
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 884/2024
21 Μαρτίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.C.N. εκ Καμερούν
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Τ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για τον Αιτητή.
Α. Δημητριάδη (κα) για Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιστολής ημερομηνίας 12/02/24 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 03/12/20, στις 21/11/23 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του και στις 31/01/24 συντάχθηκε έκθεση/εισήγηση. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης αυθημερόν, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο δικηγόρος για τον Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε αίτημα ασύλου και/ή ότι απαντήθηκαν όλες οι ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά τη συνέντευξη και εξήγησε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τους κινδύνους που αντιμετώπιζε και θα αντιμετωπίσει κατά της ζωής του σε περίπτωση επιστροφής του και/ή δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις και/ή έλλειψη λεπτομερειών στις τοποθετήσεις του. Προβάλλεται ότι η διαδικασία συνέντευξης και/ή έρευνα του λειτουργού ήτο ελλιπής και λανθασμένα/με πλάνη κρίθηκε αναξιόπιστος. Η κατάσταση γενικά που επικρατεί στη χώρα του σε συνδυασμό με εξωτερικές πηγές και των όσων ανέφερε κατά τη συνέντευξη, τεκμηριώνουν το βάσιμο του φόβου δίωξής του ή τον καθιστούν δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας. Προβλήθηκαν επίσης νομικοί ισχυρισμοί σε σχέση με την κατάρτιση του CAS40/λειτουργού-εξεταστή της υπόθεσης και μη παραχώρησης διερμηνείας και/ή κατάλληλης διερμηνείας κατά την συνέντευξη που αποτελεί με βάση την απόφαση Υποθ. Αρ. 1061/22 ημερομηνίας 11/09/23, παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Σημειώνεται δε, ότι η προσφυγή του Αιτητή η οποία καταχωρίστηκε αρχικά από τον ίδιο περιελάβανε ένορκη δήλωση του ιδίου και έγγραφα τα οποία όμως μετά από διορισμό δικηγόρου του και/ή καταχώρησης της τροποποιημένης προσφυγής του ημερομηνίας 29/05/24 ελλείπουν και/ή δεν επισυνάπτονται και/ή ούτε προωθούνται για εξέταση και/ή αξιολόγηση τους από το Δικαστήριο ούτε μέσω της τροποποιημένης προσφυγής αλλά ούτε γίνεται οποιαδήποτε μνεία αυτών μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του συνηγόρου του.
Οι Καθ' ων η Αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της έκθεσης/εισήγησης και υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας. Ως υποστήριξαν, οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν ως λόγοι δίωξης δεν τεκμηριώθηκαν από κανένα στοιχείο και δεν έγιναν αποδεκτοί λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας και/ή κρίθηκε ότι δεν εμπίπτει στο καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Η γλώσσα επικοινωνίας κατά την συνέντευξη ήταν στην Αγγλική και όπως έχει κριθεί στην Υποθ.Αρ.3534/23, ημερομηνίας 14/02/24, του παρόντος Δικαστηρίου δεν καθίσταται υποχρεωτική σε όλες τις περιπτώσεις διερμηνεία όταν η επικοινωνία μεταξύ λειτουργού/εξεταστή και αιτούντα άσυλο είναι εφικτή.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Αρχικά θα πρέπει να υποδειχθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του αναλώνεται μόνο στην επανάληψη διατάξεων νόμων και κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Επί τούτου ούτε το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε αξιολόγηση ισχυρισμών και/ή εγγράφων που περιλαμβάνονται στην αίτηση προσφυγής που κατέθεσε αρχικά ο ίδιος ο Αιτητής, καθότι μετά από τον διορισμό δικηγόρου έγινε αίτηση τροποποίησης και από την τροποποιημένη προσφυγή, ως και το σχετικό Διάταγμα του Δικαστηρίου, ελλείπει και/ή δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά/μνεία στην ένορκη δήλωση του ιδίου του Αιτητή και/ή των εγγράφων που επισύναψε επί αυτής. Πρόσθετα, ούτε μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ηλεκτρονικοί σύνδεσμοί και/ή οι παραπομπές στις ιστοσελίδες μέσω Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή οι οποίες υποβάλλονται κατά παράβαση του Κανονισμού 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019) όπου ορίζεται ότι «Πληροφορίες για την χώρα καταγωγής του αιτητή (ΠΧΚ) δύνανται να υποβληθούν σε έντυπη ή/και ηλεκτρονική μορφή, με σχετικό υπόμνημα, το οποίο επισυνάπτεται στην αγόρευση του μέρους που επιθυμεί να την υποβάλει. Στο υπόμνημα περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία: (i) κατάλογος των σχετικών ΠΧΚ, (ii) καταγραφή της πηγής τους (για διαδικτυακές πηγές υποδεικνύεται ο ιστότοπος και παρατίθεται ο σύνδεσμος της σχετικής ιστοσελίδας), (iii) επεξήγηση της συνάφειας της υποβληθείσας μαρτυρίας με συγκεκριμένο ισχυρισμό ή/ και επίδικο ζήτημα, (iv) υπόδειξη του συναφούς αποσπάσματος των ΠΧΚ.». (Βλέπε σχετικά Υποθ. Αρ.1000/23, DGD κ.α ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/02/2024)
Αναφορικά, τώρα, με τον ισχυρισμό ότι δεν παρασχέθηκε διερμηνέας κατά τη συνέντευξη και/ή ήτο υποχρέωση των Καθ’ ων η Αίτηση να εξασφάλιζαν μεταφραστή κατά τη συνέντευξη, απορρίπτεται. Όπως έχει κριθεί στην Υποθ. Αρ. 3534/23 Ρ.Ο.Α. ν Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερομηνίας 14/02/24 (απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου) οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και του Άρθρου 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) δεν καθιστούν υποχρεωτική την διερμηνεία σε όλες τις περιπτώσεις. Η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο η παροχή διερμηνείας για τη διεξαγωγή της συνέντευξης, αλλά ούτε και στην παρούσα περίπτωση αποτελεί πλημμέλεια στη διαδικασία της συνέντευξης, όπου η επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του (συνταγμένη στην αγγλική) καταγράφει ότι ομιλεί την Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 36 ΔΦ) και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 64-36 ΔΦ). Με το πέρας της συνέντευξης προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης και κατόπιν ανάγνωσης του κειμένου των πρακτικών της συνέντευξης, υπέγραψε βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό της συνέντευξης του) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για τη διαδικασία της συνέντευξης και της διενέργειας της και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία και/ή δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ανεξάρτητα, όμως, της πιο πάνω διαπίστωσης αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση του περιεχομένου του ΔΦ.
Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης πρόκειται για αγγλόφωνο υπήκοο Καμερούν, κάτοχο διαβατηρίου, με τόπο καταγωγής το Tiko του Νοτιοδυτικού Καμερούν και τόπο τελευταίας διαμονής τη Douala. Φυλετικής καταγωγής Bamileke, χριστιανός, άγαμος, άτεκνος, υγιής, απόφοιτος πανεπιστημίου, εργαζόταν σε οικογενειακές επιχειρήσεις. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τον Καναδικής υπηκοότητας πατέρα του, που διαμένει στο Καναδά, την μητέρα του που διαβιεί στη Νιγηρία, καθώς και δύο αδέρφια από διαφορετικούς γάμους των γονέων του που διαμένουν σε Καναδά και Νιγηρία αντίστοιχα. Πλην της αγγλικής γλώσσας ομιλεί και τη γαλλική. Εγκατέλειψε τη χώρα του αεροπορικώς στις 29/10/20.
Με την αίτηση του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στο τόπο διαμονής του, λόγω των μαχών μεταξύ αποσχιστών και στρατού στα πλαίσια της αγγλόφωνης κρίσης. Επιπλέον ανέφερε ότι υπήρξε μάρτυρας δολοφονιών και απάνθρωπης μεταχείρισης των πολιτών εκ μέρους τόσο του στρατού, αλλά και των αποσχιστών (Ambazonians[1]), ενώ και ο ίδιος υπήρξε θύμα ξυλοδαρμού από αμφότερα τα μέρη. Τέλος, αναφέρθηκε στη στοχοποίηση του από το στρατό, λόγω της κατάληψης της φάρμας του από μέλη των αποσχιστών, αποδίδοντας του συνεργασία με τους αποσχιστές. Κατά τη προσωπική του συνέντευξη ανέφερε ότι προβλήματα του ξεκίνησαν μετά τον 12ο/2018, όταν και εγκαταστάθηκε στο χωριό Muyuka για να εργαστεί στην οικογενειακή φάρμα. Αναφέρθηκε σε εκβιασμούς από μέλη των αποσχιστών για απόσπαση χρημάτων, καθώς και σε ένα περιστατικό κατά το οποίο ο ίδιος και οι υπάλληλοί του κρατήθηκαν όμηροι από μέλη των αποσχιστών, λόγω της εναντίωσης απέναντι τους. Μετά τη διαφυγή του, οι αποσχιστές έκαναν κατάληψη της φάρμας, και ο ίδιος επέστρεψε στην πατρική του οικεία στο Tiko και από εκεί στη Douala, όπου παρέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Περί τον 10ο/2020, ο στρατός επιτέθηκε στην ομάδα των αποσχιστών που βρίσκονταν στη φάρμα, αναζητώντας τον Αιτητή με την κατηγορία της συνεργασίας με τους αποσχιστές, ενώ τέλος δήλωσε πως μετά την ανωτέρω επίθεση αναζητείται και από τους αποσχιστές.
Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός στο σύνολό του εξετάζοντας παράλληλα και πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα απόκτησής της Καναδικής υπηκοότητας και καταλήγοντας σε αρνητικό συμπέρασμα. Ο δεύτερος σχετικά με την κατάληψη της οικογενειακής φυτείας από μαχητές του κινήματος των αγγλόφωνων και την κράτηση του ιδίου και τον εργαζομένων ως ομήρων και ο τρίτος σχετικά με τις κατηγορίες του στρατού προς τον Αιτητή για συνεργασία με τους μαχητές, έπειτα τον διωγμό των τελευταίων από τη φυτεία, οι οποίοι απορρίφθηκαν. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται, αναφορικά με τους ανωτέρω απορριφθέντες ισχυρισμούς, αρκετά σημεία στα λεγόμενα του Αιτητή όπου διαπιστώθηκε ασάφεια, ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι παρόλο που οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από συνοχή, εντούτοις δεν περιείχαν επαρκείς πληροφορίες, κάτι που αναμένονταν εύλογα από τον Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες σχετικά με το φαινόμενο των εκβιασμών εκ μέρους των αποσχιστών, αλλά και την εν γένει δράση τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι μεν εκβιασμοί για απόσπαση χρημάτων επιβεβαιώνονται, σε αντίθεση με την αρπαγή περιουσιών, για τις οποίες δεν υπήρξαν αντίστοιχες αναφορές, ενώ επιβεβαιώθηκε και το φαινόμενο της απαγωγής προσώπων είτε σε πρόσωπα που είναι αντίθετα του κινήματος, είτε αποσκοπώντας σε λύτρα.
Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τους λόγους που δεν προσέφυγε στις αρμόδιες αρχές της χώρας του για να καταγγείλει την κατάληψη της οικογενειακής φυτείας και τους λόγους που κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους μαχητές στερούνταν επάρκειας πληροφοριών. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με τη δράση των δυνάμεων ασφαλείας του Καμερούν, από τις οποίες προέκυψε ότι στα πλαίσια της αγγλόφωνης κρίσης επιδίδονται σε αυθαίρετες συλλήψεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από την έκθεση/εισήγηση προκύπτει ότι η έρευνα του λειτουργού ήτο ενδελεχής και επεκτάθηκε σε όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον Αιτητή σε αντίθεση με τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς του συνηγόρου του, υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών δηλώσεων του αιτήματος σε συνάρτηση και με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Από δε συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και αποδεικτικών στοιχείων[2] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματος του (ουσιώδεις ισχυρισμοί 2 και 3), δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του Αιτητή εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ενώ υπήρξε αντιφατικός σε σημεία. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών) Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος του να είναι σταθερός στις απαντήσεις του, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος του. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Αιτητή ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από τον συνήγορο του και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημα του. Επισημαίνεται, σε αυτό το σημείο, ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[4], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[5]. Συνεπώς, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση στοχεύει ειδικά Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι Αγγλόφωνοι[6].
Ούτε θεωρώ ότι η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Όπως προκύπτει και από την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού, παρόλο που δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του, έγινε αξιολόγηση και για τους σκοπούς παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023, αφού δε, κρίθηκε αναξιόπιστος σε σχέση με τους ισχυρισμούς του. Ειδικά δε, ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ και των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται ότι στις γενικά στις περιοχές του Αιτητή παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων, αλλά ο ίδιος δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής (ως άμαχος) κατά την επιστροφή του, λόγω της παρουσίας του και μόνο στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει. Από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας προκύπτει ότι η κατάσταση στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων του Καμερούν, των ένοπλων αυτονομιστών και πολιτοφυλακών[7]. Επιβεβαιώνεται δε, ότι παρόλο που γενικά στην περιοχή του Αιτητή λαμβάνουν χώρα αυξημένα περιστατικά ασφαλείας[8], στον τόπο συνήθους διαμονής του[9] αυτά είναι πολύ χαμηλά και ο βαθμός αδιάκριτης βίας δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή εκεί τον εκθέτει σε προσωπικό πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Συνεπώς, προχωρώντας σε επαναξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, στη βάση του αποδεκτού ισχυρισμού του (προσωπικών στοιχείων του μόνο) κρίνεται ότι δεν θα υποβληθεί προσωπικά σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Προσαρμόζοντας δε την περίπτωση του Αιτητή υπό την έννοια «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[10], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[11], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα του Αιτητή που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστος) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31), καθότι πρόκειται για ενήλικο, νεαρό, ικανό προς εργασία πρόσωπο και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ως εκ τούτου, οι σχετικοί ισχυρισμοί του συνηγόρου του Αιτητή για τους κινδύνους που τυχόν θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του λόγω των εξωτερικών πηγών πληροφόρησης δεν ευσταθούν.
Όλα τα στοιχεία ανωτέρω, όπως αυτά προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης του Αιτητή καταδεικνύουν ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις των Άρθρων 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου, όπως επίσης και διευκρινιστικές ερωτήσεις για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του.
Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το Καμερούν – Βλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/ 21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, επίσης UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020,
[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023
[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009
[4] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[5] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
[6] Country Policy and Information Note Cameroon: Anglophones, έκδοση 2.0, Δεκέμβριος 2020
[7] Amnesty International: With or against us: “People of the North-West region of Cameroon caught between the army, armed separatists and militias”,07/23.
[8] Acled Explorer, Africa, Cameroon, Sud Quest, διαθέσιμο σε:https://acleddata.com/explorer/ Βάσει στοιχείων από το ACLED, για την περίοδο 09/03/24 με 07/03/25 στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Καμερούν σημειώθηκαν 762 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 733 θανάτους. Σε αυτά περιλαμβάνονται 450 περιστατικά βίας κατά αμάχων (147 θάνατοι), 272 μάχες (565 θάνατοι), 25 περιστατικά εξεγέρσεων (5 θάνατοι), και 15 περιστατικά εκρήξεων απομακρυσμένης βίας (16 θάνατοι).
[9] Σύμφωνα με τα περιστατικά βίας που καταγράφηκαν από τη βάση δεδομένων ACLED Explorer ειδικότερα το χωριό Tiko, για το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν 7 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν 10 θανάτους Σε αυτά περιλαμβάνονται 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων (καμία απώλεια), 4 μάχες (10 θάνατοι), 1 περιστατικό εξέγερσης (καμία απώλεια), και 1 περιστατικό έκρηξης/απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια).
[10]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie
[11]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο