Ε.Ν. Α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: T185/2024, 20/3/2025
print
Τίτλος:
Ε.Ν. Α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: T185/2024, 20/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: T185/2024

21 Μαρτίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε.Ν. Α.

Αιτήτρια 

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ’ ων η Αίτηση 

 

Π. Παπαδάτου (κα) για Γιώτα Μιλτιάδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόροι για την Αιτήτρια  

Στην απουσία των Καθ’ ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 23/01/2024, σύμφωνα με την οποία η τρίτη μεταγενέστερη αίτησή της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία μόνο της Αιτήτριας, η  οποία εκπροσωπείται από δικηγόρο.  

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο, πρόκειται για γυναίκα ενήλικα, υπήκοο της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής «Καμερούν»), η οποία σύμφωνα με δηλώσεις της εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της το Νοέμβριο 2019 και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Ακολούθως εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υποβάλλοντας στις 11/11/2019 αίτηση διεθνούς προστασίας, ισχυριζόμενη απειλές κατά της ζωής της ένεκα της ιδιότητας της ως δασκάλα, αλλά και τη γενικότερη κρίση που επικρατεί στη χώρα της.

 

Στα πλαίσια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής της η Αιτήτρια κλήθηκε σε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ωστόσο η μη παρουσία της οδήγησε σε διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και κλείσιμο του φακέλου της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 16Β του περί Προσφύγων Νόμου. Η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια μέσω ταχυδρομείου στις 21/10/2021.

 

Στις 12/11/2021 η Αιτήτρια υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, ισχυριζόμενη πέραν από την γενικότερη κρίση που επικρατεί στη χώρα της και  πρόβλημα υγείας (στραβισμό) που της δημιουργεί επιπλέον προβλήματα. Η εν λόγω μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε παραδεκτή δυνάμει του άρθρου 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου και προγραμματίστηκε συνέντευξη της Αιτήτριας στις 14/09/2022 η οποία συνεχίστηκε στις 18/10/2022. Ακολούθως στις 10/11/2022 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνέταξε Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Στις 24/11/2022, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 20/12/2022, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από επεξήγηση του περιεχομένου σε γλώσσα κατανοητή προς την ίδια.

 

Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης, η Αιτήτρια καταχώρισε την υπ’ αρ. 65/2023 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία στη 09/06/2023 απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της, καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, τελεσίδικη.

 

Στις 03/08/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό της περί στραβισμού προσθέτοντας την ανάγκη της να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στη Κύπρο, πράγμα αδύνατο να γίνει στο Καμερούν. Σε περίπτωση μη υποβολής της σε χειρουργική επέμβαση, ως ισχυρίζεται ενδέχεται να  επέλθει τύφλωση.

 

Κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, αρμόδιος λειτουργός συνέταξε σχετικό σημείωμα προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η αίτηση της Αιτήτριας απορριφθεί ως απαράδεκτη στη βάση του ότι με την μεταγενέστερη αίτησή της, η τελευταία δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι λόγοι που αυτή επικαλέστηκε με την αίτησή της δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του Νόμου για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι από τα στοιχεία που η Αιτήτρια υπέβαλε δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια θα διατρέξει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού, μετά από εξέταση της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε στις 03/08/2023 την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρα 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, κοινοποιώντας την απόφαση στην Αιτήτρια μέσω επιστολής ημερομηνίας 03/08/2023 την οποία αυτή παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν. Η Αιτήτρια δεν άσκησε το δικαίωμά της σε πραγματική προσφυγή ως εκ τούτου η αρχική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση κατέστη τελεσίδικη.

 

Ακολουθεί η υποβολή τρίτης μεταγενέστερης αίτησης από την Αιτήτρια, την οποία υπέβαλε στις 23/01/2024. Με αυτή την αίτηση η Αιτήτρια επαναφέρει τον αρχικό της ισχυρισμό περί δίωξής της από τις αρχές της χώρας της ένεκα της ιδιότητάς της ως δασκάλα. Ισχυρίζεται ότι οι αρχές της χώρας έχουν εκδώσει ένταλμα σύλληψης εναντίον της με την κατηγορία ότι χρηματοδοτεί το αποσχιστικό κίνημα καθώς επίσης οι αποσχιστές την αναζητούν με την κατηγορία ότι δίδασκε κατά τη διάρκεια επισκέψεων στην πόλη. Δηλώνει επί της αίτησης επιπλέον η Αιτήτρια ότι έχει στην κατοχή της υποστηρικτικά έγγραφα τα οποία έλαβε από τον αδελφό της μέσω δικηγόρου, στις 10/01/2024 και όχι νωρίτερα εξαιτίας της κρίσης, ωστόσο παρατηρώ ότι ουδέν εξ αυτών προσκομίσθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Εξετάζοντας το παραδεκτό της πιο πάνω αναφερόμενης αίτησης, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνέταξε σχετικό σημείωμα προς τον Προϊστάμενο αυτής, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η αίτηση της Αιτήτριας απορριφθεί εκ νέου ως απαράδεκτη εφόσον η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε προηγούμενους ισχυρισμούς της, οι οποίοι εξετάστηκαν κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκαν. Ειδικότερα ως προς την αναφορά της Αιτήτριας για το κατ’ ισχυρισμό ένταλμα σύλληψης, κρίθηκε ότι εξ υπαιτιότητας της δεν αναφέρθηκε επ’ αυτού σε προηγούμενες διαδικασίες και σε κάθε περίπτωση δεν κατέθεσε υποστηρικτικά έγγραφα όπως δηλώνει στην αίτησή της. Κατά συνέπεια των πιο πάνω, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τη  μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτης δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Η τελευταία αυτή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια μέσω επιστολής ημερομηνίας 23/01/2024, και αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.     

 

Προτού προχωρήσω με την εξέταση της παρούσας προσφυγής, επισημαίνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει συμμορφωθεί με την διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα της προηγούμενης διαδικασίας με την οποία προσέφυγε εναντίον της απόρριψης της αρχικής της αίτησης, ως προνοείται στον Κανονισμό 4 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών, στοιχείο το οποίο λαμβάνω υπόψη κατά την κρίση επί της παρούσας.

 

Δια του εισαγωγικού δικογράφου (προσφυγή) η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει πλήθος νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη της παρούσας προσφυγής, καθώς επίσης επισυνάπτει σειρά εγγράφων που κατά τη θέση τους υποστηρίζουν την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν, αλλά και το κατ’ ισχυρισμό ένταλμα σύλληψης εναντίον της με ημερομηνία έκδοσης 27/11/2022 συνταγμένο στη γαλλική γλώσσα, χωρίς σχετική μετάφραση στην ελληνική. Ειδικότερα, αποτελεί θέση τους, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα αναφορικά με το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας, καθώς επίσης δεν αξιολόγησαν ορθά τα υποβληθέντα από την Αιτήτρια υποστηρικτικά έγγραφα, με αποτέλεσμα το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας να απορριφθεί αδικαιολόγητα και αναιτιολόγητα.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις, αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i)           Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii)           νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)     Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)     Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτησή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β)     Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

 

(i)           Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii)          ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[..]

 

(δ)     η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση, σε αντίθετη περίπτωση ο Προϊστάμενος προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά τη προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτοις, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της Αιτητή/τριας με την μεταγενέστερή του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

 

Προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης[1] αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά και νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας έχω ανατρέξει στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου από όπου διαφαίνονται όλοι οι προωθούμενοι από την Αιτήτρια ισχυρισμοί, τόσο στην αρχική της αίτηση όσο και στις επόμενες μεταγενέστερες αιτήσεις της, όπως αυτοί αναφέρονται πιο πάνω στην παρούσα.

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν ορθώς τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, αφού τα όσα αυτή δήλωσε αποτελούν όντως επανάληψη των ισχυρισμών που προέβαλε κατά την εξέταση του αρχικού της αιτήματος, το οποίο εξετάστηκε κατ΄ουσίαν και απορρίφθηκε. Το γεγονός ότι η Αιτήτρια μέσω της συνηγόρου της προσκόμισε έγγραφα και ειδικότερα ένταλμα σύλληψης εναντίον της, με ημερομηνία έκδοσης -Νοέμβριο 2022 - προγενέστερη ακόμα και της καταχώρησης της υπ’ αριθμό 65/23 προσφυγής κατά της αρχικής απόφασης επί της αρχικής αίτησης της Αιτήτριας χωρίς ωστόσο αυτό να έχει προσκομιστεί στην Υπηρεσία Ασύλου, δεν επιτρέπει στο στάδιο αυτό στο Δικαστήριο την άσκηση πρωτογενούς κρίσης επί του εν λόγω εγγράφου αλλά ούτε και αποδεικνύει παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας από πλευράς Καθ’ ων η αίτηση, εφόσον αυτό δεν υπήρχε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά το χρόνο εξέτασης της επίδικης αίτησης. Αποτελεί κρίση μου ότι η Αιτήτρια εξ υπαιτιότητάς της δεν αναφέρθηκε στο θέμα αυτό σε προηγούμενο στάδιο ενώ είχε την ευκαιρία να το πράξει.

 

Τούτων λεχθέντων, ο ισχυρισμός της συνηγόρου περί έλλειψης δέουσας έρευνας απορρίπτεται. Οι λόγοι που είχε προβάλει ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση, εξετάστηκαν επαρκώς υπό το φως του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός της συνηγόρου περί πάσχουσας αιτιολογίας της προβαλλόμενης απόφασης. Τούτο γιατί η αιτιολόγηση των αποφάσεων της Διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (βλ. Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Στην απόφαση Γενεθλίου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096, λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Οι αποφάσεις των Διοικητικών Αρχών πρέπει να περιέχουν πλήρη επαρκή και σαφή αιτιολογία. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Η πλήρης αιτιολογία περιέχει ή δείχνει τη νομική βάση της διοικητικής απόφασης. Η αιτιολογία συνδέεται άμεσα με τη νομική έκδοση και νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Περαιτέρω είναι αναγκαία για να μπορεί με ευχέρεια να γίνεται ο δικαστικός έλεγχος».

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι αυτά βρίσκονται πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση, η δε δοθείσα αιτιολογία διαφαίνεται και από το κείμενο της. Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση.

 

Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, καθώς ούτε κατά την παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου προέβαλε οποιονδήποτε ισχυρισμό που να ανατρέπει τα ευρήματα των Καθ΄ ων η αίτηση περί δικής της υπαιτιότητας στο να προσκομίσει τα κατ’ ισχυρισμόν νέα στοιχεία κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του.

 

Καταλήγω ότι το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός της ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφαση ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπερ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ