Y.W.N ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών,Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: Τ909/2024, 27/3/2025
print
Τίτλος:
Y.W.N ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών,Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: Τ909/2024, 27/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: Τ909/2024

27 Μαρτίου, 2025

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Y.W.N

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών,Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ρ. Καλογήρου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

[Αιτήτρια παρούσα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 19/07/2024, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για επανεξέταση του φακέλου της, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, και στερημένη οιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που εκτίθενται στο Υπόμνημα των Καθ' ων η Αίτηση και ως υποστηρίζονται από τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου (εφεξής «Δ.Φ.») που έχει κατατεθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση, έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και στις 24/07/2019 υπέβαλε (αρχική) αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε παράτυπα στην Δημοκρατία στις 22/06/2019, κατόπιν που έφυγε από τη χώρα της στις 21/06/2019.

 

Στις 28/06/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της EASO προς εξέταση του αιτήματός της (στην παρουσία διερμηνέα). Στις 22/07/2021, o εν λόγω λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 30/07/2021, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση, απορρίπτοντας το αίτημα της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, στις 12/08/2021 εκδόθηκε σχετική επιστολή κοινοποίησης της εν λόγω απορριπτικής απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου (μαζί με την αιτιολόγησή της), η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 17/08/2021.

 

Στις 30/08/2021, καταχωρήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας  η υπ' αριθμόν 5573/2021 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 16/12/2021.

 

Ακολούθως, στις 03/03/2022, η Αιτήτρια υπέβαλε (πρώτη μεταγενέστερη) αίτηση για επανεξέταση του φακέλου της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 23/03/2022, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που προέβη σε προκαταρκτική εξέταση της πιο πάνω μεταγενέστερης αίτησης, ετοίμασε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 30/03/2022, δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την (πιο πάνω) εισήγηση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την πρώτη)μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, στις 12/04/2022 εκδόθηκε σχετική επιστολή κοινοποίησης της εν λόγω απορριπτικής απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου (μαζί με την αιτιολόγησή της), η οποία αποστάληκε ταχυδρομικώς στην Αιτήτρια στις 14/04/2022.

 

Στις 19/07/2024, η Αιτήτρια υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για επανεξέταση του φακέλου της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και αυθημερόν, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που προέβη σε προκαταρκτική εξέταση της πιο πάνω μεταγενέστερης αίτησης, ετοίμασε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Την ίδια ημέρα (19/07/2024), δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, στις 19/07/2024 εκδόθηκε σχετική επιστολή κοινοποίησης της εν λόγω απορριπτικής απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου μαζί με την αιτιολόγησή της, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν.

 

Στις 29/07/2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (επί του δεύτερου μεταγενέστερου αιτήματος της Αιτήτριας για επανεξέταση του φακέλου της).

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας, διά της υπό εξέτασης προσφυγής, παραθέτει πλείονες νομικούς ισχυρισμούς ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 19/07/2024 (επί της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας για επανεξέταση του φακέλου της). Ωστόσο, με τη γραπτή της αγόρευση προωθεί ως νομικούς ισχυρισμούς ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Ως προς τούτα, αναφέρει ότι, ενώ η Αιτήτρια είχε υποβάλει με την επίδικη μεταγενέστερη της αίτηση κάποια έγγραφα ως προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών της και παρότι αυτά αποτελούν νέα στοιχεία, εντούτοις, δεν εξετάστηκαν/αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση (ως όφειλαν να πράξουν). Επίσης, κάνει παραπομπή στο Άρθρο 40, εδάφια (2) και (3) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, καθώς και στην απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 09/09/2021 στην υπόθεση C-18/20 (σκ. 31-44), ως προς την ερμηνεία της έννοιας «νέα στοιχεία ή πορίσματα» τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα». Επίσης, παραπέμπει στην απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 10/06/2021 στην υπόθεση C-921/19 (σκ. 40, 44 και 50), ως προς την εξέταση και αξιολόγηση εγγράφων που προσκομίζονται στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης. Περαιτέρω, υποβάλλει ότι, ενώ η γέννηση του ανήλικου παιδιού της Αιτήτριας στην Κύπρο (περί τον Δεκέμβριο του 2019) είχε γνωστοποιηθεί στην Υπηρεσία Ασύλου (κατά το στάδιο εξέτασης της αρχικής της αίτησης για διεθνή προστασία), εντούτοις ουδέποτε λήφθηκε υπόψη ο κίνδυνος που ανέφερε η Αιτήτρια ότι διατρέχει το παιδί της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ούτε λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές της περιστάσεις ως μόνη και μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, αλλά ούτε και ασχολήθηκε η Υπηρεσία Ασύλου με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.   

 

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι, η παρούσα προσφυγή αφορά στην επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 19/07/2024 (με την οποία συγκεκριμένα, η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας που υποβλήθηκε στις 19/07/2024 απορρίφθηκε ως απαράδεκτη).

 

Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, σχετικό είναι το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Από το λεκτικό του ανωτέρου αναφερόμενου άρθρου, καθώς και από το αιτητικό της παρούσας προσφυγής (υπό το σημείο Α), προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξετάζει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, κατά πόσον η απόφαση να απορριφθεί μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις παραδεκτού που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου:

«(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

[..]»

 

Ως προς το παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία (σε σύμπνοια και με τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο 40, εδάφια (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, εκτός εάν πληρούνται (σωρευτικά) και οι δύο (διακριτές) προϋποθέσεις υπό τα σημεία (i) και (ii), του εδαφίου (3)(β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι (σε σύμπνοια και με τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο 42(2) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), αιτητής δύναται να καταγράψει και εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους που επιθυμεί την επανεξέταση του φακέλου του, ως επίσης να παραθέσει/προσκομίσει συναφή τεκμήρια/έγγραφα προς υποστήριξή τους, ως προκύπτει από το ειδικό έντυπο («Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας») που συμπληρώνεται και υποβάλλεται από τα πρόσωπα που επιθυμούν επανεξέταση του φακέλου τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της αδελφής Δικαστή κας Κ. Κ. Κλεάνθους στην Υπόθεση Αρ. 1317/20, ημερ. 20/09/2021: «36. Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.»

 

Συνακόλουθα, σχετική είναι και η απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 09/09/2020 στην υπόθεση C-651/19 (Προδικαστική παραπομπή), JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (ECLI:EU:C:2020:681), όπου στις σκέψεις 59 και 60 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«59   Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

60     Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. [.]»

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών της Αιτήτριας ως προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της (με σύνοψη, παράλληλα, της αξιολόγησης τους σε κάθε στάδιο από την Υπηρεσία Ασύλου).

 

Στην (αρχική) αίτησή της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια ανέφερε ως προς τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής της, ότι οι γονείς της ήταν δάσκαλοι και επειδή αρνήθηκαν να διδάσκουν όταν ξέσπασε η (αγγλόφωνη) κρίση, λόγω του ότι οι Ambazonians έπαυσαν τη λειτουργία των σχολείων εκεί, εφόσον η κυβέρνηση επέμενε ότι έπρεπε να συνεχίσουν τη διδασκαλία, κατόπιν της εν λόγω άρνησης τους, έστειλαν τον στρατό για να συλλάβει τους γονείς της στο σπίτι τους, οι οποίοι κατάφεραν να διαφύγουν μαζί με τον αδελφό της, ωστόσο, οι στρατιωτικοί έπιασαν και βίασαν την ίδια, και στη συνέχεια, αφού την έβγαλαν έξω από το σπίτι, το έκαψαν. Έτσι η ίδια κατέφυγε για ασφάλεια στην πόλη Douala (στις γαλλόφωνες περιοχές), ωστόσο οι γαλλόφωνοι εκεί κάτοικοι αρνούνταν να την φιλοξενήσουν και αναγκάστηκε να μείνει έξω στον δρόμο, όπου η διαβίωση δεν ήταν εύκολη λόγω του κρύου, ενώ αργότερα η ίδια ανακάλυψε πως ήταν έγκυος [ελεύθερη μετάφραση, ερυθρό 1 Δ.Φ.]

 

Κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης (ερυθρά 58-44 Δ.Φ.), η Αιτήτρια ανέφερε ως προς τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής της, πως οι θείοι της ήθελαν να χρησιμοποιήσουν την ίδια ως ιερόδουλη ενόσω ζούσαν ακόμη οι γονείς της και επίσης, μισούσαν τους γονείς της που φρόντιζαν για τη μόρφωσή της, ενώ όταν ξέσπασε η (αγγλόφωνη) κρίση, οι θείοι της βρήκαν την ευκαιρία και έστειλαν τους Ambazonians να εισβάλουν στο σπίτι τους, οι οποίοι και απήγαγαν τους γονείς της και τους κρατούσαν στους θάμνους, υπό τις οδηγίες των θείων της. Αφού οι γονείς της, της είπαν πως πλέον δεν θα μπορούσαν να την προστατεύσουν, η ίδια έφυγε και πήγε στην πόλη Douala, από όπου έπειτα αναχώρησε από τη χώρα της.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα από τη σχετική εισηγητική έκθεση του λειτουργού της EASO [ερυθρά 87-76 Δ.Φ.] (που αποτελεί και την αιτιολογική βάση για την απόρριψη του αρχικού αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία), οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων, κάνοντας αποδεκτά τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ, την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (ερυθρά 85-84 Δ.Φ.). Ωστόσο, απέρριψαν τον ισχυρισμό της περί του ότι την εξανάγκασαν οι θείοι της να συνευρεθεί μαζί τους σε διαφορετικές περιπτώσεις εφόσον οι σχετικές της δηλώσεις κρίθηκαν ότι δεν είχαν συνέπεια και στερούνταν επάρκειας λεπτομερειών, ενώ αναμενόταν από την ίδια, ως άτομο καλά μορφωμένο, να ήταν σε θέση να παραθέσει εξατομικευμένες λεπτομέρειες περί των όσων ισχυρίστηκε [ερυθρά 84-82 Δ.Φ.].  Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν και τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι οι θείοι της έβαλαν τους Ambazonians να απαγάγουν τους γονείς της, τους οποίους σκότωσαν και έκαψαν το σπίτι τους εφόσον οι σχετικές της δηλώσεις κρίθηκαν ότι είχαν ασυνέπεια, ήταν χωρίς συνοχή και στερούνταν επάρκειας λεπτομερειών [ερυθρά 81-80 Δ.Φ.].

 

Συνεπώς, η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε στην απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, αφού κατόπιν αξιολόγησης της περίπτωσής της και λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα καταγωγής της (ερυθρά 64-63, 62-61, 60-59 Δ.Φ.), δεν διαπιστώθηκε κανένας φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να αναγνωριστεί η Αιτήτρια ως πρόσφυγας, καθώς επίσης, ούτε διαπιστώθηκε πως συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη, ώστε να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου. [ερυθρά 79-77 Δ.Φ.]

 

Κατά την καταχώρηση της (πρώτης) μεταγενέστερης αίτησής της για επανεξέταση του φακέλου της (ημερ. 03/03/2022), η Αιτήτρια κατέγραψε στο σχετικό έντυπο τους ίδιους λόγους, ήτοι ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο λόγω του ότι εάν επιστρέψει στη χώρα της δεν θα είναι ασφαλές για την ίδια και το παιδί της, επαναλαμβάνοντας πως οι γονείς της απεβίωσαν και οι θείοι της απείλησαν την ίδια να μην επιστρέψει ποτέ εκεί, επειδή θα την χρησιμοποιήσουν ως ιερόδουλη και θα σκοτώσουν το παιδί της. [ελεύθερη μετάφραση, ερυθρό 111 Δ.Φ.]

 

Η εν λόγω (πρώτη) μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη (σύμφωνα με τα άρθρα 12Βτρετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου) και απορρίφθηκε (ερυθρό 115 Δ.Φ.), καθώς διαπιστώθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας ότι αυτοί δεν αποτελούν νέα στοιχεία και επιπλέον δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. [ερυθρά 115-114 Δ.Φ.]

 

 

Κατά την καταχώρηση της επίδικης (δεύτερης) μεταγενέστερης αίτησής της για επανεξέταση του φακέλου της (ημερ. 19/07/2024), η Αιτήτρια κατέγραψε στο σχετικό έντυπο (νεοφανείς) ισχυρισμούς περί του ότι από την ηλικία των 10 ετών την κακοποιούσε σεξουαλικά ο θείος της, απειλώντας την κάθε φορά πως εάν το έλεγε στους γονείς της, τότε εκείνος θα σκότωνε την ίδια και τους γονείς της. Ωστόσο, λόγω του πόνου και του τραύματος που βίωνε ενόσω συνέχιζε να την κακοποιεί ο θείος της, η ίδια δεν μπορούσε πλέον να το αντέξει και το είπε στους γονείς της, που θύμωσαν πάρα πολύ και την πήγαν στο νοσοκομείο όπου διαγνώστηκε με κολπική αιμορραγία (ως κατέγραψε). Επιπλέον, αναφέρει ότι οι γονείς της κάλεσαν οικογενειακή συνάντηση, αλλά (κατ’ ισχυρισμό) ο εν λόγω θείος της, υποστηριζόμενος από τους άλλους δύο θείους της που ήταν στρατιωτικοί, είπε ότι η ίδια θα έπρεπε να τον παντρευτεί, κάτι που οι γονείς της, στην μοντέρνα αυτή κοινωνία, θεωρούσαν ως απαγορευμένο.

 

Επίσης, ως κατέγραψε, την είχαν επισκεφτεί και στο σχολείο, αλλά οι σχολικές αρχές της είπαν πως αυτό αφορά αυστηρώς οικογενειακό θέμα που θα έπρεπε να επιλυθεί στο σπίτι. Καταλήγοντας, κατέγραψε ότι η ίδια έμεινε έγκυος από τον σχολικό της φίλο και οι δύο στρατιωτικοί της θείοι έβαλαν το εν λόγω αγόρι της στην φυλακή, ενώ επίσης, οι (εν λόγω) δύο στρατιωτικοί της θείοι εκμεταλλεύτηκαν την (αγγλόφωνη) κρίση και έκαψαν την οικογενειακή της οικία, και η ίδια τράπηκε σε φυγή. Τέλος, αναφέρει πως χρειάζεται προστασία καθότι οι στρατιωτικοί της θείοι θα σκοτώσουν την ίδια και το παιδί της, εάν επιστρέψει οπουδήποτε στο Καμερούν. [ελεύθερη μετάφραση, ερυθρό 162 Δ.Φ.]

 

Περαιτέρω, παρατηρείται ότι στα πλαίσια της επίδικης (δεύτερης) μεταγενέστερης αίτησής της για επανεξέταση του φακέλου της (ημερ. 19/07/2024), η Αιτήτρια αναφέρει ότι υποβάλλει τα ακόλουθα: εφημερίδα με αναφορά στο πάνω μέρος/παράγραφο στη σελ. 9, ένορκη δήλωση από κάποιο άτομο που κατονομάζει η ίδια (φερόμενο ως το πρόσωπο που τη συνάντησε στην Douala και τη βοήθησε για να φύγει από το Καμερούν), ένταλμα σύλληψης (χωρίς να αναφέρει άλλες λεπτομέρειες), ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησής της για διεθνή προστασία (από τη μητέρα της στο Καμερούν), καθώς και ιατροδικαστικό πιστοποιητικό (χωρίς να αναφέρει άλλες λεπτομέρειες). [βλ. σημείο 9, ερυθρό 162 Δ.Φ.]

 

Η  αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξέτασε προκαταρκτικά τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια με την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερή της αίτηση, κατέγραψε σχετικά με αυτούς τα ακόλουθα (βλ. σημεία 2 και 3, σελ. 4-5, στη σχετική Έκθεση-Εισήγηση ημερ. 19/07/2024 – ερυθρά 172-169 Δ.Φ.):

«2. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει:

·        ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Με την μεταγενέστερη αίτηση, δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, (αλλά επανέλαβε τους ίδιους). Ειδικότερα, η Αλλοδαπή κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της, ισχυρίστηκε ότι δεν είναι ασφαλές για την ίδιαν και το παιδί της να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της καθώς οι θείοι της θα σκοτώσουν το παιδί της και θα χρησιμοποιήσουν την ίδιαν σε καταναγκαστική πορνεία (Π.Β. ερυθ. 120-110). Επίσης, η Αλλοδαπή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ισχυρίστηκε ότι οι θείοι της την είχαν κακοποιήσει σεξουαλικά όταν οι γονείς της ήταν ζωντανοί και είχε ισχυριστεί ότι εάν επιστρέψει πίσω στη χώρα της, θα σκοτώσουν το παιδί της και την ίδιαν θα αναγκάσουν σε καταναγκαστική πορνεία (Π.Β. ερυθ. 58-44). Οι ισχυρισμοί της εξετάστηκαν κατ’ουσίαν και απορρίφθηκαν. Με την μεταγενέστερη αίτησή της, η Αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι όλα ξεκίνησαν όταν ήταν δέκα ετών και ο θείος της άρχισε να την κακοποιεί σεξουαλικά και το ανέφερε στους γονείς της και ήταν πολύ θυμωμένοι και την πήγαν στο νοσοκομείο. Επίσης, η Αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι έμεινε έγκυος από τον σχολικό της φίλο και οι δύο στρατιωτικοί θείοι της πήραν τον φίλο της στη φυλακή. Ακόμη, η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι οι θείοι της έκαψαν το οικογενειακό της σπίτι και φοβάται ότι εάν επιστρέψει στο Καμερούν, θα τη σκοτώσουν (Π.Β. ερυθ. 164-161). Επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε η Αλλοδαπή με την μεταγενέστερη αίτησή της δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

·        ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ

Η Αλλοδαπή με τη μεταγενέστερη αίτησή της, προσκόμισε άρθρο από εφημερίδα, ένταλμα σύλληψης, καθώς και ιατρικό πιστοποιητικό (Π.Β. ερυθ. 155-121), χωρίς ωστόσο να αναφερθεί στα εν λόγω στοιχεία, κατά την προηγούμενη αίτησή της. Επομένως λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα.

3. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αλλοδαπής στο Καμερούν, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.»

 

Ως εκ των ανωτέρω δεδομένων, οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν την πιο πάνω (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, κρίνοντάς την ως απαράδεκτη (σύμφωνα με τα άρθρα 12Βτρετράκις και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου) [ερυθρό 173 Δ.Φ.].

 

Αναφορικά με τα πιο πάνω, διαπιστώνεται (καταρχάς) ότι με το δεύτερο μεταγενέστερο της αίτημα ημερ. 19/07/2024 (ερυθρά 164-161 Δ.Φ.), η Αιτήτρια προβάλλει ισχυρισμούς που βασίζει σε (εν μέρει) καινοφανή γεγονότα (περί του ότι ένας από τους θείους της κακοποιούσε την ίδια σεξουαλικά και όταν η Αιτήτρια το ανέφερε στους γονείς της, εκείνοι την πήγαν στο νοσοκομείο και έπειτα κάλεσαν οικογενειακή συνάντηση, αλλά ο εν λόγω θείος της, υποστηριζόμενος από τους άλλους δύο θείους της που ήταν στρατιωτικοί, ήθελε να την παντρευτεί, κάτι που οι γονείς της θεωρούσαν απαγορευμένο, ενώ επίσης, η ίδια είχε μείνει έγκυος από τον σχολικό της φίλο, τον οποίο έβαλαν στη φυλακή οι δύο στρατιωτικοί θείοι της), τα οποία, ως παρατηρείται, η ίδια δεν είχε αναφέρει κατά τα προηγούμενα στάδια (τουλάχιστον, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου). Επιπλέον, ισχυρίζεται πως οι θείοι της έκαψαν το οικογενειακό της σπίτι και έτσι η ίδια τράπηκε σε φυγή, ενώ κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, επειδή (κατ’ ισχυρισμό) οι θείοι της θα σκοτώσουν την ίδια και το παιδί της.

 

Στο σημείο αυτό, αναφέρεται ότι κατά την αρχική της αίτηση για διεθνή προστασία (ημερ. 24/07/2019), η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι λόγω της αγγλόφωνης κρίσης και της παρεμπόδισης της λειτουργίας των σχολείων από τους Ambazonians, οι γονείς της που ήταν δάσκαλοι, παρά τις σχετικές οδηγίες/εκκλήσεις της κυβέρνησης, αρνήθηκαν να πάνε να διδάξουν, έτσι η κυβέρνηση έστειλε τον στρατό για να τους συλλάβουν, όπου κατά το εν λόγω περιστατικό, η ίδια υπέστη κακοποίηση από τον στρατό, που έπειτα είχαν κάψει το σπίτι της, ενώ οι γονείς είχαν διαφύγει στους θάμνους, όπου κατέληξε κατόπιν και η ίδια (ως ανέφερε). [ερυθρό 1 Δ.Φ.]

 

Ωστόσο, παρατηρείται ότι κατά τη συνέντευξη της (ημερ. 28/06/2021), η Αιτήτρια προέβαλε διαφορετικούς ισχυρισμούς, περί του ότι οι θείοι της μισούσαν τους γονείς της και ήθελαν την ίδια για ιερόδουλη, και προσπαθούσαν να συνευρεθούν με την ίδια από όταν ήταν 10 ετών, ενώ ένας από της θείους της κατάφερε σε μία περίπτωση να την βιάσει και όταν το έμαθαν οι γονείς της συγκάλεσαν οικογενειακή συνάντηση, όπου δέχθηκαν απειλές για την Αιτήτρια από τους θείους της. Επίσης, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως συνέχισαν να την παρενοχλούν (περιστασιακά) οι θείοι της, χωρίς όμως να καταφέρουν να κάνουν κάτι, ενώ εν τέλει, έστειλαν τους Ambazonians που απήγαγαν τους γονείς της και έκαψαν το σπίτι τους, αλλά η ίδια κατάφερε να διαφύγει, ωστόσο, οι γονείς της σκοτώθηκαν από τους Ambazonians περί τον Ιούνιο του 2019 (ως η ίδια ανέφερε). Πέραν τούτων, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως όταν έμεινε έγκυος, οι θείοι της ήθελαν να αποβάλει το παιδί της, ενώ κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, επειδή (κατ’ ισχυρισμό) οι θείοι της θα σκοτώσουν το παιδί της και θα χρησιμοποιήσουν την ίδια για ιερόδουλη. [ερυθρά 56/5Χ, 54/2Χ, 53/3Χ-6Χ, 52/4Χ-5Χ, 51/1Χ-4Χ, 50/2Χ-3Χ, 49/4Χ Δ.Φ.]

 

Παρατηρείται επίσης, ότι στα πλαίσια της εν λόγω συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν που της υποδείχθηκαν συγκεκριμένες αποκλίσεις στους ισχυρισμούς της, μεταξύ της αρχικής της δήλωσης και της συνέντευξής της, και αφού κλήθηκε να τις σχολιάσει, η Αιτήτρια αποκρίθηκε με υπεκφυγές και χωρίς ικανοποιητικές εξηγήσεις. [ερυθρό 46/1Χ-3Χ Δ.Φ.]

 

Τα όσα σχετικά δήλωσε η Αιτήτρια εξετάστηκαν (δεόντως) στα πλαίσια της διαδικασίας αξιολόγησης της αρχικής της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, ωστόσο απορρίφθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί της, ενώ κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης, κρίθηκε πως στην περίπτωσή της, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1), ούτε του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου, ως εκ τούτου, είχε απορριφθεί το (αρχικό) αίτημά της για διεθνή προστασία (ερυθρά 87-76 Δ.Φ.).

 

Συνακόλουθα, διακρίνεται ότι η Αιτήτρια προχώρησε με την καταχώριση προσφυγής (μέσω δικηγόρου) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (υπ. Αρ. 5573/2021, ημερ. 30/08/2021, ερυθρά 99-94 Δ.Φ.), κατόπιν της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (ημερ. 30/07/2021) επί της αρχικής της αίτησης για διεθνή προστασία, η οποία επίσης απορρίφθηκε (ερυθρό 109 Δ.Φ.).

 

Περαιτέρω, η Αιτήτρια με την (πρώτη) μεταγενέστερη αίτησή της (ημερ. 03/03/2022 – ερυθρά 113-110 Δ.Φ.), προέβαλε/επανέλαβε τους ίδιους λόγους που δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της (περί του ότι δεν είναι ασφαλές για την ίδια και το παιδί της, ότι οι γονείς της απεβίωσαν, καθώς και ότι οι θείοι της, την απείλησαν πως σε περίπτωση που επιστρέψει θα την χρησιμοποιήσουν ως ιερόδουλη και θα σκοτώσουν το παιδί της). Ως εκ τούτου, η εν λόγω μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε ως απαράδεκτή και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Με την επίδικη δεύτερη μεταγενέστερη της αίτηση (ημερ. 19/07/2024 – ερυθρά 164-161 Δ.Φ.), η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ένας εκ των θείων της, την κακοποιούσε σεξουαλικά και αφότου το έμαθαν οι γονείς της, εκείνος ήθελε να την παντρευτεί, ενώ επικαλείται επίσης, πως οι άλλοι δύο θείοι της που είναι στρατιωτικοί, οι οποίοι υποστήριζαν τον εν λόγω θείο της ενόσω η ίδια βρισκόταν στη χώρα της και που επίσης, έκαψαν το σπίτι της και έβαλαν τον πατέρα του παιδιού της στη φυλακή, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, θα την βρουν και θα σκοτώσουν την ίδια και το παιδί της.

 

Επιπλέον, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια προσκόμισε με την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτησή της (ημερ. 19/07/2024), τα ακόλουθα (αντίγραφα) έγγραφα: ένορκη δήλωση από δικηγορικό γραφείο στο Καμερούν (ημερ. 16/01/2024) προς υποστήριξη των γεγονότων που αφορούν τους εν λόγω (νέους) ισχυρισμούς που επικαλείται η Αιτήτρια [ερυθρά 155-153 Δ.Φ.], ιατροδικαστικό πιστοποιητικό (ημερ. 25/03/2019) με διάγνωση από ιατρό περιφερειακού νοσοκομείου σχετικά με την (κατ’ ισχυρισμό) επίσκεψη της Αιτήτριας εκεί κατόπιν του φερόμενου βιασμού της από τον θείο της [ερυθρό 152 Δ.Φ.], ένορκη δήλωση (ημερ. 22/01/2024) από τη μητέρα της Αιτήτριας στο Καμερούν προς υποστήριξη της αίτησης της ίδιας για διεθνή προστασία, μαζί με αντίγραφο της ταυτότητα της μητέρας της [ερυθρά 151-150, 149 Δ.Φ.], ένορκη δήλωση (ημερ. 20/01/2024) από κάποιο άτομο που φέρεται να είναι φίλος της και από την ίδια φυλή με την Αιτήτρια, προς υποστήριξη της αίτησης της ίδιας για διεθνή προστασία, μαζί με αντίγραφο της ταυτότητας του εν λόγω προσώπου [ερυθρά 148-147, 146 Δ.Φ.], ένορκη δήλωση (ημερ. 24/01/2024) από κάποιο άτομο που φέρεται ως το πρόσωπο που συνάντησε την Αιτήτρια στην Douala και τη βοήθησε για να φύγει από το Καμερούν, μαζί με αντίγραφο της ταυτότητας του εν λόγω προσώπου [ερυθρά 145, 144 Δ.Φ.], βεβαίωση εργοδότησης της Αιτήτριας μεταξύ 01/12/2018 και 31/01/2019 σε όμιλο εταιρειών που εδρεύει στην Bamenda του Καμερούν (χωρίς ημερομηνία), μαζί με δύο μισθολογικές καταστάσεις (χωρίς ημερομηνία) [ερυθρά 143, 142-141 Δ.Φ.]. Επιπλέον, η Αιτήτρια είχε προσκομίσει και έντυπη εφημερίδα του Καμερούν (ημερ. 27/05/2019), εντός της οποίας στο επάνω μέρος της σελίδας 9 (ερυθρό 121 Δ.Φ.) υπάρχει (ονομαστική) αναφορά στην Αιτήτρια καθώς και σε γεγονότα που αφορούν στους εν λόγω (νέους) ισχυρισμούς που επικαλείται η ίδια [ερυθρά 140-121 Δ.Φ.].

 

Ως διαπιστώνεται από τα πιο πάνω, οι εν λόγω ισχυρισμοί που προβάλλει η Αιτήτρια με την επίδικη μεταγενέστερη της αίτηση, πέραν του ότι αναφέρονται σε διαφορετικά γεγονότα τα οποία δεν είχε προβάλει στην προηγούμενη διαδικασία εξέτασης της αρχικής της αίτησης και της πρώτης μεταγενέστερη αίτησης, δεν προκύπτει δε ότι άνευ δικής της υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τούτα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Ειδικότερα δε, παρατηρούνται έντονες αντιφάσεις με τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε κατά την συνέντευξή της, και συγκεκριμένα ότι οι θείοι της που την παρενοχλούσαν ήταν 4 στο σύνολο (αντί τρεις που αναφέρει στην επίδικη μεταγενέστερη της αίτηση), ότι οι δύο θείοι της ήταν επιχειρηματίες και συνεργάζονταν κάνοντας εισαγωγές και πωλήσεις προϊόντων, ενώ ο τρίτος ήταν τραπεζιτικός υπάλληλος και ο τέταρτος ήταν πωλητής ρούχων και υποδημάτων (αντί του ότι οι δύο θείοι της ήταν στρατιωτικοί, ως αναφέρει στην επίδικη μεταγενέστερη της αίτηση), καθώς και ότι, με τον πατέρα του παιδιού της συναντήθηκαν και γνωρίστηκαν κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που εκείνος είχε επισκεφθεί το Καμερούν από τη Γερμανία, όπου είχε μετέπειτα επιστρέψει, χωρίς να καταφέρουν να του κάνουν κακό οι θείοι της, παρά τις (κατ’ ισχυρισμό) απειλές περί του ότι θα τον εντόπιζαν και θα τον σκότωναν επειδή την άφησε έγκυο και ότι επιχείρησαν να τον σκοτώσουν, ως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια (σε αντίθεση με τα όσα αναφέρει στην επίδικη μεταγενέστερη της αίτηση, περί του ότι ο πατέρας του παιδιού της ήταν φίλος της από το σχολείο και ότι οι δύο θείοι της που ήταν στρατιωτικοί τον έβαλαν στην φυλακή). Επίσης, ουδεμία αναφορά είχε κάνει η Αιτήτρια κατά την εν λόγω συνέντευξή της στα όσα ισχυρίζεται με την επίδικη μεταγενέστερη αίτησή της, περί του ότι (κατ’ ισχυρισμό) οι γονείς της κατόπιν του βιασμού της, την είχαν πάει στο νοσοκομείο, ούτε πως ο θείος της που την βίασε, ήθελε (κατ’ ισχυρισμό) να την παντρευτεί, αλλά ούτε και ότι οι θείοι της ήθελαν (κατ’ ισχυρισμό) να σκοτώσουν την ίδια, αφού ισχυρίστηκε (μόνο) πως εκείνοι ήθελαν να την χρησιμοποιούν ως ιερόδουλη. [ερυθρά 56/5Χ, 54/2Χ, 53/2Χ, 52/3Χ, 51/5Χ, 50/1Χ, 49/4Χ, 48/1Χ, 45/3Χ Δ.Φ.]

 

Συνακόλουθα, όσον αφορά τα έγγραφα που η Αιτήτρια προσκόμισε με την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτησή της (ημερ. 19/07/2024) [ερυθρά 155-121 Δ.Φ.], διακρίνεται ότι η ίδια δεν αναφέρει πως αυτά συνδέονται με το αίτημα και τους ισχυρισμούς της, ενώ δεν τα είχε παρουσιάσει κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας, ούτε δε, αιτιολογεί γιατί αυτά δεν αναφέρθηκαν/υποβλήθηκαν προηγουμένως.

 

Αναφορικά δε με τα έγγραφα που προσκόμισε και αφορούν το ιατροδικαστικό πιστοποιητικό και το έντυπο εφημερίδας από το Καμερούν, παρατηρείται συγκεκριμένα ότι φέρουν προγενέστερες ημερομηνίες από αυτήν της αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής, χωρίς δε, να υπάρχει οιαδήποτε αιτιολογία εκ μέρους της Αιτήτριας, για το λόγο που δεν τα προσκόμισε προηγουμένως, ούτε δε, προκύπτουν λόγοι για τους οποίους η ίδια δεν μπορούσε να τα εξασφαλίσει κατά τα προηγούμενα στάδια.

 

Συνεπώς, από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση περί απόρριψης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτης είναι αιτιολογημένη και από τα στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου, κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε ότι, οι (καινοφανείς) ισχυρισμοί της και τα έγγραφα που υπέβαλε η Αιτήτρια με την εν λόγω μεταγενέστερη της αίτηση αποτελούσαν στοιχεία που λόγω δικής της υπαιτιότητας η ίδια δεν είχε αναφέρει κατά τα προηγούμενα στάδια ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Επιπλέον, ως παρατηρήθηκε, τα όσα προβάλλει η Αιτήτρια με την επίδικη μεταγενέστερη της αίτηση, δεν συνάδουν με τα όσα η ίδια είχε δηλώσει κατά την αρχική της συνέντευξη, αλλά και βασίζονται σε νεοφανείς ισχυρισμούς που η ίδια επικαλείται.

 

 

Αναφορικά δε, με τα όσα υποβάλλει η συνήγορός της, περί του ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο κίνδυνος που ανέφερε η Αιτήτρια ότι διατρέχει το παιδί της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ούτε λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές της περιστάσεις ως μόνη και μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, καταρχάς διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος κίνδυνος για το παιδί της Αιτήτριας σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα της με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, εφόσον οι (κατ’ επανάληψη) ισχυρισμοί της περί δίωξης της από τους θείους, οι οποίοι σύμφωνα με την Αιτήτρια επιθυμούσαν επίσης να σκοτώσουν το παιδί της, απορρίφθηκαν (σε όλες τις περιπτώσεις) ως αβάσιμοι. Πέραν τούτου, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια, τόσο κατά την αρχική αίτηση και τη συνέντευξή της, όσο και κατά τις δύο μεταγενέστερες της αιτήσεις, ουδέν άλλο λόγο προέβαλε σε σχέση με την ίδια και το παιδί της, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της (ειδικότερα δε, κατά τη συνέντευξή της ρωτήθηκε συγκεκριμένα για το τι φοβάται πως θα συμβεί στο παιδί της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της και η ίδια αποκρίθηκε ισχυριζόμενη ότι οι θείοι της είπαν πως θα σκοτώσουν το παιδί της – ερυθρό 54/2Χ Δ.Φ.).

 

Ως προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού (που επίσης επικαλείται η συνήγορος της Αιτήτριας), επικουρικώς, διαφαίνεται ότι το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εξεταστούν επιχειρήματα που αφορούν ειδικά το ανήλικο τέκνο. 

 

Έχοντας ενώπιον μου το σύνολο των στοιχείων της διοικητικής διαδικασίας και υπό το φως όλων των ενώπιον μου δεδομένων, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η νομιμότητα της επίδικης απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση περί απόρριψης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της ως απαράδεκτης. Τα όσα η Αιτήτρια κατέγραψε στην εν λόγω μεταγενέστερη της αίτηση δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ (3) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να κριθεί η επίδικη μεταγενέστερη αίτησή της παραδεκτή.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο