
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: T445/24
31 Μαρτίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.K.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία,
μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Μ. Αμπελόμος (κος) για Αλταχέρ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή
Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)
[Ο Αιτητής είναι παρόν]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 29/02/2024, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αναγνωρίζοντας τον Αιτητή ως πρόσφυγα ή δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας.
Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία του Αιτητή, ο οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο, πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο Ινδίας και κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του με ημερομηνία έκδοσης τις 25/07/2016 και ημερομηνία λήξης τις 24/07/2026, ο οποίος αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με φοιτητική άδεια στις 18/10/2016. Ο Αιτητής, επτά (7) και πλέον έτη αργότερα και συγκεκριμένα στις 10/01/2024 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 23/01/2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα και στις 24/01/2024, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή ως προδήλως αβάσιμη. Στις 26/01/2024, λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του για διεθνή προστασία, ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με τα άρθρα 12Βτρις, 12Δ και 12 ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται σε επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 29/02/2024, παράρτημα Α στην αίτηση ακυρώσεως, κοινοποιήθηκε δεόντως προς τον Αιτητή, ο οποίος υπέβαλε, εμπρόθεσμα την παρούσα προσφυγή με την οποία προβάλλει πλήθος νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ωστόσο ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την ακρόαση της παρούσας, ο συνήγορος του Αιτητή περιορίστηκε να προωθήσει τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να διεξαγάγουν περαιτέρω έρευνα ως προς τον πιθανό κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του λόγω της μεταστροφής του στο χριστιανισμό, εφόσον οι Χριστιανοί στην Ινδία αποτελούν μειονότητα και εξ αυτού υπόκεινται σε διώξεις.
Προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης[1] αλλά και
για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του.
Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας o Αιτητής ανέφερε ως λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του την μεταστροφή του στο χριστιανισμό και ως αποτέλεσμα τούτου το γεγονός ότι ο πατέρας του δέχεται απειλές από τον πατέρα του αλλά και την εκεί κοινωνία. Περαιτέρω, ανέφερε πως η σύζυγός του, η οποία είναι επίσης Χριστιανή, ευρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς και το ανήλικο τέκνο τους.
Κατά την συνέντευξή του ο Αιτητής ανέφερε ότι κατάγεται και διέμενε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έως την αναχώρησή του στην περιοχή Nagar στο Punjab της Ινδίας και εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία από το αεροδρόμιο Λάρνακας μαζί με τη σύζυγό του (πιστοποιητικό γάμου στην Ινδία: ερυθρό 8 του διοικητικού φακέλου) όντας κάτοχοι φοιτητικής visa. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ομιλεί Hindi, Punjabi και Αγγλικά και εργαζόταν ως αγρότης στη χώρα καταγωγής του. Σε σχέση με την οικογένειά του ανέφερε πως εκτός από τη σύζυγό του πλέον διαμένει και με το ανήλικο σήμερα τέκνο τους, το οποίο γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία (πιστοποιητικό γέννησης: ερυθρό 7 του διοικητικού φακέλου), η μητέρα του έχει αποβιώσει, ο πατέρας του διαμένει στην περιοχή Nagar στο Punjab της Ινδίας, διαθέτει μία αδελφή και έναν αδελφό οι οποίοι διαμένουν στην Ινδία και έναν ακόμη αδελφό ο οποίος διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα του δήλωσε ότι διέφυγαν στο εξωτερικό με σκοπό να εργαστούν και να σπουδάσουν επιδιώκοντας έναν καλύτερο μέλλον, ωστόσο ερχόμενοι στην Κυπριακή Δημοκρατία ο ίδιος και η σύζυγός του μεταστράφηκαν στον Χριστιανισμό, ενώ και το τέκνο τους έχει βαπτιστεί Χριστιανή. Προς τούτο ο Αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικά βάπτισης στα ερυθρά 9 – 11 του διοικητικού φακέλου και για τα τρία μέλη της οικογένειας του. Ένεκα της μεταστροφής τους οι οικογένειές τους περιόρισαν την επικοινωνία και ως ο ισχυρισμός του Αιτητή δεν πρόκειται να τους υποστηρίξουν ξανά (ερυθρό 26 – 2Χ-3Χ του διοικητικού φακέλου). Σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή και της οικογένειάς του, ο ίδιος ανέφερε πως θα τους βοηθήσει κάποιος φίλος να διαμείνουν μακριά από τις οικογένειές τους δηλώνοντας ρητά πως επιθυμεί να συνεχίσει να εργάζεται και να μεγαλώνει την θυγατέρα του στη χώρα μας.
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση εξετάζοντας την αξιοπιστία του Αιτητή, διέκρινε τρεις ισχυρισμούς, πρώτον αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, δεύτερον σχετικά με την εργασία και τις σπουδές στην Κυπριακή Δημοκρατία και τρίτον τη μεταστροφή του ίδιου και της οικογένειάς του στον Χριστιανισμό αφού εισήλθαν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο αρμόδιος λειτουργός αποδέχτηκε όλους τους ισχυρισμούς του, αφού προέβη σε έρευνα όπου ήταν ήτο απαραίτητο (ερυθρά 33-37 του διοικητικού φακέλου) . Ως εκ τούτου με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός κατά την αξιολόγηση κινδύνου, κατέληξε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρό κίνδυνο βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην Ινδία. Επιπρόσθετα, κατά τη νομική ανάλυση ο λειτουργός κατέληξε, λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 202/2022, ότι δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι υπό την παρούσα για το αντίθετο και επομένως υπάγεται στην ταχύρρυθμη διαδικασία. Ως εκ των πιο πάνω κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν υπάγεται ούτε στο προσφυγικό καθεστώς κατά το άρθρο 3 του Νόμου ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας κατά το άρθρο 19 του Νόμου. Το δε αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα του Αιτητή ως προδήλως αβάσιμο.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Η έννοια δε του «μετανάστη», δίδεται από Το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για του Πρόσφυγες, 6 η έκδοση, 2009, στην παράγραφο 62 αυτού, ως εξής:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας». (Ο τονισμός και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Στην παράγραφο 63 του ιδίου εγχειριδίου διευκρινίζεται ότι κάποιες φορές ο διαχωρισμός μεταξύ μετανάστη και πρόσφυγα μπορεί να είναι ασαφής. Είναι πάγια νομολογημένο, ότι οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. Mahfuja Akter v Δημοκρατίας, αρ. υπο 1669/2011 ημερομηνίας 22/03/2013 και στην εκεί νομολογία).
Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξή του, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής της, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, με σκοπό να εξεταστεί ο ισχυρισμός του Αιτητή περί πάσχουσας έρευνας, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία και σύμφωνα με την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, οι δηλώσεις του Αιτητή επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές. Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποδέχεται το δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, αναφορικά με την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του για εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους αλλά και τον τρίτο ισχυρισμό ως προς την απροθυμία να επιστρέψει πίσω συνεπεία της μη αποδοχής του ίδιου και της γυναίκας του από τις οικογένειές τους και αυτό λόγω της μεταστροφής τους στο χριστιανισμό.
Στη βάση του ότι ο Αιτητής, καθώς και η λοιπή του οικογένεια, έχουν μεταστραφεί στο Χριστιανισμό κατά τη διάρκεια της πολυετούς εδώ παραμονής τους και δεν προβάλλει κανέναν ισχυρισμό δίωξης στη χώρα καταγωγής του αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό κρίνω χρήσιμο να αξιολογηθεί το ενδεχόμενο μελλοντοστραφούς κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και συγκεκριμένα έρευνα επί της πιο πρόσφατης έκθεσης της USDOS σε σχέση με τις θρησκείες στην Ινδία προέκυψαν τα ακόλουθα:
Μόλις το 2,3% του πληθυσμού της Ινδίας είναι Χριστιανοί και ως εκ τούτου η χριστιανική κοινότητα αποτελεί μειονότητα στη χώρα.
Κατά τη διάρκεια του έτους 2023, ορισμένα μέλη θρησκευτικών μειονοτικών ομάδων αμφισβήτησαν την ικανότητα και την προθυμία της κυβέρνησης να τους προστατεύσει από τη βία, να διερευνήσει εγκλήματα κατά μελών θρησκευτικών μειονοτικών ομάδων και να προστατεύσει την ελευθερία της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους. Το Φεβρουάριο, ένα πλήθος 20.000 χριστιανών συγκεντρώθηκε στο Νέο Δελχί για να διαμαρτυρηθεί για την αυξανόμενη βία εναντίον τους και να ζητήσει μεγαλύτερη προστασία για τη χριστιανική κοινότητα. Το Μάρτιο, μια ομάδα 93 πρώην ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων απηύθυνε ανοιχτή επιστολή προς τον πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με τη «συνεχιζόμενη παρενόχληση» των χριστιανών, ιδίως από κυβερνητικούς αξιωματούχους και ηγέτες πολιτικών κομμάτων που συνδέονταν με την κυβέρνηση. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι συνελήφθησαν βάσει νόμων που απαγόρευαν τις αναγκαστικές θρησκευτικές μεταστροφές, οι οποίοι, σύμφωνα με θρησκευτικές ομάδες, σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν για την παρενόχληση και τη φυλάκιση μελών θρησκευτικών μειονοτικών ομάδων με ψευδείς και κατασκευασμένες κατηγορίες ή για νόμιμες θρησκευτικές πρακτικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι χριστιανικές ομάδες δήλωσαν ότι η τοπική αστυνομία βοήθησε τους όχλους που διέκοψαν τις λατρευτικές λειτουργίες με κατηγορίες για δραστηριότητες προσηλυτισμού ή έμεινε αμέτοχη όταν όχλοι επιτέθηκαν σε χριστιανούς και στη συνέχεια συνέλαβαν τα θύματα με την κατηγορία του προσηλυτισμού.
Ωστόσο, παρά τα ανωτέρω το Σεπτέμβριο, η Εθνική Επιτροπή για τις Μειονότητες (NCM) συναντήθηκε με χριστιανούς ηγέτες και δήλωσε ότι επρόκειτο να ασχοληθεί με περιπτώσεις διώξεων χριστιανών.
Κατά το ίδιο έτος υπήρξαν προσπάθειες από πλευράς της κυβέρνησης και με τη στήριξη των Η.Π.Α., ώστε να αμβλυνθούν οι θρησκευτικές διακρίσεις αναφορικά με όλες τις θρησκευτικές μειονότητες προωθώντας τη συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις αρμόδιες για το ζήτημα. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι εκδικάστηκαν και δικαστικές υποθέσεις αδικημάτων κατά των θρησκευτικών μειονοτήτων και αποδόθηκε η σχετική δικαιοσύνη στα μέλη τέτοιων θρησκειών που έγιναν θύματα.[2]
Οι ανωτέρω πληροφορίες επιβεβαιώνουν τις διακρίσεις και τις ενδεχόμενες εχθροπραξίες εναντίον των θρησκευτικών μειονοτήτων της χώρας. Ωστόσο, αυτό αποτελεί ζήτημα που απασχολεί την κυβέρνηση της χώρας, η οποία μεριμνά για την προστασία των πιθανών θυμάτων και την απόδοση δικαιοσύνης στα θύματα.
Σε κάθε περίπτωση η ισχυριζόμενη μη επικοινωνία με αμφότερες τις οικογένειες λόγω της μεταστροφής του Αιτητή και της οικογένειάς του στο χριστιανισμό, σημειώνω ότι ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε σε κανένα κίνδυνο που έχει εκτεθεί ή θα εκτεθεί λόγω της θρησκευτικής μεταστροφής του στη χώρα του εφόσον επιστρέψει εκεί, δεν στοιχειοθετεί δίωξη στο πρόσωπό του για τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ήτοι δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων και ως εκ τούτου δεν αποτελεί βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα∙ τουναντίον ο εν λόγω ισχυρισμός εμπίπτει στην σφαίρα της ιδιωτικής διαφοράς μεταξύ του Αιτητή και των δυο οικογενειών και ο τελευταίος, προερχόμενος από ασφαλή χώρα ιθαγένειας, ως αυτή καθορίστηκε με την ΚΔΠ 191/2024, μπορεί να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας του σε περίπτωση που κινδυνεύσει, αν και δεν έχει επικαλεστεί καμία τέτοια πράξη. Μάλιστα, ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε πως έχει φιλικό υποστηρικτικό περιβάλλον που θα συνδράμει τον ίδιο και την οικογένειά του να ξεκινήσουν τη ζωή τους μακριά από τις οικογένειες τους, οι οποίες δεν αποδέχονται τη νέα τους θρησκεία.
Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι ορθά και μετά από δέουσα έρευνα κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανέναν ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παραχωρείτο στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει (α) κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, ή (β) βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή (γ) να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Οι διαπιστώσεις των Καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνονται εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της, δεδομένου και του γεγονότος ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, ήτοι Ινδία, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 191/2024, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην Ινδία γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση κρίνεται ορθή και νόμιμη πλήρως αιτιολογημένη.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €800 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή, η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ
[1] Βλ άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργία Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος
[2] USDOS (US Department of State), “2023 Report on International Religious Freedom: India”, 26/06/2024, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/india/ (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 28/02/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο