
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 2750/24
23 Απριλίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.P.W. από την Λιβερία και τώρα στην Πάφο
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Σάββα (κα) για Χ. Λαζάρου Αρτέμη (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση
Η Αιτήτρια παρούσα. Παρούσα και η Ζ. Αγαπίου (κα) για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης και/ή απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 20/05/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 21/06/2024 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ημερομηνίας 04/04/2022 της Αιτήτριας για παραχώρηση διεθνούς προστασίας είναι άκυρη, και/ή παράνομη, και/ή αντισυνταγματική, και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λιβερίας και στις 04/04/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών. Στις 22/04/2024 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 24/04/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Στις 20/05/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Στις 21/06/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία αυθημερόν κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια. Στις 19/07/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Κατά την γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας, προωθεί τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, υποστηρίζοντας ότι η Αιτήτρια περιέγραψε με σαφήνεια, λεπτομέρεια και κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει το βάσιμο του φόβου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Ως περαιτέρω ισχυρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη και/ή υπογράφεται από αναρμόδιο πρόσωπο, και/ή πρόσωπο το οποίο δεν έλαβε την απαιτούμενη εξουσιοδότηση, ενώ η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Τέλος, επικαλέστηκε πλάνη περί τα πράγματα καθότι δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ότι υπάρχει πραγματικός και σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή της όσο και πραγματικό πρόβλημα δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση αντιτείνει με τη δική της γραπτή αγόρευση ότι, η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, των εκδοθέντων επ’ αυτών Κανονισμών και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, ενώ είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 09/01/2025, η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε οτι θα προωθήσει τους ισχυρισμούς περί μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας και κατάγεται από τη Λιβερία. Κατά την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της πίεσης που δέχθηκε από τους γονείς της να παντρευτεί τον θείο της. Ως κατέγραψε οι γονείς της είναι μουσουλμάνοι, ωστόσο, την έστειλαν σε καθολικό σχολείο όπου άρχισε να μαθαίνει για τον χριστιανισμό, και άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία εν αγνοία των γονιών της. Για να έχει επιλογή στον ποιον θα παντρευτεί και ποια θρησκεία θέλει να ακολουθήσει, έφυγε από τη χώρα για τη δική της ασφάλεια (ερυθρό 2 Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι χριστιανή (ερυθρό 29/2Χ Δ.Φ.). Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 26/1Χ Δ.Φ.), ενώ ως προς την εργασιακή της πείρα δήλωσε ότι ήταν αυτό-εργοδοτούμενη, πωλούσε ρούχα από το 2019 μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα της (ερυθρό 26/3Χ Δ.Φ.). Ως τόπος καταγωγής και τελευταίος τόπος διαμονής της προσδιορίστηκε η πρωτεύουσα Monrovia (ερυθρά 27/2Χ, 24/4Χ, 8Χ Δ.Φ.). Όσον αφορά το οικογενειακό της υπόβαθρο, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έχει 3 αδερφές (ερυθρό 27/6Χ Δ.Φ.), και τους γονείς της, οι οποίοι εξακολουθούν να διαμένουν στη Λιβερία στην Κομητεία Bomi (ερυθρό 27/5Χ Δ.Φ.).
Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια κατά την ελεύθερη αφήγηση της ανέφερε ότι έφυγε λόγω της παράδοσης και της υπόθεσης του αναγκαστικού γάμου. Ως δήλωσε μετά την αποφοίτηση της στις 30/08/2018, σε ηλικία 18 ετών πήγε να επισκεφθεί τους γονείς της. Έμεινε για 1 εβδομάδα μαζί τους και η μητέρα της, της είπε να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του θείου της και να γίνει η δεύτερη σύζυγος του. Της προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ο θείος της που την μεγάλωσε ήθελε να την παντρευτεί. Έφυγε από το σπίτι και πήγε να ζήσει στην Κομητεία Bomi, με τους γονείς της να την καλούν να επιστρέψει πίσω στο θείο της. Ακολούθως εγκατέλειψε την Κομητεία Bomi και πήγε στην πρωτεύουσα Monrovia όπου ζούσε σε μια εκκλησία μέχρι που έφυγε από τη χώρα (ερυθρό 25/1Χ Δ.Φ.).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ζούσε με τον θείο της και τη σύζυγο του από τότε που γεννήθηκε μέχρι την αποφοίτηση της (ερυθρό 25/4Χ Δ.Φ.). Η πρώτη φορά που της λέχθηκε να παντρευτεί τον θείο της ήταν κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στους γονείς της (ερυθρό 25/6Χ Δ.Φ.), ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Κομητεία Bomi την καλούσαν προσπαθώντας να την πείσουν (ερυθρό 24/3Χ Δ.Φ.). Ωστόσο, όταν έφυγε από την Κομητεία Bomi και πήγε στην πρωτεύουσα Monrovia σταμάτησαν να την καλούν (ερυθρό 24/4Χ). Ερωτηθείσα αν ο θείος της προσπάθησε να την βρει, και αν οι γονείς της ή ο θείος της προσπάθησαν να την βλάψουν με οποιοδήποτε τρόπο, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά (ερυθρό 24/6Χ, 7Χ Δ.Φ.).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διαμόρφωσε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι
(α) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας.
(β) Ισχυριζόμενα προβλήματα από την οικογένεια της – προσπάθησαν οι γονείς της να την πείσουν να παντρευτεί τον θείο της.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς κρίθηκε αποδεκτός. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το πρωτότυπο διαβατήριο της, το οποίο προσκόμισε, και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ισχυρισμός καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία, ενώ όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξη της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της.
Εν συνεχεία ο λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και ειδικότερα στην Κομητεία Montserrado όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα Monrovia. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στην Κομητεία Montserrado, o λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, Λιβερία, και συγκεκριμένα στην Monrovia να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της οτι η οικογένεια της επιδίωκε να παντρευτεί το θείο της, ο οποίος έγινε αποδεκτός, με βάση την ανάλυση που προέκυψε κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, διαπιστώνεται ότι το συγκεκριμένο περιστατικό δεν δύναται να συνδεθεί με οποιαδήποτε μορφή δίωξης κατά της Αιτήτριας ως ορίζεται στο άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε και με οποιοδήποτε κίνδυνο σοβαρής βλάβης ως ορίζεται στο άρθρο 12(1), (2) του ιδίου Νόμου. Ο εκδηλωμένος φόβος της Αιτήτριας δεν θεωρείται δικαιολογημένος εφόσον δεν κατάφερε να θεμελιώσει σε εύλογο βαθμό ότι η παραμονή της στη χώρα καταγωγής της είχε γίνει αφόρητη για αυτήν για τους λόγους που αναφέρονται στον ορισμό ή θα μπορούσε να γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους σε περίπτωση επιστροφής της.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ο λειτουργός, στη συνέχεια, προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη Λιβερία δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α), ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Όσον αφορά το άρθρο 19 (2)(γ), σύμφωνα με την αξιολόγηση και ανάλυση στην οποία προέβη ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, έκρινε ότι με βάση τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Monrovia όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων, και συνεπώς δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη συγκεκριμένη περιοχή υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας λόγω της παρουσίας της εκεί.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του Διοικητικού Φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, κρίνω δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η Αίτηση και των δύο ουσιωδών ισχυρισμών ως διαμορφώθηκαν στην Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού.
Επίσης, συντάσσομαι με την αξιολόγηση κινδύνου και την νομική ανάλυση στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να προβάλει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο ο οποίος να θεμελιώνει σε εύλογο βαθμό ότι η παραμονή της στη χώρα καταγωγής της είχε γίνει αφόρητη ή θα μπορούσε να γίνει αφόρητη σε περίπτωση επιστροφής της. Ως παρατηρώ η Αιτήτρια από το 2019 και μέχρι το 2022 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της έμενε στην πρωτεύουσα Monrovia (ερυθρό 24/8Χ Δ.Φ.) χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα. Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της δεν αναφέρθηκε σε οποιεσδήποτε πράξεις ή ενέργειες που να υποδηλώνουν κίνδυνο, ενώ ερωτηθείσα αν ο θείος της προσπάθησε να την βρει, και αν οι γονείς της ή ο θείος της προσπάθησαν να την βλάψουν με οποιοδήποτε τρόπο από το 2018 που της λέχθηκε να παντρευτεί τον θείο της μέχρι και την μέρα που εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά (ερυθρό 24/6Χ, 7Χ Δ.Φ.).
Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι καμία επίκληση δεν έγινε, κατά τη διάρκεια τόσο της διοικητικής, όσο και της παρούσας διαδικασίας, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών από τα οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, η συνδρομή πραγματικού, προσωπικού και ενεστώτος κινδύνου.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην Έκθεση-Εισήγηση, αξιολόγησε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στην εισήγηση περί απόρριψης του αιτήματος της Αιτήτριας.
Επομένως, ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.
Επιπρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων του προφίλ της Αιτήτριας και των προσωπικών της περιστάσεων δεν προκύπτει περίπτωση υπαγωγής της σε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού ο κίνδυνος που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στη Λιβερία δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης (σύμφωνα και με το άρθρο 15(α) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ), ή πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας για την Αιτήτρια (σύμφωνα και με το άρθρο 15(β) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο». Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο Αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο Αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός Αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), στην Κομητεία Montserrado όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα Monrovia, τελευταίος τόπος διαμονής της Αιτήτριας, κατά την χρονική περίοδο 11/04/2024 – 11/04/2025 καταγράφηκαν 31 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 4 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, στην πρωτεύουσα Monrovia, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο καταγράφηκαν 20 περιστατικά, τα οποία κατηγοριοποιήθηκαν ως 15 διαμαρτυρίες (protests) και 5 ταραχές (riots), χωρίς απώλειες.[2] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της Monrovia εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 1,794,650 κατοίκους (2025).[3]
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην περιοχή συνήθους διαμονής της, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής της.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι πρόκειται για γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιή, μορφωμένη, και ικανή προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Υπό το φως των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με 1500€ έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html, ): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»
[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 11/04/2024 – 11/04/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Liberia, ADMIN UNIT: Montserrado, LOCATION: Monrovia) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 11/04/2025]
[3] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/liberia/monrovia [Ημερομηνία Πρόσβασης: 11/04/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο