D.B.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 272/23, 28/4/2025
print
Τίτλος:
D.B.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 272/23, 28/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 272/23

 

28 Μαρτίου 2025

 

[Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

D.B.N.

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 05.01.2024 για προσαγωγή μαρτυρίας

 

Κασσάνδρα Κουπαρή  (κα.) για τον Αιτητή

 

Ανδρέας Φίλλιπου  (κος ), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η Αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή, αιτείται την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 29.12.2022, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 24.01.2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής, στις 12.04.2024 καταχωρίστηκε η υπό εξέταση ενδιάμεση αίτηση για τη χορήγηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας.

Με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, η Αιτήτρια αιτείται την έκδοση διατάγματος από το Δικαστήριο, με το οποίο να της παρέχεται άδεια για την προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης, συνοδευόμενης από συνημμένα τεκμήρια με αρίθμηση 1.

Στην προτεινόμενη ένορκη δήλωσή της, η Αιτήτρια αναφέρει ότι καταθέτει την παρούσα δήλωση προς υποστήριξη της προσφυγής της κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησής της για παροχή διεθνούς προστασίας. Όπως επισημαίνει, η δήλωση αυτή αποσκοπεί στην απονομή δικαιοσύνης και στη δίκαιη αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που έχει εκθέσει ενώπιον των Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Αιτήτρια δηλώνει ότι είναι η ίδια Αιτήτρια διεθνούς προστασίας και ότι έχει πλήρη γνώση των γεγονότων και των συνθηκών που αφορούν την υπόθεσή της. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην ψυχική της κατάσταση, η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω του εγκλεισμού και της εμπειρίας σεξουαλικής βίας, την οποία είχε αποκαλύψει κατά τη συνέντευξή της στις 08/09/2022. Παρότι τα περιστατικά αυτά τέθηκαν υπόψη ήδη τότε, δεν της παρασχέθηκε η αναγκαία ψυχολογική υποστήριξη.

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για ειδική ψυχιατρική παρακολούθηση, υπέβαλε σχετικό αίτημα προς το Κέντρο Εξειδικευμένης Αξιολόγησης Ψυχικής Υγείας (αίτημα ημερομηνίας 23/06/2023). Η Αιτήτρια συμμετείχε σε τρεις συνεδρίες με κλινική ψυχολόγο, στις 27/10, 01/11 και 07/11/2023. Μετά την ολοκλήρωση των συνεδριών, η ψυχολόγος συνέταξε σχετική έκθεση (ημερομηνίας 17/11/2023), η οποία εγκρίθηκε από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας στις 28/11/2023.

Η εν λόγω έκθεση, η οποία κατατίθεται ως Τεκμήριο 1 ενώπιον του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνει ότι η Αιτήτρια παρουσιάζει συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, ως συνέπεια των τραυματικών εμπειριών της. Κατόπιν αυτών, της έγινε σύσταση για τακτική ψυχολογική παρακολούθηση, την οποία άρχισε με προγραμματισμένη συνεδρία στις 05/01/2024 στο Παλαιό Νοσοκομείο Λεμεσού.

Η Αιτήτρια τονίζει ότι δεν είναι σε θέση να επιστρέψει στο Καμερούν, λόγω της γενικευμένης επικινδυνότητας στην περιοχή καταγωγής της (Βορειοδυτικό Καμερούν), αλλά και εξαιτίας προσωπικών συνθηκών. Ειδικότερα, αναφέρεται σε πρόσφατο περιστατικό ένοπλης βίας στην πόλη Μπαμεντά, κατά το οποίο ένοπλοι σκότωσαν δέκα άτομα, επιβεβαιώνοντας τον αυξημένο κίνδυνο για την ασφάλειά της. Το εν λόγω γεγονός επιβεβαιώνεται από τοπικές και διεθνείς ειδησεογραφικές πηγές (Al Jazeera, 17/07/2023).

Η Αιτούσα παραθέτει με σαφήνεια την οικογενειακή της κατάσταση, επισημαίνοντας ότι ουδέν μέλος της οικογένειάς της δύναται να της προσφέρει στήριξη, είτε υλική είτε ηθική, σε περίπτωση επαναπατρισμού της στο Καμερούν.

Ο μεγαλύτερος αδελφός της, ηλικίας 41 ετών, είναι νυμφευμένος, έχει τέσσερα παιδιά και εργάζεται σε σουπερμάρκετ. Η αδελφή της, επίσης έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών, εργάζεται, αλλά δεν διαθέτει την οικονομική ή πρακτική δυνατότητα να της προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Ο τρίτος κατά σειρά αδελφός της, 36 ετών, εγκατέλειψε το Καμερούν λόγω του πολέμου και μετεγκαταστάθηκε στη Νότια Κορέα για σπουδές, από όπου αδυνατεί να προσφέρει ουσιαστική στήριξη. Ο δε τέταρτος και νεότερος αδελφός της παρουσιάζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, πάσχει από διαταραχές νευρικής φύσεως και αδυνατεί να ανταποκριθεί ακόμη και στις δικές του βασικές ανάγκες.

Υπό το πρίσμα αυτό, η Αιτούσα διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι στερείται κάθε μορφής οικογενειακής ή κοινωνικής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής της, γεγονός που καθιστά την πιθανότητα επιστροφής της μη ρεαλιστική και επικίνδυνη για την ψυχική και σωματική της ακεραιότητα.

Σύμφωνα με έρευνα και πληροφορίες από έγκυρες πηγές, η Αιτούσα επισημαίνει ότι στο Καμερούν δεν παρέχεται ψυχολογική φροντίδα σε θύματα σεξουαλικής βίας, ιδίως σε γυναίκες που υπήρξαν στόχοι ένοπλων ομάδων. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι μόνον στην Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να διασφαλιστεί η αναγκαία υποστήριξή της.

Τέλος, η Αιτούσα καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου την ψυχολογική έκθεση ως Τεκμήριο 1 και επιβεβαιώνει ενόρκως την αλήθεια των αναφερόμενων περιστατικών, τόσο αναφορικά με την προσωπική της ψυχική κατάσταση, όσο και σε σχέση με την αντικειμενική κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της.

  1. Κατά της παρούσας αίτησης, οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν ένσταση συνοδευόμενη από σχετική ένορκη δήλωση.
  2. Επιπλέον, καταχωρίστηκαν γραπτές αγορεύσεις, με κάθε πλευρά να υποστηρίζει τη δική της θέση, ενώ στις 22.01.2025 διεξήχθη η ακρόαση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης.

Νομικοί Ισχυρισμοί

Η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προτεινόμενη μαρτυρία είναι κρίσιμη για την υποστήριξη των ισχυρισμών της, ιδίως όσον αφορά την ψυχική της υγεία και τις επιπτώσεις που είχε επάνω της ο ισχυριζόμενος ομαδικός βιασμός. Δεδομένου ότι η αξιολόγηση της ψυχικής της κατάστασης από τον ΟΚΥπΥ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πάσχει από κατάθλιψη και άγχος, η μαρτυρία που ζητείται να προσκομιστεί ενισχύει και τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της ως προς την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας.

Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσει λεπτομερώς σε ερωτήσεις αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση και την πιθανότητα επαναπροώθησής της στο Καμερούν. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με την ίδια, δημιούργησε κενό στην εξέταση της υπόθεσής της, το οποίο δύναται να καλυφθεί με την προσκομιζόμενη μαρτυρία.

Η Αιτήτρια, με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τονίζει ότι η νέα μαρτυρία δεν μεταβάλλει ούτε αλλοιώνει την αρχική της τοποθέτηση, αλλά είναι απολύτως συμβατή με αυτήν και αναδεικνύει πτυχές της υπόθεσης που δεν εξετάστηκαν επαρκώς. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρεί ότι η αίτηση για προσκομιδή της μαρτυρίας πληροί τα κριτήρια της ισχύουσας νομολογίας. Η μαρτυρία δεν είναι αόριστη αλλά εξειδικευμένη και συναφής με κρίσιμα ζητήματα, ειδικά με την ψυχική της κατάσταση και τη συνάφεια αυτής με την προγενέστερη κακοποίηση. Τέλος, επισημαίνει ότι η αποδοχή της μαρτυρίας θα εξυπηρετούσε την απονομή της δικαιοσύνης.

Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση, αφού παραθέτουν τη σχετική νομοθεσία και νομολογία που διέπει την εξέταση ενδιάμεσων αιτήσεων για προσαγωγή μαρτυρίας, υποστηρίζουν ότι η παρούσα αίτηση – υποβληθείσα υπό μορφή ένορκης δήλωσης συνοδευόμενης από το Τεκμήριο 1 – δεν πληροί τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομολογίας.

Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η μαρτυρία δεν τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά ούτε προσδιορίζονται με ανάλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα που επιδιώκεται να προσκομισθούν. Επισημαίνουν ότι η προσαγωγή μαρτυρίας δεν επιτρέπεται όταν αποσκοπεί απλώς στην επανάληψη ήδη γνωστών ισχυρισμών ή στην ενίσχυσή τους προφορικά. Επιπλέον, κάνουν λόγο για καθυστέρηση στην προσκόμιση των τεκμηρίων, η οποία, κατά την άποψή τους, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, αφού δεν αιτιολογείται επαρκώς η μη έγκαιρη υποβολή τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

Περαιτέρω, επικαλούνται διατάξεις του περί Αποδείξεως Νόμου, ισχυριζόμενοι ότι η προτεινόμενη μαρτυρία συνιστά εξ ακοής μαρτυρία χωρίς επαρκή αποδεικτική αξία, καθώς βασίζεται σε δηλώσεις τρίτου προσώπου (του ψυχολόγου), χωρίς ο ίδιος να καλείται να καταθέσει. Επισημαίνουν ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως π.χ. το κατά πόσον το πρόσωπο που προέβη στη δήλωση είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να αλλοιώσει τα γεγονότα ή κατά πόσον η δήλωση μεταφέρθηκε με ακρίβεια.

Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η προτεινόμενη μαρτυρία δεν προσθέτει ουσιώδη νέα στοιχεία σε σχέση με όσα ήδη προέβαλε κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου της. Ισχυρίζονται ότι η μαρτυρία αυτή είχε ήδη τεθεί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και απορρίφθηκε με την απόφαση της 20/01/2023. Επομένως, κατά την άποψή τους, δεν επηρεάζει την ουσία της απόφασης, καθώς απλώς επαναλαμβάνει ήδη γνωστούς ισχυρισμούς. Η Αιτήτρια, όπως σημειώνουν, κρίθηκε αναξιόπιστη σε σχέση με τους ισχυρισμούς της περί σεξουαλικής βίας, και η προσκομιζόμενη μαρτυρία δεν θεραπεύει την εν λόγω αναξιοπιστία.

Τέλος, αναφέρουν ότι τα τεκμήρια που προσκομίζονται περιλαμβάνουν γενικούς ψυχολογικούς ισχυρισμούς και δεν αγγίζουν ειδικά νομικά ζητήματα που σχετίζονται με την αιτιολογία της διεθνούς προστασίας. Η σχετική μαρτυρία, κατά την άποψή τους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή όταν απλώς επαναλαμβάνει γνωστά γεγονότα ή όταν δεν σχετίζεται με ουσιώδη νομικά ζητήματα της υπόθεσης.

Καταλήγουν υποστηρίζοντας ότι η νέα μαρτυρία δεν αποδεικνύει κανένα επίδικο ή κρίσιμο στοιχείο, ικανό να οδηγήσει σε ακύρωση της ήδη ληφθείσας διοικητικής απόφασης. Παραπέμπουν δε σε σειρά αποφάσεων, κατά τις οποίες η προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία για κρίσιμα ζητήματα και δεν αλλοιώνει την αρχική διαδικασία.

Στο πλαίσιο της ακρόασης της αίτησης, τόσο η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας όσο και η ευπαίδευτη συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα υιοθέτησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις.

Το Νομικό Πλαίσιο

Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου και προβλέπει τα εξής:

 

«11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

Νοείται ότι η προαναφερόμενη δικαιοδοσία αναφορικά με απόφαση ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να ασκηθεί, μόνο αν τέτοια απόφαση ή πράξη εκδόθηκε-

(α) Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή

(β) με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται μετά την 20ή Ιουλίου 2015.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρμόζονται αναφορικά με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις ή πράξεις, η οποία θίγει ατομικά τον υποβάλλοντα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας:

(α) Απόφαση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9 του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με την παροχή, την ανάκληση ή τον περιορισμό πλεονεκτημάτων τα οποία προβλέπονται σε οποιαδήποτε από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου·

(β) απόφαση που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9Ε ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 9ΙΑ του περί Προσφύγων νόμου∙

(γ) δυσμενής απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία-

(i) κρίνει αίτηση ως αβάσιμη, όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ή.

(ε) απόφαση μεταφοράς η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 27 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

(5) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.».

Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

Ο Κανονισμός 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ορίζει τα ακόλουθα:

«Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/2000 ως εκάστοτε τροποποιείται και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, (Ε.Υ.Υ.Α) όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.».

 

Ο Κανονισμός 10 του περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμού του 2019   προβλέπει τα ακόλουθα:

«Νέα έγγραφα και/ή επιπρόσθετα στοιχεία και/ή οποιαδήποτε επιπρόσθετη μαρτυρία να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώση όχι κατά τις διευκρινίσεις ή μεταγενέστερα, εκτός αν πρόκειται για στοιχεία τα οποία ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεκτεί τέτοια μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις που κρίνει ότι τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας.».

 

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

 «Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρέουται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

Ο Κανονισμός 19 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι:

«Καθ΄οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώσει τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.».

 

 Το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ) ορίζει ότι:

«Άρθρο 46

Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:»

(α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

i)     με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,

 

2. .

3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.».

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εκ προοιμίου σημειώνεται ότι δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης στην κυρίως διαδικασία καθώς και να εξετάσει ex nunc τα δεδομένα που αφορούν στην αίτηση ασύλου του εκάστοτε αιτούντος άσυλο (βλ. Υπόθεση Αρ. ΔΚ 33/2020, Τ.Κ.Α ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.9.2020 και απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45). Οι διατάξεις  του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, καίτοι απευθείας εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια, στο μέτρο που αποτελούν ταυτόχρονα και εναρμονιστικές διατάξεις του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της εν λόγω ενωσιακής διάταξης και της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) (Βλ. Α.Ε. αρ. 156/2012, Μustafa Haghilo, 27.2.2018 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Η έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και το είδος του ελέγχου επί των επίδικων πράξεων που αποτελούν αντικείμενο των ενώπιον του διαδικασιών επηρεάζει καταρχήν την αξιολόγηση των ενδιάμεσων αιτήσεων προσαγωγής μαρτυρίας.

Οι βασικές αρχές που αφορούν στην εξέταση μίας ενδιάμεσης αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας, υπό το φως και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως.

Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης που προωθούνται από τον Αιτητή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999, Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 1218/2010, Βίκτωρας Τομάζου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26.1.2012.)

Οι βασικές αρχές που διέπουν το θέμα της προσαγωγής μαρτυρίας σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνοψίστηκαν ως ακολούθως στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 591:

«Από τη νομολογία του  Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας  προς τα επίδικα θέματα. (Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, Τάσου Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθ. Αρ. 530/97, ημερ. 5.7.2000). Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίζει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξή τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Βλέπε Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (Αρ. 1) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330, Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) 4 Α.Α.Δ. 609, Lordos Hotels Holdings Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υπόθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.99).».

Συνεπώς, πρώτο κριτήριο που εξετάζεται είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας με κάποιον από τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης και με τα γεγονότα που τους υποστηρίζουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για το βασιμότητα της υπό εξέταση αίτησης είναι η μαρτυρία να υποστηρίζει κάποιο από τα επίδικα θέματα και τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από τη δικογραφία.  Πέραν της σχετικότητας, η έγκριση του αιτήματος θα πρέπει να κρίνεται ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. (Tasni Enviro Ltd και Telmen Ltd ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 862/2005, ημερ. 26.6.2008)

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι δυνάμει του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, οι λόγοι ακύρωσης δέον να αιτιολογούνται και να εξειδικεύονται στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας.  Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018].  Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671].  Συνεπώς τόσο το νομικό όσο και το πραγματικό υπόβαθρο της προσφυγής θα πρέπει να καταγράφεται στο δικόγραφο της προσφυγής. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο Αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου. 

Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι Δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του Αιτητή.

Η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Η κατανομή του βάρους απόδειξης στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος και εντός των ορίων της διαθετικής αρχής καθορίζει την όλη δικονομική πορεία της δίκης. Μόνη εξαίρεση αυτεπάγγελτης εξέτασης πλημμελειών της επίδικης πράξης αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»]

Όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32, το παρόν δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάζει ex-nunc τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που άπτονται της αιτήσεως ασύλου του εκάστοτε αιτούντος άσυλο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη χρονική επέκταση, το Δικαστήριο μπορεί να καταστήσει αποδεκτή την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου (παρακάμπτοντας την αρχή που ισχύει στο πλαίσιο της ακυρωτικής φύσεως διαδικασίας ότι δεν επιτρέπεται αλλοίωση και διαφοροποίηση των δεδομένων που ήταν ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά τη λήψη της απόφασής του) όταν καταδειχθεί ότι η παράλειψη αυτή, καίτοι αφορά σε γεγονότα που προηγούνταν της αιτήσεως ασύλου, δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του αιτούντος άσυλο και αδυνατούσε να τα προσκομίσει. Περαιτέρω, όταν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας.

Η πιο πάνω δικονομική ρύθμιση πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση C‑652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, σκέψεις 92 έως 103.

Έχοντας καταγράψει το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την αξιολόγηση της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, προχωρώ στην εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, σε συνδυασμό με τα όσα επικαλούνται οι δύο πλευρές δια των γραπτών αγορεύσεών τους.

Υπενθυμίζεται ότι η αιτούσα αιτείται την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου, με το οποίο να επιτρέπεται η προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης της ίδιας της Αιτήτριας, επιπλέον του Τεκμηρίου 1, ήτοι της ψυχολογικής αξιολόγησης (έκθεση ΟΚΥπΥ).

Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η αιτούσα ανέφερε ότι τον Σεπτέμβριο του 2019, κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μεταξύ Αμπαζόνιαν και στρατού στην περιοχή Bafut, συνελήφθη από στρατιώτες και κρατήθηκε σε στρατόπεδο για μία εβδομάδα, όπου ισχυρίζεται ότι υπέστη επανειλημμένους βιασμούς από πολλούς άνδρες. Η απόδρασή της επιτεύχθηκε με τη βοήθεια τρίτων και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη χώρα (βλ. ερ. 82 πρακτικού συνέντευξης).

Η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε την αιτούσα αναξιόπιστη αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό, για λόγους που αναλύονται εκτενώς  στην έκθεση–εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού. (βλ.ερ.81 και 82 δ.φ.)

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της υπό εξέταση ένορκης δήλωσης και του συνοδευτικού τεκμηρίου, φρονώ ότι η αιτούσα δεν επαναλαμβάνει απλώς ήδη κατατεθειμένους ισχυρισμούς, αλλά επιδιώκει την προσκόμιση ειδικής, συμπληρωματικής και εξειδικευμένης μαρτυρίας, συναφούς με κρίσιμα ζητήματα της υπόθεσης, ιδίως αναφορικά με την ψυχική της κατάσταση ως αποτέλεσμα των ισχυριζόμενων σεξουαλικών κακοποιήσεων.

Η προτεινόμενη μαρτυρία συνδέεται άμεσα με την ουσία του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Αφορά τις ψυχικές και σωματικές συνέπειες των παραβιάσεων που καταγγέλλονται και σχετίζεται με τον κίνδυνο επανατραυματισμού και την ευαλωτότητα της αιτούσας σε περίπτωση επιστροφής.

Συνδέεται, ειδικότερα, με την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), του άρθρου 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (επικουρική προστασία), και του άρθρου 10(1)(δ) της ίδιας Οδηγίας, καθώς το φύλο μπορεί να θεμελιώσει την ένταξη σε "ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα".

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα την απόφαση στην υπόθεση C-621/21, η έμφυλη βία κατά των γυναικών –ιδίως όταν πηγάζει από κρατικούς φορείς ή όταν το κράτος αδυνατεί να παράσχει προστασία– μπορεί να στοιχειοθετήσει προσφυγικό καθεστώς ως μορφή δίωξης λόγω φύλου. Το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι γυναίκες σε κοινωνικά περιβάλλοντα όπου υφίστανται διακρίσεις ή βία, συνιστούν “ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα” κατά την έννοια της Οδηγίας.

Η αιτούμενη μαρτυρία, ως εκ τούτου, δεν είναι επουσιώδης. Αντιθέτως, είναι απολύτως σχετική με το αντικείμενο της προσφυγής. Εφόσον κριθεί αξιόπιστη, μπορεί να ενισχύσει τον βασικό ισχυρισμό της αιτούσας και να προσδώσει νέα στοιχεία που φωτίζουν την υπόθεση από διαφορετικές πτυχές, αυξάνοντας, κατ’ επέκταση, τις πιθανότητες αναγνώρισης διεθνούς προστασίας.

Επιπλέον, η εν λόγω μαρτυρία δύναται να καλύψει τα κενά που διαπιστώθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως η ασάφεια στην περιγραφή των περιστατικών σύλληψης, κράτησης και κακοποίησης, και να ενισχύσει το επιχείρημα ότι η αιτούσα δεν μπορεί να επιστρέψει με ασφάλεια στη χώρα καταγωγής της, λόγω σοβαρού ψυχικού τραύματος και υπαρκτού κινδύνου επανατραυματισμού.

Η μαρτυρία αυτή δεν αλλοιώνει την αρχική θέση της αιτούσας[1]. Αντιθέτως, τη συμπληρώνει και την ενισχύει, προσφέροντας στο Δικαστήριο πληρέστερη εικόνα της ψυχολογικής και προσωπικής της κατάστασης.

Σε ό,τι αφορά το Τεκμήριο 1, ήτοι την ψυχολογική αξιολόγηση που προτίθεται να προσκομίσει η αιτούσα, παρατηρείται ότι συντάχθηκε από πιστοποιημένο κυβερνητικό κλινικό ψυχολόγο του ΟΚΥπΥ, στο πλαίσιο θεσμοθετημένης διαδικασίας. Η εν λόγω αναφορά αποτελεί τεχνικό και επαγγελματικό τεκμήριο, δεν συνιστά απλή εξ ακοής δήλωση ή προσωπική γνώμη, και συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές διεθνών οργανισμών (UNHCR, Istanbul Protocol). Αξιολογείται ως αντικειμενική και επαγγελματικά τεκμηριωμένη, βασισμένη σε συνεδρίες και διαγνωστικά εργαλεία.

Παρ’ όλα αυτά, η αποδεικτική της αξία εξαρτάται από την ποιότητα των συμπερασμάτων που διατυπώνει και το εάν τεκμηριώνεται επαρκώς αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παρούσας ψυχολογικής κατάστασης και των προβαλλόμενων καταγγελιών περί βασανιστηρίων ή κακομεταχείρισης[2]. Από το περιεχόμενο της έκθεσης προκύπτει ότι η αξιολόγηση στηρίζεται κυρίως σε προσωπικές αναφορές της αιτούσας και σε συμπτώματα που η ίδια αποδίδει στην απόρριψη του αιτήματος ασύλου. Συνεπώς, η βαρύτητα της έκθεσης θα κριθεί συνολικά, εντός του πλαισίου αξιολόγησης της αξιοπιστίας.

Σε κάθε περίπτωση, μία ιατρική ή ψυχολογική έκθεση αποτελεί ανεξάρτητο αποδεικτικό στοιχείο και δεν μπορεί να απορριφθεί αποκλειστικά και μόνο επειδή βασίζεται στην αφήγηση του αιτούντος (βλ. EASO Judicial Analysis on Evidence & Credibility) [3].

Αναφορικά με τον ισχυρισμό των καθ’ ων ότι τα τεκμήρια προσκομίστηκαν με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, επισημαίνεται ότι η καθυστέρηση από μόνη της δεν συνιστά λόγο απόρριψης, όταν τεκμηριώνεται. Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία δεν υπήρχε κατά το χρόνο της αρχικής κρίσης, ενώ η αιτούσα ενήργησε εγκαίρως για τη συλλογή της μόλις αυτό κατέστη δυνατό. Η διαδικασία προγραμματισμού συνεδριών και έκδοσης της έκθεσης συνιστά αιτιολόγηση της καθυστέρησης.

Συνοψίζοντας, βάσει των όσων αναφέρει η Αιτούσα κατά τη συνέντευξη, καθώς και των τεκμηρίων που προτίθεται να προσκομίσει, διαπιστώνεται ότι προβάλλεται ισχυρισμός με άμεση συνάφεια προς το αντικείμενο της υπό κρίση μαρτυρίας. Η απόρριψή της θα στερούσε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει ουσιώδη ζητήματα, όπως η ψυχική ευαλωτότητα, ο κίνδυνος επανατραυματισμού, και η νομικά κατοχυρωμένη προστασία από έμφυλη δίωξη.

Υπενθυμίζεται ότι το εύρημα περί συνάφειας δεν συνιστά θετική αξιολογική κρίση ως προς τη βαρύτητα ή την αξιοπιστία της μαρτυρίας, ούτε ως προς τον ρόλο που αυτή ενδέχεται να διαδραματίσει κατά την τελική έκβαση της υπόθεσης (βλ. ΔΔΔΠ, Υπόθ. Αρ. 369/19, ημερ. 27.05.2021).

Η μαρτυρία, εξάλλου, μπορεί να κριθεί σχετική και να επιτραπεί η προσαγωγή της ακόμη και αν δεν οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα για το βάσιμο του νομικού ισχυρισμού (βλ. Στυλιανός Ακάμας ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Γ ΑΑΔ 2321).

Το Δικαστήριο, στο παρόν στάδιο, εξετάζει τη βασιμότητα του αιτήματος με γνώμονα τη συνάφεια με τα επίδικα ζητήματα και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (ΔΔΔΠ, Υπόθ. Αρ. 1356/2015, ημερ. 30.07.2019).

Καταλήγοντας, επαναλαμβάνω ότι έχω διαπιστώσει τη συνάφεια της μαρτυρίας που επιχειρείται να προσκομιστεί, καθώς λειτουργεί υποστηρικτικά προς τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης. Επιπλέον, θεωρώ ότι η προσαγωγή της μαρτυρίας θα εξυπηρετήσει το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Παρόλα αυτά η αξιοπιστία της μαρτυρίας, καθώς και η αποδεικτική της αξία και η βαρύτητα που τελικά θα της αποδοθεί, θα κριθούν κατά το στάδιο εξέτασης της κυρίως υπόθεσης. Η αξιολόγηση αυτή θα γίνει υπό το φως του συνόλου των ενδείξεων που θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την ορθότητα της επίδικης πράξης και τη βασιμότητα του αιτήματος του Αιτητή για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας[4].

Το κατά πόσο οι ισχυρισμοί αυτοί – υπό το πρίσμα και των ανωτέρω παρατηρήσεων – αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό 10 του παρόντος Δικαστηρίου, είναι ζήτημα που θα εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, όταν θα τεθεί ενώπιόν μου και ο σχετικός Διοικητικός Φάκελος.

Αυτή η προσέγγιση συνάδει με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Constantinides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387.

Η αίτηση γίνεται δεκτή ως προς το Αιτητικό Α αυτής.

Δίδεται άδεια για την προσαγωγή μαρτυρίας υπό τη μορφή της συνημμένης ένορκης δήλωσης, η οποία στηρίζει την παρούσα αίτηση, συνοδευόμενη από τα επισυναπτόμενα τεκμήρια με αρίθμηση 1.

Η ένορκη δήλωση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών απο τα σήμερα

Για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, η ενδιάμεση αίτηση εγκρίνεται και τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας να υπολογιστούν στην πορεία και σε καμία περίπτωση εναντίον της Αιτήτριας.

                                                          

Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] βλ. Sportsman Betting Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, 2000  προβλέπει ότι επιτρέπεται η προσαγωγή μαρτυρίας εφόσον αφορά ειδικά ζητήματα και δεν αλλοιώνει το υποβληθέν υλικό.

[2] Βλ. π.χ. High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2010, RMK κατά Refugee Appeals Tribunal και Minister for Justice,

Equality and Law Reform [2010] IEHC 367, σκέψη 26.

[3] Court of Appeal (Εφετείο) (Αγγλία και Ουαλία, Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, AM κατά Secretary of State for the Home Department,

[2013] EWCA Civ 521.

[4]Ως προς την αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας υπό το φως του συνόλου των ενδείξεων βλσχετικά EUAA, 'Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis Second Edition' (2023), 101 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο