A.B.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2172/24, 30/4/2025
print
Τίτλος:
A.B.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2172/24, 30/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                         Υπόθεση Αρ.:  2172/24

 

30 Απρίλιου, 2024

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

A.B.M.

 

Αιτητής

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

                                                     μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

Λ. Βελίκοβα (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

(Μ. Σταύρου (κα) για πιστή μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 24/01/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 13/06/2025, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσιο των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο Αιτητής, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και κάτοχος διαβατηρίου, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 13.05.2021, αμέσως μετά την είσοδό του στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που τελούν υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυβέρνησης. Την ίδια ημέρα του εκδόθηκε σχετική βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας. Ακολούθως, στις 24.04.2024 διενεργήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Βάσει της εν λόγω συνέντευξης, στις 24.05.2024 ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης. Η εισήγηση έγινε αποδεκτή από τον Προϊστάμενο στις 24.01.2024, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης και την επιστροφή του Αιτητή στη Λ.Δ. του Κονγκό. Η σχετική απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 13.06.2024, η οποία περιλάμβανε αιτιολόγηση και παραλήφθηκε ιδιοχείρως την ίδια ημέρα από τον Αιτητή. Κατά της απόφασης, ο Αιτητής καταχώρησε, στις 18.06.2024, προσφυγή με αρ. 2172/24 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, επιδιώκοντας την ακύρωση της εν λόγω απόφασης.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής, ο Αιτητής δεν προσδιορίζει οποιαδήποτε πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου κατά τρόπο σαφή και τεκμηριωμένο. Αντιθέτως, περιορίζεται σε γενική και αόριστη επίκληση αδυναμίας επιστροφής στη χώρα καταγωγής, χωρίς αναφορά σε νομικά ή πραγματικά ελαττώματα της διοικητικής απόφασης. Συγκεκριμένα, ο μόνος ισχυρισμός που περιλαμβάνεται στο εισαγωγικό δικόγραφο είναι ότι ο Αιτητής είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο οποίος τελούσε υπό την κηδεμονία άνδρα ενταγμένου στον στρατό της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, ο οποίος φέρεται να υπεξαίρεσε τα χρήματα του συμβολαίου του Αιτητή και να τον απειλεί με θάνατο.

 Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου προφορική αγόρευση της 18.12.2024, ο Αιτητής προέβαλε σειρά πρόσθετων ισχυρισμών που αφορούσαν την επικαλούμενη αδυναμία επιστροφής του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι στο παρελθόν ήταν ποδοσφαιριστής και τελούσε υπό την «κηδεμονία» ενός άνδρα, ο οποίος φέρεται να ήταν ταυτόχρονα πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας του και εν ενεργεία στρατιωτικός. Σύμφωνα με τον Αιτητή, το εν λόγω πρόσωπο ιδιοποιήθηκε τα χρήματα του συμβολαίου του, ενώ, στη συνέχεια, τον απείλησε με θάνατο. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι αρμόδιες αρχές της χώρας του δεν έλαβαν μέτρα προστασίας όταν αυτός προέβη σε σχετική αναφορά, ενώ υποστήριξε ότι, λόγω της αναγνωρισιμότητάς του και της προγενέστερης διαμάχης, η επιστροφή του στη χώρα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα. Ζήτησε, δε, επιπρόσθετο χρόνο ώστε να μπορέσει να παρουσιάσει στοιχεία και καταγγελίες προς ενίσχυση των ισχυρισμών του.

Από πλευράς των Καθ’ ων, τονίστηκε ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Αιτητή κατά την αγόρευσή του ουδέποτε είχαν τεθεί με πληρότητα και σαφήνεια κατά το στάδιο της διοικητικής εξέτασης του αιτήματος, και δη κατά την προσωπική του συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Υποστηρίχθηκε ότι η αναφορά σε οικονομική διαφορά και προσωπική διαμάχη με τον φερόμενο ως manager/κηδεμόνα του Αιτητή δεν συνιστά, ούτε περιγράφει, πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 3Β του Νόμου 6(I)/2000, καθώς πρόκειται για ιδιωτικής φύσης διαφορά χωρίς επαρκή συνάρτηση με τους προστατευόμενους λόγους (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, πολιτικές πεποιθήσεις, κοινωνική ομάδα). Επισημάνθηκε ότι δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ικανό να ενισχύσει τον ισχυρισμό περί απειλής ζωής, ούτε και προέκυψε ότι οι αρχές της χώρας καταγωγής δεν είναι πρόθυμες ή ικανές να παράσχουν προστασία. Υπό το πρίσμα αυτό, η Διοίκηση διατύπωσε τη θέση ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή είναι αόριστοι, ατεκμηρίωτοι και αναξιόπιστοι, χωρίς επαρκή αιτιώδη σύνδεση με πραγματικό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του Νόμου.

Καταλήγοντας, τονίζουν ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα και συμπληρωματικής προστασίας αντιστοίχως.  Συγκεκριμένα, τονίζουν ότι ο Αιτητής, βάσει του προφίλ του, δεν μπορεί να ενταχθεί στις κατηγορίες ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη ΛΔΚ.  Επιπρόσθετα, οι εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι η ΛΔΚ δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κατάσταση γενικευμένης σύρραξης, εμφύλιας ή διεθνοποιημένης και επομένως, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση.  Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον Αιτητή και καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων, και τα οποία δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.

Στην αίτησή του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να αιτηθεί άσυλο στην Κυπριακή Δημοκρατία, διότι αντιμετώπιζε κίνδυνο θανάτου.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προσωπικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι Χριστιανός καθολικού δόγματος και ανήκει στη φυλή Mukongo. Ερωτηθείς σχετικά με τη διαδικασία έκδοσης του διαβατηρίου του, απάντησε ότι απευθύνθηκε στο αρμόδιο γραφείο στην Κινσάσα, όπου και υπέβαλε την ταυτότητά του. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι είναι έγγαμος και έχει μία κόρη τριών ετών, η οποία διαμένει με τη μητέρα της στην Κινσάσα. Στην ίδια πόλη κατοικούν επίσης οι γονείς του, ο αδελφός του και η αδελφή του.

Σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εκτός από τη μητρική του γλώσσα (Lingala), ομιλεί και Γαλλικά. Στη χώρα καταγωγής του εργάστηκε επί τρία συναπτά έτη ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Γεννήθηκε και διέμενε στον δήμο Ngaliema της Κινσάσα, ενώ τους τρεις τελευταίους μήνες πριν αναχωρήσει από τη χώρα διέμενε στην πόλη Tsela, της επαρχίας Kongo Central.

Ο Αιτητής αναχώρησε από τη Λ.Δ. του Κονγκό στις 21.02.2021, μέσω του αεροδρομίου Ngilli της Κινσάσα. Αφού διήλθε την Κωνσταντινούπολη, εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όπου παρέμεινε επί ένα μήνα και δέκα ημέρες. Στις 02.04.2021 εισήλθε παρανόμως στις ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας.

Σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής του από τον μάνατζερ του στην ποδοσφαιρική ομάδα όπου αγωνιζόταν, λόγω χρηματικών διαφορών. Συγκεκριμένα, ο μάνατζερ φέρεται να διευθέτησε δοκιμαστικό του Αιτητή σε αιγυπτιακή ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία τελικώς προσέφερε συμβόλαιο και κατέβαλε χρηματικό ποσό στον μάνατζερ. Ο Αιτητής διεκδίκησε ποσοστό από τα χρήματα αυτά, πλην όμως ο μάνατζερ αρνήθηκε να του τα αποδώσει. Ο Αιτητής αποφάσισε να μην αποδεχθεί το συμβόλαιο και, κατόπιν αυτού, άρχισε να δέχεται απειλές από τον μάνατζερ, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν ταυτόχρονα και στρατηγός στον Κονγκολέζικο στρατό.

Ο Αιτητής ανέφερε περιστατικό επίθεσης από αγνώστους στο δρόμο, από την οποία σώθηκε χάρη στην παρέμβαση της αστυνομίας. Το ίδιο βράδυ φέρεται να δέχθηκε τηλεφωνική απειλή από τον μάνατζερ. Φοβούμενος για τη ζωή του, απευθύνθηκε στον πατέρα του, ο οποίος αποφάσισε να τον στείλει στην επαρχία Bas-Kongo για λόγους ασφαλείας. Ωστόσο, και εκεί φέρεται να εντοπίστηκε τηλεφωνικώς από τον μάνατζερ και να απειλήθηκε εκ νέου. Ο πατέρας του έκρινε ότι η μόνη εναλλακτική ήταν να εγκαταλείψει ο Αιτητής τη χώρα, πράγμα που έγινε με τη βοήθεια φιλικού προσώπου.

Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ. του Κονγκό, φοβάται πως θα τον σκοτώσει ο μάνατζερ του, ο οποίος εξαναγκάστηκε να επιστρέψει στην αιγυπτιακή ομάδα τα χρήματα που είχε εισπράξει. Αν και ερωτήθηκε αν είχε απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές, απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος την εξουσία που φέρεται να διαθέτει ο μάνατζερ. Επιπλέον, ανέφερε ότι κατά την παραμονή του στην Κύπρο, ο μάνατζερ τον εντόπισε μέσω Facebook, γεγονός που τον ώθησε να διαγράψει το προφίλ του. Διευκρίνισε ότι η οικογένειά του δεν έχει δεχθεί απειλές, καθώς ο μάνατζερ δεν γνωρίζει τον πατέρα του. Σε ερώτηση αν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή εντός της χώρας, όπως το Lubumbashi, απάντησε αρνητικά, διότι ο μάνατζερ διαθέτει διασυνδέσεις και θα μπορούσε να τον εντοπίσει εύκολα.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και κρίθηκε αποδεκτός. Ο δεύτερος αφορά στις φερόμενες απειλές και στοχοποίηση του από τον μάνατζερ, εξαιτίας της άρνησής του να αποδεχθεί συμβόλαιο από αιγυπτιακή ποδοσφαιρική ομάδα. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθότι διαπιστώθηκε έλλειψη συνοχής και επαρκών λεπτομερειών.

Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο, ενώ η ομάδα του φερόταν να έχει έδρα στην επαρχία Maniema, ο ίδιος διέμενε στην Κινσάσα. Παρά τη δήλωσή του ότι αγωνίστηκε επαγγελματικά επί τριετία στην εν λόγω ομάδα, δεν μπορούσε να περιγράψει το λογότυπό της. Οι απαντήσεις του σχετικά με το δοκιμαστικό στην Αίγυπτο, τις υποτιθέμενες επιθέσεις και τις προσπάθειες μετεγκατάστασης κρίθηκαν ασαφείς και ανεπαρκώς τεκμηριωμένες. Δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το προφίλ του μάνατζερ, ούτε εξήγηση για την παράλειψη καταγγελίας στις αρχές της χώρας του.

Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός επισήμανε ότι, παρότι υπάρχουν πληροφορίες από έγκυρες πηγές σχετικά με φαινόμενα εμπορίας ανθρώπων στον αθλητικό τομέα στη Λ.Δ. του Κονγκό, ο ισχυρισμός του Αιτητή δεν κατέστη δυνατό να συσχετιστεί επαρκώς με τα προσωπικά του δεδομένα και συνεπώς απορρίφθηκε λόγω ανεπαρκούς εσωτερικής τεκμηρίωσης.

Κατά την εκτίμηση του κινδύνου, στηριζόμενη στον αποδεκτό πρώτο ισχυρισμό, ο λειτουργός κατέγραψε πληροφορίες περί ενόπλων συγκρούσεων στις επαρχίες Ituri, Kasai και Kivu, καθώς και πρόσφατων περιστατικών στην Κινσάσα. Εντούτοις, κρίθηκε ότι η Κινσάσα δεν πλήττεται από τις εν λόγω συγκρούσεις και ως εκ τούτου δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή.

Τέλος, κατά τη νομική αξιολόγηση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας και τη δυνατότητα χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, με βάση το ατομικό προφίλ του Αιτητή και τις διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αξιολογώντας τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω υπό το φως των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την έκθεση και εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή, όπως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και ενώπιόν μου στη δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής συμπεράσματα.

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, της χώρας καταγωγής και του τόπου συνήθους διαμονής του Αιτητή, το Δικαστήριο υιοθετεί τη διαπιστωθείσα κρίση του αρμόδιου λειτουργού. Η ταυτότητα του Αιτητή, η υπηκοότητα, καθώς και η μόνιμη διαμονή του στην Κινσάσα και εν συνεχεία στην Tshela, δεν αμφισβητούνται και τυγχάνουν επαρκώς τεκμηριωμένες.

Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής στοχοποιήθηκε και απειλήθηκε από τον μάνατζερ του, ο οποίος τυγχάνει στρατηγός στον Κονγκολέζικο στρατό, λόγω χρηματικής διαφοράς σχετιζόμενης με δοκιμαστικό σε αιγυπτιακή ποδοσφαιρική ομάδα, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση, όπως καταγράφονται στην έκθεση-εισήγηση, είναι ορθά,  και επαρκώς αιτιολογημένα. Η γενική και ασαφής μορφή της αφήγησης του Αιτητή, οι πολλαπλές αντιφάσεις, καθώς και η ελλιπής τεκμηρίωση κρίσιμων επιμέρους στοιχείων, καθιστούν τον ισχυρισμό αναξιόπιστο σε επίπεδο εσωτερικής συνέπειας. Ειδικότερα:

Ο Αιτητής δήλωσε ότι αγωνιζόταν επαγγελματικά στην ομάδα Maniema Union FC, η οποία εδρεύει στην επαρχία Maniema. Ωστόσο, ο ίδιος ανέφερε ότι διέμενε μόνο στην Κινσάσα και στη Tshela του Kongo Central. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει την αντίφαση αυτή, απάντησε αόριστα: «πήγαινα μόνο για τα παιχνίδια» [Ερυθρό 44], απάντηση που δεν πείθει ούτε ενισχύει τη σχέση του με την εν λόγω ομάδα.

Δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με επάρκεια το λογότυπο της ομάδας στην οποία ισχυρίζεται ότι αγωνίστηκε επί τριετία, αναφέροντας απλώς: «έχει ένα λογότυπο στο πλάι και είναι κίτρινο και μαύρο» [Ερυθρό 43], χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω ειδίκευση. Αντιστοίχως, ως προς τη δοκιμαστική συμμετοχή του στην ομάδα “Pyramids FC” στην Αίγυπτο, περιέγραψε τη διαδικασία γενικόλογα ως «να πηγαίνεις γυμναστήριο και να κάνεις λίγο κάρντιο» [Ερυθρό 42], ενώ δήλωσε άγνοια ως προς το λογότυπο της ομάδας, λέγοντας απλώς ότι «είναι μπλε και άσπρο» [Ερυθρό 42].

Οι περιγραφές των φερόμενων επιθέσεων από άτομα που υποτίθεται ότι απέστειλε ο μάνατζερ ήταν αποσπασματικές και στερούμενες συγκεκριμένων στοιχείων. Ο Αιτητής περιορίστηκε να αναφέρει ότι «ήταν ψηλοί, με σκούρο δέρμα, δύο φορούσαν στολή αστυνομίας και κρατούσαν όπλα, οι άλλοι ήταν με πολιτικά» [Ερυθρό 41], χωρίς να προσδιορίζει το σημείο, τον χρόνο, ή άλλες κρίσιμες λεπτομέρειες.

 

Ασαφής ήταν και η εξήγησή του για το πώς αναγνωρίστηκε από αστυνομικούς στο Bas Congo. Δήλωσε ότι «είναι σωματοφύλακες του μάνατζερ, είναι πάντα μαζί του στις προπονήσεις» [Ερυθρό 40], χωρίς να αποσαφηνίζει πώς προέκυψε η σύνδεση αυτή με τη δική του παρουσία στην περιοχή ή τον τρόπο εντοπισμού του.

Παρά την επανειλημμένη πρόσκληση από τον Λειτουργό, ο Αιτητής δεν παρέσχε επαρκή ή επαληθεύσιμα στοιχεία για την ταυτότητα του φερόμενου μάνατζερ. Ανέφερε το όνομα AMISI GEGE KASONGO TANGO FORT [Ερυθρό 41] και περιορίστηκε να δηλώσει ότι «είναι πρόεδρος της ομάδας Maniema και εργάζεται για τον προηγούμενο και τον τωρινό πρόεδρο», χωρίς να δύναται να κατονομάσει μονάδα στρατού ή οποιοδήποτε άλλο εξατομικευμένο στοιχείο.

Εξίσου γενική ήταν και η εξήγησή του για το γεγονός ότι δεν απευθύνθηκε στις αρχές, ισχυριζόμενος ότι «είναι γνωστός στο Κονγκό και οι αστυνομικοί γνωρίζονται μεταξύ τους» [Ερυθρό 40]. Η απάντηση αυτή στερείται συγκεκριμένης ένδειξης αδυναμίας των αρχών να του προσφέρουν προστασία.

Επιπροσθέτως, μετά από μελέτη των απαντήσεων του Αιτητή στο σκέλος της ελεύθερης αφήγησης, προκύπτουν περαιτέρω ενδείξεις αναξιοπιστίας:

Ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει μία κόρη τριών ετών και ότι ζει με τη σύζυγό του στην Κινσάσα. Ωστόσο, όταν ερωτήθηκε αν υπάρχουν μέλη της οικογένειάς του που απειλούνται, ανέφερε μόνο ότι ο μάνατζερ δεν γνωρίζει τον πατέρα του, παραλείποντας παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στη σύζυγο και την κόρη [Ερυθρό 47, 40].

Ισχυρίστηκε ότι διέμεινε στην Tshela για λόγους ασφαλείας, όμως δεν παρέχει κανένα στοιχείο για τη διαμονή του εκεί, όπως για το πού διέμεινε, πόσο χρονικό διάστημα, πώς μετακινήθηκε ή γιατί δεν επέλεξε να παραμείνει εκεί, εφόσον – όπως προκύπτει – δεν δέχθηκε καμία άμεση επίθεση [Ερυθρό 46].

Αν και επικαλείται τηλεφωνικές απειλές από τον μάνατζερ, δεν παραθέτει το περιεχόμενο αυτών, τον χρόνο λήψης τους, ούτε οποιαδήποτε ενέργεια που να συνιστά απόπειρα καταγγελίας στις αρμόδιες αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Ερωτηθείς σχετικά, περιορίστηκε να δηλώσει: «Δεν περίμενα αποτελέσματα. Οι αστυνομικοί γνωρίζονται μεταξύ τους. Και ο μάνατζερ μου είναι πολύ γνωστός στο Κονγκό», απάντηση που δεν συνιστά επαρκή και εξειδικευμένη αιτιολόγηση αποχής από την αναζήτηση κρατικής προστασίας και αποτυγχάνει να καταδείξει αντικειμενική αδυναμία πρόσβασης στις αρχές [Ερυθρό 45].

Η απόφασή του να αρνηθεί το συμβόλαιο που του προσέφερε η αιγυπτιακή ομάδα εξαιτίας της υπεξαίρεσης του ποσού από τον μάνατζερ εγείρει ζητήματα λογικής συνέπειας. Εφόσον πράγματι υπήρχε επαγγελματική ευκαιρία, θα ήταν εύλογο να την αποδεχθεί και να κινηθεί νομικά κατά του μάνατζερ, αντί να ματαιώσει το επαγγελματικό του μέλλον.

Τέλος, η κατάθεση του Αιτητή στερείται κάθε χρονικής συνέπειας ή ελάχιστης αλληλουχίας γεγονότων. Ούτε η στιγμή του δοκιμαστικού στην Αίγυπτο, ούτε η ακριβής περίοδος των απειλών, ούτε η φάση της μετεγκατάστασής του στην Tshela και η υποτιθέμενη επανεμφάνιση των απειλών, ούτε και η απόφαση διαφυγής του από τη χώρα, εντάσσονται σε οποιοδήποτε κατανοητό ή λογικά αρθρωμένο χρονολογικό πλαίσιο. Η παντελής απουσία συγκεκριμένων ημερομηνιών ή χρονικών δεικτών – ακόμη και κατά προσέγγιση – υπονομεύει καθοριστικά την αξιοπιστία της αφήγησης και εντείνει την αίσθηση ότι τα προβαλλόμενα γεγονότα δεν αποτελούν γνήσια προσωπική εμπειρία αλλά μεταγενέστερη κατασκευή χωρίς βιωματική εσωτερικότητα. Η χρονική ασάφεια αποκτά ιδιάζουσα σημασία, δεδομένου ότι πρόκειται για σειρά σοβαρών περιστατικών που, εάν είχαν πραγματικά βιωθεί, θα αναμενόταν να έχουν εντυπωθεί με σχετική σαφήνεια στη μνήμη του Αιτητή

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή στερείται εσωτερικής αξιοπιστίας, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή και το πλαίσιο της αφήγησης. Η αφήγηση εμφανίζει γενικότητα, ελλιπή τεκμηρίωση, απουσία χρονικού πλαισίου και αδυναμία συσχέτισης με επαληθεύσιμα δεδομένα. Ως εκ τούτου, συμφωνείται η κρίση της Διοίκησης και ο εν λόγω ισχυρισμός ορθώς απορρίφθηκε.

Για σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του. Το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή παρουσιάζει σοβαρές ενδείξεις αναξιοπιστίας και δεν αντανακλά την αφήγηση προσώπου που έχει προσωπικά βιώσει τα περιγραφόμενα γεγονότα.

Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν προϋποθέτει απόλυτη απόδειξη της αλήθειας των ισχυρισμών του Αιτητή. Ωστόσο, απαιτεί να διαπιστωθεί ότι οι δηλώσεις του είναι συνεκτικές, επαρκώς λεπτομερείς και εύλογες, σε συνάρτηση με τα προσκομιζόμενα έγγραφα και τις διαθέσιμες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης​. Σύμφωνα με το άρθρο 4(5)(ε) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, όπως και με το εγχειρίδιο της EUAA «Αξιολόγηση Αποδεικτικών και Αξιοπιστίας»[1] (σελ. 91 & 98), η έλλειψη συνοχής, χρονολογικής αλληλουχίας και σχετικών λεπτομερειών μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη των ισχυρισμών.

Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινώς γνωστά γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο λήψης απόφασης στη δημιουργία πεποίθησης για τον βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει» (UNHCR Handbook, §203–204).

Η ως άνω προσέγγιση έχει υιοθετηθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση J.K. and Others v. Sweden (αρ. 59166/12, §53), όπου κρίθηκε ότι η συνοχή, η επαρκής τεκμηρίωση και η λογική συνέπεια της αφήγησης αποτελούν κρίσιμα κριτήρια αξιολόγησης της αξιοπιστίας.

 

Αντίστοιχα, στις υποθέσεις C-148/13 έως C-150/13 (A, B και C), μέσα από τις προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Sharpston, υπογραμμίστηκε ότι:

«Η αξιοπιστία δεν κρίνεται μόνο βάσει της εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών, αλλά και από την ικανότητα του αιτητή να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες και να διατηρεί σταθερότητα στην περιγραφή των γεγονότων.»

Την ίδια γραμμή ακολουθεί και το Εγχειρίδιο της EUAA για την Αξιολόγηση Αποδεικτικών Στοιχείων και Αξιοπιστίας , το οποίο στην σελ. 98 αναφέρει:

«Απαιτείται αντικειμενική και ισορροπημένη εκτίμηση κατά πόσον η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από ένα πρόσωπο στην κατάστασή του, το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»

Περαιτέρω, στη σελ. 91 του ίδιου εγχειριδίου, επισημαίνεται ότι η απουσία στοιχειώδους χρονολογικής συνέπειας, η ασάφεια, η αδυναμία παροχής λεπτομερειών και η γενικόλογη διατύπωση αποτελούν ουσιώδεις ενδείξεις αναξιοπιστίας, όταν δεν ερμηνεύονται από ειδικά ευάλωτα χαρακτηριστικά ή αντικειμενικά εμπόδια.

Αναλόγως, η κυπριακή νομολογία,  όπως στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση BOLARNINWA Emmanuel Johnson v Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση αρ. 95/2023, ημερ. 27.2.2025, επιβεβαιώνει τη θέση αυτή, καθώς τονίζει  μεταξύ άλλων ότι:

«Οι ισχυρισμοί του αιτητή πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην προκύπτουν αντιφάσεις και ανακρίβειες […]. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια».

Συνεπώς, τόσο η νομολογία όσο και οι καθοδηγητικές αρχές των διεθνών και ενωσιακών οργάνων καθιστούν σαφές ότι η εσωτερική συνοχή, η παροχή λεπτομερειών, η σταθερότητα της αφήγησης και η συνέπεια με την εξωτερική πληροφόρηση αποτελούν βασικούς άξονες αξιολόγησης της αξιοπιστίας του αιτητή, επί των οποίων εδράζεται κάθε κρίση περί του βάσιμου χαρακτήρα των ισχυρισμών του.

Η αξιολόγηση στο παρόν πλαίσιο κατατείνει ότι η αφήγηση του Αιτητή, παρά τον ισχυρισμό περί απειλών από τον μάνατζερ του, ο οποίος φέρεται να είναι στρατηγός του στρατού της ΛΔΚ, πάσχει από ουσιώδεις αντιφάσεις, ανακρίβειες, έλλειψη λεπτομερειών και χρονολογικής αλληλουχίας, ενώ οι εξηγήσεις του ως προς την αποφυγή προσφυγής στις αρχές είναι γενικόλογες και μη πειστικές​.

Συνεπώς, υπό το φως των ανωτέρω και εφαρμόζοντας τις καθιερωμένες αρχές της EUAA, της Ύπατης Αρμοστείας και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, το Δικαστήριο αποδέχεται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν πληροί τα κριτήρια αξιοπιστίας και δεν δύναται να αποτελέσει βάση για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν είναι κάθε ανακρίβεια ή ασάφεια επαρκής για να οδηγήσει αυτοτελώς στην απόρριψη μιας αίτησης διεθνούς προστασίας. Όταν όμως οι ασυνέπειες και οι ασαφείς δηλώσεις του αιτητή άπτονται του κεντρικού πυρήνα του αιτήματος – δηλαδή του φερόμενου κινδύνου δίωξης – και δεν συνοδεύονται από πειστικές εξηγήσεις ή εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση, τότε η αναξιοπιστία του αιτητή αποκτά ουσιώδη χαρακτήρα και μπορεί θεμιτά να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης.

Κατά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση ούτε στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ούτε στο παρόν στάδιο της προσφυγής να ανατρέψει τα πορίσματα της Διοίκησης αναφορικά με την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ή να προσκομίσει οποιαδήποτε πρόσθετα στοιχεία ικανά να διαφοροποιήσουν ουσιωδώς το περιεχόμενο της κρίσης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Παράλληλα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας τηρήθηκαν πλήρως οι απαιτήσεις του Νόμου και των εφαρμοστέων ευρωπαϊκών προτύπων. Ο Αιτητής είχε τη δυνατότητα να εκθέσει ελεύθερα τους ισχυρισμούς του κατά τη διάρκεια συνέντευξης που διεξήχθη με την παρουσία αρμοδίου λειτουργού και διερμηνέα, ενώ του απευθύνθηκαν πλήθος ανοικτών ερωτήσεων αναφορικά με το αντικείμενο της αίτησής του.

Ο αρμόδιος λειτουργός, συμμορφούμενος με το άρθρο 13Α(9) του Περί Προσφύγων Νόμου, προέβη σε εξατομικευμένη και αντικειμενική αξιολόγηση των περιστάσεων του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη το μορφωτικό και κοινωνικό του υπόβαθρο, τις οικογενειακές του συνθήκες, καθώς και τις αναφορές του στις φερόμενες απειλές. Η κρίση περί αναξιοπιστίας αιτητή επί του ουσιώδους ισχυρισμού του ενισχύεται όχι μόνον από τις εσωτερικές αντιφάσεις, αλλά και από την έλλειψη τεκμηρίωσης, ασάφεια και αδυναμία να παρατεθεί στοιχειώδης χρονολογική αλληλουχία των κρίσιμων περιστατικών.

Η διοικητική κρίση ερείδεται, τέλος, επί επίσημων πηγών πληροφόρησης, μεταξύ άλλων της EUAA και της Διεθνούς Οργάνωσης Μετανάστευσης (βλ. Ερυθρά 55–67), με τις οποίες συσχετίστηκαν τα στοιχεία της υπόθεσης, και οι οποίες δεν κατέδειξαν ότι υπάρχει προφανής ή ειδικός κίνδυνος δίωξης του Αιτητή λόγω των φερόμενων διαφορών με τον μάνατζερ του ή λόγω συμμετοχής του στον ποδοσφαιρικό χώρο.

Το Δικαστήριο, αξιολογώντας το σύνολο των ανωτέρω, καταλήγει ότι τηρήθηκαν οι εγγυήσεις της δίκαιης ακρόασης και της πλήρους εξέτασης των ουσιωδών στοιχείων, ενώ η τελική απόφαση της Διοίκησης πληροί τις απαιτήσεις αιτιολογίας και νομιμότητας σύμφωνα με τα άρθρα 13Α και 18 του Ν. 6(Ι)/2000, όπως αυτός τροποποιήθηκε.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, σημειώνεται καταρχάς ότι σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και το άρθρο 4(3) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ο «βάσιμος φόβος» δίωξης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία. Συνεπώς, απαιτείται η αξιολόγηση των δηλώσεων του αιτητή να τελεί υπό το πρίσμα των επικρατουσών συνθηκών στη χώρα καταγωγής, συνεκτιμώντας τις διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης. Η αρχή αυτή έχει διαχρονικά υποστηριχθεί και από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ (βλ. Εγχειρίδιο, § 196-198), καθώς και από την ΕΥΑΑ, η οποία στο Εγχειρίδιο για την Αξιολόγηση Αποδεικτικών αναφέρει ότι «η εξωτερική αξιοπιστία προϋποθέτει τη συμβατότητα των ισχυρισμών με διαθέσιμες, ανεξάρτητες και αξιόπιστες εξωτερικές πηγές» (EUAA, 2018, σ. 92-95).

Στην υπό κρίση περίπτωση, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, όπως καταγράφεται στην έκθεση–εισήγηση, ότι με βάση τα διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά, την εκτίμηση κινδύνου και τις εξωτερικές πληροφορίες για την κατάσταση στον αθλητισμό και συγκεκριμένα στον ποδοσφαιρικό χώρο της ΛΔΚ, δεν πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων προέβησαν σε έρευνα εξωτερικών πηγών και διαπίστωσαν ότι πράγματι υπάρχουν καταγγελίες για εμπορία ανθρώπων, σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση στον χώρο του αθλητισμού στη ΛΔΚ. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM), ο οποίος υποστηρίζει καμπάνιες κατά της εμπορίας και της κακοποίησης παιδιών και αθλητών σε διάφορα αθλήματα, περιλαμβανομένου και του ποδοσφαίρου (Red 61-62).

Ωστόσο, παρά το γενικό υπόβαθρο που σχετίζεται με κακοποιητικές πρακτικές στον χώρο του αθλητισμού, δεν εντοπίζονται επαρκείς εξωτερικές ενδείξεις ή στοιχεία που να επαληθεύουν ή να ενισχύουν τον ισχυρισμό του Αιτητή αναφορικά με το φερόμενο περιστατικό δίωξης από μάνατζερ/στρατηγό του στρατού. Αντιθέτως, η ίδια η φύση των ισχυρισμών του χαρακτηρίζεται από υπερβολική εξατομίκευση, με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η εξωτερική τους επαλήθευση, όπως ορθά διαπιστώθηκε από τη Διοίκηση.

Παράλληλα, το Δικαστήριο προέβη σε δική του έρευνα, επιδιώκοντας να διασταυρώσει τα επίμαχα σημεία της αφήγησης του Αιτητή. Από αξιόπιστες πηγές, όπως η πλατφόρμα Transfermarkt[2] και έγκυρα αθλητικά δίκτυα, επιβεβαιώνεται ότι η ομάδα AS Maniema Union FC εδρεύει στην επαρχία Maniema και αγωνίζεται στην πρώτη κατηγορία του Κονγολέζικου ποδοσφαίρου. Η ομάδα χρησιμοποιεί το πράσινο και μαύρο ως επίσημα χρώματα, γεγονός που δεν συνάδει με την περιγραφή του Αιτητή περί «κίτρινου και μαύρου» λογότυπου [Ερυθρό 43]. Περαιτέρω, δεν εντοπίστηκε καμία επίσημη ή ανεπίσημη αναφορά σε πρόεδρο ή στέλεχος της ομάδας με το όνομα Amisi Gege Kasongo Tango Fort, ούτε σε στρατιωτικό αξιωματούχο ή μάνατζερ που να συνδέεται με αυτή.

Επιπρόσθετα, δεν εντοπίστηκαν επαληθεύσιμες πληροφορίες ή δημοσιεύματα που να επιβεβαιώνουν περιστατικά δίωξης, επιθέσεων, ή συμμετοχής αστυνομικών στη στοχοποίηση ποδοσφαιριστών στη ΛΔΚ στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο ή περιοχή που περιγράφει ο Αιτητής ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του Αιτητή δεν τεκμηριώνεται από καμία ανεξάρτητη ή έγκυρη εξωτερική πηγή.

Η ίδια προσέγγιση έχει υιοθετηθεί και στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου στην Khalil v. Κυπριακή Δημοκρατία (αρ. 466/2010, ημερ. 28.09.2012) κρίθηκε ότι:

«[…] τα παρουσιασθέντα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη, αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά διαθέσιμα στοιχεία. Κρίθηκε δε, για αιτιολογημένους λόγους, ότι δεν συνάδουν με την περιγραφή που δίνουν επίσημες πηγές πληροφόρησης, παρουσίαζαν ανακρίβειες και αντιφάσεις».

Καταλήγοντας, το Δικαστήριο υιοθετεί τη θέση των Καθ’ ων ότι παρότι υφίσταται ένα γενικό υπόβαθρο κινδύνου για κακοποίηση και εκμετάλλευση στον χώρο του αθλητισμού στη ΛΔΚ, δεν προκύπτει αντικειμενική βάση για να υποστηριχθεί ότι ο Αιτητής, υπό την ιδιότητά του ως ποδοσφαιριστή, διώχθηκε ή απειλήθηκε με τρόπο που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις του ορισμού του πρόσφυγα. Η αφήγηση του Αιτητή δεν επιβεβαιώνεται από καμία εξωτερική πηγή, ενώ σημαντικά στοιχεία, όπως η ταυτότητα του φερόμενου διώκτη και η σύνδεσή του με την ομάδα Maniema Union FC, παραμένουν αναπόδεικτα και μη επαληθεύσιμα.

Ως εκ τούτου, και στο στάδιο της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός του Αιτητή δεν καθίσταται αξιόπιστος, ούτε μπορεί να αποτελέσει επαρκή βάση για τη θεμελίωση βάσιμου φόβου δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 3 του Νόμου.

Ως εκ τούτου, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, και ειδικότερα το προφίλ του Αιτητή, το περιεχόμενο της συνέντευξής του και την αδυναμία του να τεκμηριώσει με πειστικότητα την αφήγησή του, δεν εκτιμάται – ούτε μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί – ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό θα αποτελέσει αντικείμενο δίωξης από τις αρχές ή οποιονδήποτε άλλον φορέα, για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ή στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.

Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του περί στοχοποίησης του από μάνατζερ που φέρεται να είναι στρατηγός του Κονγκολέζικου στρατού, λόγω οικονομικής διαφοράς σε σχέση με επαγγελματικό ποδοσφαιρικό συμβόλαιο, δεν τεκμηριώθηκε ούτε σε εσωτερικό ούτε σε εξωτερικό επίπεδο. Η αδυναμία του να παράσχει ελάχιστες λεπτομέρειες για κρίσιμα ζητήματα (όπως η ομάδα, το λογότυπό της, οι ημερομηνίες, το περιεχόμενο των απειλών, η ταυτότητα και η ιδιότητα του φερόμενου διώκτη, καθώς και η πλήρης έλλειψη ενεργειών αναζήτησης προστασίας στη χώρα του) υπονομεύει πλήρως το αφήγημά του.

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην §204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας. Το ευεργέτημα αυτό δίδεται μόνον όταν ο αιτητής έχει καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία και η συνολική του παρουσία είναι γενικά αξιόπιστη. Στην παρούσα περίπτωση, ο Αιτητής δεν πληροί κανένα από τα ως άνω κριτήρια.

Όπως έχει άλλωστε νομολογηθεί, κρίση περί αναξιοπιστίας του αιτητή αποτελεί θεμιτή βάση για την απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά., (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, αρ. 466/2010, ημερ. 28.9.2012.

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει αντικειμενικά βάσιμο φόβο δίωξης, καθότι δεν προσκόμισε – ούτε διατύπωσε – συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να υποστηρίζουν κατά τρόπο πειστικό την ύπαρξη απειλής δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο ισχυρισμός του δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα. (Βλ. και αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας Ελλάδας, αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί απειλών εκ μέρους του μάνατζερ του είναι ακριβείς – πράγμα το οποίο, όπως προεκτέθηκε, απορρίφθηκε λόγω αναξιοπιστίας – το περιεχόμενό τους παραπέμπει σε ιδιωτική διαφορά χρηματικού χαρακτήρα, χωρίς σύνδεση με κάποιον από τους αναγνωρισμένους λόγους δίωξης κατά το άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ή το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ισχυρίστηκε ότι στοχοποιείται λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αλλά λόγω διαφωνίας με τον μάνατζερ του – και κατά δήλωσή του – στρατιωτικό αξιωματούχο, για την κατανομή χρηματικής αμοιβής από συμβόλαιο με ποδοσφαιρική ομάδα στην Αίγυπτο.

Οι ιδιωτικές διαφορές δεν συνιστούν, κατ’ αρχήν, λόγο αναγνώρισης προσφυγικής ιδιότητας, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η ενδεχόμενη βλάβη συνδέεται με την αδυναμία ή άρνηση των κρατικών αρχών να προσφέρουν προστασία λόγω ενός από τους ανωτέρω λόγους. Στην παρούσα υπόθεση, ουδεμία τέτοια σύνδεση προέκυψε. Ο Αιτητής ουδέποτε επικαλέστηκε αποδεδειγμένα ή τεκμηρίωσε ότι έχει στοχοποιηθεί από το κράτος ή με την ανοχή του, ούτε προσκόμισε επαρκή αιτιολόγηση για τη μη προσφυγή του στις εθνικές αρχές της ΛΔΚ. Αντίθετα, περιορίστηκε σε γενικές και αόριστες αναφορές περί «γνωριμιών του μάνατζερ με την αστυνομία» [Ερυθρό 40], χωρίς να αποδείξει αντικειμενική αδυναμία προσφυγής σε έννομη προστασία.

Περαιτέρω, ούτε η φύση της απειλής (τηλεφωνικές απειλές άνευ συγκεκριμένου περιεχομένου), ούτε η συχνότητά της (αναφέρονται δύο περιστατικά) επιτρέπουν την κρίση ότι η επικαλούμενη βλάβη ανέρχεται στο κατώφλι της σοβαρής παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως απαιτεί το άρθρο 3Γ του Νόμου 6(I)/2000 και το άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας. Δεν πρόκειται για κακομεταχείριση συστηματική, γενικευμένη ή κρατικά οργανωμένη, αλλά για μεμονωμένη σύγκρουση ιδιωτικού χαρακτήρα.

Αντίστοιχη κρίση διατυπώθηκε και από το ΔΕΕ στην υπόθεση C-255/19, OA v Secretary of State for the Home Department, κατά την οποία επιβεβαιώθηκε ότι η ύπαρξη οικονομικών ή κοινωνικών δυσχερειών, ακόμη και όταν συνεπάγονται ενδεχόμενο ποινικό κίνδυνο λόγω χρεών, δεν συνιστά αυτό καθαυτό λόγο αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος, εφόσον δεν συνδέεται με κάποιον από τους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης. Εξάλλου, και κατά το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στην Κύπρο, κρίθηκε επανειλημμένως ότι απειλές από ιδιώτες, μη συνδεδεμένες με τη δράση του κράτους, δεν πληρούν τα κριτήρια του προσφυγικού καθεστώτος, ιδίως όταν ο αιτητής δεν έχει εξαντλήσει το εσωτερικό ένδικο μέσο προστασίας (βλ. Α.Α. v Δημοκρατίας, Υπ. 1310/22, 9.10.2023).

Καταληκτικά, ακόμη και υπό το υποθετικό σενάριο αποδοχής των ισχυρισμών του Αιτητή, δεν πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης λόγω ιδιωτικής σύγκρουσης. Επομένως, δεν τεκμηριώνεται ούτε η προσφυγική ιδιότητα ούτε η ανάγκη χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής ή της ακεραιότητας του αιτητή λόγω μίας εκ των αιτιών που προστατεύονται από το προσφυγικό δίκαιο.

Το Δικαστήριο, στη βάση των αποδεκτών στοιχείων της παρούσας υπόθεσης, ήτοι της ταυτότητας, του προσωπικού προφίλ και του τόπου τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, κρίνει ότι δεν προκύπτει οποιοσδήποτε εξατομικευμένος και βάσιμος ισχυρισμός ικανός να θεμελιώσει τον κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, χριστιανός, έγγαμος και πατέρας ενός τέκνου τριών ετών, με τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής την πόλη Κινσάσα. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ζούσε με τη σύζυγο και την κόρη του έως την αναχώρησή του από τη χώρα, ενώ δεν προκύπτει ότι στερείται οικογενειακού ή κοινωνικού δικτύου υποστήριξης στην περιοχή καταγωγής του. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο ίδιος ανέφερε ότι ο μάνατζερ του – ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς του, είναι και στρατηγός στον Κονγκολέζικο στρατό – τον στοχοποίησε επειδή αρνήθηκε να υπογράψει συμβόλαιο με αιγυπτιακή ομάδα. Ωστόσο, όπως έχει ήδη κριθεί στο πλαίσιο της αξιολόγησης αξιοπιστίας, η εν λόγω αφήγηση κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστη, καθώς ήταν ασαφής, αντιφατική και μη τεκμηριωμένη, χωρίς συνεκτική χρονολογική ακολουθία.

Περαιτέρω, ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι υπέστη οποιαδήποτε πράξη δίωξης στην Κινσάσα ή στην Tshela, πέραν των γενικών αναφορών του σε τηλεφωνικές απειλές, των οποίων ούτε το περιεχόμενο ούτε ο χρόνος ούτε η συχνότητα προσδιορίστηκε. Δεν παρέσχε καμία τεκμηρίωση της παρουσίας ή δράσης του υποτιθέμενου διώκτη του κατά τον χρόνο της αποχώρησής του από τη Λ.Δ. του Κονγκό, ούτε ανέφερε οποιοδήποτε περιστατικό καταδίωξης σε βάρος της συζύγου ή του τέκνου του, με τα οποία φέρεται να συγκατοικούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ο Αιτητής δήλωσε ότι είχε μετακινηθεί στην Tshela για λόγους ασφάλειας, πλην όμως δεν εξήγησε γιατί δεν παρέμεινε εκεί, εάν πράγματι δεν τον απείλησε κανείς ή αν η περιοχή αυτή του προσέφερε δυνατότητα εσωτερικής προστασίας.

Επιπλέον, δεν τεκμηριώθηκε ότι ο Αιτητής αναζήτησε ή αποπειράθηκε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας του. Η γενική του αναφορά ότι «οι αστυνομικοί γνωρίζονται μεταξύ τους» [Ερυθρό 40] δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει τεκμήριο άρνησης προστασίας από το κράτος. Η αποτυχία του να εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα προστασίας κατατείνει στην εντύπωση ότι δεν υφίσταται στο πρόσωπό του πραγματικός και βάσιμος φόβος δίωξης, και ότι δεν συνέτρεχε σοβαρός λόγος εγκατάλειψης της χώρας του.

Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα και την απουσία ατομικών ή αντικειμενικών στοιχείων που να τεκμηριώνουν σοβαρό και εξατομικευμένο κίνδυνο δίωξης στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για λόγους που εμπίπτουν στους προβλεπόμενους από τη Σύμβαση της Γενεύης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου. Ως εκ τούτου, ο αιτητής δεν δικαιούται την αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητής και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και δη στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής  δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2)(α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής  σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνονται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθυμίζει ότι, κατά την απόφαση C-621/21, WS[3], ενδεχόμενη απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 15(α) ή (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και όταν προέρχεται από μη κρατικό φορέα, εφόσον στοιχειοθετείται πραγματικός και εξατομικευμένος κίνδυνος σοβαρής βλάβης. Εν προκειμένω, ωστόσο, όπως ήδη εξετάστηκε, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί απειλών κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος, και συνεπώς ουδεμία τεκμηριωμένη βάση υπάρχει για εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων. Δεν προέκυψε επίσης οποιαδήποτε ευαλωτότητα υγείας ή ανάγκη ιατρικής μεταχείρισης, που να εγείρει ζητήματα υπό το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ κατά την έννοια της απόφασης Paposhvili v. Belgium[4].

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σημειώνεται ωστόσο κατά την πρόσφατη απόφαση C-901/19, CF και DN[5], το Δικαστήριο επισήμανε ότι η σχετική εκτίμηση απαιτεί ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της γεωγραφικής έκτασης, της έντασης των βιαιοτήτων και της φύσης των επιθέσεων.

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην Kinshasa.

Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό βρίσκεται σε κατάσταση μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης έναντι πολλών μη κρατικών ένοπλων ομάδων[6], οι οποίες, ωστόσο, δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της χώρας, όπως το North Kivu, το South Kivu και η επαρχία Ituri, και όχι στην πρωτεύουσα Kinshasa[7].

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 24/02/2024 με 21/02/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 29 περιστατικά ασφαλείας με 239 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 12 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (19 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες) και 2 ως διαδηλώσεις (καμία απώλεια).[8]

Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [9]

Ενδεικτικά αναφέρεται περαιτέρω ότι κατά το 2025, συγκεκριμένα κατά την περίοδο 01/01/2025- 21/03/2025, έχουν καταγραφεί 8 περιστατικά ασφαλείας με 16 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 4 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (3 απώλειες), τα 3 ως μάχες (13 απώλειες) και 1 ως εξέγερση (καμία απώλεια).[10] Εκ των 8 περιστατικών ασφαλείας, τα 5 στοχοποίησαν αμάχους, ενώ από το σύνολο των 16 θυμάτων, τα 3 ήταν άμαχοι.[11]

Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[12]

Εν προκειμένω, η πόλη Kinshasa, ως τόπος καταγωγής και επιστροφής της Αιτήτριας, σύμφωνα με έγκυρες διεθνείς πηγές (ACLED, RULAC, Crisis24), δεν συνιστά ζώνη ένοπλης σύρραξης ή αυθαίρετης και αδιάκριτης άσκησης βίας. Αντιθέτως, οι συγκρούσεις παραμένουν εντοπισμένες σε απομακρυσμένες ανατολικές επαρχίες, ενώ τα καταγεγραμμένα περιστατικά στην Kinshasa κατά την περίοδο 2024–2025 είναι σποραδικά, με μη συστημικό χαρακτήρα και χαμηλή αναλογία θυμάτων μεταξύ αμάχων.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει την ύπαρξη του απαιτούμενου επιπέδου γενικευμένης βίας στην περιοχή επιστροφής, ούτε συντρέχουν επαρκείς εξατομικευμένες περιστάσεις που να ενεργοποιούν την αρχή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας. Ως εκ τούτου, η υπαγωγή του Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίπτεται.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της παρούσας διοικητικής απόφασης, καταλήγω ότι η αίτηση του Αιτητής εξετάστηκε πλήρως και επιμελώς σε κάθε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και ορθώς απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.

Η Διοίκηση ορθώς κατέληξε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους που αναγνωρίζονται από τη Σύμβαση της Γενεύης. Επιπλέον, δεν στοιχειοθετήθηκε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό οποιοδήποτε σκέλος του άρθρου 19(2), ώστε να δικαιολογείται υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[3] ΔΕΕ, WS κατά Bundesrepublik Deutschland, C-621/21, απόφαση της 8.11.2022, σκέψεις 41–44.

[4] ΕΔΔΑ, Paposhvili κατά Βελγίου, προσφυγή αρ. 41738/10, απόφαση της 13.12.2016, σκέψεις 178–183

[5] ΔΕΕ, CF και DN κατά Bundesrepublik Deutschland, C-901/19, απόφαση της 10.6.2021, σκέψεις 43–47.

[6] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo,  Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord  (accessed on 26/03/2024)

[7] International Crisis Group, Crisis Watch, February 2025, available at: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch   (accessed on 26/03/2024)

[8] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 23/03/2024 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[9] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[10] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 01/01/2025 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[11] Ό.π. Για τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με την στοχοποίηση αμάχων, χρησιμοποιήθηκε το φίλτρο “Civilian Targeting” στο σημείο 9 της βάσης (9. See results by event type- “Yes”, Category “Civilian Targeting”).

[12] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο