
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 3212/22
7 Απριλίου, 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.S,
ασυνόδευτου ανήλικου δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Κωνσταντίνος Λ. Μάρκου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Κυριακή Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 20/04/2022, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 21/04/2022 και με την οποία το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο, είναι άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Ο Αιτητής αιτείται απόφασης του Δικαστηρίου που θα τον αναγνωρίζει ως πρόσφυγα, εναλλακτικά δε, αιτείται απόφαση που θα αναγνωρίζει τον Αιτητή ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας, ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει το Δικαστήριο ορθή και δίκαιη.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Tα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής είναι υπήκοος Γουινέας. Στις 19/10/2021, συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας ως ασυνόδευτος ανήλικος, προσκομίζοντας αντίγραφο διαβατηρίου από τη χώρα καταγωγής του το οποίο αναγράφει ως ημερομηνία γέννησής του τις 12/07/2004. Στις 16/12/2021, διενεργήθηκε συνέντευξη ευαλωτότητας του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα (ΚεΠΥ «Πουρνάρα»). Στις 29/03/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, σχετικά με το αίτημά του για διεθνή προστασία και τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Η συνέντευξη διενεργήθη παρουσία λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ), ως εκπροσώπου της κηδεμόνα του Αιτητή, Διευθύντριας των ΥΚΕ. Στις 17/04/2022, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενη όπως απορριφθεί το αίτημά του για διεθνή προστασία και όπως επιστραφεί στη χώρα καταγωγής του καθότι δε διατρέχει κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Στις 20/04/2022, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, εκδίδοντας παράλληλα απόφαση επιστροφής του στη Γουινέα. Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 20/04/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από αυτόν και την εκπρόσωπο του νόμιμου κηδεμόνα του στις 21/04/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής η οποία καταχωρήθηκε στις 20/05/2022 για τον Αιτητή, ασυνόδευτο ανήλικο, δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού από τον δικηγόρο που διορίστηκε από την Επίτροπο, η οποία συνεχίζει να εκπροσωπεί τον Αιτητή στην παρούσα προσφυγή.
Στις 22/06/2022, η Υπηρεσία Ασύλου ανακάλεσε την απόφαση επιστροφής του Αιτητή στην χώρα καταγωγής του λόγω ανηλικότητας και η ανωτέρω ανάκληση γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 24/06/2022.
Ο Αιτητής ενηλικιώθηκε στις 12/07/2022 και με υπεύθυνη δήλωσή του ημερομηνίας 14/09/2022 προς το παρόν Δικαστήριο, δήλωσε ότι επιθυμεί όπως συνεχισθεί η εκπροσώπησή του στην παρούσα προσφυγή από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος του Αιτητή με την γραπτή του αγόρευση προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης 1. Αναπόσπαστο τμήμα της Απόφασης Απόρριψης Ασύλου η Απόφαση Επιστροφής. Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση επιστροφής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης απόρριψης του αιτήματος διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τον Ν. 6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε. Η ανάκληση της απόφασης επιστροφής από τη Διοίκηση συμπαρασύρει σε ακύρωση ολόκληρη την εκδοθείσα πράξη, καθώς πρόκειται για ενιαία διοικητική πράξη. Ο αιτητής επικαλείται σχετική νομολογία προς υποστήριξη του επιχειρήματός του. 2. Πλάνη περί τα Πράγματα και τον Νόμο – Έλλειψη Δέουσας Έρευνας – Ελλιπής ή/και πεπλανημένη Αιτιολογία – Παραβίαση διαδικαστικών εγγυήσεων ή/και αρχής του βέλτιστου συμφέροντος ενός ασυνόδευτου ανήλικου Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η Διοίκηση δεν ερεύνησε επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, ιδίως όσον αφορά τη βία που υπέστη και τις απειλές που δέχθηκε από την οικογένειά του στη Γουινέα. Επισημαίνει ότι η Διοίκηση αρκέστηκε σε επιφανειακές πηγές πληροφόρησης και δεν αξιολόγησε την πραγματική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ούτε τα προσωπικά του βιώματα. Αυτή η πλημμέλεια συνιστά πλάνη ως προς τα πράγματα και τον νόμο. 3. Κατάχρηση και Υπέρβαση Εξουσίας. Κατά τον αιτητή, η Διοίκηση άσκησε την εξουσία της κατά τρόπο που υπερβαίνει τα νόμιμα όρια, αγνοώντας τις ειδικές ανάγκες του ως ασυνόδευτου ανηλίκου. Η απουσία διερμηνέα, η μη παραπομπή σε ιατρική ή ψυχολογική υποστήριξη, και η πρόχειρη αντιμετώπιση του αιτήματος συνιστούν καταχρηστική και αυθαίρετη διοικητική ενέργεια, η οποία πλήττει το δικαίωμά του σε δίκαιη και εξατομικευμένη εξέταση. 4. Παραβίαση του Δικαιώματος Ακρόασης. Ο Αιτητής δηλώνει ότι η συνέντευξη του διεξήχθη σε γλώσσα που δεν κατανοούσε (Γαλλικά αντί για Susu), χωρίς να του παρασχεθεί διερμηνεία. Δεν ενημερώθηκε καταλλήλως για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να παρουσιάσει επαρκώς τους λόγους της αίτησής του. Η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης κατέστησε την όλη διαδικασία ελαττωματική και άκυρη. 5. Κατάχρηση και/ή Κακή και/ή Πεπλανημένη Άσκηση Εξουσίας. Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η Διοίκηση προσήλθε στη διαδικασία με προκατειλημμένη στάση, δίχως να εξετάσει σοβαρά τα στοιχεία του φακέλου του. Η συνέντευξη ήταν ελλιπής, οι ερωτήσεις πρόχειρες και καθοδηγητικές, και η γενική στάση των λειτουργών μαρτυρούσε την πρόθεση απόρριψης, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της αίτησης. 6. Παραβίαση των Αρχών της Χρηστής Διοίκησης, της Καλής Πίστης και της Εμπιστοσύνης του Διοικούμενου. Ο Αιτητής θεωρεί ότι η Διοίκηση ενήργησε κατά τρόπο που υπονομεύει τις θεμελιώδεις διοικητικές αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Η έλλειψη συνέπειας, η αδιαφορία για την ευάλωτη κατάστασή του, και η προσφυγή σε μη τεκμηριωμένα συμπεράσματα, συνιστούν παραβίαση της εμπιστοσύνης του προς τη Διοίκηση και το κράτος δικαίου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, τόσο με την ένσταση όσο και με τη γραπτή της αγόρευση, υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη νόμιμα, κατόπιν δέουσας διοικητικής έρευνας και εντός των πλαισίων που καθορίζουν το Σύνταγμα, ο περί Προσφύγων Νόμος, οι εφαρμοστέες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Κατά τη θέση των Καθ’ ων, η συνέντευξη του Αιτητή διεξήχθη παρουσία μεταφραστή στη γλώσσα που δήλωσε ότι κατανοεί, χωρίς να ανακύψει οποιοδήποτε ζήτημα ακρόασης ή γλωσσικού εμποδίου, ούτε να προκύψουν ενδείξεις ευαλωτότητας ή ανάγκης για πρόσθετη προστασία λόγω ηλικίας ή προσωπικών περιστάσεων. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, εφόσον, όπως προβάλλεται, ο Αιτητής κατανόησε και απάντησε στις ερωτήσεις με πληρότητα, ενώ υπογραμμίζεται ότι οι όποιες αντιφάσεις στους ισχυρισμούς του έπληξαν την αξιοπιστία του. Σε σχέση με την αιτίαση περί κακής ή πεπλανημένης άσκησης εξουσίας, η Διοίκηση υποστηρίζει ότι ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, με αντικειμενικότητα και χωρίς προκατάληψη, και ότι το αίτημα διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε με τεκμηρίωση, επί τη βάσει ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων και αορίστων ισχυρισμών. Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό περί αναπόσπαστης φύσης της απόφασης επιστροφής, οι Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η ανάκλησή της ουδόλως επιδρά στην κύρια απόφαση απόρριψης, καθότι πρόκειται για αυτοτελείς πράξεις, θεμελιωμένες σε διαφορετικά νομικά πλαίσια, και ότι η κρίση της Διοίκησης παραμένει επαρκώς αιτιολογημένη και ουσιαστικά ορθή. Υπό τις περιστάσεις, υποστηρίζουν ότι η απόρριψη του αιτήματος ασύλου του Αιτητή ήταν δικαιολογημένη, ενόψει της ουσιαστικής αδυναμίας του να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, και ως εκ τούτου αιτούνται την απόρριψη της παρούσας προσφυγής.
Στην απαντητική του αγόρευση, ο Αιτητής επαναλαμβάνει εν πολλοίς όσα προέβαλε και κατά την γραπτή του αγόρευση.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Καταρχάς θα εξετάσω τον πρώτο λόγο ακύρωσης που προβάλλει η πλευρά του Αιτητή αναφορικά με το ότι η Απόφαση Επιστροφής αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Απόφασης Απόρριψης Ασύλου. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι η ανάκληση της απόφασης επιστροφής, αποτελώντας εκ του νόμου αναπόσπαστο μέρος της απόφασης απόρριψης του αιτήματος διεθνούς προστασίας, έχει συμπαρασύρει σε ακύρωση και την τελευταία αυτή απόφαση, ο συνήγορος του Αιτητή παραπέμπει σε νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, συγκεκριμένα στην Υπόθεση αρ. 3530/21, E.G. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 30/09/2022 [ECLI:CY:DDDP:2022:1189].
Ωστόσο με διαφορετικό σκεπτικό προσέγγισε το ίδιο ζήτημα το ΔΔΔΠ υπό άλλη σύνθεση στην Ενδιάμεση απόφασή του στην Υπόθεση αρ. 3213/22, J.K. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 17/08/2023 [ECLI:CY:DDDP:2023:1161], καταλήγοντας ότι η ανάκληση απόφασης επιστροφής δεν συμπαρασύρει και την απορριπτική επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, καθώς πρόκειται για πράξεις που επιτελούν διαφορετικό σκοπό και είναι αυθύπαρκτες αφού πραγματώνουν οι ίδιες και από μόνες τους, τον σκοπό τους. Περαιτέρω, αναφορικά με το ζήτημα του κατά πόσο είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός της μίας απόφασης από την άλλη κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μερική ανάκληση της πράξης, η Δ.Δ.Δ.Δ.Π. συνάδελφος κα Ε. Ρήγα, κατέληξε στα εξής:
«Προκύπτει λοιπόν από το συνδυασμένο αποτέλεσμα των ως άνω διατάξεων ότι οι δύο αυτές αποφάσεις δεν συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ενώ η απόφαση επιστροφής δεν αποτελεί μέρος του αδιαίρετου μηχανισμού που οδηγεί στην έκδοση απόφασης επί αιτήματος διεθνούς προστασίας, αλλά είναι ανεξάρτητη από αυτήν. Με απλά λόγια, απόρριψη αίτησης για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, δεν συνεπάγεται και την άνευ όρων έκδοση απόφασης επιστροφής του αιτούντος. Τουναντίον, ως οι νομοθετικές διατάξεις καταδεικνύουν, η έκδοση απόφασης επιστροφής απαιτεί άλλη διοικητική διεργασία προκειμένου να καταδειχθεί η αναγκαιότητα έκδοσης της. Αυτή η διοικητική διεργασία, κρίθηκε από την Καθ' ης η αίτηση ότι εκ παραδρομής δεν ακολουθήθηκε, εξ ου και αποφάσισε την ανάκληση της απόφασης της αυτής.
[...]
Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η προσβαλλομένη πράξη εμφανίζεται ως ενιαία, εντούτοις αυτή διαλαμβάνει δύο αυτοτελείς πράξεις, το νομοθετικό περιβάλλον των οποίων αναδεικνύει ότι τα νομικά ερείσματα έκαστης πράξης δεν υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, ούτε υφίσταται αδιάσπαστος ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των πράξεων αυτών. Γεγονός που αποδεικνύει ότι κάθε πράξη μπορεί να ιδωθεί βάσει της δικής της εννοιολογικής ταυτότητας, ενώ οι δύο αυτές πράξεις μπορούν να αποχωρισθούν από τη συνολική διοικητική ενέργεια και να ελεγχθούν αυτοτελώς.
Εφόσον η απόφαση επιστροφής δύναται να αποσπαστεί από την υπόλοιπη πράξη - ήτοι την απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου- αυτή είναι ως εκ τούτου διαχωρίσιμη από την κύρια πράξη, το νομικό περιεχόμενο της τελευταίας δεν επηρεάζεται, αλλά ούτε και μεταβάλλεται η ουσία της που δεν είναι άλλη από την απόρριψη του αιτήματος ασύλου.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η απόφαση επιστροφής αποτελεί, κατά το νομοθέτη, αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εμποδίζει την ανάκληση της χωρίς ταυτόχρονα να ανακαλείται ή να συμπαρασύρεται σε ανάκληση και η κύρια απόφαση, λόγω του ότι ως επεξηγήθηκε, η απόφαση επιστροφής δεν αποτελεί αδιάσπαστο σύνολο αυτής.».
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση επί της υπόθεσης αρ. 3572/22, ημερ. 27/02/2025, C.L.A και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου το παρόν Δικαστήριο εξετάζοντας ταυτόσημο ζήτημα κατέληξε στα εξής:
«Η απόφαση επιστροφής, κατά κανόνα, και μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 142(Ι)/2020, δεν αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη. Αντίθετα, το αρμόδιο όργανο εκδίδει μία ενιαία απόφαση, η οποία περιλαμβάνει τόσο την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας όσο και την υποχρέωση επιστροφής, απομάκρυνσης ή απέλασης του αιτητή, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου (βλ. Υπόθεση JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ.: 3213/2022, 17/8/2023).
Ωστόσο, αν και οι δύο αποφάσεις είναι συναφείς, παραμένουν διακριτές από απόψεως νομικών προϋποθέσεων. Σύμφωνα με το Άρθρο 18(7Β)(α1) του περί Προσφύγων Νόμου, η απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση απόφασης επιστροφής. Παρόλο που η τελευταία μπορεί να εκδοθεί ταυτόχρονα ή να ακολουθήσει άμεσα την απορριπτική απόφαση, παραμένει ξεχωριστή και υπόκειται σε ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ο οποίος εναρμονίζεται με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ (βλ. ΔΕΕ, Abdida C-562/13, 18.12.2014, σκέψεις 45-46· Gnandi C-181/16, 19.6.2018, σκέψεις 52-53· CPAS de Liège C-233/19, 30.9.2020, σκέψη 45).
Η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης συνεπάγεται υποχρεωτικά και την ακύρωση της απόφασης επιστροφής, καθώς η τελευταία στηρίζεται νομικά στην πρώτη. Ωστόσο, το αντίστροφο δεν ισχύει. Η «ενσωμάτωση» της απόφασης επιστροφής στην απορριπτική απόφαση, όπως ορίζει ο νομοθέτης, δεν καταργεί την αυτοτέλειά τους αλλά αποσκοπεί στην εκδίκαση και των δύο από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, όταν η απόφαση επιστροφής απορρέει από την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας (βλ. απόφαση JK δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού v. Κυπριακής Δημοκρατίας, 17.8.2023).».
Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα ο ισχυρισμός του Αιτητή περί της αναπόσπαστης φύσης της απόφασης επιστροφής από την κύρια απορριπτική απόφαση και ως εκ τούτου η ακύρωση της απόφασης επιστροφής συμπαρασύρει σε ακύρωση ολόκληρη την εκδοθείσα πράξη δεν ευσταθεί και απορρίπτεται στο σύνολό του ως αβάσιμος.
Προχωρώντας θα εξετάσω τα ζητήματα που εγείρει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή αναφορικά με τις διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις που αφορούν τον Αιτητή ειδικά ως ασυνόδευτο ανήλικο.
Τονίζεται ότι, σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, αιτητής ή αιτήτρια διεθνούς προστασίας, ο/η οποίος/α είναι ανήλικος/η και, ειδικότερα, ασυνόδευτος/η, εμπίπτει στην κατηγορία των ευάλωτων προσώπων, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά συνέπεια, απολαύει εκ του νόμου ενισχυμένων διαδικαστικών εγγυήσεων και δικαιωμάτων, τα οποία καθορίζουν, μεταξύ άλλων, το ειδικό νομικό καθεστώς που τον/την διέπει και τη μεταχείρισή του/της έως την έκδοση τελικής απόφασης επί της ουσίας της αίτησης.
Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στην αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΕ του ίδιου Νόμου, οφείλει να αποτελεί το πρωτεύον κριτήριο κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Ειδικά για τους ασυνόδευτους ανηλίκους προβλέπονται εξειδικευμένες διαδικασίες και ρυθμίσεις, οι οποίες επιβάλλουν στις αρμόδιες αρχές να θέτουν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ως πρωταρχική προτεραιότητα.
Κατά την εκτίμηση του εν λόγω συμφέροντος, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους παράγοντες:
(α) Τις δυνατότητες οικογενειακής επανένωσης,
(β) Την ποιότητα ζωής και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, με ιδιαίτερη έμφαση στο ατομικό του υπόβαθρο,
(γ) Ζητήματα ασφάλειας και προστασίας, ιδίως σε περιπτώσεις ενδεχόμενου κινδύνου εμπορίας προσώπων, και
(δ) Τις απόψεις του ιδίου του ανηλίκου, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και το επίπεδο ωριμότητάς του.
Σύμφωνα με το Άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000) ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, θέτει το διαδικαστικό πλαίσιο που θα πρέπει να τηρείται αναφορικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους. Στο εν λόγω άρθρο διαλαμβάνονται ρητά οι υποχρεώσεις του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας να ενεργεί ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται από τον Νόμο, ενώ όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο, σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας θα πρέπει να διασφαλίζεται η εκπροσώπησή του σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014.
Σχετική είναι επίσης η πρώτη παράγραφος του άρθρου 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία έχει κυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, προνοεί ως ακολούθως:
«Άρθρο 3.- 1. Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού.»
Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, παρ. 69 αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με τους εκπροσώπους/κηδεμόνες:
«Στην περίπτωση των ασυνόδευτων ή των χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών επιβάλλεται ο άμεσος και δωρεάν διορισμός ανεξάρτητου και εξειδικευμένου κηδεμόνα. Τα παιδιά που είναι βασικοί αιτούντες άσυλο στη διαδικασία ασύλου δικαιούνται επίσης νομική εκπροσώπηση. Οι νομικοί συμπαραστάτες ή εκπρόσωποι των παιδιών πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και οφείλουν να υποστηρίζουν το παιδί καθ' όλη τη διαδικασία.» (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Στην υποσημείωση 135 στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω παράγραφος γίνεται διαχωρισμός του όρου κηδεμόνας από τον όρο νομικός εκπρόσωπος και αναφέρονται τα εξής: «Κηδεμόνας» ή «επίτροπος»: πρόκειται για ανεξάρτητο πρόσωπο με εξειδικευμένες δεξιότητες, που φροντίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και γενικότερα την ευημερία του. Οι διαδικασίες για το διορισμό κηδεμόνα ή επιτρόπου δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις ισχύουσες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στην περίπτωση των παιδιών που είναι πολίτες της χώρας υποδοχής (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Το Άρθρο 13Α του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«13Α.-(1) Πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή την ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η οποία διεξάγεται από αρμόδιο λειτουργό. Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία τέτοιας προσωπικής συνέντευξης σε κάθε ενήλικα που είναι εξαρτώμενο πρόσωπο από τον αιτητή, σε περίπτωση που ο αιτητής έχει καταθέσει αίτηση εξ ονόματος τέτοιου εξαρτώμενου προσώπου.
[.]
(9) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-
(α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτητή·
(β) οσάκις είναι εφικτό, η συνέντευξη με τον αιτητή να διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου με αυτόν φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτητής, εκτός εάν η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί εύλογα ότι το εν λόγω αίτημα βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτητή να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό·
(γ) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη∙ η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια∙ οσάκις είναι εφικτό, παρέχεται διερμηνέας του ιδίου φύλου εφόσον το ζητήσει ο αιτητής, εκτός εάν η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί εύλογα ότι το εν λόγω αίτημα βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτητή να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό·
(δ) το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης να μη φοράει στρατιωτική στολή ή στολή των δυνάμεων επιβολής του νόμου·
(ε) οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται με τρόπο κατάλληλο για παιδιά.
(10) Κατά τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή κατάλληλη ευκαιρία-
(α) Να παρουσιάσει τα στοιχεία που απαιτούνται για την, κατά το δυνατόν, πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18∙ και
(β) να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με στοιχεία τα οποία ενδεχομένως λείπουν ή/και σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στο πλαίσιο των δηλώσεων του αιτητή.»
Με βάση τα όσα αναγράφονται στις ως άνω παρατεθείσες κατευθυντήριες οδηγίες, καθώς και στην οικεία νομοθεσία και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είχε τη συνδρομή εκπροσώπου του καθ’ όλη την διάρκεια εξέτασης της αίτησής του, ενώ έγινε ολοκληρωμένη και ενδελεχής ενημέρωσή του για όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Η Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργούσε ως κηδεμόνας του ανήλικου Αιτητή από την υποβολή της αίτησής του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο, ενώ ως εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού παρίστατο και στην προσωπική του συνέντευξη. Αλλά και κατά την παρούσα διαδικασία κατόπιν της απόρριψης του αιτήματος του έχει διασφαλισθεί η δικαστική εκπροσώπησή του στην παρούσα προσφυγή μέσω της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
Ειδικότερα, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι, μετά την υποβολή του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, διενεργήθηκε η προβλεπόμενη από τον Νόμο αξιολόγηση ευαλωτότητας από αρμόδιο προς τούτο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρουσία εκπροσώπου του κηδεμόνα του Αιτητή, λειτουργού των ΥΚΕ (ερ. 12-27 του Διοικητικού Φακέλου, στο εξής αναφερόμενου ως «ΔΦ»). Στο σχετικό έντυπο, ο Αιτητής ανέφερε το ατομικό και οικογενειακό του ιστορικό, υποστηρίζοντας ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας του, επειδή η θετή του μητέρα, πούλησε τη γη που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και, ως εκ τούτου, δεν διέθετε πλέον οποιοδήποτε εισόδημα για να επιβιώσει. Ο αρμόδιος λειτουργός ευαλωτότητας κατέγραψε ότι δεν εντοπίζονται ιατρικά προβλήματα ούτε θέματα ψυχικής υγείας του Αιτητή· δεν εντοπίζονται οποιεσδήποτε αναπηρίες, δεν έχει αυτοκτονικές σκέψεις, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα με το φαγητό ή τον ύπνο, η διάθεσή του είναι καλή και δεν ανέφερε οποιεσδήποτε ανησυχίες ή φόβους (ερ. 19-27 ΔΦ). Ως προς τη συνολική αξιολόγηση κινδύνου στη βάση της ευαλωτότητας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε την περίπτωση του Αιτητή ως «Μέτριου» ρίσκου (ερ. 27 ΔΦ).
Κρίνω συνεπώς ότι δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή ότι δεν εξετάσθηκε η ψυχολογική κατάσταση του Αιτητή και/ή ότι οι Καθ’ ων δεν τον παρέπεμψαν σε ψυχολογική εξέταση. Επί τούτου σημειώνω ότι από το λεκτικό της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού ο οποίος εξετάζει την κάθε περίπτωση να παραπέμψει τον Αιτητή σε ιατρική ή ψυχολογική εξέταση. Το Άρθρο 15(1) προνοεί ως ακολούθως (η έμφαση του Δικαστηρίου): «15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/ και ψυχολόγο, όσον αφορά-
(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν και
(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.»
Εξάγεται ότι, εκ του γραμματικού τύπου της παραγράφου 1 του Άρθρου 15, τα εδάφια (α) και (β) αυτής συνιστούν αθροιστικά απαιτούμενες προϋποθέσεις, η πλήρωση των οποίων είναι αναγκαία, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού προς αξιολόγηση της σκοπιμότητας παραπομπής του Αιτητή για ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση. Κατόπιν ενδελεχούς μελέτης των πρακτικών της συνέντευξης του Αιτητή, καθώς και του περιεχομένου της σχετικής έκθεσης ευαλωτότητας, προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο Αιτητής ουδέποτε προέβη σε αναφορά ή επανάληψη ισχυρισμού περί άσκησης σωματικής βίας. Ειδικότερα, από την ανάλυση του εν λόγω υλικού, διαπιστώνεται ότι, κατόπιν σχετικής ερώτησης αναφορικά με το εάν έχει υποστεί οποιαδήποτε επιβλαβή ενέργεια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (βλ. ερ. 24 Δ.Φ.). Οι δε ισχυρισμοί που προβάλλονται από τον Αιτητή εστιάζουν αποκλειστικώς στο γεγονός ότι η θετή του μητέρα προέβη σε πώληση της γης, την οποία αυτός είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, γεγονός το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε ως συνέπεια να περιέλθει σε κατάσταση ακραίας οικονομικής ένδειας και συνθηκών διαβίωσης οι οποίες χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικώς δυσμενείς, λόγω της έλλειψης οποιασδήποτε οικονομικής ή άλλης στήριξης εκ μέρους της εν λόγω θετής μητέρας (βλ. ερ. 30 Δ.Φ.).Ως εκ τούτων, δεν προκύπτει εκ των δηλώσεων του Αιτητή οποιαδήποτε σαφής ή έμμεση αναφορά, η οποία θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ισχυρισμό περί πράξεων δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την έννοια της σχετικής νομολογίας ή των εφαρμοστέων διατάξεων. Επιπλέον, ουδεμία ένδειξη ή σύμπτωμα εντοπίζεται εκ της συνέντευξης ή της έκθεσης ευαλωτότητας, τα οποία να υποδηλώνουν εμπειρία βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών μορφών σωματικής ή ψυχολογικής βίας.
Αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ή σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό επί αυτού του σημείου ώστε να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (Βλέπε Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, βλέπε επίσης Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 συνεχίζουν να είναι καθοδηγητικές επί του ζητήματος, Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).
Εξετάζοντας περαιτέρω τον ισχυρισμό περί παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων του Αιτητή, κρίνω ότι δεν προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης ότι ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, για τα οποία θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Ούτε προκύπτει, από τα ερωτήματα που τέθηκαν στον Αιτητή και από τις απαντήσεις που έδωσε, η αρμόδια λειτουργός να μην έλαβε υπόψη τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι ηλικία, μνήμη ή μορφωτικό επίπεδο, που δύνανται να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και παρουσιάζει τα γεγονότα που αφορούν την αίτησή του.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η διερευνητική διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση αναφορικά με την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, συνάδει με τις επιταγές του Νόμου και τις προβλεπόμενες διαδικαστικές εγγυήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά την ιδιότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης προκύπτει ότι η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη στην απαιτούμενη διερεύνηση των κρίσιμων πτυχών της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή κατάσταση του Αιτητή, τις προσωπικές του περιστάσεις, αλλά και τις συνθήκες διαβίωσής του στη χώρα καταγωγής. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω διαδικασία τηρήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας και ότι, εν προκειμένω, δεν στοιχειοθετείται παραβίαση των διαδικαστικών ή ουσιαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται για ανηλίκους αιτητές διεθνούς προστασίας, κατά τα προβλεπόμενα στον Περί Προσφύγων Νόμο και τα συναφή διεθνή πρότυπα.
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβάλλονται αναφορικά με τα ζητήματα μετάφρασης τα οποία εγείρονται στη Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή, κρίνω ότι δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, καθότι δε συνάδουν με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα πρακτικά της συνέντευξης, αλλά και της έκθεσης ευαλωτότητας τα οποία υπογράφτηκαν από τον ίδιον τον Αιτητή. Στην αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητρική του γλώσσα είναι η διάλεκτος Suso ωστόσο ο Αιτητής συμπλήρωσε την αίτηση του για διεθνή προστασία στα γαλλικά. (βλ. ερ.1-4 Δ.Φ.) Ομοίως τόσο από τα πρακτικά της συνέντευξης, αλλά και από την έκθεση ευαλωτότητας προκύπτει ότι παραχωρήθηκε στον Αιτητή το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα στην γαλλική γλώσσα, γλώσσα την οποία ο ίδιος δήλωσε ότι κατανοεί (βλ. ερ. 26 Δ.Φ.). Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ρωτήθηκε σχετικά και επιβεβαίωσε ότι κατανοούσε τον διερμηνέα, ενώ επιπρόσθετα είχε ενημερωθεί ότι εάν σε οποιοδήποτε στάδιο της συνέντευξης αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία σε σχέση με την επικοινωνία ή την κατανόηση, τότε να ενημερώσει σχετικά, για να του δοθούν περαιτέρω επεξηγήσεις/διευκρινίσεις. Ο Αιτητής ουδέποτε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και στο τέλος αυτής, δεν εξέφρασε οποιοδήποτε παράπονο ότι δεν αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν. Αντιθέτως, μετά το πέρας της συνέντευξής του, η αρμόδια λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Εάν ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις (Βλέπε Kalam Abul Kalam ν. Kυπριακής Δημoκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 585).
Σύμφωνα με το άρθρο 13Α (9)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε να επιλέγει διερμηνέα ικανό να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του Αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο Αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα, την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια. Δεν έχω διαπιστώσει να μην έχει μεριμνήσει η Υπηρεσία στην περίπτωση του Αιτητή σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Νόμου.
Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι η τήρηση εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση της βασικής υποχρέωσης που απορρέει από το Νόμο και εστιάζεται στην διεξαγωγή της συνέντευξης σε γλώσσα καταληπτή από τον αιτητή. Έχει υποχρέωση η διοίκηση να βεβαιώνεται ότι, ο διερμηνέας, τον οποίο έχει επιλέξει για να βοηθήσει στη συνέντευξη, είναι γνώστης της γλώσσας στην οποία υποβάλλονται οι ερωτήσεις και δίδονται οι απαντήσεις. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.
Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».
Συνεπώς κρίνω ότι δεν υφίστανται στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του Νόμου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή προκύπτει ενημέρωσή του σε σχέση με την διαδικασία της συνέντευξης, παρουσία του εκπροσώπου και κηδεμόνα του στην προσωπική του συνέντευξη, ενώ δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου του Αιτητή παραβίαση του δικαιώματός του να προβάλλει επαρκώς τους ισχυρισμούς του. Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι οι αρχές ενήργησαν με εύλογη επιμέλεια και συμμορφώθηκαν με τη θετική τους υποχρέωση να διασφαλίσουν τα δικαιώματα του ανήλικου Αιτητή.
Αναφορικά με τις θέσεις της συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τα προσόντα τόσο της εκπροσώπου/κηδεμόνα του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης όσο και της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη, εκτιμώ ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι αόριστοι και στερούνται τεκμηρίωσης.
Οι αιτιάσεις του Αιτητή, βάσει των οποίων αμφισβητείται η επάρκεια των προσόντων της λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και της εξετάστριας της υπόθεσης, χωρίς να προσδιορίζεται ποια συγκεκριμένα προσόντα αυτές δήθεν στερούνταν ή πώς η τυχόν έλλειψή τους επηρέασε τη διαδικασία ή παραβίασε δικαιώματά του, δεν είναι επαρκείς για να ανατρέψουν το τεκμήριο κανονικότητας που διέπει τις διοικητικές πράξεις, σύμφωνα με τη νομολογία. Εν προκειμένω, παραπέμπω στην Υπόθεση Αρ. 801/1999, Μαυρονύχη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12/03/2001, όπου κρίθηκε ότι η Διοίκηση τεκμαίρεται πως ενεργεί νομίμως, εκτός εάν αποδεικνύεται σαφώς το αντίθετο.
Στην υπό κρίση περίπτωση, από τα στοιχεία που τίθενται ενώπιόν μου, δεν προκύπτει ότι συνέβησαν όσα ισχυρίζεται η πλευρά του Αιτητή. (Βλ. σχετικά και την υπόθεση Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας [(2009) 4 Α.Α.Δ. 929].
Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι στο έγγραφο υπ’ αριθμ. 108 εντός του Διοικητικού Φακέλου περιλαμβάνεται σχετικό πιστοποιητικό για τη λειτουργό C.S., το οποίο επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έχει παρακολουθήσει εξειδικευμένα σεμινάρια αναφορικά με τη διενέργεια συνεντεύξεων με ανηλίκους.
Τέλος και ως προς την εξασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού διαδικασίες προχώρησαν με σεβασμό προς την ανάγκη ταχύτητας και προστασίας του ανηλίκου, καθώς και την ανάγκη αξιολόγησης του αιτήματος. Οι υπεύθυνοι χειρίστηκαν την υπόθεση βάσει των δυνατοτήτων και των στοιχείων που είχαν ανά χείρας ενώ και ως προκύπτει τόσο από την έκθεση – εισήγηση αλλά και από την συνέντευξη και την έκθεση ευαλωτότητας το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ελήφθη υπόψη καθ’ όλη την διαδικασία. Η συνέντευξη έγινε σύμφωνα με τις γενικές αρχές των οδηγιών της UNHCR και της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προσαρμοσμένη στην ηλικία και ωριμότητα του παιδιού. Ο ισχυρισμός περί έλλειψης "παιδοκεντρικής προσέγγισης" δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, και δεν προκύπτει ότι ο ανήλικος Αιτητής εμποδίστηκε από το να εκφράσει τις απόψεις του.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).
Θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένης υπόψιν και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι πρόσωπο με ιθαγένεια της Γουινέας. Κατά την υποβολή του αιτήματός του για διεθνή προστασία στις 19/10/2021, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στις 12/07/2004, κατάγεται από την Boffa της Γουινέας, όπου και διέμενε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Δήλωσε ότι είναι μουσουλμάνος στο θρήσκευμα και ομιλεί Susu. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 10/09/2021 νομίμως κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του, αντίγραφο του οποίου παρέδωσε στην Υπηρεσία Ασύλου. Αφίχθη στην Δημοκρατία μέσω Τουρκίας και μέσω των μη ελεγχόμενων από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών στις 29/10/2021 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 19/10/2005 (ερυθρά 4-1 και μετάφραση ερ. 12 του Διοικητικού Φακέλου -στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»).
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον απείλησε η οικογένειά του εξαιτίας της περιουσίας του πατέρα του (ερ. 1 και μετάφραση ερ. 12 του ΔΦ).
Στις 16/12/2021, κατά την παραμονή του στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚεΠΥ) «Πουρνάρα», διεξήχθη αξιολόγηση ευαλωτότητας του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της EUAA (European Union Agency for Asylum, τότε EASO). Η εν λόγω συνέντευξη-αξιολόγηση διεξήχθη στα γαλλικά (ερ. 27 του ΔΦ). Στη βάση των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε στο σχετικό έντυπο ότι πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του χωρίς τη συναίνεση της μητέρας του λόγω του ότι η μητριά του και τα ετεροθαλή αδέρφια του, πώλησαν την ακίνητη ιδιοκτησία (αγρόκτημα) που είχε κληρονομήσει ο ίδιος από τον πατέρα του (ερ. 22 του ΔΦ). Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε επίσης ότι ο Αιτητής έχει λάβει πρωτοβάθμια εκπαίδευση για τέσσερα έτη, μιλά γαλλικά και Susu και δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας. Επιπρόσθετα, αναφορικά με την συμπεριφορά και την συναισθηματική κατάσταση του Αιτητή κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης-συνέντευξης, ο λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής ήταν συνεργάσιμος και μιλούσε με συνοχή, ωστόσο χρειαζόταν διευκρινίσεις σε διάφορα σημεία της συνέντευξης ώστε να κατανοήσει τις ερωτήσεις που του τίθεντο (ερ. 19 του ΔΦ).
Στις 29/03/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρουσία Λειτουργού Ευημερίας των ΥΚΕ ως εκπρόσωπος της κηδεμόνα του Αιτητή, Διευθύντριας των ΥΚΕ. Η συνέντευξη διεξήχθη στα γαλλικά και κατά την έναρξή της ο Αιτητής ρωτήθηκε αν κατανοεί τον διερμηνέα, απαντώντας θετικά (ερ. 34 του ΔΦ).
Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την τέταρτη δημοτικού σε γαλλο-αραβικό σχολείο και διέκοψε το 2020, ως αναφέρει, λόγω έλλειψης καθηγητών (ερ. 32 του ΔΦ). Αναφορικά με τον τόπο καταγωγής και διαμονής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι διέμενε όλη του τη ζωή στην πόλη Boffa στην οικογενειακή του οικία.
Αναφορικά με την οικογένειά του, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2021 λόγω ασθένειας, ενώ και η μητέρα του είναι άρρωστη. Έχει έναν μεγαλύτερο αδελφό και μια μικρότερη αδερφή (ερ. 32 του ΔΦ). Ο Αιτητής πρόσθεσε ότι ο θείος του, αδερφός της μητέρας του, διαμένει στο Conakry (ερ. 31- 1x του ΔΦ).
Η αρμόδια λειτουργός έθεσε ερωτήσεις στον Αιτητή αναφορικά με την καταγωγή του από την Γουινέα. Ο Αιτητής κατονόμασε τις πόλεις που γειτνιάζουν με την Boffa, τον πρόεδρο της χώρας, τη σημαία της, καθώς και το εθνικό νόμισμα (ερ. 31- 2x, 6x, 7x, 8x του ΔΦ), ωστόσο δεν ήταν σε θέση να απαντήσει τις ερωτήσεις σχετικά με την περιοχή στην οποία ανήκει η Boffa, τον δήμαρχό της και τα αξιοθέατά της (ερ. 31- 3x, 4x, 5x, 9x του ΔΦ).
Ερωτηθείς για το επαγγελματικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν εργαζόταν, ωστόσο βοηθούσε τον πατέρα του με τις αγροτικές εργασίες ενόσω εκείνος ζούσε (ερ. 31 του ΔΦ). Μετά τον θάνατό του και αφότου αρρώστησε η μητέρα του, προσπαθούσε ο ίδιος να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Κάποια μέρα που τους επισκέφθηκε ο θείος του και είδε ότι ο Αιτητής δεν ήταν καλά, αποφάσισε να τον «στείλει» εκτός της χώρας, διευθέτησε και χρηματοδότησε το ταξίδι του, καθώς και την έκδοση του διαβατηρίου του Αιτητή (ερ. 31 του ΔΦ).
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένειά του τον απείλησε εξαιτίας της περιουσίας του πατέρα του. Συγκεκριμένα, η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του Αιτητή, πώλησε την ακίνητη ιδιοκτησία κτημάτων με φοίνικες που είχε στην κατοχή του ο πατέρας του και αρνείτο να δώσει χρήματα στον Αιτητή και στην μητέρα του που ήταν μάλιστα άρρωστη και δεν διέθεταν ούτε φαγητό (ερ. 30- 1x του ΔΦ). Περαιτέρω, ο Αιτητής περιέγραψε ότι τον Μάρτιο του 2021, η μητριά του τού επιτέθηκε με μαχαίρι και προσπάθησε να τον σκοτώσει, ωστόσο εκείνος διέφυγε (ερ. 30- 3x, 4x του ΔΦ).
Ερωτηθείς για ποιο λόγο η μητριά του ήθελε να τον σκοτώσει, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ήθελε να οικειοποιηθεί όλη την περιουσία του πατέρα του (ερ. 30- 5x του ΔΦ). Ερωτηθείς περαιτέρω αν του συνέβη οτιδήποτε κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου (οπότε και έλαβε χώρα η κατ’ ισχυρισμόν επίθεση από τη μητριά του) και Σεπτεμβρίου του 2021 (οπότε και εγκατέλειψε τη χώρα), ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερ. 30- 6x του ΔΦ). Σε διευκρινιστική ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού για ποιο λόγο δεν εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του νωρίτερα, ο Αιτητής απάντησε πως ήταν ο θείος του που αποφάσισε να φύγει (ερ. 30- 7x του ΔΦ).
Στις 17/04/2022, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που είχε διεξάγει την συνέντευξη με τον Αιτητή συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση στη βάση των ισχυρισμών που παρέθεσε ο Αιτητής στη συνέντευξή του (ερ. 56-50 του ΔΦ).
Αρχικά, η αρμόδια λειτουργός έκανε αποδεκτά τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή ως ασυνόδευτου ανήλικου, αναφερόμενη τόσο στον ορισμό της Διευθύντριας των ΥΚΕ ως κηδεμόνα και εκπρόσωπο του Αιτητή, όσο και στην αξιολόγηση ευαλωτότητας κατά την οποία αξιολογήθηκε επίσης ως ασυνόδευτος ανήλικος (ερ. 55 του ΔΦ).
Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με το ότι είναι υπήκοος Γουινέας, με περιοχή καταγωγής και διαμονής την Boffa και ο δεύτερος, σε σχέση με την εγκατάλειψη της χώρας του λόγω ισχυριζόμενου φόβου δίωξης υπό την μορφή απειλών από την οικογένειά του λόγω της κληρονομιάς του πατέρα του (ερ. 55 του ΔΦ). Αποδεκτός έγινε μόνον ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή, ενώ ο δεύτερος απορρίφθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός σημειώνει πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες επί του ισχυρισμού, ενώ υπέπεσε και σε αντιφάσεις. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίσθηκε ότι τον Μάρτιο του 2021 ο γιος της μητριάς του προσπάθησε να τον κτυπήσει, αλλά δεν τα κατάφερε και ως εκ τούτου ή μητριά του προσπάθησε να τον τραυματίσει με μαχαίρι, ο ίδιος ωστόσο τράπηκε σε φυγή χωρίς να υποστεί οποιονδήποτε τραυματισμό. Επίσης, παρά τον ισχυρισμό περί απειλών από την μητριά του, παραδέχθηκε ότι δεν του συνέβη οτιδήποτε μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου του 2021. Περαιτέρω, όταν ρωτήθηκε αν έχει συμβεί οτιδήποτε στην οικογένειά του, αρχικά απάντησε αρνητικά, ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο αδερφός του έφυγε και δε γνωρίζει πού βρίσκεται έκτοτε. Η αρμόδια λειτουργός σημειώνει πως δόθηκε στον Αιτητή η ευκαιρία να αποσαφηνίσει για ποιο λόγο δεν ανέφερε νωρίτερα ότι ο αδερφός του έφυγε, και ο Αιτητής αποκρίθηκε πως νόμισε ότι αναφέρονταν σε άλλη χρονική περίοδο (ερ. 53 του ΔΦ).
Η αρμόδια λειτουργός σημειώνει στη συνέχεια πως έλαβε υπόψιν της την ανηλικότητα του Αιτητή και τις σχετικές Κατευθυντήριες Γραμμές, ιδίως σε ό,τι αφορά στην ικανότητα μνήμης του, ωστόσο, δεδομένου ότι ο Αιτητής ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση και χωρίς άλλες ενδείξεις ευαλωτότητας, αναμενόταν να είναι σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του. Στη βάση των ανωτέρω, καταλήγει ότι το γεγονός της ανηλικότητας του Αιτητή, δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο που να δικαιολογεί «την παραχώρηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας» (ερ. 52 του ΔΦ).
Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην Γουινέα και επομένως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι η επιστροφή του στη χώρα του είναι δυνατή και η παραμονή του εκτός αυτή δεν κρίνεται δικαιολογημένη, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 ης ΕΣΔΑ (ερ. 51-50 του ΔΦ). Στη βάση των ανωτέρω, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματός του για διεθνή προστασία, καθώς και την επιστροφή του στην Γουινέα.
Η Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου εγκρίθηκε στις 20/04/2022 και απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή (ερ. 56 του ΔΦ).
Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή δια χειρός στις 21/04/2022, στην παρουσία διερμηνέα που μετέφρασε το περιεχόμενό της και την αιτιολόγησή της στον Αιτητή στα γαλλικά, ενώ παρούσα ήταν και η εκπρόσωπος του νόμιμου κηδεμόνα του Αιτητή (ερ. 58 ΔΦ).
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτησή του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).
Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».
Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]
Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).
Αξιολόγηση των ισχυρισμών
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα της αρμόδιας λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη σε ορθές επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του ισχυρισμού. Γενικότερα οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού ήταν αόριστες, ασαφείς, χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες και χωρίς ευλογοφάνεια. Ως εκ τούτου φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως σημεία που εύλογα πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης.
Ειδικότερα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα του, υπήρξε στόχος απειλών κατά της ζωής του από τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα και τα τέκνα της, με φερόμενο κίνητρο την πατρική κληρονομιά. Περιγράφει επίθεση με μαχαίρι και απόπειρα ξυλοδαρμού από τον γιο της γυναίκας αυτής. Ωστόσο, στην έκθεση ευαλωτότητας, όταν ρωτάται ρητά αν έχει βιώσει οποιαδήποτε βλαπτική πράξη κατά το παρελθόν, απαντά αρνητικά.(βλ. ερ.24 του Δ.Φ.) Η αντίφαση αυτή πλήττει σοβαρά τη συνοχή του αφηγήματος, ιδίως εφόσον οι υποτιθέμενες επιθέσεις αποτελούν τον βασικό πυρήνα του αιτήματός του.
Ο Αιτητής ανέφερε ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα του, υπήρξε στόχος απειλών κατά της ζωής του εκ μέρους της δεύτερης συζύγου του πατέρα του και των τέκνων της, με δήθεν κίνητρο τη διεκδίκηση της πατρικής περιουσίας που του είχε υποτίθεται μεταβιβαστεί. Ωστόσο, σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, αναφέρει ότι η ίδια θετή μητέρα προέβη στην πώληση της γης, γεγονός που αναιρεί το βασικό κίνητρο των απειλών, δηλαδή την επιδίωξη να αφαιρεθεί βίαια περιουσία την οποία – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του – είχε ήδη στην κατοχή του ο Αιτητής.
Η εν λόγω αντίφαση είναι κρίσιμη, διότι αποδυναμώνει τον κεντρικό πυρήνα του αφηγήματός του, δηλαδή ότι αποτέλεσε θύμα στοχευμένης βίας προκειμένου να του αφαιρεθεί η κληρονομιά. Αντιθέτως, από τα λεγόμενά του προκύπτει ότι η φερόμενη ως υπαίτια του κινδύνου είχε ήδη καταλάβει και πωλήσει την περιουσία, γεγονός που δεν δικαιολογεί ενδεχόμενη περαιτέρω απειλή προς τον Αιτητή. Συνεπώς, προκύπτει ασυνέπεια ως προς το κίνητρο και τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί στην ηλικία, αλλά συνιστά ουσιώδες στοιχείο εσωτερικής αναξιοπιστίας.
Επιπλέον παρά τις αναφορές του αιτούντος στην άρρωστη μητέρα του και την κατάσταση των μικρότερων αδελφών του, δηλώνει ταυτόχρονα ότι δεν έχει επαφή με τη μητέρα του και δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Παρόμοια αντίφαση προκύπτει και σχετικά με τον αδελφό του, για τον οποίο φαίνεται να διαθέτει κάποιες πληροφορίες, αλλά αδυνατεί να εξηγήσει πώς και από ποιον τις έλαβε. Τα παραπάνω υποδεικνύουν αναξιόπιστη απεικόνιση της οικογενειακής του κατάστασης, με στοιχεία που εναλλάσσονται χωρίς επαρκή εξήγηση.
Ακόμη, εντοπίζονται χρονικές ασυμφωνίες και ασυνέχεια ως προς τη διαφυγή από τη χώρα καταγωγής. Ο Αιτητής τοποθετεί το υποτιθέμενο αποκορύφωμα της απειλής (απόπειρα επίθεσης) στον Μάρτιο του 2021, ενώ αναχωρεί από τη χώρα τον Σεπτέμβριο του 2021. Ενδιάμεσα δεν αναφέρει κανένα επιπλέον περιστατικό απειλής. Ερωτηθείς γιατί δεν έφυγε νωρίτερα, απαντά απλώς ότι ο θείος του πήρε την απόφαση. Η αναντιστοιχία μεταξύ του υποτιθέμενου άμεσου κινδύνου και της εξάμηνης καθυστέρησης στην αποχώρηση του ενισχύει την υπόνοια κατασκευασμένου αφηγήματος, που δεν συμβαδίζει με τη λογική αντίδραση ενός ατόμου που βρίσκεται σε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο.
Περαιτέρω ο Αιτητής εμφανίζει διαφορετικές εκδοχές σχετικά με τη συμμετοχή του θείου του στη διαδικασία φυγής. Αρχικά δηλώνει ότι ταξίδεψε μόνος του, ενώ αλλού ότι ο θείος του κανόνισε τα πάντα, του έδωσε διαβατήριο και τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα. Οι αντιφάσεις αυτές υποσκάπτουν την αξιοπιστία της περιγραφής της διαφυγής και της γενικότερης προσωπικής του κατάστασης. Η δήλωσή του ότι ήταν ανήλικος (17 ετών) την περίοδο εκείνη, σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό περί «αυτόνομης φυγής», έρχεται σε αντίφαση με τη συνήθη μεταχείριση ανηλίκων σε τέτοιες περιπτώσεις και καθιστά το αφήγημα ασαφές και δυσνόητο.
Σε άλλα σημεία, ο αιτητής αποδίδει την αποχώρησή του όχι σε απειλές ή φόβο δίωξης, αλλά στην οικονομική εξαθλίωση μετά τον θάνατο του πατέρα του: δηλώνει ότι πουλούσε νερό στον δρόμο, ότι πεινούσε, ότι η μητέρα του ήταν άρρωστη και τα μικρά αδέλφια του υπέφεραν. Αυτό δημιουργεί διπλή αιτιολόγηση του αιτήματος: αφενός φόβος δίωξης λόγω περιουσιακών διαφορών, αφετέρου λόγοι καθαρά ανθρωπιστικού και επιβιωτικού χαρακτήρα. Η παράθεση δύο διαφορετικών και μη συνεκτικών λόγων φυγής, χωρίς προσπάθεια ενοποίησης ή επεξήγησης, αποτελεί ένδειξη ανασφάλειας ως προς το αληθινό υπόβαθρο του αιτήματος.
Τέλος σε πολλά σημεία της κύριας συνέντευξης, ο Αιτητής επαναλαμβάνει φράσεις όπως: “She wanted me death” “She didn’t give us anything” “She wanted to take everything”. Οι απαντήσεις αυτές είναι ελλιπείς, κυκλικές και στερούνται πραγματολογικού περιεχομένου. Δεν παρέχουν συγκεκριμένα περιστατικά, χρονολογίες, τοποθεσίες ή αναφορά σε αυτόπτες μάρτυρες ή τρίτους. Η χρήση στερεοτυπικών εκφράσεων υποδηλώνει απόπειρα δημιουργίας εντύπωσης κινδύνου, παρά αναπαράσταση βιωμένης εμπειρίας.
Γενικά ο Αιτητής έδωσε αόριστες, ασαφείς και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικά με το αίτημά του, περιορίστηκε σε μονολεκτικές και γενικόλογες αποκρίσεις, χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες και συγκεκριμένες περιγραφές για τις ισχυριζόμενες απειλές που δέχθηκε από την μητριά του. Οι ανεπαρκείς και ασαφείς απαντήσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικής φύσης γεγονότα. Καθότι πρόκειται για περιστατικά που κατ' ισχυρισμό αποτελούν προσωπική εμπειρία, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να παραθέσει μεγαλύτερο αριθμό λεπτομερειών και περισσότερα βιωματικά στοιχεία στην αφήγησή του.
Σημειώνεται παράλληλα ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ο Αιτητής δεν προσκόμισε έγγραφα, πιστοποιητικά, μαρτυρίες ή άλλα αποδεικτικά μέσα που να ενισχύουν την αφήγησή του ή να επιβεβαιώνουν οποιοδήποτε κρίσιμο στοιχείο (απειλές, θάνατο πατέρα, πώληση περιουσίας, ασθένεια μητέρας, απουσία αδελφού, κ.λπ.). Η αποκλειστική στήριξη στο προσωπικό του αφήγημα, χωρίς δυνατότητα διασταύρωσης ή ανεξάρτητης επιβεβαίωσης, καθιστά αναγκαία την αυστηρή αξιολόγηση της εσωτερικής συνοχής των δηλώσεών του – η οποία, όπως τεκμηριώνεται παραπάνω, πάσχει σοβαρά.
Η πληθώρα εσωτερικών αντιφάσεων, ασάφειας, ανακριβειών και η πλήρης απουσία αποδεικτικών στοιχείων συνιστούν σοβαρά εμπόδια στην αξιολόγηση του αιτήματος του Αιτητή ως αξιόπιστου. Το αφήγημα του εμφανίζεται ασυνάρτητο, κατακερματισμένο και πιθανόν κατασκευασμένο, με προσαρμογή ανάλογα με το περιβάλλον της συνέντευξης. Βάσει των ανωτέρω, η απόρριψη του αιτήματος κρίνεται τεκμηριωμένη και όπως προβλέπονται από την Οδηγία 2011/95/ΕΕ και τη σχετική νομολογία.
Η αξιολόγηση υποθέσεων που αφορούν ανήλικους αιτούντες διεθνή προστασία πρέπει να διενεργείται πάντοτε υπό το πρίσμα της θεμελιώδους αρχής του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, όπως αυτή αποτυπώνεται τόσο στο άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ όσο και στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η αρχή αυτή απαιτεί να αποτελεί ο σεβασμός της αξιοπρέπειας, της ασφάλειας και της ανάπτυξης του παιδιού τον κεντρικό άξονα όλων των σταδίων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης αξιοπιστίας και αποδεικτικών στοιχείων.
Παρατηρώ ωστόσο ότι στην παρούσα υπόθεση, το σύνολο των στοιχείων δεν καταδεικνύει μεμονωμένες δυσκολίες έκφρασης ή αποσαφήνισης γεγονότων, αλλά συστηματικές και επαναλαμβανόμενες αντιφάσεις, ασάφειες, ελλείψεις και διαρκή μεταβολή αφηγηματικού πλαισίου. Το γεγονός ότι ο Αιτητής εμφανίζει δύο ασύμβατα αφηγήματα (το ένα βασισμένο σε φόβο δίωξης λόγω κληρονομικής διαφοράς και το άλλο σε ανθρωπιστική κρίση και πείνα), σε συνδυασμό με την άρνησή του ότι έχει δεχθεί οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια, παρότι αλλού περιγράφει απόπειρα επίθεσης με μαχαίρι, υπερβαίνει τα όρια της συγγνωστής ασάφειας λόγω ηλικίας.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον οδηγό της ΕΥΑΑ[2], σε περιπτώσεις ανηλίκων πρέπει να αξιολογείται η συνοχή του συνόλου των δηλώσεων και η ευλογοφάνεια της αφήγησης με βάση το επίπεδο κατανόησης του αιτούντος. Ο Αιτητής εδώ επαναλαμβάνει στερεότυπες φράσεις χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία ή εξελισσόμενο περιεχόμενο (π.χ. «she wanted me death»), ενώ σε κρίσιμες ερωτήσεις (γιατί δεν έφυγε νωρίτερα, πώς γνωρίζει την κατάσταση της μητέρας του ενώ δεν έχει επαφή μαζί της, κ.λπ.) δεν είναι σε θέση να προσφέρει ούτε απλές, ούτε λογικά συνδεδεμένες εξηγήσεις. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η μειωμένη ικανότητα τεκμηρίωσης που ενδέχεται να έχει ένας ανήλικος, το επίπεδο και η φύση των αντιφάσεων στη συγκεκριμένη περίπτωση υπερβαίνουν τα όρια επιτρεπτής ανακρίβειας, και δικαιολογούν τη δυσπιστία της αποφαινόμενης αρχής. Αυτό συνάδει πλήρως με τις κατευθυντήριες αρχές[3], οι οποίες προβλέπουν μεν αυξημένη προστασία για τους ανηλίκους, αλλά όχι άρση της υποχρέωσης ελάχιστης συνοχής και βασικής αξιοπιστίας στην παρουσίαση των ισχυρισμών.
Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων αναφέρεται ότι «για την προσήκουσα εφαρμογή των κριτηρίων υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, εκτός από την ηλικία, επιβάλλεται να συνεκτιμώνται το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, οι γνώσεις και/ή οι αναμνήσεις του από τη χώρα καταγωγής του καθώς και το καθεστώς του ως ευάλωτου προσώπου».[4]
Επιπρόσθετα, το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αναφέρει τα ακόλουθα αναφορικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους:
«213. Δεν υπάρχει ειδική διάταξη στη Σύμβαση του 1951 για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε ανήλικους. Ο ορισμός του πρόσφυγα αναφέρεται λοιπόν σε όλα τα πρόσωπα ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Όταν είναι απαραίτητο να αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα σε ανήλικους, μπορεί να ανακύψουν προβλήματα εξαιτίας της δυσκολίας που παρουσιάζει η εφαρμογή του κριτηρίου του «δικαιολογημένου φόβου» στην περίπτωσή τους. Εάν ο ανήλικος συνοδεύεται από τον ένα (ή και τους δύο) γονείς του ή από άλλο μέλος της οικογένειας, από το οποίο εξαρτάται και το οποίο ζητά να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, το σχετικό καθεστώς καθορίζεται για τον ανήλικο σύμφωνα με την αρχή της οικογενειακής ενότητας (παραπάνω παράγραφοι 181 έως 188).
214. Το ζήτημα εάν ο μη συνοδευόμενος ανήλικος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα πρέπει να αντιμετωπίζεται πρωτίστως από το βαθμό της διανοητικής ανάπτυξης και της ωριμότητάς του. Στις περιπτώσεις των παιδιών είναι γενικά αναγκαία η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών ειδικών που ασχολούνται με την παιδική ψυχολογία. Τα παιδιά - και για τον ίδιο λόγο οι έφηβοι - επειδή δεν είναι νομικά ανεξάρτητα, θα έπρεπε εάν είναι δυνατό να έχουν κηδεμόνα, καθήκον του οποίου είναι να προκαλέσει απόφαση όσο το δυνατόν ευνοϊκότερη για τον ανήλικο. Εάν δεν υπάρχουν γονείς, ούτε νόμιμα διορισμένος κηδεμόνας, οι αρχές οφείλουν να εξασφαλίσουν ώστε τα συμφέροντα του ανήλικου που υποβάλλει αίτηση για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα να είναι απολύτως προστατευμένα.
215. Όταν ένας ανήλικος δεν είναι πλέον παιδί αλλά έφηβος, είναι ευκολότερο να του καθορισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα όπως σ' έναν ενήλικο, παρόλο που η σχετική απόφαση εξαρτάται και πάλι από το βαθμό ωριμότητας του εφήβου. Μπορεί έτσι να γίνει δεκτό ότι - εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις για το αντίθετο - ένα πρόσωπο δεκαέξι χρονών ή μεγαλύτερο μπορεί να θεωρείται αρκετά ώριμο ώστε να έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Ανήλικοι κάτω των δεκαέξι χρόνων κανονικά πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν είναι αρκετά ώριμοι. Μπορεί όμως να δοκιμάζουν φόβο και να έχουν δική τους βούληση αλλά αυτά δεν θα εμφανίζουν την ίδια σημασία όπως στην περίπτωση ενός ενήλικου.
216. Αξίζει ωστόσο να τονισθεί ότι όσα προαναφέρθηκαν είναι μόνον γενικές κατευθύνσεις και ότι η πνευματική ωριμότητα ενός ανήλικου πρέπει κατά κανόνα να καθορίζεται ενόψει του προσωπικού, οικογενειακού και εκπαιδευτικού περιβάλλοντός του. [.]»
Ως προς το μορφωτικό επίπεδο του Αιτητή, σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο Αιτητής φαίνεται να φοίτησε μέχρι την 3η τάξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα καταγωγής του, έστω και εάν οι συναφείς δηλώσεις του αναφορικά με τα συνολικά χρόνια εκπαίδευσης που έχει λάβει και για το πότε έχει σταματήσει το σχολείο παρουσιάζονται κάπως συγκεχυμένες και ασαφείς. Το 2022 που ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν ήδη 16 ετών και κατά το χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξής του ήταν ήδη 17 ετών και για ένα παιδί τέτοιας ηλικίας αναμένεται ότι έχει αρχίσει να σκέφτεται και να προβληματίζεται για καταστάσεις και ηθικά, φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, και να είναι κιόλας σε θέση να αντιλαμβάνεται τα γεγονότα που έχει βιώσει και να μπορεί ταυτόχρονα να τα παραθέσει σε μια λογική χρονική σειρά. Προς επίρρωση τούτου, ουδόλως παραγνωρίζεται και σημειώνεται το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, υποβλήθηκαν κάποιες ερωτήσεις γενικών γνώσεων αναφορικά με τη χώρα καταγωγής του, τις οποίες ήταν σε θέση να απαντήσει ο Αιτητής (βλ. ερυθρό 31 Δ.Φ.).
Στην παρούσα υπόθεση, το βέλτιστο συμφέρον του Αιτητή —ο οποίος δήλωσε ότι είναι ανήλικος— ελήφθη ρητώς υπόψη κατά την αξιολόγηση της αίτησης, όπως προκύπτει από την έκθεση - εισήγηση της αρμόδιας αρχής. Στην έκθεση αυτή προκύπτει ότι η συνέντευξη διεξήχθη με κατάλληλο τρόπο, με προσαρμοσμένη γλώσσα και ερωτήσεις ανάλογες της ηλικίας και του επιπέδου κατανόησης του Αιτητή, χωρίς πίεση ή χρήση νομικιστικής ορολογίας. Ελήφθησαν υπόψη πιθανά τραύματα, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της ηλικιακής του φάσης. Επομένως, δεν προκύπτει ότι αγνοήθηκε ή υποβαθμίστηκε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού· αντιθέτως, αυτό ενσωματώθηκε στην όλη διαδικασία εξέτασης, τόσο κατά τη συνέντευξη, όσο και κατά την αξιολόγηση του φακέλου. Συνεπώς, η απόρριψη του αιτήματος δεν αντιβαίνει σε κανόνα προστασίας των ανηλίκων, αλλά βασίζεται στη συστηματική και μεθοδική διαπίστωση αντικρουόμενων ισχυρισμών, οι οποίοι δεν δύνανται να αποδοθούν εύλογα αποκλειστικά στην ανηλικότητα.
Ούτε το ευεργέτημα της αμφιβολίας θα μπορούσε να αποδοθεί στον Αιτητή. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας αποτελεί πράγματι θεμελιώδη αρχή στην εξέταση αιτημάτων διεθνούς προστασίας, ιδίως όταν πρόκειται για ανηλίκους αιτούντες, των οποίων η ικανότητα να παράσχουν λεπτομερείς και συνεκτικές αφηγήσεις ενδέχεται να είναι περιορισμένη λόγω ηλικίας, τραύματος ή γνωστικής ανωριμότητας. Όπως ορίζει και το Εγχειρίδιο του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), το ευεργέτημα της αμφιβολίας μπορεί να αποδοθεί όταν ο αιτών παρουσιάζει πειστική και εσωτερικά συνεκτική αφήγηση, αλλά αδυνατεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για λόγους αντικειμενικούς και ανεξάρτητους της θέλησής του. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, το σύνολο των στοιχείων αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για έλλειψη αποδείξεων, αλλά για ουσιώδεις και επαναλαμβανόμενες αντιφάσεις, ασυνέπειες και λογικά χάσματα, τα οποία δεν δικαιολογούνται από την ηλικία του αιτούντος. Η αφήγηση του αιτούντος δεν πληροί την προϋπόθεση της βασικής αξιοπιστίας και συνοχής, που αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Η ειδική μεταχείριση των ανηλίκων δεν αίρει την υποχρέωση παροχής μιας στοιχειωδώς εύλογης και συνεπούς περιγραφής γεγονότων, έστω και σε απλουστευμένο λόγο. Κατά συνέπεια, δεν δύναται να αποδοθεί στον αιτούντα το ευεργέτημα της αμφιβολίας, καθώς οι αντιφάσεις και οι ασάφειες που παρουσιάζει δεν απορρέουν από την ηλικία ή τη γνωστική του ικανότητα, αλλά από τη γενική ασυνέπεια και έλλειψη εξωτερικής ή εσωτερικής τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του.
Ένεκα του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος είναι δυνατόν να αποδειχθεί μόνο εκ των δηλώσεων και αναφορών του Αιτητή, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν είναι δυνατή η άντληση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ωστόσο, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία σε βάρος ανηλίκων στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και τη διαθέσιμη κρατική ή άλλη προστασία.
Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα αποτελεί κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή λαμβάνονται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτούντος, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Δηλαδή, ο βάσιμος φόβος του αιτούντος πρέπει να είναι τρέχων, ενώ, επιπλέον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται σε εκτίμηση κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4, παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ – Οδηγία 2013/32/ΕΕ, αναδιατύπωση).
Σύμφωνα με την Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Γουινέα κατά το έτος 2023,[5] oι κρατικές αρχές και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις συνέχισαν να καταγράφουν περιπτώσεις κακοποίησης παιδιών. Παρότι η παιδική κακοποίηση είναι γνωστό ότι υπάρχει, οι οικογένειες συχνά αγνοούν τις περισσότερες περιπτώσεις ή προτιμούν να τις χειρίζονται σε επίπεδο κοινότητας (και όχι να τις καταγγέλλουν στις αρχές). Καταγράφεται επίσης ότι οι αρχές σπάνια διώκουν τους παραβάτες, ενώ προβλέπονται στον νόμο ποινές για αδικήματα που εκθέτουν τα παιδιά στη βία. Αναφορικά με την ενδοοικογενειακή βία, σημειώνεται ότι η ανωτέρω έκθεση δεν αναφέρει αν καλύπτει και περιστατικά κατά ανηλίκων, καθώς η εν λόγω θεματική αναλύεται υπό το κεφάλαιο «Γυναίκες». Σε κάθε περίπτωση, η έκθεση αναφέρει ότι η ενδοοικογενειακή βία συνιστά ποινικό αδίκημα, εντούτοις αποτελεί συχνό φαινόμενο που οι δράστες του σπάνια διώκονται. Οι αρχές μπορούν να ασκήσουν δίωξη για το «γενικό» αδίκημα της επίθεσης, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης δύο έως πέντε ετών και πρόστιμο.
Αναφορικά με την παιδική εργασία στην Γουινέα, συνήθως αναμένεται από τα παιδιά να εργάζονται στο νοικοκυριό της οικογένειας ή στη γεωργία. Ιδίως δε αν η οικογένεια είναι άπορη, μπορεί το παιδί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης ή να του ζητηθεί να εργασθεί ώστε να στηρίξει την οικογένεια.[6]
Στις καταληκτικές παρατηρήσεις της επί των περιοδικών εκθέσεων που υπέβαλε η Γουινέα, η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού σημείωνε το 2019 ότι τα παιδιά θύματα βίας συχνά δεν έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, λόγω του κοινωνικού στιγματισμού, της έλλειψης κατανόησης των δικαστικών διαδικασιών, των χαμηλών ποσοστών έρευνας και δίωξης, καθώς και λόγω της διαμεσολάβησης και επιρροής των γονέων και των δημόσιων ή θρησκευτικών προσώπων.[7]
Άλλη πηγή αναφέρει ότι στις περιπτώσεις υπεράσπισης ενός παιδιού στο δικαστήριο εναντίον των γονέων ή της οικογένειάς του, είναι σύνηθες κάποιο μέλος της οικογένειας να αποσύρει την υπόθεση με την αιτιολογία ότι το θέμα θα διευθετηθεί ιδιωτικά, εντός της οικογένειας.[8]
Από τις ανωτέρω πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει πως η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί συχνό φαινόμενο στην Γουινέα, με σχετικά χαμηλή απόκριση από τις αρχές προστασίας της χώρας, αλλά και με χαμηλά ποσοστά καταγγελιών στις αρχές από τα θύματα. Αν και οι πηγές πληροφόρησης που παρατίθενται (Έκθεση Υπουργείου Εξωτερικών ΗΠΑ 2023, Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού ΟΗΕ, κ.λπ.) αποτυπώνουν τη γενική ύπαρξη φαινομένων κακοποίησης παιδιών και ενδοοικογενειακής βίας στη Γουινέα, αυτές δεν επαρκούν για να τεκμηριώσουν την εξωτερική αξιοπιστία των συγκεκριμένων ισχυρισμών του Αιτητή. Πιο συγκεκριμένα:
Οι πηγές περιγράφουν γενικά φαινόμενα σε επίπεδο κοινωνίας, χωρίς να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα ή παραπλήσια περιστατικά αντίστοιχα με αυτά που περιέγραψε ο Αιτητής. Δεν υπάρχει αναφορά σε στοχευμένη βία από μητριά με σκοπό τη στέρηση περιουσίας, ούτε σε περιστατικά παρόμοια με τον ισχυρισμό περί απόπειρας δολοφονίας με μαχαίρι λόγω οικογενειακής διαμάχης για κληρονομιά.
Η καταγραφή γενικευμένων φαινομένων, όπως η αποσιώπηση της βίας από τις οικογένειες ή η αποτυχία της δικαιοσύνης να προσφέρει πρόσβαση σε παιδιά θύματα, δεν τεκμηριώνει το αληθές συγκεκριμένων ισχυρισμών, αλλά συνιστά γενική αξιολόγηση του κοινωνικο-δικαιικού πλαισίου της χώρας.
Η ύπαρξη παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης, η οποία επίσης καταγράφεται, δεν σχετίζεται αιτιωδώς ούτε με την προσωπική αφήγηση του Αιτητή, ούτε προβάλλεται ως μέρος του αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Τέλος, το γεγονός ότι οι αρχές σπάνια προχωρούν σε δίωξη δεν επαρκεί ως ένδειξη καταδίωξης ή σοβαρού κινδύνου, αλλά αφορά ελλείψεις στον μηχανισμό προστασίας. Η νομολογία του ΔΕΕ[9] έχει διακρίνει μεταξύ έλλειψης προστασίας και προσωπικής δίωξης, κρίνοντας ότι η πρώτη δεν αρκεί από μόνη της για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. Απαιτείται να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα, ο οποίος να συνδέεται με συγκεκριμένες περιστάσεις.
Επομένως, οι εν λόγω πηγές, παρότι καταδεικνύουν θεσμικές αδυναμίες και κοινωνικά φαινόμενα, δεν επαληθεύουν, ούτε ενισχύουν εξωτερικά τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του Αιτητή και δεν επαρκούν για να στηρίξουν την εξωτερική αξιοπιστία της περίπτωσής του.
Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι οι δηλώσεις του, όπως αυτές διατυπώνονται στην ελεύθερη αφήγησή του κατά την προσωπική του συνέντευξη, χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τον πυρήνα του αιτήματός του, καθότι δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με την υποτιθέμενη δίωξη από την θετή του μητέρα, ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η προϋπόθεση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Δεδομένης της έλλειψης τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του Αιτητή, όπως αναλύεται εκτενώς ανωτέρω, ο ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης από την θετή του μητέρα του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και, συνεπώς, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Συνεπακόλουθα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή, οι οποίοι ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό – ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του – δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και, επομένως, δεν συνιστούν επαρκή βάση για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα.
Στη βάση, λοιπόν, του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, ήτοι των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, της καταγωγής του, του τόπου της συνήθους διαμονής του, και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προσωπικές του περιστάσεις, όσο και τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν στον τόπο της τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Αξιολογώντας τις προσωπικές του περιστάσεις, διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί και συνεπώς πρόκειται για έναν νέο, ενήλικο και υγιή άνδρα, με υποστηρικτικό δίκτυο και χωρίς οποιεσδήποτε ενδείξεις ευαλωτότητας Όπως ο ίδιος ανέφερε, στη χώρα καταγωγής του διαμένουν η μητέρα του και τα αδέλφια του (βλ. ερ. 35 του Δ.Φ.), ενώ διατηρεί υποστήριξη και από τον θείο του. Ο Αιτητής εμφανίζεται ικανός να εργαστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Επιπροσθέτως, ο τόπος της τελευταίας συνήθους διαμονής του είναι η πόλη Boffa, η οποία – όπως θα αναλυθεί κατωτέρω – δεν πλήττεται από ένοπλη σύρραξη.
Ως εκ τούτου, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή/και θα τεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο Αιτητής έχει κριθεί εσωτερικά αναξιόπιστος, δεν προκύπτει ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές της Γουινέας. Συνεπώς, ο εκπεφρασμένος φόβος του δεν αξιολογείται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει, στην περίπτωση του Αιτητή, οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του, για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η Υπηρεσία Ασύλου, στην έκθεση/εισήγησή της, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και, για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Επιπλέον, ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή μαρτυρία που να καλύπτουν τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν, και η κρίση της διοίκησης θεωρείται ορθή από το Δικαστήριο (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αριθ. 2407/22, ημερ. 21/02/2023).
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή, που έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό – ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, ο τόπος καταγωγής του και ο τόπος συνήθους διαμονής του – δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Επιπλέον, δεν πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην Boffa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να θεωρηθεί πως θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στο άρθρο 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, από τα όσα παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2)(α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι – όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω – δεν τεκμηριώνεται, βάσει των ισχυρισμών του, παρελθούσα δίωξη ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα.
Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Άρα, στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι, ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32), ούτε ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)).
Συνεπώς, δεν τεκμηριώνεται ούτε επικουρικά η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν προσκομίζει αποδείξεις και, επιπλέον, από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Γουινέα, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Γουινέα.[10]
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, κατόπιν προσαρμοσμένης έρευνας στη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, ανευρέθηκαν τα εξής:
Κατά το χρονικό διάστημα 30/03/2024 έως 28/03/2025, στην επαρχία Boke της Γουινέας στην οποία ανήκει η πόλη Boffa[11], τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή καταγράφηκαν συνολικά 11 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων τα 8 διαμαρτυρίες και 3 περιστατικά ταραχών τα οποία είχαν ως συνέπεια 1 απώλεια ανθρώπινης ζωής[12].
Ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό πάντα με άλλες πηγές- συνηγορεί στο ακίνδυνο της περιοχής. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.
Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, και, ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη νομολογία του ΔΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει κάποιος παράγοντας που να επιτείνει τον κίνδυνο για τον Αιτητή, βάσει του ατομικού του προφίλ. Ο Αιτητής είναι πλέον ενήλικας, υγιής, με μέτριο μορφωτικό επίπεδο, ικανός προς εργασία, και χωρίς να έχει τεκμηριωθεί προηγούμενη δίωξή του. Επιπλέον, διαθέτει καλή γνώση και εξοικείωση με την περιοχή της συνήθους διαμονής του, ενώ έχει και υποστηρικτικό δίκτυο, το οποίο αποτελείται από την μητέρα του τον θείο του και τα αδέλφια του.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσας, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που έχω ενώπιον μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει. Καμία διαταγή για έξοδα.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 – 135
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf
[2] EASO, Δικαστική ανάλυση Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 20182018, σ. 150-153 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf
[3] Βλ. ενότητας 5.2 του οδηγού της EASO, Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου,2018
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf
[4] Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, 'Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων' (2009), 5 διαθέσιμο σε https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf
[5] USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Guinea, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107709.html
[6] CenHTRO – Center on Human Trafficking Research & Outreach: Child Trafficking and Child Labour in Guinea: A Mixed-Method Study, 24 January 2023 https://cenhtro.uga.edu/_resources/documents/Guinea%20Baseline%20.pdf σελ. 42
[7] CRC - UN Committee on the Rights of the Child: Concluding observations on the combined third to sixth periodic reports of Guinea [CRC/C/GIN/CO/3-6], 28 February 2019
https://www.ecoi.net/en/file/local/2003453/G1905693.pdf
[8] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: Guinea: COI Compilation, December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2102460/ACCORD_Guinea_December_2023.pdf
[9] βλ. υπόθεση MP v Secretary of State, C-353/16
[10] HRW - Human Rights Watch: World Report 2025 - Guinea, 16 January 2025
https://www.ecoi.net/en/document/2120083.html
[11] https://gn.geoview.info/boffa,2422968
[12] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2025, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: EVENT COUNTS & FATALITIES- EVENT TYPE: Political violence (Battles, Explosions/ Remote violence, Violence against civilians & Mob violence), EVENT DATE – Custom Date Range: 30.03.2024 - 28.03.2025, REGION – Africa, COUNTRY -Guinea, ADMIN: Boke
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο