I. Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ1137/24, 31/3/2025
print
Τίτλος:
I. Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ1137/24, 31/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                      Υπόθεση αρ.Τ1137/24

 

31 Μαρτίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

I. Κ.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για αιτητή

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή o αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία κοινοποιήθηκε στις 04/11/24, με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος και ότι, περαιτέρω, «υπόκειται σε τροποποίηση έτσι ώστε να παραχωρηθεί διεθνής προστασία στον Αιτητή».

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 23/09/24 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 30/09/24 (ερ.1-3, 29).

Στις 07/10/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.19-29). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 10/10/24, απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.51-67).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός 04/11/24, στην μητρική του γλώσσα γλώσσα (ερ.3, 68).

Επί της επίδικης αιτήσεως ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι υπόκειτο σε κακομεταχείριση από την αστυνομία, καθώς συλλαμβανόταν συχνά και δεν ένιωθε ασφαλής και έτσι έφυγε και ήρθε στα κατεχόμενα, όπου δεν μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του και να εργαστεί και γι’ αυτό έφυγε και ήρθε στις ελεύθερες περιοχές, γιατί – ως αναφέρει – επιθυμεί να αναζητήσει προστασία.

Κατά  τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, όπου σπούδασε Banking and Finance και τελείωσε το 2016, συνέχισε δε τις σπουδές του στα κατεχόμενα από τον Μάρτιο 2020 μέχρι τον Νοέμβριο 2021, όμως – καθώς απεβίωσε ο πατέρας του, ο οποίος τον χρηματοδοτούσε – δεν μπορούσε να συνεχίσει. Η μητέρα του διαμένει στην πόλη Umuahia, στην πολιτεία Abia (είναι η γενέτειρα του αιτητή), και είναι επιχειρηματίας, έχει δύο αδελφούς ο ίδιος, οι οποίοι διαμένουν μόνοι τους στην ίδια πόλη με την μητέρα του, έχει θείους στην ίδια πολιτεία και ο πατέρας του απεβίωσε το 1994 από δηλητηρίαση. Διατηρεί επικοινωνία με όλους τους πιο πάνω συγγενείς του. Ο αιτητής εργαζόταν ως σερβιτόρος το 2017-2018. Μεταξύ 2017 μέχρι και 3 μήνες προτού φύγει από τη χώρα διέμενε στη γενέτειρα του και ακολούθως, τους τελευταίους 3 μήνες, διέμενε στο Owerri, στην πολιτεία Imo.

Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν επειδή ενεπλάκη σε βασανιστήριο από τον θείο του και έτσι αποφάσισε να εξεύρει νέο μέρος για να αρχίσει τη ζωή του και για ασφάλεια (ερ.24 – 4Χ). Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι μοιράζονταν με τον θείο του ένα ακίνητο, του οποίου μερίδιο θα έπρεπε να λάβει και ο αιτητής, όμως του αρνήθηκαν το μερίδιο του και τον βασάνισαν. Ερωτώμενος επ’ αυτού ανέφερε ότι όταν ο ίδιος πήγε να διεκδικήσει το μερίδιο του, του το αρνήθηκε ο θείος του. Ερωτώμενος γιατί διεκδίκησε περιουσία η οποία – ως είχε αναφέρει – βρίσκεται εγγεγραμμένη στο όνομα του ιδίου, ο αιτητής ανέφερε ότι θεώρησαν ότι αφού ο πατέρας του μπορούν να το σφετεριστούν και έτσι – ως ανέφερε – όταν πήγε να περιφράξει το ακίνητο ήρθαν να τον σκοτώσουν και έτρεξε για τη ζωή του και αποφάσισε να φύγει από τη χώρα, καθώς θα τον αναζητούσαν. Αυτό έγινε, ως ανέφερε, το 2019. Ερωτώμενος γιατί έφυγε από τη χώρα το 2020, ενώ το περιστατικό έγινε το 2019 ο αιτητής ανέφερε πως δέχθηκε «πολλαπλές επιθέσεις κατά της ζωής» του και τότε κατάλαβε ότι θα πρέπει να φύγει από τη χώρα. Ερωτώμενος γιατί, παρότι αναφέρθηκε σε ένα θείο, εντούτοις συχνά στις δηλώσεις του χρησιμοποίησε πληθυντικό ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν 4 θείοι του αλλά μόνο ο ένας, ο αδελφός του πατέρα του, τον διώκει. Ερωτώμενος γιατί δεν εγκαταστάθηκε σε άλλο μέρος ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν γιατί ήξερε ότι το πρόβλημα ήταν τόσο έντονο που θα τον αναζητούσαν. Ερωτώμενος γιατί δεν ανέφερε κάτι επί τούτο στην επίδικη αίτηση δεν έδωσε εξήγηση. Ερωτώμενος για τις αντιφάσεις που εντοπίστηκαν αναφορικά με το ότι – ως ανέφερε – διέμενε και σπούδαζε στα κατεχόμενα για πολλά χρονιά, και ήταν εκεί όταν απεβίωσε ο πατέρας του και δεν μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του, δήλωση που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα είχε αναφέρει στη συνέντευξη, ο αιτητής επανέλαβε ότι το ζήτημα υπήρχε προ πολλού και ότι επιθυμεί «να [ξεκινήσει] μια νέα ζωή και να [εργαστεί]» στη Δημοκρατία.

Οι καθ’ ων η αίτηση, πραγματευόμενοι τους ισχυρισμούς του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη, τους κατέταξαν στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς, τους οποίους και εξέτασαν.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ αιτητή

2.    Τα περιουσιακά στοιχεία του αιτητή

3.    Ισχυριζόμενες απειλές προς τον αιτητή λόγω κτηματικών διαφορών

4.    Για εκπαιδευτικούς λόγους

5.    Για οικονομικούς λόγους

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο, 4ο και 5ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν δε τον 2ο και 3ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή.

Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας και γενικότητας των δηλώσεων του. Αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής ότι ο αιτητής υπήρξε ανατιφατικός σε σημεία των ισχυρισμών του επί τούτου, αφού, ενώ αρχικώς έκανε λόγω για μερίδιο που δικαιούταν στην κληρονομητέα περιουσία, ακολούθως ανέφερε ότι το ο ίδιος υπήρξε εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου, ζήτημα που πέραν της ως άνω αντίφασης, είναι και αντιφατικό με το ότι ο αιτητής ανέφερε ότι πήγε να το διεκδικήσει από τον θείο του και τότε άρχισαν οι απειλές. Προέκυψε λοιπόν το ερώτημα πως θα μπορούσε να διεκδικήσει ακίνητο του οποίου ήταν ήδη εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης. Σε σχέση με το ερ.35, το οποίο είναι φερόμενο μέρος της διαθήκης του πατέρα του, παρατηρήθηκε ότι γίνεται λόγος για το όλο του ακινήτου, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι διεκδικεί μερίδιο του ακινήτου. Σε περαιτέρω ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικά με τη φύση της περιουσίας και την κατανομή της ο αιτητής υπήρξε ασαφής και δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις, ως κρίθηκε.

Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής συνοχής του ως άνω ισχυρισμού κρίθηκε ότι το ερ.35, δεδομένου ότι από το έγγραφο αυτό, φερόμενη διαθήκη του πατέρα του αιτητή, απουσιάζει κάθε τυπικό γνώρισμα γνησιότητα, όπως σφραγίδα, και, στο κάτω μέρος του, φέρει διαφήμιση από γνωστό διαδικτυακό κατάστημα, είναι δε μόνο η πρώτη σελίδα του εγγράφου. Τα ως άνω κρίθηκαν ότι δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για τη γνησιότητα του εγγράφου. Κατόπιν έρευνας εντοπίστηκαν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), εκ των οποίων προκύπτει ότι ο αιτητής, ως μεγαλύτερος υιός του πατέρα του, θα έπρεπε να κληρονομήσει την περιουσία του. Ενόψει των ως άνω κρίθηκε ότι δεν πληρούται ούτε η εξωτερική συνοχή των λεγομένων του.

Σχετικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, ο οποίος, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, αποτελεί ισχυρισμό που συνδέεται άρρηκτα με τον 2ο ισχυρισμό, εντοπίστηκαν ομοίως κενά, ασάφειες, αντιφάσεις και ελλείψεις στα λεγόμενα του. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκε αντίφαση μεταξύ των λεγομένων του αιτητή, αφού, με δεδομένο ότι, ως ο αιτητής ανέφερε, η κατ’ ισχυρισμό διαφιλονικούμενη περιουσία ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του ιδίου, δεν προκύπτει λόγος γιατί να την διεκδικεί από τον θείο του. Καίρια και ιδιαίτερης βαρύτητας κρίθηκε και η αναντιστοιχία των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη περί περιουσιακών διαφορών με τον θείο του με τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση, όπου ανέφερε μόνο το ότι δέχεται συνεχείς ενοχλήσεις από την αστυνομία άνευ αιτίας. Αντίφαση εντοπίστηκε περαιτέρω και στο ότι ενώ είχε αναφέρει αρχικά ότι ο αιτητής ήρθε στα κατεχόμενα για να σπουδάσει και αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να σταματήσει τις σπουδές του, στη συνέντευξη ανέφερε περιουσιακές διαφορές. Πλήθος αντιφάσεων και ασυνέχειας των λεγομένων του αιτητή εντοπίστηκε και αναφορικά με το ότι, ενώ είχε αναφέρει ότι δεν συνέβη κάτι στον ίδιο αφού όταν – ως ανέφερε – κατάλαβε ότι κινδυνεύει, άφησε την περιουσία στον θείο του, μετά, όταν ρωτήθηκε σχετικώς, ανέφερε ότι κάποιοι του επιτέθηκαν, χωρίς εντούτοις να είναι σε θέση να αναφέρει την παραμικρή λεπτομέρεια ή βιωματικό στοιχείο σε σχέση με την ισχυριζόμενη επίθεση που δέχθηκε. Επίσης κρίθηκε ότι, δεδομένου ότι η κατ’ ισχυρισμό διαφιλονικούμενη περιουσία ήταν μέρος της εκ του πατέρα του κληρονομητέας, εντούτοις η υπόλοιπη οικογένεια του δεν αντιμετώπισε πρόβλημα με τον θείο του. Τέλος, ως κρίθηκε, καμία λεπτομέρεια επί όλων των λεγομένων του δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ο αιτητής, αρκούμενος σε ασαφείς, γενικόλογες αποκρίσεις στις πολλές ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικώς.

Δεδομένων των ως άνω, λαμβανομένης υπόψη και της σύνδεσης του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού με τον ήδη απορριφθέντα 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε.

Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, ήτοι την πολιτεία Abia (Umuahia), σε συνάρτηση με το προφίλ και τις περιστάσεις του, περιλαμβανομένης της ύπαρξης στην περιοχή οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου, της πανεπιστημιακής του μόρφωσης, της ηλικίας του και της μη ύπαρξης στοιχείων ευαλωτότητας, η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

Αγορεύοντας προφορικά κατά την ακρόαση της παρούσης η συνήγορος του αιτητή αναφέρθηκε κατ’ ουσία σε μόνο δύο σημεία. Το 1ο αφορά το ότι η εξουσιοδότηση (ερ.31) προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση (ερ.67) υπογράφεται από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του σε χρόνο πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης. Συνεπώς - ως εισηγείται η συνήγορος του αιτητή - εφόσον ο εξουσιοδοτών έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του, εν προκειμένω θα έπρεπε να δοθεί νέα εξουσιοδότηση από τον νυν Υπουργό (ως έγινε στο ερ.32, ως σημειώνει) και στην απουσία τέτοιας εξουσιοδότησης θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός ενέργησε αναρμοδίως, καθώς η εξουσιοδότηση (ερ.31) από τον προηγούμενο Υπουργό έπαυσε να ισχύει κατά τον χρόνο που αυτός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του. Το 2ο αφορά στο ότι, ως εισηγήθηκε η συνήγορος του, ο αιτητής είχε αναφέρει (ως καταγράφεται στα ερ.4-5) ότι έχει αρραβωνιαστικιά στην Πολωνία και αναιτιολόγητα, κατά παράβαση των αρ.7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής Χάρτης)  οι καθ’ ων η αίτηση αρνήθηκαν την επανένωση του μ’ αυτήν.

Προέχει βεβαίως η ενασχόληση με το εγειρόμενο ζήτημα περί αρμοδιότητας, το οποίο, παρότι δεν θεωρώ ότι έχει δεόντως δικογραφηθεί, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, εξετάζεται βεβαίως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και κατ’ έφεση, και αυτεπαγγέλτως (βλ. και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314).

Επί του ζητήματος παρατηρώ τα εξής.

Εν προκειμένω η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη απόφαση (ερ.31) δόθηκε όντως από προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν (ο οποίος ασκούσε τα καθήκοντα του και κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης, ως είναι προϊόν δικαστικής γνώσης). Στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν και το επίδικο εδώ ζήτημα.

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).   Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.   

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023,  όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων  Κασσέρα (ανωτέρω)  και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση  ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην  επηρεάζει  κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»

Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο νομολογίας επί του ζητήματος ο ισχυρισμός απορρίπτεται, αφού η στο μεταξύ αλλαγή στο πρόσωπο του Υπουργού ουδόλως επενεργεί στο κύρος του ερ.31, εφόσον η εξουσιοδότηση αυτή δεν ανακλήθηκε ή έπαυσε να ισχύει για οιονδήποτε άλλο λόγο.

Αναφορικά τώρα με το 2ο σημείο που έθεσε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να επανενώσουν τον αιτητή με την αρραβωνιαστικιά του στην Πολωνία, παρότι ουδόλως δικογραφείται, κρίνω σκόπιμο να σημειώσω, για σκοπούς πληρότητας, τα εξής ολίγα.

Στη βάση των αρ.2 (1) και 25 (5) του περί Προσφύγων Νόμου, οικογενειακή επανένωση (επί ενήλικα) νοείται μόνο αναφορικά με δικαιούχο προσφυγικού καθεστώτος, αναφορικά και μόνο με τη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα αυτού και της συζύγου του (των οποίων αυτοί έχουν τη φύλαξη και φροντίδα), με τους οποίους ο πρόσφυγας πρέπει να «δημιούργησε οικογενειακό δεσμό πριν από την είσοδό του στη Δημοκρατία». Από την άλλη, στον κανονισμό 2013/604/ΕΕ (Δουβλίνο), αρ.2 (ζ), όπου περιέχονται διατάξεις καθορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας, δεν γίνεται αναφορά σε τυχόν αρραβωνιαστικιά αιτούντος, καθώς τέτοιο πρόσωπο βεβαίως δεν περιλαμβάνεται στα «μέλη της οικογένειας» του αιτούντος, που σε κάθε περίπτωση αφορά οικογενειακό δεσμό που «ήδη υπήρχε στη χώρα καταγωγής». Ουδέν εκ των ως άνω ισχύει εν προκειμένω και συνεπώς ουδείς λόγος περί επανένωσης θα μπορούσε να τεθεί. Σε σχέση δε με την ισχυριζόμενη παράβαση των αρ.7 και 8 του Χάρτη, δεδομένων και των όσων πιο πάνω αναφέρω, ουδέν ετέθη που να συνηγορεί ότι υφίσταται εδώ τέτοια παράβαση.

Απομένει η επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας. Με βάση λοιπόν το αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας».

Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου  ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου περιορίστηκαν, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.57-63, σε γενικές δηλώσεις οι οποίες βρίθουν κενών και ασαφειών και εκ των οποίων ελλείπουν εντελώς και σε όλη τους την έκταση συγκεκριμένες – ευλόγως αναμενόμενες - λεπτομέρειες, χρονική και λογική συνέχεια. Σε κανένα δε σημείο της συνέντευξης δεν ήταν σε θέση ο αιτητής να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια σε σχέση με οιονδήποτε από τους ισχυρισμούς του που αφορούν την κατ’ ισχυρισμό περιουσιακή διαμάχη με τον θείο του, στα πλαίσια της οποίας, ως ισχυρίστηκε, δέχθηκε επίθεση και απειλές. Το όλο αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει ουσιώδη κενά, ελλείψεις σε λεπτομέρειες και αντιφάσεις, ως και ανωτέρω καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια παράθεσης της επίδικης έκθεσης των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίες πλήττουν μοιραία και αναπόφευκτα την συνολική συνοχή και αξιοπιστία των δηλώσεων του. Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στα όσα και πιο πάνω καταγράφω, κατά την παράθεση των ευρημάτων της επίδικης έκθεσης επί του 2ου και 3ου ισχυρισμού του αιτητή, τα οποία υιοθετώ και δεν θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω.

Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μου, και λαμβανομένου υπόψη ότι ουδέν περαιτέρω στοιχείο ή ισχυρισμός προσκομίσθηκε από τον αιτητή στα πλαίσια της παρούσης, οι ελλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις, ως υποδείχθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, τις οποίες θεωρώ ορθές, παραμένουν. Σημειώνω ότι ο αιτητής θα μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία προς ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, όμως ουδέν έπραξε. Αποδοχή λοιπόν των ισχυρισμών του αιτητή θα έβαινε ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση του αφηγήματος του, καθότι τα όσα ανέφερε ομοιάζουν περισσότερο με ένα συνονθύλευμα ασυνάρτητων, αντιφατικών μεταξύ τους και γενικόλογων ισχυρισμών, παρά με μια συνεκτική και πλήρη παράθεση βιώματος του αιτητή.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (πολιτεία Abia), όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

Σε πρόσφατη αναφορά του ACLED για την περίοδο 16/12/23 ως 13/12/24 καταγράφηκαν  99 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 81 ανθρώπινες ζωές. Τα 99 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 3 ταραχές χωρίς κάποια ανθρώπινη απώλεια, 28 διαμαρτυρίες χωρίς κάποια ανθρώπινη απώλεια, 21 περιστατικά βίας κατά πολιτών, που είχαν ως αποτέλεσμα 19 ανθρώπινες απώλειες, 40 μάχες, που είχαν ως αποτέλεσμα 62 θάνατοι και 7 περιστατικά εκρήξεων ή και απομακρυσμένης βίας, χωρίς θάνατο.[1] Ο πληθυσμός της πολιτείας Abia ανέρχεται περί τα 4.2 εκατομμύρια κατοίκων.[2]

Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [3] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09).

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Σημειώνεται ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] (βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 16/12/2023-13/12/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots/Battles   και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa: Nigeria – Abia State https://acleddata.com/explorer/

[2] City Population Africa: Nigeria – Abia State  https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA001__abia/

[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο