M. L. E. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T966/24, 24/3/2025
print
Τίτλος:
M. L. E. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T966/24, 24/3/2025
Ημερομηνία:
24 Μαρτίου 2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T966/24

24 Mαρτίου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

M. L. E. A.

Αιτήτριας

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Αγγελική Λαζάρου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 23.7.2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων12Βτετράκις, 16Δ(3)(δ) και 16Δ(4)(β)  των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) και την έκδοση νέας απόφασης επί της ουσίας της αίτησής της.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν. Περί τις 12.8.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 13.10.2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 6.12.2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της αίτησής της για άσυλο και επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Στις 11.1.2022  καταχωρίστηκε η προσφυγή υπ’ αριθμό 180/22, η οποία απορρίφθηκε στις 12.4.2023. Στις 10.4.2024, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής της για διεθνή προστασία. Στις 23.7.2024, ο Προϊστάμενος ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της ως απαράδεκτης, παύοντας το δικαίωμα παραμονής της στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 16Δ(4)(β)(i), απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 30.7.2024. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση με πρόχειρες και συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να διεξαγάγουν εκ νέου συνέντευξη με την Αιτήτρια επί των νέων στοιχείων που προσκόμισε, χωρίς να εξετάσουν και ερευνήσουν την ουσία του αιτήματός της, απέρριψαν προκαταρκτικά την αίτησή της ως απαράδεκτη. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, ερωτηθείσα η Αιτήτρια αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους δεν προσκόμισε σε προηγούμενο στάδιο τα έγγραφα που προσκόμισε κατά τη μεταγενέστερη αίτησή της, αποκρίθηκε δια της συνηγόρου της ότι δεν τα είχε στην κατοχή της και ενώ δεν ήταν σε θέση να καθορίσει πώς περιήλθαν στην κατοχή της και ποιος τα της τα απέστειλε. Παράλληλα δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς αυτά αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  

 

3.             Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ‘ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.

 

To νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

6.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

7.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

8.             Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...] (β) [...] (γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

9.             Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της ως παραδεκτής. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, παρά το αιτητικό της συνηγόρους της Αιτήτριας περί εκδόσεως απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας το παρόν Δικαστήριο εξετάζει μόνο το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης και όχι την ουσία του αιτήματός της για διεθνή προστασία  (Bλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 149/2023,   MAMTA RANI ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 18.3.2025 ως προς το γεγονός ότι η υποχρέωση δικαστικής εξέτασης μεταγενέστερης αίτησής εκτείνεται στο παραδεκτό και όχι στην ουσία αυτής).

 

12.          Επισημαίνεται  ειδικότερα, ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

13.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ.επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

14.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη, είναι οι ακόλουθες:

 

15.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

16.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

17.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

18.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

19.          Ως προς τη δήλωση της Αιτήτριας ότι αυτή δεν κλήθηκε εκ νέου σε συνέντευξη, όπως επισημαίνει το Εφετείο στην απόφασή στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 149/2023,   MAMTA RANI ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 18.3.2025, δυνάμει του άρθρου 16Δ(2), και στη βάση του ερμηνευτικού κανόνα lex posterior derogat legi priori, στο πλαίσιο των μεταγενέστερων αιτήσεων,  η συνέντευξη δεν αποτελεί υποχρεωτικό διαδικαστικό στάδιο εξέτασής της, παρά μόνο σε περίπτωση που αυτή κριθεί παραδεκτή, δεδομένο που δεν ισχύει εν προκειμένω.  

 

20.          Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά την καταγραφή της αίτησής της τον Αύγουστο του 2019, δήλωσε ότι ο πατέρας της την εξανάγκασε σε εθιμικό γάμο παρά την θέλησή της. Κατά την διάρκεια της κοινής τους ζωής, ο σύζυγός της ήταν βίαιος απέναντί της με αποτέλεσμα να της προκαλεί τραυματισμούς στο σώμα. Η Αιτήτρια έμεινε έγκυος και γέννησε άρρωστο παιδί εξαιτίας της βίας που βίωσε με αποτέλεσμα το έμβρυο να αποβιώσει∙ λόγω της προχωρημένης ηλικίας της (τότε ήταν 49 ετών) δυσκολευόταν να κυοφορήσει και ο σύντροφός της ξεκίνησε να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει. Εν τέλει, κάποιος την βοήθησε να εγκαταλείψει την χώρα για να προστατευτεί.  

 

21.          Κατά τη συνέντευξή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Ngomedzap στο Centre Region του Καμερούν, έζησε στην περιοχή Nkolbewa και προτού εγκαταλείψει την χώρα της διαβιούσε στην πρωτεύουσα Yaoundé. Eίναι χριστιανή καθολική ως προς το θρήσκευμα, ομιλεί την γαλλική και την Ewondo. Ερωτηθείσα αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια ανέφερε, ότι ο άνδρας με τον οποίο συζούσε, την κακοποιούσε και άλλα πρόσωπα την απειλούσαν. Ειδικότερα, όπως ανέφερε, ο σύντροφός της ήταν αναμεμειγμένος σε πολιτικές ομάδες και στο σπίτι τους έρχονταν άγνωστα προς την Αιτήτρια πρόσωπα και αναζητούσαν τον σύντροφό της. Επειδή δεν τους απεκάλυπτε που βρισκόταν, αυτοί πιστεύοντας ότι τους κορόιδευε την απειλούσαν. Η εγκληματικότητα στο Καμερούν όπως ακόμα δήλωσε, είναι σε υψηλά επίπεδα και υπάρχει κίνδυνος ακόμα και για κάποιον που βρίσκεται στο σπίτι του. Η Αιτήτρια πληροφόρησε τον σύντροφό της ότι δέχεται απειλές. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι ο σύντροφός της την αναζητά και ότι σε περίπτωση που την εντοπίσει θα την σκοτώσει γιατί πήρε τα χρήματά του και γιατί τον εγκατέλειψε. Τέλος, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει την χώρα της και να αφήσει το παιδί της αλλά υποχρεώθηκε να το πράξει.

 

22.          Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος αναφορικά με τη ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας, ο δεύτερος, αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία και ισχυριζόμενη δίωξη από τον συμβίο της και ο τρίτος αναφορικά με ισχυριζόμενη δίωξη της από άγνωστους άνδρες. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός της έγινε αποδεκτός ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος έτυχαν απόρριψης. Κατόπιν της αξιολόγησης του κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας καθώς δεν προέκυψε  βάσιμος φόβος δίωξής της ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης της σε περίπτωση επιστροφής στο Καμερούν.

 

23.          Τα ανωτέρω ευρήματα, επικυρώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του  στην Προσφυγή αρ. 180/2022, M.L.E.A. v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.4.2023.

 

24.          Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τον κίνδυνο που διατρέχει από τον σύντροφό της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, ωστόσο, παρά το ότι δεν επιθυμούσε να τον εγκαταλείψει, αναγκάστηκε εξαιτίας των απειλών που δεχόταν ότι θα την σκοτώσει. Επισυνάπτει προς τούτο τέσσερα έγγραφα προς στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών της. Δύο κλήσεις από Αστυνομικό Τμήμα της Yaoundé, αστυνομική αναφορά από Αστυνομικό Τμήμα της Yaoundé και ιατρικό πιστοποιητικό.

 

25.          Πράγματι, στο διοικητικό φάκελο εντοπίζονται τα ακόλουθα έγγραφα ως συνημμένα στη μεταγενέστερη αίτησή της: α) φωτοαντίγραφο κλήσης, «Convocation», από  αστυνομικό τμήμα της Yaoundé προς τον φερόμενο ως αρραβωνιαστικό της Αιτήτριας  ημερομηνίας 3.11.2017, με το οποίο καλείται να παρουσιαστεί στο Τμήμα, β) φωτοαντίγραφο κλήσης «Convocation»,  από Αστυνομικό Τμήμα της Yaoundé προς τον φερόμενο αρραβωνιαστικό της Αιτήτριας, ημερομηνίας 21.12.2017, με την οποία καλείται να παρουσιαστεί στο Αστυνομικό Τμήμα, γ) φωτοαντίγραφο αστυνομικής αναφοράς ημερομηνίας 15.12.2023 από Αστυνομικό Τμήμα της Yaoundé σχετικά με τις καταγγελίες της Αιτήτριας αναφορικά με την σωματική κακοποίηση την οποία υπέστη και δ) φωτοαντίγραφο ιατρικού πιστοποιητικού ημερομηνίας 20.12.2023 από το Νοσοκομείο «Hospital Bethesdal» σχετικά με ιατρική περίθαλψη της Αιτήτριας στις 3.10.2017 και στις 21.12.2017.

 

26.          Αξιολογώντας τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, οι Καθ' ων η αίτηση επισήμαναν ότι αυτή δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Ως προς τα προσκομισθέντα από αυτήν έγγραφα επισημαίνουν τα εξής: σχετικά με τις δύο κλήσεις της αστυνομίας προς τον αρραβωνιαστικό της Αιτήτριας σχολιάζεται ο προβληματισμός ως προς την αυθεντικότητά τους, το πώς βρίσκονται στην κατοχή της Αιτήτριας αφού αφορούν τρίτο πρόσωπο και ότι αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν τεκμηριωμένο φόβο δίωξης.  Αναφορικά  με την αστυνομική αναφορά οι Καθ’ ων σημειώνουν ομοίως προβληματισμό ως προς την αυθεντικότητά του και επίσης σημειώνουν, ότι το περιεχόμενο της εν λόγω αναφοράς έρχεται σε αντίφαση με το Σύνταγμα του Καμερούν παραθέτοντας στοιχεία από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως προς την ιατρική βεβαίωση  οι Καθ’ ων σημειώνουν ότι τα όσα αναφέρονται σε αυτή είναι αποκλειστικά προσωπικές αναφορές της Αιτήτριας οι οποίες δεν στοιχειοθετούν από μόνες τους τεκμηριωμένο φόβο δίωξης της Αιτήτριας. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι η εν λόγω αναφορά, η οποία το Δεκέμβριου του 2023, απέχει χρονικά έξι έτη από το χρόνο στον οποίο αυτή αφορά Καταλήγουν τέλος ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ο πυρήνας του αιτήματός της έχει εξεταστεί κατά την προηγούμενη συνέντευξή της. Ακόμα καταγράφουν ότι η Αιτήτρια δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια να εξηγήσει πως τα εν λόγω έγγραφα βρέθηκαν στη κατοχή της, καθότι περιγράφουν γεγονότα που συνέβησαν το 2017 και φέρουν ημερομηνία το 2023 και γιατί δεν τα είχε προσκομίσει σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης του αιτήματος της. Με βάση τα ανωτέρω, κρίθηκε από τους Καθ’ ων, ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο τόπο καταγωγής της, ήτοι το Καμερούν δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή  σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκες Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: η ΕΣΔΑ) ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης και απέρριψαν ως απαράδεκτη τη μεταγενέστερη αίτησή της.

 

27.          Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της περί κινδύνου που αυτή διατρέχει. Ειδικότερα στην ένορκη δήλωση της επισυνάπτει πέραν των εγγράφων που προσκόμισε κατά την διοικητική διαδικασία της μεταγενέστερης αίτησής της πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες δεν αφορούν προσωπικά στην ίδια αλλά γενικότερες πληροφορίες του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και τη στάση των αρχών απέναντι σε τέτοιας φύσεως περιστατικά.   

 

28.          Εξετάζοντας με προσοχή τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνεται καταρχάς ότι η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τον απορριφθέντα ισχυρισμό της περί ενδοοικογενειακής βίας. Ως προς τα έγγραφα που αυτή προσκόμισε, αντίθετα με τα όσα αναφέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση αυτά αποτελούν νέα στοιχεία καθώς ουδέποτε προσκομίστηκαν σε προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής της και συναρτώνται με το δεύτερο και απορριφθέντα ισχυρισμό της περί ενδοοικογενειακής βίας, η οποία ασκήθηκε από το συμβίο της . Όπως επισημαίνεται στον Πρακτικό οδηγό της ΕΑSO (πλέον EUAA) για τις μεταγενέστερες αιτήσεις,  του Δεκεμβρίου 2021,[1] τα νέα στοιχεία δύνανται να προέρχονται από γεγονότα που υφίσταντο ήδη κατά την πρώτη εξέταση (τα οποία, ωστόσο, δεν γνώριζε ο αιτών) ή να αναφέρονται σε γεγονότα που ανέκυψαν έκτοτε. Είναι δυνατόν να παρουσιαστούν νέα στοιχεία στα εξής τρία σενάρια: στο πλαίσιο πραγματικού γεγονότος που έχει ήδη παρουσιαστεί και αξιολογηθεί,  στο πλαίσιο νέου πραγματικού γεγονότος και ως εντελώς νέοι ισχυρισμοί. Ως εκ τούτου, τα νέα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί ναι μεν αφορούν σε ισχυρισμό ήδη έχει εγείρει η Αιτήτρια και έχει εξεταστεί, αποτελούν ωστόσο νέα στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού και της αναφορικά με την προσωπική της δίωξη.

 

29.          Ως προς το κατά πόσον τα νέα αυτά στοιχεία αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης (κατά πιο δόκιμη ορολογία «αναγνώρισης σε σχέση με αυτήν») σε αυτήν καθεστώς διεθνούς προστασίας, και κατά πόσο από υπαιτιότητά της δεν τα προσκομίστηκαν σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας επισημαίνονται τα εξής. Ως προς το οψιγενές της προσκόμισής τους, επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση τον Αύγουστο του 2019. Της πρώτης συνέντευξης και της απορριπτικής απόφασης του Προϊσταμένου ακολούθησε δικαστική διαδικασία, όπου επίσης απορρίφθηκε η προσφυγής της τον Απρίλιο του 2023. Η Αιτήτρια δεν εξηγεί σε κανένα στάδιο της ενώπιόν μου διαδικασίας γιατί δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής της, ενώ όπως εύστοχα επισημαίνουν οι Καθ’ ων η αίτηση κατά τη συνέντευξή της ερωτήθηκε εάν διαθέτει οποιοδήποτε έγγραφο προς υποστήριξη των δηλώσεών της (βλ. ερ, 22 του διοικητικού φακέλου). Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία που ακολούθησε  της απορριπτικής απόφασης του Προϊσταμένου. Ειδικώς ως προς το ιατρικό πιστοποιητικό που φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της δικαστικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 180/2022, επισημαίνεται ότι αυτό αφορά σε περίοδο κατά 6 έτη πριν τη σύνταξή της και δεν εξηγεί η Αιτήτρια γιατί δεν ήταν εφικτή η προηγούμενη προσαγωγή μιας τέτοιας βεβαίωσης.  Συνεπώς διαπιστώνεται ότι από υπαιτιότητα της Αιτήτριας δεν προσκομίστηκαν σε προηγούμενο στάδιο.

 

30.          Ως προς την αξιολόγηση των προσκομισθέντων εγγράφων επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο συναξιολογεί καταρχάς τα έγγραφα ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 10.6.2021, την υπόθεση C‑921/19, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2021:478, σκέψεις 44 και 66). Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αυθεντικότητας ενός εγγράφου μπορεί βεβαίως να ληφθούν υπόψη και τυχόν εξόφθαλμες ενδείξεις μεταποίησης του εγγράφου τις οποίες είναι εύκολο να διακρίνει το Δικαστήριο ακόμα και χωρίς την επέμβαση ενός εμπειρογνώμονα[2]. Εν προκειμένω, οι πληροφορίες που συνεισέφερε η Αιτήτρια ως προς τα προσκομισθέντα έγγραφα ήταν εξαιρετικά γενικές, καθώς δεν εξηγεί πώς τα εξασφάλισε και από ποιόν. Αυτό το σημείο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ως προς τα τρία πρώτα έγγραφα τα οποία δύο μεν πρώτα αφορούν σε κλήση του φερόμενου συντρόφου της στην αστυνομία το Νοέμβριο του 2017 ενώ το τρίτο αστυνομική έκθεση συνταχθείσα το Δεκέμβριου του 2023. Τα εν λόγω έγγραφα, δεν αναμένεται ευλόγως να βρίσκονται στην κατοχή της Αιτήτριας, η οποία δεν εξηγεί πώς βρέθηκαν στην κατοχή της καθώς αφορούν σε κλήση του συντρόφου της και όχι της ίδιας ενώ το τρίτο έγγραφο συντάχθηκε τέσσερα έτη αφότου εγκατέλειψε τη χώρα της. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το τρίτο έγγραφο δεν φέρει οποιαδήποτε υπογραφή ενώ τα δύο πρώτα έγγραφα που αφορούν στην κλήση του συντρόφου της δεν παραπέμπουν ως προς το περιεχόμενό τους σε επίσημο έγγραφο καθώς δεν αναφέρονται σε οποιοδήποτε αδίκημα ή σαφώς διατυπωμένο λόγο για τον οποίο το εν λόγω πρόσωπο καλείται να εμφανιστεί ενώπιον των αρχών. Δεν παροράται εξάλλου το γεγονός ότι τα εν λόγω έγγραφα έχουν συνταχθεί στην αγγλική γεγονός που δεν κρίνεται εύλογο δεδομένου ότι οι αρχές που φέρονται εξέδωσαν βρίσκονται στη Yaoundé, η οποία βρίσκεται στο γαλλόφωνο μέρος της χώρας, και όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένης και της Αιτήτριας, είναι γαλλόφωνη. Ομοίως δε γαλλόφωνη είναι και η κυβέρνηση της χώρας. Όλα τα ανωτέρω καθιστούν τα εν λόγω έγγραφα μειωμένης αποδεικτικής αξίας. Από έρευνα σε πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής στις οποίες ανέτρεξε το παρόν Δικαστήριο, διαφαίνεται ότι τέτοιας φύσεως εντάλματα εκδίδονται επί ποινικών ζητημάτων κατά τη διάρκεια της προανακριτικής έρευνας προκειμένου να κληθεί ο φερόμενος ως ύποπτος, μάρτυρας ή θύμα ενός αδικήματος[3]. Η αστυνομία ή η εθνική χωροφυλακή παρουσιάζονται ως εκδότες των εν λόγω εγγράφων. Το έγγραφο παραδίδεται στον αποδέκτη αυτού, ή, σε περίπτωση απουσίας, σε μέλος της οικογένειας ή στον αρχηγό της γειτονιάς. Ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου, η κλήση λαμβάνει τη μορφή προεκτυπωμένης επιστολής η οποία περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου το οποίο καλείται, την ημερομηνία και ώρα κλήτευσης, το όνομα του υπαλλήλου ο οποίος εκδίδει την κλήση και την υπογραφή, το όνομα της υπηρεσίας για την οποία εργάζονται και τη διεύθυνση της υπηρεσίας αυτής στην επικεφαλίδα[4]. Τα χαρακτηριστικά ασφαλείας των κλήσεων συνίστανται στο λογότυπο της υπηρεσίας, το όνομα της πόλης στην οποία βρίσκεται η υπηρεσία καθώς και τη διεύθυνση της υπηρεσίας[5]. Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι  η διεύθυνση του συντρόφου της Αιτήτριας δεν αναγράφεται στις δύο κλήσεις που τον αφορούν. Το πιο σημαντικό ωστόσο δεδομένο, το οποίο οδηγεί το Δικαστήριο στη διαπίστωση σοβαρού ενδεχομένου παραποίησης εγγράφου, είναι το γεγονός ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια με τη μεταγενέστερη αίτησή της (ερ. 91 έως 87) παρουσιάζονται παραποιημένα με την προσθήκη και της γαλλικής τους μετάφρασης στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει το εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας. Το γεγονός αυτό δεν θίγει μόνο τη αυθεντικότητα των εγγράφων και άρα την αποδεικτική τους αξία αλλά επηρεάζει και την αξιοπιστία της Αιτήτριας εν γένει.

 

31.          Ομοίως το ιατρικό πιστοποιητικό που προσκόμισε η Αιτήτρια, εκδιδόμενο επίσης στη Yaoundé εγείρει ερωτηματικά ως προς το χρόνο σύνταξής του και την άγνωστη πηγή από την οποία διασφάλισε επτά χρόνια αργότερα το εν λόγω έγγραφο η Αιτήτρια, ως προς την αυθεντικότητα και κατ’ επέκταση της αποδεικτική του αξία. Τα αυτά ισχύουν και αναφορικά με τη διαφοποίηση το περιεχομένου τους κατά τη διοικητική και την ενώπιον το Δικαστηρίου διαδικασία. Η δε δυσανάγνωστη υπογραφή δεν φαίνεται να ταυτίζεται με το όνομα του προσώπου που φέρει η σφραγίδα πλησίον αυτής. Ως προς δε το περιεχόμενο του εγγράφου, η καταγραφή της δήλωσης της Αιτήτριας αναφορικά με την προέλευσή των τραυμάτων που καταγράφονται στην έκθεση δεν αρκεί από μόνη της να αποδείξει την αλήθεια του περιεχομένου της. Ως εκ τούτου, για τους πιο πάνω λόγους τα υπό εξέταση έγγραφα έχει μειωμένη αποδεικτική αξία και θίγουν παρά να ενισχύουν την ήδη τρωθείσα αξιοπιστία της Αιτήτριας.

 

32.          Συνοψίζοντας, υπό το φως των ανωτέρω ευρημάτων και της μειωμένης αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων εγγράφων, αυτά δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

33.          Οι Καθ’ ων η αίτηση αν και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και της αρχής της μη επαναπροώθησης σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτρια στη χώρα καταγωγής της, εντούτοις, δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης οποιαδήποτε επικαιροποιημένη αξιολόγηση, ιδίως της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην Yaoundé. Το παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ex nunc και de novo αξιολόγησης των ενώπιόν του δεδομένων, προχώρησε σε έρευνα εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας στην Yaoundé, τόπο προηγούμενης διαμονής της Αιτήτριας στον οποίο αναμένεται να επιστρέψει.  

 

34.          Ειδικότερα, κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά  (περιοχή Far North)[6] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με διεθνή ένοπλη σύρραξη.[7] Επιπρόσθετα, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Watch) που αναφέρεται σε περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2023, η βία στις δύο αγγλόφωνες περιοχές, τη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιφέρεια, συνεχίστηκε για έκτο έτος.[8] Περαιτέρω, πρόσφατη έρευνα της ACCORD που ετοιμάστηκε ως απάντηση σε ερώτημα αναφορικά με την αγγλόφωνη κρίση και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2024, αναφέρει ότι κατά την περίοδο αναφοράς (2021-2023), η βίαιη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και άμυνας και των ενόπλων αυτονομιστικών ομάδων συνέχισε να μαίνεται στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν. Η κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές αναφέρεται ότι επιδεινώθηκε, με την εξέγερση να γίνεται πιο δομημένη και την κρίση πιο περίπλοκη.[9]

 

35.          Ως προς την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Centre (Centre Region) του Καμερούν στην οποία υπάγεται η πρωτεύουσα Yaoundé, τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 9.3.2024–7.3.2025, καταγράφηκαν 16 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Από αυτά, 2 καταγράφηκαν ως περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων  (2 απώλειες), 5 ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (2 απώλειες) , 8 ως περιστατικά βίας (0 απώλειες) και 1 ως περιστατικό το οποίο χαρακτηρίστηκε ως μάχη (1 απώλεια).[10] Δεδομένου λοιπόν ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας Yaoundé ανέρχεται στους 1,817,524 κατοίκους[11] και από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι τη πρωτεύουσα Yaoundé, δεν επικρατεί αδιακρίτως ασκούμενη βία, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

 

36.          Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτησή της Αιτήτριας απορρίπτεται ως απαράδεκτη, καθώς δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού. Παράλληλα, δεν προκύπτουν οποιαδήποτε άλλα δεδομένα, τα οποία να δίδουν έρεισμα ανατροπής της απόφασης επιστροφής της.  

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω με 1400 ευρώ έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 



[1] Bλ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 7.3.2025)

[2] EUAA, ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’ (2024), 57-62 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment (ημερομηνία πρόσβασης 08/07/2024)

[3] IRB Canada, 'Query response on summons issued by "high command of the national gendarmerie", the military justice directorate, Conakry special region gendarmerie, Kipe research brigade and Dixinn-Ratoma communes from 2014 and December 2015' (2015), υπό 2 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/1068416.html (ημερομηνία πρόσβασης 24.3.2025). 

[4] IRB Canada, 'Query response on summons issued by "high command of the national gendarmerie", the military justice directorate, Conakry special region gendarmerie, Kipe research brigade and Dixinn-Ratoma communes from 2014 and December 2015' (2015), υπό 2 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/1068416.html (ημερομηνία πρόσβασης 24.3.2025). 

[5] IRB Canada, 'Query response on summons issued by "high command of the national gendarmerie", the military justice directorate, Conakry special region gendarmerie, Kipe research brigade and Dixinn-Ratoma communes from 2014 and December 2015' (2015), υπό 2 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/1068416.html (ημερομηνία πρόσβασης 24.3.2025).

[6] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon

[7] ibid

[8] Human Rights Watch, Cameroon: Events of 2023, www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon

[9] ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation), Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021 - 2023), 8 January 2024,  www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf,

[10]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM,

The Armed Conflict Location & Event Data Project, Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED [Εφαρμοζόμνενες παράμετροι: 9.3.2024-7.3.2025, Africa, Cameroon, Yaounde, Battles;Violence against civilians;Explosions/remote violence;Protests; Riots] διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://acleddata.com/explorer/

[11] Cameroon, Centre Region, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο