
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 3094/2024
09 Απριλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.M.N. από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Α. Φιλίππου (κος) για Λ. Βελίκοβα (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Η Αιτήτρια Παρούσα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 17/07/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερούμενη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου και/ή ζητείται ακύρωση της απόφασης επιστροφής και/ή η παραχώρηση στην Αιτήτρια καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 24/05/22 και στις 04/07/24 πραγματοποιήθηκε η προσωπική της συνέντευξη. Στις 05/07/24 εκδόθηκε η σχετική έκθεση/εισήγηση και στις 11/07/24 αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο δικηγόρος για την Αιτήτρια υιοθέτησε τους λόγους αιτήματος ασύλου και υποστηρίζει ότι το πρόσωπο που διενήργησε την συνέντευξη δεν ήταν κατάλληλο και/ή δεόντως καταρτισμένο και/ή ήτο αναρμόδιο κατά παράβαση του Άρθρου 13Α του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και ότι δεν αφιερώθηκε ο κατάλληλος χρόνος για μελέτη της έκθεσης/εισήγησης από το αποφασίζον όργανο. Σημειώνεται ότι κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία αποσύρθηκαν ισχυρισμοί σε σχέση με αναρμοδιότητα (ήτοι ότι η εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/22 δόθηκε από τον τέως και όχι από τον νυν Υπουργό Εσωτερικών και είναι άκυρη και/ή ότι οι αποφάσεις που λαμβάνει ο κος Π. Καζαντζής περιορίζονται σε εκθέσεις/εισηγήσεις λειτουργών ορισμένου χρόνου) πλην των ισχυρισμών που συνδέονται με την κα Χρυσομηλά – Κουρσουμπά ήτοι ότι η απόσπαση της, που είχε οριστεί για να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει λήξει από τις 08/12/22 (ως η Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ.5272, ημερομηνίας 16/04/20), επομένως, δεν υπήρχε πρόσωπο που να προΐστατο της αρμόδιας αρχής και ότι ο κος Π. Καζαντζής δεν θα μπορούσε να ασκεί τις εξουσίες/καθήκοντα για προϊστάμενο. Ακόμα δε και εάν υπάρχει άλλη εξουσιοδότηση (για διορισμό Προϊστάμενου) αυτή δεν είναι έγκυρη, αφού ως κανονιστική απόφαση/ κανονιστική πράξη για να έχει ισχύ θα έπρεπε να έχει δημοσιευθεί και/ή ολοκληρώνεται και/ή καθίσταται ενεργή μόνο εάν έχει δημοσιευθεί (παραπέμποντας γενικά σε αριθμούς αποφάσεων του Συμβουλίου Επικρατείας, Εγχειρίδιο Ε. Σπηλιωτόπουλου και Άρθρο 297 Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Είναι επιπλέον θέση του ότι απουσιάζει η δέουσα έρευνα και αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης καθότι έγινε μία αυτοματοποιημένη διαδικασία χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, δεν διενεργήθηκαν κατάλληλες ερωτήσεις, οι ερωτήσεις ήταν καθοδηγητικές, η διάρκεια της συνέντευξης ήταν περιορισμένη με αποτέλεσμα να μη διερευνηθούν όλοι οι ισχυρισμοί της η οποία απάντησε με σαφήνεια όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Γίνεται δε γενική παραπομπή σε διαδικτυακούς συνδέσμους αναφορικά με διάφορα ζητήματα σε σχέση με την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ήτοι περιστατικά σεξουαλικής βίας, βίας κατά παιδιών κ.α. και/ή διατείνεται παράλειψη της αρμόδιας αρχής να εξετάσει κατά πόσο η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις συμπληρωματικής προστασίας.
Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Γίνεται ενδελεχής καταγραφή για τους λόγους που η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη και τονίζεται η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες των διαδικαστικών κανονισμών σε σχέση με την αιτιολόγηση των νομικών σημείων της προσφυγής. Προσθέτουν ότι δεν έχει τεκμηριωθεί από την Αιτήτρια ότι είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας και απορρίπτουν τους ισχυρισμούς για αναρμοδιότητα αποφασίζοντος οργάνου. Σε σχέση με τους λόγους ακύρωσης που συνδέονται με την κα Χρυσομηλά (που παρέμειναν για εξέταση-αξιολόγηση) απάντησαν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κος Π. Καζαντζής εξουσιοδοτήθηκε από τον Υπουργό να ενεργεί ως προϊστάμενος και όχι σε αντικατάσταση του, επομένως, δεν ενδιαφέρει και δεν μπορεί να απασχολεί το Δικαστήριο όποιο πρόσωπο ανέλαβε τα καθήκοντα προϊσταμένου μετά την κα Χρυσομηλά-Κουρσουμπά.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Προτού προχωρήσει το Δικαστήριο σε αξιολόγηση άλλων λόγων ακύρωσης προέχει το ζήτημα (που παρέμεινε για εξέταση μετά από τοποθέτηση του συνηγόρου της Αιτήτριας) που αφορά την λήξη απόσπασης της κας Μ. Χρυσομηλά – Κουρσουμπά για εκτέλεση καθηκόντων και/ή για ικανοποίηση υπηρεσιακών αναγκών στην Υπηρεσία Ασύλου από τις 09/12/19 - 08/12/22 (όπως προκύπτει από δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ.5272, ημερομηνίας 16/04/20 και δεν αμφισβητήθηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση). Εμφανώς από αξιολόγηση των θέσεων του συνηγόρου της Αιτήτριας, δεν γίνεται αντιληπτό πως η λήξη απόσπασης του εν λόγω προσώπου επηρεάζει την δοθείσα έγκυρη εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/22 προς τον κ. Π. Καζαντζή για να ενεργεί και/ή να ασκεί συγκεκριμένες εξουσίες ή καθήκοντα του «Προϊστάμενου» της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 104 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»). Βάσει αυτής εκτελεί μέρος των εξουσιών ή καθηκόντων προϊσταμένου συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Αφού υπάρχει ρητή διάταξη Νόμου που να επιτρέπει την μεταβίβαση της εξουσίας λήψης τέτοιων αποφάσεων σε οποιοδήποτε άλλο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής (Βλέπε Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), Άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999), βλέπε επίσης Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ 385), δεδομένου του ότι επιτρέπεται η εκχώρηση αυτών των εξουσιών δυνάμει του Νόμου ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται. Ούτε οι σκοποί απόσπασης ή της δοθείσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 10/11/20 που παραχώθηκε στην κα Μ. Χρυσομηλά - Κουρσουμπά από τον Υπουργό Εσωτερικών (ερυθρό 103 ΔΦ) ή ύπαρξης εξουσιοδοτήσεων άλλων λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου στο φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 105, 106 ΔΦ) μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο, διότι δεν συνδέονται με την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική απόφαση. Ούτε νομικό έρεισμα έχουν και οι εισηγήσεις του περί δημοσίευσης εξουσιοδοτήσεων. Δεν υπάρχει τέτοια νομοθετική υποχρέωση στο Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), αλλά μόνο ότι – «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·». Η γραπτή πιο πάνω εξουσιοδότηση κρινόμενη ως έγκυρη και ελλείψει οποιασδήποτε αναγκαιότητας δημοσίευσης της, οδηγεί σε απόρριψη και αυτού του ισχυρισμού του συνηγόρου της Αιτήτριας.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τύχει και σχολιασμού ότι αριθμός λοιπών ισχυρισμών της Αιτήτριας όπως αυτοί προβάλλονται μέσω του συνηγόρου της στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη Γραπτή Αγόρευση. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης της Αιτήτριας σε συνδυασμό με λόγους ακύρωσης που συναρτώνται με δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.
Από μελέτη της έκθεσης/εισήγησης και του πρακτικού της συνέντευξης διαπιστώνεται ότι η υπόθεση αφορά υπήκοο ΛΔΚ, υγιή, με τόπο γέννησης και τελευταίας διαμονής την κοινότητα Masina, περιφέρειας Kinshasa. Η Αιτήτρια δήλωσε πως υποστηρίζονταν οικονομικά από το θείο και τη θεία της, οι οποίοι την μεγάλωσαν και οι οποίοι διαμένουν στην Kinshasa, οι γονείς της απεβίωσαν στην διάρκεια κρουαζιέρας. Στην χώρα της εργάστηκε ως βοηθός ράφτη, έχει τελειώσει το λύκειο και φοίτησε για ένα έτος στο πανεπιστήμιο στο τμήμα καλών τεχνών και διακόσμησης. Εγκατέλειψε την χώρα νόμιμα με χρήση διαβατηρίου.
Στην αίτηση της για διεθνή προστασία η Αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα της εξαιτίας απειλών θανάτου που δέχθηκε. Δήλωσε πως είναι ορφανή και πως διέμενε με τον αδελφό της, ο οποίος μια μέρα χτύπησε κάποιον με τη μηχανή του. Εξαιτίας αυτού του δυστυχήματος τραυματίστηκε άντρας που κατέληξε ανάπηρος με αποτέλεσμα η οικογένεια του να απειλεί αυτήν και τον αδελφό της. Πρόσθεσε ότι δεν γνωρίζει σήμερα που βρίσκεται ο αδελφός της, ούτε γνωρίζει εάν ζει ή πέθανε. Κατά την συνέντευξη επανέλαβε τους ισχυρισμούς της και δήλωσε πως στις 12/12/21, ήθελε να βγει έξω και ζήτησε από τον αδελφό της να τη μεταφέρει με τη μηχανή του. Καθώς βρίσκονταν στο δρόμο συνάντησαν την συνοδεία του προέδρου της χώρας και αναγκάστηκαν να βγουν εκτός του δρόμου προκειμένου να περάσει η αυτοκινητοπομπή του προέδρου. Στην προσπάθεια του να απομακρυνθεί, ο αδελφός της τραυμάτισε έναν άνδρα που στεκόταν στην άκρη του δρόμου ο οποίος περίμενε να δει τον πρόεδρο. Στην συνέχεια οι παρευρισκόμενοι επιτέθηκαν στον αδελφό της, ενώ την ίδια την κράτησαν, εμποδίζοντάς την να φύγει. Ο αδελφός της κατάφερε να διαφύγει ενώ την ίδια και ο άντρας που τραυματίστηκε μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Η Αιτήτρια δήλωσε πως ο γιατρός της είπε πως ο άνδρας αυτός θα έμενε ανάπηρος για όλη του τη ζωή και πως έπρεπε να καλύψει τα ιατρικά έξοδα, στο οποίο συμφώνησε. Ωστόσο η οικογένεια του ήταν εξοργισμένη και ήθελε εκδίκηση. Η Αιτήτρια πήγε στο θείο της να του πει τι συνέβη και το βράδυ της ίδιας ημέρας ο αδελφός της επέστρεψε στο σπίτι όπου τον ενημέρωσε ότι έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα νοσηλείας. Στις 19/12/21 ο αδελφός της πήγε στην εργασία του και δεν επέστρεψε πίσω, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια στις 20/12/21 να πάει στην αστυνομία για να αναφέρει την εξαφάνιση του. Πρόσθεσε πως την 01/01/22 κατά την επιστροφή της από την εκκλησία ομάδα ανδρών που την έψαχνε βανδάλισε την οικία της, τότε κάλεσε τον θείο της και μαζί πήγαν στην αστυνομία για να καταγγείλουν τον βανδαλισμό. Υποψιάζεται ως υπεύθυνη την οικογένεια του άνδρα που τραυματίστηκε από το ατύχημα. Περαιτέρω ανέφερε πως με τη βοήθεια του θείου της και δικηγόρου προσέφυγαν στα δικαστήρια. Η διαδικασία ξεκίνησε τον 1ο/22 και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα δεν είχε ολοκληρωθεί. Σημείωσε ότι η οικογένεια του άνδρα ήταν ισχυρή, καθότι ο πατέρας του ήταν στρατηγός. Αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της επειδή ο δικηγόρος τους, κάλεσε τον θείο της και τον συμβούλευσε όπως φύγει από τη χώρα. Τέλος ερωτηθείσα τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα της δήλωσε πως ίσως εξαφανισθεί και αυτή όπως ο αδελφός της.
Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησης του εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα της Αιτήτριας, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του προφίλ της, ο οποίος έγινε αποδεκτός στο σύνολο του. Ο δεύτερος αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο της από την οικογένεια του ατόμου που ενεπλάκη σε ατύχημα με τον αδελφό της, ο οποίος απορρίφθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος. Ειδικότερα, εντοπίστηκε στο αφήγημα της έλλειψη ευλογοφάνειας και λογικής, ενώ κρίθηκε ότι απουσιάζει ο φορέας δίωξης από το αίτημα της. Επισημάνθηκε πως όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε εάν αυτά τα πρόσωπα την απείλησαν ή την ενόχλησαν ή την προσέγγισαν ή συνέβη οτιδήποτε άλλο στην ίδια που να της προκάλεσε φόβο ή την πεποίθηση ότι κινδυνεύσει από αυτά, αποκρίθηκε αρνητικά επικαλούμενη ότι υποπτεύεται πως αυτοί είναι που απήγαγαν τον αδελφό της, χωρίς να αναφερθεί σε γεγονότα που να αποδεικνύουν τις υποψίες της. Όταν δε η Αιτήτρια κλήθηκε να αποκριθεί για ποιο λόγο εγκατέλειψε την χώρα της, απάντησε πως αυτό την συμβούλευσε ο δικηγόρος της. Δεν κατάφερε να τεκμηριώσει το λόγο για τον οποίο τα εν λόγω πρόσωπα δεν επιχείρησαν εφόσον το ήθελαν να την βλάψουν, ούτε την ενόχλησαν ή επικοινώνησαν μαζί της από τον 12ο/ 21 – 3ο/22, όταν και εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της. Επίσης, κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με το ατύχημα, ενώ θα αναμένονταν να είναι πιο συγκεκριμένη δεδομένου ότι το ανωτέρω περιστατικό κατ΄ ισχυρισμό αποτελεί βιωματική εμπειρία και γεγονός που την ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα. Έλλειψη επάρκειας πληροφοριών παρατηρήθηκε και στις δηλώσεις της αναφορικά με ότι απευθύνθηκε στη δικαιοσύνη κατά αυτών των προσώπων επειδή πίστευε ότι αυτοί απήγαγαν τον αδελφό της. Ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει μια τυπική ημέρα της δίκης, τον δικηγόρο που την εκπροσωπούσε καθώς και οιανδήποτε άλλη νομική διαδικασία που ακολουθήθηκε αλλά ούτε ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει τις αντιφάσεις στην αφήγηση της καθότι σε ένα σημείο της συνέντευξης της δήλωσε πως ένας δικηγόρος πήρε τηλέφωνο τον θείο της και τον απείλησε πως κάτι κακό θα συμβεί στην ίδια ενώ σε άλλο σημείο δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της επειδή αυτό την συμβούλευσε ο δικηγόρος της. Τέλος, ο λειτουργός εντόπισε αριθμό αντιφάσεων μεταξύ των ισχυρισμών που πρόβαλε κατά την υποβολή της αίτησης της και κατά την συνέντευξη της, τις οποίες δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει με πειστικότητα όταν κλήθηκε σχετικά, ενώ ευλόγως θα αναμένονταν να γνωρίζει η Αιτήτρια τι έγραψε κατά την υποβολή της αίτησης της αλλά και να επαναλάβει τους ίδιους ισχυρισμούς τόσο κατά την συνέντευξη της όσο και κατά το έντυπο ευαλωτότητας της, αφής στιγμής εξιστόρησε βιωματικές της εμπειρίες. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε πως τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, ενόψει της εσωτερικής αναξιοπιστίας του υπό κρίση ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε στο σύνολο του.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων διαπιστώνω ότι δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[1], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει ελλιπείς δηλώσεις χωρίς επαρκή βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος της να είναι σταθερή και λεπτομερής στις απαντήσεις της, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος της. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας της στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θεωρώ δε ότι δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς ή υποδειχθεί από την Αιτήτρια ότι υφίστατο σε πράξεις δίωξης στη χώρα της οι οποίες «[…] κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης […] είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή (β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).»[2] Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας της ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από τον συνήγορο της και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημα της. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι δεν υπάρχει επαρκής σύνδεσμος και/ή ούτε έχει υποδειχθεί κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας ή το αίτημα της έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις πληροφορίες των διαδικτυακών συνδέσμων που παρατίθενται από τον συνήγορο της[3]. Ούτε με βάση τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του ορισμού δίωξης, δεν έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας της είτε από άλλους φορείς δίωξης και/ή έχει αποχωρήσει νόμιμα από την χώρα καταγωγής της μέσω τρίτων χωρών. Συνεπώς, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου η Αιτήτρια απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ως προς το εάν η περίπτωση της εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή της Αιτήτριας δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Η ίδια σε κανένα στάδιο ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα της ενώ από αναθεωρημένη έρευνα προκύπτει ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην περιοχή της αλλά μόνο στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ[4] - ως και το εύρημα του λειτουργού. Σύμφωνα δε με επικαιροποιημένη έρευνα (ACLED) κατά το διάστημα 23/03/24 - 21/03/25 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 94 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 239 απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 6 μάχες (με 18 απώλειες σε αμάχους), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 19 απώλειες), 57 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 19 εξεγέρσεις (με 202 απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας[5]. Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται για το 2024 σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[6], καταδεικνύεται ότι ο αριθμός περιστατικών ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Εξάλλου, η ύπαρξη περιστατικών ανασφάλειας ή συγκρούσεων στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[7], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[8], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα της Αιτήτριας που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστη σε σχέση με προσωπική εμπλοκή/δίωξη) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Ούτε υπάρχουν υψηλοί αριθμοί περιστατικών ασφαλείας στο τόπο διαμονής της Αιτήτριας και/ή δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και προσωπική απειλή κατά την επιστροφή της αλλά ούτε τo προφίλ της παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας, καθώς πρόκειται για ενήλικο πρόσωπο, με προφίλ μόρφωσης, ικανότητα να εργαστεί, να έχει πρόσβαση σε μέσα αυτοσυντήρησης και ύπαρξης οικογενειακών δεσμών στη χώρα καταγωγής.
Στην βάση όλων των πιο πάνω προκύπτει ότι και η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις της νομοθεσίας, αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και κατά τη συνέντευξη της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές της περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί η ενδιαφερόμενη να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες της, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις της επαρκώς το αίτημα της. Ούτε διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345) και η επάρκεια της αιτιολογίας προκύπτει μέσα από τα στοιχεία του φακέλου ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.
[2] Άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)
[3] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019) ορίζεται ότι «Πληροφορίες για την χώρα καταγωγής του αιτητή (ΠΧΚ) δύνανται να υποβληθούν σε έντυπη ή/και ηλεκτρονική μορφή, με σχετικό υπόμνημα, το οποίο επισυνάπτεται στην αγόρευση του μέρους που επιθυμεί να την υποβάλει. Στο υπόμνημα περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία: (i) κατάλογος των σχετικών ΠΧΚ, (ii) καταγραφή της πηγής τους (για διαδικτυακές πηγές υποδεικνύεται ο ιστότοπος και παρατίθεται ο σύνδεσμος της σχετικής ιστοσελίδας), (iii) επεξήγηση της συνάφειας της υποβληθείσας μαρτυρίας με συγκεκριμένο ισχυρισμό ή/ και επίδικο ζήτημα, (iv) υπόδειξη του συναφούς αποσπάσματος των ΠΧΚ.», βλέπε επίσης σχετικά απόφαση Υποθ. Αρ.1000/23, DGD κ.α ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/02/2024)
[4] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/02/2025)
[5] www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/03/2025).
[6] Kinshasa - Republic of Congo Metro Area Population 1950-2024 | MacroTrends
[7]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie
[8]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο