
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
19 Μαρτίου, 2025
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.I.
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Π. Μπενέτης (κος) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]
Αιτητής παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 30.10.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2], και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και του συνηγόρου του.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία και στις 22.01.2019 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 23.01.2019. Στις 24.01.2019 παρέλαβε την βεβαίωση της υποβολής της αίτησης για διεθνή προστασία. Στα πλαίσια της αίτησης του αυτής προσήλθε σε συνέντευξη στις 22.07.2021 με λειτουργό της EASO προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 13.10.2021. Στις 07.12.2021, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ' αρ. 8370/2021 εναντίον της ανωτέρω απόφασης (στο εξής αναφερόμενη και ως «η αρχική προσφυγή»), η οποία απορρίφθηκε στις 19.05.2023. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 23.10.2023 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε στις 28.10.2023 εισηγητική έκθεση προς απόρριψη της, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 30.10.2023 με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής του αυτής ως απαράδεκτης. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή.
Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά των συνηγόρων του επιζητά (Α) δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν η προσβαλλόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο με την οποία να τροποποιεί την απόφαση της μεταγενέστερης αίτησης και/ή να ζητείται η επανεξέταση της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού βάσει της σημερινής κατάστασης της χώρας του Αιτητή, τις σημερινές πραγματικές καταστάσεις του Αιτητή και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επαναπροώθησης στη χώρα του.
Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά αυτό δε το στάδιο, ο Αιτητής ανέφερε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς ο ίδιος επικαλέστηκε ότι έχει έγγραφα να προσκομίσει τα οποία και κατέγραψε στην αίτησή του όμως δεν τα είχε κατά εκείνον τον χρόνο για να τα καταχωρίσει. Κατά τη δικαστική διαδικασία, προσκόμισε μέσω αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας τα έγγραφα που καταγράφηκαν στη μεταγενέστερή του αίτηση, δηλώνοντας ότι αυτά δεν τα είχε κατά την καταχώριση της μεταγενέστερής του αίτησης, καθώς τα είχε μόνο σε φωτογραφίες οι οποίες ευρίσκονταν στη Νιγηρία. Ακολούθως, δήλωσε δια του συνηγόρου του ότι η οικογένεια του είχε δολοφονηθεί και σε περίπτωση επιστροφής του θα πεθάνει και ο ίδιος και ότι τα πιστοποιητικά αυτά αποδεικνύουν ακριβώς το θάνατο της οικογένειάς του. Είναι κατά τούτο η θέση του ότι η αίτηση του θα έπρεπε να γίνει παραδεκτή ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψη δέουσας έρευνας.
Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3)(α) και (β) του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα
(- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον:
(α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και
(β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσον ο Αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη τη μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται.
Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία των συνηγόρων του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί του ιδίου επί της μεταγενέστερης αίτησής του και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.
Ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι βρίσκεται υπό κράτηση επειδή η προηγούμενη αίτηση του είχε απορριφθεί άδικα, καταγράφοντας ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής του επειδή αυτό δεν είναι ασφαλές και η ζωή του καθώς θα μπορούσε να κινδυνεύσει. Ως περαιτέρω δηλώνει, λόγω των συνεχών επιθέσεων από τρομοκράτες στην πολιτεία του, είναι πολύ ανασφαλές για τον ίδιο να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, καθώς η κατάσταση στην περιοχή του είναι ασταθής και άνθρωποι την εγκαταλείπουν καθημερινά. Προς τούτου παραπέμπει στα έγγραφα τα οποία προσκομίζονται σε μετέπειτα σημείο της αίτησής του (below) ισχυριζόμενος ότι όπως διαφαίνεται από τις αποδείξεις αυτές, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων σκοτώνεται καθημερινά αφού πρόκειται για εμπόλεμη ζώνη. Το προηγούμενο χωριό του όπου ζούσε και εργαζόταν μαζί με την οικογένεια του, έχει εκκενωθεί εξαιτίας των επιθέσεων από τη Boko Haram και τους βοσκούς τρομοκράτες. Υποστήριξε ότι κάθε μέρα, υπάρχουν νέες επιθέσεις σε ανθρώπους και περιουσίες καθιστώντας την επιστροφή του στη χώρα του επικίνδυνη. Καταληκτικά σημειώνει ότι έχει προσκομίσει πιστοποιητικά θανάτου των νεκρών παιδιών του και ο ίδιος δεν έχει κανέναν για να επιστρέψει στη Νιγηρία.
Στο σημείο 9 της αίτησής του (βλ. ερ. 112) στο οποίο όφειλε να καταγράψει την προσκομισθείσα μαρτυρία, ο Αιτητής κατέγραψε:
«1. Deceased family death certificate. 2. Evidence of terrorist attacks on my communities, with links.»
Ακολούθως, στο σημείο 10 της υποβληθείσας αίτησής του (βλ. ερ. 112), ο Αιτητής επισήμανε ότι τα πιστοποιητικά θανάτου, του τα είχε αποστείλει με e-mail ένας φίλος του και έχουν εκδοθεί από αρχή της κυβέρνησης της Νιγηρίας. Σε σχέση με τις αποδείξεις για τις επιθέσεις, αυτές είναι από μέσα ενημέρωσης που είναι δημόσια διαθέσιμα στο διαδίκτυο.
Τέλος κατά το σημείο 11 της αίτησής του, ο Αιτητής επισήμανε ότι τα πρωτότυπα έγγραφα μπορούν να αποσταλούν με dhl εάν αυτό χρειάζεται.
Παρά τις ως άνω καταγραφές, τα πιστοποιητικά υπ’ αρ. 1 και 2, ως τούτα κατονομάζονται στο σημείο 9 της αίτησής του δεν προσκομίστηκαν αλλά ούτε επισυνάφθηκε οποιονδήποτε άλλο έγγραφο επί της μεταγενέστερης αίτησής του.
Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 119-116 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Ως επισημαίνεται, ο Αιτητής ανέφερε πως δεν επιθυμεί να επαναπατριστεί λόγω του ότι θα βρεθεί σε κίνδυνο, υπάρχουν επιθέσεις από τρομοκράτες στην πολιτεία του, υπάρχουν πολλοί θάνατοι ανθρώπων, τους οποίους σκοτώνουν, το χωριό του έχει εγκαταλειφθεί λόγω επιθέσεων, υπάρχουν κάθε μέρα επιθέσεις ενώ τα παιδιά του έχουν αποβιώσει. Ως επισημαίνει ο λειτουργός ασύλου, κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω του ότι η οικογένειά του έχει σκοτωθεί από την οργάνωση Boko Haram, ισχυρισμοί οι οποίοι εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν αφού οι ισχυρισμοί του δεν τεκμηριώθηκαν.
Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώνεται με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα ο Αιτητής επικαλέσθηκε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Κατά την υποβληθείσα λοιπόν αρχική του αίτηση ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η Boko Haram είχε σκοτώσει τη σύζυγο και τα δύο παιδιά του, ενώ ο ίδιος διέφυγε και έτρεξε μακριά, εισερχόμενος στη Σενεγάλη για προστασία. Ως δήλωσε, ένας Τούρκος τον είχε βοηθήσει να μεταβεί στην κατεχόμενη Κύπρο, όπου γνώρισε έναν φοιτητή ο οποίος τον είχε πάρει στο σπίτι του το βράδυ ενώ στη συνέχεια εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του (ερυθρά 39-29), ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι χήρος, καθώς η σύζυγος και τα τρία παιδιά του δολοφονήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 2017 από τη Boko Haram, η οποία επίσης έκαψε το σπίτι του. Σε σχέση με τους τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη Νιγηρία, ο Αιτητής αναφέρθηκε στην Boko Haram, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος ως Αντιπρόεδρος της νεολαίας του χωριού του, είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της οργάνωσης, καθώς ο Πρόεδρος φοβόταν να το κάνει. Η Boko Haram του έστειλε απειλητική επιστολή, απαιτώντας να σταματήσει να τους επικρίνει, διαφορετικά θα αντιμετώπιζε συνέπειες. Παρά τις απειλές, ο Αιτητής συνέχισε να μιλά, γεγονός που, σύμφωνα με τον ίδιο, οδήγησε στη δολοφονία της οικογένειάς του.
Αναφορικά με τον χρόνο που η Boko Haram δολοφόνησε την οικογένειά του, ο Αιτητής δήλωσε τελικώς ότι αυτό έγινε στις 28 Οκτωβρίου 2017. Επί τούτου σημειώνεται στα πρακτικά της συνέντευξης από τον λειτουργό ασύλου ότι: «the applicant changed his mind three times about the year, stating first that the incident happened in 2007. After some clarifications, the applicant stated that the killing occurred in 2017». Κληθείς να γίνει πιο συγκεκριμένος για το τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα, ο Αιτητής ανέφερε ότι είχε μεταβεί στο σπίτι του και δεν είχε δει τα παιδιά του ενώ η σύζυγος του είχε σκοτωθεί. Δήλωσε ότι είχαν μαζευτεί άνθρωποι στο σπίτι του και τον κρατούσαν πίσω, έτσι ο ίδιος δεν μπορούσε να μείνει εκεί αφού η σύζυγος και τα παιδιά του είχαν σκοτωθεί. Ερωτηθείς εάν υπήρχαν μάρτυρες στο συμβάν, ο Αιτητής υποστήριξε ότι οι άνθρωποι έτρεχαν και εάν κάποιος ήταν τριγύρω, τότε θα τον σκότωναν, ενώ την ίδια τύχη θα είχε και αυτός εάν ήταν τριγύρω.
Σε σχέση με την απειλητική επιστολή, ανέφερε ότι η σύζυγός του την έλαβε τον Ιούλιο του 2017, και όταν του τη διάβασε, διαπίστωσε ότι έφερε το λογότυπο της Boko Haram. Η επιστολή απαιτούσε από τους κατοίκους να ενταχθούν στην οργάνωση και απειλούσε ότι αν συνέχιζε να μιλά εναντίον της, θα υπήρχαν θανάσιμες συνέπειες για το χωριό του.
Όταν ρωτήθηκε τι φοβάται αν επιστρέψει στη Νιγηρία, απάντησε ότι η Boko Haram θα τον σφάξει και πως δεν υπάρχει ασφαλές μέρος στη χώρα. Δήλωσε ότι προτιμά να πεθάνει παρά να επιστρέψει.
Έχοντας υπόψη τα ως άνω, επισημαίνω πρωτίστως ότι μελετώντας την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, διαπιστώνω ότι ο ίδιος με γενικότητα επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν τα όσα κατέγραψε και στην αρχική του αίτηση.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχει έγγραφα τα οποία επιθυμεί να προσκομίσει και τα οποία δεν τα είχε ούτε κατά τη μεταγενέστερη αίτηση του, αλλά τα είχε είχε μόνο σε φωτογραφίες στη χώρα καταγωγής του. Στο πλαίσιο λοιπόν της παρούσας δικαστικής διαδικασίας καταχώρισε σχετική αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας η οποία και εγκρίθηκε. Δια της αίτησής αυτής, ο Αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικά θανάτου των μελών της οικογένειάς του, ήτοι της συζύγου του και των τριών ανήλικων τέκνων του, τα οποία φέρουν όλα ως ημερομηνία θανάτου την 15η Ιουνίου του 2017 (βλ. Τεκμήρια 1-4 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή ημερ. 13.09.2024). Προσκόμισε επιπλέον, δέσμη επτά (7) έγχρωμων φωτογραφιών που απεικονίζουν, κατά τη θέση του, το μέγεθος της καταστροφής που έπαθε η πολιτεία του και λίγο μετά τις δολοφονίες ανυποψίαστων πολιτών οι οποίοι βρέθηκαν την λάθος στιγμή στον λάθος τόπο (βλ. Τεκμήριο 5 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή ημερ. 13.09.2024).
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Εξετάζοντας τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε με τη μεταγενέστερη αίτησή του και κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β)[6] για να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των όσων υποβλήθηκαν με την αίτησή του καθώς κρίθηκε ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ότι οι ίδιοι ισχυρισμοί που με αυτήν προωθεί έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί στο πλαίσιο προηγούμενων διαδικασιών εξέτασης της αίτησής του.
Πράγματι, είναι και η δική μου κατάληξη ότι ο Αιτητής δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τις ίδιες θέσεις τις οποίες προώθησε και κατά τα προγενέστερα στάδια εξέτασης της αίτησής του, ήτοι κατά την αρχική αίτηση ασύλου, κατά τη συνέντευξή του αλλά και κατά τη δικαστική διαδικασία εξέτασης της προσφυγής που καταχώρισε επί της απόρριψης της αρχικής του αίτησης. Ο πυρήνας του αιτήματός του παρέμεινε αναλλοίωτος κατά όλα αυτά τα στάδια, ήτοι ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη Νιγηρία καθώς θα βρεθεί σε κίνδυνο λόγω των επιθέσεων από τρομοκράτες στην πολιτεία του και των πολλαπλών θανάτων που λαμβάνουν χώραν καθημερινά. Οι ισχυρισμοί του αυτοί εξετάστηκαν επί της ουσίας τους τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά τη δικαστική διαδικασία και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.
Το ζήτημα λοιπόν που απομένει τώρα να εξεταστεί είναι κατά πόσο τα προσκομισθέντα έγγραφα τα οποία κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτησή του και προσκόμισε τελικώς κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, συνιστούν νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την έννοια του νόμου, δυνάμενα να επιτρέψουν θετική κρίση περί παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.
Έχοντας λοιπόν διεξέλθει των εγγράφων αυτών και προχωρώντας στην αξιολόγησή τους, φρονώ πως εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητά τους, καθώς υπάρχουν πολλαπλές ασυνέπειες και ενδείξεις που προβληματίζουν ως προς την αυθεντικότητά τους.
Καταρχάς, παρατηρείται σοβαρή αντίφαση στις ημερομηνίες του θανάτου καθώς και τα τέσσερα (4) πιστοποιητικά φέρουν ημερομηνία θανάτου 15.06.2017. Παρ’όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ερωτηθείς πότε δολοφονήθηκαν τα μέλη της οικογένειας του, ο Αιτητής ανέφερε στις 28.10.2017. Ως ήδη επισημάνθηκε, ο Αιτητής αρχικά δήλωσε στη συνέντευξή του ότι η οικογένειά του δολοφονήθηκε το 2007, ωστόσο όταν του ζητήθηκαν διευκρινίσεις, άλλαξε το αφήγημά του τρεις φορές, δηλώνοντας τελικά ότι το συμβάν έλαβε χώρα στις 28.10.2017 (βλ. ερ. 32χ3 του διοικητικού φακέλου). Αυτή η αντίφαση δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα των εγγράφων και την αλήθεια των ισχυρισμών του.
Επιπλέον, τα πιστοποιητικά παρουσιάζουν μια μη φυσιολογική συνέχεια στους αριθμούς καταχώρισης, καθώς όλα τα πιστοποιητικά φέρουν διαδοχικούς αριθμούς (553, 554, 555, 556). Ενώ θεωρητικά είναι πιθανό να εκδόθηκαν μαζί, στην πράξη οι διαδικασίες καταγραφής θανάτων δεν ακολουθούν πάντοτε τόσο απόλυτη ακολουθία αριθμών, ειδικά όταν πρόκειται για ξεχωριστά άτομα της ίδιας οικογένειας. Εάν η οικογένεια είχε δολοφονηθεί μαζικά, θα ήταν αναμενόμενο να υπάρχει κάποια καθυστέρηση στην έκδοση των εγγράφων, ενδεχομένως λόγω ιατροδικαστικής έρευνας ή εμπλοκής των αρχών. Συνεπώς δημιουργεί προβληματισμό το γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά φέρεται να απεβίωσαν την 15η Ιουνίου 2017 και λίγες μέρες αργότερα, ήτοι στις 28.06.2017 εκδόθηκαν τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά.
Ένα ακόμη στοιχείο που εγείρει υποψίες είναι το γεγονός ότι όλα τα πιστοποιητικά φέρουν τον ίδιο κύριο αριθμό A22_101299, παρά το ότι αφορούν διαφορετικά πρόσωπα. Σε επίσημες διοικητικές διαδικασίες, κάθε πιστοποιητικό θανάτου αναμένεται να καταχωρίζεται ξεχωριστά και να αποκτά μοναδικό αριθμό για σκοπούς αρχείου και επαλήθευσης. Η ύπαρξη του ίδιου αριθμού σε τέσσερα διαφορετικά πιστοποιητικά είναι μη φυσιολογική και δημιουργεί εύλογες υποψίες για επαναλαμβανόμενο πρότυπο αντί για πραγματικά αυθεντικά έγγραφα. Το γεγονός ότι τα πιστοποιητικά εμφανίζουν διαδοχικούς αριθμούς στο πεδίο Entry No., αλλά διατηρούν τον ίδιο βασικό αριθμό, εγείρει αμφιβολίες.
Παρατηρώ επίσης ότι η επίσημη σφραγίδα, παρουσιάζεται σε όλα τα πιστοποιητικά τοποθετημένη ακριβώς στο ίδιο σημείο, χωρίς την παραμικρή απόκλιση. Στη φυσική διαδικασία σφράγισης των επίσημων εγγράφων, ακόμη και όταν χρησιμοποιείται η ίδια σφραγίδα, παρατηρούνται μικρές διαφοροποιήσεις στην τοποθέτηση λόγω της ανθρώπινης παρέμβασης. Η απόλυτη ομοιομορφία στις σφραγίδες και τις υπογραφές μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι η σφραγίδα είναι είτε εκτυπωμένη είτε αντιγραμμένη ψηφιακά, γεγονός που συναντάται συχνά σε πλαστά έγγραφα.
Ένα ακόμη ύποπτο στοιχείο που εντοπίζεται στα πιστοποιητικά θανάτου είναι η παρουσία ενός χειρόγραφου ονόματος πάνω στο οποίο τοποθετήθηκε η σφραγίδα, αφού και στα τέσσερα πιστοποιητικά, η σφραγίδα τέμνει το χειρόγραφο όνομα στο ίδιο ακριβώς σημείο με πανομοιότυπο τρόπο, ωσάν το όνομα αυτό να μην είχε γραφτεί ξεχωριστά σε κάθε έγγραφο, αλλά να αποτελεί μέρος ενός σταθερού προτύπου/σφραγίδας. Αυτό εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για τη γνησιότητα των εγγράφων. Σε κανονικές διαδικασίες, ένα όνομα που γράφεται με το χέρι θα παρουσίαζε μικρές διαφοροποιήσεις στη γραφή και στη θέση του, ειδικά όταν η σφραγίδα τοποθετείται από διαφορετικά άτομα ή με φυσιολογική διαδικασία. Αντίθετα, εδώ παρατηρείται ότι το όνομα είναι πάντα στη ίδια ακριβώς θέση και η σφραγίδα το τέμνει με πανομοιότυπο τρόπο, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει ότι το "χειρόγραφο" όνομα δεν γράφτηκε φυσικά, αλλά ενδεχομένως προστέθηκε ως μέρος μιας εκτυπωμένης ή σφραγισμένης υπογραφής.
Η ομοιότητα αυτή μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι τα πιστοποιητικά δεν δημιουργήθηκαν μέσα από μια αυθεντική διαδικασία καταγραφής, αλλά από μία προκατασκευασμένη φόρμα στην οποία απλώς εισήχθησαν διαφορετικά στοιχεία, όπως τα ονόματα των φερόμενων θανόντων. Το συγκεκριμένο μοτίβο είναι σύνηθες σε περιπτώσεις πλαστογραφίας, όπου οι δημιουργοί ενός εγγράφου προσπαθούν να αναπαράγουν την εικόνα μιας πραγματικής διοικητικής πράξης, αλλά κάνουν λάθη που αποκαλύπτουν τη μη αυθεντικότητά της.
Τέλος, η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στις συνθήκες θανάτου μέσα στα ίδια τα πιστοποιητικά αποτελεί ένα ακόμη αδύναμο σημείο, καθώς είναι σύνηθες στα πιστοποιητικά θανάτου να αναγράφεται η αιτία θανάτου. Ακόμη και αν αυτό δεν συμβαίνει σε χώρες όπως η Νιγηρία, η έλλειψη αυτής της πληροφορίας περιορίζει σημαντικά την αποδεικτική αξία των εγγράφων. Το μόνο που μπορεί να υποστηριχθεί από αυτά είναι η καταγραφή του θανάτου των φερόμενων μελών της οικογένειας του αιτητή, χωρίς όμως να παρέχουν οποιοδήποτε στοιχείο που να συνδέει τον θάνατό τους με τις προσωπικές του συνθήκες ή τον ισχυριζόμενο φόβο του. Επομένως, τα πιστοποιητικά αυτά, ακόμη και αν γίνουν δεκτά ως γνήσια, δεν διασαφηνίζουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος ούτε τεκμηριώνουν οποιαδήποτε απειλή κατά του ίδιου του Αιτητή, με αποτέλεσμα η συμβολή τους στην εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας του να είναι περιορισμένη. Άλλωστε, τα έγγραφα έχουν υποστηρικτικό χαρακτήρα και δεν μπορούν από μόνα τους να θεμελιώσουν μια αίτηση για διεθνή προστασία.
Υπό το φως των όσων έχω επισημάνει είναι η κατάληξή μου, πως η αξιολόγηση που έλαβε χώραν από τους Καθ' ων η αίτηση, δια της εισηγητικής έκθεσης, είναι ορθή. Πράγματι είναι και η δική μου διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός που προβάλλει ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του ότι η οργάνωση Boko Haram είχε επιτεθεί στο χωριό του το οποίο εκκενώθηκε και πολλοί είχαν σκοτωθεί μαζί με τα μέλη της οικογένειας του δεν συνιστά νέο στοιχείο, αφού τα λεγόμενα του αποτέλεσαν την ουσία του αιτήματός του, κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία.
Επισημαίνεται ότι το ίδιο το έντυπο της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή, περιέχει σαφείς επεξηγήσεις περί των υποχρεώσεων, του υποβάλλοντα την αίτηση, κατά τη συμπλήρωση αυτής. Ενδεικτικά, στις σελίδες 2 και 3 του εντύπου στο σημείο 7 εντοπίζεται η αναφορά:
«Please explain in detail the reason(s) you wish to submit a subsequent application for international protection. Also include the reasons you do not wish to return to your country of origin/residence».
Ενώ εντοπίζεται ακολούθως και ακόλουθη αναφορά στο σημείο 8:
«If the reason for submitting a subsequent application is because you have new evidence/information, please provide in detail what the new evidence is».
Επιπλέον στο σημείο 10, επιζητείται η καταγραφή και συγκεκριμενοποίηση ως προς το πότε η μαρτυρία ή τα έγγραφα που προσκομίζει ο αιτητής περιήλθαν στην κατοχή του, με ποιον τρόπο καθώς και γιατί δεν προσκομίστηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Όφειλε λοιπόν ο Αιτητής να είναι συγκεκριμένος στις καταγραφές του, παρέχοντας περαιτέρω λεπτομέρειες για τον φόβο δίωξης που επικαλείται από την οργάνωση Boko Haram. Όφειλε επίσης να εξηγήσει πότε τα πιστοποιητικά θανάτου των μελών της οικογένειας του ήρθαν στην κατοχή του και γιατί δεν προσκομίστηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Ενόψει των προλεχθέντων, φρονώ πως η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση βασίζεται σε μια ενδελεχή εξέταση των ισχυρισμών και των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, ενώ η εν τέλει απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή κρίνεται δικαιολογημένη λόγω έλλειψης νέων και αξιόπιστων στοιχείων που να τεκμηριώνουν μια πραγματική απειλή κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Για να μπορούσε η αίτησή του να θεωρηθεί παραδεκτή ο Αιτητής θα έπρεπε να προσκομίσει ουσιαστικά νέα στοιχεία που να αλλάζουν την εκτίμηση κινδύνου και να δικαιολογούν την επανεξέταση της περίπτωσής του, κάτι που ο ίδιος δεν έπραξε.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.
Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω, λαμβάνω πρόσθετα υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ως εξ όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).
[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.
[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.
[6] 16Δ 3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο