. Ιδίως από τα σημεία 4.1 και 4.2 των κατευθυντήριων αυτών οδηγιών, στο ισχύον κείμενό τους που εκδόθηκε το 2012, προκύπτει ότι, αφενός, η κράτηση είναι εξαιρετικό μέτρο που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο προς εξυπηρέτηση νόμιμου σκοπού και ότι μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση να καθίσταται αναγκαία βάσει τριών σκοπών οι οποίοι είναι γενικά σύμφωνοι προς το διεθνές δίκαιο, ήτοι δημόσια τάξη, δημόσια υγεία και εθνική ασφάλεια. Αφετέρου, η κράτηση μπορεί να επιλεγεί μόνο όταν κριθεί αναγκαία, εύλογη βάσει όλων των περιστάσεων και ανάλογη προς έναν θεμιτό σκοπό.

 

Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (βλ. σκέψη 64 της J.N.).

 

Το ΔEE έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας[2].

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η έννοια της «δημόσιας τάξης» συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, ότι πρέπει να υπάρχει, εκτός από τη διατάραξη της κοινωνικής τάξης που συνεπάγεται κάθε παράβαση του νόμου, «πραγματική, παρούσα και επαρκώς σοβαρή απειλή που θίγει ένα από τα θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας» και αντιπροσωπεύεται από την ατομική συμπεριφορά ενός προσώπου (βλ. σκέψη 65 της J.N. και εκεί παραπομπές).

 

Ως ειδικότερα λέχθηκε στη σκέψη 67 της J.N. (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79)».

 

Σχετικές είναι και οι σκέψεις 69 και 70 της J.N., σύμφωνα με τις οποίες:

 

«69. Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.

 

70.  Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως».

 

Πρόσθετη καθοδήγηση αναφορικά με την αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων του εκάστοτε αιτούντος δίδεται στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, η οποία εξετάζει την έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Οι ακόλουθες σκέψεις από την απόφαση αυτή είναι σχετικές (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«50.  Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξηΌταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ' εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

 

51. Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. […]

 

52. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

 

53. Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».

 

Ωστόσο η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως, ως έχει επισημανθεί από το ΔΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση – εδώ την κράτηση- μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ. σχετικώς, σκέψη 67 της απόφασης του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημερομηνίας 29.4.2004).  

 

Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑8/22, ECLI:EU:C:2023:542, ημ.06.07.2023, πραγματευόμενο εκεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του λόγου ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του αρ.14 (4) (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ [αντίστοιχο αρ.6Α (1) (δ) του Νόμου], ανέφερε τα εξής, τα οποία βρίσκουν θεωρώ, ενόψει και της ως άνω νομολογίας επί διαταγμάτων κράτησης αιτητών διεθνούς προστασίας, κατ' αναλογία εφαρμογή και στην προκείμενη υπόθεση (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου:

 

«45. Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η ύπαρξη κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνυόμενη από το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα.

 

[…]

 

63 Όσον αφορά τις περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης κινδύνου για την κοινωνία, μολονότι η διαπίστωση πραγματικού, ενεστώτος και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας προϋποθέτει, κατά κανόνα, τάση του συγκεκριμένου ατόμου να συνεχίσει μελλοντικά να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που να συνιστά τέτοιο κίνδυνο, είναι επίσης ενδεχόμενο η συμπεριφορά και μόνον κατά το παρελθόν να πληροί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και HF. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 56]. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται ειδικά στην ύπαρξη τέτοιας καταδίκης και η καταδίκη αυτή μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, να συμβάλει στην απόδειξη της ύπαρξης πραγματικού και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους.

 

64. Ωστόσο, όσον αφορά ειδικότερα τον ενεστώτα χαρακτήρα ενός τέτοιου κινδύνου, τόσο από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως από το ποινικό ιστορικό του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας ότι είναι δυνατόν να του επιβληθεί το μέτρο του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CSC‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 41). Ως εκ τούτου, όσο περισσότερο απέχει χρονικά η λήψη απόφασης βάσει της διάταξης αυτής από την αμετάκλητη καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, τόσο περισσότερο οφείλει η αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εξελίξεις που ακολούθησαν την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται πραγματικός και αρκούντως σοβαρός κίνδυνος κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα.»

 

Έχοντας οριοθετήσει το νομολογιακό πλαίσιο εξέτασης, ας επανέλθουμε στα γεγονότα που περιβάλουν την υπό κρίση υπόθεση.

 

Το τι προκύπτει από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, είναι ότι κατόπιν ατομικής αξιολόγησής του Αιτητή, κρίθηκε ότι είναι αναγκαίο να παραμείνει υπο κράτηση, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.    ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

 

2.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’ με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, μεταφορά επιθετικού όπλου, απαγορευμένου μετανάστη και παράνομης εισόδου και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών.

 

Από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, προκύπτει καταρχήν ότι στην περίπτωση του Αιτητή, κρίθηκε ότι η προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας αλλά και η καταδίκη του σε ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών για τα συγκεκριμένα αδικήματα, επιβάλλουν όπως ο Αιτητής παραμείνει υπο κράτηση.

Ενόψει του περιεχόμενου αυτού, παρατηρώ πρωτίστως, ως ορθώς επισημαίνει και ο συνήγορος του Αιτητή, ότι από το προσβαλλόμενο διάταγμα δεν προκύπτει σαφώς και ρητώς επί ποίας εκ των δύο νομικών βάσεων –δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας– ερείδεται το επίδικο διάταγμα κράτησης. Η αναφορά δε σε «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια» δημιουργεί ασάφεια ως προς το πραγματικό νομικό θεμέλιο επί του οποίου στηρίχθηκε η διοικητική κρίση. Είναι εμφανές ότι οι Καθ’ ων η αίτηση χρησιμοποιούν αμφίσημους όρους, χωρίς να εξειδικεύουν κατά τρόπο σαφή και διακριτό ποια από τις δύο έννοιες (ήτοι της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας) θεμελιώνει τη σχετική απόφαση.

 

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η εν λόγω ασάφεια καθιστά επισφαλή την κατανόηση του νομικού πλαισίου που ενεργοποιήθηκε από τη Διοίκηση, καθότι οι έννοιες της «δημόσιας τάξης» και της «εθνικής ασφάλειας» αποτελούν διακεκριμένες νομικές κατηγορίες, με ιδιαίτερο και αυτοτελή περιεχόμενο εκάστη, όπως έχει υπογραμμισθεί και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, σκ. 59), όπου επισημαίνεται ότι οι λόγοι κράτησης όπως απαριθμούνται στην Οδηγία 2013/33/ΕΕ είναι εξαντλητικοί και αυτοτελούς χαρακτήρα.

 

Εν όψει των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι η Διοίκηση όφειλε να προσδιορίσει με επάρκεια το νομικό έρεισμα της κράτησης, προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου.

 

Πέραν της ως άνω παρατήρησης, το περιεχόμενο του διατάγματος αυτού δεν αποκαλύπτει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της ατομικής συμπεριφοράς του Αιτητή, από τα οποία προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους.

 

Αυτό συνεπώς που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η ελλιπής αυτή αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας, ως τούτο επιτάσσει το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999) και η σχετική επί του θέματος νομολογία[3].

 

Ανατρέχοντας λοιπόν στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προς εντοπισμό στοιχείων δυνάμενων να συμπληρώσουν, ενδεχομένως, την αιτιολογία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Με επιστολή του Μ.Θ.[4], Αναπληρωτή Υπαστυνόμου Βοηθού Υπεύθυνου της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής αναφερόμενη ως «η ΥΑΜ») Λεμεσού, προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης ημερ. 14.03.2025 (βλ. ερυθρό 9 του Τ1) ενημερώνει ότι ο Αιτητής εξακολουθεί να τελεί υπό κράτηση βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του στις 11.12.2023 μετά την αποφυλάκισή του από τις Κεντρικές Φυλακές για υπόθεση που αφορούσε καταδίκη του για υπόθεση ναρκωτικών. Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής πέτυχε στις 12.02.2025 στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 1387/24 ακύρωση της εκεί προσβαλλόμενης πράξης που αφορούσε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Καταλήγει δε στα ακόλουθα:

 

«Ενόψει των πιο πάνω, γίνεται εισήγηση όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο ακύρωσης του υφιστάμενου διατάγματος κράτησης και έκδοσης νέου διατάγματος κράτησης βάσει του περί Προσφύγων Νόμου με αναστολή του διατάγματος απέλασης, εν αναμονή της επανεξέτασης του αιτήματος του για πολιτικό άσυλο(…).»

 

Τα ως άνω αποτελούν τα μόνα αποδεικτικά δεδομένα που έχουν προσκομισθεί ενώπιόν μου και τα οποία δύνανται, κατά τρόπο ελάχιστο, να στηρίξουν την εκδοθείσα προσβαλλόμενη διοικητική πράξη περί κράτησης. Ο διοικητικός φάκελος στερείται οιασδήποτε πρόσθετης τεκμηρίωσης ικανής να ενισχύσει ή να συμπληρώσει την αιτιολογική βάση του εν λόγω διατάγματος, καθιστώντας την αιτιολόγηση αυτής ιδιαιτέρως ελλιπή και ανεπαρκή.

 

Επισημαίνεται επί τούτου ότι παρά τη νομολογιακή αρχή ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων, εντούτοις, ως επισήμανε και η αδελφή μου Δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 5/24, 30.4.2024, τα συμπεράσματα της οποίας υιοθετώ (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(…) αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές, ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής  πράξης (Βλ. Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).

 

32. Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από τις αρχές που παρέθεσα ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.

 

33. Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω.

 

Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μίας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει (Βλ. Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Judicial analysis Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» σελ. 53)».

 

Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και συγκεκριμένα από την επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού ημερομηνίας 14.03.2025, ο Αιτητής εξακολουθούσε να τελεί υπό κράτηση δυνάμει των διαταγμάτων της 11.12.2023 ακόμη και κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος. Συνεπώς, η έκδοση του νέου διατάγματος συντελέστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί πραγματική και νομικά θεμελιωμένη μεταβολή στο καθεστώς στέρησης της ελευθερίας του Αιτητή, καθιστώντας την εν λόγω διοικητική πράξη ουσιαστικά ως συνέχεια της προηγούμενης κράτησης, χωρίς διακοπή ή ανεξάρτητη ατομική αξιολόγηση.

 

Η πρακτική αυτή υποσκάπτει την εγγυημένη από την ενωσιακή έννομη τάξη υποχρέωση της Διοίκησης να προβαίνει σε αυστηρά εξατομικευμένο και αναλογικό έλεγχο των προϋποθέσεων κράτησης, ιδίως όταν πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας αιτητή διεθνούς προστασίας, η οποία, σύμφωνα με την 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, συνιστά εξαιρετικό μέτρο και δεν μπορεί να εφαρμοστεί μηχανικά ή τυποποιημένα. Το γεγονός ότι η Διοίκηση απλώς μεταπήδησε από το προηγούμενο καθεστώς κράτησης σε νέο, δυνάμει διαφορετικής νομικής βάσης, χωρίς εξατομικευμένη αξιολόγηση, καταστρατηγεί φρονώ τις απαιτήσεις της αρχής της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της καλής πίστης που διέπουν την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

 

Όσον αφορά την ουσία της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου διατάγματος, παρατηρείται ότι αυτή στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στο ποινικό ιστορικό του Αιτητή και, συγκεκριμένα, στην καταδίκη του για σειρά αδικημάτων με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για την οποία ο Αιτητής έχει ήδη εκτίσει την ποινή του. Εντούτοις, ως έχω ήδη επισημάνει με παραπομπή σε σχετική νομολογία, η ύπαρξη ποινικής καταδίκης, ακόμη και για σοβαρό αδίκημα, δεν αρκεί καθ’ εαυτήν για να θεμελιώσει τη συνέχιση ή την επιβολή κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης.

 

Η έννοια της «δημόσιας τάξης» απαιτεί, σύμφωνα με τις σκέψεις 65 και 67 της απόφασης J.N., την ύπαρξη «πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής» κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, η οποία να πηγάζει από την ατομική συμπεριφορά του προσώπου και όχι απλώς από παρελθόντα ποινικά δεδομένα. Η ίδια νομολογία επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να στηρίζονται σε τεκμήρια ή γενικευμένες εκτιμήσεις αλλά οφείλουν να προβούν σε αυστηρά εξατομικευμένη αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης του προσώπου, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που έχει παρέλθει από την τέλεση των πράξεων και της εν γένει συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου έκτοτε.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη ποινική υπόθεση αφορούσε γεγονότα που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 2022, ενώ κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος έχουν ήδη παρέλθει σχεδόν τρία έτη από την τέλεση των αδικημάτων. Επίσης, ουδεμία αναφορά ή ένδειξη υφίσταται στο φάκελο ότι, μετά την έκτιση της ποινής του -ή ακόμα και κατά την έκτιση αυτής- ο Αιτητής ενεπλάκη σε παράνομες δραστηριότητες ή υιοθέτησε συμπεριφορά που να καταδεικνύει πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας. Η απλή επίκληση ποινικής καταδίκης του παρελθόντος, χωρίς επικαιροποιημένη, αντικειμενική και συγκεκριμένη αξιολόγηση του κινδύνου που τυχόν συνιστά σήμερα ο Αιτητής, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ. Περαιτέρω, η διατήρηση της κράτησης χωρίς διακοπή και χωρίς αναγκαία διακριτή θεμελίωση εντός νέου νομικού πλαισίου, συνιστά καταστρατήγηση της απαίτησης εξατομικευμένης και ανεξάρτητης απόφασης σε κάθε στάδιο της διοικητικής κράτησης.

 

Πρόσθετα προς ενίσχυση των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει οποιοδήποτε σχετικό ή ουσιώδες στοιχείο που να αφορά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, επί της ποινικής υπόθεσης υπ’ αριθμ. 5506/22. Οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν προέβαλαν ή προσκόμισαν την απόφαση αυτή καθ’ εαυτήν, ούτε προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι φρόντισαν να την αναζητήσουν ή να τη μελετήσουν κατά τον ουσιώδη χρόνο πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης. Ως εκ τούτου, ούτε το παρόν Δικαστήριο δύναται να διαμορφώσει πληρέστατη εικόνα αναφορικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκαν τα αδικήματα, ούτε όμως και η ίδια η Διοίκηση φαίνεται να προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των γεγονότων αυτών πριν προχωρήσει στην έκδοση του διατάγματος.

Η παράλειψη αυτή καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη, δεδομένης της σαφούς και επαναλαμβανόμενης θέσης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), σύμφωνα με την οποία η έννοια της “δημόσιας τάξης” δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως από την ύπαρξη ποινικής καταδίκης. Αντιθέτως, απαιτείται πλήρης αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου προσώπου και των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης. Όπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται στη σκέψη 50 της απόφασης Z. Zh. (C‑554/13), η διαπίστωση ύπαρξης κινδύνου για τη δημόσια τάξη προϋποθέτει εξατομικευμένη αξιολόγηση του συγκεκριμένου προσώπου και της συμπεριφοράς του, και η απλή επίκληση καταδίκης, χωρίς τη σχετική αιτιολογημένη ανάλυση, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και της ατομικής θεώρησης της υπόθεσης.

 

Περαιτέρω, στη σκέψη 53 της ίδιας απόφασης, το ΔΕΕ υπογραμμίζει ότι κρίσιμα στοιχεία κατά την εκτίμηση είναι, μεταξύ άλλων, η φύση και η σοβαρότητα της πράξης καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξή της. Συνεπώς, ελλείψει του πλήρους κειμένου της δικαστικής απόφασης ή και έστω αιτιολογημένης έκθεσης της Διοίκησης για τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων, δεν μπορεί να συναχθεί με τη δέουσα ασφάλεια δικαίου ότι η συμπεριφορά του Αιτητή ανταποκρίνεται στα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο στην υπόθεση J.N. (C-601/15 PPU), ήτοι ότι συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

Επισημαίνω την υποχρέωση που φέρει η διοίκηση να θέτει ενώπιόν του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά γεγονότα που αφορούν τον Αιτητή και την υπόθεση του, παρέχοντας σε αυτό την δυνατότητα να προχωρήσει σε πλήρη εξέταση της νομιμότητας της κράτησης αιτητή ασύλου, επανεξετάζοντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η διοίκηση.  Σε περιπτώσεις, ως η παρούσα, όπου δεν προκύπτει με ασφάλεια το πραγματικό πλαίσιο των γεγονότων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκτελέσει το έργο του ορθά και αμερόληπτα.  Ως έχει λεχθεί και στην υπόθεση C-924/19 PPU και C-925/19 FMSFNZ ημερ. 14.05.2020, το Δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με δική του απόφαση, την απόφαση διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η κράτηση αιτητή και κατά τούτο, για να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα του, θα πρέπει να έχει ενώπιον του στοιχεία από τα οποία μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

Αυτό που ευθέως προκύπτει από τα ενώπιόν μου δεδομένα, είναι ότι η προσωπική συμπεριφορά του Αιτητή κρίθηκε ότι συνιστά ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ωστόσο, παρατηρώ ότι, πέραν της καταδίκης του Αιτητή, δεν υπάρχουν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να συνθέτουν την συμπεριφορά του και τα οποία να λήφθηκαν υπόψη κατά την απόφαση για έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης.

 

Έχοντας κατά νου τα όσα συνθέτουν το πλαίσιο της υπό εξέταση υπόθεσης, επαναλαμβάνω ότι κατά τη νομολογία που προαναφέρθηκε, η καταδίκη και μόνο για αδίκημα, ακόμα και σοβαρό, δεν είναι αρκετή για την ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 9Στ(2)(ε).

 

Η μοναδική περίπτωση όπου η ύπαρξη της ποινικής καταδίκης θα μπορούσε να δικαιολογήσει, από μόνη της την κράτηση του Αιτητή, είναι όταν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως.

 

Συγκεκριμένα, στην απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημ.29.04.2004 (στο εξής αναφερόμενη ως «Ορφανόπουλος»), σκέψη 67 λέχθηκε ότι: «[…]η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως [...]»

 

Τα ίδια επισημάνθηκαν και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 15.01.2025 στην Αίτηση αρ. 3/24[5] και συγκεκριμένα:

 

«Όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 29(3)(β) του Νόμου, του άρθρου 27(2) της Οδηγίας  αλλά και από την υπάρχουσα νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του ΔΕΕ, η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα δεν συνιστά αφ' εαυτής λόγο για απέλαση ατόμου και δη, όπως εν προκειμένω ευρωπαίου πολίτη.

 

Παρά ταύτα, η ύπαρξη ποινικής καταδίκης μπορεί να δικαιολογήσει την λήψη τέτοιου μέτρου αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτή προκύπτει  τέτοια συμπεριφορά η οποία να συνιστά πραγματική, εν δυνάμει ενεστώσα, και αρκούντως σοβαρή απειλή σε βάρος θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.  Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνεκτιμά σωρευτικά, όλα τα σχετικά δεδομένα, για να καταλήξει στο ζητούμενο και δη μεταξύ άλλων, τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά και τις συνθήκες τέλεσής του».

 

Ως λέχθηκε στην Ορφανόπουλος (ανωτέρω):

 

“66. Όσον αφορά τα μέτρα δημοσίας τάξεως, από το άρθρο 3 της οδηγίας 64/221 προκύπτει ότι για να είναι δικαιολογημένα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικώς στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που αφορούν. Με την ίδια διάταξη διευκρινίζεται ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν δύνανται καθεαυτές να αιτιολογήσουν την λήψη παρόμοιων μέτρων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 35), η έννοια της δημοσίας τάξεως προϋποθέτει, εκτός της διαταράξεως της κοινωνικής τάξεως που συνεπάγεται κάθε παράβαση νόμου, την ύπαρξη πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας.

 

67. Μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι η χρήση ναρκωτικών συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία δικαιολογούντα τη λήψη μέτρων κατά των αλλοδαπών που παραβαίνουν τη νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, εντούτοις η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999, C‑348/96, Calfa, Συλλογή 1999, σ. I-11, σκέψεις 22 έως 24)».

 

Έχοντας λοιπόν εκθέσει τα ανωτέρω, στην απουσία άλλων στοιχείων που να καταδεικνύουν διάφορη κρίση, φρονώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση, βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο σε λόγους γενικής πρόληψης χωρίς να ληφθεί υπόψη ούτε η ατομική συμπεριφορά του Αιτητή ούτε ο εντεύθεν κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Ως σχετικώς κατέληξε το ΔΕΕ στην σκέψη 68 της Ορφανόπουλος: «το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει την απέλαση υπηκόου κράτους μέλους η οποία στηρίχθηκε σε λόγους γενικής προλήψεως, ήτοι αποφασίστηκε με σκοπό την αποτροπή άλλων αλλοδαπών (βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Bonsignore, σκέψη 7), ιδίως όταν το μέτρο αυτό διατάχθηκε αυτομάτως κατόπιν ποινικής καταδίκης, χωρίς να ληφθούν υπόψη ούτε η ατομική συμπεριφορά του δράστη της παραβάσεως ούτε ο εντεύθεν κίνδυνος για τη δημόσια τάξη (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Calfa, σκέψη 27, και Nazli, σκέψη 59)».

 

Το Δικαστήριο μπορεί να κατανοήσει τις εύλογες ανησυχίες που υπάρχουν όταν ένας αιτών άσυλο αποφυλακίζεται λίγο μετά την καταδίκη του για σοβαρές κατηγορίες. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε απλή «προληπτική κράτηση», ούτε μπορεί να απαλλάξει ένα κράτος από τις υποχρεώσεις του βάσει της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

Δεν μπορώ συνεπώς να διαπιστώσω πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου. Ούτε βεβαίως μπορεί να σκιαγραφηθεί μια τέτοια συμπεριφορά η οποία θα μπορούσε να συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, από την ίδια την ποινική καταδίκη.

Προσθέτως, επισημαίνεται ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας επιβάλλει όπως κάθε περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ερμηνεύεται αυστηρά και περιοριστικά, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το θεμελιώδες δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία. Κατά το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το δικαίωμα στην ελευθερία κατοχυρώνεται ως προστασία έναντι αυθαίρετων παρεμβάσεων του κράτους και οποιαδήποτε στέρηση αυτής νομιμοποιείται μόνον εφόσον εμπίπτει ρητώς και εξαντλητικώς σε έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 5(1) λόγους. Ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι ακριβώς η διασφάλιση ότι κανένα πρόσωπο δεν στερείται αυθαιρέτως την ελευθερία του, γεγονός που προϋποθέτει αυστηρή προσήλωση στο γράμμα και το πνεύμα της.

 

Συναφώς, οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας λειτουργούν ως θεσμικές εγγυήσεις κατά της καταχρηστικής χρήσης του μέτρου της κράτησης.

 

Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση εκδόθηκε αποκλειστικά λόγω της ποινικής καταδίκης του Αιτητή, χωρίς να τεθεί οποιοδήποτε πρόσθετο στοιχείο αναφορικά με την ατομική του συμπεριφορά ή τυχόν παρούσα απειλή που να καταδεικνύει ότι εξακολουθεί να συνιστά πραγματικό, ενεστώτα και επαρκώς σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Η προσέγγιση αυτή αντίκειται ευθέως στην αρχή της εξατομικευμένης αξιολόγησης, η οποία αποτελεί πυρήνα των υποχρεώσεων του κράτους κατά την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων σε αιτούντες διεθνή προστασία. Η Διοίκηση παρέλειψε να λάβει υπόψη οποιαδήποτε άλλη προσωπική ή επικαιροποιημένη περίσταση του Αιτητή και αρκέστηκε σε μία γενική και αυτόματη συσχέτιση της ποινικής του καταδίκης με την έννοια της δημόσιας τάξης, κατά τρόπο που διευρύνει ανεπιτρέπτως το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά συνέπεια, η κράτηση του Αιτητή, ως αποτέλεσμα της προσεγγίσεως αυτής, συνιστά αυθαίρετο μέτρο, ασυμβίβαστο με τις επιταγές του άρθρου 5 ΕΣΔΑ και με την οδηγία 2013/33/ΕΕ, και καθιστά παράνομη την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης.

 

Παρατηρώ επίσης ότι οι Καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα της κράτησης, μιας και δεν εντοπίζω καμία σχετική αναφορά στα γεγονότα, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, προ της κατάληξης των Καθ΄ων η αίτηση, στο κατά πόσο θα προβεί στην έκδοση του εκάστοτε διατάγματος κράτησης. Η μοναδική αναφορά που εντοπίζεται είναι επί της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου γενικόλογα και αόριστα καταγράφεται ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ».

 

Αυτή ασφαλώς η γενικόλογη καταγραφή δεν αρκεί αφού οι Καθ΄ων η αίτηση προτού καταλήξουν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης δεν εφάρμοσαν την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, ως είχαν υποχρέωση ( βλ. σκέψεις 54, 56 και 61, απόφασης του ΔΕΕ, C – 601/15, ανωτέρω). Τούτο διότι, ουδεμία στάθμιση μεσολάβησε όσον αφορά αφενός του περιοριστικού μέτρου που επιβλήθηκε στον Αιτητή ήτοι την κράτηση και κατά πόσο το εν λόγω μέτρο ήταν αναγκαίο και ανάλογο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιωκόταν ήτοι την προστασία της δημόσιας τάξης και/ή ασφάλειας του κράτους, όπως επίσης, δεν αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν άλλα αποτελεσματικά μέτρα έναντι της κράτησης, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, πριν από την καταληκτική κρίση για έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

 

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, και επίσης, ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, δεν διαφαίνεται ποια ήταν η ακριβής αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος κράτησης του Αιτητή.

 

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης καταλήγω ότι το επίδικο διάταγμα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 9ΣΤ(2)(ε) και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου προσφυγής.

 

Παρόλο που το παρόν Δικαστήριο δύναται να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, εξετάζοντας πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης και υποκαθιστώντας την κρίση της διοίκησης, με δεδομένο ότι από τον φάκελο ελλείπουν σημαντικά στοιχεία και/ή επιπρόσθετη μαρτυρία που θα δικαιολογούσε την κράτηση του  Αιτητή  στη βάση του εδαφίου (2) (ε) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν κρίνω ότι μπορεί να επικυρωθεί το επίδικο διάταγμα κράτησης. 

 

Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων αφού στη βάση του σκεπτικού της απόφασης του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020 (από τούδε και στο εξής «FMS»), θα πρέπει ο λόγος για τον οποίο κρατήθηκε ο αιτητής να παραμένει σε ισχύ (βλ. σχετικώς σκέψεις 292-293 της απόφασης FMS).

 

Στην παρούσα προσφυγή, δεν διακρίνω από τα στοιχεία του φακέλου να υφίστανται τα αντικειμενικά στοιχεία και κριτήρια, τα οποία θα δικαιολογούσαν την κράτηση του Αιτητή, σύμφωνα με την αιτιολογική βάση της παραγράφου (ε) του άρθρου 9ΣΤ(2), ώστε να προχωρήσω με την εξέταση της σκοπιμότητας και δυνατότητας να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.   

 

Καταλήγω συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει αιτιολογία που να υποδηλώνει ότι είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή.

 

Για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό (Α) της προσφυγής του Αιτητή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1200 υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση. Ως αποτέλεσμα, διατάζεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. 

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Στο εξωτερικό μέρος του φακέλου αναγράφεται "Vol. F", ωστόσο από το περιεχόμενο του φακέλου προκύπτει ότι πρόκειται για τον τόμο "Vol. I". (βλ. σημείωμα  ημερ. 19.03.2025 του Vol. I)

[2] Βλ. αποφάσεις Zh. και O., C554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34).

 

[3] Βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.

[4] Το ονοματεπώνυμο του υπαστυνόμου παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο