A.G.M.A. ασυνόδευτου ανήλικου, από τη Σομαλία, δια της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2934/23, 10/4/2025
print
Τίτλος:
A.G.M.A. ασυνόδευτου ανήλικου, από τη Σομαλία, δια της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2934/23, 10/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2934/23

10 Απριλίου, 2025

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 

A.G.M.A. ασυνόδευτου ανήλικου, από τη Σομαλία, δια της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού

 

Αιτητής

- και -

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Γ. Ουστάς (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ι. Χαραλάμπους (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 31/07/23 η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ο Αιτητής ως πρόσφυγας και/ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι δικαιούται προστασίας από επαναπροώθηση διότι παραβιάζονται τα Άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής, εισήλθε παράνομα από μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 04/02/22, ακολούθησε διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης ευαλωτότητας, όπου κρίθηκε ότι αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο, με ειδικές ανάγκες υποδοχής ως ασυνόδευτος ανήλικος (δηλωθείσα ημερομηνία γέννησης 12/01/2006). Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ορίστηκε ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος και συνδρομητής του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησής του και συμμετείχε στη συνέντευξή, μέσω λειτουργού, που πραγματοποιήθηκε στις 07/06/23 και 12/06/23 από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 15/06/23 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση (καταγράφεται στην έκθεση η ημερομηνία 15/05/23 αντί της 15/06/23 ημερομηνία που προκύπτει από το φύλλο καταχώρησης φακέλου) και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός την ενέκρινε αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης στις 24/06/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Με την Γραπτή του Αγόρευση ο συνήγορος του Αιτητή αρχικά προωθεί ως λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ότι παραβιάστηκαν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις για τα παιδιά και ειδικότερα το Άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αμφισβητεί κατά πόσο η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας που ήτο υπεύθυνη για τον Αιτητή κατείχε την απαραίτητη κατάρτιση και εμπειρογνωμοσύνη για να ασκεί τα καθήκοντά της υπερασπιζόμενη το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου, αφού δεν προσπάθησε καθόλου να τον βοηθήσει και να του παράσχει όλα τα εχέγγυα κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης έτσι ώστε να διεξαχθεί αυτή με τρόπο κατάλληλο για τα παιδιά. Η στάση της υποδηλώνει σύγκρουση συμφερόντων καθώς αυτή συνεργάστηκε με την Υπηρεσία Ασύλου προς επίτευξη κοινού σκοπού και/ή δεν λειτούργησε με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου. Αναφέρει, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου, των Κανονισμών, της Διαδικασίας και της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού και/ή λήφθηκε υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με κατάχρηση εξουσίας και/ή υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των Καθ΄ ων η αίτηση και/ή πλημμελή και/ή λανθασμένη άσκηση των εξουσιών τους. Θα έπρεπε, όπως τονίζει, να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του Αιτητή παρέχοντάς του το ευεργέτημα της αμφιβολίας, διότι η ιστορία του παρουσιάζει συνοχή και είναι εύλογη και/ή να είχε ληφθεί δεόντως υπόψη και η ηλικία του. Δεν του δόθηκε η ευκαιρία να παραθέσει και/ή προβάλλει με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση αρκέστηκαν και/ή περιορίστηκαν σε ανεπαρκές αριθμό ερωτήσεων απομονώνοντας και/ή επιλέγοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς του για να προσβάλουν την αξιοπιστία τους, ενώ δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου η προβλεπόμενη κατάρτιση που έπρεπε να έχει η διενεργούσα την προφορική συνέντευξη του Αιτητή λειτουργός.

 

Ακολούθως, προβάλλονται ως λόγοι ακύρωσης ότι η προσέγγιση της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ήταν παιδοκεντρική αφού δεν έλαβε υπόψη ότι τα παιδιά μπορεί να έχουν περιορισμένη γνώση των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους και να μπορούν να εξηγήσουν με ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, ότι ουδεμία ερώτηση του υποβλήθηκε αναφορικά με τη φυλή του και το βάσιμο φόβο δίωξης που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του λόγω της εθνοτικής του καταγωγής, ότι ο/η κηδεμόνας του Αιτητή και/ή η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψαν και/ή καθυστέρησαν να προβούν στα απαραίτητα διαβήματα για σκοπούς επανένωσης του Αιτητή με τον πατρικό του θείο στη Γαλλία, κατά παράβαση του Άρθρου 9ΚΕ περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και του Κανονισμού Δουβλίνου (ΕΕ, 604/2013). Προσθέτει επί τούτου, ότι η συνέντευξη του Αιτητή αναφορικά με την εφαρμογή του Κανονισμού του Δουβλίνου καθώς και η αποστολή του σχετικού αιτήματος του έλαβαν χώρα τον 05ο/2022, τρεις μήνες μετά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, κατά παράβαση της προθεσμίας που ορίζει ο εν λόγω Κανονισμός, λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητας των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

Επιπρόσθετα των ανωτέρω είναι η θέση του ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται αιτιολογίας ή/και επαρκούς αιτιολογίας είναι δε προϊόν παράνομων και/ή πλημμελών προπαρασκευαστικών πράξεων, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ανεπαρκής και δεν μπορεί να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που από μόνος του είναι ελλιπής. Ούτε οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο Αιτητής στη χώρα καταγωγής του και/ή βασανιστήρια, και/ή απάνθρωπη συμπεριφορά που πιθανόν να αντιμετωπίσει και/ή ήτο δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και/ή οι ισχυρισμοί του θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν σοβαρή βλάβη που συνίσταται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Καταλήγει δε, ότι στην προσβαλλόμενη δεν έχουν εξεταστεί οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή σε συνδυασμό με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του (περιοχή Baclad, Lower Shabelle κατά το συνήγορό του), ενώ υποστηρίζει πως η αδιακρίτως ασκούμενη βίας στην εν λόγω περιοχή στοιχειοθετεί κίνδυνο σοβαρής βλάβης για τον Αιτητή, αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί. Ούτε υπάρχει εκτενής παράθεση πηγών πληροφόρησης (που υποδεικνύονται μέσω της Γραπτής Αγόρευσης) που συνδέονται με το αίτημα του και/ή την χώρα καταγωγής του η οποία δεν είναι στον κατάλογο ασφαλών χωρών.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και μετά από αξιολόγηση όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της υπόθεσης, ενώ είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Τονίζουν ότι διενεργήθηκαν όλες οι σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις που αφορούν ανήλικους και/ή με τρόπο που να διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον του Αιτητή ως ανήλικου. Ούτε απαιτείται η παρουσία δικηγόρου ή νομικού συμβούλου κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε ασυνόδευτο ανήλικο αιτούντα άσυλο. Ο δε ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι δεν παρασχέθηκαν οι απαραίτητες ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Επιπλέον, είναι η θέση τους ότι η νομική εκπροσώπηση του Αιτητή, ως ασυνόδευτου ανηλίκου και η παρουσία εκπροσώπου κατά τη συνέντευξη σημαίνει δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών, ούτε στη νομική κατάρτιση του εκπροσώπου. Επιπλέον, σημειώνουν ότι η παρέμβαση των κηδεμόνων γίνεται όπου διαπιστώνεται παράβαση ή ανάγκη, γεγονός που δεν κρίθηκε απαραίτητο στην προκειμένη περίπτωση.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά θα πρέπει να υποδειχθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του αναλώνεται σε επανάληψη κανόνων δικαίου, διατάξεων νόμων, νομολογίας και αποσπασμάτων από εγχειρίδια βέλτιστων πρακτικών για την αξιολόγηση αιτημάτων διεθνούς προστασίας χωρίς να γίνεται ειδική υπαγωγή τους στα πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικάΔημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007)3 Α.Α.Δ. 533Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος). Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται σε σχέση με την μη τήρηση διαδικαστικών εγγυήσεων που προνοούνται από τον Νόμο δεν εξειδικεύονται ούτε αιτιολογούνται επαρκώς από τον συνήγορο του Αιτητή. Ενώ γίνεται εκτενής αναφορά με σχετικές παραπομπές στην νομοθεσία, τις σχετικές Οδηγίες της Ένωσης και Κατευθυντήριες Οδηγίες ως προς τον χειρισμό των αρμόδιων αρχών αναφορικά με ασυνόδευτους ανήλικους δεν γίνεται επαρκής υπαγωγή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και πως αυτές οι τυχόν ισχυριζόμενες παραλείψεις επίδρασαν δυσμενώς την ουσία του αιτήματος του Αιτητή.

 

Σε κάθε περίπτωση (και ανεξάρτητα των πιο πάνω) το Άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) ως τροποποιήθηκε και ισχύει ορίζει όλα τα σχετικά διαδικαστικά διαβήματα που θα πρέπει να τηρούνται αναφορικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους. Το σχετικό άρθρο περιέχει ρητά τις υποχρεώσεις του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ήτοι να ενεργεί ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο, ενώ όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο (οσάκις είναι αναγκαίο) και νοουμένου ότι ο αιτούντας είναι ανήλικος τότε θα πρέπει σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας να διασφαλίζεται η εκπροσώπηση του σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014. Θα συμφωνήσω με τους Καθ΄ ων η αίτηση ότι κατά την διάρκεια της εξέτασης αίτησης ασύλου του Αιτητή, είχε τη συνδρομή του εκπροσώπου του στις διαδικασίες εξέτασης ασύλου του. Ο Διευθυντής του Τμήματος  Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργούσε ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου από την υποβολή της αίτησης του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο και ως εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού παρίστατο στην προσωπική συνέντευξη του. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε, ενώ με την απόρριψη του αιτήματος του και συνεπεία της ολοκληρωμένης ενημέρωσης του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας υπάρχει και νομική εκπροσώπηση του στην παρούσα προσφυγή. Ειδικότερα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) του Αιτητή προκύπτουν τα εξής:

 

(α) με την υποβολή του αιτήματος ασύλου του Αιτητή και τη συμπλήρωση του ειδικού έντυπου (ερυθρά 7-6 Δ.Φ.) αναφορικά με ειδικές ανάγκες υποδοχής στη βάση του Άρθρου 9 ΚΔ (6) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) καταδείχθηκε μόνο ότι πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο και δεν προέκυψαν άλλες ειδικές ανάγκες υποδοχής δηλαδή πρόσωπο που έχει υποστεί βασανιστήρια ή άλλης μορφής ψυχολογικής ή φυσικής βίας.

 

(β) από τα πρακτικά όλων των συνεντεύξεων προκύπτει ότι κατά την διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας παρίστατο εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού - λειτουργός Κοινωνικής Ευημερίας, ενώ έγινε ολοκληρωμένη και ενδελεχής ενημέρωση του για όλα τα στάδια της διαδικασίας σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (ερυθρά 65-60, 59-47, 44-41 Δ.Φ.)

 

(γ)  κατά την συνέντευξη δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση, του παραχωρήθηκε διερμηνέας στα Σομαλικά γλώσσα την οποία δηλώνει στην αίτηση του ότι γνωρίζει. Υπάρχει δε υπογραφή του Αιτητή, εκπροσώπου/κηδεμόνα του και του διερμηνέα στο τέλος κάθε εντύπου συνέντευξης με βάση τις οποίες επιβεβαιώνονται ότι οι πληροφορίες και απαντήσεις του Αιτητή που καταγράφηκαν στη συνέντευξη του αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις του και ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου της (ερυθρό 60, 47, 42 Δ.Φ.)  

 

(δ) σε κανένα σημείο από το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση που θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585).  

 

Ούτε με την Γραπτή Αγόρευση παρουσιάζονται στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του Νόμου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή προκύπτει ενημέρωση του σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη του, η Υπηρεσία Ασύλου επέτρεψε στον εκπρόσωπο ή/και νομικό σύμβουλο να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου και δεν προκύπτει, ως η θέση του συνηγόρου του, ότι η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του ασυνόδευτου ανήλικου επιβάλλεται να υποβάλλει ερωτήσεις, παρατηρήσεις και/ή να επεμβαίνει κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, καθότι ρητά στον Νόμο προβλέπεται ότι αυτό μπορεί να το πράξει μόνο εντός του πλαισίου που ορίζει ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη. Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση δεν παρουσιάζονται ειδικοί λόγοι για τους οποίους επιβαλλόταν η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή να επέμβει κατά την συνέντευξη και/ή να συνδράμει στο να αποσαφηνιστούν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες που τυχόν είχαν παραλειφθεί από τον Αιτητή στις απαντήσεις του.

 

Γενικές, αόριστες και ατεκμηρίωτες θεωρώ είναι και οι θέσεις του συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τα προσόντα που διέθεταν τόσο η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης όσο και ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή με τους οποίους αμφισβητούνται τα προσόντα της λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και του εξεταστή της υπόθεσης χωρίς να υποδεικνύουν ποια είναι τα προσόντα που εξέλειπαν και πώς επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του δεν είναι επαρκείς για να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή μέσω του συνηγόρου του. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου του Αιτητή.

 

Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί νομικής κατάρτισης του εκπροσώπου/κηδεμόνα του, αντίστοιχο ζήτημα εξετάστηκε από την αδελφή Δικαστή Μ. Παπαντωνίου, Δ.Δ.Δ.Π, στην Υπόθεση Αρ. 601/16, Y.D.M.O. v. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/12/21, το σκεπτικό της οποίας με βρίσκει σύμφωνο το οποίο και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης, ήτοι:

 

«Αναφορικά με τον ισχυρισμό που εγείρεται από τη συνήγορο του Αιτητή σχετικά με την θέση των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) ως οι εκ νόμου καθοριζόμενοι εκπρόσωποι των ασυνόδευτων ανήλικων αιτητών ασύλου και οι οποίοι θα έπρεπε να διαθέτουν νομική κατάρτιση, προς υποστήριξη του οποίου παρατίθενται και οι θέσεις της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, αναφέρεται ότι από τις εν λόγω τοποθετήσεις δεν προκύπτει νομική δέσμευση. Θα αποτελούσε ωστόσο βήμα προς θετική κατεύθυνση ο προβληματισμός των εμπλεκόμενων με υποθέσεις ασυνόδευτων ανήλικων κρατικών υπηρεσιών ως προς τις υποδείξεις της Επιτρόπου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, εκπρόσωπος «σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με το εδάφιο (1Β) του άρθρου 10», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10(1Β) « Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το  συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω  Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου  (.)».  

 

Ο διορισμός κοινωνικών λειτουργών ως εκπρόσωποι/κηδεμόνες αποτελεί συνηθισμένη πρακτική και σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη.[7] Η ΕΑΣΟ εισηγείται το διορισμό εκπροσώπου/κηδεμόνα ο οποίος να γνωρίζει τις εθνικές διαδικασίες ασύλου και να μπορεί να βοηθήσει τον αιτητή κατά τη διάρκειά τους. Η θέση του διοριζόμενου ατόμου θα πρέπει να μην προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων και να ασκείται από επαγγελματίες και όχι άλλους αιτητές διεθνούς προστασίας.[8]

 

Η UNHCRστις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγωνπαρ. 69 αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με τους εκπροσώπους/κηδεμόνες: «Στην περίπτωση των ασυνόδευτων ή των χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών επιβάλλεται ο άμεσος και δωρεάν διορισμός ανεξάρτητου και εξειδικευμένου κηδεμόνα. Τα παιδιά που είναι βασικοί αιτούντες άσυλο στη διαδικασία ασύλου δικαιούνται επίσης νομική εκπροσώπηση. Οι νομικοί συμπαραστάτες ή εκπρόσωποι των παιδιών πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και οφείλουν να υποστηρίζουν το παιδί καθόλη τη διαδικασία.», ενώ στην υποσημείωση 135 στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω παράγραφος γίνεται διαχωρισμός του όρου κηδεμόνας από τον όρο νομικός εκπρόσωπος και αναφέρονται τα εξής: « «Κηδεμόνας» ή «επίτροπος»: πρόκειται για ανεξάρτητο πρόσωπο με εξειδικευμένες δεξιότητες, που φροντίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και γενικότερα την ευημερία του. Οι διαδικασίες για το διορισμό κηδεμόνα ή επιτρόπου δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις ισχύουσες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στην περίπτωση των παιδιών που είναι πολίτες της χώρας υποδοχής. Ο «νομικός εκπρόσωπος ή συμπαραστάτης»: πρόκειται για δικηγόρο ή άλλο εξειδικευμένο πρόσωπο που έχει το δικαίωμα να παρέχει νομική συνδρομή και να ενημερώνει το παιδί για τη διαδικασία ασύλου καθώς και να επικοινωνεί με τις αρχές για νομικά ζητήματα.».

 

Από τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο όρος κηδεμόνας ή εκπρόσωπος δεν σημαίνει απαραίτητα άτομο με νομικά ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά πρόσωπο το οποίο ασκεί νομική ικανότητα εκ μέρους του ασυνόδευτου ανήλικου αιτητή ασύλου, ενημερώνοντάς τον και λειτουργώντας εκ μέρους του όπου χρειάζεται καθόλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του και εξασφαλίζοντας το βέλτιστο συμφέρον του

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Ούτε τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και/ή της παρούσας υπόθεσης ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων/αρμοδιοτήτων της λειτουργού ευημερίας είτε λόγω της συμπεριφοράς της είτε λόγω της ταυτόχρονης ιδιότητας της ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανήλικου Αιτητή και αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ως κρατική αρχή. Το Δικαστήριο – όπως τέθηκε ο σχετικός ισχυρισμός – δεν μπορεί να αποφασίζει επί ακαδημαϊκών ερωτημάτων αλλά επί συγκεκριμένων νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων που επέδρασαν ουσιαστικά στην κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου και εν τέλει στο νομικό καθεστώς του Αιτητή. Με βάση δε τα όσα ορίζονται στην σχετική νομοθεσία και τα όσα καταγράφονται ανωτέρω ούτε μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι διαφορετικές ταυτόχρονα ιδιότητες/αρμοδιότητες των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είναι ασυμβίβαστές μεταξύ τους, ούτε φαίνεται (στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης) να οδήγησαν στην ανεπαρκή εκπροσώπησή του Αιτητή και/ή δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου του.

 

Αναφορικά, τώρα, με τις διαδικασίες Δουβλίνου, ως ορθά διατυπώνει ο συνήγορος του Αιτητή, υπήρξε καθυστέρηση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών (άλλωστε υπάρχει και παραδοχή μέσω των στοιχείων του φακέλου ερυθρό 45). Στην παρούσα περίπτωση ο Αιτητής ήτο ανήλικος και το μείζον συμφέρον του δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη σε σχέση με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙΙ (Άρθρο 6(1) του Κανονισμού). Η μη συμμόρφωση, όμως, με τις προθεσμίες του Κανονισμού για υποβολή αιτήματος σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να επιφέρει ακυρότητα στην προσβαλλόμενη διοικητική πράξη για αριθμό λόγων ήτοι: (α) δικαίωμα προσφυγής υπάρχει μόνο σε σχέση με την νομιμότητα απόφασης μεταφοράς ως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 27(1) του Κανονισμού του Δουβλίνου ΙΙΙ και από το Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) και/ή δεν προβάλλεται στις ζητούμενες θεραπείες διοικητική πράξη ή παράλειψη σε σχέση με τον Κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙΙ (β) η καθυστέρηση υποβολής αιτήματος ή ακόμα στην περίπτωση που η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάποιο κράτος μέλος σύμφωνα με τα κριτήρια του Κανονισμού επιβάλλει εν τέλει το βάρος εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας στο προσδιορίζον κράτος μέλος ως το υπεύθυνο κράτος μέλος για εξέταση, (γ) η επιτυχία αυτού του λόγου ακύρωσης δεν θα επέφερε εν τέλει κανένα θετικό αποτέλεσμα ως προς την περίπτωση του Αιτητή λόγω ζητήματος αλυσιτέλειας, καθότι: (i) η προθεσμία για μεταφορά του Αιτητή σε άλλο κράτος μέλος εξέπνευσε, (ii) δεν υπάρχει προοπτική αναβίωσης των καθορισμένων από τον Κανονισμό προθεσμιών για ικανοποίηση του αιτήματος του στη βάση των διατάξεων του Δουβλίνου, (iii) το αίτημα διεθνούς προστασίας του εξετάστηκε κατ΄ ουσία και ολοκληρώθηκε (από το προσδιορίζον κράτος μέλος ως το υπεύθυνο κράτος μέλος για εξέταση).  

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του Δ.Φ. του Αιτητή σε συνδυασμό με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα του και σε συνάρτηση με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η ουσιαστική εξέταση των λόγων που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του και τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά της συνέντευξης του συναρτώνται άμεσα και με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του κατά πόσο δηλαδή η περίπτωση του αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα του μείζονος συμφέροντος του ως ασυνόδευτου ανήλικου προτού απορριφθεί η αίτηση του. Επιπλέον, εξετάζεται κατά πόσο στα πλαίσια της αξιολόγησης της αίτησης του συνεκτιμήθηκαν παράγοντες όπως η βιολογική και αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού, το φύλο, τυχόν ευάλωτη θέση του, η οικογενειακή του κατάσταση, η εκπαίδευση και η κατάσταση της σωματικής και διανοητικής του υγείας.

 

Κατά την καταγραφή του αιτήματός του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή δολοφονήθηκε ο πατέρας του, η αδερφή του έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, ο ίδιος έπεσε θύμα βασανιστηρίων και διέφυγε το θάνατο κατ’ επανάληψη,  υφαρπάχθηκε το εστιατόριο του πατέρα του μετά το θάνατό του και στοχοποιήθηκε από τον άνδρα ο οποίος σκότωσε τον πατέρα του (ερυθρά 1 και 46 Δ.Φ.).

 

Κατά την πρώτη του συνέντευξη και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Barawe της Σομαλίας, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην περιοχή Burco, όπου διέμεινε μέχρι το 2020. Στη συνέχεια διέμεινε στην πόλη Mogadishu και το 2021 εγκατέλειψε τη χώρα του. Ως προς το θρήσκευμά του και την εθνοτική του καταγωγή, δήλωσε Μουσουλμάνος, μέλος της εθνοτικής ομάδας Tuni. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ερωτηθείς εάν φοίτησε στο σχολείο, δήλωσε ότι φοίτησε σε Ισλαμικό Σχολείο στην πόλη Burco της Σομαλίας, ενώ προσδιόρισε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 52 – 57 Δ.Φ.).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, δήλωσε, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ότι αντιμετώπιζε διακρίσεις στα πλαίσια της κοινότητάς του, οι οποίες τον επηρέασαν πνευματικά και σωματικά. Ειδικότερα, πρόβαλε ότι η οικογένειά του δέχτηκε απειλές, καθώς τα άτομα που σκότωσαν τον πατέρα του απείλησαν τη μητέρα του ότι θα σκοτώσουν και τον Αιτητή έτσι ώστε να μη καταγγείλει ενώπιον των αρχών το θάνατο του πατέρα του καθώς και το γεγονός ότι υφαρπάχθηκε η πατρική του περιουσία (ερυθρό 51 Δ.Φ.). Ζητηθείς να προσδιορίσει χρονικά πότε  άρχισε να δέχεται απειλές από τα άτομα που σκότωσαν τον πατέρα του, απάντησε ότι οι απειλές ξεκίνησαν όταν άρχισε να μεγαλώνει. Κληθείς ακολούθως να περιγράψει τις απειλές που δέχτηκε, ανέφερε ότι έλαβε της απειλές μέσω της μητέρας του, την οποία απειλούσαν τηλεφωνικώς ότι θα της κάψουν το σπίτι και θα σκοτώσουν τον Αιτητή, επειδή οι φερόμενοι ως διώκτες του φοβούνταν ότι ο Αιτητής θα τους καταγγείλει στην αστυνομία προκειμένου να πάρει πίσω την περιουσία του πατέρα του. Ως προς τη διάρκεια των εν λόγω απειλών, ισχυρίστηκε ότι διήρκησαν καθ’ όλα τη διάρκεια της διαμονής του στην πόλη Burco ενώ συνεχίστηκαν ακόμα και όταν εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην πόλη Mogadishu. Αποσαφήνισε στο συγκεκριμένο σημείο, ότι οι απειλές που δέχτηκε συνίσταντο αποκλειστικά στις τηλεφωνικές απειλές που δέχτηκε η μητέρα του. Ερωτηθείς για ποιο λόγο οι διώκτες του παρέλειψαν να υλοποιήσουν τις απειλές προς τη μητέρα του δεδομένης της πολυετούς διάρκειάς τους, δήλωσε ότι στην πόλη Burco βρισκόταν μακριά από τους διώκτες του, στην πόλη Mogadishu ωστόσο ήταν πιο εύκολο να τους εντοπίσουν. Ζητηθείς ακολούθως να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψαν με την οικογένειά του τη πόλη Βurco, επικαλέστηκε ότι επειδή εκεί αντιμετώπιζαν διακρίσεις, αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην πόλη Mogadishu. Ακολούθως πρόβαλε ότι τα άτομα που του επιτέθηκαν σωματικά και του δημιουργούσαν προβλήματα στην πόλη Βurco, ήταν διαφορετικά από αυτά που δολοφόνησαν τον πατέρα του, καθώς οι τελευταίοι διαμένουν στην περιοχή Barawe. Ερωτηθείς εάν οι διώκτες του επισκέφτηκαν ποτέ την οικία του, απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος ωστόσο ότι το 2020 οι διώκτες του μετέβησαν στην οικία του όταν η οικογένειά του έλειπε, γεγονός το οποίο δήλωσε ότι περιήλθε στη γνώση του από πληροφορίες που του μετέφεραν οι γείτονές του. Ως εκ τούτου, ο ίδιος και η οικογένειά του μετακόμισαν σε άλλο κατάλυμα της εν λόγω γειτονιάς. Ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν εγκατέλειψαν την εν λόγω γειτονιά, δήλωσε ότι δεν γνώριζαν ποια ήταν τα άτομα που μετέβησαν στην οικία τους και σκέφτηκαν ότι για κάθε ενδεχόμενο, θα πρέπει να μετακομίσουν. Αποσαφήνισε ωστόσο ότι μετά το εν λόγω περιστατικό, ουδέν άλλο πρόβλημα αντιμετώπισε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Αναφορικά με το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε άγνοια καθώς επικαλέστηκε ότι όσα γνωρίζει του τα μετέφερε η μητέρα του. Ερωτηθείς εάν οι διώκτες του γνώριζαν ότι μετά το θάνατο του πατέρα του εγκατέλειψε την περιοχή Barawe και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην πόλη Burco, o Αιτητής δήλωσε ότι αρχικά δεν το γνώριζαν, αλλά επειδή στη συνέχεια τους έψαχναν, έμαθαν ότι εγκαταστάθηκαν στην πόλη Burco.

 

Αναφορικά με τις διακρίσεις τις οποίες δήλωσε ότι αντιμετώπιζε, δήλωσε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα κατά τη διάρκεια της φοίτησής του σε Ισλαμικό σχολείο καθώς και στο δρόμο, λόγω της εθνοτικής του καταγωγής και της φυλής στην οποία ανήκει, καθώς οι συνομήλικοί του απέφευγαν να του κάνουν παρέα. Ζητηθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του περί ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρμού, ανέφερε ότι τον έκαψαν σε ένα σημείο του σώματός του και ότι τον χτύπησαν με ένα τσεκούρι στο κεφάλι. Κληθείς να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα το περιστατικό κατά το οποίο του προκάλεσαν εγκαύματα, δήλωσε ότι συνέβη όταν ήταν μικρός και έμενε στην πόλη Βurco. Περιγράφοντας την εν λόγω επίθεση, δήλωσε ότι μια ημέρα μάλωσε με κάποιους συνομήλικούς του, οι οποίοι στη συνέχεια φώναξαν τους γονείς τους οι οποίοι προκάλεσαν εγκαύματα στον Αιτητή. Ζητηθείς να περιγράψει την επίθεση που φέρεται να δέχτηκε με τσεκούρι, απάντησε ότι μια ημέρα μάλωσε με ένα συνομήλικό του, του έριξε χώμα στο πρόσωπο και εκείνος τον χτύπησε με ένα τσεκούρι.  Ερωτηθείς εάν ξαναείδε ποτέ το άτομο που τον τραυμάτισε με τσεκούρι, απάντησε αρνητικά. Σε σχέση με την μεταχείριση που δέχτηκε στην πόλη Mogadishu, δήλωσε ότι μια ημέρα κολυμπούσε και ένα άλλο παιδί που διέμενε στη γειτονιά του προσπάθησε να τον πνίξει. Ως προς τους λόγους για τους οποίους έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, επέδειξε άγνοια, ακολούθως ωστόσο δήλωσε ότι του επιτέθηκαν εξαιτίας της εθνοτικής του καταγωγής, ενώ προσδιόρισε ότι αυτό ήταν το μόνο περιστατικό που έλαβε χώρα στην πόλη Mogadishu. Ζητηθείς να σχολιάσει την καταγραφή του αιτήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας δήλωσε ότι αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν κατ’ επανάληψη, ο Αιτητής προέβαλε ότι εννοούσε την απόπειρα πνιγμού του. Κληθείς ακολούθως να σχολιάσει τις δηλώσεις του κατά την καταγραφή του αιτήματός του, σύμφωνα με τις οποίες απειλείτο προσωπικά από τα άτομα που δολοφόνησαν τον πατέρα του, σε συνάρτηση με τις μεταγενέστερες δηλώσεις του περί του ότι δέχτηκε μόνο τηλεφωνικές απειλές από τους φερόμενους ως διώκτες του μέσω της μητέρας του, δήλωσε ότι επειδή ήταν μικρός, οι διώκτες του δεν είχαν τρόπο να πλησιάσουν τον ίδιο, πλην όμως απείλησαν την μητέρα του και επισκέφτηκαν την οικία του μία φορά.

 

Κατά την αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, ο λειτουργός διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής  και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο δεύτερος  ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του περί του ότι δεχόταν απειλές από τα άτομα που σκότωσαν τον πατέρα του το 2009 και ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του περί του ότι στη χώρα καταγωγής δεχόταν διακρίσεις εξαιτίας της εθνοτικής του καταγωγής.

 

Κατά την αξιολόγηση των ανωτέρω ισχυρισμών, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος εξ αυτών, καθώς οι σχετικές τους δηλώσεις κρίθηκαν με λεπτομερείς και σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ο δεύτερος εξ αυτών ωστόσο έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που δήλωσε ότι δέχτηκε, οι δε δηλώσεις του κρίθηκαν ως ανεπαρκείς, ασαφείς, αόριστες και στερούμενες ευλογοφάνειας. Καταγράφηκε ότι ο Αιτητής δήλωσε  αόριστα ότι οι απειλές που δέχτηκε ξεκίνησαν όταν μεγάλωσε λίγο, ενώ όταν του δόθηκε εν νέου η δυνατότητα να προσδιορίσει χρονικά πότε άρχισε να δέχεται τις εν λόγω απειλές, απάντησε ότι δεν ασαφώς δεν γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες καθώς τις πληροφορίες που παρέθεσε τις εξέλαβε αποκλειστικά από τη μητέρα του. Ως ασαφείς και αόριστες κρίθηκαν και οι δηλώσεις του αναφορικά με τα κίνητρα των απειλών, καθώς ανέφερε, χωρίς να παραθέτει κάποιο άλλο στοιχείο και/ή πληροφορία, ότι σκοπός των ατόμων που των εξεδίωκαν ήταν για να τον αποτρέψουν από να τους καταγγείλει στην αστυνομία. Ούτε ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε δέχτηκε τις εν λόγω απειλές, καθώς σε σχετικώς υποβληθέν ερώτημα, εκείνος απάντησε χωρίς νοηματική και χρονική συνοχή ότι έμαθε γι’ αυτές όταν είχε πλέον εγκατασταθεί στην πόλη Mogadishu και η μητέρα του άρχισε να μοιράζεται πληροφορίες μαζί του. Κληθείς ωστόσο να σχολιάσει τις δηλώσεις του περί του η μητέρα του δεχόταν απειλές για 11 χρόνια (2009 – 2020) σε συνάρτηση με το γεγονός ότι οι εν λόγω απειλές δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, απάντησε χωρίς νοηματική συνοχή ότι στην πόλη Mogadishu οι διώκτες του μπορούσαν να τον εντοπίσουν εύκολα. Ζητηθείς να σχολιάσει τις δηλώσεις του περί του ότι εγκατέλειψαν οικογενειακώς την πόλη Burao για να αποφύγουν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν στην πόλη Mogadishu, όπου ωστόσο αργότερα δήλωσε ότι μπορούσαν να τον εντοπίσουν οι διώκτες του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ευλογοφανή και νοηματικά συνεκτική απάντηση. Ερωτηθείς άλλωστε αν τα άτομα που σκότωσαν τον πατέρα του γνώριζαν ότι ο ίδιος και η οικογένειά του εγκατέλειψαν την περιοχή Barawe και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Burao μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε επιφανειακά ότι αρχικά δε γνώριζαν αλλά μετά το έμαθαν. Ως αντιφατικές κρίθηκαν και οι δηλώσεις του ότι δε γνωρίζει εάν οι φερόμενοι ως διώκτες του γνώριζαν ότι μετακόμισε στο Mogadishu ενώ αργότερα δήλωσε ότι οι τελευταίοι θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν με ευκολία, ότι φέρεται να δέχτηκε απειλές στο Mogadishu ενώ αρχικά δήλωσε ότι οι διώκτες του δε γνώριζαν που διέμενε - στη συνέχεια όμως δήλωσε ότι μετέβησαν στην οικία του, σύμφωνα με πληροφορίες, τις οποίες δήλωσε αόριστα ότι έμαθε από τους γείτονες. Η δήλωση του, περί του ότι ουδέποτε συνάντησε τους δολοφόνους του πατέρα του, κρίθηκε ως περαιτέρω αποδυναμώνουσα την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, ο λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ο Αιτητής πρόβαλε αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δε χρήζουν περαιτέρω επιβεβαίωσης σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης καθώς δεν προέκυψαν εύλογοι λόγοι ανάλυσής τους. Στη βάση των ανωτέρω, ο λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο.

 

Απόρριψης έτυχε ακολούθως και ο τρίτος ισχυρισμός, ήτοι οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι δεχόταν διακρίσεις εξαιτίας της εθνοτικής του καταγωγής. Κρίθηκε ότι δεν ήταν θέση να περιγράψει λεπτομερώς τις διακρίσεις που δέχτηκε, αφού ανέφερε αόριστα ότι τις δέχτηκε ως μαθητής κατά τη διάρκεια της φοίτησής του σε Ισλαμικό σχολείο της πόλης Burao. Κληθείς να περιγράψει τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισε στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της εθνοτική του καταγωγής, ανέφερε ασαφώς ότι τον απέφευγαν οι συμμαθητές του. Ζητηθείς ωστόσο να σχολιάσει τις αρχικές του αναφορές περί βασανιστηρίων στα οποία υποβλήθηκε κατ’ επανάληψη, αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά που έλαβαν χώρα το ένα στην πόλη Βurao και το άλλο στην πόλη Mogadishu, χωρίς ωστόσο να στοιχειοθετήσει κατ’ ελάχιστο αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στις επιθέσεις που δήλωσε ότι δέχτηκε και στα εθνοτικά/φυλετικά κίνητρα των φερόμενων ως φορέως δίωξής του. Σε σχέση δε με τις διακρίσεις που αντιμετώπισε στην πόλη Mogadishu, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό το οποίο δεν παραπέμπει σε διαδοχικές διακρίσεις και δε συνάδει με τις δηλώσεις του περί του ότι έπεσε κατ’ επανάληψη θύμα βασανιστηρίων. Κληθείς τέλος να προσδιορίσει εάν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα στην πόλη Mogadishu, απάντησε αρνητικά. Στη βάση των ανωτέρω, οι απαντήσεις του κρίθηκαν ως εσωτερικά μη αξιόπιστες. Σε σχέση δε με τη δυνατότητα του Αιτητή να ανακαλέσει περιστατικά του παρελθόντος ως ανήλικος, ο λειτουργός παρέθεσε το ισχύον νομικό πλαίσιο, ωστόσο κατέληξε στο ότι κατά το χρόνο αναχώρησης από τη χώρα καταγωγής του, ήταν 16 ετών, χωρίς να παρουσιάζει κάποιο σημείο ευαλωτότητας και ως εκ τούτου κατέληξε, ότι θα αναμενόταν από αυτόν να είναι σε θέση να παραθέσει επαρκείς και σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του και για τους ίδιους λόγους, δεν δικαιολογείτο η παραχώρηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας προς το πρόσωπο του. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματός του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[1], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημά του εμπεριείχε ελλιπή και αντιφατικά στοιχεία όπως και μη ευλογοφανείς αναφορές που δεν τεκμηρίωναν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε σε αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού για αριθμό ζητημάτων ήταν ικανός να παράσχει ικανοποιητικές απαντήσεις[2] αλλά ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό των απειλών ή οιανδήποτε μορφής δίωξη.  Ούτε τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).  Υπάρχουν επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Αιτητή, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά τη δικαστική διαδικασία από τον συνήγορό του και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του και/ή ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημά του. Ούτε το γεγονός ότι εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την χώρα του μπορεί να οδηγήσει σε τέτοιας έκτασης μεταβολής/απόκλισης των πληροφοριών που θα μπορούσε να διαθέσει ενώπιον των αρχών και ενώπιον εν τέλει του Δικαστηρίου ως ενήλικας πλέον. Σύμφωνα με τον πρακτικό οδηγό της EASO για την αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων,[3] - κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν τα ουσιαστικά γεγονότα, ο υπεύθυνος της υπόθεσης θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι η ατομική θέση και οι προσωπικές συνθήκες του αιτούντος ενδέχεται να επηρεάσουν σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο ο αιτών βλέπει και παρουσιάζει τα γεγονότα που αφορούν την αίτησή του - ανάμεσα στους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι η μνήμη, η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο. Αποτελεί μεν καθήκον της αρμόδιας αρχής (και του Δικαστηρίου) να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[4], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία, το προσωπικό ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[5]. Αποτελεί δε σημαντικός αρνητικός παράγοντας το γεγονός ότι ενώ απεστάλησαν στην Υπηρεσία Ασύλου σχετικά έγγραφα και/ή στοιχεία που αφορούν τον θείο του που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ουδόλως παρουσιάστηκαν έγγραφα ταυτοποίησης του ιδίου ή άλλα στοιχεία σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του. Εντούτοις, παρατηρείται ότι ο λειτουργός δεν προχώρησε σε έρευνα μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης αναφορικά με την φυλή του Αιτητή. Θα έπρεπε, όμως, υπό τις παρούσες περιστάσεις - λόγω της τότε ανηλικότητας του Αιτητή να διενεργείτο και σχετική έρευνα μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης προτού απορριφθεί συνολικά το αίτημα του. Αναφορικά με τη φυλετική καταγωγή του Αιτητή, ήτοι την εθνοτική ομάδα Τunni, κατόπιν σχετικής έρευνας του Δικαστηρίου διαπιστώνεται ότι oι Σομαλοί χωρίζονται σε διάφορες εθνοτικές υποομάδες. Μία από αυτές τις ομάδες είναι η Digil, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τους Tunni αλλά και τους Dabarre και τους Jiddu. Η εθνοτική υποομάδα Tunni, χωρίζεται σε άλλες πέντε υποομάδες, οι οποίες βρίσκονται στη νότια Σομαλία, ανάμεσα στους ποταμούς Juba και Shebelle[6]. Κατόπιν έρευνας δεν εντοπίζονται πληροφορίες σχετικά με τη μεταχείριση που δέχονται τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Τunni στη Σομαλία και δη στην πόλη Μογκαντίσου. Η έλλειψη σχετικών πληροφοριών παρατηρείται και σε παλαιότερη έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο σχετικά με τα προφίλ που στοχοποιούντο στη Σομαλία το 2021, η οποία αναφέρει ότι δεν εντοπίστηκαν, ούτε τότε, σχετικές πληροφορίες και/ή στοιχεία[7]. Επομένως, ούτε ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή ότι ανήκει σε συγκεκριμένη φυλή μειονότητα αυξάνει τις πιθανότητες προσφυγικού καθεστώτος – μετά από έρευνα του Δικαστηρίου. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη την εσωτερική αναξιοπιστία του, τις πληροφορίες που παρατέθηκαν από τον συνήγορο του κατά την δικαστική διαδικασία (συμπεριλαμβανομένων των πηγών πληροφόρησης) και κατόπιν έρευνας του ίδιου του Δικαστηρίου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Πέραν των πιο πάνω και στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, ο λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου που ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του στη Σομαλία, Mogadishu. Κατέληξε ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Στο πλαίσιο της αξιολόγησης κινδύνου, κρίθηκε από τον λειτουργό πως δεν προκύπτουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα βρεθεί αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Ειδικότερα προχώρησε και σε σχετική έρευνα εκ της οποίας εντόπισε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι η πόλη Mogadishu πλήττεται από συγκρούσεις ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις της Σομαλίας και την τρομοκρατική ομάδα Al Shabaab, οι οποίες ωστόσο πληροφορίες επιβεβαίωσαν ότι κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης, είχε παρατηρηθεί ήπια βελτίωση της κατάστασης ασφαλείας στη συγκεκριμένη πόλη και κατέληξε ότι κατά την επιστροφή του στην πόλη Mogadishu, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι ο Αιτητής θα κινδυνεύσει βάσει των Άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ελλείψει δε οιασδήποτε προσωπικής απειλής και/ή στοχοποίησης του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις συμπληρωματικής προστασίας καθότι στη πόλη Mogadishu τον υπό κρίση χρόνο οι συγκρούσεις δεν έφθαναν στα επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Προς επίρρωση του ανωτέρω συμπεράσματος, ο λειτουργός παρέπεμψε σε απόφαση του Εθνικού Γαλλικού Δικαστηρίου Ασύλου του 2020 καθώς και σε αναφορά του Home Office του 2022, οι οποίες ανέφεραν ότι τα επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας στην πόλη Mogadishu τον υπό κρίση χρόνο δεν έφταναν σε τέτοιο επίπεδο που θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε στο σύνολό του.

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε το αίτημα του Αιτητή υποστηρίζοντας ότι η πιθανή επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του δεν αντίκεται στις πρόνοιες του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και/ή την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Μετά από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, σύμφωνα με το Rule of Law in Armed Conflicts project (RULAC), η κυβέρνηση της Σομαλίας είναι μέρος σε μια μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση με την Al-Shabaab[8]. Διάφορές πηγές πληροφόρησης υποδεικνύουν την δυσχερή κατάσταση που υπάρχει εξαιτίας της παρουσίας της Al-Shabaab σε αστικές περιοχές της χώρας[9]. Σε έκθεση της ACLED, ημερομηνίας 29/10/24, αναφέρθηκε ότι η κυβέρνηση επέβαλε στις επιχειρήσεις να εγκαθιστούν κλειστό κύκλωμα παρακολουθήσεων ούτως ώστε να αυξήσει την παρακολούθηση και τον εντοπισμό των μελών της οργάνωσης[10]. H δε Έκθεση του Institute for the Study of War δημοσιευμένη στις 15/02/24 υποστηρίζει ότι η Al Shabaab έχει πραγματοποιήσει αρκετές επιθέσεις στο Μογκαντίσου από τον 12ο/23, οι οποίες αποτελούν μέρος των προσπαθειών αντιμετώπισης των κυβερνητικών πρωτοβουλιών για την υποβάθμιση της επιρροής της ομάδας στην πρωτεύουσα. H Διεθνής Αμνηστία για την Έκθεση της για το 2023 αναφέρει ότι η Al-Shabaab αύξησε τις στοχοθετημένες επιθέσεις κατά των κυβερνητικών και συμμάχων δυνάμεων και επίσης πραγματοποίησε αδιακρίτως επιθέσεις κατά των πολιτών[11]. Έκθεση του ACLED που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2024 και αφορά στις εξελίξεις του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2024 σημειώνει: «Η αυξανόμενη δυσπιστία στους πολιτικούς και στρατιωτικούς θεσμούς της Σομαλίας και η απογοήτευση μεταξύ των συμμαχικών φυλών, εγείρουν ανησυχίες για πιθανές καθυστερήσεις στη στρατιωτική εκστρατεία κατά της al-Shabaab στην κεντρική Σομαλία. Από την πλευρά της, η μαχητική ομάδα εκμεταλλεύεται τις διαφωνίες που σχετίζονται με τις εκλογές και εσωτερικές μάχες εντός του στρατού για να αντιστρέψουν τα προπύργια του στρατού της Σομαλίας τους τελευταίους μήνες. Οι μαχητές της Al Shabaab επικεντρώνονται ιδιαίτερα στις περιοχές Ceel Buur και Ceel Dheer, που βρίσκονται κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Middle Shabelle και Galgaduud, και σχεδιάζουν να υπερασπιστούν τα οχυρά της οργάνωσης στο Galhareeri και στο Ceel Buur. Ο αγώνας της κυβέρνησης εναντίον της al-Shabaab ήταν πιο παρατεταμένος από ό,τι είχε προγραμματιστεί στην αρχή της επιχείρησης κατά της εξέγερσης [.]»[12] Σύμφωνα, τώρα, με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 30/03/24 - 28/03/25, σημειώθηκαν στην πόλη η Mogadishu, 457 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 367 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 133 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (134 θάνατοι), 119 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (97 θάνατοι), 1 ήταν περιστατικό διαμαρτυρίας (1 θάνατος) και 101 περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης βίας (134 θάνατοι)[13] σε εκτιμώμενο πληθυσμό της πόλης Mogadishu το 2025 ήταν ανέρχεται στους περίπου 2.800.000 κατοίκους[14]. Παρά, όμως, τη δυσχερή κατάσταση ασφαλείας που παρουσιάζεται στον τόπο διαμονής του Αιτητή παρατηρείται ότι αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί ότι έχει πληγεί προσωπικά από τις συγκρούσεις μεταξύ της ένοπλης ομάδας Al-Shabaab και των ένοπλων δυνάμεων.  Συνεπώς, το Δικαστήριο εξετάζοντας το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης σε σχέση με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και σε συνάρτηση με τις ατομικές του περιστάσεις διαπιστώνει ότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις βάσει της έννοιας αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας[15] - που έχει προτείνει το ΔΕΕ στις αποφάσεις Elgafaji[16] και Diakité[17]. Τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία του Αιτητή οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, εξάλλου, δεν υπάρχει απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

 

Αναφορικά, τώρα, με τον ισχυρισμό και/ή θεραπεία την οποία ζητά ο Αιτητής για παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και/ή προστασία από μη επαναπροώθηση, σημειώνεται ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου ρυθμίζεται νομοθετικά από το Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 έως 2023 (73(I)/2018), όπου προνοείται ότι:

 

«(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέδιπουν, και

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

Νοείται ότι η προαναφερόμενη δικαιοδοσία αναφορικά με απόφαση ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να ασκηθεί, μόνο αν τέτοια απόφαση ή πράξη εκδόθηκε-

(α) Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή

(β) με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται μετά την 20ή Ιουλίου 2015»

 

Επομένως, το Δικαστήριο δύναται να προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας εξετάζοντας τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν μια απόφαση ή πράξη. Δεν μπορούν, να απασχολούν το Δικαστήριο νομικά ζητήματα τα οποία δεν διέπουν – ή με άλλα λόγια δεν καθορίζουν – την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν υπάρχει απόφαση επιστροφής εναντίον του Αιτητή κατά την ημερομηνία απόρριψης της αίτησης - ούτε έχει εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση επιστροφής με χρονικό περιθώριο οικειοθελούς αναχώρησης, ούτε έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα απομάκρυνσης εναντίον του Αιτητή. Ούτε με βάση την πιο πάνω ανάλυση προκύπτει δίωξη του Αιτητή λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής, επομένως δεν τεκμηριώνεται η θέση της δικηγόρου του για παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Εξάλλου, ο Αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί και τυχόν διαδικασίες που θα ακολουθηθούν από τις αρμόδιες αρχές δεν θα αφορούν πλέον ανήλικο πρόσωπο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους:

 

Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω και στα πλαίσια των εξουσιών του καταλήγει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.

 

Δεδομένης της μη επαρκούς έρευνας σε συνάρτηση με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (έρευνα που διενεργήθηκε/συμπληρώθηκε στην βάση των εξουσιών του Δικαστηρίου), της μη έγκαιρης εξέτασης της διαδικασίας που αφορά τον Κανονισμό του Δουβλίνου και δεδομένου του ότι το αποτέλεσμα επί της ουσίας αιτήματος ασύλου δεν διαφοροποιείται, δεν επιδικάζονται έξοδα της διαδικασίας.

 

 

  Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/09.

[2] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123

[4] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[5] Άρθρο 16 & 18 του περί περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

[6] Joshua Project, Tunni in Somalia, n.d., διαθέσιμο σε https://joshuaproject.net/people_groups/15644/SO,

[8] RULAC, Non-international armed conflict in Somalia, 10 November 2022.

[9] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada: Somalia: Al-Shabaab [Al-Shabab], including leadership, structure, objectives, activities, areas of operation, ability to track persons of interest, and individuals who are targeted (2021-March 2023) [SOM201366.E], UNSG, Situation in Somalia, S/2022/101, 8 February 2022 para. 19; EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): COI Query Somalia: Security situation update [Q13-2023], 25 April 2023.

[10] BBC, The city where shopkeepers fear their CCTV cameras could get them killed, CCTV cameras put shop owners at risk in Somalia's capital Mogadishu,

 

[12] ACLED - Armed Conflict Location & Event Data Project: Situation Update March 2024; Somalia: Al-Shabaab Regains Lost Territories Amid Run-up to State Elections, 28 March 2024 https://acleddata.com/2024/03/28/somalia-situation-update-march-2024-al-shabaab-regains-lost-territories-amid-run-up-to-state-elections/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[13] ACLED, Dashboard, timeframe 30/03/2024 - 28/03/2025, , Somalia, Location: Mogadishu, available at: ACLED Dashboard (acleddata.com) 

[14] https://worldpopulationreview.com/cities/somalia/mogadishu, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/03/2025)

[15]EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. Η έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[16]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/2009 στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, σκέψεις 32 & 38

[17] Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/2014 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides, σκέψη 35


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο