
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ.Αρ.:3804/2024
04 Απριλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
V.N.W.N. από Λ.Δ. Κογκό και τώρα ΧΧΧΧ ΧΧΧ, Αμμόχωστος
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Α. Δημητρίου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ε. Χατζηγιάννη (κα) για Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Ο Αιτητής Παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 18/09/24 (του κοινοποιήθηκε αυθημερόν) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου και/ή ζητείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να του αναγνωρίζεται καθεστώς διεθνούς προστασίας και/ή ότι η απόφαση επιστροφής παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 07/12/21 και στις 05/08/24 πραγματοποιήθηκε η προσωπική του συνέντευξη. Στις 10/09/24 εκδόθηκε η σχετική έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του και στις 10/09/24 ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του και την επιστροφή του Αιτητή στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ). Η απόφαση αυτή αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο συνήγορος για τον Αιτητή υιοθέτησε μέσω της Γραπτής Αγόρευσης τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα του και υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω ελλιπούς έρευνας, ότι θα έπρεπε να του δοθεί το ευεργέτημα αμφιβολίας, ότι θα έπρεπε λόγω της έκτασης των πληροφοριών που πρόβαλε να κριθεί αξιόπιστος και ότι θα έπρεπε να του παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Προβάλλεται δε πλάνη περί το Νόμο και των σχετικών κατευθυντήριων οδηγιών εξατομικευμένης αξιολόγησης αιτούντων άσυλο και/ή των γεγονότων που καθιστούν επικίνδυνη την επιστροφή του Αιτητή.
Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, ότι ο Αιτητής επικαλέστηκε περιουσιακές διαφορές που δεν εμπίπτουν στον ορισμό πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Εξάλλου, κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του οι οποίοι παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Αρχικά παρατηρείται πως η Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του σε κάποια σημεία αναλώνεται μόνο στην επανάληψη διατάξεων νόμων και κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτούντα όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Ανεξάρτητα, της πιο πάνω διαπίστωσης αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση μόνο των λόγων ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.
Από την έκθεση/εισήγηση προκύπτει ότι τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ του Αιτητή καθώς και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου. Πρόκειται για υπήκοο ΛΔΚ, υγιή, γεννηθείς στις 16/04/99 στην πόλη Κινσάσα. Είναι προτεστάντης Χριστιανός στο θρήσκευμα και εθνοτικής καταγωγής Yaka. Γεννήθηκε στην κοινότητα Bumbu, Kasai, Kinshasa όπου διέμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 2021 και εν συνεχεία μετακόμισε στο σπίτι του φίλου του πατέρα του στην κοινότητα Masina της Kinshasa. Η οικογένεια του αποτελείται από την μητέρα του, τις τρεις αδελφές του και τον έναν αδελφό του. Έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του, συνέχισε σε σπουδές στο τμήμα Human Resources Management του πανεπιστημίου ISC στην Gombe, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε επειδή εγκατέλειψε την χώρα του (νόμιμα στις 08/10/21) (ερυθρά 140-139 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»).
Απορρίφθηκαν, όμως, ως εσωτερικά αναξιόπιστοι οι ισχυρισμοί του που τον ωθήσαν να εγκαταλείψει την χώρα του. Κατά την συνέντευξη του δήλωσε προβλήματα και απειλές θανάτου από τον αδελφό του πατέρα του για περιουσιακούς λόγους και/ή ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του στις 11/07/21 ειδικότερα ο θείος του, Dieudonne Mbaya, ήθελαν να πάρουν τα ακίνητα και την περιουσία που τους άφησε ο πατέρας του. Από τις 25/07/21 άρχισε να λαμβάνει ανώνυμες τηλεφωνικές απειλές μέχρι που στις 28/07/21 οι αστυνομικές αρχές έδιωξαν τον ίδιο και την οικογένεια του από το σπίτι που διέμεναν. Ο Αιτητής πήγε να διαμείνει στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα του ονόματι Lebati Wako και η μητέρα του με τα αδέλφια του στην οικία της οικογένειας της. Δεν γνωρίζει τι απέγινε το σπίτι τους μετά την έξωση τους. Μια εβδομάδα αργότερα, μαζί με τον φίλο του πατέρα του πήγαν στο δικαστήριο όπου παρουσίασαν τι συνέβη στον ίδιο και την οικογένεια του από την οικογένεια του πατέρα του. Μετά την υποβολή της καταγγελίας, στις 15/08 ο Αιτητής δήλωσε πως απήχθη από μια ομάδα ανδρών ενώ βρισκόταν σε στάση λεωφορείου/σταθμό λεωφορείων. Κατά την διάρκεια της κράτησης του δήλωσε πως υπέστη βασανιστήρια, ότι τον απείλησαν πως εάν συνεχίσει να αντιστέκεται θα τον σκοτώσουν. Αφέθηκε ελεύθερος στις 20/08 και λίγο καιρό αργότερα δέχθηκε ανώνυμη τηλεφωνική απειλή. Το εν λόγω περιστατικό τον έκανε να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Δήλωσε πως ξεκίνησε τις διαδικασίες για να εγκαταλείψει την χώρα με την βοήθεια του φίλου του πατέρα του.
Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε πως η ζωή του θα κινδυνέψει. Πρόσθεσε πως δεν είναι σε επαφή με την μητέρα του (αφού εξαφανίστηκε) και σε σχέση με το περιεχόμενο των τηλεφωνικών απειλών, δήλωσε πως δέχθηκε το πρώτο ανώνυμο τηλεφώνημα στις 25/07/21 κατά το οποίο τον απειλούσαν να μην συνεχίσει σχετικά με την περιουσία ειδάλλως θα πέθαινε και το δεύτερο μετά την απαγωγή του. Ως προς την αντίδραση του σε σχέση με το πρώτο τηλεφώνημα δήλωσε πως η μητέρα του του είπε να μην ανησυχεί και πως δεν θα κάνουν κάτι. Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή αποκρίθηκε αρνητικά εξαιτίας της επιρροής που έχει ο θείος του στη χώρα. Σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με την μάζωξη της οικογένειας του πατέρα του στις 12/07, μετά την κηδεία του πατέρα του, δήλωσε πως ο αδελφός και η αδελφή του του πατέρα του είπαν στον ίδιο και τη μητέρα του ότι η περιουσία του πατέρα του ανήκει σε αυτούς ως αδέλφια του. Ο ίδιος και η μητέρα του εναντιώθηκαν και η συζήτησε έληξε με την κάθε πλευρά να εμμένει στην θέση της. Αναφορικά με την καταγγελία που υπέβαλε, δήλωσε πως πήγε μαζί με τον φίλο του πατέρα του μια εβδομάδα μετά την έξωση τους από το σπίτι τους στο δικαστήριο και όχι στην αστυνομία επειδή η υπόθεση αφορούσε ζητήματα με την ιδιοκτησία. Επεξήγησε πως δεν πήγε ποτέ στην αστυνομία καθώς ο φίλος του πατέρα του τον συμβούλευσε να προσφύγουν απευθείας στο δικαστήριο λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της υπόθεσής του. Συνέχισε πως πήγαν στο δικαστήριο Kalamo όπου παρουσίασαν το πρόβλημα του ενώπιον δικαστή, αυτοί κατέγραψαν τι συνέβη και τους είπαν πως θα τους τηλεφωνήσουν. Ανέφερε πως ενώ περίμενε να του τηλεφωνήσουν τον απήγαγαν και ότι αυτό συνέβη πέντε ημέρες μετά την προσφυγή τους στο δικαστήριο. Κληθείς να αναπτύξει την απαγωγή του, απάντησε πως ενώ ετοιμάζονταν να πάρει το λεωφορείο ένα αυτοκίνητο σταμάτησε και άνδρες παρουσιαζόμενοι σε αυτόν ως αστυνομικοί τον έβαλαν στο αυτοκίνητο και τον μετέφεραν με κλειστά τα μάτια σε ένα δωμάτιο όπου τέσσερις άνδρες τον βασάνισαν επί πέντε ημέρες. Ερωτηθείς για ποιο λόγο εφόσον το δικαστήριο δεν έκανε κάτι για την υπόθεση του επειδή ο θείος του είναι ένας άνδρας με επιρροή, ο θείος του παρόλα αυτά τον απήγαγε, αποκρίθηκε πως το να τον απαγάγει ήταν ο μόνος τρόπος να τον κάνει να σταματήσει τελείως και να μην συνεχίσει με την περιουσία. Μετά από πέντε ημέρες τον άφησαν ελεύθερο σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου όπου οι γείτονες τον μετέφεραν αναίσθητο στο νοσοκομείο bondeko όπου έμεινε για μια εβδομάδα. Κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο υπεβλήθη σε μετάγγιση αίματος και σε ακτινογραφία. Στην συνέχεια επέστρεψε πίσω και τον 9ο/2021 η μητέρα του ξεκίνησε να δέχεται τηλεφωνικές απειλές. Τέλος, δήλωσε πως από τότε που αφέθηκε ελεύθερος μέχρι και την έξοδο του από τη χώρα δεν δέχθηκε κάποια ενόχληση ή απειλή από τον θείο του. Τελευταία φορά είχαν νέα από τον θείο του όταν απειλήθηκε η μητέρα του τον 9ο/2021 (ερυθρά 61 – 44 ΔΦ)
Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησης του διαχώρισε τους λόγους εγκατάλειψης της χώρα του σε δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά το ότι απειλήθηκε και εκδιώχθηκε από το σπίτι του από το θείο του Dieudonne, κατά του οποίου υπέβαλε καταγγελία/μήνυση στο δικαστήριο, ο οποίος απορρίφθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος και ο δεύτερος ότι απήχθη και βασανίστηκε, ο οποίος, ομοίως δεν έγινε αποδεκτός.
Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του, κρίθηκε πως οι δηλώσεις του σχετικά με τις συνθήκες, το περιεχόμενο και τις ίδιες τις απειλές δεν ήταν συγκεκριμένες και λεπτομερείς. Κρίθηκε πως δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με το πως ξεκίνησε το πρόβλημα του παρά ανέφερε γενικόλογα πως στη διάρκεια οικογενειακής συγκέντρωσης μετά την κηδεία του πατέρα του, ο θείος του τους ενημέρωσε για τις προθέσεις του να διεκδικήσει την περιουσία, χωρίς να εισφέρει σαφείς πληροφορίες σχετικά με το πως τέλειωσε η μεταξύ τους συζήτηση αλλά και να περιγράψει σε τι πράξεις προέβη μετά το τέλος αυτής της συνάντησης. Ούτε ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει την αντίδραση της οικογένειας της μητέρας του μετά την ανακοίνωση του θείου του. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν μπορούσε να περιγράψει με επάρκεια συγκεκριμένων πληροφοριών το προσωπικό προφίλ του θείου του Dieudonne, ως ευλόγως θα αναμένονταν λαμβάνοντας υπόψη το ότι το ανωτέρω πρόσωπο συνέβαλε στο να εγκαταλείψει ο Αιτητής την χώρα καταγωγής του. Επίσης, δεν περιέγραψε με λεπτομέρειες τις τηλεφωνικές απειλές που ως δήλωσε δέχθηκε και δεν μπορούσε να αποκριθεί με σαφή τρόπο σε σχέση με το τι ήταν αυτό που τον έκανε να θεωρεί ότι οι τηλεφωνικές απειλές που έλαβε δεν ήταν σημαντικές αφ’ ης στιγμής γνώριζε ότι ο θείος του ήταν υψηλόβαθμος στρατιώτης αλλά και επρόκειτο για απειλές θανάτου. Ως μη συνεκτικές θεωρήθηκαν και οι εξηγήσεις του όταν κλήθηκε να αποκριθεί εάν αναζήτησε βοήθεια σχετικά με τις ανωτέρω οχλήσεις. Αοριστία εντοπίστηκε και στις δηλώσεις του σχετικά με το περιστατικό της έξωσης από την οικία τους στις 28/07. Θα αναμένονταν να είναι σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρειες πως έβγαλαν τον ίδιο και την οικογένεια του από το σπίτι, πως αντέδρασε όταν συνέβη αυτό, παρά μόνο ανέφερε γενικόλογα πως αστυνομικοί ήρθαν με όπλα και τους είπαν να φύγουν από το σπίτι. Τέλος, ο λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να περιγράψει με επάρκεια συγκεκριμένων πληροφοριών την καταγγελία που υπέβαλε στο δικαστήριο αλλά και οι αποκρίσεις του ήταν ασυνεπείς σε σχέση με το λόγο για τον οποίο δεν πήγε στο δικαστήριο νωρίτερα παρά μια εβδομάδα αργότερα από την έξωση του από την οικία τους. Ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρειες την ακολουθούμενη στο δικαστήριο διαδικασία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του κρίθηκε πως οι δηλώσεις του σε σχέση με το ότι αντιμετώπισε προβλήματα με τον θείο του Dieudonne, ένεκα της προσωπικής τους φύσης, δεν μπορούν να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Επίσης, παρουσίασε στο κινητό του μια φωτογραφία κτηματολογικού φύλλου, το οποίο ως δήλωσε αποδεικνύει το ότι ο πατέρας του είναι ιδιοκτήτης ενός τμήματος γης. Το εν λόγω έγγραφο κατατέθηκε από τον Αιτητή στις 23/08/24 το οποίο, ωστόσο, κατά τον λειτουργό δεν είναι ευανάγνωστο. Τέλος κρίθηκε πως το εν λόγω έγγραφο δεν αρκεί από μόνο του για να αποδείξει πως ο Αιτητής διώκεται εξαιτίας αυτής της γης. Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολο του (ερυθρά 139-136 ΔΦ).
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό του, περί του ότι απήχθη και βασανίστηκε, αυτός δεν έγινε αποδεκτός καθότι κρίθηκε πως οι δηλώσεις του σχετικά με το περιστατικό της απαγωγής και της μετέπειτα κακομεταχείρισης του για πέντε ημέρες ήταν γενικόλογες και μη επαρκείς συγκεκριμένων πληροφοριών. Ειδικότερα, κρίθηκε πως δεν ήταν συγκεκριμένος όταν κλήθηκε να προσδιορίσει την τοποθεσία όπου βρισκόταν ο σταθμός των λεωφορείων καθώς και να συγκεκριμενοποιήσει τις συνθήκες τις απαγωγής του αλλά και τι επακολούθησε τις πέντε ημέρες παραμονής του με τους απαγωγείς τους. Τέλος, κρίθηκε πως δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με πειστικότητα και επάρκεια πληροφοριών του τον ισχυρισμό του περί του ότι ο θείος του είναι υπεύθυνος για την απαγωγή του. Υπέπεσε δε σε αντιφάσεις καθότι σε ένα σημείο της συνέντευξης του ανέφερε πως ο θείος του δεν τον ενόχλησε ξανά μετά την απαγωγή του και μέχρι την έξοδο του από τη χώρα επειδή είχε τελειώσει μαζί του, ενώ σε άλλο σημείο ισχυρίστηκε πως η μητέρα του ξεκίνησε να λαμβάνει απειλές τον 9ο/2021 και πως στην συνέχεια εξαφανίστηκε, ισχυριζόμενος πως ο θείος του δεν είχε σταματήσει. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του δεν μπορούν να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως προς τη φωτογραφία (ιατρικό πιστοποιητικό) που προσκομίστηκε μετά το τέλος της συνέντευξής του προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού του περί βασανισμού του κατά την απαγωγή του, αυτό εκδόθηκε στις 08/08/24, στοιχείο το οποίο εγείρει αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα του. Επίσης, το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου δεν επιβεβαιώνει τις δηλώσεις του Αιτητή αλλά αναφέρει πως ήταν στο νοσοκομείο για νεύρο-ψυχολογικά/ψυχιατρικά συμπτώματα μετά από επίθεση χωρίς κάποια αναφορά σε σχέση με το είδος της επίθεσης που δέχθηκε. Επιπλέον, το έγγραφο αναφέρεται σε κάποιες εκχυμώσεις και δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του Αιτητή για μετάγγιση, ακτινογραφία ή παραμονή του στο νοσοκομείο για μια εβδομάδα. Περαιτέρω ο λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή οι οποίες επιβεβαιώνουν το ότι άνθρωποι στην Κινσάσα πέφτουν θύματα απαγωγής. Επομένως εκ της ανωτέρω ανάλυσης ο ισχυρισμός πέρα από εσωτερικά αναξιόπιστος κρίθηκε και ως εξωτερικά μη αξιόπιστος. (ερυθρά 136-134 ΔΦ)
Από την έκθεση/εισήγηση προκύπτει ότι η έρευνα του λειτουργού ήτο ενδελεχής και επεκτάθηκε σε όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον Αιτητή και/ή υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών δηλώσεων του αιτήματος σε συνάρτηση και με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Από δε συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και αποδεικτικών στοιχείων διαπιστώνω ότι δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[1], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του Αιτητή εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια, ενώ υπήρξε αντιφατικός σε σημεία των δηλώσεων του. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών) Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος του (με πιθανά θύματα δίωξης και την οικογένεια του) να είναι σταθερός στις απαντήσεις του, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος του. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό οποιωνδήποτε πράξεων δίωξης. Ούτε τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα 3Α και 3Β του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ως προς το εάν η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίστατο. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηρίωνε την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να θεωρείτο ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβαλλόταν σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του βάσει του Άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημείωσε ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιωνόταν ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνταν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησής του ανέφερε ότι κινδύνευε λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της χώρας[2], ενώ από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) προκύπτει ότι τα περιστατικά ασφαλείας που αφορούν συνολικά την επαρχία της Κινσάσα δεν φθάνουν σε υψηλά επίπεδα[3] (ως και τα συμπεράσματα του λειτουργού), έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[4]. Εξάλλου, ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία του Αιτητή, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του στον τόπο διαμονής, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Όλα τα στοιχεία ανωτέρω, όπως αυτά προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης του Αιτητή καταδεικνύουν ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις των Άρθρων 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου, όπως επίσης και διευκρινιστικές ερωτήσεις για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος του Αιτητή από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή διαμονής του όπου γίνεται παράθεση σωρεία πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης σε σχέση με την περιοχή που αναμένεται να επιστρέψει.
Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009
[2]RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο σε διεύθυνση της ιστοσελίδας reliefweb: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo Al Jazeera, Mapping the human toll of the conflict in DR Congo, 24/03/25, ICG, Fall of DRC’s Goma: Urgent Action Needed to Avert a Regional War, 28/01/25, La Croix International, Bukavu in Ruins as M23 Rebels Seize Control of DR Congo’s South Kivu, 21/02/25, UNHCR - UN High Commissioner for Refugees: UNHCR Position on Returns to North Kivu, South Kivu and Ituri in the Democratic Republic of the Congo - Update IV, March 2025 HRW - Human Rights Watch: DR Congo: Rwanda-Backed M23 Target Journalists, Activists, 12/03/25, https://www.ecoi.net/en/document/2122883.html,
[3] ACLED - https://acleddata.com/explorer/ Σύμφωνα με επικαιροποιημένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, κατά το διάστημα 23/03/24 - 21/03/25 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 94 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 239 απώλειες σε αμάχους. Πρόκειται συγκεκριμένα για 6 μάχες (με 18 απώλειες σε αμάχους), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 19 απώλειες), 57 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 19 εξεγέρσεις (με 202 απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας. O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024.
[4] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο