Ν.Κ.Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1152/23, 22/4/2025
print
Τίτλος:
Ν.Κ.Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1152/23, 22/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                           Υπόθεση Αρ.: 1152/23

 

22 Απριλίου 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                              Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν.Κ.Κ.

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

                                                                                                 Καθ' ων η αίτηση

 

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

 

Μελίνα Βασιλείου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

[Μέλπω Σταύρου(κα) για πιστή μετάφραση  από Γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 14.02.2023, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 31.03.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

 

 

Γεγονότα

πως προκύπτει από την ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο, εκπροσωπούσα τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης έχουν ως εξής:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό («ΛΔΚ») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 21.12.2021, κατόπιν παράτυπης εισόδου στις περιοχές της Δημοκρατίας που τελούν υπό τον έλεγχο της Κυβέρνησης. Την ίδια ημέρα της εκδόθηκε και παραδόθηκε η σχετική Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας.

Στις 10.02.2023, η Αιτήτρια προσήλθε σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στο Εξεταστικό Κέντρο Πουρνάρα. Στις 21.02.2023, ο εν λόγω λειτουργός συνέταξε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, αναφορικά με το περιεχόμενο της συνέντευξης.

Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, εγκρίνοντας την εν λόγω εισήγηση, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας στις 14.02.2023 και, περαιτέρω, την επιστροφή της Αιτήτριας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Στις 31.03.2023, εκδόθηκε απορριπτική επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου, μαζί με την αιτιολόγηση της σχετικής απόφασης, η οποία επιδόθηκε και παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια την ίδια ημέρα. Η εν λόγω διοικητική πράξη αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στις 19.04.2023, υπό αριθμό 1152/2023.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δεν προβάλλει στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι η ζωή της, καθώς και η ζωή της ανήλικης κόρης της, κινδυνεύουν από τα μέλη της οικογένειάς της, τα οποία δεν αποδέχονταν την εγκυμοσύνη της και την εξανάγκαζαν να προχωρήσει σε έκτρωση, καθώς ήταν ακόμη μαθήτρια. Για τον λόγο αυτό εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να γεννήσει το παιδί της. Υποστηρίζει δε ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, κινδυνεύει να υποστεί κακό από την οικογένειά της.  Δια της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επιστροφή της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό θα την εκθέσει σε σοβαρό κίνδυνο δίωξης ή/και σοβαρής βλάβης από μέλη της ίδιας της οικογένειάς της. Ειδικότερα, αναφέρει ότι ο πατέρας της, καθώς και άλλα μέλη της οικογενείας της, απείλησαν να την σκοτώσουν λόγω της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης της, την οποία θεωρούσαν «λάθος» και ατιμωτική για την οικογενειακή τους τιμή. Η εγκυμοσύνη αυτή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, προκάλεσε σοβαρές ενδοοικογενειακές εντάσεις, διχασμό και απειλές κατά της ζωής της.

Η Αιτήτρια προβάλλει επιπλέον ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, κινδυνεύει να υποστεί πράξεις βίας ή/και δηλητηρίαση, καθώς η οικογένειά της εξακολουθεί να θεωρεί ότι διέπραξε σοβαρή προσβολή και ντροπή με το να γεννήσει παιδί ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια. Προσθέτει ότι η ίδια δεν επιθυμεί η κόρη της να εκτεθεί σε τέτοιες συνθήκες, δεδομένου ότι ο πατέρας της είχε εκφράσει την πρόθεση να μη δει το παιδί αυτό ενόσω βρίσκεται εν ζωή, χωρίς να μάθει ποτέ την αλήθεια για την ύπαρξή του.

Η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι, από την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της, παύθηκαν οι απειλές, και ότι στη Δημοκρατία κατάφερε να φέρει με ασφάλεια στον κόσμο το παιδί της. Υποβάλλει ότι τόσο η ίδια όσο και η κόρη της ζουν πλέον σε καθεστώς ασφάλειας, το οποίο δεν μπορεί να διασφαλιστεί στην περίπτωση επιστροφής τους.

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν σύννομης και ενδελεχούς εξέτασης του αιτήματος της Αιτήτριας και ότι αυτή δεν προέβαλε ούτε τεκμηρίωσε βάσιμα στοιχεία που να δικαιολογούν την παροχή διεθνούς προστασίας. Κατά τη θέση τους, η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι υφίσταται πραγματικός και εξατομικευμένος κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Οι ισχυρισμοί της κρίνονται γενικοί, ασαφείς και αντιφατικοί, ενώ εστιάζουν αποκλειστικά σε προσωπικές οικογενειακές συγκρούσεις, χωρίς σύνδεση με οποιαδήποτε προστατευόμενη κατηγορία του προσφυγικού καθεστώτος. Επιπλέον, προβάλλεται ότι κατά τη διαδικασία συνέντευξης, η Αιτήτρια δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία και δεν υπήρξε συνεπής ως προς το ιστορικό που επικαλέστηκε. Η Υπηρεσία Ασύλου, κατά την άποψη των Καθ’ ων, αξιολόγησε όλα τα στοιχεία με καλή πίστη, προέβη σε πλήρη διερεύνηση και έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

Ως εκ τούτου, εισηγούνται την απόρριψη της προσφυγής, καθώς – κατά τη θέση τους – η διοικητική απόφαση είναι σύννομη, δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη ή παραβίαση δικαιώματος της Αιτήτριας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε  «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο διοικητικό όργανο διερεύνησε και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία που όφειλε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το αποφασίζον όργανο συλλέξει και αξιολογήσει όλα τα ουσιώδη δεδομένα της υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα.

Το είδος και η έκταση της απαιτούμενης διοικητικής έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου και διαφοροποιούνται αναλόγως των περιστάσεων κάθε υπόθεσης (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008, Jamal Karou v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1.2.2010). Περαιτέρω, στην απόφαση Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (Α.Ε. 1518/1996), καθώς και στις αποφάσεις Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (Α.Ε. 1575/1997) και Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (ημερ. 25.6.1999), το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι η πληρότητα της διοικητικής έρευνας συνιστά ζήτημα ουσίας και το κρίσιμο κριτήριο συνίσταται στη συλλογή και συνεκτίμηση όλων των ουσιωδών στοιχείων που οδηγούν σε ασφαλή και τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Επιπλέον, στην υπόθεση S.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Δ.Δ.Δ.Π., Αρ. 3799/2021, ημερ. 26.2.2025), ενώπιον της αδελφής Δικαστού κας Ρίγα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η πληρότητα της διοικητικής διαδικασίας προϋποθέτει εξατομικευμένη εξέταση των περιστάσεων κάθε περίπτωσης, ιδίως όταν τίθενται ζητήματα που δύνανται να επηρεάσουν τρίτα πρόσωπα, όπως ανήλικους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Αιτήτρια, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αλλά και όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και δεν αμφισβητούνται:

Κατά την καταγραφή της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω απειλών και κακοποιητικής συμπεριφοράς, τόσο σε βάρος της ιδίας όσο και του συντρόφου της, με σκοπό να την εξαναγκάσουν να προβεί σε έκτρωση. Όπως ανέφερε, ο πατέρας της αντέδρασε έντονα όταν πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της και προέβη σε πράξεις σωματικής κακοποίησης, περιλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτρικού σύρματος με σκοπό τον βασανισμό της, ενώ της χορηγούσε χάπια με στόχο την πρόκληση αποβολής.

Υπό την πίεση αυτών των γεγονότων, και φοβούμενοι για τη ζωή και την ασφάλειά τους, η Αιτήτρια και ο σύντροφός της αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους. Κατά τους ισχυρισμούς της, αφίχθησαν στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπου και έφερε στον κόσμο την κόρη τους, απαλλαγμένη – όπως ανέφερε – από τον άμεσο φόβο θανάσιμης βίας από τον πατέρα της.

Σημειώνεται ότι στις 21/12/2022 διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου συνέντευξη διακρίβωσης ενδεχόμενης ευαλωτότητας, στο πλαίσιο εντοπισμού αιτητών διεθνούς προστασίας με ειδικές ανάγκες υποδοχής. Κατόπιν της εν λόγω διαδικασίας εκδόθηκε σχετική βεβαίωση ευαλωτότητας, η οποία, ωστόσο, ερείδεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Αιτήτρια είχε πρόσφατα γεννήσει και βρισκόταν σε στάδιο φροντίδας του ανήλικου τέκνου της.

Από το περιεχόμενο της αξιολόγησης δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε άλλη ειδική ένδειξη ή κατηγορία ευαλωτότητας. Ειδικότερα, δεν προέκυψαν ενδείξεις ότι η Αιτήτρια αντιμετωπίζει ζητήματα σωματικής ή ψυχικής υγείας· δεν καταγράφηκε ιστορικό βασανιστηρίων, σοβαρής βίας ή εμπορίας προσώπων· ούτε καταχωρήθηκαν αναφορές σε αυτοκτονικό ιδεασμό, εξάρτηση ή άλλη κατάσταση που να εντάσσεται στις ρητώς αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 9ΚΑ του Περί Προσφύγων Νόμου.

Η μόνη σχετική αναφορά περιορίζεται σε γενικού χαρακτήρα ανησυχίες της Αιτήτριας αναφορικά με τις συνθήκες φιλοξενίας και την ανάγκη υποστήριξης στη φροντίδα του τέκνου της. Οι εν λόγω αναφορές, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν ουσιαστική ή σύνθετη μορφή ευαλωτότητας, ικανή να επηρεάσει τη δυνατότητα της Αιτήτριας να συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία εξέτασης της αίτησής της ή να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς της.

Ως εκ τούτου, το καθεστώς ευαλωτότητας της Αιτήτριας εξαντλείται στις περιστάσεις της λεχωΐας και της μητρότητας, και δεν προκύπτει οποιαδήποτε άλλη ανάγκη για εφαρμογή μέτρων ειδικής μεταχείρισης ή προστασίας. (βλ. ερ. 25–16 του Δ.Φ.)

Κατά τη διάρκεια της προσωπικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό(«ΛΔΚ») , γεννηθείσα στην πόλη Κινσάσα. Ως προς το θρήσκευμα, ανέφερε ότι είναι Χριστιανή, καθολικού δόγματος. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι άγαμη, ενώ συνοδεύεται στην Κύπρο από την ανήλικη κόρη της.

Η μητρική της γλώσσα είναι τα Λινγκάλα και ομιλεί επίσης τη γαλλική. Όσον αφορά το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το έτος 2019, και ενεγράφη σε πανεπιστημιακό ίδρυμα, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Από το 2019 και μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα, εργαζόταν ως δασκάλα σε ιδιωτικό σχολείο.

Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι γονείς της, ο αδελφός και οι αδελφές της διαμένουν στην περιοχή Ngaliema της Κινσάσα. Διατηρεί επικοινωνία με τη μία εκ των αδελφών της και με ορισμένους φίλους της, ενώ δήλωσε ότι έχει σύντροφο, με τον οποίο απέκτησε την ανήλικη κόρη της. Ο σύντροφός της βρίσκεται επίσης στην Κύπρο και τελεί υπό καθεστώς αιτούντος διεθνή προστασία.

Αναφορικά με τις λεπτομέρειες της αναχώρησής της από τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια ανέφερε ότι την 30/09/2022 αναχώρησε αεροπορικώς από το αεροδρόμιο Ndjili, συνοδευόμενη από τον σύντροφό της. Μέσω Κωνσταντινούπολης, την ίδια ημέρα αφίχθησαν στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όπου διέμειναν για διάστημα περίπου ενάμιση μηνός, ως φοιτητές. Την 10/11/2022, εισήλθαν παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ερωτηθείσα σχετικά, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισαν οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό τους από τη Λ.Δ. Κονγκό.

Σημειώνεται, τέλος, ότι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια διέμενε στην επαρχία Bas-Congo, μολονότι κατά δήλωσή της γεννήθηκε και είχε ως τόπο μόνιμης διαμονής την περιοχή Ngaliema της Κινσάσα.

Κατά την προσωπική της συνέντευξη ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω απειλών από τον πατέρα της, ο οποίος αντιδρούσε έντονα στην εγκυμοσύνη της και επιθυμούσε να την εξαναγκάσει σε άμβλωση. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι ο πατέρας της της χορηγούσε χάπια με σκοπό να προκαλέσει αποβολή, τα οποία όμως η ίδια αρνείτο να λάβει.

Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της αναζητούσε τον σύντροφό της και απέστελλε άλλα πρόσωπα για να τον απειλήσουν. Αφού την εκδίωξε από την οικογενειακή εστία, η Αιτήτρια κατέφυγε στο σπίτι του συντρόφου της. Ωστόσο, όπως ανέφερε, ο πατέρας της συνέχισε να την αναζητά. Επιπλέον, φέρεται να εκδίωξε και τη μητέρα της από την οικία, απαγορεύοντας στους συγγενείς να προσφέρουν φιλοξενία στην Αιτήτρια.

Ερωτηθείσα για το κίνητρο του πατέρα της, η Αιτήτρια απάντησε ότι εκείνος επιθυμούσε να παντρευτεί αφότου ολοκληρώσει τις σπουδές της και να συζευχθεί με πρόσωπο που διαθέτει οικονομική άνεση, σε αντίθεση με τον σύντροφό της, ο οποίος είχε μικρή επιχείρηση. Παράλληλα, στην ερώτηση γιατί αναφέρθηκε διαφορετικά κατά την αξιολόγηση ευαλωτότητας, ότι δηλαδή ο πατέρας της «δεν ήθελε τον σύντροφό της» παρότι παραδέχθηκε ότι ουδέποτε γνωρίστηκαν, η Αιτήτρια απάντησε ότι ο πατέρας της είχε μάθει πληροφορίες για την οικονομική του κατάσταση από τρίτους.

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ουδείς από την οικογένειά της την υποστήριξε, καθώς ο πατέρας της απαγόρευσε σε όλους τους συγγενείς, τόσο από την πατρική όσο και τη μητρική πλευρά, να την δεχθούν. Υποστήριξε ότι μετά την αναχώρησή της από την οικία, ουδέποτε υπέστη νέα περιστατικά απειλών ή βίας. Δεν απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές και, ερωτηθείσα σχετικά, απάντησε ότι «δεν γνωρίζει» γιατί δεν το έπραξε.

Αναφορικά με τη μετεγκατάστασή της στην επαρχία Bas-Congo με τον σύντροφό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν τους εντόπισε ο πατέρας της. Ωστόσο, υποστήριξε ότι δεν ένιωθαν ασφαλείς, καθώς φοβούνταν ότι θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Αυτός είναι και ο λόγος που, όπως ανέφερε, δεν αισθάνεται ασφαλής να επιστρέψει στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ακόμη και σε περίπτωση εγκατάστασής της σε διαφορετική περιοχή της χώρας.

Σύμφωνα με την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας επικεντρώθηκε σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: (1) την ταυτότητα, το προσωπικό προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, και (2) τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης εκ μέρους του πατέρα της λόγω εγκυμοσύνης.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός, αναφορικά με την ταυτότητα και την καταγωγή της Αιτήτριας, κρίθηκε αξιόπιστος. Η Αιτήτρια υπέβαλε πρωτότυπο διαβατήριο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, το οποίο ελέγχθηκε και κρίθηκε αυθεντικό, ενώ επιπρόσθετα τα περισσότερα από τα δηλωθέντα προσωπικά της στοιχεία επιβεβαιώθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, μέσω ανεξάρτητων και αξιόπιστων εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο σκέλος της αίτησης έγινε αποδεκτό.

Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός, ήτοι οι καταγγελλόμενες απειλές από τον πατέρα της εξαιτίας της εγκυμοσύνης της, δεν κρίθηκε αξιόπιστος. Κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε σωρεία αντιφάσεων, γενικολογιών, ασάφειας και ανεπαρκούς πληροφόρησης εκ μέρους της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξη. Οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από έλλειψη αιτιολόγησης, ελλιπή περιγραφή κρίσιμων περιστατικών και απουσία ευλογοφάνειας, ιδίως αναφορικά με τη μη προσφυγή στις αρχές της χώρας ή την αδυναμία προσδιορισμού των μετακινήσεών της.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, διαπιστώθηκε ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν υποστηρίζονται από οποιοδήποτε αντικειμενικό αποδεικτικό μέσο, ούτε δύνανται να επαληθευτούν με βάση τις διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης. Πρόκειται για προσωπική αφήγηση, χωρίς δυνατότητα επιβεβαίωσης, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη και της εξωτερικής αξιοπιστίας.

Κατά το στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε υπόψη μόνο τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά, δηλαδή την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας. Με βάση τα στοιχεία αυτά, και κατόπιν εξατομικευμένης εκτίμησης, η αρμόδια αρχή κατέληξε στο ότι δεν υφίστανται εύλογοι και βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η επιστροφή της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό θα συνεπαγόταν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Η Αιτήτρια περιγράφηκε ως υγιής, ενήλικη γυναίκα, χωρίς ιατρικά ή ψυχολογικά προβλήματα, με στοιχειώδη μόρφωση και επαγγελματική εμπειρία, ικανή να εργαστεί, και με διατηρούμενους οικογενειακούς δεσμούς στη χώρα καταγωγής της. Σημειώνεται ότι ουδεμία προηγούμενη δίωξη ή πράξη σοβαρής βλάβης σε βάρος της τεκμηριώθηκε, καθώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα —τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας—, η Υπηρεσία Ασύλου, βασιζόμενη σε πληθώρα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης (EASO, Crisis24, Geneva Academy, Global Conflict Tracker), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή γενικευμένης βίας στην εν λόγω περιοχή. Οι ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ περιορίζονται στις ανατολικές επαρχίες (North Kivu, South Kivu, Ituri), ενώ στην Κινσάσα δεν υπάρχουν ενεργές ένοπλες μη κρατικές ομάδες, ούτε τεκμηριώνονται φαινόμενα σύρραξης ή στοχοποίησης αμάχων. Επιπλέον, παρά τις γενικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη ΛΔΚ, στην Κινσάσα διαπιστώνονται δυνατότητες κοινωνικής οργάνωσης και στήριξης, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της οικονομικής ανεξαρτησίας.

Συνεπώς, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται προσφυγική ιδιότητα.

Κατά την εξέταση του ενδεχομένου χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός αξιολόγησε κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(α) και (β) του ίδιου Νόμου, και διαπίστωσε ότι ούτε στοχοποίηση, ούτε φόβος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης μεταχείρισης τεκμηριώνονται στην περίπτωση της Αιτήτριας. Ούτε συντρέχει περίπτωση παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή της αρχής της μη επαναπροώθησης, καθώς δεν υφίσταται εξατομικευμένος, ουσιαστικός και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης.

Έχοντας μελετήσει προσεκτικά τη συνέντευξη της Αιτήτριας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, το διοικητικό φάκελο, καθώς και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή και ενδελεχή διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων της παρούσας υπόθεσης. Η ερευνητική διαδικασία ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του Νόμου και πληρούσε τα ελάχιστα πρότυπα αξιολόγησης, όπως αυτά απορρέουν από την εσωτερική έννομη τάξη και τις σχετικές ευρωπαϊκές Οδηγίες.

Συγκεκριμένα, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του έγινε ορθώς αποδεκτός από τους Καθ΄ων η αίτηση αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν σαφείς και οι πληροφορίες που προέβαλε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.

Ως προς τους λόγους που επικαλέστηκε η Αιτήτρια για την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της, συντάσσομαι πλήρως με τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση–Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, χωρίς να διαπιστώνεται ανάγκη διαφοροποίησης. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας, σύμφωνα με τον οποίο φέρεται να αντιμετώπισε απειλές και κακοποιητική συμπεριφορά από τον πατέρα της λόγω ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, ορθώς απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

Η εν λόγω κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου στηρίζεται σε πλήθος ουσιαστικών ενδείξεων, μεταξύ των οποίων η ασάφεια, η ασυνέπεια, η έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης, καθώς και η έλλειψη ευλογοφάνειας στις απαντήσεις της Αιτήτριας κατά τη διάρκεια της προσωπικής της συνέντευξης. Τα στοιχεία αυτά, συνολικώς εκτιμώμενα, καθιστούν τον ισχυρισμό μη πειστικό και αδύναμο, με αποτέλεσμα να μην θεμελιώνεται η ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης κατά τα οριζόμενα από το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο.

Καταρχάς, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατέρας της πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της στον έβδομο μήνα, καθώς εκείνη την έκρυβε φορώντας κορσέ. Ο ισχυρισμός αυτός, λόγω της χρονικής διάρκειας και της υποτιθέμενης αποτελεσματικότητάς του, κρίθηκε ως ευλόγως απίθανος (ερυθ. 35χ8-χ9, 32χ2-χ3 Δ.Φ.).

Ασάφεια και αντίφαση παρατηρούνται και ως προς τη συμβίωση των γονέων της. Η Αιτήτρια αρχικά ανέφερε ότι ζούσε με αμφότερους τους γονείς στην Ngaliema, αλλά μεταγενέστερα ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της έδιωξε τη μητέρα της από την οικία λόγω της εγκυμοσύνης. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν παρέμεινε με τη μητέρα της, μετέβαλε τη θέση της, υποστηρίζοντας ότι η μητέρα εκδιώχθηκε μετά τη δική της φυγή. Η διαφοροποίηση αυτή δημιουργεί σοβαρή αντίφαση (ερυθ. 34χ2, 34χ6-χ13, 33χ14-χ15 Δ.Φ.).

Η Αιτήτρια δεν αιτιολόγησε πειστικά γιατί δεν έλαβε υποστήριξη από άλλα μέλη της οικογένειας. Ισχυρίστηκε απλώς ότι ο πατέρας της είπε στους συγγενείς να μην την βοηθήσουν. Όταν ερωτήθηκε γιατί ουδείς αντέδρασε ή της προσέφερε υποστήριξη, απάντησε γενικά και αόριστα, χωρίς να παραθέσει ουσιαστικά δεδομένα (ερυθ. 33χ8-χ13 Δ.Φ.).

Περαιτέρω, δήλωσε ότι ο σύντροφός της είχε πρόθεση να την παντρευτεί και ότι διατηρούσαν καλή σχέση, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της απαιτούσε να προηγηθεί γάμος προ της γέννας. Το γεγονός αυτό δεν συνάδει με την προηγούμενη τοποθέτηση περί θετικής πρόθεσης του συντρόφου της. Ακολούθως, ανέφερε ότι ο πατέρας της τον απέρριπτε λόγω της οικονομικής του κατάστασης, παρότι κατέθεσε ότι οι δυο τους ουδέποτε γνωρίστηκαν. Η εξήγηση ότι ο πατέρας της «το έμαθε από άλλους» κρίνεται ως εξαιρετικά αόριστη και αναξιόπιστη (ερυθ. 34χ3-χ5, 34χ16-χ17, 33χ4-χ7 Δ.Φ.).

Σχετικά με τη χορήγηση χαπιών για έκτρωση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι τα έβαζε στο στόμα της και τα πετούσε όταν ο πατέρας της έφευγε από το δωμάτιο. Δεν εξήγησε πώς εκείνος δεν αντιλήφθηκε την απόρριψη, δεδομένης της πρόθεσής του να επιτύχει την αποβολή (ερυθ. 32χ8-χ11 Δ.Φ.).

Καθοριστικής σημασίας είναι η παραδοχή της Αιτήτριας ότι δεν υπέστη καμία προσωπική δίωξη, κακοποίηση ή σωματική βλάβη κατά το διάστημα από Ιούλιο 2022 και εντεύθεν. Ομοίως, δεν προέκυψε ότι υπέστη δίωξη ο σύντροφός της, παρότι δήλωσε ότι ο πατέρας της ήθελε να του κάνει κακό. Ούτε εκείνος δέχθηκε απειλές, ούτε γνώρισε ποτέ τον πατέρα της, ούτε υπήρξε συγκεκριμένο επεισόδιο (ερυθ. 31χ1, 30χ9, 32χ12, 32χ15, 31χ4-χ5 Δ.Φ.).

Η Αιτήτρια επίσης δεν προσέφυγε στις αρχές και δεν εξήγησε τους λόγους της παράλειψης αυτής (ερυθ. 32χ13-χ14 Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, προέκυψε χρονική ανακολουθία μεταξύ της ημερομηνίας διακοπής εργασίας και φοίτησης (Σεπτέμβριος 2022) και της δήλωσής της ότι έφυγε από την οικία της ήδη από τον Αύγουστο του ίδιου έτους (ερυθ. 32χ4, 41χ3, 41χ12 Δ.Φ.).

Κατά δήλωσή της, διέμεινε για ένα μήνα στο Bas-Congo, αλλά δεν ήταν σε θέση να κατονομάσει περιοχή, χωριό ή άλλο σημείο παραμονής, ούτε γνώριζε τη διαδρομή προς το αεροδρόμιο. Η άγνοια βασικών πληροφοριών επιβεβαιώνει την ασάφεια της αφήγησης (ερυθ. 38χ10-χ11, 37χ5-χ9, 37χ12 Δ.Φ.).

Τέλος, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, απάντησε γενικά ότι «δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί». Η απάντηση στερείται οποιουδήποτε αντικειμενικού ή εξατομικευμένου κινδύνου (ερυθ. 30χ1, 30χ3-χ6 Δ.Φ.).

Πέραν των όσων επισημάνθηκαν στην έκθεση-εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου, από την ίδια τη συνέντευξη της Αιτήτριας προκύπτουν επιπρόσθετα σημεία αναξιοπιστίας, τα οποία ενισχύουν την κρίση περί έλλειψης εσωτερικής συνοχής. Ειδικότερα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο σύντροφός της της είχε προτείνει γάμο και διατηρούσαν καλή σχέση, χωρίς όμως να είναι σε θέση να εξηγήσει επαρκώς γιατί ο γάμος δεν πραγματοποιήθηκε, ιδίως εφόσον αποτελούσε, κατά τα λεγόμενά της, σημείο αντίρρησης για τον πατέρα της.

Επίσης, υποστήριξε ότι διέφυγε από την οικογενειακή οικία χωρίς ο πατέρας της να γνωρίζει πού βρισκόταν, γεγονός που καθιστά αδύναμη την επίκληση άμεσης και συνεχιζόμενης απειλής. Αν πράγματι η θέση της ήταν γνωστή μόνο στον σύντροφό της, η επιλογή διασυνοριακής φυγής και όχι εσωτερικής μετακίνησης δεν αιτιολογείται επαρκώς. Η δε απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας επικοινωνίας ή καταγγελίας προς τις αρχές παραμένει χωρίς πειστική αιτιολόγηση.

Η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να ονομάσει ούτε μια περιοχή, διαδρομή ή στάδιο μετακίνησης μετά τη φυγή της, παρά το γεγονός ότι ισχυρίστηκε πως έμεινε έναν μήνα στο Bas-Congo και ότι διήνυσε απόσταση μέχρι το αεροδρόμιο. Η πλήρης έλλειψη στοιχειώδους πληροφόρησης για τη διαδρομή που ακολούθησε και τις περιοχές διέλευσης ή διαμονής, υπονομεύει περαιτέρω την ευλογοφάνεια της αφήγησής της.

Τα πιο πάνω ενισχύουν την εκτίμηση ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας δεν παρουσιάζει επαρκή λογική συνέχεια, χρονική συνοχή και εσωτερική συνέπεια, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αξιόπιστος ούτε βάσει του ίδιου του περιεχομένου της αφήγησής της, ούτε βάσει των αντιδράσεών της στα ερωτήματα που της τέθηκαν.

Υπό τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο δεύτερος ισχυρισμός της Αιτήτριας χαρακτηρίζεται από πολλαπλές αντιφάσεις, γενικολογίες και έλλειψη εσωτερικής συνοχής, οι οποίες τον καθιστούν εσωτερικά αναξιόπιστο. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για θετική κρίση επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας.

Η σημασία της αξιοπιστίας του αιτητή στο πλαίσιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας έχει τύχει διαρκούς αναγνώρισης τόσο στη νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου όσο και στη διεθνή και ενωσιακή πρακτική. Όπως επαναλαμβάνεται στη νομολογία, το βάρος απόδειξης εναπόκειται πρωτίστως στον αιτητή, ο οποίος οφείλει να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα σχετικά στοιχεία και να λάβει θετικά μέτρα για τη στήριξη των ισχυρισμών του (άρθρο 16 του Ν. 6(Ι)/2000).

Η υποχρέωση συνεργασίας και θεμελίωσης της αίτησης ερμηνεύεται με βάση πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία, ο αιτητής οφείλει να καταθέσει πλήρως, συνεκτικά και πειστικά την αφήγησή του, και να είναι σε θέση να εξηγήσει τις όποιες αντιφάσεις, αοριστίες ή ελλείψεις προκύπτουν (William Crisantha Mal Francis Karunarathna ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 1875/2008· Jafar Kalash ν. Αναθεωρητικής Αρχής, Υπ. αρ. 626/2010).

Η σχετική υποχρέωση του αιτητή δεν είναι απλώς τυπική ή διοικητικής φύσης, αλλά συνδέεται με την ουσία της αξιολόγησης: ο αιτητής καλείται να παραθέσει με πληρότητα, σαφήνεια και συνοχή τα πραγματικά περιστατικά της αίτησής του. Η απουσία αντικειμενικών τεκμηρίων δεν αποκλείει την αποδοχή της αίτησης, πλην όμως απαιτείται η αφήγηση να πείθει ως βιωματική και ειλικρινής, κάτι που αξιολογείται κυρίως στη βάση της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας της κατάθεσης. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Όπως αναγνωρίζεται στο Εγχειρίδιο της ΕΥΑΑ για την Αξιολόγηση Αποδεικτικών Στοιχείων και Αξιοπιστίας (σελ. 91, 98), ο εξεταστής οφείλει να σταθμίσει μεταξύ άλλων: 1) τη συνέπεια και λογική συνοχή των ισχυρισμών, 2) τη συμβατότητα της αφήγησης με τις γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, 3) και την παρουσία ή απουσία λεπτομερειών που αποκαλύπτουν εμπειρική σύνδεση με τα γεγονότα. Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ο ρόλος του Αιτητή είναι καίριος. Η μη συνεργασία, η υπαναχώρηση, η παρουσία αντιφάσεων και η γενικότητα στους ισχυρισμούς του δεν επιτρέπουν την ενεργοποίηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας (UNHCR Handbook, παρ. 204). Το εν λόγω ευεργέτημα ενεργοποιείται, κατά τη σχετική πρακτική, μόνον εφόσον προηγηθεί διαπίστωση ότι ο αιτητής: 1) παρέσχε συνεκτική και κατά βάση πειστική κατάθεση, 2) προσπάθησε να εξηγήσει τις όποιες αδυναμίες με ειλικρίνεια, 3) συνεργάστηκε κατά το δυνατό με τη διοίκηση και προσκόμισε τα διαθέσιμα στοιχεία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η παρουσία ουσιωδών αντιφάσεων και ασάφειας καθιστά το εν λόγω ευεργέτημα αλυσιτελές.

Στην υπόθεση J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας (αρ. 59166/12), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΕΔΑΔ) ανέπτυξε, στις σκέψεις 92–93 της απόφασης του, τις βασικές παραμέτρους που διέπουν την αξιολόγηση της αξιοπιστίας αιτούντων διεθνή προστασία. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι δηλώσεις του αιτούντος οφείλουν να είναι συνεκτικές και πειστικές, και να μην αντιφάσκουν με διαθέσιμες ειδικές ή γενικές πληροφορίες σχετικές με την υπόθεσή του. Η διατύπωση αυτή αποτυπώνει τους θεμελιώδεις άξονες πάνω στους οποίους εδράζεται η εκτίμηση αξιοπιστίας: α) η συνέπεια των δηλώσεων του αιτητή, β) η πειστικότητα των ισχυρισμών του και γ) η συμβατότητά τους με τις ευρύτερες γνωστές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής και τις γενικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτήν.

Ειδική σημασία έχουν οι παρατηρήσεις της Γενικής Εισαγγελέως Sharpston στις υποθέσεις A, B και C (C-148/13, C-149/13, C-150/13), όπου τονίζεται ότι ο αιτητής δεν απαλλάσσεται από το βάρος να εξηγήσει ικανοποιητικά τις ελλείψεις, αντιφάσεις ή ασάφειες που προκύπτουν από την αίτησή του. Η Εισαγγελέας τόνισε ότι η μη αξιοπιστία σε ουσιώδεις πτυχές είναι ικανή να αποδυναμώσει στο σύνολό της την αίτηση, ακόμη και ελλείψει άμεσης αντίφασης με εξωτερικά στοιχεία.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν είναι κάθε ανακρίβεια ή ασάφεια επαρκής για να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης. Πλην όμως, όταν οι εν λόγω ασυνέπειες αφορούν τον κεντρικό πυρήνα της αίτησης — δηλαδή, το γεγονός από το οποίο πηγάζει ο φόβος δίωξης — και δεν συνοδεύονται από πειστικές εξηγήσεις, τότε η αναξιοπιστία προσλαμβάνει ουσιώδη χαρακτήρα και παράγει έννομες συνέπειες.

Συνεπώς, όταν – όπως εν προκειμένω – ο αιτητής δεν κατορθώνει να προσφέρει συνεκτική, λογικά συμβατή και επαρκώς τεκμηριωμένη αφήγηση, τότε το Δικαστήριο δικαιούται και υποχρεούται να καταλήξει σε αρνητική κρίση επί της αξιοπιστίας.

Ούτε κατά το παρόν στάδιο της προσφυγής η Αιτήτρια κατέστη ικανή να ανατρέψει τα ευρήματα της Διοίκησης αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της ή να προσκομίσει επιπρόσθετα στοιχεία ικανά να διαφοροποιήσουν ουσιωδώς την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου. Όπως έκρινε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C‑277/11, M.M., η διοικητική διαδικασία εξέτασης αιτήματος διεθνούς προστασίας πρέπει να διέπεται από τις αρχές της δίκαιης ακρόασης και της πλήρους, εξατομικευμένης έρευνας όλων των ουσιωδών στοιχείων, ενώ το δικαστικό στάδιο δεν συνιστά επανάληψη της διοικητικής κρίσης, αλλά μέσο πλήρους ελέγχου νομιμότητας και ουσίας.

Πέραν τούτων, διαπιστώνεται ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας η Υπηρεσία Ασύλου τήρησε πλήρως τις απαιτήσεις του νόμου και των εφαρμοστέων ευρωπαϊκών και διεθνών προτύπων, διασφαλίζοντας στην Αιτήτρια την ευκαιρία να αναπτύξει ελεύθερα τους ισχυρισμούς της. Συγκεκριμένα, η συνέντευξη της Αιτήτριας, διάρκειας τριών ωρών, διεξήχθη ενώπιον αρμοδίου λειτουργού και διερμηνέα, και περιλάμβανε πληθώρα ερωτημάτων ανοικτού τύπου, με σκοπό την κάλυψη τόσο του πυρήνα της αίτησης όσο και των επιμέρους θεμάτων. Η Αιτήτρια κλήθηκε να τοποθετηθεί επί όλων των σχετικών ζητημάτων και της δόθηκαν επανειλημμένες ευκαιρίες να εξηγήσει σημεία ασάφειας, ενώ της έγινε ρητή υπόδειξη να απαντά με ακρίβεια και ειλικρίνεια.

Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση της υπόθεσης, σε συμμόρφωση με το άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές συνθήκες της Αιτήτριας, περιλαμβανομένων των οικογενειακών της σχέσεων, του φύλου, της ηλικίας και του εκπαιδευτικού της υπόβαθρου. Παράλληλα, αξιολογήθηκαν τόσο οι δηλώσεις όσο και τα έγγραφα που προσκόμισε, στη βάση μιας συνολικής και αντικειμενικής κρίσης.

Η εκτίμηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας πραγματοποιήθηκε σε συνδυασμό με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, όπως προβλέπεται από το άρθρο 18(3)(α) του Νόμου. Συγκεκριμένα, στην Έκθεση-Εισήγηση γίνεται ρητή αναφορά σε επίσημες πηγές, περιλαμβανομένων των αναλύσεων της ΕΥΑΑ (Βλ.ερ. 67-65 δ.φ). Οι πηγές αυτές αξιοποιήθηκαν για να διαπιστωθεί αν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας βρίσκουν έρεισμα στο γενικό πλαίσιο της χώρας καταγωγής, και ιδίως της περιοχής Kinshasa.

Ούτε από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε από τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια ενώπιον της Διοίκησης ή του Δικαστηρίου προέκυψε οποιοδήποτε ζήτημα που να υπονομεύει την πληρότητα, διαφάνεια ή αντικειμενικότητα της διοικητικής διαδικασίας. Αντιθέτως, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε συστηματική και επιμελή διερεύνηση όλων των συναφών στοιχείων, αξιολογώντας τους ουσιώδεις ισχυρισμούς με σαφή και αιτιολογημένο τρόπο, ενώ η Αιτήτρια συμμετείχε ενεργά και είχε πλήρη δυνατότητα διατύπωσης των απόψεών της. Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τηρήθηκε η αρχή της δίκαιης διοικητικής διαδικασίας και διαμορφώθηκε στέρεη βάση για την κρίση περί της εσωτερικής αξιοπιστίας του αιτήματος.

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» φόβου, όπως περιλαμβάνεται στον ορισμό του πρόσφυγα, αποτελεί κατά κύριο λόγο αντικείμενο μελλοντοστραφούς πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει τόσο την ατομική κατάσταση της αιτούσας όσο και τις πληροφορίες που αφορούν τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης (άρθρο 4(3) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Λόγω του έντονα προσωπικού χαρακτήρα των καταγγελιών της Αιτήτριας, δεν καθίσταται δυνατή η ανεξάρτητη επαλήθευσή τους μέσω εξωτερικών πηγών. Ωστόσο, το Δικαστήριο, για λόγους πληρότητας, προέβη σε εξέταση της γενικής δυνατότητας του κράτους καταγωγής να προσφέρει αποτελεσματική προστασία έναντι απειλών ιδιωτικής φύσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 10(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

Σύμφωνα με την Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για το 2023 (δημοσιευθείσα τον Απρίλιο 2024), ενώ η Λ.Δ. Κονγκό διαθέτει νομικό πλαίσιο για ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, το δικαστικό σώμα παραμένει ευάλωτο σε διαφθορά, εκφοβισμό και πολιτική επιρροή, ακόμα και από άτομα με επιρροή ή κρατικούς λειτουργούς. Πειθαρχικά συμβούλια λειτουργούν μεν, αλλά τα φαινόμενα ατιμωρησίας και περιορισμένης αποτελεσματικότητας παραμένουν[1].

Κατά την Έκθεση του Freedom House (2024), το δικαστικό σύστημα, και ιδίως το Συνταγματικό Δικαστήριο, υπόκειται σε πολιτική χειραγώγηση, επιδεικνύει μεροληψία κατά της κοινωνίας των πολιτών και της αντιπολίτευσης, και παρουσιάζει συστηματική ατιμωρησία υπέρ των κυβερνητικών συμμάχων. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι παρά την τυπική συνταγματική απαγόρευση, οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις σε κάθε πτυχή της ζωής τους, με περιορισμένες δυνατότητες ανεξαρτησίας στο πλαίσιο παραδοσιακών οικογενειακών δομών.[2]

Η Διεθνής Αμνηστία, σε έκθεση του Απριλίου 2024, τεκμηριώνει φαινόμενα αυθαίρετων κρατήσεων, άδικων δικών και καταστολής της ελευθερίας έκφρασης, φαινόμενα που εντείνουν τη γενική εικόνα συστημικής αδυναμίας του κράτους να παρέχει δικαστική προστασία.[3]

Παρά τα πιο πάνω, η κρίση για εξωτερική αξιοπιστία δεν μπορεί να καταλήξει υπέρ της Αιτήτριας. Από τη συνέντευξή της προκύπτει ότι ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας της, δεν υπέστη καμία πράξη δίωξης μετά τη φυγή από την οικία της, ούτε περιέγραψε συνθήκες ενεργού απειλής ή αδυναμίας διαφυγής σε άλλο μέρος της χώρας. Δεν προέκυψαν, εξάλλου, αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία ή πληροφορίες που να καταδεικνύουν εξατομικευμένη αδυναμία προστασίας, πέραν της γενικής περιγραφής του οικογενειακού ελέγχου και των πολιτισμικών στερεοτύπων.

Ως εκ τούτου, ακόμη και υπό το πρίσμα των δυσλειτουργιών της κρατικής προστασίας στη Λ.Δ. Κονγκό, η Αιτήτρια δεν απέδειξε ότι εξαντλήθηκε ή αποδείχθηκε ανεπαρκής η κρατική παρέμβαση, ούτε κατέδειξε εξατομικευμένο και σοβαρό κίνδυνο δίωξης. Συνεπώς, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της δεν εδραιώνεται και το αίτημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στη βάση αυτή.

Συνεπακόλουθα, και λαμβανομένης υπόψη της ορθής κρίσης της Διοίκησης ότι τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που προέβαλε η Αιτήτρια στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν στοιχειοθετείται στην περίπτωσή της το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης, όπως αυτό απαιτείται κατά το άρθρο 2(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Οι μόνοι ισχυρισμοί της που έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό — ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία, η ταυτότητα και ο τόπος συνήθους διαμονής της — δεν συνδέονται με κανέναν από τους λόγους που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ήτοι: φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικές πεποιθήσεις.

Επιπρόσθετα, από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια υπέστη ή κινδυνεύει να υποστεί δίωξη τέτοιας έντασης ή σοβαρότητας που, είτε λόγω της φύσης τους είτε λόγω της επανάληψής τους, να συνιστούν σοβαρή παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου και η Αιτήτρια δεν δύναται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας κατά την έννοια του Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης.

Πέραν των προεκτεθέντων ζητημάτων εσωτερικής και εξωτερικής αναξιοπιστίας, το περιεχόμενο του ισχυρισμού της Αιτήτριας — ότι κινδυνεύει από τον πατέρα της λόγω της εξωσυζυγικής της σχέσης και της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης της — δεν συγκροτεί αξίωση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 2(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Ακόμη και αν ο ισχυρισμός εθεωρείτο βάσιμος στην ουσία του, παραμένει εντός της σφαίρας ιδιωτικής οικογενειακής διαφοράς, η οποία, απουσία αιτιώδους συνάφειας με κάποιον από τους αναγνωρισμένους λόγους δίωξης (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, κοινωνική ομάδα, πολιτική πεποίθηση), δεν θεμελιώνει προσφυγική ιδιότητα. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ στην υπόθεση C-255/19, OA, οικογενειακές ή κοινωνικές συγκρούσεις δεν δύνανται να θεωρηθούν πράξεις δίωξης, εκτός εάν αποδειχθεί ότι το άτομο ανήκει σε διακριτή κοινωνική ομάδα και τελεί σε κατάσταση ευαλωτότητας, για την οποία το κράτος καταγωγής αδυνατεί ή αρνείται να προσφέρει προστασία (σκέψεις 49–50, 63).

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν ισχυρίστηκε ούτε τεκμηρίωσε οποιαδήποτε εμπλοκή κρατικών αρχών ή ότι επιδίωξε προστασία την οποία της αρνήθηκαν. Η απουσία οποιασδήποτε απόπειρας καταγγελίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετά την αποχώρησή της από την οικία της δεν υπέστη οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή βίας, επιβεβαιώνει ότι δεν υφίσταται κρατική αδράνεια. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο της ΕΕ έχει επισημάνει ότι οι ιδιωτικής φύσεως πράξεις ή απειλές δεν δύνανται να θεωρηθούν «δίωξη», εφόσον δεν συνδέονται με κρατική ευθύνη ή αναγνωρισμένο λόγο (βλ. C-285/12, Diakité, σκ. 19–24· C-148/13 A, B, C).

Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 4(3) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ελλείψει εναρμονισμένων αποδεικτικών μέσων, το βάρος απόδειξης φέρει ο αιτητής. Η Αιτήτρια δεν προσκόμισε κανένα τεκμήριο για την υποτιθέμενη απειλή, ούτε απέδειξε σύνδεση με ομάδα που μπορεί να δικαιολογήσει ιδιαίτερη στοχοποίηση λόγω φύλου ή κοινωνικής θέσης.

Κατά συνέπεια, ακόμη και αν ο ισχυρισμός θεωρηθεί αληθής, αυτός δεν συγκροτεί πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ούτε πληροί τα κριτήρια του άρθρου 2(γ). Παραμένει στην ουσία του μία ιδιωτική οικογενειακή σύγκρουση, αποσυνδεδεμένη από τα νομολογιακά και θεσμικά προαπαιτούμενα της προσφυγικής ιδιότητας.

Το Δικαστήριο, στη βάση των αποδεκτών στοιχείων της παρούσας υπόθεσης, ήτοι της ταυτότητας, του προσωπικού προφίλ και του τόπου τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, κρίνει ότι δεν προκύπτει οποιοσδήποτε εξατομικευμένος και βάσιμος ισχυρισμός ικανός να θεμελιώσει τον κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, χριστιανή, ανύπαντρη μητέρα ενός τέκνου, με τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής την πόλη Κινσάσα. Δηλώνει ότι έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι μέχρι την αναχώρησή της εργαζόταν ως δασκάλα σε ιδιωτικό σχολείο. Από τον φάκελο προκύπτει ότι διέμενε με τους γονείς της μέχρι το καλοκαίρι του 2022 και, πέραν των γενικών αναφορών της σε οικογενειακές συγκρούσεις, δεν τεκμηριώθηκε οποιαδήποτε σοβαρή ή συστηματική παραβίαση των δικαιωμάτων της κατά την παραμονή της στη χώρα καταγωγής της.

Η Αιτήτρια ανέφερε ότι η οικογένειά της — οι γονείς, ο αδελφός και οι αδελφές της — διαμένουν στην περιοχή Ngaliema της Κινσάσα, χωρίς να προκύπτει ότι στερείται παντελώς συγγενικών δεσμών. Παρότι ισχυρίστηκε ότι διατηρεί επικοινωνία μόνο με μία εκ των αδελφών της και με κάποιους φίλους, δεν τεκμηριώθηκε πλήρως ότι δεν έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής ή οικογενειακής στήριξης.

Από την αξιολόγηση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας της Υπηρεσίας Ασύλου και βάσει της έκθεσης ευαλωτότητας, δεν προέκυψε οποιαδήποτε ιδιαίτερη ευαλωτότητα της Αιτήτριας, πλην της εγκυμοσύνης της κατά τον χρόνο της άφιξής της, η οποία δεν συνοδεύτηκε από ευρήματα σωματικής ή ψυχικής επιβάρυνσης ούτε κρίθηκε ότι επηρέασε την ικανότητά της να συμμετάσχει στη διοικητική διαδικασία ή να περιγράψει τα περιστατικά.

Ο μοναδικός ισχυρισμός της Αιτήτριας που συνδέεται με φόβο δίωξης – ήτοι ότι ο πατέρας της την απειλούσε εξαιτίας της εξωσυζυγικής της σχέσης και της εγκυμοσύνης της – έτυχε πλήρους και ενδελεχούς αξιολόγησης από την Υπηρεσία Ασύλου και ορθώς απορρίφθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος. Κατά την κρίση της Διοίκησης, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με ακρίβεια σε κρίσιμα ερωτήματα, υπέπεσε σε αντιφάσεις και γενικόλογες δηλώσεις, ενώ ουδεμία πράξη δίωξης περιέγραψε ότι υπέστη μετά την αναχώρησή της από την οικογενειακή οικία. Περαιτέρω, ουδέποτε επιχείρησε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας της, γεγονός που ενισχύει την αμφιβολία περί της σοβαρότητας ή και της ύπαρξης των καταγγελλόμενων περιστατικών.

Αναφορικά με τη γενική κατάσταση στην πόλη Κινσάσα, όπου διαμένει η οικογένεια της Αιτήτριας και στην οποία θα επιστρέψει, σημειώνεται προκαταρκτικά ότι, όπως θα αναλυθεί εκτενέστερα στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος για συμπληρωματική προστασία, δεν προκύπτει να επικρατούν συνθήκες γενικευμένης ένοπλης βίας ή ένοπλης σύρραξης ικανές να θεμελιώσουν σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του νόμου.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και δη στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2)(α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί η Αιτήτρια σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθυμίζει ότι, κατά την απόφαση C-621/21, WS[4], ενδεχόμενη απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 15(α) ή (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και όταν προέρχεται από μη κρατικό φορέα, εφόσον στοιχειοθετείται πραγματικός και εξατομικευμένος κίνδυνος σοβαρής βλάβης. Εν προκειμένω, ωστόσο, όπως ήδη εξετάστηκε, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί απειλών εκ μέρους του πατέρα της κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος, και συνεπώς ουδεμία τεκμηριωμένη βάση υπάρχει για εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων. Δεν προέκυψε επίσης οποιαδήποτε ευαλωτότητα υγείας ή ανάγκη ιατρικής μεταχείρισης, που να εγείρει ζητήματα υπό το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ κατά την έννοια της απόφασης Paposhvili v. Belgium[5].

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σημειώνεται ωστόσο κατά την πρόσφατη απόφαση C-901/19, CF και DN[6], το Δικαστήριο επισήμανε ότι η σχετική εκτίμηση απαιτεί ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της γεωγραφικής έκτασης, της έντασης των βιαιοτήτων και της φύσης των επιθέσεων.

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην Kinshasa.

Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό βρίσκεται σε κατάσταση μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης έναντι πολλών μη κρατικών ένοπλων ομάδων[7], οι οποίες, ωστόσο, δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της χώρας, όπως το North Kivu, το South Kivu και η επαρχία Ituri, και όχι στην πρωτεύουσα Kinshasa[8].

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 24/02/2024 με 21/02/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 29 περιστατικά ασφαλείας με 239 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 12 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (19 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες) και 2 ως διαδηλώσεις (καμία απώλεια).[9]

Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [10]

Ενδεικτικά αναφέρεται περαιτέρω ότι κατά το 2025, συγκεκριμένα κατά την περίοδο 01/01/2025- 21/03/2025, έχουν καταγραφεί 8 περιστατικά ασφαλείας με 16 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 4 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (3 απώλειες), τα 3 ως μάχες (13 απώλειες) και 1 ως εξέγερση (καμία απώλεια).[11] Εκ των 8 περιστατικών ασφαλείας, τα 5 στοχοποίησαν αμάχους, ενώ από το σύνολο των 16 θυμάτων, τα 3 ήταν άμαχοι.[12]

Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[13]

Εν προκειμένω, η πόλη Kinshasa, ως τόπος καταγωγής και επιστροφής της Αιτήτριας, σύμφωνα με έγκυρες διεθνείς πηγές (ACLED, RULAC, Crisis24), δεν συνιστά ζώνη ένοπλης σύρραξης ή αυθαίρετης και αδιάκριτης άσκησης βίας. Αντιθέτως, οι συγκρούσεις παραμένουν εντοπισμένες σε απομακρυσμένες ανατολικές επαρχίες, ενώ τα καταγεγραμμένα περιστατικά στην Kinshasa κατά την περίοδο 2024–2025 είναι σποραδικά, με μη συστημικό χαρακτήρα και χαμηλή αναλογία θυμάτων μεταξύ αμάχων.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει την ύπαρξη του απαιτούμενου επιπέδου γενικευμένης βίας στην περιοχή επιστροφής, ούτε συντρέχουν επαρκείς εξατομικευμένες περιστάσεις που να ενεργοποιούν την αρχή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας. Ως εκ τούτου, η υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίπτεται.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της παρούσας διοικητικής απόφασης, καταλήγω ότι η αίτηση της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως και επιμελώς σε κάθε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και ορθώς απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.

Η Διοίκηση ορθώς κατέληξε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους που αναγνωρίζονται από τη Σύμβαση της Γενεύης. Επιπλέον, δεν στοιχειοθετήθηκε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό οποιοδήποτε σκέλος του άρθρου 19(2), ώστε να δικαιολογείται υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), 

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] USDOS – US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2025, available at: https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/democratic-republic-of-the-congo/

[2] Freedom House: Freedom in the World 2023 - Democratic Republic of the Congo, 25 April 2025, available at: https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2024

[3] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024, available at: https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/

[4] ΔΕΕ, WS κατά Bundesrepublik Deutschland, C-621/21, απόφαση της 8.11.2022, σκέψεις 41–44.

[5] ΕΔΔΑ, Paposhvili κατά Βελγίου, προσφυγή αρ. 41738/10, απόφαση της 13.12.2016, σκέψεις 178–183

[6] ΔΕΕ, CF και DN κατά Bundesrepublik Deutschland, C-901/19, απόφαση της 10.6.2021, σκέψεις 43–47.

[7] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo,  Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord  (accessed on 26/03/2024)

[8] International Crisis Group, Crisis Watch, February 2025, available at: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch   (accessed on 26/03/2024)

[9] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 23/03/2024 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[10] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[11] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 01/01/2025 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[12] Ό.π. Για τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με την στοχοποίηση αμάχων, χρησιμοποιήθηκε το φίλτρο “Civilian Targeting” στο σημείο 9 της βάσης (9. See results by event type- “Yes”, Category “Civilian Targeting”).

[13] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο