S.L ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ1092/24, 17/3/2025
print
Τίτλος:
S.L ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ1092/24, 17/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

   

Υπόθεση Αρ.: Τ1092/24

 

17 Μαρτίου, 2025

 

[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S.L

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Subba Ubba Angdembe Rana (κα) μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Νεπάλι  σε αγγλικά και αντίστροφα.

Αντρέας Χατζησάββα  (κος ) μεταφραστής για πιστή μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά και αντίστροφα)

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 09/10/2024, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 15/10/2024 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα, το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νεπάλ και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 08/03/2022, αφού προηγουμένως εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, έχοντας στην κατοχή της άδεια εργασίας. Στις 02/09/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 03/09/2022, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας.

Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της στις 12/09/2022. Στις 30/09/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή για το αίτημα της Αιτήτριας, συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 12/10/2022.

Στις 01/11/2022, καταχωρήθηκε προσφυγή υπ’ αριθμό 6963/22 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Στις 08/10/2024, η Αιτήτρια υπέβαλε Μεταγενέστερη Αίτηση για Διεθνή Προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 09/10/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία της Αιτήτριας.

Στις 09/10/2024, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα/Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση, εισηγούμενος όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Στις 09/11/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, η οποία της παραδόθηκε δια χειρός και της μεταφράστηκε σε γλώσσα που κατανοεί στις 15/10/2024. Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής της, η Αιτήτρια δεν καταγράφει νομικούς λόγους και δεν περιλαμβάνει έκθεση γεγονότων. Ως προς την ιδιόχειρη αίτηση προσφυγής της, η Αιτήτρια αναφέρει ότι η μητριά της την πούλησε σε άτομα που διεξάγουν εμπορία προσώπων. Στη συνέχεια, προσθέτει ότι κατάφερε να διαφύγει και να έρθει στην Κύπρο και, για αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της, καθώς η ζωή της κινδυνεύει. Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, στη δικάσιμο της 18/11/2024, η Αιτήτρια επανέλαβε τα όσα είχε καταγράψει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και της συνηγόρου αυτής.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας μέχρι το στάδιο του παραδεκτού (Βλ. DEEPAK KUMAR v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022, 30/10/2024) προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.

(Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C-18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρώνονται οι ως άνω και εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» Περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου, περιορίζεται στον έλεγχο του κατά πόσο, από την προκαταρκτική εξέταση της εν λόγω αίτησης, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα. Εάν, κατόπιν αυτού του ελέγχου, κριθεί ότι δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία, τότε η απόφαση δεν θα πάσχει νομικά και δεν θα ακυρωθεί.

Αντίθετα, εάν διαπιστωθεί ότι όντως προέκυψαν νέα στοιχεία που δεν είχαν εξεταστεί προηγουμένως, τότε η απόφαση της διοικητικής αρχής θα θεωρηθεί πλημμελής και δύναται να ακυρωθεί. Επομένως, στο πλαίσιο της αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το Δικαστήριο δεν προχωρά καθ’ εαυτό σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή, όπως προβλέπει το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16Δ(3)(β). Αυτό συμβαίνει διότι η δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας ενώπιον του Δικαστηρίου προϋποθέτει ότι υπάρχει προηγούμενη απόφαση από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει αναθέσει την πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματος. Στην παρούσα περίπτωση, εφόσον δεν έχει υπάρξει νέα απόφαση επί της ουσίας από τη διοικητική αρχή, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει το αίτημα σε δεύτερο βαθμό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στην παρούσα προσφυγή – και τα οποία δεν αμφισβητούνται – η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Νεπάλ. Κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησής της για άσυλο, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της (βλ. ερ. 24 δ.φ.3χ). Όταν ερωτήθηκε για τα προβλήματα που θεωρεί ότι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, απάντησε ότι αναμένει να έχει οικονομικές δυσκολίες, καθώς ο πατέρας της είναι άρρωστος και χρειάζεται θεραπεία, την οποία δεν μπορεί να του παρέχει λόγω της δικής της οικονομικής αδυναμίας. Σε περαιτέρω ερώτηση σχετικά με τα μελλοντικά της σχέδια, η Αιτήτρια ανέφερε ότι επιθυμεί να βοηθήσει τον αδελφό της να μεταβεί στο εξωτερικό, ώστε να έχει ένα καλύτερο μέλλον, καθώς και να συνεχίσει να στηρίζει οικονομικά την οικογένειά της (βλ. ερ. 24 δ.φ.).Οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι, παρά την ικανοποιητική του αξιοπιστία αναφορικά με τους οικονομικούς λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει των χώρα καταγωγής της, εντούτοις οι ισχυρισμοί του δεν εμπίπτουν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ούτε και στον περί Προσφύγων Νόμων 2000 -2019.

Στη μεταγενέστερη αίτησή της, την οποία υπέβαλε στις 08/10/2024, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν αισθάνεται ασφαλής στη χώρα καταγωγής της λόγω της οικογένειάς της και, για τον λόγο αυτό, επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι η μητριά της δεν την επιθυμούσε στο σπίτι και, ως εκ τούτου, την πούλησε σε διακινητές (νταβατζήδες) σε γειτονική χώρα. Η Αιτήτρια κατόρθωσε να διαφύγει και, στη συνέχεια, εργάστηκε σε εργοστάσιο στη Μαλαισία με ελεύθερη βίζα. Ωστόσο, όταν το εργοστάσιο έκλεισε, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Νεπάλ. Κατά την επιστροφή της, ανέφερε ότι η μητριά της την απείλησε ξανά, δηλώνοντας ότι θα τη σκοτώσει εάν αρνηθεί να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις της. Επιπλέον, όπως υποστήριξε, ακόμα και αν ανέφερε τις απειλές στην αστυνομία, οι πολιτικές διασυνδέσεις της μητριάς της εμπόδισαν την καταγραφή της καταγγελίας της, καθώς οι αρχές αρνήθηκαν να παρέμβουν λόγω της επιρροής της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Νεπάλ. (βλ. ερ. 61-51 δ.φ.).

Η αρμόδια λειτουργός, στο Σημείωμα – Εισήγηση, το οποίο εγκρίθηκε στις 09/10/2024, εισηγήθηκε ότι ο νέος ισχυρισμός της Αιτήτριας δεν είχε προβληθεί κατά την αρχική της αίτηση λόγω δικής της υπαιτιότητας. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η μεταγενέστερη αίτησή της πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, στη βάση του άρθρου 16Δ των Περί Προσφύγων Νόμων 2000 – 2020. Ειδικότερα, η λειτουργός σημείωσε ότι, κατά την αρχική της αίτηση και την κατ’ ουσία εξέταση αυτής, η Αιτήτρια επικαλέστηκε αποκλειστικά οικονομικούς λόγους για τη φυγή της από τη χώρα καταγωγής της, χωρίς να εκφράσει κανέναν φόβο δίωξης ή οποιαδήποτε ανησυχία για την προσωπική της ασφάλεια. Παρόμοιους οικονομικούς λόγους προέβαλε και κατά το αίτημα προσφυγής της (βλ. ερ. 43, 35 δ.φ.).

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας  καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και κρίνω ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας πρωτίστως και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) ήτοι κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) ήτοι (α) ύπαρξη νέων στοιχείων ή πορισμάτων (i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και (ίί) ο Προϊστάμενος ικανοποιείται πως ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος,».

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, σύμφωνα με τους οποίους δεν είναι ασφαλής από την οικογένειά της στη χώρα καταγωγής της και επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία, δεν προβλήθηκαν σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας λόγω δικής της υπαιτιότητας. Σημειώνεται ότι, όπως ορθώς καταγράφει ο αρμόδιος λειτουργός στην Έκθεση – Εισήγησή του και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η Αιτήτρια, κατά το αρχικό της αίτημα, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να αποκτήσει χρήματα και να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της. Όταν, δε, ερωτήθηκε τι προβλήματα θεωρεί ότι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της, επικαλέστηκε και πάλι ζητήματα οικονομικής φύσεως, χωρίς να αναφέρει οποιονδήποτε φόβο δίωξης ή προσωπική απειλή.

Οι ισχυρισμοί που προβάλλει στη μεταγενέστερη αίτησή της, σχετικά με προβλήματα που είχε με τη μητριά της, προϋπήρχαν του αρχικού αιτήματός της για Διεθνή Προστασία, αλλά δεν τα ανέφερε κατά τη διάρκεια της αρχικής διαδικασίας, χωρίς να προσκομίσει επαρκή εξήγηση για αυτή την παράλειψη. Συνεπώς, πρόκειται για στοιχεία και ισχυρισμούς που ήταν ήδη στη διάθεσή της και τα οποία θα μπορούσε να είχε προβάλλει από το αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Επιπλέον, δεν προέβαλε κανένα βάσιμο λόγο για τη μη αναφορά τους, κάτι που δεν προκύπτει από την παρούσα υπόθεση.

Παράλληλα, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το έντυπο που συμπλήρωσε η Αιτήτρια (βλ. ερυθρό 1 του δ.φ.), περιλαμβάνεται η ερώτηση «Explain in detail the reasons that made you leave your country of origin», γεγονός που υποδηλώνει την υποχρέωσή της να συνεργαστεί με τις αρχές και να αναφέρει εξαρχής τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσής της.

Η Αιτήτρια δεν προβάλλει εύλογες εξηγήσεις για τη μη προσκόμιση αυτών των στοιχείων σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και περιορίστηκε να επικαλεστεί αποκλειστικά οικονομικούς λόγους. Κατά συνέπεια, ορθώς δεν απαιτείται περαιτέρω εξέταση των ισχυρισμών της, καθώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β)(ii) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010)

Στη βάση αυτού, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της. 

Ούτε εξάλλου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, παρά την έκταση του ασκούμενου ελέγχου της επίδικης πράξης, η Αιτήτρια εγείρει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό ο οποίος να επιχειρεί έστω να ανατρέψει την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του ως απαράδεκτης.

Επικουρικά, κρίνω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί παραμένουν γενικοί και αόριστοι και, ως εκ τούτου, δεν ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στην Αιτήτρια, σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Η Αιτήτρια δεν προσκόμισε κανένα νέο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι κινδυνεύει η ζωή της από τη μητριά της, πέρα από μια γενική και αόριστη αναφορά, χωρίς συγκεκριμένα περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει στη μεταγενέστερη αίτησή της έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις που είχε κάνει κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όταν είχε ισχυριστεί ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της.

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό της για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται εξαντλητικά στο άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Παράλληλα, δεν προκύπτει ότι μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, βάσει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, δεν προκύπτει ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα ιθαγένειάς της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Κατά συνέπεια, επαναλαμβάνω ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ορθώς απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή της, διαπιστώνοντας ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις παραδεκτού για την εξέτασή της. Συγχρόνως και σύμφωνα με πάγια νομολογία του παρόντος δικαστηρίου αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής όπως αόριστα στην προκειμένη περίπτωση προβάλλει η Αιτήτρια, χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν μπορούν να  θεμελιώσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (Βλ. υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία  όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσης προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.  

Υπό το φως των ανωτέρω, ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της από την Υπηρεσία Ασύλου. 

 Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €600 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο