Ο.Ι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2302/23, 30/4/2025
print
Τίτλος:
Ο.Ι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2302/23, 30/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 2302/23

 

30 Απριλίου, 2025

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Ο.Ι

Αιτητής 

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

  

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Δ. Παυλίδης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 15/06/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 23/06/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.   

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φακέλου (εφεξής «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι πολίτης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας (εφεξής «Νιγηρία»).

Στις 13/06/2021, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, επικαλούμενος φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία. Την ίδια ημέρα, η Υπηρεσία Ασύλου του εξέδωσε τη σχετική επιβεβαίωση υποβολής αιτήματος (Confirmation of Submission of an Application for International Protection). Στις 05/06/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στη συνέχεια, στις 14/06/2023, ο εν λόγω λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την εν λόγω συνέντευξη. Στη συνέχεια ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 15/06/2023. Κατόπιν της ως άνω εισήγησης, στις 22/06/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική απόφαση επί της αίτησης του Αιτητή, συνοδευόμενη από την αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης. Η απόφαση αυτή παραδόθηκε και παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή. Στις 18/07/2023, ο Αιτητής καταχώρησε Προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία φέρει αριθμό 2302/2023. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δια μέσου του συνηγόρου του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με τη Γραπτή του Αγόρευση ο Αιτητής προβάλλει ότι η απόφαση απόρριψης του αιτήματός του για διεθνή προστασία είναι παράνομη και άκυρη, καθώς δεν πληροί τις απαιτήσεις που τίθενται από το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η αξιολόγηση των ισχυρισμών του από την Υπηρεσία Ασύλου έγινε κατά τρόπο γενικό και πρόχειρο, χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης της προσωπικής του κατάστασης.

Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Διοίκηση παρέλειψε να διεξαγάγει την απαιτούμενη δέουσα έρευνα, αποδεχόμενη παθητικά την εισήγηση του λειτουργού χωρίς να προβεί σε ανεξάρτητη αξιολόγηση. Κατά την άποψή του, η συνέντευξη δεν διενεργήθηκε με επάρκεια, ούτε του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει πλήρως και αποτελεσματικά τους λόγους του αιτήματός του.

Ο Αιτητής προβάλλει ότι οι ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν χωρίς επαρκή αιτιολογία, καθώς η απόφαση στηρίζεται σε γενικόλογες και στερεότυπες αναφορές που δεν εξειδικεύουν τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης. Κατά την άποψή του, τούτο καθιστά την απόφαση ελαττωματική από πλευράς αιτιολόγησης.

Επιπλέον, υποστηρίζει ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, Νιγηρία, την οποία περιγράφει ως μη ασφαλή λόγω σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ένοπλων συγκρούσεων. Προς τούτο, επικαλείται πληθώρα διεθνών πηγών που επιβεβαιώνουν τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν δεν του αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι πρέπει να του παρασχεθεί συμπληρωματική προστασία, καθότι συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής του.

Τέλος, τονίζει ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, καθώς συνεργάστηκε πλήρως με τις αρχές, και οι ισχυρισμοί του παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια. Κατά την άποψή του, η Διοίκηση δεν έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που προσκόμισε και εφάρμοσε πλημμελώς τις διατάξεις του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η απόφαση απόρριψης της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία είναι καθ’ όλα σύννομη, πλήρως αιτιολογημένη και βασισμένη σε επαρκή διοικητική έρευνα. Τονίζουν ότι η απόρριψη εδράστηκε στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Αιτητή, η οποία κρίθηκε ελλιπής και αναξιόπιστη λόγω αντιφάσεων, γενικόλογων και ασαφών ισχυρισμών και απουσίας τεκμηριωτικών στοιχείων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ότι το βάρος απόδειξης της αίτησης διεθνούς προστασίας φέρει ο Αιτητής, ο οποίος απέτυχε να το αποσείσει, αφού η μαρτυρία του ήταν ανεπαρκής και η συνέντευξη δεν παρείχε κρίσιμα στοιχεία που να θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης. Η Υπηρεσία, σύμφωνα με τους Καθ’ ων, έδρασε εντός των ορίων της αρμοδιότητάς της, έλαβε υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και εφάρμοσε τις αρχές του διοικητικού και προσφυγικού δικαίου.

Επιπλέον, αντικρούεται ο ισχυρισμός περί ελλιπούς αιτιολόγησης, καθώς – κατά τη θέση της Υπηρεσίας – η απόφαση στηρίζεται σε ρητή αναφορά στην αξιολόγηση της προσωπικής συνέντευξης, στην αξιολόγηση της κατάστασης στη χώρα καταγωγής και στα εφαρμοστέα νομικά κριτήρια.

Τέλος, προβάλλεται ότι η Νιγηρία χαρακτηρίζεται ως «ασφαλής χώρα καταγωγής» κατά την ισχύουσα Κ.Δ.Π. 166/2023, και ότι δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος σοβαρής βλάβης για σκοπούς συμπληρωματικής προστασίας.

Με την Απαντητική του Γραπτή Αγόρευση ο Αιτητής υιοθετεί πλήρως το περιεχόμενο της Γραπτής του Αγόρευσης εμμένοντας σε όλους τους ισχυρισμούς που ήγειρε.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ:

Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο συνήγορος του Αιτητή, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εντέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητά τους εντός της γραπτής του αγόρευσης. Περαιτέρω παρατηρώ ότι, οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής εν πολλοίς δεν αιτιολογούνται ή εξειδικεύονται και τα θέματα που εγείρονται στη γραπτή του αγόρευση εγείρονται με γενικότητα και αοριστία.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος υποχρεούται να εκθέτει με τις έγγραφες προτάσεις του τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογώντας ταυτόχρονα αυτά πλήρως. Έχει κατ' επανάληψιν αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο πως δεν εξετάζονται νομικοί ισχυρισμοί οι οποίοι δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουμά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530 , Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης επί της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,  και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384, ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021).

Επίσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθ. Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6/2/2007).

Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του αιτητή (Υπόθ. Αρ. 889/20, N. I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/8/2021). Πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τί συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο.  Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ημερ. 6/7/2018).

Περαιτέρω, και εάν ακόμη το παρόν Δικαστήριο εξαντλώντας την επιείκειά του εξετάσει τους λόγους ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(I)/2018, ως έχει τροποποιηθεί], ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενο να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένα επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).

Ως εκ των άνω, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως κρίνονται ως γενικοί, αόριστοι και αλυσιτελείς, συνεπώς, απορρίπτονται στο σύνολό τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένου υπόψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει ο Αιτητής, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο (Δ.Φ.) της Υπηρεσίας Ασύλου, και τα οποία δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας, γεννηθείς στην πολιτεία Edo. Ως προς το θρήσκευμα, ανέφερε ότι είναι Χριστιανός, ενώ η μητρική του γλώσσα είναι τα Αγγλικά. Δήλωσε άγαμος. Αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του αεροπορικώς στις 14.04.2021 και, αφού διήλθε μέσω Κωνσταντινούπολης, αφίχθη στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, από τις οποίες εισήλθε παρανόμως στις ελεγχόμενες περιοχές, φέροντας ιδιότητα φοιτητή.

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία μετά από περιστατικό κατά το οποίο είδε άγνωστο άνδρα να μαχαιρώνει την αδερφή του. Ακολούθησε συμπλοκή, κατά την οποία, όπως ισχυρίζεται, τον μαχαίρωσε από αμέλεια στο στήθος, προκαλώντας τον ακαριαίο θάνατό του. Ο Αιτητής, φοβούμενος ότι θα υποστεί βασανιστήρια από τις αρχές σε περίπτωση σύλληψής του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα (ερυθρό 1, Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Ikponba – Okha, της πολιτείας Edo, όπου και διέμενε μέχρι την αναχώρησή του. Τόσο οι γονείς του όσο και οι υπόλοιποι συγγενείς του έχουν αποβιώσει. Δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εργάστηκε για δύο έτη ως καθαριστής. Πέραν της αγγλικής, μιλά και την τοπική διάλεκτο Bini. Αναχώρησε από το αεροδρόμιο της Abuja και, αφού διήλθε μέσω Κωνσταντινούπολης, μετέβη στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, από τις οποίες εισήλθε παρανόμως. Τα έξοδα του ταξιδιού του, όπως υποστηρίζει, καλύφθηκαν από άγνωστο πρόσωπο.

Στην ελεύθερη αφήγησή του, επανέλαβε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω του ότι σκότωσε, χωρίς πρόθεση, τον δολοφόνο της αδερφής του. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι στις 12.03.2021, έγινε αυτόπτης μάρτυρας του φόνου της αδερφής του από άγνωστο άνδρα, τον οποίο καταδίωξε και, σε συμπλοκή που ακολούθησε, τον μαχαίρωσε στο στήθος. Ο δράστης υπέκυψε επί τόπου στα τραύματά του. Ακολούθως, ο Αιτητής κατέφυγε σε θαμνώδη περιοχή, όπου συνάντησε άγνωστο άνδρα, στον οποίο αφηγήθηκε το περιστατικό και ο οποίος τον βοήθησε να διαφύγει, συμβουλεύοντάς τον να μην επιστρέψει στο σπίτι του, λόγω του κινδύνου από την αντίδραση της κοινότητας. Ερωτηθείς κατά τη συνέντευξη αν απευθύνθηκε στις αρχές, απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος διαφθορά στην αστυνομία. Ερωτηθείς επίσης αν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη πολιτεία εντός Νιγηρίας, δήλωσε ότι φοβάται πως θα εντοπιστεί.

Κατά την αποτίμηση των ισχυρισμών του, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή, καθώς και στον τόπο τελευταίας διαμονής του (Ikponba – Okha, πολιτεία Edo, Νιγηρία), ο οποίος έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος αφορά την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από την κοινότητά του λόγω του φερόμενου φόνου του δολοφόνου της αδερφής του, ισχυρισμός που δεν έγινε αποδεκτός, καθώς κρίθηκε αναπόδεικτος, γενικόλογος, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες, αντιφατικός και μη ευλογοφανής.

Ειδικότερα, ο λειτουργός σημειώνει ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε κανένα υποστηρικτικό έγγραφο, ούτε παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες για το φερόμενο περιστατικό. Εμφανίστηκε αόριστος αναφορικά με τις συνθήκες του φόνου της αδερφής του, ασαφής αναφορικά με τη διαφθορά της αστυνομίας και αντιφατικός ως προς το αν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Δήλωσε επίσης αόριστα ότι θα εντοπιστεί ακόμη και αν μετακινηθεί σε άλλη πολιτεία, χωρίς να τεκμηριώσει το σχετικό κίνδυνο. Επιπλέον, ουδέν του συνέβη κατά την παραμονή του στη χώρα καταγωγής, ενώ εξήλθε νομίμως από τη Νιγηρία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, σημειώνεται ότι η προφορική του μαρτυρία αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο.(βλ.ερ.56 -57 δ.φ.)

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός παρέθεσε επικαιροποιημένες πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo και, συνεκτιμώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, κατέληξε ότι δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.

Κατά τη νομική ανάλυση, διαπιστώθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάστηκε δε και η δυνατότητα αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, η οποία απορρίφθηκε, αφού, βάσει τόσο των ισχυρισμών του Αιτητή όσο και των εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, δεν τεκμηριώνεται κίνδυνος σοβαρής ή απάνθρωπης μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 19(1) και (2) του ίδιου Νόμου.

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση. 

Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, κατά τον οποίο ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω φόβου δίωξης από την κοινότητά του εξαιτίας της άνευ πρόθεσης θανάτωσης του φερόμενου δολοφόνου της αδερφής του, συμφωνώ με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση περί της απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας. Οι σχετικοί ισχυρισμοί στερούνται τεκμηρίωσης, φέρουν ασαφείς και αντιφατικές αφηγήσεις, και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ευλογοφάνειας.

Οι απαντήσεις του Αιτητή κατά τη συνέντευξη υπήρξαν αποσπασματικές και αόριστες, χωρίς επαρκή εξειδίκευση ως προς την αλληλουχία των γεγονότων. Η περιγραφή του φερόμενου φόνου παρουσιάζει σημαντικές ασυνέπειες. Στην αρχική του αφήγηση, ισχυρίστηκε ότι είδε έναν άντρα να «πιέζει» την αδερφή του, τον καταδίωξε, του πήρε το μαχαίρι και τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Όταν ζητήθηκαν διευκρινίσεις, περιέγραψε διαφοροποιημένα την πάλη, τη χρήση του μαχαιριού και την αντίδρασή του, παρουσιάζοντας εκδοχές με εσωτερική απόκλιση. Η εναλλαγή αυτή υπονομεύει τη συνοχή του ισχυρισμού του. (βλ. ερ. 19 1Χ 3Χ δ.φ)

Η συνέχεια του αφηγήματος είναι εξίσου προβληματική. Ο Αιτητής ανέφερε ότι κατέφυγε σε θαμνώδη περιοχή, όπου συνάντησε άγνωστο άντρα που του πρότεινε να τον βοηθήσει να ταξιδέψει στην Κύπρο, του παρείχε ρούχα, χρήματα και διεκπεραίωσε τα ταξιδιωτικά του έγγραφα. Το σενάριο αυτό είναι απλοϊκό, χωρίς πραγματολογική τεκμηρίωση και ευλόγως αμφισβητήσιμο. Δεν εξηγείται πώς ένα τυχαίο πρόσωπο, χωρίς προσωπική σχέση ή συμφέρον, προέβη σε τέτοιας έκτασης ενέργειες για να τον βοηθήσει να διαφύγει εκτός χώρας.

Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο που να επιβεβαιώνει τον θάνατο της αδερφής του, την εμπλοκή του στις αρχές ή ενδεχόμενη δίωξή του. Αρκέστηκε στην επανάληψη ότι «η αστυνομία είναι διεφθαρμένη», χωρίς να τεκμηριώσει προσπάθεια αναφοράς ή άλλο σχετικό γεγονός. Αντίστοιχη αοριστία διακρίνεται και στην περιγραφή των απειλών που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από την κοινότητα, καθώς και στην απουσία συγκεκριμένων στοιχείων για τα πρόσωπα που δήθεν τον καταδίωκαν.

Η αναφορά του στην αδερφή του, κρίσιμη για τη θεμελίωση του ισχυρισμού, είναι εντυπωσιακά λιτή και ασύνδετη με συναισθηματική ή βιωματική αντίδραση. Όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς συνέβη, απέφυγε να περιγράψει την κατάστασή της, αν ήταν νεκρή ή ζωντανή, ή εάν αναζήτησε βοήθεια. Η απουσία προσωπικής εμπλοκής στην αφήγηση ενός φερόμενου τραυματικού γεγονότος ενισχύει την εντύπωση προσχηματικού αφηγήματος.

Περαιτέρω, ο ίδιος ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του (βλ. ερ. 16 Δ.Φ.) ανέφερε ότι ουδέποτε συνελήφθη από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ενώ πρόσθεσε ότι, εάν το επιθυμούσε, θα του επιτρεπόταν η επιστροφή. Οι δηλώσεις αυτές, προερχόμενες από τον ίδιο τον Αιτητή, αντιφάσκουν με τον προβληθέντα ισχυρισμό περί φόβου δίωξης από τις αρχές ή γενικότερα περί ύπαρξης έντασης κινδύνου σε τέτοιο βαθμό ώστε να στοιχειοθετείται «πράξη δίωξης» κατά την έννοια του άρθρου 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Αντιθέτως, συνιστούν εξωτερικό τεκμήριο υπέρ της ύπαρξης κρατικής προστασίας, το οποίο ενισχύει την κρίση περί απουσίας εύλογου και εξατομικευμένου φόβου δίωξης.

Συνοψίζοντας, η αφήγηση του Αιτητή χαρακτηρίζεται από ελλιπή πειστικότητα, λογική ασυνέπεια και ουσιαστική αοριστία. Αποτυγχάνει να τεκμηριώσει τον πυρήνα του ισχυρισμού του, δεν παρουσιάζει εσωτερική συνοχή, ούτε συναισθηματική γνησιότητα. Ορθώς, επομένως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός στερείται εσωτερικής αξιοπιστίας και τον απέρριψε.

Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου τα όσα αναφέρονται επί του άρθρου 18 (3 (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο, και η ηλικία. Συνεπακόλουθα σημειώνεται ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε οποιαδήποτε ευαλωτότητα ή και προβλήματα υγείας, είναι ενήλικας με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο και ως εκ τούτου είναι εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. 

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών, σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι χρονικές ανακολουθίες στις οποίες υπέπεσε οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της Έκθεσης/Εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Από την αφήγηση του Αιτητή παρατηρώ ότι απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο. 

Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»).

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξής του από το θείο του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ.             WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010)

Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[1] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[2]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[3]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ελλείψεις πληροφοριών και περιγραφικότητας στις δηλώσεις του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου, ούτε από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ούτε από τις δηλώσεις και τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και του Δικαστηρίου, προκύπτουν κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν την ύπαρξη «σοβαρών λόγων» για να πιστεύεται ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, πραγματικό και προσωποποιημένο κίνδυνο δίωξης. Ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για ποινική δίωξη εναντίον του ή για το ότι έχει καταγγελθεί ή αναζητείται από τις διωκτικές αρχές της χώρας καταγωγής του. Αντίθετα, περιορίστηκε σε αόριστους ισχυρισμούς ότι φοβήθηκε την αντίδραση της κοινότητας, χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένα περιστατικά απειλών, πράξεων εκδίκησης ή οργανωμένης επιδίωξης τιμωρίας του.

Δεν προκύπτει από κανένα σημείο της αφήγησής του ότι έχει στοχοποιηθεί από επίσημες αρχές ή ότι η πράξη για την οποία ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα –ήτοι ο εκ παραδρομής θανάσιμος τραυματισμός τρίτου προσώπου– έχει κινητοποιήσει διαδικασίες ποινικού χαρακτήρα. Ο ισχυρισμός περί φόβου βασανιστηρίων σε περίπτωση σύλληψης από τη νιγηριανή αστυνομία προβάλλεται με γενικόλογο τρόπο και ερείδεται αποκλειστικά σε στερεοτυπική αναφορά περί διαφθοράς, χωρίς επίκληση ή απόδειξη συγκεκριμένων περιστατικών ή κινδύνων.

Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο Αιτητής θα υποστεί κατά την επιστροφή του πράξεις δίωξης, είτε υπό τη μορφή κρατικής καταστολής είτε υπό τη μορφή ανεξέλεγκτης ή συστηματικής δίωξης από άτομα της κοινότητας, ικανές να υπερβαίνουν το όριο της γενικής ανησυχίας και να προσλαμβάνουν χαρακτήρα σοβαρής παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ούτε προκύπτει ότι το φερόμενο περιστατικό εντάσσεται σε ευρύτερο πλαίσιο στοχοποίησης του Αιτητή ή ότι συνδέεται με κάποιο από τους λόγους που προστατεύονται από τη Σύμβαση της Γενεύης.

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απλή εμπλοκή σε ποινικής φύσεως περιστατικό, όπως η εκ παραδρομής θανάτωση τρίτου προσώπου, δεν συνιστά καθ’ εαυτή πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, εκτός εάν συνοδεύεται από δυσανάλογη ή διακριτική μεταχείριση.[4] Η ύπαρξη ποινικής ευθύνης δεν καθιστά τον αιτητή αυτομάτως πρόσφυγα, εκτός αν αποδεικνύεται ότι οι αρμόδιες αρχές αδυνατούν ή δεν προτίθενται να του παράσχουν προστασία έναντι ιδιωτικών δραστών.[5] Στην παρούσα υπόθεση, δεν προκύπτει ότι οι εικαζόμενες απειλές από μέλη της κοινότητας ή τρίτους έχουν την απαιτούμενη ένταση, συστηματικότητα ή οργανωμένο χαρακτήρα ώστε να στοιχειοθετούν πράξεις δίωξης, ούτε ότι το κράτος καταγωγής αδυνατεί να προσφέρει ουσιαστική προστασία.

Εξάλλου, η αποδοχή γενικών ισχυρισμών περί «φόβου αντίδρασης από την κοινότητα», χωρίς συγκεκριμένα περιστατικά ή εξατομικευμένες ενδείξεις στοχοποίησης, δεν επαρκεί για να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική βάση του φόβου δίωξης.[6] Στην απόφαση Ε.Β.Κ. ν. Κ.Δ. επιβεβαιώθηκε ότι η εσωτερική αναξιοπιστία, σε συνδυασμό με την απουσία εξωτερικής τεκμηρίωσης, καθιστά μη αναγκαία την περαιτέρω ενδελεχή διερεύνηση.[7] Επιπλέον, στην υπόθεση M.Y.A.L. ν. Κ.Δ[8]., κρίθηκε ότι ούτε η σοβαρότητα της πράξης, ούτε η ενδεχόμενη απήχησή της στην κοινότητα, αρκούν αυτοτελώς για την αναγνώριση διεθνούς προστασίας, όταν δεν αποδεικνύεται στοχοποίηση λόγω ενός από τους λόγους του άρθρου 3 του Ν. 6(I)/2000.

Συνάμα και κατά πάγια ερμηνεία τόσο της Σύμβασης της Γενεύης όσο και της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, πράξεις ποινικά κολάσιμες κατά το κοινό ποινικό δίκαιο, οι οποίες δεν σχετίζονται με λόγο δίωξης που προστατεύεται από το προσφυγικό δίκαιο (όπως η φυλή, η θρησκεία, η εθνικότητα, η πολιτική πεποίθηση ή η συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα), δεν θεμελιώνουν προσφυγική ιδιότητα.[9] Η απλή ενδεχόμενη δίωξη ή τιμωρία λόγω παράνομης πράξης (όπως η ανθρωποκτονία, η παράνομη είσοδος, ή άλλα αδικήματα κοινής ποινικής φύσεως), δεν καθιστά ένα πρόσωπο πρόσφυγα, εκτός αν η σχετική μεταχείριση από τις αρχές είναι δυσανάλογη, διακριτική ή συνδέεται με απαγορευμένη διάκριση.[10]

Το Δικαστήριο της Ε.Ε. στην υπόθεση OA C-255/19 τόνισε ότι η προσφυγική ιδιότητα προϋποθέτει φόβο δίωξης για λόγο προστατευόμενο από το άρθρο 10 της Οδηγίας, και όχι απλώς για την τέλεση ή συμμετοχή σε ποινικό αδίκημα.[11] Ειδικότερα, η δίωξη στο πλαίσιο της νόμιμης ποινικής δικαιοσύνης δεν συνιστά καταδίωξη κατά το άρθρο 9 της Οδηγίας, εκτός εάν παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα του αιτητή.[12]

Ως εκ τούτου, ισχυρισμοί περί δίωξης που ερείδονται σε ενδεχόμενη ποινική ευθύνη του αιτητή δεν εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής του διεθνούς προσφυγικού δικαίου.

Σε ό,τι αφορά την εκτίμηση εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά γενική αρχή του προσφυγικού δικαίου, το στοιχείο του «βάσιμου φόβου» δίωξης αποτελεί κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου, η οποία βασίζεται αφενός στην ατομική κατάσταση του αιτητή και αφετέρου στις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης (άρθρο 4(3) Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Από τη μελέτη επώνυμων και θεσμικά αξιόπιστων πηγών, όπως η Έκθεση EUAA – Country Guidance Nigeria (2021)[13], προκύπτει ότι η ικανότητα του Νιγηριανού κράτους να παρέχει αποτελεσματική προστασία ποικίλλει ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Σε πολιτείες της βορειοανατολικής χώρας όπου δρα η τρομοκρατική οργάνωση Boko Haram ή υπάρχουν συγκρούσεις αγροτών – κτηνοτρόφων, εντοπίζονται σοβαρές προκλήσεις στην επιβολή του νόμου και την πρόσβαση σε κρατική προστασία. Ωστόσο, η Πολιτεία Edo, τόπος καταγωγής και διαμονής του Αιτητή, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοχών που πλήττονται από τέτοιες μορφές ανομίας ή ένοπλης σύγκρουσης. Αντιθέτως, διατηρείται οργανωμένη αστυνομική παρουσία και λειτουργία των διοικητικών και δικαστικών αρχών, παρά τις δομικές προκλήσεις (όπως καθυστερήσεις, κόστος πρόσβασης και περιστατικά διαφθοράς).

Η παραδοχή του Αιτητή ότι ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του ούτε ζήτησε οποιαδήποτε μορφή προστασίας, επιτείνει την έλλειψη εξωτερικής τεκμηρίωσης και ενισχύει την ερμηνεία ότι η φερόμενη απειλή αποτελεί εικασία ή υποκειμενικό φόβο, ο οποίος δεν στηρίζεται σε εξατομικευμένο και αντικειμενικά προσδιορίσιμο κίνδυνο δίωξης. Σημειώνεται ότι το βάρος της απόδειξης ότι το κράτος καταγωγής δεν είναι πρόθυμο ή ικανό να παρέχει προστασία φέρει ο αιτητής (άρθρο 4(5) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), κάτι που δεν έχει εκπληρωθεί στην παρούσα υπόθεση.

Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν συντρέχει λόγος αμφισβήτησης της κρίσης της Διοίκησης περί απουσίας αντικειμενικά θεμελιωμένου φόβου δίωξης, ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε αναντιστοιχία μεταξύ των ισχυρισμών του Αιτητή και των ανεξάρτητων πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής του.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κατόρθωσε να τεκμηριώσει βάσιμο και εξατομικευμένο φόβο δίωξης με βάση τους ισχυρισμούς του περί κινδύνου από τον θείο του. Ειδικότερα, δεν προσκόμισε ούτε επικαλέστηκε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ικανά να θεμελιώσουν, έστω και χωρίς την υποστήριξη τυπικών αποδεικτικών στοιχείων, αντικειμενικά αιτιολογημένο φόβο δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Οι αιτιάσεις του δεν αρκούν για να ανατρέψουν τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση, δεδομένου ότι δεν συνδέονται με κάποιον από τους αναγνωρισμένους λόγους καταδίωξης που προστατεύονται από το προσφυγικό δίκαιο (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, πολιτική γνώμη ή ένταξη σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα). Συναφώς, υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία ότι ο φόβος δίωξης πρέπει να είναι συγκεκριμένος, εξατομικευμένος και αιτιολογημένος ως προς την πηγή και τη φύση του κινδύνου γενικόλογες αναφορές ή φόβοι ιδιωτικής φύσεως δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση του προσφυγικού καθεστώτος (βλ. και αποφάσεις ΣτΕ 1093/2008, 817/2009, 459/2010).

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, το οποίο δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής δήλωσε, ο τόπος που αναμένεται να επιστρέψει είναι η  πολιτεία Edo State στην οποία διέμενε και εργαζόταν πριν την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του. Λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα ασφαλείας του εν λόγω τόπου, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας –η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία– έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[14]

Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 23/03/2024 21/03/2025, σημειώθηκαν στο κρατίδιο Edo της Νιγηρίας 166 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως συνέπεια τον θάνατο 156 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 84 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (88 θάνατοι), 63 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (64 θάνατοι), και 19 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (4 θάνατοι)[15]. Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Edo της Νιγηρίας ανέρχεται σε 4,777,000 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[16]

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι τα περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας συχνότητας ή έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Περαιτέρω, δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο που πιθανό να διατρέξει ο Αιτητής ειδικά σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω (βλ. και ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του. Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Επί του ενδεχόμενου εμφιλοχώρησης πλάνης. Πλάνη περί το νόμο δεν στοιχειοθετείται όταν οι διοικητικές αρχές λαμβάνουν υπόψη όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και δεν παρερμηνεύουν τον εφαρμοστέο νόμο. Σύμφωνα με τη νομολογία, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης πλάνης φέρει ο αιτητής. (Platitis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 366, Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262, 267). Η διοίκηση θεωρείται ότι έχει υποπέσει σε πλάνη περί τα πράγματα εάν: Η απόφαση της βασίζεται σε ανύπαρκτα ή εσφαλμένα πραγματικά γεγονότα ή/ και παραλείπει να λάβει υπόψη ουσιώδη πραγματικά στοιχεία που επηρεάζουν την κρίση της. Ωστόσο, η απλή διαφορετική εκτίμηση των γεγονότων δεν συνιστά πλάνη. Η νομολογία αναφέρει ότι η διαφορετική εκτίμηση των γεγονότων δεν καθιστά την πράξη παράνομη αν η διοίκηση ενήργησε μέσα σε λογικά και επιτρεπτά πλαίσια. Γαλανό κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43 – «Η διαπίστωση πλάνης δεν συνεπάγεται αυτομάτως ακυρότητα. Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης.» Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27 – Η διαφορετική εκτίμηση γεγονότων δεν στοιχειοθετεί πλάνη).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εκτιμώ ότι δεν προκύπτει πλάνη στην παρούσα υπόθεση, καθώς οι διοικητικές αρχές εξέτασαν όλα τα συναφή στοιχεία. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η απόφαση βασίστηκε σε ανύπαρκτα ή εσφαλμένα πραγματικά δεδομένα. Η αιτιολόγησή της είναι επαρκής και διασφαλίζει τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Τέλος, ο αιτητής δεν προσδιόρισε ποια πραγματικά περιστατικά δεν ελήφθησαν υπόψη ή ποια ερμηνεύθηκαν εσφαλμένα. Συνεπώς, βάσει της νομολογίας και της εξέτασης των πραγματικών δεδομένων, ο ισχυρισμός περί πλάνης απορρίπτεται, καθώς δεν προκύπτει καμία ουσιώδης πλάνη που να επηρεάζει την τελική κρίση της διοίκησης.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), 

Καταλυτικά, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[2] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[3] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[4] CJEU, OA v. Secretary of State for the Home Department, C-255/19, απόφαση της 14.5.2020, σκ. 40

[5] Οδηγία 2011/95/ΕΕ, άρθρα 6(γ) και 7· βλ. και CJEU, HT v. Land Baden-Württemberg, C-373/13, σκ. 43–46.

[6] EASO/EUAA, Judicial Analysis – Qualification for International Protection, 2nd ed. 2023, σ. 52–56

[7] ΔΔΔΠ, Ε.Β.Κ. ν. Κ.Δ., αρ. 1938/2022, ημερ. 19.11.2024.

[8] ΔΔΔΠ, M.Y.A.L. ν. Κ.Δ., αρ. 73/2019, ημερ. 13.12.2024

[9] UNHCR, Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status, 2019, §§56–60.

[10] EASO/EUAA, Judicial Analysis: Qualification for International Protection, 2nd ed. 2023, σ. 54–57.

[11] ΔΕΕ, OA, C-255/19, απόφαση 14.5.2020, σκ. 40–43.

[12] Οδηγία 2011/95/ΕΕ, άρθρο 9(2)(e) και αιτιολ. σκέψη 26

[14] RULAC, ‘Non – international Armed Conflicts in Nigeria’, 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-International Armed Conflicts in Nigeria | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM,

The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Ημερ: 25/02/2024 - 21/02/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Edo State) (ήμερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/04/2025).

[16] City Population, Edo State in Nigeria, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/  (ήμερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/04/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο