
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ48/2025
28 Μαρτίου, 2025
[X.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.C.U
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
...........................
Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου.
Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση.
[Παρούσα η κυρία Όλγα Γεωργιάδη για πιστή μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 29/01/2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 08/06/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 12/06/2021, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στις 19/04/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση του αιτητή στις 19/04/2023.
Στις 28/06/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 29/06/2023. Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/04/2023, υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν 2468/23 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε στις 30/12/2024.
Στις 29/01/2025 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Στις 29/01/2025, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στη Νιγηρία.
H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 29/01/2025 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής του.
Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο αιτητής δήλωσε ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει. Στην υπό εξέταση υπόθεση με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 08/06/2021 στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως ένας πλούσιος άνδρας δάνεισε κάποιο χρηματικό ποσό στον πατέρα του αιτητή για να τον βοηθήσει να σώσει την επιχείρηση του από την οικονομική καταστροφή. Η επιχείρηση του πατέρα του δεν απέδιδε και δεν κατάφερε να επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε και ο άνδρας ζήτησε από τον πατέρα του να τον υπηρετήσει ο αιτητής, αλλά αρνήθηκε και απείλησε και τον πατέρα του και τον αιτητή ότι θα τους σκοτώσει. Ο αιτητής δήλωσε ότι η θεία του προκειμένου να τον προστατέψει οργάνωσε το ταξίδι του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Από τη στιγμή που έφτασε στην Κύπρο και έπειτα, πληροφορήθηκε τηλεφωνικώς ότι ο πατέρας του εξαφανίστηκε, και μετά από δύο μήνες έμαθε ότι η θεία του σκοτώθηκε και έτσι χάθηκε η ευκαιρία του να σπουδάσει και αποφάσισε να εισέλθει στις ελεύθερες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από τη Νιγηρία, και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής του είναι η πόλη Aba και τόπος διαμονής του η πολιτεία Imo. Από τα τέλη του 2019 μετέβη στο Owerri, όπου διέμενε με την θεία του, μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία. Ομιλεί την γλώσσα Igbo και την αγγλική γλώσσα. Ανέφερε ότι η μητέρα του απεβίωσε στη γέννα και ο πατέρας του απεβίωσε το 2009, μετά από θέματα που αντιμετώπιζε με το άτομο που του δάνεισε τα χρήματα. Ο αιτητής δήλωσε ότι κατά τη παραμονή του στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας πληροφορήθηκε ότι η θεία του απεβίωσε και ανέφερε πως για το θάνατό της οφείλεται ο άνδρας που δανείστηκε χρήματα ο πατέρας του.
Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής του, ο αιτητής δήλωσε πως ο πατέρας του δανείστηκε χρήματα από έναν άνδρα, ο οποίος τον αναζητούσε και προκειμένου να γλιτώσει από αυτόν, με την βοήθεια της θείας του μετέβη στη Κυπριακή Δημοκρατία. Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως ο πατέρας του απεβίωσε γιατί αρρώστησε από τις απειλές που δεχόταν από τον άνδρα αυτό. Ισχυρίστηκε ότι άρχισε να τον κυνηγά μετά τον θάνατο του πατέρα του. Κληθείς να διευκρινίσει πως τον κυνηγούσε ο άνδρας αυτός, δήλωσε ότι σε τρεις περιπτώσεις, 3-4 άτομα ρωτούσαν που βρίσκεται και μετά τον θάνατο της θείας του έλαβε ένα μήνυμα ότι δεν μπορεί να κρύβεται. Σε σχέση με το θάνατο της θείας του δήλωσε ότι κάποια αγόρια της επιτέθηκαν στο κατάστημα της, αναφέροντάς της πως πρέπει να σταματήσει να προστατεύει τον αιτητή. Ο αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό τον άνδρα και ανέφερε πως δεν γνωρίζει το χρηματικό ποσό που οφείλει ο πατέρας του.
Επιπλέον, ισχυρίστηκε πως το 2013-2014, του μετέφεραν μέσω φίλου του πως θα τον πιάσουν όπου και αν βρίσκεται. Ερωτηθείς τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, απάντησε ότι το πρόσωπο αυτό θα τον σκοτώσει. Ο αιτητής κλήθηκε να εξηγήσει πως ενώ ο άνδρας αυτός επιθυμούσε να τον υπηρετήσει από το 2009 και ενώ ο αιτητής συνέχισε να διαμένει στη χώρα μέχρι το 2021, δεν του είχε συμβεί οτιδήποτε. Ο αιτητής στην ερώτηση αυτή ισχυρίστηκε ότι φοβόταν, είχε άγχος και δεν ένοιωθε άνετα με τον κόσμο που περνούσε δίπλα του.
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του, δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την περιοχή καταγωγής και διαμονής του αιτητή και ο δεύτερος αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από το άτομο που δάνεισε χρήματα στον πατέρα του. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών, ενώ ο δεύτερος δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για να στηρίξει τον φόβο δίωξής του. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ελλείψεις, αοριστίες και αντιφάσεις του αφηγήματος του αιτητή.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό, το προσωπικό προφίλ του αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Πρόσθεσε πως ο αιτητής είναι υγιής, ενήλικας, με στοιχειώδη μόρφωση και δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας. Στη συνέχεια, διεξήγαγε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής αλλά και το τόπο διαμονής του, την περιοχή Owerri, της πολιτείας Imo, προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή σε συνδυασμό με το προσωπικό προφίλ του αιτητή από το οποίο προέκυψε ότι δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, συγκεκριμένα στη πολιτεία Imo, διαφάνηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και κατά συνέπεια, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 2468/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 30/12/2024. Στις 29/01/2025 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί μια ασφαλής περιοχή για τον ίδιο και η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του και γι’ αυτό δεν επιθυμεί να επιστρέψει (ερυθρά 86-89 του διοικητικού φακέλου). Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του στις 29/01/2025, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση. Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.
Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕ, ΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
"55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη."
Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του. Επαναλαμβάνει, ουσιαστικά ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες και πληροφορίες.
Ο αιτητής εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Σημειώνεται άλλωστε ότι η αναφορά του αιτητή ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία βρίσκεται σε ισχύ κατά τον χρόνο έκδοσης της παρούσας, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €600 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο