
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. T761/24
28 Απριλίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.D
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ζ.Ποντίκη (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ (κα), Δικηγόρος για Αιτητή
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Ο Αιτητής παρών
[Παρών ο Κώστας Σφέτσος (κος) για πιστή μετάφραση από τα Γαλλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 20/05/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή αυθημερόν και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για επανάνοιγμα του φακέλου του, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1]. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στον Κανονισμό 3 (ε), καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο.
Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν η καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων καθότι σύμφωνα με το άρθρο 3 εδάφιο (ε) των πιο πάνω Διαδικαστικών Κανονισμών « […] ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ’ ων η αίτηση απαιτείται [..] εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά…»
Επομένως, ως εκτίθεται στο υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, ο αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Γουινέας και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών.
Στις 08/10/2020 υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 03/03/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 26/03/2021 ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε σχετική έκθεση/εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις 31/03/2021. Στις 31/03/2021, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 02/04/2021. Στις 26/04/2021, ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 2250/21, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 26/05/2023, χωρίς καμία διαταγή ως προς τα έξοδα.
Στις 20/05/2024, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του αίτησής του για άσυλο. Στις 20/05/2024, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε σχετική έκθεση/εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, και την ίδια ημέρα, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου αποφάσισε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή ως απαράδεκτης, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή αυθημερόν κατόπιν επιστολής ημερ. 20/05/2024, το περιεχόμενο της οποίας επεξηγήθηκε στον αιτητή στη μητρική του γλώσσα.
Ακολούθως, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.
Σε αυτό το στάδιο, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι το Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία, έκρινε απαραίτητη την εμφάνιση των καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια της συγκεκριμένης υπόθεσης, καθότι τέθηκε ζήτημα αναρμοδιότητας του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου που προέβη στην σύνταξη της έκθεσης εισήγησης. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, CAS 30, ο οποίος συνέταξε και υπόγραψε την Έκθεση – Εισήγηση ημερομηνίας 20/05/2024, δεν προκύπτει εάν είναι λειτουργός ορισμένου ή αορίστου χρόνου, καθότι η εξουσιοδότηση του Υπουργού προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ρητώς καταγραφεί ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση αφορά αποφάσεις που εκδίδονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου.
Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 18/10/2024, εμφανίστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση και προσκόμισαν σχετικό αντίγραφο επιστολής ημερ. 11/09/2024, η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη στο Δ.Φ 05.06.004, στα πλαίσια της προσφυγής με αρ. 1400/24, ενώπιον του ΔΔΔΠ. Στην εν λόγω επιστολή επισυνάπτεται σχετικός κατάλογος των λειτουργών ορισμένου χρόνου, μεταξύ των οποίων και ο λειτουργός CAS 30. Κατόπιν υπόδειξης αυτού στη συνήγορο του αιτητή, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Η συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν κατά την προφορική αγόρευση της συνηγόρου του αιτητή στο στάδιο των διευκρινήσεων, κατά την οποία διατήρησε και περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στην μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα, αποσύρονται και απορρίπτονται.
Ειδικότερα, η συνήγορος του αιτητή, κατά την ακροαματική διαδικασία, προώθησε τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι ο αιτητής κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης του προσπάθησε να προσκομίσει έγγραφα τα οποία, ως ισχυρίζεται δεν έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου.
Τα εν λόγω έγγραφα κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ήτοι 1) έγγραφο - κλήση ημερ. 22/03/2024, εκδοθέν από την Κεντρική Αστυνομία της Γουινέας, 2) έγγραφο - κλήση ημερ. 24/10/2019 εκδοθέν από την Κεντρική Αστυνομία της Γουινέας.
Υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση της θέσης του αιτητή μέσω της συνηγόρου του, προχωρώ να εξετάσω τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, στο βαθμό που αυτός έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί προφορικώς κατά το στάδιο των διευκρινήσεων.
Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση.
Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλουν ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή.
Ο αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για πολιτικούς λόγους. Δήλωσε ότι συμμετείχε σε σειρά διαμαρτυριών κατά της τρίτης εντολής και κατά τη διάρκεια αυτών εντοπίστηκε και απειλήθηκε με θάνατο. Ενόψει της εξαφάνισης μεγάλου αριθμού διαδηλωτών, ο αιτητής αισθάνθηκε ότι βρίσκεται σε κίνδυνο(ερυθρό 1 και μετάφραση ερυθρό 18 του Δ.Φ.).
Στο πλαίσιο της συνέντευξης του, ο αιτητής δήλωσε ότι ο πρόεδρος της χώρας καταγωγής του σχεδίαζε να τροποποιήσει το Σύνταγμα προκειμένου να επαναλάβει τη θητεία του για τρίτη φορά. Ο αιτητής δήλωσε ότι συμμετείχε σε διαδηλώσεις της οργάνωσης FNDC. Έπειτα από τις διαδηλώσεις η αστυνομία επισκέφθηκε την οικία του αιτητή, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε από τη σύζυγο του και αποφάσισε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή. Μια μέρα, κατά την παρουσίαση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, ενόψει του ότι ο ίδιος ήταν ρεπόρτερ και έκανε αναμεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων, αναμετάδωσε πληροφορίες για διαδήλωση που θα πραγματοποιείτο από την οργάνωση FNDC. Παράλληλα, συμμετείχε σε εκείνη την πορεία για το ίδιο αίτημα. Η αστυνομία άρχισε εκ νέου να αναζητά τον αιτητή και εξαιτίας αυτού εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του.
Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής δήλωσε στη συνέντευξη του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν είναι ικανοποιητική, καταλήγοντας ότι οι ισχυρισμοί του δεν δικαιολογούν ότι ο αιτητής μπορεί να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Στο πλαίσιο του έντυπου της μεταγενέστερης του αίτησης, ο αιτητής ανέφερε ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον αδελφό του πριν από μερικές εβδομάδες, του ανέφερε ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, λόγω του ότι η αστυνομία πήγε στην οικία του και τον αναζητούσαν. Πρόσθεσε ότι συνέλαβαν κάποιους και τους οδήγησαν στη φυλακή, με εξαφανίσεις να έχουν δηλωθεί από ορισμένες οικογένειες ( ερυθρό 110 και μετάφραση αυτού ερυθρό 113 του Διοικητικού Φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου μετά από εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης του ανέφερε ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Ειδικότερα, ως ανάφερε τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα με τον πυρήνα του αιτήματος του, το οποίο αφορά πολιτικούς λόγους και τη συμμετοχή του σε πολλαπλές διαδηλώσεις πολιτικού περιεχομένου, κατά τις οποίες εντοπίστηκε και απειλήθηκε με θάνατο. Το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε κατ’ ουσίαν κατά τη διενέργεια προηγούμενης συνέντευξης, κατά την οποία οι εν λόγω ισχυρισμοί εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. Ο αρμόδιος λειτουργός πρόσθεσε, ότι ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτηση του αναφέρθηκε στην ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έχει στη κατοχή του, τα οποία ωστόσο δεν προσκόμισε, ενώ δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη τους κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία ή/και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης συνέντευξης τους ή/και κατά την υποβολή προσφυγής του ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Με βάση τα ανωτέρω, εισηγήθηκε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή ως απαράδεκτης.
Για σκοπούς εξέτασης του νομοθετικού πλαισίου που εφαρμόζεται στα μεταγενέστερα αιτήματα, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«12Βτετράκις.-......
(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
[.]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ........».
Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση, για να εξετάσει το παραδεκτό της αίτησης, προκειμένου να διαπιστώσει:
α) κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης. Αν ο προϊστάμενος διαπιστώσει πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.
Β) αν ο προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε θα προχωρήσει σε ουσιαστική εκτίμηση των τυχόν νέων ισχυρισμών μόνο εφόσον ικανοποιηθεί πως τα στοιχεία αυτά αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και ο αιτητής χωρίς δική του υπαιτιότητα δεν υπέβαλε τα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία. Επομένως, αν ο προϊστάμενος κρίνει ότι από τα νέα στοιχεία που υποβλήθηκαν δεν αυξάνονται οι πιθανότητες χορήγησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή και από δική του υπαιτιότητα δεν τα υπέβαλε κατά την προηγούμενη διαδικασία τότε θα απορρίψει την μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη.
Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο προϊστάμενος έχει υποχρέωση να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.
Επομένως το μόνο που παραμένει να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση είναι αν ορθώς κρίθηκε από την αρμόδια αρχή ως απαράδεκτο το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του.
Στην απόφαση του ΔΕΕ, αρ. C -18/20 XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ημερ. 09/09/21, ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα. (βλ. σκέψεις 31 έως 44).
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. αρ.C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημ.09/09/20, λέχθηκαν τα εξής:
« ……..60 Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του…..»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί που επικαλέστηκε ο αιτητής κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος του, είναι ισχυρισμοί που αφορούν τις απειλές εναντίον του λόγω της συμμετοχής του σε διαδηλώσεις πολιτικού περιεχομένου, που ήδη είχε προβάλει στην πρώτη αίτηση ασύλου αλλά και ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας - οι οποίοι εξετάστηκαν και κρίθηκαν ότι δεν εμπίπτουν στις έννοιες του κινδύνου δίωξης ή κινδύνου βλάβης ως αναλύονται και αναφέρονται στα άρθρα 3, 3Γ και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου – και δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με αυτά που ήδη εξετάστηκαν κατά την πρώτη αίτηση ασύλου από την Υπηρεσία Ασύλου.
Περαιτέρω, ο εν λόγω ισχυρισμός που επικαλέστηκε κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος του, ακόμη και εάν ήθελε κριθεί παραδεκτός, είναι γενικός ισχυρισμός που ούτως ή άλλως ουδεμία πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας θα μπορούσε να επιφέρει στο πρόσωπο του αιτητή, για να μπορούσε η αρμόδια αρχή να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας του μεταγενέστερου αιτήματος του, μιας και δεν εμπίπτει στις έννοιες του φόβου δίωξης ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, ως αναλύονται και αναφέρονται στα άρθρα 3-3Δ και 19, αντίστοιχα, του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ενόψει τούτου, κρίνω ότι δεν συντρέχουν οι βασικές προϋποθέσεις προς εξέταση της ουσίας του μεταγενέστερου αιτήματος, ως αναφέρονται στην νομοθεσία που έχει παρατεθεί ανωτέρω και ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την μεταγενέστερη αίτηση κατά το προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη.
Ως προς τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής και η συνήγορος του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ΄ αρχάς να αναφέρω ότι τα εν λόγω δεν εντοπίζονται στο διοικητικό φάκελο.
Περαιτέρω, ως εμφαίνεται από τα γεγονότα, κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης (βλ. ερ. 110 του Δ.Φ.), ο Αιτητής καταγράφει στο σημείο 9 αυτής, ένα έγγραφο με τίτλο «Convocation», ωστόσο, ουδέποτε προσκομίσθηκε στους καθ’ ων η αίτηση προκειμένου να εξεταστεί και να αξιολογηθεί στα πλαίσια της αίτησης του.
Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προχωρήσει σε εκτίμηση των συγκεκριμένων εγγράφων, τα οποία ως παρατηρώ, σχετικά με το έγγραφο ημερ. 24/10/2019, το εν λόγω προϋπήρχε της πρώτης αίτησης ασύλου του αιτητή και συνακόλουθα της μεταγενέστερης αίτησης του ενώ το δεύτερο έγγραφο που φέρει ημερ. 22/03/2024 προϋπήρχε της καταχώρησης της μεταγενέστερης αίτησης του και επομένως ο αιτητής είχε την δυνατότητα να τα προσαγάγει στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης του αλλά εξ υπαιτιότητας του ιδίου δεν τα πρόβαλε σε προγενέστερο στάδιο και δεν προσκομίστηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση.
Εντούτοις, ακόμη και να θεωρηθεί ότι δεν μπορούσε να τα παρουσιάσει σε προγενέστερο στάδιο, καθότι δεν αναφέρθηκε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας πότε τα έλαβε στην κατοχή του τα εν λόγω, είναι τόσο γενικό και αόριστο το περιεχόμενο τους, που ακόμη και να κρινόταν παραδεκτά, δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή για να μπορούσε η αρμόδια αρχή να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας του μεταγενέστερου αιτήματος του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη. Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 600 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π