
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 7744/2021
28 Μαρτίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C. C.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Γ. Βασιλόπουλος (κος) για Χ. Χριστοδουλίδη (κο), Δικηγόροι για τον Αιτητή
Ε. Εμμανουηλίδου (κα) για Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόροι για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/10/2021 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 09/11/2021 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερημένης οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας, έχει την ιθαγένεια της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής «Καμερούν») και στις 11/07/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Στις 16/09/2021 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό τού Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (στο εξής “EUAA”). Στις 27/09/2021, ο/η λειτουργός EUAA ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στις 26/10/2021, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 08/11/2021 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 09/11/2021. Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.
Ο συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή που επακολούθησε. Οι μόνοι ισχυρισμοί που εν τέλει προωθούνται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι Α) η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας καθότι δεν διαπιστώνεται από την έκθεση του Αρμόδιου Λειτουργού ότι έγινε οποιαδήποτε πραγματική έρευνα από τον ίδιο και δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις στον αιτητή κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, Β) Λανθασμένη διαδικασία καθότι ο αιτητής ουδέποτε ενημερώθηκε περί των δικαιωμάτων του για προσκόμιση νέων στοιχείων κα/ή περαιτέρω εγγράφων ή του δικαιώματος συμμετοχής του στη διαδικασία μέσω δικηγόρου, Γ) Αναρμοδιότητα του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, Δ) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, Ε) Δεν εξετάστηκε δεόντως η αρχή της μη επαναπροώθησης.
Στις 23/09/2022, καταχωρήθηκε από το συνήγορο του Αιτητή, αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας. Σις 28/09/2022, το Δικαστήριο προχώρησε στην έγκριση της και επετράπη η προσαγωγή της μαρτυρίας, υπό την μορφή ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή ημερ. 21/10/2022, στην οποία επισυνάπτονται ως Τεκμήρια 3 σετ φωτογραφιών και ένα πρωτοσέλιδο της The Guardian Post. Σχολιασμός του περιεχομένου της προσκομισθείσας μαρτυρίας, θα ακολουθήσει κατωτέρω.
Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση –αναλύεται στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της Αιτήτριας - θα εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά προτεραιότητα, καθότι σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα του οργάνου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ( βλ. σχετικά Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255).
Στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, άρθρο 17(8) αναφέρεται ότι: « Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.».
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου δίνεται η έννοια του Προϊσταμένου ( παραθέτω αυτολεξεί): "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»
Σύμφωνα με τον περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος του 1962 (Ν. 23/1962), άρθρο 3(2)( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «(2) Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»
Ως διαπιστώνω από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε, η έκθεση εισήγηση έγινε από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο. Ακολούθως, εξετάστηκε, και η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίθηκε και υπογράφτηκε από τον κ. Ανδρέα Γεωργιάδη, Διοικητικό Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί γι΄ αυτό από τον Υπουργό Εσωτερικών ( βλ. ερυθρό 71 του Διοικητικού Φακέλου). Η επίδικη απόφαση λήφθηκε με την έγκριση της έκθεσης εισήγησης από τον αρμόδιο λειτουργό κο Γεωργιάδη. Ειδικότερα, ως μπορεί να διαπιστωθεί από την έκθεση- εισήγηση, υπάρχει σχετική σφραγίδα στο εμπροσθόφυλλο της η οποία αναφέρει «Υπηρεσία Ασύλου. Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», η σφραγίδα με το όνομα του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κου Γεωργιάδη, η μονογραφή του και η ημερομηνία λήψης της απόφασης.
Ως εκ τούτου φαίνεται καθαρά ότι το πρόσωπο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος περί τούτου από τον Υπουργό Εσωτερικών με βάση την επιστολή ημερ. 13/10/2020 που είναι κατατεθειμένη στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 71) , ενώ η επιστολή γνωστοποίησης της επίδικης απόφασης ημερ. 08/11/2021 ( βλ. ερυθρό 74) υπογράφτηκε από αρμόδιο λειτουργό, που ενεργούσε εκ μέρους και κατόπιν εντολών του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ως αναγράφεται ρητά σε αυτήν (« For Head of the Asylum Service»).
Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της αδελφής μου Δικαστή κας Καρλεττίδου, υπόθεση Α. Α. B ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1183/21, 30/7/2021, με το οποίο συμφωνώ και υιοθετώ:
«..Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ο οποίος αμφισβητεί την ύπαρξη απόφασης από τον προϊστάμενο και ότι αυτή λήφθηκε από κατώτερους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η κ. Αναστασία Ανδρέου που λαμβάνει την απόφαση απόρριψης στην προκείμενη περίπτωση έχει ρητώς εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών να λαμβάνει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Επί τούτου η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση παραπέμπει στο Παράρτημα 5 στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση με αναφορά στο σχετικό έγγραφο εξουσιοδότησης το οποίο επισυνάπτεται.
Έχω εξετάσει με προσοχή τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών και κρίνω ότι το αντίγραφο της εξουσιοδότησης το οποίο βρίσκεται ως ερυθρό 38 στον προσωπικό φάκελο του Αιτητή υπ' αριθμό F19-02450 αποτελεί νόμιμη εξουσιοδότηση αφού το περιεχόμενο της έχει εγκριθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών με υπογραφή του στις 13/10/20.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επειδή την επιστολή απόρριψης ημερ. 24/02/2021 υπογραφεί ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου κος. XXXXX Καζαντζής για Προϊστάμενο και όχι ο ίδιος ο Προϊστάμενος, δεν δικογραφείται.
Συνεπώς ο Αιτητής δεν μπορεί με την παρούσα προσφυγή να θέτει ζητήματα που δεν εξειδικεύτηκαν δεόντως στην αίτηση ακύρωσης, όπως αναφέρθηκε ήδη προηγουμένως.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, κρίνω ότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται εκ του Νόμου. Εκείνο που απαιτείται είναι η απόφαση να έχει ληφθεί από τον εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο Υπουργό, λειτουργό που στη παρούσα είναι η κυρία Ν. Ανδρέου. Σύμφωνα δε με το τεκμήριο της κανονικότητας και νομιμότητας το οποίο δεν έχει ανατραπεί, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη. Συνεπώς, κρίνω ότι ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Σχετική είναι η απόφαση στην υπ. Αρ. Υπόθεση Αρ. 42/2011 του Ανωτάτου Δικαστηρίου GUILAN ZHOU και Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 24 Ιανουαρίου 2013 που μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα εξής:
«Περαιτέρω, η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια φέρει την υπογραφή κάποιας «Ε. Μαραθεύτου για Διευθύντρια», χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο που να εξουσιοδοτεί την εν λόγω λειτουργό, που είναι απλή γραφέας, κατά τη θέση του συνηγόρου, να εκδίδει και να υπογράφει τέτοιες αποφάσεις.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για αναρμοδιότητα ή μη εξουσιοδότηση της Ε. Μαραθεύτου να υπογράψει την απορριπτική επιστολή. Η κα Μαραθεύτου, άλλωστε, υπόγραψε «για Διευθύντρια», και η επιστολή αρχίζει με την εισαγωγή, «Έχω οδηγίες να ...». Σαφέστατα η απορριπτική επιστολή αποτελεί απόφαση και πράξη της εξουσιοδοτημένης προς τούτο Διευθύντριας και ο,τιδήποτε άλλο αποτελεί απλώς σχολαστική θεώρηση των πραγμάτων. Δεν παρίστατο ανάγκη να υπογράψει η ίδια η Διευθύντρια την απόρριψη, ούτε κάτι τέτοιο απαιτείται εκ του Νόμου. Εκείνο που απαιτείται είναι η απόφαση να έχει ληφθεί από τη Διευθύντρια, όπως και έγινε στην περίπτωση. Η απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και άλλωστε ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας….”
Περαιτέρω, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου GUILAN ZHOU ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 42/2011, 24/1/2013, αναφέρεται, προς συμπλήρωση των πιο πάνω:
« …… Οι προμνησθείσες υποθέσεις έχουν ως κύριο άξονα την απόφαση της πλειοψηφίας στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, όπου τονίστηκε ότι όπου απουσιάζει έγγραφη καταχώρηση ότι η σχετική διοικητική πράξη λήφθηκε από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει τη σχετική αρμοδιότητα, τότε το τεκμήριο της κανονικότητας δεν μπορεί να διασώσει την κατάσταση, ενόψει του ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρήσεων. Εδώ, όμως, όπως υποδείχθηκε ήδη, υπάρχει έγγραφη καταχώρηση από τη Διευθύντρια. Βεβαίως, αρμοδίως υπογράφεται από λειτουργό της υπηρεσίας διότι κανένας Διευθυντής στον οποίο εναποτίθεται αρμοδιότητα από κάποιο νόμο να αποφασίζει, δεν λειτουργεί χωρίς την υποστήριξη στελεχωμένης υπηρεσίας. Υπάρχει, επομένως, εγγενής εξουσιοδότηση όλων των λειτουργών, εφόσον βεβαίως ενεργούν κατόπιν οδηγιών, να υπογράφουν ως μέρος της διοικητικής προώθησης αποφάσεως τις σχετικές επιστολές του Τμήματος στο οποίο υπάγονται, (δέστε, κατ΄ αναλογία, την υπόθεση στην Βάσος Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6/07, ημερ. 26.3.2009)…..».
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μη υποβολής επαρκών ερωτήσεων κατά την συνέντευξη στην αιτήτρια, παρατηρώ από το πρακτικό της συνέντευξης της ότι τέθηκαν σε αυτήν αρκετές ερωτήσεις, και η ίδια δεν ανέφερε οτιδήποτε το οποίο θα υποδήλωσε μια γνήσια περίπτωση προσώπου που χρήζει διεθνούς προστασίας, προκειμένου και ο αρμόδιος λειτουργός να προβεί σε περαιτέρω ερωτήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(α) Ο αιτών πρέπει:
(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.
(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.
(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.».
Παραπέμπω επίσης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποθ. αρ. 1673/2010, Edward Eskandaz και Κυπριακή Δημοκρατία, ημερ. 04/07/2013, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): « …….Ο Νόμος δεν καθορίζει ούτε πότε θα πρέπει να καλέσει η Υπηρεσία Ασύλου τον αιτητή για συνέντευξη, ούτε και πόση διάρκεια θα έχει. Πρόκειται δε για την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων και όχι για την ταχύρρυθμη διαδικασία (βλ. άρθρο 12 Δ), όπου κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης εξετάζονται από την Υπηρεσία Ασύλου αιτήσεις που, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12, 12 Α και 12 Β του Νόμου. Περαιτέρω, ο αιτητής ερωτήθηκε τα σημαντικά στον πυρήνα του αιτήματος του και η αίτησή του εξετάστηκε ενδελεχώς…….»
Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Περαιτέρω ο αιτητής εγείρει ως λόγο ακύρωσης ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για το δικαίωμα του να προσκομίσει κατά την συνέντευξη του οποιαδήποτε έγγραφα ή του δικαιώματος συμμετοχής του στη διαδικασία μέσω δικηγόρου, κατά παράβαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων του αιτητή.
Παρατηρώ ότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης, το οποίο ο αιτητής προσυπογράφει, ο ίδιος ρωτήθηκε κατά πόσον επιθυμεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα, όπως και έπραξε ( βλ. ερυθρό 45 του Διοικητικού Φακέλου). Επομένως ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα να έχει δικηγόρο. Ο αιτητής άσκησε το δικαίωμα του για καταχώρηση προσφυγής εμπρόθεσμα και προωθώντας την παρούσα προσφυγή, μέσω μάλιστα συνηγόρου, χωρίς να έχει επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο από τις κατ' ισχυρισμό τυχόν διαδικαστικές παραλείψεις. Η κατ' ισχυρισμό στέρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που της παρέχει η παράγραφος 8 του άρθρου 11 του Περί Προσφύγων Νόμου κατά την διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου οργάνου, ουδεμία σημασία μπορεί να έχει πλέον υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου.
Περαιτέρω, προς ενίσχυση των πιο πάνω αναφερθέντων, δεν έχει προσκομιστεί από μέρους του συνηγόρου του αιτητή μαρτυρία προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού ή έχει προβεί σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα για να τον αποδείξει και ενόψει τούτου ο εν λόγω απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η αιτιολογία μιας ατομικής διοικητικής πράξης προβλέπεται στο αρ.26 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999). Δεν διαπιστώνω παραβίαση του εν λόγω άρθρου. Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση ασύλου.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Τέλος, διαπιστώνω ότι ο συνήγορος του αιτητή προωθεί ισχυρισμούς σχετικά με την παραβίαση της αρχής της επαναπροώθησης. Κατ΄αρχάς ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έχει δικογραφηθεί στο δικόγραφο της προσφυγής και ενόψει τούτου είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης.
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι, αν ο αιτητής ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία προς τεκμηρίωση τούτου, θα μπορούσε βεβαίως να το πράξει δια σχετικού δικονομικού διαβήματος, ενόψει και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων. Ουδέν όμως δικονομικό τέτοιο διάβημα έχει μεσολαβήσει.
Τέλος, αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, καθότι δεν διαπιστώνεται από την έκθεση του Αρμόδιου Λειτουργού ότι έγινε οποιαδήποτε πραγματική έρευνα από τον ίδιο.
Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι διεξάγεται πόλεμος στην Αγγλόφωνη Περιοχή του Καμερούν και ότι δολοφονούνται πολίτες, πυρπολούνται σπίτια, ενώ ο στρατός σκοτώνει όλα τα νεαρά αγόρια της Αγγλόφωνης περιοχής.
Στο πλαίσιο της συνέντευξης του, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι κατάγεται από την Buea και συγκεκριμένα από το χωριό Munyenge πλησίον αυτής (βλ. ερυθρό 44 δ.φ.). Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο ανέφερε ότι έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (βλ. ερυθρό 45 δ.φ.), ενώ αναφορικά με το εργασιακό του προφίλ, ανέφερε ότι έχει εργαστεί ως μηχανικός αυτοκινήτων (βλ. ερυθρό 44 δ.φ.). Ως προς την πατρική του οικογένεια δήλωσε ότι ο πατέρας του αποβίωσε τον Φεβρουάριο του 2019 (βλ. ερυθρό 39 δ.φ.) και ότι έχει δύο αδερφούς (βλ. ερυθρό 45 δ.φ.).
Αναφορικά με το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε το Καμερούν, ο Αιτητής δήλωσε το 2018 άνοιξε ένα γκαράζ στο χωριό καταγωγής του, το Munyenge. Μεταξύ 28 και 29 Απριλίου 2018 έγινε μάχη μεταξύ αυτονομιστών και στρατού στο χωριό με αποτέλεσμα αυτός και η οικογένειά του να τραπούν σε φυγή προς τις θαμνώδεις περιοχές μαζί με άλλους κατοίκους του χωριού. Ο στρατός κατέστρεψε το χωριό και κατηγόρησε όλους τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που εμπορεύονταν μέταλλα, ότι κατασκευάζουν όπλα με σκοπό να προμηθεύσουν τους αυτονομιστές (βλ. ερυθρό 42 δ.φ.). Για το λόγο αυτό, ο Αιτητής φοβάται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί χωρίς να έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα ή ακόμα χειρότερα θα δολοφονηθεί πριν καν οδηγηθεί στη φυλακή (βλ. ερυθρό 38 δ.φ.).
Ερωτηθείς πώς γνωρίζει ότι έχει στοχοποιηθεί από τον καμερουνέζικο στρατό, ο Αιτητής απάντησε ότι ο στρατός χρησιμοποιούσε έναν κάτοικο ως κατάσκοπο προκειμένου να τους δίνει διάφορες πληροφορίες. Κάποια στιγμή οι αυτονομιστές έπιασαν τον εν λόγω άνθρωπο και αφού τον βασάνισαν, εκείνος του αποκάλυψε τί πληροφορίες είχε μοιραστεί με το στρατό. Ερωτηθείς πώς ο ίδιος ενημερώθηκε για τη στοχοποίησή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον Αύγουστο του 2018 και ενώ βρισκόταν ακόμα στις θαμνώδεις περιοχές ένας γείτονάς του, ο οποίος ήταν παρόν στο συμβάν με τον κατάσκοπο και τους αυτονομιστές, του είπε ότι ανήκει στη λίστα με τα καταζητούμενα πρόσωπα (βλ. ερυθρό 40 δ.φ.) Ερωτηθείς πόσο καιρό παρέμεινε στις θαμνώδεις περιοχές, ο Αιτητής δήλωσε ότι παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 2018 και ακολούθως μετέβη στην Muyuka, όπου κρυβόταν. Από τη Muyuka μετέβη στην Douala με πλαστό ταυτοποιητικό έγγραφο προκειμένου να μην εντοπιστεί (βλ. ερυθρό 39 δ.φ.). Ερωτηθείς γιατί δεν πήγε να ζήσει με κάποιον συγγενή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αν έκανε κάτι τέτοιο, οι συγγενείς του θα κατηγορούνταν ότι κρύβουν καταζητούμενα άτομα (βλ. ερυθρό 39 δ.φ.). Ερωτηθείς πώς κατάφερε να ταξιδέψει από το αεροδρόμιο της Douala, ο Αιτητής δήλωσε ότι υποθέτει ότι ο θείος του δωροδόκησε κάποιον συνοριοφύλακα, γιατί τον είδε να μιλάει με κάποιον και γιατί υπάρχει γενικευμένη διαφθορά στο Καμερούν (βλ. ερυθρό 37 δ.φ.). Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να μείνει σε κάποια άλλη περιοχή του Καμερούν ο Αιτητής δήλωσε ότι όλο το Νότιο Καμερούν είναι εμπόλεμη ζώνη, ενώ ερωτηθείς συγκεκριμένα για την Buea δήλωσε ότι υπάρχει μεγάλη παρουσία αστυνομίας και άρα δεν θα είναι ασφαλής επιλογή γι’ αυτόν. Τέλος, ερωτηθείς γιατί θεωρεί ότι καταζητείται ακόμα από τον στρατό, ο Αιτητής δήλωσε ότι ανήκει σε μαύρη λίστα και άρα ο στρατός θα εξακολουθεί να τον αναζητεί μέχρι να τον εντοπίσει (βλ. ερυθρό 37 δ.φ.).
Ο λειτουργός EUAA αξιολόγησε τα όσα ο Αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του και κατηγοριοποίησε τους ισχυρισμούς του ως κάτωθι: 1. Ταυτότητα, υπόβαθρο και χώρα καταγωγής, 2. Αναζήτηση του Αιτητή από τον στρατό λόγω του γεγονότος ότι διαθέτει επιχείρηση που διαχειρίζεται σίδερα και άρα θεωρείται ότι κατασκευάζει όπλα για τους αυτονομιστές.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε δεκτός, καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής υπήρξε συνεπείς στις δηλώσεις του τόσο κατά την υποβολή της αίτησής του όσο και κατά την προσωπική του συνέντευξη (ερυθρό 67 δ.φ.).
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε δεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε τις εξής επισημάνσεις: Αρχικά παρατήρησε ότι το δίπλωμα του Αιτητή (Diploma for the successful completion of two-year training in Auto-mechanics and Motor Electricity) εκδόθηκε στις 26 Απριλίου, ήτοι δύο μέρες πριν την ισχυριζόμενη επίθεση στο χωριό του στις 28-29 Απριλίου. Κατά τον λειτουργό αναμένεται ο πληροφοριοδότης του στρατού να γνώριζε αυτή την πληροφορία και άρα δεν αναμένεται ο στρατός να διώκει τον Αιτητή λόγω θεωρούμενης συνεργασίας με τους αυτονομιστές. Ο λειτουργός καταλήγει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το γκαράζ του και τις κατηγορίες συνεργασίας με τους αυτονομιστές είναι μη πιθανές και μη πειστικές. Προσθέτει ότι σε περίπτωση σύλληψής του, ο Αιτητής θα μπορούσε να αποδείξει εύκολα ότι δεν είναι πολιτικά ενεργός και ότι δεν υποστηρίζει τους Ambazonians. Ακολούθως, καταγράφει ότι η δήλωσή του ότι δεν πήγε να μείνει στο θείο του, ώστε να μην τον θέσει σε κίνδυνο δεν είναι πειστική, δεδομένου ότι ο τελευταίος τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα και δωροδόκησε έναν συνοριοφύλακα προς τούτο. Συναφώς θεώρησε μη πειστική την εξήγησή του ότι ο στρατός πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα αναζητώντας τους φυγάδες. Ακολούθως, ο λειτουργός κατέγραψε ότι είναι απίθανο ο Αιτητής να ταξίδεψε εντός της χώρας με ψεύτικη ταυτότητα, αλλά να ταξίδεψε από το αεροδρόμιο της Douala με τα πραγματικά ταυτοποιητικά του έγγραφα. Επισήμανε επίσης, ότι αν έτσι έχουν τα πράγματα αναμένεται από τον Αιτητή να συνέχισε να ζει ελεύθερα στο Καμερούν με ψεύτικα στοιχεία. Εν συνεχεία, κατέγραψε ως αρνητικά ευρήματα αξιοπιστίας το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε ποια ήταν τα σχέδια των Ambazonians στις θαμνώδεις περιοχές, ούτε πόσο καιρό σκόπευαν να παραμείνουν εκεί, πώς ο ίδιος δεν πείστηκε να συμμετάσχει στον αυτονομιστικό αγώνα δεδομένου ότι εύλογα εικάζεται ότι κάτι τέτοιο θα αναμενόταν από αυτόν. Περαιτέρω, δεν προσδιόρισε ποια συγκεκριμένη ένοπλη αυτονομιστική ομάδα δρούσε στην περιοχή, ποια ήταν τα κατορθώματα αυτής και ποιοι οι στόχοι της παρόλο που θα μπορούσε να έχει παράσχει περισσότερες πληροφορίες ως προς τα εν λόγω σημεία. Επίσης η αφήγησή του αναφορικά με την παραμονή στις θαμνώδεις περιοχές ήταν επιφανειακή και ασαφής, ενώ αναμένεται εύλογα να θυμόταν περισσότερα πράγματα δεδομένης και της διάρκειας αυτής. Τέλος, ο λειτουργός κατέγραψε ότι δεν είναι εύλογο ο θείος του Αιτητή να οργάνωσε την έξοδο του Αιτητή από τη χώρα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε αρχικά ότι οι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο χωριό Munyenga στις 28 Απριλίου του 2018. Παρόλα αυτά, κατέγραψε ότι δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες, οι οποίες να επιβεβαιώνουν την αναζήτηση των επιχειρηματιών που διαχειρίζονται προϊόντα μετάλλου λόγω θεωρούμενης συνεργασίας με τους αυτονομιστές. Επιπρόσθετα, ο λειτουργός κατέγραψε ότι είναι απίθανο ο Αιτητής να κινδυνεύσει εξαιτίας του επαγγέλματός του δεδομένου ότι δεν τεκμηρίωσε ότι είχε κάποια πολιτική δραστηριότητα. Καταληκτικά, ο λειτουργός απέρριψε τον ισχυρισμό δίνοντας έμφαση στην μη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας αυτού (βλ. ερυθρό 64 δ.φ.).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του ισχυρισμού περί των προσωπικών στοιχείων, του υποβάθρου και της χώρας καταγωγής του αιτητή. Αφού παρέπεμψε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, κατέληξε αρχικά ότι στην Αγγλόφωνη Περιοχή του Καμερούν παρατηρείται έξαρση της βίας και των αναταραχών μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των Αγγλόφωνων αποσχιστών. Υπό το πρίσμα αυτής της διαπίστωσης, κατέγραψε ότι ο Αιτητής ενδέχεται να εκτεθεί σε μεταχείριση ισοδυναμούσε με δίωξη ή σοβαρή βλάβη εξαιτίας της γενικότερης κρίσης στη Νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, ωστόσο σημείωσε ότι το εν λόγω στοιχείο θα εξεταστεί πιο εκτεταμένα στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης της επικουρικής προστασίας.
Ακολούθως, κατέγραψε, ότι λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα αποδεκτά ουσιώδη περιστατικά, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή ως ενήλικα άνδρα με επαγγελματική εμπειρία, δεν στοιχειοθετείται εύλογη πιθανότητα (there are no good reasons to believe) έκθεσης του Αιτητή σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν.
Εν συνεχεία, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε προσωπική δίωξη από τις καμερουνέζικες αρχές, ότι δεν ανέφερε ότι είχε προβλήματα με τις κρατικές αρχές πριν φύγει από τη χώρα, ούτε ότι αναζητήθηκε αφού έφυγε από τη χώρα, ενώ τέλος δεν ανέφερε ότι έχει απειληθεί άμεσα ή έμμεσα από τις καμερουνέζικες αρχές ούτε ότι είχε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα ή ότι τα δικαιώματά του έχουν παραβιαστεί με κάποιον τρόπο. Κατέγραψε επίσης, άλλη μια φορά ότι δεδομένων των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που έχουν εξεταστεί δεν τεκμηριώνεται κατ’ εύλογη πιθανότητα κίνδυνος έκθεσης του Αιτητή σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του Αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15 εδάφια (α) και (β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Ως προς το εδάφιο (γ) του άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), ο λειτουργός αφού παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης διαπίστωσε αρχικά ότι η κατάσταση στο Καμερούν συνιστά εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Ακολούθως, διαπίστωσε ότι βάσει της κατάστασης που επικρατεί στο Καμερούν απαιτείται η ύπαρξη προσωπικών περιστάσεων στο πρόσωπο του Αιτητή προκειμένου να διαπιστωθεί ότι θα κινδυνεύσει σε περίπτωση επιστροφής του. Υπό το πρίσμα αυτής της διαπίστωσης, ο λειτουργός κατέγραψε αρχικά ότι ο πληθυσμός της South-West περιοχής ανέρχεται σε 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους και άρα δεν μπορεί να συναχθεί δεδομένου και του επιπέδου της βίας στην περιοχή ότι ο Αιτητής θα κινδυνεύσει λόγω της παρουσίας του και μόνον στην περιοχή. Επιπρόσθετα, έλαβε υπ’ όψιν τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας.
Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς τον ισχυρισμό του ως προς τη δίωξή του από την καμερουνέζικη κυβέρνηση.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή συμφωνώ με την αποδοχή του ισχυρισμού από τους Καθ’ ων η Αίτηση.
Αντιθέτως, δεν συμφωνώ πλήρως με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, αν και συμφωνώ με το καταληκτικό συμπέρασμα. Ειδικότερα, συμφωνώ με την επισήμανση του λειτουργού ότι η αφήγηση του Αιτητή ήταν γενικά επιφανειακή και ασαφής. Παρόλα αυτά θεωρώ πολλές από τις επισημάνσεις του λειτουργού λανθασμένες από άποψη μεθοδολογίας. Αρχικά, ο λειτουργός «προέβλεψε» ότι σε περίπτωση σύλληψης του Αιτητή από τον καμερουνέζικο στρατό, αυτός θα μπορούσε εύκολα να τους εξηγήσει ότι δεν είναι πολιτικά ενεργός και ότι δεν υποστηρίζει το αυτονομιστικό κίνημα. Η εν λόγω πρόβλεψη δεν είναι σχετική με το εδώ κρινόμενο, ήτοι όσα διαμείφθηκαν κατά το παρελθόν, αλλά συνιστά εκτίμηση περί μελλοντικού κινδύνου. Περαιτέρω, η σημείωση του λειτουργού ότι η δήλωση του Αιτητή ότι δεν αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι του θείου του προκειμένου να μην το θέσει σε κίνδυνο είναι μη πειστική δεδομένου ότι ο τελευταίος τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, είναι αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη δεδομένου ότι πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές καταστάσεις, που συνεπάγονται διαφορετικό βαθμό διακινδύνευσης και ορατότητας. Ακολούθως, η σημείωση του λειτουργού ότι αφού ο Αιτητής κατάφερε να ταξιδέψει με ψεύτικα ταυτοποιητικά έγγραφα από τη Muyuka στην Douala, θα μπορούσε να ζήσει γενικά στο Καμερούν κάνοντας χρήση άλλου ονόματος είναι αυθαίρετη. Επίσης, η παρατήρηση του λειτουργού για τις πληροφορίες που θα έπρεπε να έχει εισφέρει ο Αιτητής σε σχέση με τους Ambazonians στις θαμνώδεις περιοχές είναι παραπλανητική δεδομένου ότι αυτές οι πληροφορίες δεν ζητήθηκαν από τον Αιτητή. Ειδικά μάλιστα, η παρατήρηση ότι ο Αιτητής θα έπρεπε να εξηγήσει πώς κατάφερε να μην στρατολογηθεί, η οποία στηρίζεται στην εικασία ότι αποκλείεται να μην δέχθηκε πιέσεις, είναι παντελώς αυθαίρετη. Ακολούθως, η επισήμανση του λειτουργού ότι είναι απίθανο ο θείος του Αιτητή να κατάφερε να κανονίσει τη φυγή του Αιτητή σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένου μάλιστα ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του τον Ιούλιο του 2019 (βλ. ερυθρό 2 δ.φ.) είναι παντελώς αναιτιολόγητη και αυθαίρετη. Τέλος, επισημαίνεται ότι ο λειτουργός παρέλειψε να αξιολογήσει τα προσκομιζόμενα έγγραφα, πλην του διπλώματος, το οποίο έλαβε σαν βάση στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας προκειμένου να υπολογίσει κατά προσέγγιση τον χρόνο έναρξης της επιχείρησης του Αιτητή.
Παρά τις ανωτέρω επισημάνσεις, συμφωνώ ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, ειδικά ως προς το σκέλος της προσωπικής στοχοποίησης που είναι και ο πυρήνας του ισχυρισμού του. Η δήλωσή του ότι έμαθε από κάποιον γείτονα στις θαμνώδεις περιοχές ότι κάποιος πληροφοριοδότης του στρατού έχει δώσει το όνομά του, χαρακτηρίζεται από τρομερή ασάφεια. Περαιτέρω, το Δικαστήριο προέβη σε εκ νέου έρευνα αναφορικά με τη στοχοποίηση ιδιοκτητών επιχειρήσεων που διαχειρίζονται μέταλλα, και δεν εντόπισε κάτι σχετικά. Περαιτέρω, όσον αφορά τις φωτογραφίες, παρατηρώ ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί η συνάφεια αυτών με τα περιγραφόμενα γεγονότα και σε κάθε περίπτωση, τα όσα απεικονίζονται σε αυτές δεν τεκμηριώνουν την προσωπική στοχοποίηση του Αιτητή από τον καμερουνέζικο στρατό. Όσον αφορά τις δύο ένορκες δηλώσεις, ακόμα και αν γίνει δεκτή η γνησιότητα αυτών, τα καταγεγραμμένα σε αυτές δεν αρκούν προκειμένου να ανατρέψουν την μη τεκμηρίωση του ουσιώδους ισχυρισμού εκ μέρους του Αιτητή. Εξάλλου, είναι γενικά αποδεκτό ότι τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων[1]. Καταληκτικά, ενώ δεν αποκλείεται πράγματι ο Αιτητής να αναζήτησε καταφύγιο στις θαμνώδεις περιοχές λόγω της γενικής επίθεσης στο χωριό του, ο ισχυρισμός περί της αναζήτησής του από τον καμερουνέζικο στρατό δεν στοιχειοθετήθηκε και άρα είναι απορριπτέος.
Στο σημείο αυτό θα περάσω να αξιολογήσω την μαρτυρία που προσήγαγε ο Αιτητής ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η μαρτυρία του Αιτητή αποτελείται από ένορκη δήλωση του ιδίου, 3 σετ φωτογραφιών και αντίγραφο πρωτοσέλιδου της εφημερίδας The Guardian Post.
Στην ένορκη δήλωσή του ο Αιτητής αναφέρει ως προς το τεκμήριο 1 ότι αποδεικνύει ότι διέθετε μαγαζί σιδερικών, καθώς και ότι το μαγαζί του πυρπολήθηκε. Περαιτέρω, αναφέρει ότι άνοιξε το μαγαζί του ένα μήνα πριν την επίθεση των Ambazonians. Ως προς το τεκμήριο 2 αναφέρει ότι δείχνει την ολοσχερή καταστροφή της περιοχής διαμονής του. Τέλος, ως προς το τεκμήριο 3 αναφέρει ότι πρόκειται για άρθρο εφημερίδας από το Νοέμβριο του 2021 (δηλαδή εκδοθέν μετά τη διενέργεια της προσωπικής συνέντευξης) και φωτογραφίες νεκρών ανθρώπων από την ίδια χρονική περίοδο. Ως προς το συγκεκριμένο τεκμήριο, σημειώνει ότι το προσκομίζει προς ανταπόδειξη της θέσης των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υπάρχει κίνδυνος και ότι ο αριθμός των επιθέσεων είναι χαμηλός.
Αρχικά, παρατηρώ πράγματι, όπως επεσήμαναν και οι Καθ’ ων κατά την αντεξέταση, ότι στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή περιλαμβάνονται διάφορα έγγραφα που αυτός προσκόμισε. Παρά το γεγονός λοιπόν, ότι όπως παρατήρησα ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση έσφαλαν επειδή δεν προέβησαν σε αξιολόγηση όλων των εγγράφων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο λειτουργός που διενήργησε τη συνέντευξη επέδειξε αδιαφορία ως προς τη συλλογή των εγγράφων, όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής στην ένορκη δήλωσή του.
Περαιτέρω ως προς το τεκμήριο 1, επισημαίνω ότι πέρα από το γεγονός ότι η εικόνα του καμένου οικήματος δεν μπορεί να συσχετιστεί με κάποιο βαθμό βεβαιότητας με το γκαράζ που διατηρούσε ο Αιτητής στο Καμερούν, περαιτέρω δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η πυρπόληση αυτού λόγω προσωπικής στοχοποίησης του Αιτητή και όχι στα πλαίσια της γενικότερης επίθεσης στο χωριό Munyenge. Ως προς το τεκμήριο 2, σημειώνεται ότι ενώ και πάλι δεν μπορεί να θεμελιωθεί σύνδεση των φωτογραφιών με τα εξιστορούμενα γεγονότα, η επίθεση στο χωριό του Αιτητή στις 28 Απριλίου έχει γίνει δεκτή από τους Καθ’ ων η αίτηση (βλ. ερυθρό 65 δ.φ.). Τέλος, ως προς το τεκμήριο 3, σημειώνεται ότι πέρα από το γεγονός ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί η γνησιότητα αυτού, δεν σχετίζεται με την προσωπική υπόθεση ισχυριζόμενης δίωξης του Αιτητή, αλλά αποδεικνύει κατά δήλωση του ίδιου του Αιτητή ότι υπάρχει γενικά κίνδυνος στο Καμερούν και ότι ο αριθμός των περιστατικών ασφαλείας δεν είναι χαμηλός. Ασφαλώς μία τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί να προκύψει από το εξώφυλλο μιας εφημερίδας, αλλά απαιτεί αξιολόγηση ποικίλλων παραμέτρων στα πλαίσια της εξέτασης των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Καταληκτικά, η μαρτυρία δεν ανατρέπει την αξιολόγηση που έχει προηγηθεί από τους Καθ’ ων η αίτηση ούτε την εκ νέου αξιολόγηση του Δικαστηρίου.
Υπό το φως λοιπόν, των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα απολύτως ισχυρισμό ικανό να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ως προς το κομμάτι της συμπληρωματικής προστασίας και δεδομένων των αντικρουόμενων και σε σημεία αυτοαναιρούμενων διατυπώσεων του λειτουργού στο κομμάτι της αξιολόγησης του μελλοντικού κινδύνου (risk assessment), θα προβώ σε εκ νέου εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής των επιμέρους στοιχείων του άρθρου 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Αρχικά παρατηρώ σε συμφωνία με τους Καθ’ ων η αίτηση, ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής του, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) παρατηρώ ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση κατά την απαρίθμηση των προσωπικών του περιστάσεων αναφέρθηκαν πράγματι - ως καταγράφει και ο συνήγορος του αιτητή- σε αυτόν στο θηλυκό γένος (βλ. τελευταία πρόταση σελ. 10 Εισηγητικής Έκθεσης). Παρόλα αυτά το γεγονός ότι τα απαριθμούμενα στοιχεία (ηλικία, προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία, ολοκλήρωση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ύπαρξη συγγενικού δικτύου στην περιοχή) είναι συμβατά με την υπό κρίση υπόθεση, θεωρώ ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος και όχι για λάθος που θέτει εν αμφιβόλω τη διενέργεια εξατομικευμένης έρευνας.
Στο σημείο αυτό λοιπόν, θα προχωρήσω σε εκ νέου ανάλυση των προϋποθέσεων του 19 (2) (γ) ως προς τον Αιτητή.
Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν στην περιοχή καταγωγής του Αιτητή υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει αν στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε ο Αιτητής να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος πολίτης. Παράλληλα το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει ο Αιτητής από την ατομική του κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (σε μικρότερο βαθμό), σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji[2] του ΔΕΕ. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ – Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59)…»[3].
Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω:
Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και περιθωριοποιήσει.[4] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[5]
Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα – 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους, και περίπου 800000 παιδιά παρέμειναν εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζονία».[6]
Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών και του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές»[7].
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις εντός της χώρας. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[8].
Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου – που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη. Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[9].
Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας»[10]
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την Κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά το χωριό Munyenge, ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται σε τέτοιο υψηλό βαθμό αδιάκριτη βία.
Στην περιοχή South West, στην οποία υπάγεται το χωριό Munyenge, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο (21/10/2023 – 18/10/2024) καταγράφηκαν 728 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προήλθαν 724 καταγεγραμμένες απώλειες[11]. Εξ αυτών των περιστατικών τα 263 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (με 559 απώλειες), τα 22 ως εξεγέρσεις (με 3 απώλειες), τα 428 ως βία κατά αμάχων (με 146 απώλειες), και τα 15 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (19 απώλειες)[12]. Συγκεκριμένα στην περιοχή Munyenge για την ίδια χρονική περίοδο σημειώθηκαν 4 περιστατικά βίας κατά αμάχων (9 απώλειες), 7 περιστατικά μάχης (12 απώλειες) και 1 περιστατικό έκρηξης/απομακρυσμένης βίας (χωρίς συνδεόμενη απώλεια)[13].
Σημειώνεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015.[14]
Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015,[15] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να εκτιμηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί. Το εν λόγω συμπέρασμα ενδυναμώνεται άλλωστε και από το ότι, βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, στην περιοχή Munyenge, τόπο που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αριθμός των περιστατικών ασφαλείας και των συνδεόμενων απωλειών είναι χαμηλός.
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη την απουσία προσωπικών επιβαρυντικών περιστάσεων στο προφίλ του Αιτητή εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δ.Ε.Ε., το Δικαστήριο καταληκτικά κρίνει ότι δε συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται σε περίπτωση επιστροφής του στο χωριό Munyenge της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης στα πλαίσια της υφιστάμενης εσωτερικής σύγκρουσης.
Ως εκ τούτου, η σύγκρουση στο Καμερούν δεν έχει φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην Αγγλόφωνη Περιοχή και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ του Αιτητή, η εξέταση του φόβου επιστροφής γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας της περιοχής όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καθώς και τους προαναφερθέντες αριθμούς, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η φύση και η έκταση της κρίσης μαζί με το ατομικό προφίλ του Αιτητή δεν συνιστούν ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Επιπρόσθετα, η πιο πάνω αναφορά περί του ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας επιβεβαιώνεται και από άλλες αξιόπιστες πηγές.
Κατ’ αρχήν, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration- IOM) έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο διευκολύνει την εθελούσια επιστροφή Καμερουνέζων πολιτών στη χώρα καταγωγής τους, καθώς επίσης παρέχει υποστήριξη στους επιστραφέντες με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη ζωή του Cameroon (επαγγελματικός προσανατολισμός, πρακτική εκπαίδευση, εκθέσεις ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, συνεδρίες συμβουλευτικής).[16] Βασικοί μέτοχοι στο πρόγραμμα εντός του Cameroon είναι το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων (Ministry of External Relations), η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας (General Direction for National Security), το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας (Ministry of Public Health), το Υπουργείο Κοινωνικών Θεμάτων (Ministry of Social Affairs), το Υπουργείο Νεότητας και Πολιτικής Αγωγής (Ministry of Youth and Civic Education), καθώς και η Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας (Direction of Civil Protection) του Υπουργείου Εδαφικής Διοίκησης (Ministry of Territorial Administration)[17]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο IOM από τον Ιούνιο του 2017 έως το 2021 έλαβαν βοήθεια κατά την εθελούσια επιστροφή τους και τη διαδικασία επανένταξής τους 5.450 Καμερουνέζοι πολίτες.[18]
Βάσει των ανωτέρω πληροφορίων περί εμπλοκής του ΙΟΜ στην διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και του μεγάλου αριθμού των Καμερουνέζων που έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα, προκύπτει ότι σε ένα γενικό πλαίσιο η επιστροφή στο Cameroon δεν είναι αδύνατη και αφ’ εαυτής επικίνδυνη για ένα άμαχο πολίτη.
Η περιοχή του χωριού Munyenge, που ανήκει γεωγραφικά στην Nοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή διαμονής του Αιτητή βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή και των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες της περιστάσεις, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στο Munyenge της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στα άρθρα 3-3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου. Συνακόλουθα, ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται, και ούτε προκύπτει (ως αναλύθηκε ανωτέρω), ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ώστε να του δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή. Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, Δικαστική ανάλυση Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, σελ. 105
[2] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009,
< https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62007CJ0465&from=EN
[3] EASO, (EUAA, European Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), < https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf >, σελ. 28
[4] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who
[5] AFP, ‘Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers’, 20/08/2019, in Al Jazeera, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2019/8/20/cameroon-anglophone-separatist-leader-gets-life-sentence-lawyers
[6] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who
[7] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html
[8] ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon#
[9] ΔΕΕ, C-285/12, Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ,ημερομηνίας 30/01/2014, διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EE88B568A1B6F9256073AA14860957BE?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2520886
[10] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009
[11] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Cameroon, year 2023: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 8 April 2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2107093/2023yCameroon_en.pdf
[12] ACLED -Explorer, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο Explorer - ACLED (acleddata.com) με συναφή παραμετροποίηση
[13] Ό.π.
[14] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823
[15] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), < https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823>
[16] ΙΟΜ, ‘Areas of Work, Reintegration’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration
[17] ΙΟΜ, ‘Reintegration for Migrants Returning to Cameroon’, Info sheet, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf
[18] ΙΟΜ, ‘Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial’, n.d., διαθέσιμο σε https://storyteller.iom.int/stories/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο