Α. Α. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1557/24, 30/4/2025
print
Τίτλος:
Α. Α. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.1557/24, 30/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1557/24

 

                                                              30 Απριλίου 2025           

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. Α. Α.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κος Ν. Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση                          Κος Ρ. Ευαγγέλου – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα            

Κα M. Seynab – μεταφράστρια για πιστή μετάφραση από Σομαλικά σε Αγγλικά και αντίστροφα            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται επανεξέταση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 18/04/24 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο, ο αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, μετά που ταξίδεψε μέσω Τουρκίας και διέμενε περί τον 1 ½ χρόνο στη Σαουδική Αραβία, στις 06/10/23, και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 20/10/23 (ερ.1-3, 24).

Στις 14/03/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.14-24). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 10/04/24 αποφασίστηκε να μην παραχωρηθεί διεθνής προστασία στον αιτητή (ερ.94-107). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στα αγγλικά και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα, στις 18/04/24 (ερ.108, 3).

Η προσφυγή αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Αυτό που αναφέρει ο αιτητής είναι ότι «δεν [μπορεί] να [επιστρέψει] στη χώρα [του] γιατί κινδυνεύει η ζωή [του], ο πατέρας [του] σκοτώθηκε από έναν αστυνομικό και ο αστυνομικός [τον] κυνηγά και [έχει υποστεί] διακρίσεις από την κοινωνία».

Ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας».

Στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω «θεμάτων ασφάλειας», καθώς, ως αναφέρει, κάποιος σκότωσε τον πατέρα του και θα σκοτώσει και τον ίδιο, δεν αντιμετωπίζει δε, ως προσθέτει, θέματα υγείας.         

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Μογκαντίσου, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε ιδιωτικό σχολείο στη χώρα καταγωγής, χωρίς να θυμάται το πότε, μιλά Σομαλικά και Αγγλικά, οι γονείς του έχουν αποβιώσει, η μεν μητέρα του από καρδιακό επεισόδιο το 2012, ο δε πατέρας του σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο 2021, έχει μια αδελφή και ένα αδελφό, η μεν πρώτη ζει στη Σαουδική Αραβία από το 2019, ο δε δεύτερος στην Ουγκάντα, όπου μετοίκησε μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Ο αιτητής εργαζόταν σε κατάστημα χονδρικής του πατέρα του, σε περιοχή της Μογκαντίσου. Ερωτώμενος σχετικά με τον χρόνο που διέρρευσε από τότε που έφυγε από τη χώρα καταγωγής (10/04/22) μέχρι να εισέλθει στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας (06/10/23), ο αιτητής ανέφερε ότι ταξίδεψε μαζί με την αδελφή του μέσω Τουρκίας και διέμενε στη Σαουδική Αραβία, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για άλλη αδελφή από αυτήν που είχε αναφέρει ότι διαμένει στη Σαουδική Αραβία, η μεγαλύτερη αδελφή, η οποία και απεβίωσε στην Τουρκία. Όταν δε η άδεια διαμονής του στην Τουρκία επρόκειτο να λήξει, αποφάσισε να έρθει στις ελεύθερες περιοχές μέσω κατεχομένων.

Σχετικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι η ζωή του ιδίου και της αδελφής του βρισκόταν σε κίνδυνο, καθώς ο άνδρας που σκότωσε τον πατέρα τους «άρπαξε την επιχείρηση» τους. Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι το άτομο που σκότωσε τον πατέρα του ανήκε στην «μαφία», από μεγάλη φατρία/φυλή (clan), όμως όταν ρωτήθηκε για τη φυλή στην οποία ανήκε το πρόσωπο αυτό, ο αιτητής δήλωσε αρχικά άγνοια και ακολούθως ανέφερε ότι «[νομίζει] ότι είναι από τη (φυλή) Abgal». Ερωτώμενος για το άτομο που κατ’ ισχυρισμό σκότωσε τον πατέρα του ο αιτητής ανέφερε πως αυτός ερχόταν στο κατάστημα τους και πως η τελευταία φορά που τον είδε ήταν την ημέρα που σκότωσε τον πατέρα του. Ερωτώμενος αν αυτός προσέγγισε τον ίδιο μετά τον θάνατο του πατέρα του ο αιτητής απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας όμως ότι, ως τον ενημέρωσε η αδελφή του, το άτομο αυτό τον αναζητούσε συνεχώς και έτσι η αδελφή του ανέφερε στον αιτητή να φύγει από την περιοχή μέχρι η ίδια να προετοιμάσει τα πάντα για να φύγουν από τη χώρα.

Ερωτώμενος για την κατ’ ισχυρισμό δολοφονία του πατέρα του ο αιτητής ανέφερε ότι ο δολοφόνος είχε μια αψιμαχία με τον πατέρα του, έβγαλε το όπλο του, τον σκότωσε και τότε ο ίδιος αλλά και ο δολοφόνος έτρεξαν μακριά. Έθαψαν δε τον πατέρα του μετά από δύο μέρες. Ερωτώμενος αν συνέβη κάτι από τον Σεπτέμβριο 2021, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του, μέχρι που έφυγε από τη χώρα τον Απρίλιο 2022, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, αναφέροντας ότι ήταν φοβισμένος και δεν μπορούσε να κοιμηθεί, γιατί πίστευε ότι θα σκότωνε και τον ίδιο, αφού – ως ανέφερε – σκότωσε τον πατέρα του. Ερωτώμενος γιατί πιστεύει ότι ο δολοφόνος του πατέρα του θα σκοτώσει και τον ίδιο, ο αιτητής ανέφερε ότι είναι γιατί είναι μάρτυρας της δολοφονίας και σκοτώνοντας τον δεν θα υπάρχουν τεκμήρια της δολοφονίας. Ερωτώμενος γιατί δεν συνέβη τίποτε στον ίδιο μέχρι που έφυγε από τη χώρα, δεδομένου ότι ο δολοφόνος του πατέρα του τον έψαχνε, ο αιτητής ανέφερε πως ζούσε σε άλλη περιοχή της Μογκαντίσου, χωρίς όμως να αναφέρει που ακριβώς. Σε ερώτηση γιατί έφυγε από τη χώρα αφού για διάστημα περί των 7 μηνών ήταν ασφαλής εκεί που διέμενε, ο αιτητής ανέφερε ότι δεν ήθελε να μείνει στη Σομαλία, καθώς κινδυνεύει και δεν έχει οικογένεια εκεί, αφού τα αδέλφια του μένουν στο εξωτερικό.

Κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και αξιολόγησαν του ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο 1ος αφορά τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ήτοι χώρα καταγωγής, οικογενειακή του κατάσταση και τον τόπο διαμονής, και έγινε δεκτός.

Ο 2ος ισχυρισμός αφορά ισχυριζόμενο φόβο κατά της ζωής του αιτητή από άνδρα, μετά τον θάνατο του πατέρα του ιδίου, ο οποίος απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, στους ισχυρισμούς εντοπίστηκαν ασάφειες, αοριστίες, έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών.

Συγκεκριμένα, επί του 2ου ως άνω ισχυρισμού, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, οι ισχυρισμοί του επί της κατ’ ισχυρισμό δολοφονίας του πατέρα του, τι προηγήθηκε, από ποιόν έγινε, πως, τι ακριβώς έλαβε χώρα εκείνη τη στιγμή και τη ακολούθησε αυτής στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και βιωματικών στοιχείων, δεν ήταν – ούτε κατ’ ελάχιστο – ευλογοφανείς, τόσο αναφορικά με τον ισχυριζόμενο κίνδυνο προς τον ίδιο αλλά και την ταυτότητα του δράστη, και – επί όλου του αφηγήματος – ο αιτητής αδυνατούσε να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα που του υποβλήθηκαν σχετικώς. Εντοπίστηκαν περαιτέρω ασυνέπειες τόσο αναφορικά με τους λόγους που ήταν ασφαλής για 7 μήνες μετά τη δολοφονία του πατέρα του, δεδομένου ότι – ως ανέφερε – τον αναζητούσε ο δολοφόνος του και επί δε σχετικών ερωτήσεων που υποβλήθηκαν ο αιτητής παρέμεινε ασαφής και εν πολλοίς μονολεκτικός, επιβεβαιώνοντας ότι το ότι τον αναζητεί ο δολοφόνος του πατέρα του αποτελεί πράγμα για το οποίο – ως και πάλι χωρίς να εξηγεί ή να δίδει λεπτομέρειες – είχε πληροφορηθεί από την αδελφή του. Δεδομένης της προσωπικής φύσεως των ισχυρισμών του αιτητή δεν κρίθηκε σκόπιμη η αναζήτηση πληροφοριών σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Μογκαντίσου), σε συνάρτηση με το προφίλ του αιτητή, ως αυτό έγινε αποδεκτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, παρότι η οργάνωση Al Shabaab εξακολουθεί να δρα εντός της πρωτεύουσας της Σομαλίας, εντούτοις – δεδομένου του χαμηλού σχετικά αριθμού καταγραφέντων συμβάντων ασφαλείας εντός της πόλης, δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης του αιτητή κατά την επιστροφή του εκεί.

Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

Στα πλαίσια των γραπτών του αγορεύσεων όσο και προφορικά κατά τις διευκρινήσεις ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα είχε αναφέρει στην επίδικη αίτηση, προσθέτοντας ότι η φυλή του «καταπιέζεται συστηματικά» και υφίσταται απειλές και πως διαπίστωσε ότι δεν καταγράφηκαν όλα όσα ανέφερε στην επίδικη συνέντευξη, χωρίς όμως να αναφέρει τελικώς τι ακριβώς δεν καταγράφηκε.

Οι καθ' ων η αίτηση, αγορεύοντας προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, ελήφθη στα πλαίσια ορθής και επιμελούς διαδικασίας, και, με αναφορές στα ευρήματα αξιοπιστίας του αιτητή και στην τελική τους κατάληξη, αναφέρουν ότι, δεδομένου και του ότι ο αιτητής, ως ο ίδιος ανέφερε (ερ.15, 16), ουδέν κίνδυνο αντιμετώπισε κατά τον χρόνο μετά την κατ’ ισχυρισμό δολοφονία του πατέρα του και μέχρι να φύγει από τη χώρα, η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και τα επιμέρους ευρήματα τους είναι εύλογα και ορθά.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Εν προκειμένω, διερχόμενος με προσοχή το πρακτικό της συνέντευξης και την επίδικη έκθεση των καθ’ ων η αίτηση,  αποδέχομαι – ως ήταν και η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση - ότι οι ελλείψεις εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών σχετικά με τα όσα ανέφερε για τον θάνατο του πατέρα του και την μετέπειτα ισχυριζόμενη δίωξη του από το άτομο που σκότωσε τον πατέρα του, η ασυνέχεια των ισχυρισμών του και οι αντιφάσεις στο αφήγημα του αιτητή, ως αυτές ενδελεχώς και λεπτομερώς καταγράφονται στην επίδικη έκθεση και παρατίθενται πιο πάνω, είναι αρκετά για να διαβρώσουν πλήρως και σε όλη τους την έκταση την εσωτερική συνοχή και αξιοπιστία των εν λόγω ισχυρισμών του αιτητή. Δεν κρίνω δε σκόπιμο να επαναλάβω εδώ τις σχετικές διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, δεδομένου ότι καταγράφονται πιο πάνω. Ενδεικτικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του διατηρεί χρονική συνέχεια και συνέπεια και άπαντα τα λεγόμενα του σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό δολοφονία του πατέρα του, το τι προηγήθηκε και το τι ακολούθησε αυτής, στερούνται κάθε ψήγματος βιωματικής λεπτομέρειας. Αξίζει σχετικώς να σημειωθεί ότι επί της προσφυγής γίνεται αναφορά σε δολοφονία του πατέρα του από αστυνομικό, ισχυρισμός που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη ο αιτητής αναφορικά με το άτομο που σκότωσε τον πατέρα του, ως ισχυρίστηκε.

Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω σε όσα λεπτομερώς καταγράφονται στα ερ.102-103 πέραν του να σημειώσω ότι δεν μου διαφεύγει ότι η φυλή (Rer Hamar, ορθότερο Reer Hamar) στην οποία ανήκει ο αιτητής, ως αυτός ανέφερε (ερ.20), πρόκειται όντως για μικρή σε πληθυσμό μειονοτική φυλή, η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά που αυτός αναφέρει σε σχέση με τα επαγγέλματα τους και μέλη της είναι ενίοτε ευάλωτα σε εκβιασμούς (αφορά το 2012), που συνάδουν μερικώς με όσα ισχυρίστηκε ο αιτητής, όμως δεν αντιμετωπίζουν, ως σε σχετική έκθεση του EASO αναφέρεται, άμεσες απειλές κατά της ασφάλειας τους πρόσφατα [1]. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, δεδομένης της παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής των όσων ανέφερε, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο εν λόγω ισχυρισμός, εφόσον τα λεγόμενα του αιτητή, τα οποία – ως ανωτέρω αναφέρω – εν προκειμένω βρίθουν κενών και ασαφειών, δεν επιτρέπουν ανατροπή της κατάληξης μου επί της εσωτερικής συνοχής και καθίστανται μοιραία και για τη συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή.

Θα συμφωνήσω λοιπόν με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση περί απόρριψης της επίδικης αιτήσεως όχι όμως με την πορεία εξέτασης αυτής, εκ της οποίας απουσιάζει μια, έστω συνοπτική, παράθεση πληροφοριών σχετικά με τη φυλή του αιτητή και αξιολόγηση αυτών σε συνάρτηση με τα όσα ανέφερε, ως ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσης, έγινε.

Σε συνέχεια των ως άνω διαπιστώσεων μου δεν θεωρώ ότι προσθέτουν στο αφήγημα του αιτητή τα όσα στην παρούσα διαδικασία περί μη καταγραφής όλων των λεγομένων του στην επίδικη συνέντευξη, δεδομένου ότι, χωρίς να παραθέτει ειδικώς σε ποιους ισχυρισμούς ο αιτητής αναφέρεται, δεν χρήζουν βεβαίως περαιτέρω εξέτασης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο αιτητής βεβαίωσε μετά από ανάγνωση του επίδικου πρακτικού ότι τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη καταγράφηκαν πλήρως και ακριβώς (ερ.14).

Σχετικά τώρα με τα όσα αναφέρει περί καταπίεσης που δέχεται η φυλή του, τα οποία παρατέθηκαν με την ίδια γενικότητα ως και στη συνέντευξη είχαν αναφερθεί, δεδομένων και των όσων πιο πάνω αναφέρω σχετικά, αλλά και του ότι, ως στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, αναφέρθηκε, «το […] δικαστήριο δεν υπέχει […] υποχρέωση [να εξετάσει το ίδιο] αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά […] δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως […]» δεν θεωρώ ότι μπορούν αυτοί να τύχουν περαιτέρω εξέτασης και δεν διαφοροποιούν την ανωτέρω κατάληξη μου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν συνδέονται με κάποιο συγκεκριμένο συμβάν που αφορά τον ίδιο τον αιτητή, αλλά και του ότι, ως ανωτέρω καταγράφω, δεν φαίνεται η φυλή αυτή να αντιμετωπίζει άμεση απειλή για την ασφάλεια της.

Δεδομένων των ως άνω απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Μογκαντίσου).

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 16/12/23 έως τις 13/12/24 στην περιφέρεια Banaadir, όπου βρίσκεται η Mogadishu, καταγράφηκαν 201 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 194 απώλειες. Εξ αυτών των περιστατικών 58 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 82 απώλειες, 49 ως «βία κατά πολιτών» και οδήγησαν σε 34 απώλειες, 64 ως «έκρηξη ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) και οδήγησαν σε 75 απώλειες, 26 ως «διαδηλώσεις» τα οποία οδήγησαν σε 2 απώλειες και 4 περιστατικά στην κατηγορία «εξεγέρσεις» (“riots”) που οδήγησαν σε 1 απώλεια.[2] Ο δε πληθυσμός της περιοχής Benadir, όπου εντάσσεται η Μογκαντίσου, ανέρχεται σήμερα περί τα 2,6 εκατομμύρια κατοίκων. [3]

Στο εγχειρίδιου του EUAA Country Guidance: Somalia [4], August 2023, αναφέρεται ότι, παρότι η Al Shabaab έχει απωλέσει προ δεκαετίας τον άμεσο έλεγχο των περιοχών της πρωτεύουσας, διατηρεί την δυνατότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις και δολοφονίες και η δράση της ευθύνεται για τα ¾ των περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή για μέρος του 2021 και σχεδόν το σύνολο του 2022. Για το ίδιο χρονικό διάστημα έχουν καταγραφεί στην περιοχή 898 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 901 θάνατοι. Εκ των παρατιθέμενων στο εν λόγω εγχειρίδιο περιστατικών ασφαλείας καθίσταται σαφές ότι στην Μογκαντίσου εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα τυφλές επιθέσεις, με συχνά και πολλά θύματα αμάχων και η κατάσταση χαρακτηρίζεται από αδιακρίτως ασκούμενη βία υψηλής έντασης, με αποτέλεσμα –στη βάση της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας – να απαιτούνται λιγότερα προσωπικά στοιχεία προκειμένω να συναχθεί σχετικός κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα αμάχου εκ της παρουσίας του στην περιοχή. 

Αποτιμώντας τα ως άνω δεδομένα είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθώς, παρότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην Μογκαντίσου είναι σχετικά υψηλής έντασης, με περιστατικά αδιάκριτης βίας, κυρίως προερχόμενης από την Al Shabaab, που δημιουργούν βεβαίως ενδεχομένως κινδύνους για τον τοπικό πληθυσμό, για τον οποίο δύναται να ειπωθεί ότι διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή, εντούτοις, δεδομένου του ότι εν προκειμένω δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής και λαμβανομένου υπόψη του ότι οι ισχυρισμοί του δεν αφορούν τον κατεξοχήν δράστη στην περιοχή (Al Shabaab), του προφίλ του αιτητή, αλλά και του ότι – ως ο ίδιος ανέφερε – διέμενε με ασφάλεια σε περιοχή της Μογκαντίσου, χωρίς να αντιμετωπίσει κίνδυνο από τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του ή άλλο δρώντα στην περιοχή, δεν θεωρώ ότι υφίσταται κίνδυνος στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατ’ εφαρμογή της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[5] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Προς την ως άνω κατάληξη μου λαμβάνω υπόψη και το ότι ο αιτητής είναι άνδρας, υγιής, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο (δευτεροβάθμια εκπαίδευση), εργασιακή εμπειρία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, ικανός προς βιοπορισμό, και – δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του περί δολοφονίας του πατέρα του – δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι στερείται παντελώς ενός – έστω στοιχειώδους – οικογενειακού ή φιλικού υποστηρικτικού δικτύου στην περιοχή διαμονής του, το οποίο θα τον βοηθήσει κατά την επανένταξη του στην τοπική κοινωνία με την επιστροφή του.

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως ορίζεται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Somalia, Targeted Profiles, COI REPORT, EASO, September 2021 https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_09_EASO_COI_Report_Somalia_Targeted_profiles.pdf - σελ.68-69

[2] ACLED EXPLORER,  με στοιχεία ανάλυσης ως εξήςΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 13/12/2023 - 16/12/2024,  ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -Somalia  – Banaadir), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[4] EUAA, Country Guidance: Somalia, August 2023, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-somalia-august-2023 p.169-173

[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο