
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 3845/2022
28 Απριλίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1.N.G.
2.Ν.Κ.G. (ανήλικη θυγατέρα)
3.Μ.Μ G. (ανήλικη θυγατέρα)
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Γ. Βασιλόπουλος (κος) για Μούσουλος, Κανέλλα και Συνεργάτες, Δικηγόροι για την Αιτήτρια
Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτήτριες προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 30/05/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά τους για παραχώρηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος ως το αιτητικό Α της αίτησης ακυρώσεως. Παράλληλα με το αιτητικό Β, οι Αιτήτριες καλούν το Δικαστήριο όπως χορηγήσει σ’ αυτές διεθνή προστασία ή διαζευκτικά να εκδώσει απόφαση «με την οποία να αναγνωρίζεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας και των θυγατέρων της στο Κογκό υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστούν απάνθρωπη μεταχείριση, βασανιστήρια και ταπεινωτική μεταχείριση κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ και ως αποτέλεσμα τούτου να δικαιούνται να τύχουν προστασίας από την επαναπροώθηση», ως το αιτητικό Γ της αίτησης ακυρώσεως.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια 1 είναι ενήλικας, υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»), η οποία σύμφωνα με δική της δήλωση, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της στις 04/09/2019 και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Ακολούθως στις 17/10/2019 η Αιτήτρια 1 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, μεταφέρθηκε άμεσα στο Νοσοκομείο όπου την ίδια μέρα γέννησε τα ανήλικα τέκνα της, Αιτήτριες 2 και 3 στην παρούσα διαδικασία. Στις 24/10/2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, παραλαμβάνοντας αυθημερόν αντίστοιχη βεβαίωση για την ίδια και για τα εξαρτώμενα από αυτή ανήλικα τέκνα.
Στις 15/12/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 10/02/2022, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας και των εξαρτώμενων από αυτή ανήλικων τέκνων και στις 03/04/2022, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης των Αιτητριών και επιστροφή τους στην Kinshasa.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 30/05/2022, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια στις 02/06/2022 και αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής η οποία καταχωρήθηκε μέσω των συνηγόρων της εμπρόθεσμα.
Ο συνήγορος των Αιτητριών μέσω της γραπτής του αγόρευσης, προωθεί ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης την έλλειψη δέουσας έρευνας και την ύπαρξη στο πρόσωπό της Αιτήτριας 1 δικαιολογημένου φόβου δίωξης. Ειδικότερα, ως προς την έλλειψη δέουσας έρευνας, ο συνήγορος των Αιτητριών προβάλλει πως δεν έγινε καμία έρευνα και αναφορά σε σχέση με το ότι η Αιτήτρια 1, ούσα άγαμη μονογονέας με δύο ανήλικα τέκνα, πρόκειται για ευάλωτο πρόσωπο και η εν λόγω ευαλωτότητά της, παράλληλα και με την μη έρευνα περί ύπαρξης ή μη υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της, δεν εξετάστηκε επαρκώς και δεν παρατέθηκαν επαρκείς πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της. Ως προς την ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου στο πρόσωπο της Αιτήτριας 1, ο συνήγορός της προωθεί πως οι προσωπικές της εμπειρίες, η φυλετική – κοινωνική της ομάδα και οι απειλές που δέχτηκε από μέλη της Κυβέρνησης του Κονγκό συνιστούν υποκειμενικούς λόγους που απαιτούνται για να της αναγνωριστεί δικαιολογημένος φόβος δίωξης.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η αίτηση ασύλου της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου, και απορρίπτουν τους προβαλλόμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς.
Το Δικαστήριο θεώρησε σκόπιμο όπως διατάξει το επανάνοιγμα της προσφυγής καλώντας τη πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση να τοποθετηθούν ως προς την έρευνα που οι Καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν ειδικά σε σχέση με τα ανήλικα τέκνα της Αιτήτριας 1, Αιτητές 2 και 3. Τοποθετούμενη επί τούτου η κ. Πιτσιλλίδου παραδέχεται μεν ότι ουδεμία έρευνα είχε διεξαχθεί ειδικά για την κατάσταση των Αιτητριών 2 και 3, υποστηρίζει δε ότι στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του το Δικαστήριο δύναται να προβεί το ίδιο σε σχετική έρευνα σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στη ΛΔΚ αναφορικά με τις ανύπαντρες μητέρες και τα συμφέροντα των παιδιών.
Έχω μελετήσει με προσοχή τα όσα υποβλήθηκαν από τους συνηγόρους των μερών και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας και των εξαρτώμενων ανήλικων τέκνων της, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους προωθούμενους από τις Αιτήτριες ισχυρισμούς προς ακύρωσης της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση.
Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη ΛΔΚ επειδή ζούσε με έναν πολιτικό και, όταν έμεινε έγκυος από αυτόν, εκείνος της ζήτησε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της διαφορετικά θα την σκότωνε. Καθώς η Αιτήτρια αρνήθηκε, εκείνος απείλησε να την σκοτώσει. Προκειμένου η Αιτήτρια να σώσει τον εαυτό της και το παιδί που κυοφορούσε, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα καταγωγής της.
Στα πλαίσια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Ως προς την εθνοτική της καταγωγή και το θρήσκευμά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Mumbala και ότι είναι Εβραία. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατέρας της έχει αποβιώσει και πως η μητέρα της με τα τέσσερα αδέρφια της βρίσκονται στη ΛΔΚ. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη και μητέρα διδύμων κοριτσιών τα οποία γεννήθηκαν μετά τη μετάβασή της στη Δημοκρατία. Σε σχέση με το μορφωτικό της επίπεδο και το επάγγελμά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι απόφοιτος λυκείου με μετεκπαίδευση στα τουριστικά, ενώ εργαζόταν ως υπάλληλος ξενοδοχείου και εστιατορίου. Ως προς την κατάσταση της υγείας της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι πάσχει από ηπατίτιδα Β και από υπερένταση και πως λαμβάνει θεραπεία στη Δημοκρατία.
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, προέβαλε ότι όταν γνώρισε τον σύντροφό της και πατέρα των ανήλικων τέκνων της εκείνος ήταν παντρεμένος αλλά έψαχνε μία γυναίκα για να τεκνοποιήσει καθώς η τότε σύζυγός του αντιμετώπιζε προβλήματα γονιμότητας. Όταν η Αιτήτρια έμεινε έγκυος ξεκίνησε να συζεί με τον σύντροφό της, ο οποίος είχε πολιτική δραστηριότητα. Η Αιτήτρια συνέχισε λέγοντας πως μία ημέρα, όταν ο σύντροφός της απουσίαζε, κάποια άτομα ήρθαν στην οικία όπου διέμενε και τον αναζητούσαν. Καθώς τους είπε ότι ο σύντροφός της απουσίαζε, τα άτομα αυτά την απείλησαν λέγοντάς της ότι θα έχει πρόβλημα αν δεν τους αποκαλύψει που βρίσκεται. Όταν ο σύντροφός της επέστρεψε και η Αιτήτρια του διηγήθηκε τι συνέβη, ισχυρίστηκε πως εκείνος της είπε πως δεν συμβαίνει κάτι ανησυχητικό.
Συνεχίζοντας το αφήγημά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι όταν βρισκόταν περί στον τρίτο με τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της, τα άτομα αυτά ήρθαν για δεύτερη φορά την οικία της και προσποιήθηκαν ότι τα είχε στείλει ο σύντροφός της για να την πάνε να τον συναντήσει. Η Αιτήτρια δήλωσε πως τους ακολούθησε στο αυτοκίνητό και η επόμενη ανάμνησή της ήταν να ξυπνάει και να είναι δεμένη. Ρωτώντας τον λόγο, τα άτομα που την απήγαγαν της είπαν πως είναι το αντίτιμο του ότι δεν ήταν ειλικρινής μαζί τους την προηγούμενη φορά. Προσέθεσε πως έμεινε μαζί τους για πέντε ημέρες και πως δε μπορούσε να καταλάβει εάν η απαγωγή της σχετιζόταν με τη δουλειά του συντρόφου της ή με την πρώην σύζυγό του. Την έκτη ημέρα της κράτησής της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως οι απαγωγείς της μίλησαν με τον σύντροφό της στο τηλέφωνο και τους είπε πως θα τους δώσει αυτό που θέλουν και να μη την πειράξουν. Εν τέλει, η Αιτήτρια αφέθηκε ελεύθερη και νοσηλεύτηκε για κάποιο διάστημα στο νοσοκομείο της Masina. Ως προς το πως βρέθηκε στο εν λόγω νοσοκομείο, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι της είπαν ότι διερχόμενοι την εντόπισαν αναίσθητη στον δρόμο και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο. Μετέπειτα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετακόμισε με τον σύντροφό της σε διαφορετικό σπίτι.
Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι απήχθη και δεύτερη φορά. Η Αιτήτρια έχασε τις αισθήσεις της όταν τα άτομα που την απήγαγαν εισέβαλαν στην οικία όπου διέμενε και, όταν ξύπνησε, βρισκόταν μόνη της σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, όταν της έδιναν φαγητό ή νερό έχανε τις αισθήσεις της και όταν τις ανακτούσε ένιωθε σαν να είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά. Δήλωσε ότι τους ζήτησε να σταματήσουν καθώς φοβόταν για την εγκυμοσύνη της, ωστόσο οι απαγωγείς της τής απάντησαν ότι δεν τους ενδιαφέρει εάν το παιδί της πάθει κακό. Ως προς τις συνθήκες απελευθέρωσής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μια ημέρα έχανε πολύ αίμα, στη συνέχεια έχασε τις αισθήσεις της και όταν τις ανέκτησε βρισκόταν στην άκρη ενός δρόμου. Μεταφέρθηκε ξανά στο νοσοκομείο και συνέχισε την αφήγησή της περιγράφοντας πως μόλις ο πατέρας της έμαθε τι είχε συμβεί έπαθε εγκεφαλικό και έχασε τη ζωή του. Στη συνέχεια η Αιτήτρια δήλωσε πως ξεκίνησε τις διαδικασίες για να φύγει οριστικά από τη ΛΔΚ, ενώ αναφορικά με τον σύντροφό της και πατέρα των ανήλικων τέκνων της ισχυρίστηκε ότι δεν ξέρει που βρίσκεται.
Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως θεωρεί ότι δε θα μπορέσει να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της λόγω των κακών αναμνήσεων που έχει. Περαιτέρω, προσέθεσε πως ενώ βρισκόταν στη Κύπρο έλαβε δύο κλήσεις από έναν άγνωστο αριθμό και το άτομο που την κάλεσε της είπε ότι γνωρίζει το που βρίσκεται και πως γέννησε δίδυμα.
Ως προς τη γνωριμία της με τον σύντροφό της, ονόματι Ludipani Lukonga, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αυτή πραγματοποιήθηκε περί το 2018. Αναφορικά με την ενασχόλησή του με την πολιτική η Αιτήτρια δήλωσε ότι ανήκε στο κόμμα UDPS, ωστόσο δε γνώριζε τον ακριβή του ρόλο εντός του συγκεκριμένου κόμματος.
Αναφορικά με τα άγνωστα άτομα που επισκέφθηκαν την οικία της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν τα γνώριζε και πως υποθέτει πως κάποιος τρίτος τους έδωσε την διεύθυνση διαμονής της ιδίας και του συντρόφου της. Ως προς το πότε πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσκεψή τους, η Αιτήτρια δήλωσε πως αυτό συνέβη περί το 2018 – 2019, πως παρουσιάστηκαν ως επισκέπτες και πως της είπαν να πει στον σύντροφό της όταν επιστρέψει ότι τον ζήτησαν και αυτός θα καταλάβει ποιοι τον ζητούσαν.
Σχετικά με το πρώτο περιστατικό απαγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως έλαβε χώρα δύο μήνες μετά την επίσκεψη που δέχτηκε από τα προαναφερθέντα άτομα και πως δεν είδε τα πρόσωπα των απαγωγέων της καθώς φορούσαν μάσκες. Ως προς το δεύτερο περιστατικό απαγωγής, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως αυτό έλαβε χώρα δύο μήνες αργότερα. Η Αιτήτρια, που κυοφορούσε και κατά την περίοδο της δεύτερης απαγωγής, δήλωσε πως οι απαγωγείς της τής είπαν πως θέλουν να αποβάλει. Περαιτέρω, η Αιτήτρια προέβαλε ότι θεωρεί πως υπεύθυνη για την απαγωγή είναι η πρώην σύζυγος του συντρόφου της επειδή δεν την χαροποίησε το ότι η Αιτήτρια κυοφορούσε.
Όσον αφορά το εάν προέβη σε καταγγελία στις αρχές η Αιτήτρια απάντησε καταφατικά διευκρινίζοντας πως η καταγγελία έγινε μετά το πρώτο περιστατικό απαγωγής της, ωστόσο δε μπορούσε να κατονομάσει τα άτομα που την απήγαγαν και έτσι ήταν δύσκολη η ανεύρεσή τους.
Ερωτηθείσα ως προς τα απειλητικά τηλεφωνήματα που έλαβε μετά την αποχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι τα έλαβε στις 31/07/2021 και πως δε γνωρίζει πως τα άτομα που την κάλεσαν βρήκαν τον αριθμό της, καθώς η Αιτήτρια χρησιμοποιεί κυπριακό αριθμό τηλεφώνου.
Σχετικά με την αντίφαση που εντοπίστηκε ανάμεσα στο έντυπο της αίτησης της και στα όσα ισχυρίστηκε ενώπιον του λειτουργού η Αιτήτρια δήλωσε πως μετά την πρώτη απαγωγή της, όπου οι απαγωγείς της τής δήλωσαν ότι θέλουν να αποβάλει, η Αιτήτρια το ανέφερε στον σύντροφό της και εκείνος της είπε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της. Για τον λόγο αυτό θεώρησε ότι ο σύντροφός της μαζί με την πρώην σύζυγό του εμπλέκονταν με κάποιον τρόπο στην απαγωγή.
Ερωτηθείσα εάν μπορεί να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ, και συγκεκριμένα στο Lubumbashi, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι δεν σκέφτεται να γυρίσει σύντομα στη χώρα καταγωγής της.
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τα προσωπικά στοιχεία, την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και ο δεύτερος συνίσταται στις δηλώσεις της περί του ότι απήχθη δύο φορές εντός του 2019 λόγω της εμπλοκής του συντρόφου της στο πολιτικό κόμμα UDPS.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου ενώ οι δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Παράλληλα η Αιτήτρια 1 προσκόμισε πιστοποιητικά γέννησης των δύο ανήλικων τέκνων της, Αιτητριών 2 και 3, βάσει των οποίων επιβεβαιώνονται τα προσωπικά τους στοιχεία, η ημερομηνία γέννησής τους και ο τόπος γέννησής τους ήτοι η Λευκωσία.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ως αναξιόπιστος καθώς κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς, σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες στα θέματα που άπτονται του πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ειδικότερα σημειώθηκε η αδυναμία της Αιτήτριας να αναφερθεί με λεπτομέρεια στον ακριβή ρόλο του συντρόφου της εντός του κόμματος UDPS, ενώ παράλληλα σημειώθηκε και η αδυναμία της να συγκεκριμενοποιήσει ποια ακριβώς ήταν τα άτομα που επισκέφθηκαν την οικία της και που την απήγαγαν και τις δύο φορές. Επιπλέον, τονίστηκε πως η Αιτήτρια δεν έδωσε κάποια συνεκτική απάντηση αναφορικά με τον λόγο που κατά τη δεύτερη απαγωγή της κρατήθηκε μαζί με τον σύντροφό της από τη στιγμή που στόχος των απαγωγέων ήταν ο σύντροφος της Αιτήτριας και όχι η ίδια η Αιτήτρια. Ομοίως, ανεπαρκής κρίθηκε και η απάντησή της ως προς τον λόγο που ισχυρίζεται πως οι απαγωγείς της εξακολουθούν να την αναζητούν. Σχετικά με τα απειλητικά τηλεφωνήματα που η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε ενώσω βρίσκεται στη Κύπρο, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν κατέστη εφικτό το να τεκμηριώσει τον τρόπο με τον οποίον απέκτησαν γνώση του κυπριακού αριθμού τηλεφώνου της. Τέλος, μη ικανοποιητικές κρίθηκαν και οι απαντήσεις της Αιτήτριας σχετικά με τη διαφοροποίηση μεταξύ του εντύπου της αίτησης και των όσων δήλωσε κατά τη συνέντευξή της.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, οι δηλώσεις της Αιτήτριας αποτελούν το μοναδικό στοιχείο που δύναται να αξιολογηθεί και ως εκ τούτου. Παράλληλα, τόνισε ότι έπειτα από σχετική διαδικτυακή αναζήτηση δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες ως προς τον σύντροφο της Αιτήτριας και την ενδεχόμενη πολιτική του δράση. Συνεπώς, οι Καθ’ ων η αίτηση βασιζόμενοι αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, απέρριψαν τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αντικατοπτρίζον βιωματικό περιστατικό.
Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου και τη νομική ανάλυση, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας 1 σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο ανωτέρω συμπέρασμα μετά από παράθεση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας οι οποίες επικεντρώνονταν στην πολιτική κατάσταση της χώρας καθώς και στην κατάσταση ασφαλείας.
Συν τοις άλλοις, κρίθηκε ότι δεν προέκυψε κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας 1 στη χώρα καταγωγής της.
Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε σχετική έρευνα εκ της οποίας αντλήθηκαν πληροφορίες από τις οποίες προέκυψε ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ή εξωτερικής ένοπλης σύρραξης επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων. Ως εκ τούτου, κατέληξαν πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο ανωτέρω άρθρο.
Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης, το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίφθηκε.
Οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας προνοούνται στο άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«18. [...]
(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:
(α) όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτητή από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,
(ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτητής θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας, την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει».
(.)
(7Α)(α) Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών
[.]
(7Α) (δ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), ο Προϊστάμενος δύναται, για σκοπούς της παραγράφου (α) ή/και (β) του εδαφίου (6) του άρθρου 11 και εφόσον η αίτηση βασίζεται στους ίδιους λόγους, να λαμβάνει μία μόνο απόφαση που να καλύπτει την αίτηση του αιτητή και των εξαρτωμένων του προσώπων, εκτός εάν αυτό θα οδηγούσε σε κοινολόγηση της ιδιαίτερης κατάστασης του αιτητή που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, ιδίως σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή/και την ηλικία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Προϊστάμενος εκδίδει ξεχωριστή απόφαση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.»
Η εξέταση του ισχυρισμού των Αιτητριών περί έλλειψης δέουσας έρευνας, δε μπορεί παρά να εκκινήσει από το γεγονός ότι η Αιτήτρια 1 αμέσως με την είσοδό της στη Κυπριακή Δημοκρατία, απέκτησε δίδυμα τέκνα , τις Αιτήτριες 2 και 3. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η ύπαρξη των Αιτητριών 2 και 3 δεν διερευνήθηκε δεόντως από τους Καθ’ ων η αίτηση και δεν εξετάστηκε καθόλου κατά το στάδιο αξιολόγησης του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής τους στη ΛΔΚ, χώρα καταγωγής της Αιτήτριας 1. Πρόκειται για παράλειψη που μεταβάλλει ουσιωδώς την ίδια την αίτηση, καθώς θα πρέπει να αξιολογηθούν τυχόν ανάγκες διεθνούς προστασίας των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας, τόσο αυτοτελώς, όσο και σε συνάρτηση με την αίτηση της μητέρας τους. Μεταβάλλει περαιτέρω και το προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας 1 ως μόνης μητέρας ανήλικων τέκνων και συνεπώς κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής στην οποία προέβησαν οι Καθ’ ων η αίτηση, κρίνεται λανθασμένη στο μέτρο που δε λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι τόσο η Αιτήτρια 1, όσο και τα ανήλικα τέκνα της, Αιτήτριες 2 και 3 είναι πρόσωπα που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης, ευάλωτα πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 2 (δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την εξέταση αναγκών διεθνούς προστασίας.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι κατά την προσωπική συνέντευξη η Αιτήτρια δεν ερωτήθηκε αναλυτικά αναφορικά με τα ανήλικα τέκνα της, το υποστηρικτικό της δίκτυο στη χώρα καταγωγής και, γενικότερα, αναφορικά με την κατάσταση που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της ως μονογονέας. Αντίστοιχα στην εισηγητική έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και στη βάση αυτής απορρίφθηκε το αίτημα των Αιτητριών, δεν πραγματοποιήθηκε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως προς την κατάσταση των μονογονεϊκών οικογενειών με πρωτεύον μέλος τη μητέρα στη ΛΔΚ, αλλά ούτε και ως προς την κατάσταση των γυναικών στην ΛΔΚ. Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ούτε η κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας 1, η οποία εξ όσων επιβεβαιώνουν σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο, λήφθηκε υπόψη από τους Καθ΄ων η αίτηση ώστε να αξιολογηθεί ανάλογα.
Καίτοι το παρόν Δικαστήριο, κέκτηται εξουσίας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας αιτήματος διεθνούς προστασίας, είναι η εκτίμησή μου, απορρίπτοντας τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση, ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, όπου διακρίνεται παντελής απουσία εξέτασης των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας 1, Αιτήτριες 2 και 3, τη στιγμή που το δεδομένο αυτό ήταν ενώπιον τους, το Δικαστήριο δε μπορεί να προχωρήσει σε έλεγχο ορθότητας επί της ουσίας της προσφυγής, εφόσον δεν έχει ενώπιον του κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και σαφώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζόταν το δικαίωμα των Αιτητριών σε πραγματική προσφυγή, καθώς θα κατέληγε σε εξέταση του αιτήματος μόνο από μία αρχή, σε ένα μόνο βαθμό και σε αποστέρηση του δικαιώματος να επανεξεταστεί απόφαση που έχει ληφθεί από την διοίκηση.
Ως προς τον περιορισμό της έκτασης του ελέγχου που διενεργεί το παρόν Δικαστήριο σε λόγους νομιμότητας σε ορισμένες περιπτώσεις, υιοθετώ το σκεπτικό της αδελφής Δικαστή Ε. Ρήγα στην υπόθεση αριθ. 1588/21, X.S. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 06/10/2023 (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Στις περιπτώσεις λοιπόν που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 4 το παρόν Δικαστήριο ασκεί ακυρωτικό έλεγχο, αναπέμποντας κατά τούτο την υπόθεση πίσω στη διοίκηση προς επανεξέταση.
Βασικός δικαιολογητικός λόγος που υποκρύπτεται πίσω από την υποχρέωση της αναπομπής, είναι η βούληση του νομοθέτη το Δικαστήριο να επιλαμβάνεται της ουσίας τέτοιων υποθέσεων, νοουμένου ότι έχει ήδη υπάρξει μία πρώτη κρίση της διοικητικής αρχής, η οποία έχει ληφθεί με τη νόμιμη διαδικασία[1]. Και τούτου διότι, το διοικητικό όργανο πρέπει να είναι το πρώτο που θα ερευνήσει και θα αξιολογήσει τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θα υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου και θα εκδώσει την αρμόζουσα ατομική διοικητική πράξη τηρώντας την προσήκουσα διοικητική διαδικασία. Στις περιπτώσεις που το διοικητικό όργανο δεν έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ή η πράξη έχει εκδοθεί από όργανο αναρμόδιο ή με μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, τότε δεν έχει επιληφθεί της υποθέσεως σε πρώτη φάση το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η θέση αυτή διαπνέεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών -η οποία χωρίς να είναι ρητώς διατυπωμένη στο κείμενο του Συντάγματος, συνάγεται αβίαστα από πολλές επιμέρους διατάξεις του- δεδομένου ότι εάν στις ως άνω περιπτώσεις το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη, τότε θα ήταν εκείνο που θα έκρινε το πρώτον την υπόθεση, υποκαθιστώντας πλήρως το έργο της διοικητικής αρχής[2]. Το Δικαστήριο ωστόσο δεν έχει τη δυνατότητα, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο σε μη ασκηθείσα εξουσία του, να αποφανθεί εκείνο το πρώτον επί της υπόθεσης. Η υπεισέλευση του Δικαστή σε θέματα για τα οποία η διοικητική αρχή δεν έχει ασκήσει την αποδιδόμενη σε αυτήν ευχέρεια εξομοιώνεται με «πλήρη υποκατάσταση» της εκτελεστικής λειτουργίας και δε στοχεύει απλώς στο να διορθώσει πλημμέλειες της διοικητικής λειτουργίας[3].Παρά τις διευρυμένες εξουσίες που έχει το παρόν Δικαστήριο σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις (διεθνούς προστασίας), ωστόσο ο δικαστικός έλεγχος ουσίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει, όσο πλήρης κι αν είναι, το στάδιο διοικητικής κρίσης για ζητήματα για τα οποία δεν έχει αποφανθεί η διοίκηση σε πρώτο βαθμό. Ως χαρακτηριστικά σημειώνεται από τον Γ. Δελλή, στο σύγγραμμα του «Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013», σελ. 329, «η ευρύτητα του ελέγχου ο οποίος ασκείται στις διαφορές ουσίας κακώς παρουσιάζεται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις διοικητικές παρατυπίες». ».
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης της αίτησης των Αιτητριών για διεθνή προστασία, παρά το ότι η ύπαρξη των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας, τα οποία γεννήθηκαν με την είσοδο της τελευταίας στη Κυπριακή Δημοκρατία και αποτελούν μέρος της αίτησής της, ήταν γνωστή στους Καθ’ ων η αίτηση και είχαν υποχρέωση όπως εξετάσουν ατομικά και τις δικές τους συνθήκες.
Κατά συνέπεια το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός των συνηγόρων των Αιτητριών περί έλλειψης δέουσας έρευνας επιτυγχάνει, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18), λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Επιδικάζονται €800 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Αιτητριών και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ
[1] Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 3η, 2018, σελ.439.
[2] ΣτΕ 693/2013, σκ. 7.
[3] Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, παρ. 360, Η. Κουβαράς, Η απαγόρευση υποκατάστασης του δικαστή στο έργο της Διοίκησης ως είδωλο της Διοικητικής Δικαιοσύνης, δημοσίευση στον ιστότοπο www.constitutionalism.gr.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο