F.V.N κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ1108/2024, 19/3/2025
print
Τίτλος:
F.V.N κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ1108/2024, 19/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                               Υπόθεση Αρ. Τ1108/2024

 

19 Μαρτίου, 2025

 

[X.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

F.V.N και T.N.

 

Αιτητών

 

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η αίτηση

 

...........................

 

Η αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Γεώργιος Κορυζής, Δικηγόρος για τους αιτητές.

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 18/10/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως η αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό  και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 03/06/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 07/06/2021, η αιτήτρια παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 11/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 29/10/2023, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας στις 31/10/2023.

 

Στις 08/12/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε προσωπικά από την αιτήτρια την ίδια ημέρα. Στη συνέχεια, η αιτήτρια αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31/10/2023, υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν 4614/23 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 23/05/2024.

 

Στις 18/10/2024 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου της, σχετικά με το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας. Στις 18/10/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της, ως απαράδεκτης και την επιστροφή της αιτήτριας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

 

H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 18/10/2024 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε προσωπικά από την αιτήτρια αυθημερόν. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής της.

 

Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.  Στην υπό εξέταση υπόθεση με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω τον ισχυρισμό της συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η αιτήτρια στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 03/06/2021 στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι προέρχεται από μητριαρχική οικογένεια που επιθυμούσαν να παντρευτεί τον θείο της μητέρας της.  Ο πατέρας της δεν συμφωνούσε με αυτό το γάμο και  υπήρχαν εντάσεις, διαφωνίες και εναντίον τις απειλές θανάτου (ερυθρά 1-3, 22-24 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής της είναι η κοινότητα Matete στη Kinshasa. Είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και με εργασιακή εμπειρία στο τομέα της κομμωτικής. Ομιλεί την γλώσσα Lingala και την γαλλική γλώσσα.  Ανέφερε ότι οι γονείς της διαμένουν στη κοινότητα Matete στη Kinshasa και έχει επικοινωνία μαζί τους.  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως έχει ένα ανήλικο τέκνο το οποίο γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία από πατέρα υπήκοο Καμερούν. 

 

Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησης, η αιτήτρια ανέφερε ότι ο θείος της μητέρας της επιθυμούσε να την παντρευτεί για να λάβει προίκα, ενώ ο πατέρας της αιτήτριας δεν συμφωνούσε και βοήθησε την αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Πρόσθεσε ότι η οικογένεια του πατέρα της και η οικογένεια της μητέρας της δηλητηριάστηκαν και άτομα απεβίωσαν και γι’ αυτό το λόγο ο πατέρας της χρηματοδότησε το ταξίδι της αιτήτριας. Αναφορικά με το περιστατικό με τον θείο της μητέρας της αιτήτριας, ισχυρίστηκε ότι πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση στις 12/12/2020, μεταξύ του θείου και των γονιών της, όπου ο θείος ανέφερε ότι επιθυμεί να την νυμφευτεί διότι ο ίδιος μεγαλώνει. 

 

Ο πατέρας της αρνήθηκε επειδή η αιτήτρια είναι μοναχοπαίδι, και άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα και διαφωνίες. Αναφορικά με την αντίδραση της μητέρας της, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν συμφωνούσε αλλά ήταν ένα έθιμο το οποίο θεωρούσε ότι έπρεπε να ακολουθηθεί. Η αιτήτρια δήλωσε ότι προέρχεται από μητριαρχική οικογένεια και ότι η οικογένεια της μητέρας της έχει περισσότερη δύναμη από την οικογένεια του πατέρα της. Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της δήλωσε ότι υπάρχει η περίπτωση να αποβιώσει.

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του, δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος σε σχέση με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ της αιτήτριας, ενώ ο δεύτερος αφορά τον ισχυρισμό ότι ο θείος της επιθυμούσε να παντρευτεί την αιτήτρια δια της βίας για να εξασφαλίσει πως δεν θα χάσει τα χρήματα από την προίκα της.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών, ενώ ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει και να παραθέσει  επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματός της. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ανεπάρκειες του αφηγήματος της αιτήτριας. 

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, δηλαδή το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας και τη χώρα καταγωγής της, έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που η αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Διεξήγαγε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αλλά και το τόπο καταγωγής της, την Kinshasa.

 

Πρόσθεσε πως η αιτήτρια είναι μητέρα ενός ανήλικου τέκνου εκτός γάμου, διεξάγοντας έρευνα σε εξωτερικές πηγές πήροφόρησης αναφορικά με τη θέση νεαρής μόνης μητέρας στο Κονγκό και τους μηχανισμούς προστασίας της από το κράτος. Επιπλέον, κατέγραψε ότι η αιτήτρια είναι υγιής,  απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με οικογενειακό, υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της και δεν παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, κατέληξε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και εισηγήθηκε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας. Θα πρέπει να αναφερθεί πως το ανήλικο τέκνο της αιτήτριας γεννήθηκε στις 12/12/2022, δηλαδή προτού διεξαχθεί η συνέντευξη επί της πρώτης αίτησης που υπέβαλε και η εξέταση του Δικαστηρίου στα πλαίσια ελέγχου διαδικασίας επί μεταγενέστερης αίτησης, περιορίζεται στις πτυχές που θα αναλύσω εκτενέστερα κατωτέρω και λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τα όσα η αιτήτρια έθεσε μέσω του συνηγόρου της ενώπιον μου.

  

Στη συνέχεια, η αιτήτρια αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 4614/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 23/05/2024.  Στις 18/10/2024 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο και δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της για σοβαρούς λόγους (ερυθρά 135-142, του διοικητικού φακέλου).

 

Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε  η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά της στις 18/10/2024, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε η αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση.  Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.

 

Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο.  Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).

  

Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα της αιτήτριας είναι απαράδεκτο, καθότι η αιτήτρια δεν προέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής της.  Επαναλαμβάνει, ουσιαστικά ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο και δεν μπορεί να επιστρέψει για σοβαρούς λόγους, χωρίς ωστόσο να εξειδικεύει περαιτέρω τους λόγους αυτούς.

 

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

“55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ’ εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη.”

 

Η αιτήτρια εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Σημειώνεται άλλωστε ότι η αναφορά της αιτήτριας ότι κινδυνεύει προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.

  

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον των αιτητών.

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο