
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 4114/2024
16 Απριλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
I.K. από Σιέρρα Λεόνε και τώρα Λεμεσό
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω 1. Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, 2. Προϊστάμενος Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Θ. Γεωργίου (κα) για Χ. Π. Χριστοδουλίδη (κος), Δικηγόροι για την Αιτήτρια.
Ρ. Προδρόμου (κα) για Κ. Ιμανίμης (κος), Δικηγόροι για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Η Αιτήτρια παρούσα.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 17/10/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερούμενη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου και/ή ζητείται παραχώρηση στην Αιτήτρια καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
H Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 19/11/21 και στις 04/09/24 πραγματοποιήθηκε η προσωπική συνέντευξη της. Στις 09/09/24 εκδόθηκε έκθεση/εισήγηση και αυθημερόν ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης και την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της. Η απόφαση αυτή αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος της Αιτήτριας κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υιοθέτησε τους λόγους που προβλήθηκαν από την δεύτερη στην Υπηρεσία Ασύλου και ισχυρίζεται ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς την διεξαγωγή επαρκούς και δέουσας έρευνας, λήφθηκε υπό πλάνη και πεπλανημένα κριτήρια και ότι είναι αναιτιολόγητη. Παραπέμπει στην Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και ότι θα έπρεπε να εξεταστεί/αξιολογηθεί στα περιστατικά της Αιτήτριας και να γίνει μνεία επί αυτής στην έκθεση/εισήγηση. Γίνεται επίσης παραπομπή σε διαδικτυακούς συνδέσμους και/ή σε απόφαση που αφορά αιτούντα άσυλο από το Καμερούν και/ή προβάλλεται ότι η Αιτήτρια διώκεται λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού ως ομοφυλόφιλή. Διατείνεται, επίσης, ότι ο μεταφραστής που ήτο παρών δεν μετάφραζε σωστά και/ή δεν έχει τα εχέγγυα/ικανότητες/προδιαγραφές για την ακριβή μετάφραση και/ή ότι η συνέντευξη πάσχει για αυτούς τους λόγους. Προσθέτει ότι με την επιστροφή της η Αιτήτρια θα υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή ότι παρόλο που στην επιστολή απόφασης υπάρχει απόφαση επιστροφής αυτό δεν προκύπτει από το πρακτικό της έκθεσης/εισήγησης.
Οι Καθ' ων η Αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης και απαντούν ότι μέσω της Γραπτής Αγόρευσης δεν γίνεται καμία υπαγωγή στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης κατά παράβαση των διαδικαστικών κανονισμών. Η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη και αυτό προκύπτει από το Παράρτημα 5 της Ένστασης, η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αιτιολόγησης της διοικητικής πράξης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Θα πρέπει να υποδειχθεί ότι μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης του συνηγόρου της Αιτήτριας αναλώνεται σε επανάληψη αρχών του διοικητικού δικαίου και/ή Νόμων και/ή κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται ουσιαστική υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων και νομικών δεδομένων της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Πρόσθετα, ούτε τα ζητήματα που ήγειρε η συνήγορος της Αιτήτριας σε σχέση με την απόφαση επιστροφής κατά την ακρόαση της υπόθεσης και/ή δεν καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση μπορούν να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο. Η νομολογία έχει με σταθερότητα καθιερώσει την αρχή ότι δεν επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση – πόσο μάλλον με προφορικές αγορεύσεις. Αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία η οποία αποτελεί το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, ούτε και μπορεί οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης να προβληθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Χωρίς το εν λόγω θέμα να είχε προηγουμένως διατυπωθεί στη προσφυγή ως επίδικο και να αιτιολογηθεί πλήρως θα ήταν εσφαλμένη η ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου και η διατύπωση κρίσης σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Ούτε μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ηλεκτρονικοί σύνδεσμοί και/ή οι παραπομπές στις ιστοσελίδες μέσω Γραπτής Αγόρευσης της Αιτήτριας οι οποίες υποβάλλονται κατά παράβαση του Κανονισμού 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019) όπου ορίζεται ότι «Πληροφορίες για την χώρα καταγωγής του αιτητή (ΠΧΚ) δύνανται να υποβληθούν σε έντυπη ή/και ηλεκτρονική μορφή, με σχετικό υπόμνημα, το οποίο επισυνάπτεται στην αγόρευση του μέρους που επιθυμεί να την υποβάλει. Στο υπόμνημα περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία: (i) κατάλογος των σχετικών ΠΧΚ, (ii) καταγραφή της πηγής τους (για διαδικτυακές πηγές υποδεικνύεται ο ιστότοπος και παρατίθεται ο σύνδεσμος της σχετικής ιστοσελίδας), (iii) επεξήγηση της συνάφειας της υποβληθείσας μαρτυρίας με συγκεκριμένο ισχυρισμό ή/ και επίδικο ζήτημα, (iv) υπόδειξη του συναφούς αποσπάσματος των ΠΧΚ.» (Βλέπε σχετικά Υποθ. Αρ.1000/23, DGD κ.α ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/02/2024).
Οι γενικοί ισχυρισμοί σε σχέση με την διερμηνεία/μετάφραση κατά την συνέντευξη δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Πέραν του ότι δεν έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς μέσω της Γραπτής Αγόρευσης, όπως έχει κριθεί στην Υποθ. Αρ. 3534/23 Ρ.Ο.Α. ν Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερομηνίας 14/02/24 (απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου) οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) και του Άρθρου 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) δεν καθιστούν υποχρεωτική την διερμηνεία σε όλες τις περιπτώσεις. Η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν αποτελεί προαπαιτούμενο η παροχή διερμηνείας για τη διεξαγωγή της συνέντευξης, αλλά ούτε και στην παρούσα περίπτωση αποτελεί πλημμέλεια στη διαδικασία της συνέντευξης, όπου η επικοινωνία διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα μόνο μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και Αιτήτριας. Η ίδια η Αιτήτρια στην αίτηση ασύλου της (συνταγμένη στην αγγλική) καταγράφει ότι η μητρική της είναι η Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 37-27 ΔΦ). Με το πέρας της συνέντευξης προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και η Αιτήτρια υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης και κατόπιν ανάγνωσης του κειμένου των πρακτικών της συνέντευξης, υπέγραψε βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό της συνέντευξης της) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις της. Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης της. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης γίνεται ενδελεχής ενημέρωση της για τη διαδικασία της συνέντευξης και της διενέργειας της και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την εν λόγω διαδικασία και/ή δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ανεξάρτητα, των πιο πάνω διαπιστώσεων αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση μόνο των λόγων ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης. Η εξέταση της ουσίας της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, των στοιχείων του ΔΦ και των πηγών πληροφόρησης σε σχέση με την χώρα καταγωγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους λόγους ακύρωσης μη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς για μη παροχή σε αυτήν του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Με την αίτηση της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή, εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού που θεωρείται παράνομος στη χώρα της και οδήγησε στην απόρριψή της από την οικογένειά της. Κατά τη προσωπική της συνέντευξη αναφέρθηκε στα προβλήματα που αντιμετώπισε λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού και ειδικότερα στη βία που υπέστη λόγω της σχέσης της με πρόσωπο του ιδίου φύλου και στην απόρριψη της από τους γονείς της, λόγω παραβίασης των αρχών του Μουσουλμανισμού, τον οποίο ασπάζονται. Ερωτηθείσα σχετικώς με το σεξουαλικό της προσανατολισμό, δήλωσε λεσβία, επεξηγώντας ότι έλκεται από γυναίκες, αποδίδοντας το στην κακομεταχείριση που βίωσε σε νεαρή ηλικία από τους άντρες και στον εξαναγκαστικό της γάμο με ηλικιωμένο πρόσωπο, με το οποίο απέκτησε και ένα τέκνο. Σχετικά με τη συνειδητοποίησή του σεξουαλικού της προσανατολισμό, το τοποθέτησε χρονικά ανάμεσα στα έτη 2014 – 2015, ενώ σχετικά με τα συναισθήματα που της δημιούργησε αυτή η συνειδητοποίηση και αποδοχή δήλωσε ότι αισθανόταν καλά, χωρίς να αλλάξει κάτι για την ίδια, αναφέροντας ότι ενίοτε εξακολουθεί να βγαίνει με άντρες. Ως προς τη διαδικασία της αποδοχής δε δήλωσε ότι είναι νοοτροπία και η δυσκολία αφορά την περιφρόνηση από τη κοινωνία, επικαλούμενη τη μεταχείριση που βίωσε κατά τη παραμονή της στη Γκάνα.
Αναφορικά με τις σχέσεις της αναφέρθηκε σε τρία πρόσωπα. Ερωτηθείσα για τη βασική της σχέση, δήλωσε ότι την γνώρισε το 2016 στη παραλία, ότι διατηρούσαν φιλική σχέση, μέχρι που μια μέρα ήρθε στην οικεία της και αποκαλύφθηκαν, ότι την γοήτευε η ευγένεια της και πως ο σύζυγος της συντρόφου της γνώριζε και αποδεχόταν τη μεταξύ τους σχέση. Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσής της στη χώρα καταγωγής της και την μεταχείριση από την κοινωνία, δήλωσε ότι ήταν απαίσια καθώς ο κόσμος αντιδρούσε σε αυτό, με την ίδια να νιώθει ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι σωστή, δηλώνοντας παράλληλα ότι η ίδια αισθανόταν καλά ως ομοφυλόφιλη καθώς οι γυναίκες την καταλάβαιναν καλύτερα. Περαιτέρω, δήλωσε ότι το 2017, αφού επισκέφτηκε την πατρική της οικεία μετά της συντρόφου της, η μητέρα της αντιλήφθηκε τη σχέση τους, θυμώνοντας και διώχνοντάς τες από το σπίτι.
Ερωτηθείσα για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η θρησκεία την ομοφυλοφιλία, δήλωσε ότι ο μεν μουσουλμανισμός την απαγορεύει, η δε χριστιανική εκκλησία που ανήκει την επιτρέπει. Όσον αφορά τα συναισθήματά της για την απαγόρευση της ομοφυλίας στη χώρα της, δήλωσε ότι δεν νιώθει καλά, ενώ ως προς τον τρόπο που προστάτευε τον εαυτό της, δήλωσε ότι κρυβόταν και δεν το εξωτερίκευε. Τέλος, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό όπου κατά τη διάρκεια που διασκέδαζε με τη σύντροφό της στη παραλία και φιλώντας την μπροστά σε όλους, δέχτηκε επίθεση από τρίτα πρόσωπα με αποτέλεσμα τον διαπληκτισμό τους και την κράτησή της για δύο μέρες στην αστυνομία.
Μετά την διενέργεια σχετικής συνέντευξης και αφού ο λειτουργός αξιολόγησε τα όσα καταγράφηκαν σε αυτήν αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως προς την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της - ήτοι ότι κατάγεται από τη πόλη Βumbuna της περιφέρειας Tonkolili, με τόπο συνήθους διαμονής τη Freetown, είναι εθνοτικής καταγωγής Limba, χριστιανή, άγαμη, μητέρα ενός ανήλικου τέκνου που διαβιεί σε ανάδοχη οικογένεια, απόφοιτη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, εργαζόταν ως ράπτρια και χαίρει υγείας. Η πατρική της οικογένεια αποτελείται από τη μητέρα της και 6 αδέρφια, όλοι τους διαμένοντες στη χώρα καταγωγής της και ότι ο πατέρας της απεβίωσε τον 1ο/2024.
Απορρίφθηκαν, όμως, ως εσωτερικά αναξιόπιστοι οι ισχυρισμοί της για δίωξη της λόγω σεξουαλικού της προσανατολισμού. Κατά την εξέταση της υπόθεσης της χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο/εργαλείο Difference, Stigma, Shame, Harm - Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη (στο εξής «DSSH»)[1], στα πλαίσια του οποίου ο λειτουργός αξιολόγησε τα κίνητρα, των προσωπικών εμπειριών της Αιτήτριας και άλλων σημαντικών πληροφοριών. Προέβη σε σειρά ερωτήσεων (ανοικτού και κλειστού τύπου) προκειμένου να διαπιστωθεί η εσωτερική αξιοπιστία της, καταλήγοντας ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση επαρκώς προσωπικές και λεπτομερείς εξηγήσεις σχετικά με το πώς αντιλήφθηκε ότι έλκεται από τις γυναίκες πώς αισθάνεται για τις γυναίκες, καθώς και τις σκέψεις και τους φόβους της σχετικά με τη ζωή της ως ομοφυλόφιλο άτομο στη Σιέρρα Λεόνε, όπως θα αναμένετο, δεδομένου του προφίλ της. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το σεξουαλικό της προσανατολισμό, τη συνειδητοποίησή του και το τον τρόπο που βίωσε αυτή τη συνειδητοποίηση. Παρομοίως κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της σχετικά με τις σχέσεις της και το τρόπο που βίωνε τη διαφορετικότητά της στη χώρα καταγωγής της ήταν ασαφείς, αόριστες και ανεπαρκείς πληροφοριών, πληροφορίες που εύλογα θα αναμένονταν από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να δώσει, δεδομένης της φύσης του ισχυρισμού και του χρονικού διαστήματος που παρέμεινε στη χώρα καταγωγής μετά τη συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας. Περαιτέρω, αναφορικά με το στίγμα και την ντροπή, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της στερούνταν λεπτομερειών και ήταν ασαφείς, χωρίς την ιδιαιτερότητα της αφήγησης που εύλογα αναμενόταν. Τέλος, αναφορικά με τη βλάβη, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της αναφορικά με τη στάση της θρησκείας και του κράτους απέναντι στα ομοφυλόφιλα πρόσωπα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η ίδια προστάτευε τον εαυτό της ήταν ανεπαρκείς πληροφοριών, κάτι που εύλογα αναμενόταν από την ίδια να μπορεί να εισφέρει, ενώ όσον αφορά τον ισχυρισμό περί φυλάκισή της, κρίθηκε ότι δεν κατάφερε να δώσει επαρκείς πληροφορίες, οι δηλώσεις της δε για τα αίτια του περιστατικού κρίθηκαν ως μη ευλογοφανείς.
Βάσει των ανωτέρω ευρημάτων, ο λειτουργός κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας παρουσιάζονται ασαφείς, με τη ίδια να μην είναι σε θέση να προσδιορίσει το συναισθηματικό της κόσμο τόσο ως προς τη συνειδητοποίηση, όσο και σχετικά με τον αντίκτυπο της διαφορετικότητάς της στην κοινωνία, απουσιάζουν τα βιωματικά στοιχεία στις αφηγήσεις της και οι περιγραφές της ενέχουν επιπολαιότητα και στερεοτυπικά κριτήρια. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης, από τις οποίες επιβεβαιώνεται η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στη Σιέρρα Λεόνε, καθώς και η διακριτική μεταχείριση που βιώνουν τα εν λόγω πρόσωπα από την κοινωνία εν γένει, διάκριση που εκδηλώνεται τόσο με τον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (συντομογραφία για Λεσβίες, Ομοφυλόφιλους, Αμφιφυλόφιλους, Τρανς, Queer και Ίντερσεξ άτομα - LGBTQ = lesbian, gay, bisexual, transgender, queer/questioning), όσο και με δυσχέρειες που αφορούν την απασχόληση, εκπαίδευση και στέγαση αυτών των προσώπων.
Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, την απουσία προγενέστερης δίωξης και γενικότερη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της, κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Bumbuna θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δε μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υπαγωγή της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας .
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων[2] και το περιεχόμενο του φακέλου, διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία της επί του αιτήματός της, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Πέραν του ότι το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που θεωρούνται ασυνεπείς, από τις απαντήσεις της κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, διαπιστώνεται ότι ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν μια προσωπική εμπειρία και δίωξη της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Ειδικότερα δε, η Αιτήτρια αποκρίθηκε με γενικές και ασαφείς αναφορές σχετικά με την αντίληψη του σεξουαλικού της προσανατολισμού και (κατ’ επέκταση) αναφορικά με τα συναισθήματα που είχε ως προς τις γυναίκες σε σχέση με αυτά που είχε για τους άντρες, όταν συνειδητοποίησε τη διαφορετικότητά της. Απέτυχε να αναπτύξει ικανοποιητικά και ξεκάθαρα την εσωτερική διαδικασία της αυτογνωσίας της ότι είναι ομοφυλόφιλη, δεν κατέδειξε (ευθέως) οποιαδήποτε εύλογα αισθήματα και στοιχεία ντροπής ή/και γεγονότα που να αφορούν σε στιγματισμό της ιδίας προσωπικά, λόγω του (κατ’ ισχυρισμό) σεξουαλικού της προσανατολισμού. Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, η Αιτήτρια θα έπρεπε:
«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.
(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.
(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»
Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Η Αιτήτρια απέτυχε να εξηγήσει με λεπτομέρειες την διαφορετικότητα της όσον αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό της αλλά ούτε και ήταν σε θέση να τεκμηριώσει επαρκώς οποιαδήποτε εμπειρία που παραπέμπει σε βιωματικό γεγονός κατά το οποίο ένιωθε στιγματισμένη. Ούτε ήταν σε θέση να αναφερθεί εκτενέστερα στα βιώματα και τις εμπειρίες της σχετικά με τη διαφορετικότητα της. Οι απαντήσεις της αναφορικά με τις σκέψεις, τα συναισθήματά και εν γένει τον εσωτερικό της κόσμο σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό ήταν γενικές και αόριστες. Το δε αφήγημα της για την αντιμετώπιση από την οικογένεια της στερείται αληθοφάνειας και λεπτομερειών, ενδεικτικών μιας γνήσιας προσωπικής εμπειρίας. Σημειώνεται δε ότι, με την αίτηση διεθνούς προστασίας καταγράφει ότι είναι χριστιανή ενώ οι γονείς της όπως δήλωσε ήτο μουσουλμάνοι, πληροφορία που δημιουργεί ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών της[4]. Παρόλο που εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν ότι στη Σιέρρα Λεόνε, η ομοφυλοφιλία (διαχρονικά) θεωρείται ταμπού, ότι ΛΟΑΤΚΙ πρόσωπα αντιμετωπίζουν διακρίσεις και βία και θεωρείται ποινικό αδίκημα (όπως καταγράφεται λεπτομερώς στην έκθεση/εισήγηση με παραπομπές σε εξωτερικές πηγές) εντούτοις η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας, όπως αναλύεται πιο πάνω, δεν τεκμηριώθηκε και ο έλεγχος εξωτερικής αξιοπιστίας μέσω έγκυρων πηγών πληροφόρησης έπεται (μεταξύ άλλων δεικτών αξιοπιστίας) της τεκμηρίωσης εσωτερικής αξιοπιστίας του αιτούντα[5]. Ούτε θα μπορούσαν οι Καθ΄ ων η Αίτηση, λόγω της επικρατούσας κατάστασης για τα ΛΟΑΤKΙ+ άτομα στη χώρα καταγωγής της ή των δηλώσεων της περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού, να θεωρήσουν εξ υπαρχής ότι έχει τον συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό. Συγκεκριμένα, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13, Α, Β και C κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ.02/12/2014, σκέψη 49, αναφέρθηκε ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες των κύριων δικών, κατά τους οποίους οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εξέταση αιτήσεως ασύλου στηριζόμενης σε φόβο διώξεως λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του αιτούντος άσυλο οφείλουν να θεωρήσουν τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό ως πραγματικό γεγονός που έχει αποδειχθεί αποκλειστικά και μόνον βάσει των δηλώσεων του ενδιαφερόμενου αιτούντος, οι οικείες δηλώσεις δεν μπορούν, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι αιτήσεις ασύλου, παρά να συνιστούν απλώς το σημείο αφετηρίας της διαδικασίας εξετάσεως των κρίσιμων γεγονότων και περιστάσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83.»
Με βάση όλα τα ανωτέρω κρίνεται ότι δεν τεκμηρίωσε η Αιτήτρια με τους ισχυρισμούς της ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής της, ούτε ότι καταζητείται και σε περίπτωση επιστροφής της θα διωχθεί, συλληφθεί ή καταδικασθεί λόγω του ότι ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις της και τα όσα παρουσίασε, ότι έχει συλληφθεί/καταδικασθεί, ή καταζητείται/διώκεται είτε από τις αρχές της χώρας της είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρο 3Α του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(I)/2000).
Ως προς το εάν η περίπτωση της εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο η Αιτήτρια θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης (που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφιο (γ), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000)) ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή της δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Βάσει στοιχείων από το ACLED, για την περίοδο 06/04/24 με 04/04/25 στη βόρεια περιφέρεια της Σιέρρα Λεόνε σημειώθηκαν μόνο 3 περιστατικά ασφαλείας τα οποία αφορούσαν εξεγέρσεις, χωρίς να σημειωθεί κάποια ανθρώπινη απώλεια.[7] Ειδικότερα για την πόλη Bumbuna εντοπίστηκε 1 περιστατικό ασφαλείας, που αφορούσε εξέγερση, χωρίς να σημειωθεί κάποια απώλεια ανθρώπινης ζωής.[8] Σημειώνεται, o πληθυσμός της δυτική περιφέρειάς καταγράφεται στους 1,316,831 κατοίκους.[9] Βάσει στοιχείων από το ACLED, για την περίοδο 06/04/24 με 04/04/25 στη δυτική περιφέρεια της Σιέρρα Λεόνε σημειώθηκαν 3 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 2 θανάτους. Σε αυτά περιλαμβάνονται 2 περιστατικά βίας κατά αμάχων (2 θάνατοι), και 1 περιστατικό εξέγερσης (καμία απώλεια).[10] Για τη πόλη Freetown, για το ίδιο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν 2 περιστατικά ασφαλείας, χωρίς να σημειωθεί κάποια ανθρώπινη απώλεια. Σε αυτά περιλαμβάνονται 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων και 1 περιστατικό εξέγερσης.[11] Σημειώνεται, o πληθυσμός της δυτική περιφέρειάς καταγράφεται στους 1,271,330 κατοίκους, ενώ της Freetown σε 609,174.[12] Εξάλλου, ούτε η ίδια η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι υπάρχει αδιάκριτη βία λόγω σύρραξης στην περιοχή της είτε κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου είτε στην κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί για μη εξέταση κατά πόσο δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίπτονται στο σύνολο τους.
Ούτε διαπιστώνω από τα ενώπιον μου στοιχεία ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί δε, βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλουν ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγονται δε, στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε.Aρ.3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία υπήγαγε τα γεγονότα το αρμόδιο όργανο ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Το δε Δικαστήριο μετά από πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial analysis (Second edition), February 2023, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf, ενότητα 6.6. Sexual orientation and gender identity – σελ. 265
[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023
[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality and Law Reform and Refugee Appeals Tribunal, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.
[4] Βλέπε απόφαση ΕΔΔΑ της 23ης Αυγούστου 2016, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 59166/12, σκέψη 93
[5] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial analysis (Second edition), February 2023, ενότητα 4.5. Credibility indicators – σελ. 120-121
[6] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας
[7] Acled Explorer, Africa, Sierra Leone, Northern, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 14/4/2025)
[8] Acled Explorer, Africa, Sierra Leone, Northern, Bumbuna, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 14/4/2025)
[9] City Population, Africa, Sierra Leone, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/sierraleone/cities/ (ημ. προσβ. 14/4/2025)
[10] Acled Explorer, Africa, Sierra Leone, Western, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 14/4/2025)
[11] Acled Explorer, Africa, Nigeria, Sierra Leone, Western, Freetown, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 14/4/2025)
[12] City Population, Africa, Sierra Leone, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/sierraleone/cities/ (ημ. προσβ. 14/4/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο