P.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3992/22, 7/4/2025
print
Τίτλος:
P.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3992/22, 7/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 3992/22

 

07 Απριλίου, 2025

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

    P.B.

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Γιάννος Π. Ουστάς (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Λώρα Βελίκοβα , Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 20/06/2022, η οποία γνωστοποιήθηκε  στην Αιτήτρια στις 27/06/2022 και με την οποία το αίτημά της για διεθνή προστασία απορρίφθηκε, είναι άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Η Αιτήτρια αιτείται απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι δικαιούται προστασίας από την επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, καθώς και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει το Δικαστήριο ορθή και δίκαιη.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «δ.φ.)  της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής. Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και στις 13.02.2017 αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αίτηση διεθνούς προστασίας στις 17.02.2020. Στις 09.03.2022 και στις 18.05.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 06.06.2022 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εισήγηση αυτή εγκρίθηκε στις 20.06.2022 από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλο της Υπηρεσίας Ασύλου και η Αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση απόρριψης του αιτήματός της στις 27/06/2022. Κατά της απόφασης αυτής, η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αυτοπροσώπως και, κατόπιν έγκρισης της αιτήσεώς της για νομική αρωγή,  διόρισε δικηγόρο. Με την τροποποιημένη προσφυγή της κατόπιν σχετικού Διατάγματος του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια αιτείται όπως η προσβαλλόμενη απόφαση κηρυχθεί άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος. Αιτείται επίσης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει την προστασία της από την επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει το Δικαστήριο εύλογη και/ή δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, ο συνήγορος της Αιτήτριας προέβαλε διάφορους νομικούς ισχυρισμούς. Ωστόσο, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υιοθέτησε μόνον τον νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης των γεγονότων από τους Καθ’ ων η Αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 11–26 ΓΑΑ), αποσύροντας τους λοιπούς ισχυρισμούς.

Υπό το πρίσμα του ανωτέρω ισχυρισμού, ο συνήγορος της Αιτήτριας υποβάλλει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν διενήργησαν επαρκή έρευνα αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και δεν προέβησαν σε ορθή υπαγωγή των ευρημάτων στους ισχυρισμούς της. Ειδικότερα, παραπέμποντας σε πηγές πληροφόρησης από τη χώρα καταγωγής της, οι Καθ’ ων αναφέρουν ότι είναι δυνατή η επιστροφή ατόμων που διατηρούν προηγούμενους δεσμούς με την περιοχή, μιλούν τη γλώσσα και έχουν οικογένεια εκεί. Εντούτοις, ο συνήγορος της Αιτήτριας επισημαίνει ότι η ίδια δεν διατηρεί προηγούμενους δεσμούς, ούτε έχει οικογένεια στην περιοχή – γεγονότα που έγιναν αποδεκτά από τους Καθ’ ων – και παρ’ όλα αυτά κρίθηκε ότι η επιστροφή της είναι εφικτή.

Προς ενίσχυση του εν λόγω ισχυρισμού, ο συνήγορος επικαλείται την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του διοικουμένου, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

Περαιτέρω, υποβάλλεται ότι, μολονότι έγινε αποδεκτή η ταυτότητα και το προφίλ της Αιτήτριας, δεν εξετάστηκαν επαρκώς ουσιώδη στοιχεία που το συνθέτουν, ήτοι ότι πρόκειται για γυναίκα μόνη (άγαμη), χωρίς κανένα υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής, καθώς οι γονείς της έχουν αποβιώσει και η αδελφή της διαμένει επίσης στη Δημοκρατία ως αιτήτρια ασύλου. Επιπροσθέτως, δεν αξιολογήθηκαν οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σε συνάρτηση με το ανωτέρω προφίλ, ώστε να διερευνηθούν οι συνθήκες που αναμένεται να αντιμετωπίσει, ιδίως αναφορικά με την πρόσβαση σε πόρους, εργασία, κατοικία, ή το ενδεχόμενο λήψης στήριξης από την εθνοτική ομάδα Baluba, στην οποία ανήκει.

Σε σχέση με την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, ο συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι αυτή εμπίπτει στον ορισμό του μέλους της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας των μόνων γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, επικαλούμενος σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και σχετική νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Αντιθέτως, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση υποστήριξε ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, τόσο εκ του νόμου όσο και κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, από το σύνολο του διοικητικού φακέλου και των προβληθέντων ισχυρισμών, δεν προκύπτει παραβίαση εφαρμοστέων νομοθετικών ή συνταγματικών διατάξεων εκ μέρους της Διοίκησης. Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ενώ οι λόγοι ακύρωσης δεν τεκμηριώνονται επαρκώς.

Οι ισχυρισμοί περί προσωπικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής κρίνονται ως γενικοί, αόριστοι και στερούμενοι εξατομικευμένων στοιχείων. Δεν αποδείχθηκε στοχοποίησή της για λόγους φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας ή ένταξης σε κοινωνική ομάδα, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Ν. 6(Ι)/2000. Ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται ανάγκη χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας.

Αν και η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας χαρακτηρίζεται γενικά ως μη ασφαλής, το γεγονός ότι περιλαμβάνεται σε λίστα ενισχυμένου ελέγχου δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι κάθε επιστροφή ενέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Αντιθέτως, δεν τεκμηριώθηκε ότι η Αιτήτρια κινδυνεύει ειδικά λόγω των ατομικών της χαρακτηριστικών.

Ως προς τη διαδικασία, τεκμαίρεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου και οι Καθ’ ων ενήργησαν νομίμως, τηρώντας τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις τους. Η συνέντευξη της Αιτήτριας διεξήχθη ομαλά, της δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της, και η αιτιολογημένη απόφαση εκδόθηκε βάσει της συλλεγείσας πληροφόρησης. Το βάρος απόδειξης φέρει η ίδια η Αιτήτρια, κατά τα άρθρα 16 και 18(5) του Νόμου, και δεν το υπεστήριξε.

Επιπλέον, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης κρίνονται ως γενικοί και νομικά αβάσιμοι. Δεν αποδεικνύεται κατάχρηση εξουσίας ή υπέρβαση αρμοδιότητας, ενώ οι αιτιάσεις περί ελλιπούς αιτιολογίας δεν ευσταθούν, καθόσον η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και εντός των ορίων διοικητικής κρίσης. Η Αιτήτρια δεν προσκόμισε επαρκή και συγκεκριμένα στοιχεία που να καθιστούν την κρίση της Διοίκησης εσφαλμένη. Τέλος, η επίκληση νομικών σφαλμάτων, πλάνης περί τα πράγματα ή παραβίασης διεθνών υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν στηρίζεται σε επαρκές πραγματικό ή νομικό έρεισμα. Αντιθέτως, η απόφαση ερείδεται σε συνολική αξιολόγηση των δεδομένων και συνάδει με την ισχύουσα νομολογία.

Κατά την ακροαματική διαδικασία της 16ης Σεπτεμβρίου 2024, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι διαθέτει συγγενικά πρόσωπα στη χώρα καταγωγής της, συγκεκριμένα αδέλφια του πατέρα της. Αρχικά δήλωσε ότι αγνοεί τον τόπο διαμονής τους, και στη συνέχεια ανέφερε ότι διαμένουν στο χωριό και επισκέπτονταν τον πατέρα της στην Κινσάσα. Επίσης, δήλωσε ότι η ίδια και η αδελφή της μεγάλωσαν αποκλειστικά με τον πατέρα τους, ο οποίος εργαζόταν ταυτόχρονα. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου για το πώς αυτό ήταν εφικτό, η Αιτήτρια απάντησε ότι φοιτούσαν στο σχολείο και η εργασία του πατέρα τους ήταν πλησίον. Προσέθεσε δε ότι διατηρεί επικοινωνία με φιλικά πρόσωπα στη χώρα καταγωγής της.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του  ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένου υπόψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Κατά την υποβολή του αιτήματός της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Κινσάσα, συγκεκριμένα στην κοινότητα Kasa-Vubu, με μητρική της γλώσσα τα Tshiluba, ενώ μιλά και Lingala (ερυθρά 3-1 του Διοικητικού Φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»). Δήλωσε επίσης ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 11/02/2020 και μέσω Τουρκίας και των μη ελεγχόμενων από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών, αφίχθη στην Δημοκρατία στις 13/02/2020.

Στο έντυπο της αίτησής της, η Αιτήτρια δεν κατέγραψε τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερ. 1 ΔΦ).

Στις 18/02/2020, αρμόδια λειτουργός Πρώτης Υποδοχής της Υπηρεσίας Ασύλου συμπλήρωσε το έντυπο αναφοράς και αξιολόγησης ειδικών αναγκών της Αιτήτριας, καταγράφοντας ότι δεν έχει εντοπιστεί καμία εμφανής ειδική ανάγκη. Περαιτέρω, στο εν λόγω έντυπο σημειώνει ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή ο πατέρας της, ο οποίος ήταν πάστορας, δολοφονήθηκε από άλλον πάστορα. Η Αιτήτρια είδε τον πατέρα της νεκρό και έπειτα, η ίδια και η αδερφή της φιλοξενήθηκαν σε σπίτι φίλου του πατέρα τους. Εκείνος τις οδήγησε στην οικία άλλου άνδρα, με τον οποίο πήγαν στο αεροδρόμιο της Κινσάσα και ταξίδεψαν μαζί στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές. Στη συνέχεια, ο άνδρας αυτός κανόνισε ταξί που μετέφερε την Αιτήτρια και την αδερφή της στις ελεύθερες περιοχές  (ερ. 10-5 ΔΦ).

Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνέντευξής της ενώπιον αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία διενεργήθηκε στα Lingala με την συνδρομή διερμηνέα στις 09/03/2022, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ανήκει στη φυλή Baluba, είναι άγαμη και δεν έχει τέκνα, ενώ έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερ. 31 ΔΦ). Γεννήθηκε στην Κινσάσα όπου και διέμενε όλη της τη ζωή, συγκεκριμένα στην κοινότητα Kalamu (ερ. 30- 4X, 29- 3X ΔΦ), έως ότου αναχώρησε από την χώρα καταγωγής της μαζί με την αδελφή της η οποία βρίσκεται επίσης στην Δημοκρατία και έχει αιτηθεί διεθνούς προστασίας (ερ. 31- 1X, 2X, 3Χ, 4Χ ΔΦ). Η μητέρα της αποβίωσε όταν η ίδια ήταν πολύ μικρή και τις μεγάλωσε ο πατέρας τους, ενώ για να βιοπορίζονται στη χώρα καταγωγής τους πωλούσαν μικροαντικείμενα με την αδερφή της περί τα 10 έτη (ερ. 30 ΔΦ).

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι διέφυγαν μαζί με την αδελφή της όταν ο πατέρας της δολοφονήθηκε από αγνώστους λόγω της ανάμειξής του σε σκάνδαλο που αφορούσε τη σύναψη σχέσης μεταξύ του πάστορα της εκκλησίας τους και μίας ανήλικης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Αιτήτριας, ο πατέρας της εργαζόταν ως βοηθός του κεντρικού πάστορα της εκκλησίας της κοινότητάς τους, είχαν πολύ καλή σχέση και μοιράζονταν τα πάντα, καθώς ο πατέρας της Αιτήτριας ήταν το δεξί χέρι αυτού του πάστορα (ερ. 28- 2X ΔΦ). Το βράδυ της 7ης Φεβρουαρίου του 2020, ενώ η ίδια μαζί με την αδελφή της βρίσκονταν στην κρεβατοκάμαρα της οικίας τους, άγνωστοι εισέβαλαν στην οικία τους και απαίτησαν από τον πατέρα της έναν υπολογιστή κι ένα κινητό τηλέφωνο το οποίο περιείχε φωτογραφικό υλικό με τις συνευρέσεις του πάστορα και της ανήλικης. Τις συσκευές αυτές είχε δώσει ο ίδιος ο πάστορας στον πατέρα της Αιτήτριας αλλά αποφάσισε ότι τις θέλει πίσω όταν ξεκίνησε ποινική διαδικασία σε βάρος του, λόγω του ότι ο ίδιος ανήρτησε το περιεχόμενό τους στο διαδίκτυο για να διασύρει την ανήλικη (ερ. 28 -2X ΔΦ). Οι άγνωστοι αυτοί που εισέβαλαν στο πατρικό της Αιτήτριας και τους οποίους είχε στείλει ο πάστορας, δολοφόνησαν τον πατέρα της πάνω στην αντίστασή του να δώσει τις συσκευές. Καθόλη τη διάρκεια του περιστατικού, η Αιτήτρια με την αδελφή της παρέμειναν στην κρεβατοκάμαρα και μόνο όταν άκουσαν πυροβολισμό φοβήθηκαν, πήδηξαν από το παράθυρο και μετέβησαν στους γείτονές τους, όπου και πέρασαν το βράδυ (ερ. 27 -2X ΔΦ). Την επομένη, επισκέφτηκαν έναν φίλο του πατέρα τους και αφού του περιέγραψαν όσα είχαν συμβεί, εκείνος τις συνόδεψε στο σπίτι τους όπου υπήρχε πλήθος κόσμου και η Αιτήτρια βρήκε τον πατέρα της νεκρό (ερ. 27 -3X ΔΦ).

Η Αιτήτρια αντιλήφθηκε ότι οι άνθρωποι που δολοφόνησαν τον πατέρα της πήραν λάθος φορητό υπολογιστή και το ανέφερε μπροστά σε μεγάλο αριθμό ατόμων οι οποίοι βρίσκονταν την ίδια ώρα στην οικία τους (ερ. 27 -3X ΔΦ). Σύμφωνα με την Αιτήτρια, κάποιος ενημέρωσε τον πάστορα ότι ο υπολογιστής βρίσκεται ακόμα στην κατοχή τους και επομένως κινδυνεύουν καθώς αυτοί που έψαχναν τον υπολογιστή με το φωτογραφικό υλικό θα επιστρέψουν (ερ. 27 -4Χ ΔΦ).

Σε ερώτηση εάν είδε αυτούς που δολοφόνησαν τον πατέρα της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά και δήλωσε ότι γνωρίζει μόνο όσα άκουσε, δηλαδή να ζητάνε από τον πατέρα της τις συσκευές, αφού η ίδια βρισκόταν κρυμμένη με την αδερφή της (ερ. 26 -4Χ, 25 ΔΦ). Ερωτηθείσα εάν σε περίπτωση που παραδώσει τις συσκευές θα αποφύγει τον κίνδυνο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πάστορας δεν θέλει ο κόσμος να γνωρίζει τί έκανε και γι΄ αυτό δολοφόνησε τον πατέρα τους ενώ το θέμα πλέον βρίσκεται στη δικαιοσύνη (ερ. 26 -2Χ ΔΦ). Σε ερώτηση γιατί δεν κάλεσε την αστυνομία απάντησε ότι δεν υπάρχει αστυνομικό τμήμα στην περιοχή και ότι σε κάθε περίπτωση η αστυνομία φοβάται να αναμειχθεί σε τέτοιες υποθέσεις (ερ. 26 -6Χ, 7Χ ΔΦ). Ερωτηθείσα πώς γίνεται από την ημέρα της δολοφονίας του πατέρα τους στις 07/02/2020, έως και την ημέρα που εγκατέλειψαν τη χώρα στις 11/02/2020 (εκείνη και η αδελφή της), να μην τις έχει εντοπίσει ο πάστορας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κρύβονταν στο σπίτι του φίλου του πατέρα τους (ερ. 25 -4Χ ΔΦ), ο οποίος ήταν και εκείνος που τελικά τις φυγάδευσε και πλήρωσε διακινητή ώστε να τις μεταφέρει στην Κύπρο (ερ. 29 -6Χ, ερ. 28 -1Χ ΔΦ). Τέλος, η Αιτήτρια δήλωσε πως εάν επιστρέψει δε θα είναι ασφαλής και η ζωή της θα βρίσκεται σε κίνδυνο (ερ. 24 -3Χ ΔΦ).

Κατά τη δεύτερη συνέντευξή της, η οποία έλαβε χώρα στις 18/05/2022 με σκοπό να διευκρινιστούν περαιτέρω ορισμένα σημεία των ισχυρισμών της, η Αιτήτρια κλήθηκε να κατονομάσει τον πάστορα για τον οποίο εργαζόταν ο πατέρας της και η ίδια δήλωσε πως ονομάζεται Moise Mbiye (ερ. 56 -1Χ ΔΦ).

Περαιτέρω, ρωτήθηκε εάν λόγω του σκανδάλου αυτού έχουν τελεστεί και άλλες δολοφονίες, με την ίδια να απαντάει ότι έχει ακούσει πως και άλλοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους με εντολή του πάστορα αλλά δε γνωρίζει ποιοι είναι (ερ. 56 -2Χ, 3Χ ΔΦ). Η αρμόδια λειτουργός ανέφερε στην Αιτήτρια πως σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της, ένα από τα θύματα ήταν ένας δικηγόρος, ωστόσο η Αιτήτρια δε γνώριζε κάτι σχετικό καθώς, όπως ισχυρίσθηκε, δεν παρακολουθεί πλέον τις εξελίξεις επ’ αυτού (ερ. 56 ΔΦ). Σχετικά με την απόσταση από την οικία τους έως την εκκλησία όπου εργαζόταν ο πατέρας της, η οποία φαίνεται να είναι πολύ μεγάλη σύμφωνα με τις πληροφορίες της αρμόδιας λειτουργού, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν είναι μακριά ενώ υπάρχει και μεταφορικό μέσο που ενώνει τις περιοχές (ερ. 56 -4Χ ΔΦ).

Στις 06/06/2022, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που είχε διεξάγει τις συνεντεύξεις με την Αιτήτρια συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση στη βάση των ισχυρισμών που παρέθεσε η Αιτήτρια (ερ. 71-60 ΔΦ).

Αρχικά, η αρμόδια λειτουργός παρέθεσε τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, ήτοι ότι πρόκειται για γυναίκα άγαμη και άτεκνη, που ανήκει στη φυλή Baluba, χωρίς συγγενικούς δεσμούς στη χώρα καταγωγής της καθώς οι γονείς της δε βρίσκονται πλέον εν ζωή, ενώ η αδελφή της βρίσκεται επίσης στην Δημοκρατία ως αιτήτρια διεθνούς προστασίας (ερ. 70 ΔΦ).

Αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με το ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό με περιοχή γέννησης και προηγούμενης/τελευταίας διαμονής την περιοχή Kinshasa και ο δεύτερος, σε σχέση με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξής της από τους άνδρες που δολοφόνησαν τον πατέρα της και θέλουν να δολοφονήσουν και την ίδια (ερ. 70 ΔΦ). Αποδεκτός έγινε μόνον ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας, ενώ ο δεύτερος απορρίφθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός σημειώνει πως οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δε διακρίνονται από λεπτομέρεια και ακρίβεια, ενώ δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις σε ερωτήσεις που της τέθηκαν (ερ. 67 ΔΦ).

Ειδικότερα, μη ευλογοφανές κρίθηκε το γεγονός ότι η Αιτήτρια με την αδελφή της άκουσαν πυροβολισμούς και έτρεξαν στο σπίτι των γειτόνων τους, ωστόσο κανένας εξ αυτών δεν κάλεσε την αστυνομία (ερ. 67 ΔΦ). Εξίσου μη ευλογοφανές κρίθηκε κατ’ ανάλογο τρόπο, το ότι η Αιτήτρια δεν κατήγγειλε στην αστυνομία την δολοφονία του πατέρα της, ενώ η επεξήγηση που έδωσε προς τούτο, ότι η αστυνομία φοβάται να αναλάβει τέτοιες υποθέσεις, δεν κρίθηκε επαρκής (ερ. 66 ΔΦ). Επίσης, η λειτουργός σημειώνει πως όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν έδωσε στον πάστορα τον υπολογιστή που αναζητούσε, απάντησε με αοριστία ότι ο πάστορας φοβόταν επειδή η κοπέλα ήταν ανήλικη (ερ. 66 ΔΦ). Στην ίδια βάση, η αρμόδια λειτουργός έκρινε μη ευλογοφανή τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι ο πάστορας έδωσε στον πατέρα της στοιχεία όπως ερωτικές φωτογραφίες, τα οποία τον ενοχοποιούσαν (ερ. 66 ΔΦ). Παράλληλα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι μετά από τόσο καιρό από το συμβάν θα κινδυνεύσει η ζωή της σε περίπτωση επιστροφής της.

Κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού της Αιτήτριας βάσει της δεύτερης συνέντευξής της, η αρμόδια λειτουργός εντοπίζει αντιφάσεις ανάμεσα στα λεγόμενα της Αιτήτριας και της αδερφής της.

Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στις οποίες εντοπίζεται η υπόθεση του πάστορα αλλά οι λεπτομέρειες δε συνάδουν με τις δηλώσεις της Αιτήτριας (ερ. 65 ΔΦ). Συγκεκριμένα, η λειτουργός εντόπισε άρθρο όπου καταγράφεται ότι ο Moise Mbiye, πάστορας της εκκλησίας Cite Bethel στην Κινσάσα και εξαιρετικά δημοφιλής, κατηγορήθηκε για βιασμό και παρακίνηση σε άμβλωση (η οποία απαγορεύεται δια νόμου) από μία εικοσάχρονη πρώην οπαδό και βοηθό του (ερ. 64 ΔΦ). Όπως αναφέρεται στις εξωτερικές πηγές, ο εισαγγελέας επιβεβαίωσε ότι είχε κατατεθεί καταγγελία για άμβλωση, καθώς και μία ακόμα καταγγελία για άσεμνες εικόνες που βλάπτουν την αξιοπρέπεια της συγκεκριμένης γυναίκας και δημοσιεύθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Περαιτέρω, ο δικηγόρος που χειριζόταν την καταγγελία από την πλευρά του φερόμενου ως θύματος, πυροβολήθηκε και τραυματίστηκε στις 26/01/2020, ενώ και δύο μουσικοί, πρώην μέλη του συγκροτήματος του Mbiye, βρίσκονταν υπό κράτηση για δυσφήμηση του Mbiye, καθώς είχαν στην κατοχή τους διάφορα βίντεο τα οποία εξέθεταν τον Mbiye (ερ. 54-51 ΔΦ).

Η αρμόδια λειτουργός καταλήγει ότι οι ανωτέρω πληροφορίες δε συνάδουν με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, η οποία ανέφερε ότι δολοφονήθηκαν αρκετά άτομα, ανάμεσά τους και ο πατέρας της, ενώ η κοπέλα με την οποία διατηρούσε σχέση ο πάστορας, προκύπτει ότι δεν ήταν ανήλικη (ερ. 64 ΔΦ). Ως εκ των ανωτέρω, απορρίπτει τον εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμό.

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί η Αιτήτρια δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και επομένως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι είναι εύλογα αναμενόμενο η Αιτήτρια να επιστρέψει στην περιοχή προηγούμενης διαμονής της, την Κινσάσα. Συγκεκριμένα επί τούτου, η λειτουργός παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, η οποία κρίνεται ασφαλής (ερ. 48-37 ΔΦ), ενώ υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής της εκεί. Αναλύοντας επίσης το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, επισημαίνει ότι λαμβάνει υπόψιν το φύλο, την ηλικία, την κατάσταση υγείας της, καθώς και την παρουσία κοινωνικού δικτύου, καταλήγοντας ότι πρόκειται για άτομο ικανό να εργασθεί, προηγούμενη κάτοικος της Κινσάσα, που ομιλεί γαλλικά και λινγκάλα και αποτελεί απλή πολίτη η οποία ζούσε μια φυσιολογική ζωή πριν το συμβάν με τον πάστορα, δεν συνελήφθη ούτε κρατήθηκε ποτέ και διέφυγε νόμιμα από τη χώρα της (ερ. 63 ΔΦ). Επιπλέον, η παραμονή της εκτός αυτής δεν κρίνεται δικαιολογημένη, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 ης ΕΣΔΑ (ερ. 60 ΔΦ).

Στη βάση των ανωτέρω, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, καθώς και την επιστροφή της στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Η Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου εγκρίθηκε από αρμοδίως εξουσιοδοτημένο λειτουργό από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 20/06/2022 και απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας (ερ. 71 ΔΦ).

Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια δια χειρός στις 27/06/2022, στην παρουσία διερμηνέα που μετέφρασε το περιεχόμενό της και την αιτιολόγησή της στην Αιτήτρια στα Lingala (ερ. 75 ΔΦ).

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτών άσυλο ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτών διεθνούς προστασίας πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Κατά την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξιοπιστία ενός αιτούντος άσυλο. Προς τούτο τονίζω ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων».

Ακολούθως, κατά την απόφαση του ΔΕΕ, C – 277/11 M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, αποφ. ημερ. 22/11/2012 η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο αυτοτελή στάδια: «Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.» Η εξακρίβωση των πραγματικών (ή ουσιωδών) περιστατικών είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που δύναται να αντιμετωπίσει ο εκάστοτε αιτών, εφόσον από αυτά θα προκύψουν γεγονότα που πιθανόν να τεκμηριώνουν παρελθούσα δίωξη ή γεγονότα που στην συνολική αξιολόγηση της αίτησης είναι καθοριστικά για μελλοντική δίωξη.[1]

Έχοντας παραθέσει το νομικό πλαίσιο εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Αξιολόγηση των ισχυρισμών

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, του εν γένει προφίλ και της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, συμφωνώ με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και υιοθετώ την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση.

Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση, όσον αφορά την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθές και τεκμηριωμένες επισημάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους πτυχές του εν λόγω ισχυρισμού. Συνολικά, οι απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού κρίθηκαν αόριστες και επιφανειακές, στερούμενες προσωπικού και βιωματικού στοιχείου, καθώς και της απαιτούμενης ευλογοφάνειας. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού, όπως καταγράφονται στην έκθεση-εισήγηση, γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογες και βάσιμες, πλήττοντας ουσιωδώς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας. Συνεπώς, δεν εντοπίζω κανένα λόγο διαφοροποίησης από τα πορίσματα του αρμόδιου λειτουργού.

Γενικά, είναι εύλογο να αναμένεται ότι μια αξίωση για διεθνή προστασία θα παρουσιάζεται ουσιαστικά και επαρκώς λεπτομερής, τουλάχιστον όσον αφορά τα πλέον σημαντικά γεγονότα που τη στηρίζουν. Σύμφωνα με το Άρθρο 4, Παράγραφος 1 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (πρώην Οδηγία 2004/83/ΕΕ), εναπόκειται, καταρχήν, στον αιτούντα να προσκομίσει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών και η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων συνιστούν, κατά το Άρθρο 4, Παράγραφος 5(β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ένδειξη έλλειψης σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όταν η αίτηση στερείται συνοχής, σαφήνειας ή πειστικότητας. Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, όπως η ηλικία της, το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, καθώς και την απουσία ενδείξεων ευαλωτότητας[2], κρίνω ότι ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στηρίξει την αίτησή της με την προβολή μιας αυθεντικής και βιωματικής εμπειρίας. Η αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτούντος διεθνούς προστασίας συνιστά καθοριστικό παράγοντα για την αποδοχή του αιτήματός του. Κατά τη νομολογία των εθνικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας πρέπει να βασίζεται όχι μόνο στη συνέπεια και συμβατότητα με την πληροφόρηση για τη χώρα καταγωγής, αλλά και στη βιωματική εδραίωση των ισχυρισμών, δηλαδή την παρουσίαση προσωπικής και άμεσης εμπειρίας του κινδύνου[3].

Στην παρούσα υπόθεση, κρίνεται ότι οι δηλώσεις και οι επεξηγήσεις της Αιτήτριας δεν προσδίδουν στους ισχυρισμούς της την απαραίτητη βιωματική χροιά, ώστε να ενισχύσουν την αξιοπιστία τους. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση JB (DR Congo) [UKIAT 00012/2003][4], η αδυναμία του αιτούντος να περιγράψει με σαφήνεια προσωπικά βιώματα, ιδίως αναφορικά με τον πυρήνα του φόβου δίωξης, ενδέχεται να επιφέρει αρνητική κρίση επί της αξιοπιστίας του. Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας  στην υπόθεση IR v Minister for Justice[5], όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η έλλειψη συγκεκριμένων και εμπειρικών εξηγήσεων καθιστά τους ισχυρισμούς αόριστους και μη πειστικούς, αρκεί η κρίση αυτή να ερείδεται σε ορθά και αντικειμενικά δεδομένα. Επιπλέον, στην υπόθεση HK v Secretary of State for the Home Department (EWCA)[6], αναγνωρίστηκε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ποιότητα και εσωτερική συνοχή της αφήγησης, σε συνδυασμό με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, και ότι το ελλιπές βιωματικό περιεχόμενο καθίσταται προβληματικό όταν η αφήγηση κρίνεται αόριστη και επιφανειακή. Τέλος, το ΔΕΕ στην υπόθεση Shepherd (C-472/13) έκρινε ότι ο ισχυρισμός πρέπει να παρουσιάζεται κατά τρόπο ευλογοφανή (plausible) και προσωποποιημένο, ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση του κινδύνου ως άμεσου και εξατομικευμένου ​​

Ενόψει των ανωτέρω, τεκμαίρεται ότι στην παρούσα περίπτωση, η αποτίμηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας βασίστηκε ορθώς στην απουσία προσωπικού και βιωματικού στοιχείου στους ισχυρισμούς της, όπως επιβάλλεται από τη συναφή νομολογία και τις ενωσιακές κατευθύνσεις. Η έλλειψη συγκεκριμένων αφηγήσεων, η αοριστία των απαντήσεων και η αδυναμία να περιγραφεί ο προσωπικός κίνδυνος καθιστούν την αίτηση μη επαρκώς θεμελιωμένη από την άποψη της αξιοπιστίας.

Ενδεικτικά και σε συνδυασμό με τα όσα καταγράφουν η Καθ’ων η Αίτηση δια την έκθεση εισήγησης παρατηρώ τα ακόλουθα; Η Αιτήτρια δηλώνει επανειλημμένα ότι δεν γνωρίζει ποιοι ήταν οι δράστες της δολοφονίας του πατέρα της (ερ.. 26 δ.φ.: "We were in the room and were hearing what they were saying... we didn’t see them"). Ωστόσο, στις ίδιες ή/και σε επόμενες δηλώσεις υποστηρίζει ότι τους έστειλε ο πάστορας (ερ.. 25–27 δ.φ.: “The pastor was afraid, and he sent some people to our house to take back this machine…”), με στόχο να ανακτήσουν ένανλάθοςυπολογιστή. Η εν λόγω αντίφαση πλήττει καίρια την αξιοπιστία των ισχυρισμών της, καθώς δεν είναι δυνατόν ταυτόχρονα να μην γνωρίζει ποιοι είναι οι δράστες και να γνωρίζει ποιος τους απέστειλε.

Επιπλέον η Αιτήτρια και η οικογένειά της, ενώ φέρονται να ήταν μάρτυρες σοβαρών εγκληματικών ενεργειών (πυροβολισμοί, δολοφονία πατέρα), δεν προέβησαν σε καμία επικοινωνία ή καταγγελία στην αστυνομία. Η εξήγηση που δίδεται ότι «δεν υπήρχε αριθμός να καλέσουν» ή ότι η αστυνομία «φοβάται τους γκάνγκστερς» (ερ. 26 δ.φ.: “...there was no number to call… the police is afraid of gangsters”) είναι αόριστη και ατεκμηρίωτη. Παράλληλα, στην ερώτηση γιατί ουδέποτε πήγαν στην αστυνομία, η απάντηση παραμένει ασαφής και γενικόλογη (ερ. 26–27 δ.φ.). Το γεγονός αυτό ενισχύει την εντύπωση ότι δεν υπήρξε πραγματικός ή επείγων κίνδυνος που να τους ανάγκαζε να ενεργήσουν υπό πίεση ή φόβο.

Η αφήγηση γύρω από τον “λάθος υπολογιστή” παρουσιάζει επίσης σοβαρά λογικά κενά και έλλειψη πειστικότητας. Η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι ο πατέρας της δολοφονήθηκε επειδή είχε έναν υπολογιστή με ενοχοποιητικό υλικό, αλλά οι δράστες πήραν λάθος μηχάνημα (ερ. 27 δ.φ: “They got the wrong machine”). Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι γνώριζαν πως ο «σωστός» υπολογιστής βρισκόταν στην κατοχή της, ωστόσο δεν έκαναν καμία απόπειρα επίθεσης εναντίον της, παρότι υποστηρίζει ότι «την αναζητούν» ( ερ. 24, 25, 27 δ.φ.). Η ασυνέπεια αυτή υπονομεύει τον ισχυρισμό ότι διατρέχει σοβαρό και εξακολουθητικό κίνδυνο.

Ακόμη, η Αιτήτρια αρχικά αναφέρει ότι ο πάστορας ήταν σε ερωτική σχέση με ανήλικη και ότι ο πατέρας της είχε στην κατοχή του ενοχοποιητικό υλικό (φωτογραφίες) που δημοσιεύτηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (σελ. 25–26). Ωστόσο, στη συνέχεια αναφέρει ότι ο πάστορας αρνείται πως τις δημοσίευσε και «το θέμα είναι στα δικαστήρια» (ερ. 26–27 δ.φ.), χωρίς καμία τεκμηρίωση ή συγκεκριμένο στοιχείο (ημερομηνία, όνομα, έγγραφο). Η απουσία οποιασδήποτε αποδεικτικής ύλης ενισχύει τον ενδοιασμό για την εγκυρότητα των ισχυρισμών της.

Περαιτέρω σε καίριες ερωτήσεις όπως αν οι κρατικές αρχές της χώρας καταγωγής της θα μπορούσαν να την προστατεύσουν, η Αιτήτρια απαντά με γενικόλογες φράσεις (“We know how those things go” – ερ. 24 δ.φ.), χωρίς αναφορά σε αποτυχία συγκεκριμένων αρχών ή αποδεδειγμένη αδυναμία προστασίας. Επιπλέον, επικαλείται γενική “ανασφάλεια” στη χώρα (ερ. 24 δ.φ.), χωρίς όμως να παραθέτει εξατομικευμένα στοιχεία δίωξης ή συγκεκριμένων επιθέσεων μετά τη διαφυγή της, ώστε να θεμελιώσει βάσιμο και εξατομικευμένο φόβο.

Η αφήγηση της Αιτήτριας πάσχει σοβαρά σε επίπεδο εσωτερικής αξιοπιστίας, παρουσιάζοντας αντιφάσεις, λογικές ασυνέπειες, ασαφείς περιγραφές και πλήρη απουσία τεκμηρίωσης. Οι δηλώσεις της περί απειλής δεν συνοδεύονται από αποδείξεις, ενώ τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης (π.χ. ταυτότητα δραστών, ρόλος πάστορα, λόγος δολοφονίας, αδράνεια απέναντι στην αστυνομία) παραμένουν αμφίβολα. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια δεν καθίσταται πειστική ως προς το βάσιμο και εξατομικευμένο φόβο δίωξης που επικαλείται, ούτε προκύπτει ότι οι κρατικές αρχές αδυνατούν ή αρνούνται να της παράσχουν προστασία.

Ενόψει των πιο πάνω φρονώ ότι, το αίτημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κατά το οποίο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να γίνει δεκτή μόνο αν η αφήγηση είναι συνεπής, πειστική και συμφωνεί με γενικά γνωστά δεδομένα. Στην προκείμενη υπόθεση, η Αιτήτρια δεν πληροί καμία από αυτές τις προϋποθέσεις. Περαιτέρω, δεν τεκμηριώνεται βάσιμος και εξατομικευμένος φόβος δίωξης, καθώς:

  • οι κίνδυνοι που επικαλείται η Αιτήτρια βασίζονται σε υποθέσεις και εικασίες,
  • δεν προκύπτει οποιαδήποτε εξατομικευμένη στοχοποίησή της μετά τη δολοφονία του πατέρα της,
  • ενώ η απουσία διώξεων ή απειλών σε βάρος της για διάστημα άνω του έτους αποδυναμώνει περαιτέρω την αιτιολογία του αιτήματος (ερ. 24 δ.φ.).

Επιπροσθέτως, δεν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 7 παρ. 2 της ίδιας Οδηγίας αναφορικά με την αδυναμία παροχής προστασίας από τις κρατικές αρχές. Η Αιτήτρια δεν προέβη σε οιαδήποτε ενέργεια προσφυγής σε αρχές ούτε προσκόμισε στοιχεία γενικευμένης ατιμωρησίας ή διαφθοράς που θα δικαιολογούσαν την αδράνειά της (ερ. 26–27 δ.φ.). Η απλή επίκληση «γενικής ανασφάλειας» είναι ανεπαρκής κατά πάγια νομολογία. (βλ. π.χ. ΣτΕ 1035/2022, ΔΕΕ C-255/19).

Σημαντική είναι επίσης η έλλειψη τεκμηρίωσης της απουσίας δυνατότητας εσωτερικής προστασίας. Το άρθρο 8 της ίδιας Οδηγίας προβλέπει ότι διεθνής προστασία απονέμεται μόνο όταν δεν είναι δυνατή η προστασία ούτε σε άλλο τμήμα της χώρας καταγωγής. Η Αιτήτρια, ωστόσο, δεν αιτιολογεί γιατί δεν θα μπορούσε να μετακινηθεί εντός της χώρας της και να λάβει επαρκή προστασία, περιοριζόμενη σε αόριστες αναφορές για το «πώς είναι τα πράγματα εκεί» (ερ. 24 δ.φ.).

Τέλος, η πλήρης έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, ακόμα και για τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης (δολοφονία πατέρα, περιεχόμενο υπολογιστή, διαδικασία διαφυγής), δεν δύναται να καλυφθεί από τις προβλέψεις του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, καθώς η αφήγηση είναι αντιφατική, αόριστη και μη πειστική.

Ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της αντικειμενικής αδυναμίας θεμελίωσης βάσιμου και εξατομικευμένου φόβου δίωξης, της ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας και της αδυναμίας επίκλησης των προβλέψεων των άρθρων 2, 4, 7 και 8 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το αίτημα της Αιτήτρια δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεών του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών, καθώς και, σε ορισμένα σημεία, η έλλειψη ευλογοφάνειας, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε—οι οποίες προκύπτουν εύλογα από το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης—οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης, ο οποίος απορρέει από τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της. Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας εναπόκειται πρωτίστως στον Αιτητή, ο οποίος οφείλει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε θύμα δίωξης στη χώρα καταγωγής του, ώστε, βάσει των πραγματικών περιστατικών, να πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή την παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ωστόσο, εκτιμώ ότι η Αιτήτρια απέτυχε να το πράξει στην παρούσα υπόθεση. (Βλ. William Crisantha Mal Francis Karumarathna v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1875/08, ημερ. 1.3.2010, καθώς και το Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, το οποίο ορίζει ότι ο Αιτητής οφείλει με ειλικρίνεια να θεμελιώσει το αίτημά του—βλ. υπόθεση αρ. 1119/2009, ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012, Farhan Khalil v. Κυπριακή Δημοκρατία).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία, όμως, δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και, βάσει αυτών, έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου).

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί δίωξής της ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών, οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου Edward Eskandaz ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας παρέχεται μόνο όταν η Αιτήτρια έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτήν στοιχεία σχετικά με την αίτησή της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος έχουν ικανοποιηθεί ότι είναι γενικά αξιόπιστη. Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε, είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, οποιονδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, η κρίση επί της αξιοπιστίας της Αιτήτριας και η έγερση κωλύματος στην έγκριση της αίτησης για λόγους αναξιοπιστίας ως προς τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς είναι επιτρεπτή (βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Khalil ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με την Αιτήτρια κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[7]. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της Αιτήτριας στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου, ούτε από άλλα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης, ούτε από όσα εξέθεσε τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω του συνηγόρου της, προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους», οι οποίοι να οδηγούν στην κρίση ότι η Αιτήτρια μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής της κατάστασης, ότι πράγματι θα υποστεί πράξεις δίωξης [8] από κάποιον πάστορα. Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις που να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή λόγω της επανάληψής τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών, τα οποία επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[9]

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού η αρμόδια αρχή προέβη σε εξωτερική διερεύνηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, με αναζήτηση σχετικών δημοσιευμάτων και πληροφοριών από το διαδίκτυο. Διαπιστώθηκε ότι όντως υφίσταται σκάνδαλο που αφορά τον πάστορα Moise Mbiye και σχετίζεται με καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση, άμβλωση και δημοσίευση άσεμνων εικόνων της 20χρονης Eliane Bafeno, πρώην ακολούθου και βοηθού του. Η εισαγγελία της Κινσάσα επιβεβαίωσε την ύπαρξη κατηγοριών για άμβλωση και δημοσίευση ακατάλληλου υλικού στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ υπάρχει και καταγεγραμμένο περιστατικό πυροβολισμού δικηγόρου που χειριζόταν την υπόθεση (ερ. 56-59 δ.φ.).

Ωστόσο, η Αιτήτρια δεν ταυτίζεται ούτε συνδέεται άμεσα με τα καταγγελλόμενα πρόσωπα της υπόθεσης, ούτε προσκομίζει αποδεικτικά ότι η ίδια στοχοποιείται λόγω του εν λόγω σκανδάλου. Οι αναφορές της για τον θάνατο του πατέρα της και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει δεν επιβεβαιώνονται από τις εξωτερικές πηγές. Αντίθετα, τα ευρήματα διαψεύδουν τους ισχυρισμούς της, καθώς αναφέρουν μόνο τη δολοφονία του δικηγόρου και όχι άλλους φόνους, όπως αυτούς που η αιτήτρια υποστηρίζει (π.χ. του πατέρα της). Επίσης, δεν τεκμηριώνεται η εμπλοκή του πάστορα σε αποστολή ανθρώπων για δολοφονία, όπως η αιτήτρια ισχυρίζεται.

Το Δικαστήριο προέβη και σε σχετική δική του έρευνα επί του εν λόγω ισχυρισμού σχετικά με τον πάστορα Moïse Mbiye και τη φερόμενη εμπλοκή του σε σκάνδαλα, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)] όπου προκύπτουν τα ακόλουθα ευρήματα:

Τον Ιανουάριο του 2020, η 20χρονη Eliane Bafeno, πρώην ακόλουθος και βοηθός του πάστορα Mbiye, υπέβαλε μήνυση εναντίον του για βιασμό και εξαναγκασμό σε άμβλωση. Σύμφωνα με τον δικηγόρο της, η Bafeno δέχθηκε να υποβληθεί σε άμβλωση προκειμένου να προστατεύσει την εικόνα του πάστορα[10].

Ο πάστορας Mbiye αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι η σχέση του με την Bafeno ήταν συναινετική και ότι εκείνη είχε δηλώσει ψευδώς την ηλικία της ως ανήλικη κατά τον χρόνο των γεγονότων . Η υπόθεση προκάλεσε έντονες συζητήσεις και ανησυχίες σχετικά με τη λειτουργία των ευαγγελικών εκκλησιών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.[11]

Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, ο δικηγόρος της Bafeno, Justin Lunanga, δέχθηκε πυροβολισμούς και τραυματίστηκε στις 26 Ιανουαρίου 2020. Επιπλέον, κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο φερόμενα ερωτικά βίντεο που φέρονται να εμπλέκουν τον Mbiye, γεγονός που περιέπλεξε περαιτέρω την υπόθεση.[12]

Στις 4 Φεβρουαρίου 2020, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αντιπαράθεση μεταξύ του Mbiye και της Bafeno στο δικαστήριο, όπου η Bafeno επανέλαβε τις κατηγορίες της, ενώ ο Mbiye αρνήθηκε οποιαδήποτε αδικοπραγία . Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 2020, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων[13].

Η εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτρια πλήττεται ουσιωδώς, τόσο βάσει των ευρημάτων της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και κατόπιν ανεξάρτητης έρευνας σε διεθνή έγκυρα μέσα ενημέρωσης. Παρότι επιβεβαιώνονται καταγγελίες εις βάρος του πάστορα Moïse Mbiye για σεξουαλική κακοποίηση και εξαναγκασμό σε άμβλωση από τρίτο πρόσωπο (Eliane Bafeno), ουδεμία αναφορά υφίσταται ως προς εμπλοκή του πατέρα της Αιτήτρια ή στοχοποίηση της ίδιας ή της οικογένειάς της. Επιπλέον, η υπόθεση έχει τεθεί στο αρχείο από τις αρμόδιες αρχές του Κονγκό ήδη από το 2020, λόγω έλλειψης αποδεικτικού υλικού, γεγονός που ακυρώνει κάθε ισχυρισμό περί υφιστάμενης ή επικείμενης απειλής.

Η αποτυχία της Αιτήτριας να τεκμηριώσει οποιαδήποτε σύνδεση με την εν λόγω υπόθεση, καθώς και η αδυναμία της να παρουσιάσει επίκαιρες ενδείξεις καταδίωξης, καταδεικνύει έλλειψη εξωτερικής αξιοπιστίας. Η εξωτερική αξιοπιστία, προϋποθέτει συνέπεια των ισχυρισμών με αντικειμενικά και διασταυρωμένα στοιχεία, όπως είναι οι επίσημες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (COI). Η εν λόγω απαίτηση απορρέει και από το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, όπου προβλέπεται ότι η αξιολόγηση των περιστάσεων λαμβάνει υπόψη και την εν γένει αξιοπιστία της Αιτήτριας και των δηλώσεών της. Κατ’ ακολουθίαν,  η απουσία συσχέτισης των ισχυρισμών της Αιτήτριας με τα εξωτερικά στοιχεία συνιστά ουσιαστική έλλειψη εξωτερικής αξιοπιστίας, η οποία επιδρά καταλυτικά στην αμφισβήτηση της βασιμότητας της αίτησης διεθνούς προστασίας.

Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι οι δηλώσεις της, όπως αυτές διατυπώνονται στην ελεύθερη αφήγησή της κατά την προσωπική της συνέντευξη, χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών πληροφοριών. Η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με την υποτιθέμενη δίωξη από κάποιον πάστορα, ούτε κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης εξαιτίας αυτού. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η προϋπόθεση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Δεδομένης της έλλειψης τεκμηριωμένης εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών της Αιτήτριας, όπως αναλύεται εκτενώς ανωτέρω, ο ισχυρισμός της περί φόβου δίωξης από τον πάστορα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και, συνεπώς, απορρίπτεται στο σύνολό του.

Συνεπακόλουθα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ορθώς η εσωτερική αλλά και η εξωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, οι οποίοι ορθώς έγιναν αποδεκτοί από την αρμόδια λειτουργό –ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής της– δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και, επομένως, δεν συνιστούν επαρκή βάση για την αναγνώρισή της ως πρόσφυγα.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει, στην περίπτωση της Αιτήτριας, οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής της, για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η Υπηρεσία Ασύλου, στην έκθεση/εισήγησή της, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό της και, για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Επιπλέον, ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια παρουσίασε περαιτέρω στοιχεία ή μαρτυρία για να καλύψει τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αντιφάσεις παραμένουν και η κρίση της διοίκησης λαμβάνεται ως ορθή από το Δικαστήριο (F.E.E. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αριθ. 2407/22, ημερ. 21/02/2023). Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό –ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία, ο τόπος καταγωγής και ο τόπος συνήθους διαμονής της– δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα.

Ως προς την αξιολόγηση του κινδύνου, συμφωνώ με τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση, όπως αυτά καταγράφονται στην έκθεση–εισήγηση. Στην υπό κρίση περίπτωση, η χώρα καταγωγής είναι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) και, ειδικότερα, η περιοχή της Κινσάσα. Παρότι η ΛΔΚ συνολικά αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ασφάλειας λόγω ενόπλων συγκρούσεων, εθνοτικής και πολιτικής βίας καθώς και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων – κυρίως στα ανατολικά της χώρας (π.χ. Ituri, Βόρειο και Νότιο Κίβου) – η Κινσάσα δεν επηρεάζεται από αυτές τις καταστάσεις ( Ερ. 48–37 δ.φ.).

Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται γενικευμένος κίνδυνος στην εν λόγω περιοχή, γεγονός που αποκλείει την επίκληση σοβαρής βλάβης στη βάση της γενικής κατάστασης ασφαλείας.

Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν ανήκει σε ευάλωτη ή στοχοποιημένη ομάδα. Δεν είναι πολιτική ακτιβίστρια, μέλος μειονότητας, δημοσιογράφος, πρόσωπο με δημόσιο προφίλ κ.λπ., ούτε επικαλείται συγκεκριμένες απειλές ή περιστατικά που να συνδέονται με το πρόσωπό της. Δεν εντάσσεται σε καμία αναγνωρισμένη ομάδα κινδύνου και πρόκειται για απλό πολίτη.

Παράλληλα, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε στόχος των αρχών ή ότι συμμετείχε σε δραστηριότητες οι οποίες θα μπορούσαν να την θέσουν στο στόχαστρο. Δεν έχει συλληφθεί, κρατηθεί, ανακριθεί ή αναζητηθεί για οποιονδήποτε λόγο (ερυθρό 24–4Χ δ.φ.). Έφυγε νομίμως από τη χώρα, με ταξιδιωτικά έγγραφα, χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα (ερυθρά. 29–5Χ, 6Χ δ.φ.).

Ως προς το προφίλ και τις προσωπικές της περιστάσεις, η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, γεννηθείσα και μεγαλωμένη στην περιοχή της Κινσάσα, όπου και διέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της μέχρι την αποχώρησή της από τη χώρα. Όπως προκύπτει από τις δηλώσεις της, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ομιλεί τη Lingala καθώς και λίγα Γαλλικά, γεγονός που υποδηλώνει βασικό μορφωτικό υπόβαθρο και στοιχειώδη ικανότητα κοινωνικής ένταξης.

Είναι άγαμη, χωρίς τέκνα, και δεν προκύπτουν προβλήματα υγείας ή ενδείξεις ευαλωτότητας. Ωστόσο, αναφορικά με το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον στη χώρα καταγωγής, οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται από εσωτερικές αντιφάσεις και αοριστία. Συγκεκριμένα, ενώ αρχικά δήλωσε ότι δεν διαθέτει συγγενείς πέραν της αδελφής της, σε μεταγενέστερο στάδιο αναφέρθηκε σε συγγενείς από την πλευρά του πατέρα της, χωρίς να προσδιορίσει με σαφήνεια τον τόπο διαμονής τους ή τη φύση της σχέσης τους.

Παράλληλα, επικαλέστηκε αόριστα την ύπαρξη φιλικών προσώπων στη χώρα καταγωγής, χωρίς να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία.

Καταλήγω, συνεπώς, ότι οι πολλαπλές ασάφειες, αντιφάσεις και εναλλαγές στις δηλώσεις της Αιτήτριας υπονομεύουν σοβαρά την αξιοπιστία της. Η διαφοροποίηση των ισχυρισμών της αναφορικά με την ύπαρξη συγγενών στη χώρα καταγωγής της – άλλοτε μέσω πλήρους άρνησης και άλλοτε μέσω ασαφών αναφορών σε αδέλφια του πατέρα της – καθώς και οι γενικόλογες και ατεκμηρίωτες αναφορές σε φιλικά πρόσωπα, δεν επιτρέπουν τη διατύπωση ασφαλούς κρίσης ως προς την ύπαρξη ή μη υποστηρικτικού οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλοντος.

Δεδομένου ότι η Αιτήτρια έχει συνολικά κριθεί ως αναξιόπιστη, οι δηλώσεις της περί έλλειψης οικογενειακού και κοινωνικού δικτύου δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε επαρκώς τεκμηριωμένες ούτε ευλόγως αξιόπιστες. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της περί αδυναμίας εξασφάλισης υποστήριξης σε περίπτωση επιστροφής στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό καθίσταται μη πειστικός και ουσιωδώς αμφισβητήσιμος.

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω και για λόγους πληρότητας ελέγχου, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει αυτεπαγγέλτως σε εξέταση των γενικότερων συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, με βάση έγκυρες πηγές πληροφόρησης (COI) και συναφή νομολογία. Από την εν λόγω έρευνα προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

Συνταγματικό νομικό πλαίσιο για την προστασία των γυναικών στη ΛΔΚ

Το Σύνταγμα της ΛΔΚ στο άρθρο 14 ορίζει ότι: 

«[ανεπίσημη μετάφραση] Οι δημόσιες αρχές πρέπει να διασφαλίζουν την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης κατά των γυναικών και την προστασία και προώθηση των δικαιωμάτων τους. Λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα σε όλους τους τομείς, ιδίως στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα, για να εξασφαλιστεί η πλήρης υλοποίηση και πλήρης συμμετοχή των γυναικών στην ανάπτυξη του έθνους. 

Πρέπει να λάβουν μέτρα για την καταπολέμηση κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών στη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Οι γυναίκες έχουν δικαίωμα σε δίκαιη εκπροσώπηση σε εθνικούς, επαρχιακούς και τοπικούς θεσμούς. Το κράτος εγγυάται την εφαρμογή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε αυτούς τους θεσμούς»[14].

Διακρίσεις κατά των γυναικών

Πρόσφατες πηγές που εντόπισε σε COI query η EUAA που δημοσιεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2024,[15] ανέφεραν ότι παρά τη συνταγματική απαγόρευση των διακρίσεων κατά των γυναικών, αντιμετώπισαν διακρίσεις σε όλες τις πτυχές της ζωής τους.[16] Η έκθεση Bertelsmann Stiftung για τη ΛΔΚ, που καλύπτει την περίοδο από 1 Φεβρουαρίου 2021 έως 31 Ιανουαρίου 2023, σημείωσε ότι η χώρα «χαρακτηρίζεται από μια βαθιά ενσωματωμένη πατριαρχική κουλτούρα που περιλαμβάνει νόμους και παραδοσιακά έθιμα που συμβάλλουν στις διακρίσεις κατά των γυναικών». Επιπλέον, παρόλο που είναι παράνομο, οι γυναίκες και τα κορίτσια υφίστανται διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα. Οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια και αντιμετωπίζουν τακτικά σεξουαλική βία.[17] Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023, σημείωσε ότι οι νεαρές ανύπαντρες μητέρες αντιμετώπιζαν συχνά «κοινωνικό στίγμα».[18]

Το Ίδρυμα Bertelsmann ανέφερε επίσης ότι, αν και στη ΛΔΚ οι γυναίκες «γίνονταν ολοένα και μεγαλύτεροι πάροχοι για τις οικογένειές τους», συνέχισαν να «υφίστανται βιασμούς και παραβιάσεις των πολιτικών τους δικαιωμάτων.[19]

Πρόσβαση στην εργασία

Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2024, το Radio France Internationale (RFI) ανέφερε ότι στη ΛΔΚ, μια οικογένεια στις τρεις είναι μονογονεϊκή οικογένεια. Η ίδια πηγή ανέφερε επίσης ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχών του Κονγκό, περίπου το 36% των γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των διαζευγμένων γυναικών και των χηρών, μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους. Το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι στην Κινσάσα, μια μονογονεϊκή οικογένεια συχνά σημαίνει ακραία επισφάλεια, ιδιαίτερα για τις γυναίκες σε άτυπες θέσεις εργασίας.[20]

Στην ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023, αναφέρθηκε ότι οι γυναίκες αντιμετώπιζαν οικονομικές διακρίσεις στη ΛΔΚ. Ο νόμος επιτρέπει στις γυναίκες να συμμετέχουν σε οικονομικούς τομείς χωρίς την έγκριση ανδρών συγγενών τους, προβλέπει φροντίδα για τη μητρότητα, απαγορεύει τις ανισότητες που συνδέονται με την καταβολή προίκας και καθορίζει πρόστιμα και άλλες κυρώσεις για όσους ασκούν διακριτική μεταχείριση ή ασκούν βία λόγω φύλου. Η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε αποτελεσματικά τον νόμο. Οι γυναίκες βίωσαν οικονομικές διακρίσεις και υπήρχαν νομικοί περιορισμοί για τις γυναίκες στην απασχόληση.[21]

Πρόσβαση σε κοινωνική ασφάλιση

Σύμφωνα με άρθρο των Equal Times, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την κοινωνική ασφάλιση στη ΛΔΚ παρέμεινε «σε μεγάλο βαθμό θεωρητικό», επειδή σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού εργάζεται στην άτυπη οικονομία και δε συνεισφέρει στο Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης (CNSS), με αποτέλεσμα να μη λαμβάνει ούτε οποιαδήποτε υποστήριξη.[22]

Κρατική προστασία

Ο νόμος για τη σεξουαλική βία ποινικοποιεί τον βιασμό όλων των προσώπων, αλλά συχνά έμεινε ανεφάρμοστος σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καλύπτει το 2023. Διεθνείς οργανισμοί και τοπικές ΜΚΟ ανέφεραν ότι οι γυναίκες που επέζησαν από βιασμό αναγκάζονταν μερικές φορές να πληρώσουν πρόστιμο για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Οι περισσότερες επιζήσασες βιασμού δεν ακολούθησαν επίσημη νομική δράση λόγω ανεπαρκών πόρων, έλλειψης εμπιστοσύνης στο δικαστικό σύστημα, οικογενειακής πίεσης και φόβου να υποβληθούν σε ταπείνωση, αντίποινα ή και τα δύο. Κρατικοί πράκτορες βίασαν και κακοποίησαν σεξουαλικά γυναίκες και κορίτσια κατά τη διάρκεια της σύλληψης και της κράτησης τους.[23]

Η ίδια έκθεση του USDOS ανέφερε ότι ο νόμος απαγόρευε τη σεξουαλική παρενόχληση και προέβλεπε ελάχιστη ποινή ενός έτους σε περίπτωση καταδίκης, αλλά δεν υπήρχε αποτελεσματική επιβολή του νόμου. Εκτεταμένα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα. Υπήρξαν αναφορές ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας και οι κυβερνητικοί πράκτορες υποκίνησαν, διέπραξαν ή συγγνώμησαν ρητά ή σιωπηρά τη σεξουαλική παρενόχληση.[24]

Σύμφωνα με άλλες πηγές οι περισσότερες περιπτώσεις έμφυλης βίας δεν καταγγέλονται,[25] «λόγω του φόβου στιγματισμού, του αποκλεισμού, της αντεκδίκησης, της απόρριψης και της κουλτούρας της ατιμωρησίας». Το στίγμα που σχετίζεται με αυτό, πολλές γυναίκες συνεχίζουν να υποφέρουν σιωπηλά» και «πολλές περιπτώσεις» σεξουαλικής επίθεσης «δεν καταγγέλθηκαν».[26]

Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν δεν έχει οικονομικά μέσα.[27] 

Σε παλαιότερη έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι: «Η Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[28] Όπως προαναφέρθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατριαρχική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[29] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[30] Αυτές οι μεροληπτικές συμπεριφορές έναντι των γυναικών έχουν συμβάλει σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και σε εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο. Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία».[31] H ίδια έκθεση συνεχίζει: «Οι ανύπαντρες γυναίκες στην Κινσάσα συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, για τον λόγο αυτό πολλές γυναίκες από μητριαρχικά νοικοκυριά προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να ελαττώσουν την ευαλωτότητά τους.[32] Από την άλλη πλευρά, η [ΜΚΟ] Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Κινσάσα θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση.[33] Η πηγή πρόσθεσε ότι οι ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές. Καθώς οι ανύπαντρες γυναίκες βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά.[34] Στις χήρες και στις γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας, επειδή δεν είναι σε θέση να κληρονομήσουν την περιουσία και τα περιουσιακά στοιχεία του εκλιπόντος συζύγου τους[35]».[36]

Περαιτέρω, η απάντηση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο) αναφορικά με την κατάσταση των γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Κινσάσα κατά το διάστημα 2017 - 2019, επιβεβαιώνει όλα τα ανωτέρω για τις γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο. Η ως άνω απάντηση συμπληρώνει αναφορικά με τα «παιδιά του δρόμου» και δη, τα κορίτσια ότι «οι έμφυλες διαφορές είναι ορατές μεταξύ των παιδιών του δρόμου στην Κινσάσα: τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να έχουν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους για να ζήσουν μια ζωή στο δρόμο (που συχνά περιλαμβάνει σεξουαλική εργασία) και είναι εντονότερα στιγματισμένα, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη την επανένωση με τις οικογένειές τους.[37] Κορίτσια και νέες γυναίκες χωρίς οικονομική υποστήριξη από τις οικογένειές τους ή άλλα δίκτυα—είτε επειδή έχουν μεταναστεύσει μόνες στην πρωτεύουσα, έμειναν ορφανές ή απορρίφθηκαν από τους γονείς ή την οικογένειά τους ή όταν οι γονείς τους περιμένουν από αυτές να συνεισφέρουν στο κόστος του νοικοκυριού—συχνά επιδίδονται σε σεξουαλική εργασία ή συναλλακτικές σεξουαλικές επαφές, όπως αποκαλύπτει έρευνα που έγινε στην Κινσάσα»[38].[39]

Εν κατακλείδι, η έρευνα του DIS αναφέρει ότι «ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως. Ένα τέτοιο πρόσωπο αντιμετωπίζει προβλήματα εξεύρεσης κατοικίας, εργασίας και έπειτα οικονομικών πηγών. Επιπλέον ένα τέτοιο πρόσωπο θα έχει προβλήματα με το φαγητό και την πρόσβαση στην υγεία σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας».[40]

Αναφορικά με την πρόσβαση στην εργασία συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά δημοσιευμένη το 2019, παραπέμπει σε πηγές οι οποίες αναφέρουν ότι οι γυναίκες στην Κινσάσα στρέφονται προς το άτυπο εμπόριο[41] για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Ένα άρθρο στη L' Avenir,[42] μιας καθημερινής εφημερίδας της Κινσάσα, σχετικά με τις ανάγκες των ανύπαντρων γυναικών στο νοικοκυριό, αναφέρει: [μετάφραση] «Αυτές οι γυναίκες χρησιμοποιούν διάφορες τακτικές για να επιβιώσουν. Μερικές ασχολούνται με μικρές επιχειρήσεις, όπως η πώληση ψωμιού, το πλέξιμο των μαλλιών, το ράψιμο και ακόμη και η πορνεία» και «αδράχνουν κάθε ευκαιρία που προκύπτει στο δρόμο τους, δηλαδή ως 'nounou' (υπηρέτρια ή οικονόμος) προκειμένου να φροντίσουν το σπίτι τους».[43] Πολλές γυναίκες από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ανέλαβαν το ρόλο του κύριου παρόχου για τις οικογένειές τους. Εργάζονται συχνά σε χαμηλά αμειβόμενες και σωματικά απαιτητικές θέσεις εργασίας και πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια. Σύμφωνα με το UNDP (2017), η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι 61.2% σε σύγκριση με 69.1% για τους άνδρες.[44]

Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) στις καταληκτικές παρατηρήσεις της επί της περιοδικής έκθεσης που υποβάλλει η ΛΔΚ, οι οποίες δημοσιεύθηκαν πολύ πρόσφατα (27/02/2025), σημειώνει μια σειρά θετικών εξελίξεων αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών στη χώρα. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά στη θέσπιση συγκεκριμένων νόμων και διαταγμάτων για την ποινικοποίηση διαφόρων μορφών έμφυλης βίας και την ταχεία διεκπεραίωση των σχετικών υποθέσεων, για την προστασία και την αποκατάσταση των θυμάτων έμφυλης βίας, καθώς και την εγκαθίδρυση και λειτουργία ολοκληρωμένων πολυτομεακών κέντρων υπηρεσιών για τα θύματα έμφυλης βίας.[45]

Πρόσβαση σε στέγαση στην Κινσάσα: Η κοινωνική στέγαση δεν είναι διαθέσιμη σε γυναίκες που ζουν μόνες τους, αλλά προορίζεται για άτομα με πολιτική ή κοινωνική υποστήριξη.[46] Σύμφωνα με διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση στη ΛΔΚ, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει πρόσβαση σε στέγαση ή να αποκτήσει πρόσβαση σε καταφύγιο κάποια γυναίκα χωρίς δίκτυο στην Κινσάσα. Κατά συνέπεια, πολλές ανύπαντρες γυναίκες χωρίς δίκτυο υποστήριξης ανδρών στην Κινσάσα πρέπει να καταφύγουν σε συναλλακτικό σεξ προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο καταφύγιο με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτή την άποψη συμμεριζόταν και η Afia Mama, η οποία πρόσθεσε ότι οι επιλογές στέγασης για γυναίκες χωρίς ανδρική υποστήριξη που μετακομίζουν στην Κινσάσα από τις ανατολικές επαρχίες της ΛΔΚ είναι σε σπίτια δύο υπνοδωματίων που συνήθως φιλοξενούν 15 άτομα. Όσοι δεν έχουν μέλη της οικογένειας στην Κινσάσα θα βρουν συνήθως καταφύγια ή παράγκες κατασκευασμένες με ξύλο ή χαρτοκιβώτια.[47] Άλλες εκθέσεις επιβεβαιώνουν ότι υπήρξαν διάφορα σκάνδαλα σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση, τα οποία περιλάμβαναν εξέχοντες πολιτικούς και εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που συμμετείχαν στην αντιμετώπιση του Έμπολα. H δήλωση αυτή υποστηρίζεται από τους McLean και Modi, οι οποίοι ανέλυσαν περαιτέρω ότι οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς [υποστηρικτικό] δίκτυο στην Κινσάσα συχνά καταφεύγουν στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή ως μέσο πρόσβασης στη στέγαση καθώς και για την απόκτηση εισοδήματος. Η συμμετοχή στη σεξουαλική εργασία ή στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή συχνά στιγματίζει περαιτέρω τις γυναίκες.[48]

 Δημόσιες υπηρεσίες: Εκτός από τη σεξουαλική βία και τα αντίποινα για τις καταγγελίες, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τα ένδικα μέσα. Μετά τον βιασμό, οι γυναίκες απορρίπτονται συχνά από τις κοινότητές τους, ανεξάρτητα από το αν έχουν παιδιά ή όχι.[49] Το 40.3% των γυναικών του Κονγκό έχουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σύγκριση με το 69.1% των ανδρών.[50] Η γυναίκα χωρίς υποστήριξη κάπου άνδρα δεν έχει δικαίωμα σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τη συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά που δημοσιεύτηκε το 2019. Όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, η ίδια πηγή σημείωσε ότι η υγειονομική περίθαλψη είναι δωρεάν για ορισμένες ασθένειες όπως η φυματίωση, αλλά ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, μια [μετάφραση] «καλή ιατρική συμβουλή» σημαίνει ότι 'πάντα δίνεις κάτι' στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.[51]

Καταληκτικά, σε συνέντευξη μέσω zoom με τον José Bazonzi, από το University of Kinshasa, UNIKIN με την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας σημειώνεται σε έκθεση του Οκτωβρίου του 2022 ως προς την κατάσταση για τους ανθρώπους στην Κινσάσα χωρίς κοινωνικό δίκτυο, ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις... Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[52]

Ως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι διεθνείς εκθέσεις επιβεβαιώνουν ότι οι γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Κινσάσα ενδέχεται να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες, όπως φτώχεια, κοινωνικό στιγματισμό, επισφάλεια διαβίωσης και κίνδυνο σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, η Αιτήτρια δεν εντάσσεται σε αυτές τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες γυναικών, καθώς η προσωπική της κατάσταση διαφοροποιείται ουσιωδώς.

Η ίδια έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και διαθέτει βασικό μορφωτικό υπόβαθρο, γνωρίζοντας τη Lingala και λίγα Γαλλικά, στοιχεία που υποδηλώνουν στοιχειώδη παιδεία και ικανότητα ένταξης σε κοινωνικά και οικονομικά περιβάλλοντα. Επιπλέον, κατά δήλωσή της, εργάστηκε για δέκα έτη σε μικροπωλήσεις, γεγονός που καταδεικνύει βασική εργασιακή εμπειρία στον άτυπο τομέα, στοιχείο που —σύμφωνα με τις διεθνείς πηγές— αποτελεί το κύριο μέσο διαβίωσης για πολλές γυναίκες στην Κινσάσα.

Παρά την αρχική της δήλωση περί έλλειψης συγγενών, η ίδια μεταγενέστερα αναγνώρισε την ύπαρξη συγγενών από την πλευρά του πατέρα της, καθώς και επαφών με φιλικά πρόσωπα που διαμένουν στη ΛΔΚ. Εφόσον έχει κριθεί αναξιόπιστη, οι ισχυρισμοί της περί πλήρους απουσίας υποστηρικτικού δικτύου δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο της συνέντευξης ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι διατηρεί οικογενειακές και κοινωνικές διασυνδέσεις, οι οποίες δύνανται να λειτουργήσουν υποστηρικτικά σε περίπτωση επαναπατρισμού.

Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν είναι ανήλικη ούτε ηλικιωμένη, δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας ή ευαλωτότητες, και ως νέα ενήλικη γυναίκα χωρίς επιβαρυντικά κοινωνικά ή ιατρικά χαρακτηριστικά, δεν υπάγεται σε κατηγορία ακραίας ευαλωτότητας. Η διεθνής πρακτική και τα ευρήματα οργανισμών όπως το Afia Mama επισημαίνουν ότι οι νεαρές γυναίκες με βασική εκπαίδευση και λειτουργικές γλωσσικές δεξιότητες έχουν αυξημένες πιθανότητες κοινωνικής και οικονομικής ένταξης, ιδίως μέσω του ανεπίσημου εμπορίου ή οικιακών υπηρεσιών.

Εφόσον αναγνωρίζεται ότι η Αιτήτρια διατηρεί τουλάχιστον κάποιες κοινωνικές επαφές και έχει στο παρελθόν επωφεληθεί, δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά ότι βρίσκεται σε πλήρη κοινωνική απομόνωση ή ότι στερείται κάθε πρόσβασης σε πόρους, στέγαση ή υποστήριξη.

Λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, τον βαθμό εκπαίδευσής της, την ηλικία της, την εργασιακή της εμπειρία, την έλλειψη οποιασδήποτε αναγνωρισμένης ευαλωτότητας, καθώς και την ύπαρξη έστω και περιορισμένου κοινωνικού δικτύου, δεν τεκμηριώνεται ότι η επιστροφή της στη ΛΔΚ συνεπάγεται εξατομικευμένο ή συστημικό κίνδυνο δίωξης, ή ότι οι ενδεχόμενες δυσκολίες διαβίωσης υπερβαίνουν τις συνθήκες που αντιμετωπίζει ο γενικός πληθυσμός. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας.

Ως προς τα όσα ο συνήγορος της Αιτήτριας επικαλείται δια της γραπτής του αγόρευσης ήτοι ότι η Αιτήτρια εμπίπτει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα λόγω του φύλου της και της κατάστασης της ως γυναίκα μόνη χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο δεν γίνεται δεκτός εν προκειμένω, καθόσον δεν τεκμηριώνεται βάσιμος και εξατομικευμένος φόβος δίωξης επί τη βάσει αυτού του χαρακτηριστικού. Πράγματι, από τις κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών (UNHCR Guidelines No. 1[53] & No. 2[54]), προκύπτει ότι η ιδιότητα της γυναίκας, όταν συνδυάζεται με στοιχεία όπως η απουσία ανδρικής προστασίας, η κοινωνική περιθωριοποίηση και η αδυναμία πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες, μπορεί να συνιστά βάση ένταξης σε κοινωνική ομάδα κατά την έννοια του άρθρου 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Ωστόσο, γίνεται επίσης σαφές ότι η αναγνώριση της ιδιότητας μέλους τέτοιας ομάδας δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να θεμελιώσει προσφυγικό καθεστώς: απαιτείται περαιτέρω επίδειξη ατομικού και εξατομικευμένου φόβου δίωξης λόγω αυτής της ιδιότητας (βλ. UNHCR Guidelines [55], παρ. 19 επίσης άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).

Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της γενικής κοινωνιολογικής και θεσμικής εικόνας για τις ανισότητες και τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό — η οποία πράγματι καταγράφεται σε έγκυρες πηγές COI — η Αιτήτρια δεν προσκόμισε ούτε επικαλέστηκε οποιοδήποτε συγκεκριμένο γεγονός ή προσωπική εμπειρία που να συνιστά στοχοποίηση ή πραγματικό φόβο δίωξης λόγω της ιδιότητας αυτής. Αντιθέτως, όπως έχει αναλυθεί εκτενώς, η αίτηση της στηρίζεται σε αναξιόπιστες δηλώσεις, αλληλοαναιρούμενους ισχυρισμούς και έλλειψη τεκμηρίωσης. Επομένως, το γενικό πλαίσιο κοινωνικής ευαλωτότητας των γυναικών στην ΛΔΚ, χωρίς ατομική σύνδεση, δεν μπορεί να οδηγήσει σε τεκμηρίωση βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση της αιτούσας.

Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου την πλούσια νομολογία του Δικαστήριο (βλ. Ν. D. v. Υπηρεσία Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 7397/21, ημερ. 09/05/2023 και
MM ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.:3763/2022, 21/2/2025
), όπου τονίζεται ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτρια δεν εμπίπτει στον κατάλογο των ασφαλών τρίτων χωρών, ωστόσο αυτό δεν αίρει την υποχρέωση της Διοίκησης να εξετάσει εξατομικευμένα τους ισχυρισμούς περί ένταξης σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Εν προκειμένω, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε την απαιτούμενη έρευνα, παρέπεμψε σε αναγνωρισμένες πηγές πληροφόρησης για τη ΛΔΚ, και δεν προέκυψε ούτε συσχέτιση της Αιτήτριας με κάποια καταγεγραμμένη περίπτωση παραβίασης δικαιωμάτων, ούτε ενδείξεις απουσίας κρατικής προστασίας σε βαθμό που να στοιχειοθετεί το προβλεπόμενο από τα άρθρα 3(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου καθεστώς δίωξης λόγω φύλου.

Συνεπώς, με βάση τόσο τη γενική πληροφόρηση για τη χώρα καταγωγής όσο και τη νομολογία και την αποτίμηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας, δεν αποδεικνύεται η ιδιότητά της ως γυναίκας μόνης χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο τη θέτει σε τέτοιο επίπεδο εξατομικευμένου κινδύνου, ώστε να καθίσταται αναγκαία η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Παρά τις επικλήσεις περί έλλειψης υποστηρικτικού δικτύου και ενδεχόμενης ένταξής της σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα λόγω φύλου, ουδεμία εξατομικευμένη απειλή τεκμηριώνεται.

Καταλήγω, συνεπώς, ότι οι πολλαπλές ασάφειες, αντιφάσεις και εναλλαγές στις δηλώσεις της Αιτήτρια υπονομεύουν σοβαρά την αξιοπιστία της. Η διαφοροποίηση των ισχυρισμών της αναφορικά με την ύπαρξη συγγενών στη χώρα καταγωγής της, καθώς και οι γενικόλογες και ατεκμηρίωτες αναφορές σε φιλικά πρόσωπα, δεν επιτρέπουν τη διατύπωση ασφαλούς κρίσης για την ύπαρξη ή μη υποστηρικτικού δικτύου. Δεδομένου ότι έχει συνολικά κριθεί ως αναξιόπιστη, οι δηλώσεις της περί κινδύνου δίωξης, είτε λόγω συγκεκριμένων προσώπων είτε λόγω φύλου, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Καμία εξατομικευμένη απειλή ή σύνδεση με ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα δεν τεκμηριώνεται με αντικειμενικά και αξιόπιστα στοιχεία.

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής της Αιτήτριας, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στην Kinshasa, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Όσον αφορά την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, πρόσφατες πηγές αναφέρουν πως η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό με παραπάνω από 100 ένοπλες ομάδες να είναι ακόμη ενεργές στις ανατολικές επαρχίες Ituri, North Kivu, South Kivu, και Tanganyika και με περιστατικά διακοινοτικής βίας να λαμβάνουν χώρα στην δυτική περιοχή Mai-Ndombe[56]. Παρόλη την βία και τις συνθήκες ανασφάλειας που επικρατούν στις ανατολικές περιοχές της χώρας, στην επαρχία Kinshasa βρέθηκε πως δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς [57].

Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν τα πλέον πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα για τα περιστατικά ασφαλείας στην επαρχία της Κινσάσα. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 24/02/2024 με 21/02/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 29 περιστατικά ασφαλείας με 239 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 12 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (19 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες) και 2 ως διαδηλώσεις (καμία απώλεια).[58]

Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [59]

Ενδεικτικά αναφέρεται περαιτέρω ότι κατά το 2025, συγκεκριμένα κατά την περίοδο 01/01/2025- 21/03/2025, έχουν καταγραφεί 8 περιστατικά ασφαλείας με 16 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 4 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (3 απώλειες), τα 3 ως μάχες (13 απώλειες) και 1 ως εξέγερση (καμία απώλεια).[60] Εκ των 8 περιστατικών ασφαλείας, τα 5 στοχοποίησαν αμάχους, ενώ από το σύνολο των 16 θυμάτων, τα 3 ήταν άμαχοι.[61]

Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[62]

Όπως παρατίθεται ανωτέρω, η κατάσταση ασφαλείας στις κεντρικές και στις περισσότερες δυτικές περιοχές της ΛΔΚ, όπου υπάγεται η Kinshasa, ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, είναι σχετικά πιο ήρεμη και σταθερή. Από τις προαναφερθείσες πληροφορίες προκύπτει ότι οι εχθροπραξίες περιορίζονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 43).

Ούτε παρατηρώ κάποιον παράγοντα επίτασης του κινδύνου για την Αιτήτρια, βάσει του ατομικού της προφίλ, όπως ορθά έκριναν και οι Καθ’ ων η Αίτηση. Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υγιής, με ένα σχετικά μέτριο μορφωτικό επίπεδο, ικανή προς εργασία, και χωρίς να έχει τεκμηριωθεί προηγούμενη δίωξή της. Επιπλέον, διαθέτει καλή γνώση και εξοικείωση με την περιοχή της συνήθους διαμονής της.

Τέλος, φρονώ ότι, στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται ειδικώς ότι, ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32), δεν προκύπτει ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της (βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β) Περί Προσφύγων Νόμου). Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Επομένως, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε, με την απόφασή της, ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Συνακόλουθα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου (Νόμος 6(Ι)/2000) για να της παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, δεν προέκυψε κανένας λόγος για την αναγνώριση στην Αιτήτρια του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της παρούσας υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ότι εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή της. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα με τον Νόμο, και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώριση στην Αιτήτρια του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Ομοίως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, καθώς η Αιτήτρια «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει στο σύνολό της και η προσβαλλόµενη απόφαση επικυρώνεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα. Ενόψει της προσφυγής της Αιτήτριας στο ∆ικαστήριο δυνάµει διατάγµατος νοµικής αρωγής, τα έξοδα του δικηγόρου της Αιτήτριας να καταβληθούν από το Ταµείο Νοµικής Αρωγής.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] European Asylum Support Office – EASO, ‘Δικαστική ανάλυση – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου’, 2018, σελ. 132 - 135

[2] Βλ. C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 54 και 57

[3] UNHCR, Note on Burden and Standard of Proof, para. 11· επικυρωμένο από ECtHR, JK and Others v. Sweden, no. 59166/12, para. 53.

[4] Immigration Appeal Tribunal (United Kingdom), judgment of 12 June 2003, JB (DR Congo) [2003] UKIAT 12 (IAT).

[5] High Court (Ireland), 2009, IR v Minister for Justice, Equality and Law Reform

[6] , HK v Secretary of State for the Home Department [2006] EWCA Civ 1037

[7] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[8] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[9] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)

[10] Actualite.co - Moise Mbiye Case: Eliane Agreed to Have an Abortion to “Preserve the Pastor’s Image” (Lawyer) 29/01/2020 https://actualite.cd/2020/01/29/affaire-moise-mbiye-eliane-avait-accepte-davorter-pour-preserver-limage-du-pasteur?

[11] News 24 – Rape Allegation Raises Concerns over DRC Evangelical churches 03/02/2020https://www.news24.com/news24/rape-allegation-rouses-concerns-over-drc-evangelical-churches-20200203?

[12] Africa Center for Strategic Studies ημερ. 02/02/2020

https://africacenter.org/daily-media-review/africa-media-review-for-february-4-2020/

[13]media Congo 05/02/2020 https://www.mediacongo.net/publireportage-reportage-63325_affaire_moise_mbiye_eliane_bafeno_premiere_confrontation_entre_les_deux_parties.html

[14] DRC, Constitution de la République Démocratique du Congo, 2011, https://www.leganet.cd/Legislation/JO/2011/JOS.05.02.2011.pdf ; EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo ; Situation of women without a support network in South Kivu [Q60-2024], 2 September 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2114588/2024_09_EUAA_COI_Query_Response_Q60_DRC_Women_without_support_network_South_Kivu.pdf

[15] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo ; Situation of women without a support network in South Kivu [Q60-2024], 2 September 2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2114588/2024_09_EUAA_COI_Query_Response_Q60_DRC_Women_without_support_network_South_Kivu.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[16] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf, p. 23; Freedom House, Freedom in the World 2024: Democratic Republic of the Congo, 2024, https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[17] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf, p. 23(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[18] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 44 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[19] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf, p 16 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[20] RFI, En RDC, la précarité des familles monoparentales, 11 August 2024, https://www.rfi.fr/fr/podcasts/regards-crois%C3%A9s-sur-la-parentalit%C3%A9/20240811-rdc-pr%C3%A9carit%C3%A9-des-familles-monoparentales (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[21] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 42 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[22] Equal Times, The Democratic Republic of Congo is searching for solutions to its health and social security shortcomings, 22 May 2023, https://www.equaltimes.org/the-democratic-republic-of-congo?lang=en (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[23] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 40-41(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/09/2024)

[24] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/02/528267_CONGO-DEM-REP-2023-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 42 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/09/2024)

[25] Care International, Cases of sexual exploitation and harassment on the rise in the DRC, 11 July 2023, https://www.care-international.org/news/cases-sexual-exploitation-and-harassment-rise-drc ; AP, An alarming humanitarian crisis and massive sexual violence wrack eastern Congo, UN official says, 6 September 2023, https://apnews.com/article/un-congo-humanitarian-sexual-violence-conflict-minerals-0f5ebeaccff39ab97c61e981f1a7a3cf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/09/2024)

[26] Care International, Cases of sexual exploitation and harassment on the rise in the DRC, 11 July 2023, https://www.care-international.org/news/cases-sexual-exploitation-and-harassment-rise-drc ; Care International, Health sector in DRC crumbles amidst conflict negatively impacting survivors of sexual assault, 14 November 2023, https://www.care.org/news-and-stories/press-releases/health-sector-in-drc-crumbles-amidst-conflict-negatively-impacting-survivors-of-sexual-assault/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[27] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[28] Swiss State Secretariat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[29] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., "Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo". J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[30] De Herdt, Tom "Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa", Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo - How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004 σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[31] The Danish Immigration Service, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa', October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[32] Jacobs C. et al., Figurations of Displacement in the Democratic Republic of the Congo: Empirical findings and reflections on protracted displacement and translocal connections on Congolese IDPs, November 2020, https://trafig.eu/output/working-papers/trafig-working-paper-no-4σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[33] The Danish Immigration Service, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa', October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11 - 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[34] The Danish Immigration Service, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa', October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[35] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[36] The Danish Immigration Service, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa', October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11, σελ. 41 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[37] Davis, L., 'et al.', Democratic Republic of Congo - DRC: Gender Country Profile 2014, The Swedish Embassy in Kinshasa, 2014, https://www.lauradavis.eu/wp-content/uploads/2014/07/Gender-Country-Profile-DRC-2014.pdfσελ. 34 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[38] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ''Empowerment' of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls', Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://www.tandfonline.com/doi/epdf/10.1080/13552074.2016.1239777?needAccess=true σελ. 475-491 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[39] EASO, COI Query, DRC (Democratic Republic of Congo): Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019), https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf σελ. 4-5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[40] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[41] Switzerland, State Secretariat for Migration (SEM) Focus RD Congo : Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016 available at : https://www.sem.admin.ch/dam/data/sem/internationales/herkunftslaender/afrika/cod/COD-alleinst-frauen-f.pdf σελ. 17-18

[42] L'Avenir, Suzy Kibira Omari "Se muer en association partagée pour pallier aux besoins du ménage : une solution pour les femmes sans époux.", 23 March 2017

[44] FIDH (2019), 'Five priorities for a State that respects human rights', σελ.13, διαθέσιμο στοfidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025); UNDP, 'Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the), διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[45]  CEDAW, UN Committee on the Elimination of Discrimination Against Women: Concluding observations on the report of the Democratic Republic of the Congo submitted under the exceptional reporting procedure [CEDAW/C/COD/EP/CO/1], 27 February 2025, https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=CEDAW%2FC%2FCOD%2FEP%2FCO%2F1&Lang=en (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[46]  IRB - Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458089&pls=1: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[47] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf, σελ. 17 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[48] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ''Empowerment' of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls', Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://core.ac.uk/download/pdf/77599772.pdf, σελ. 478 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025); The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[49] Kvinnatillkvinna, Equal Power Lasting Peace, The Democratic Republic of Congo. No peace for women, 2018, 13-Equal-power-lasting-peace-DRC_ENG.pdf (kvinnatillkvinna.org)σελ. 9 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025): The Kvinna till Kvinna Foundation is a Swedish based foundation that is able to support women in conflict-affected areas through financial support from government agencies, institutions, foundations, organisations, companies and individual private donors.

[50] FIDH (2019), 'Five priorities for a State that respects human rights', σελ.13, διαθέσιμο στοfidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025); UNDP, 'Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the)΄διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[51] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html

[52] DIS - Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdfσελ. 48-49 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/03/2025)

[53] https://www.unhcr.org/media/guidelines-international-protection-no-1-gender-related-persecution-within-context-article-1a

[54] https://www.unhcr.org/media/guidelines-international-protection-no-2-membership-particular-social-group-within-context

[55] https://www.unhcr.org/media/guidelines-international-protection-no-2-membership-particular-social-group-within-context

[56] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Democratic Republic of Congo, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html, AI – Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2022, 27 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089471.html, UN Security Council (Author): Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/990], 30 December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf  (ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)

[57] λενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th#:~:text=the%20Congo%20(CODECO)-,DRC%3A%20A%20New%20Conflict%20in%20Ituri%20involving%20the%20Cooperative,Development%20of%20the%20Congo%20(CODECO)&text=The%20Democratic%20Republic%20of%20Congo,in%20Ituri%2C%20Kasai%20and%20Kivu.  UN Security Council (Author): Final report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/431], 13 June 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2094036/N2312380.pdf , UN Security Council (Author): Final report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2022/479], 14 June 2022
https://www.ecoi.net/en/file/local/2074508/N2233870.pdf(ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)

[58] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 23/03/2024 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[59] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[60] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 01/01/2025 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)

[61] Ό.π. Για τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με την στοχοποίηση αμάχων, χρησιμοποιήθηκε το φίλτρο “Civilian Targeting” στο σημείο 9 της βάσης (9. See results by event type- “Yes”, Category “Civilian Targeting”).

[62] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο