Ο.Α.Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση αρ. ΔΚ 5/2025, 23/4/2025
print
Τίτλος:
Ο.Α.Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση αρ. ΔΚ 5/2025, 23/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                        Υπόθεση αρ. ΔΚ 5/2025

 

23 Απριλίου 2025

 

 [Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π]

 

Αναφορικά  με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

                                                             Ο.Α.Μ.    

                                                                             Αιτητής

                                                           -  και  -

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω 1. Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, 2. Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, 3. Προϊστάμενου Υπηρεσίας Ασύλου

 

……………………..

 

Καθ' ων  η Αίτηση

 

 

Γ. Βασιλόπουλος (κα) για Γεώργιος Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

         

                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται με το αιτητικό Α) δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, ημερ. 27/01/2025, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 20/02/2025 στα αστυνομικά κρατητήρια της Λεμεσού, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του, είναι άκυρη, παράνομη, καταχρηστική και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, ο αιτητής αιτείται διαζευκτικά προς το Α), με το αιτητικό Β), απόφαση του δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται ως παράνομη η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 27/01/2025, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 20/02/2025 στα αστυνομικά κρατητήρια της Λεμεσού για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του αιτητή, και με την οποία διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω με το αιτητικό Δ) ο αιτητής αιτείται την άμεση απελευθέρωση του αιτητή και με το αιτητικό Ε) ο αιτητής αιτείται την οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις.

 

Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της Ένστασης, η οποία καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη δικηγόρο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα και τα οποία  υποστηρίζονται από σχετικά Τεκμήρια αλλά και όπως προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο που έχει κατατεθεί στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, ο αιτητής είναι υπήκοος Συρίας, με ημερομηνία γέννησης την 01/01/1991. Στις 18/11/2024 εντοπίστηκε στην περιοχή Αγίου Νικολάου στις Βρυσούλες, έδαφος Βρετανικών βάσεων και παραλήφθηκε από μέλη του Τμήματος Τελωνείου και Μετανάστευσης των Βρετανικών βάσεων της Δεκέλειας.

Στις 19/11/2024 ο αιτητής συνελήφθη για εξακρίβωση των στοιχείων του, ο οποίος ακολούθως μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό της Ομορφίτας. Στις 20/11/2024 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή δυνάμει του άρθρου 9Στ (2) (ε) του Περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο στην πορεία ακυρώθηκε. Στις 09/01/2025 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή δυνάμει του Κεφ. 105, τα οποία στην πορεία ακυρώθηκαν. Στις 13/01/2025 εκδόθηκε εκ νέου νέο διάταγμα κράτησης και απέλασης εναντίον του πιο πάνω αιτητή,  όπου το διάταγμα κράτησης εξίσου ακυρώθηκε ενώ το διάταγμα απέλασης ανεστάλη λόγω του αιτήματος ασύλου. Στις 22/01/2025 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία ακόμη εκκρεμεί προς εξέταση.

 

Στις 27/01/2025 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης ημερ. 27/01/2025 δυνάμει των προνοιών του Περί προσφύγων Νόμου. Το εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου διάταγμα κράτησης ημερ. 27/01/2025, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Η πλευρά της καθ' ης η αίτηση, με την ένσταση της, ήγειρε ζήτημα μη παραδεκτού της προσφυγής, υποστηρίζοντας ότι, η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Αυτό διότι, ως εισηγείται, το επίδικο διάταγμα κράτησης του αιτητή κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 27/01/2025, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας των 15 ημερών από την επίδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, ήτοι στις 21/02/2025. Πάντα κατά την καθ' ης η αίτηση, η επιστολή κοινοποίησης του περιεχομένου του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 27/01/2025, φέρει ημερομηνία και υπογραφή αστυνομικού και από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι, ο αιτητής, αρνήθηκε να υπογράψει και να παραλάβει το εν λόγω έγγραφο παρά του ότι έγινε προσπάθεια και προσφοράς παραλαβής του από την αστυνομία. Συγκεκριμένα ως αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση ο αστυνομικός στο εν λόγω έγγραφο σημειώνει ότι ο αιτητής « αρνήθηκε να το παραλάβει και υπογράψει χωρίς να αναφέρει το λόγο στην παρουσία μου».

 

Πρόσθετα, η πλευρά της καθ΄ης η αίτησης διατείνεται ότι παρά την άρνηση παραλαβής του σχετικού διατάγματος από τον ίδιο, στον αιτητή έγινε η μετάφραση και επεξήγηση του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος κράτησης σε γλώσσα που ο αιτητής αντιλαμβάνεται ήτοι στην μητρική του γλώσσα.

 

Η πλευρά του αιτητή αρνείται την ανωτέρω θέση, υποστηρίζοντας τα ακόλουθα:

 

Ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι ο αιτητής έλαβε για πρώτη φορά γνώση του περιεχομένου του επιδίκου διατάγματος στις 20/02/2025.

 

Περαιτέρω, ο συνήγορος του αιτητή, κατόπιν άδειας του παρόντος δικαστηρίου, προσκόμισε μαρτυρία υπό μορφή ενόρκου δηλώσεως του προηγούμενου δικηγόρου του αιτητή, σύμφωνα με την οποία λέγεται ότι ο αιτητής στις 27/01/2025 αρνήθηκε την παραλαβή του σχετικού διατάγματος καθότι ήτο σε γλώσσα μη κατανοητή για τον ίδιο όπως επίσης καταγράφεται ότι απέστειλε  ηλεκτρονικά μηνύματα με το τμήμα ώστε να του κοινοποιηθούν τα έγγραφα τα οποία με την βοήθεια των αδελφιών του αιτητή και μεταφραστή να του επεξηγηθούν τι αφορούσαν τα έγγραφα που δεν υπέγραψε.  Παράλληλα προσήγαγε έγγραφα όπου εμφαίνεται επιστολή του προηγούμενου δικηγόρου του αιτητή προς το Υφυπουργείου Μετανάστευσης ημερ. 13/01/2025 όπως επίσης και σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία του προηγούμενου δικηγόρου του αιτητή με την ΥΑΜ Αμμοχώστου ημερ. 19/02/2025 όπου αιτείτο να του αποσταλεί το επίδικο διάταγμα κράτησης.

 

Πρόσθετα, επιχειρηματολογώντας, περαιτέρω, ο συνήγορος για τον αιτητή αρνείται ότι ο αιτητής έλαβε γνώση του περιεχομένου του διατάγματος κράτησης στις 27/01/2025 καθότι από την κατάθεση του αστυνομικού ( ερυθρό  180 του Δ.Φ), δεν προκύπτει η πλήρης γνώσης μιας και ως προβάλει ο συνήγορος του αιτητή, ο αστυνομικός παραδέχεται στην εν λόγω κατάθεση, ότι η μετάφραση μεσολάβησε μέσω ενός άλλου κρατούμενου ομοεθνή του αιτητή, χωρίς να εμφαίνεται από πουθενά τι μετάφραση μεσολάβησε.

 

Πριν από την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης, προέχει, λόγω της φύσης της, αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που έχει προβάλει η πλευρά της καθ' ης η αίτηση με την ένσταση της, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή έχει καταχωρηθεί εκπρόθεσμα και, συνακόλουθα, υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτη.

 

Το εν λόγω ζήτημα, κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο Όπως λέχθηκε στην Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452, 2464:

 

«Θέματα δημόσιας τάξης - δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όπως είναι η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, το εκπρόθεσμο της καταχώρισης της προσφυγής, εξετάζονται και πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο  αυτεπάγγελτα (ex proprio motu) - βλ., μεταξύ άλλων, Eleni Vrahimi & Another and the Republic (Attorney - General) (1967) 3 C.L.R. 691; Nikos Lambrakis v. Republic (Educational Service Committee) (1970) 3 C.L.R. 72; Cyprus Transport Co. Ltd & Another v. Republic (Permits Authority) (1970) 3 C.L.R. 163; Razis & Another v. Republic (1982) 3 C.L.R. 45)

 

Αν η προσφυγή όντως κριθεί εκπρόθεσμη, τότε οποιοιδήποτε άλλοι ισχυρισμοί και προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης παύουν να έχουν οποιαδήποτε σημασία (βλ. Μιχάλης Χάλιου ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ.Αρ.435/2008,ημερ.5.3.2010).

 

Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα σχετικά με το εκπρόθεσμο ή μη της παρούσας προσφυγής, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου διά των γραπτών αγορεύσεων του δικηγόρου του αιτητή και των καθ' ων η αίτηση, καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1.

 

Το άρθρο 146 εδάφιο 3 του Συντάγματος αναφέρει:  

 

«…..H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης …... »

 

Ακολούθως το άρθρο 12 Α εδάφιο (2) παράγραφος (θ) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 ( Ν. 23(Ι)/2018) αναφέρει:

 

«  ……………………..

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), προσφυγή που αφορά οποιαδήποτε από τις πιο κάτω αποφάσεις ή διατάγματα ασκείται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης και/ή επίδοσης του διατάγματος κράτησης:

…………………….

(θ) διάταγμα κράτησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου….»

 

Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις, εάν η προσφυγή δεν καταχωρηθεί εντός της προθεσμίας που καθορίζει ο Νόμος τότε το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της εξέτασης εκπρόθεσμης προσφυγής (Τάκη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 4).  

 

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής είναι ανατρεπτική, ώστε η μη καταχώρηση εντός του επιτρεπόμενου χρόνου να την καθιστά απαράδεκτη, (βλ. Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260 και Γανωματής νΔημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133). 

 

Στην υπόθεση Πουργούρας ν. Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1997) 4(Ε) ΑΑΔ 3259, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου):

 

«Όταν η πράξη δεν είναι από αυτές που απαιτείται δημοσίευσή τους, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που η πράξη περιήλθε εις γνώση του αιτητή. Η γνώση πρέπει να είναι πλήρης. Πλήρης θεωρείται η γνώση όταν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη (βλέπε μεταξύ άλλων Papaioannou vRepublic (1982) 3 C.L.R. 103).».

 

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Panayiotis Papaioannou ν. The Republic (1982) 3 CLR 103, ημ.25/02/82, λέχθηκε ότι η γνώση δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται σε κάθε λεπτομέρεια της απόφασης και  εφόσον ο επηρεαζόμενος έχει τις πληροφορίες για να καταλάβει τον λόγο της απόφασης και τις επιπτώσεις αυτής στην νομική του κατάσταση, θα θεωρηθεί επαρκής παρά την παράλειψη ασήμαντων λεπτομερειών (υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου):

 

«On a review of Greek case law, as it emerges from the Conclusions of Case Law of the Greek Council of State supra and Tsatsos' Application for Annulment, supra, the following propositions emerge that should guide the Court in determining whether an act has become executory and, secondly, the date from which time begins to run.

A) Where publication in the Official Gazette is required by law, such publication is essential for the activation of time with regard to third parties. But this is not the only source from which parties directly affected thereby may gain knowledge, and if they gain knowledge in any other way prior to publication, then, as far as they are concerned, time begins to run from the date they gained such knowledge.

B) Notification of a decision where envisaged by law, need not be effected in any solemn manner; it can take any form provided it is effective.

C) Notification need not extend to every detail of the decision. So long as it adequately acquaints the party affected thereby of the result and the basis of the reasoning behind it, it will be held sufficient notwithstanding the omission of inconsequential details.

D) Where written notification is required by the law, dispatch of such communication is not of necessity a prelude to the activation of time. Time begins to run from the moment that the party affected thereby gains knowledge of the decision. Hence, if knowledge is otherwise gained, time commences to run from then onwards.

E) The knowledge necessary to set in motion the time provisions of Article 146.3 must be extensive enough to acquaint the party affected thereby sufficiently of the implications of the decision on his status and position thereby enabling him to pursue remedial steps available under the law.

The above principles of administrative law found approval in Cyprus by the Supreme Constitutional Court, as well as the Supreme Court on numerous occasions. (See, inter alia, John Moron v. The Republic, 1 R.S.C.C. 10; The Holy See of Kitium v. The Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.C. 15; Anastasis Kariolou v. The Municipality of Kyrenia and Others (1971) 3 C.L.R. 455). »

 

Ακολούθως, σύμφωνα δε με το άρθρο 9ΣΤ (8) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 η διοίκηση έχει υποχρέωση (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «να ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε γλώσσα που ο τελευταίος κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής». 

 

Το δε, βάρος απόδειξης ότι, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη το φέρει, κατά κανόνα, αυτός που προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό, εδώ η πλευρά των καθ΄ων(βλ. KRITIOTIS ΚΑΙ MUNICIPALITY OF PAPHOS & OTHERS (1986) 3 C.L.R. 322, 346; ΜΑΡΚΙΔΟΥ ΚΑΙ Κ.Ο.Τ. (1992) 4 (ΣΤΑ.Α.Δ. 44724482). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Γιώργος Φάντης ν. Ε.Τ.Ε.Κ., Υποθ. Αρ. 131/2010, ημερ. 12.11.2012, «Είναι πράγματι ορθό ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη φέρει το μέρος που επικαλείται το εκπρόθεσμο, ενώ πρέπει επίσης η κοινοποίηση της απόφασης να αποδεικνύεται ως λαβούσα πράγματι χώρα (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελ. 252).».

 

Εν πρώτοις, δε χωρεί αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι το επίδικο διάταγμα κράτησης του αιτητή, εκδόθηκε στις 27/01/2025. Στην επιστολή κοινοποίησης του περιεχομένου του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης ημερ. 27/01/2025 (ερυθρό 177 στο Διοικητικό φάκελο) αναφέρονται τα εξής ( παραθέτω αυτολεξεί):

 

« Αρνήθηκε να το παραλάβει και υπογράψει χωρίς να αναφέρει τον λόγο στην παρουσία μου

Ημερ. 27/01/2025  Υπογραφή … ΧΧΧ, αριθμός αστυφύλακα ΧΧΧ».

 

Στο ερυθρό 189 του Διοικητικού Φακέλου, εντοπίζεται η κατάθεση του αστυνομικού που προσπάθησε να παραδώσει το επίδικο διάταγμα κράτησης στον αιτητή, στην οποία καταγράφεται « […] Η ώρα 1600 της ίδιας μέρας μετέβηκα στην πτέρυγα των αλλοδαπών κρατουμένων για να επιδώσω το διάταγμα κράτησης στον Σύριο κρατούμενο [..] . Φώναξα και τον συγκρατούμενο του [..] από την Συρία ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική και την αγγλική γλώσσα να του μεταφράζει αφού ο […] δεν γνωρίζει πολύ καλά τα αγγλικά ούτε και τα ελληνικά. Του εξήγησα το περιεχόμενο του διατάγματος του [..] και ο [..] του το εξηγούσε στα Συριακά. Στο τέλος είπα του […] αν θέλει να παραλάβει το διάταγμα ως επίσης και να το υπογράψει αλλά από ότι μου ανάφερε ο [..] που έκανε την μετάφραση, δεν ήθελε να το παραλάβει αλλά ούτε και υπογράψει. Παρόλο που δεν το υπόγραψε και δεν παρέλαβε ζήτησε να βγάλει φωτογραφία από το κινητό του το διάταγμα με σκοπό να το στείλει στον δικηγόρο όπως και έπραξε. [..]».

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 και ειδικότερα από την κατάθεση του αστυνομικού ως έχει αναφερθεί ανωτέρω και γενικότερα από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, επιβεβαιώνουν πως ο αιτητής δεν ενημερώθηκε πλήρως για το περιεχόμενο του διατάγματος κράτησής του μιας και πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος δεν έχει εναποθέσει την υπογραφή παραλαβής του, ο αιτητής δεν έλαβε πλήρη γνώση για τους λόγους της κράτησης του και για τις δικαστικές διαδικασίες προσβολής του. Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι ο αιτητής όχι μόνο δεν έλαβε την επιστολή από τον αστυφύλακα και δεν υπέγραψε την παραλαβή της, αλλά επίσης δεν εντοπίζεται να υπήρξε επίσημη μετάφραση του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου ούτως ώστε να κριθεί μετά βεβαιότητας ότι ο αιτητής έλαβε έστω γνώση σχετικά με τους λόγους της κράτησης του και τις δικαστικές διαδικασίες.

 

Ειδικότερα, ο ισχυρισμός των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής κατανόησε το περιεχόμενο του διατάγματος κράτησης και τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή κοινοποίησης του επειδή ο αστυνομικός – ως γραπτώς καταγράφεται στην κατάθεση του- κάλεσε έναν ομοεθνή του αιτητή από την Συρία για να προβεί στην μετάφραση του εγγράφου στην μητρική γλώσσα του αιτητή, δεν τεκμαίρει και δεν οδηγεί αυταπόδεικτα σε  γνώση του αιτητή περί του περιεχομένου του διατάγματος κράτησης. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο, δεν μπορεί να διαπιστώσει με βεβαιότητα ότι όντως μεσολάβησε ορθώς η εν λόγω μετάφραση και έγινε αντιληπτή από τον αιτητή, σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο, όπως επίσης και ότι έλαβε γνώση όλων των πληροφοριών που χρειαζόταν για να θεωρηθεί η γνώση του ως πλήρης, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν ευρισκόταν εκεί κατάλληλος και προσοντούχος μεταφραστής, ως είθισται, που να προβεί στην εν λόγω ενέργεια. Οποιαδήποτε αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με παραβίαση των βασικών δικαιωμάτων του αιτητή να λάβει έστω στοιχειωδώς γνώση του περιεχομένου του διατάγματος κράτησης και των συνεπειών αυτού. 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι ο αιτητής δεν είχε πλήρη γνώση της απόφασης, των λόγων κράτησης του αλλά και των χρονικών περιθωρίων εντός των οποίων όφειλε να καταχωρήσει προσφυγή, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1).

 

 Το άρθρο 9ΣΤ (8) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ως αναφέρεται ανωτέρω απαιτεί, να ενημερώνεται ο αιτητής σε γλώσσα που ο τελευταίος κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί΄ και επομένως καταλήγω ότι υφίσταται παραβίαση του εν λόγω άρθρου, μιας και δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε που να καταδεικνύει το αντίθετο.

 

Σε απόφαση της η αδελφή μου δικαστής και Προέδρος του παρόντος Δικαστηρίου κα Παπαντωνίου, στην υπόθεση Κ.Μ.Μ.Κ.. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθ. Αρ. ΔΚ 74/2021, 5/8/2021, με παραπομπή σε πλούσια νομολογία του ΕΔΑΔ, την οποία επίσης υιοθετώ και επαναλαμβάνω στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, καταλήγει ότι υφίσταται υποχρέωση να ενημερώνεται ο αιτητής σε γλώσσα την οποία κατανοεί τους λόγους της κράτησης του και τις δικαστικές διαδικασίες και ότι από μόνη της η επίδοση δεν ισοδυναμεί με επεξήγηση του περιεχομένου του εγγράφου. Παραθέτω κατωτέρω σχετικά αποσπάσματα από την αναφερθείσα απόφαση;

 

« […].

Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που έχω ενώπιον μου, αστυνομικός προσπάθησε να επιδώσει το διάταγμα κράτησης ημερ. 13/04/21 στον Αιτητή, το οποίο ήταν μεταφρασμένο στα αγγλικά.  Όπως φαίνεται από τα περιεχόμενα του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής αρνήθηκε να το υπογράψει δηλώνοντας ότι δεν υπογράφει τίποτα.  Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο αστυνομικός επεξήγησε το περιεχόμενο του διατάγματος και την προθεσμία προσβολής του διατάγματος στον Αιτητή κατά την ημερομηνία που προσπάθησε να του το επιδώσει.  Παρόλο που συμφωνώ με την συνήγορο των Καθ'ων η Αίτηση ότι η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να μεταφράζει στη γλώσσα που ομιλεί κάθε ένας αιτητής  όλες τις αποφάσεις της (βλ. Irene Ferenko v. ΔημοκρατίαςΥποθ.1051/10, ημερομηνίας 21.12.11),  στην παρούσα υπάρχει υποχρέωση που τίθεται δια Νόμου όπως ο κρατούμενος αιτητής ενημερώνεται σε γλώσσα που κατανοεί για τους λόγους κράτησης και τις διαδικασίες που προβλέπονται για την προσβολή του διατάγματος κράτησης, καθώς και για τη δυνατότητα να ζητήσει δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση, και μάλιστα εγγράφως.

[….]

 Υπάρχει πλούσια νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την υποχρέωση μετάφρασης των λόγων κράτησης σε πρόσωπα που συλλαμβάνονται και/ή κρατούνται, σε γλώσσα την οποία κατανοούν.  Στην υπόθεση M.SvSLOVAKIA AND UKRAINE, αρ. 17189/11, ημερ. 11 Ιουνίου 2020, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι:

«98.  Paragraph 2 of Article 5 lays down an elementary safeguard: any person who has been arrested should know why he is being deprived of his liberty. This provision is an integral part of the scheme of protection afforded by Article 5: any person who has been arrested must be told, in simple, non-technical language that he can understand, the essential legal and factual grounds for his deprivation of liberty, so as to be able to apply to a court to challenge its lawfulness in accordance with paragraph 4. Whilst this information must be conveyed "promptly", it need not be related in its entirety by the arresting officer at the very moment of the arrest. [.]

 

102.  The Court reiterates that Article 5 § 2 does not require that reasons be given to a detained person in writing or some other particular form. The reasons may be provided or become apparent in the course of post-arrest interviews or questioning (ibid., § 229). When a person is arrested with a view to extradition or deportation, the information given may be even less complete (ibid., § 230). In particular, Article 5 § 2 does not require that a reference be made to such elaborate details as specific legal provisions authorising detention (see Suso Musa v. Malta, no. 42337/12, § 116, 23 July 2013).» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

[….]

 Ως φαίνεται από τα ανωτέρω, σε περιπτώσεις όπου πρόσωπα δεν ενημερώνονται για τους λόγους κράτησης τους, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα δικαιώματα τους στερούνται της αποτελεσματικής προστασίας τους ("effective substance").

 Η υποχρέωση ενημέρωσης για τους λόγους κράτησης εξετάστηκε από το ΕΔΔΑ και στην υπόθεση Shamayev and other vGeorgia and Russia, αρ.36378/02, ημερ. 12 Απριλίου 2005, όπου επισημάνθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«425.  For the Court, the issue is not whether the applicants concluded or could have concluded from various clues that extraditions proceedings were pending against them, or whether Mr Saydayev ought to have shown zeal in the context of a favour which he was providing unofficially to a State employee. The issue is whether that employee himself, instructed by his hierarchical superiors to perform a specific task, properly informed the applicants of the fact that they were being held on account of a request for extradition to Russia. The Court has not overlooked the fact that it was impossible for Mr Darbaydze to assess the accuracy of the impugned interpretation into Chechen; however, in the light of the responsible task entrusted to him and the serious objections that the question of extradition could have provoked among the applicants, it was incumbent on him to phrase his interpretation request with meticulousness and precision. The Court notes that this was not the case.

426.  Having regard to the foregoing, the Court concludes that, during their visits on 23 August and 13 September 2002, the trainee prosecutors from the Georgian Procurator-General's Office met only ten applicants (see paragraphs 418‑20 above), who did not receive sufficient information with regard to their detention pending extradition for the purposes of Article 5 § 2 of the Convention

 

Η συνήγορος των Καθ' ων ισχυρίστηκε ότι η χειρόγραφη σημείωση ότι «του επιδόθηκε», περιλαμβάνει τόσο την κοινοποίηση όσο και την επεξήγηση.  Θα διαφωνήσω με τη θέση της αυτή, αφού η έννοια «επίδοση» δεν περιλαμβάνει την επεξήγηση του περιεχομένου του εγγράφου.  Επιπρόσθετα, σε περιπτώσεις διαταγμάτων κράτησης, ο Νόμος προβλέπει ρητώς, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, ότι ο Αιτητής θα πρέπει να ενημερώνεται σε γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, τις δικαστικές διαδικασίες και τη δυνατότητα αίτησης νομικής αρωγής.  Το διάταγμα που οι Καθ'ων η Αίτηση ισχυρίστηκαν ότι επέδωσαν στον Αιτητή αλλά αρνήθηκε να υπογράψει ήταν στην αγγλική γλώσσα.  Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής κατανοούσε ή μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι κατανοεί την αγγλική γλώσσα.  Το μόνο στοιχείο που υπάρχει στο διοικητικό φάκελο είναι η αίτηση για διεθνή προστασία που συμπλήρωσε ο Αιτητής στα αραβικά.

 

Ως εκ τούτου, αφ' ης στιγμής το διάταγμα κράτησης δεν φαίνεται να μεταφράστηκε σε γλώσσα την οποία κατανοεί ο Αιτητής, είτε προφορικά είτε γραπτά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής γνώριζε τους λόγους κράτησής του καθώς και την προθεσμία και τα ένδικα μέσα που είχε για να την προσβάλει, με τρόπο ώστε να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του αποτελεσματικά.  Για αυτό το λόγο, η προδικαστική ένσταση περί εκπρόθεσμης καταχώρησης της παρούσας προσφυγής απορρίπτεται.

 […]».

 

Να σημειωθεί επίσης ότι ενόψει του ότι η προσαχθείσα μαρτυρία από τον συνήγορο του αιτητή, περί αποδείξεως του ζητήματος του εμπροθέσμου της προσφυγής, δεν προσέκρουσε στην ένσταση της Δημοκρατίας, όπως επίσης δεν μεσολάβησε και οποιοδήποτε άλλο διάβημα από τους καθ΄ων η αίτηση για να αμφισβητήσουν την μέρα που ο αιτητής έλαβε γνώση του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, ήτοι την 20/02/2025, καταλήγω και κρίνω από τα γεγονότα που έχω ενώπιον μου ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και ενόψει τούτου θα προχωρήσω με την εξέταση των λόγων ακύρωσης ως προβάλλονται από τον συνήγορο του αιτητή.

 

Συνεπώς, οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή της Αγόρευση που επακολούθησε. Οι ισχυρισμοί που προωθούνται ως λόγοι ακύρωσης στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι οι ακόλουθοι: Α) Μη δέουσα έρευνα, Β) Μη ύπαρξη αιτιολογίας της επίδικης πράξης, Γ) Πλάνη περί το Νόμο Δ) Πλάνη περί τα πράγματα, Ε) Παραβίαση της αρχής της αναγκαιότητας και αναλογικότητας λόγω μη αξιολόγηση της εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Στ) Παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος  της ελευθερίας κατά παράβαση του άρθρου 11 του Συντάγματος και του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης κατά παράβαση του άρθρου 9Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τις διατάξεις του Συντάγματος, των Διεθνών Συμβάσεων, των Νόμων, των Κανονισμών και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Πρόσθετα υποβάλουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής, δια της καταχωρηθείσας προσφυγής του, δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1962. Υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη,  λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόλυτα εύλογη και αναγκαία και ορθώς κρίθηκε ως το καταλληλότερο μέτρο η κράτηση έναντι των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

Ενόψει των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, στο βαθμό που αυτοί έχουν δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.

Θεωρώ αναγκαίο να προχωρήσω στην εξέταση από κοινού του πρώτου, δεύτερου, και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.  Ο αιτητής ισχυρίζεται πως η απόφαση των καθ' ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η αιτιολογία της επίδικης πράξης δεν υφίσταται και δεν είναι επαρκής`, καθώς δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης οποιαδήποτε εξατομικευμένη εκτίμηση της περίπτωσης του αιτητή προτού καταλήξουν οι καθ΄ων η αίτηση στην απόφαση για κράτηση του αιτητή, και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων δεν εξέτασαν κατά πόσο μπορούν να υποβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ως όφειλε η Διοίκηση να πράξει στη βάση του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι δεν προηγήθηκε ο προηγούμενος έλεγχος της αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας της κράτησης έναντι των εναλλακτικών μέτρων. 

Κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω το νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτρέπεται η κράτηση αιτητών ασύλου, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000

Κατά κανόνα, η κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας είναι απαγορευμένο μέτρο, το οποίο λαμβάνεται από τα κράτη σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται από την Οδηγία 2013/33/ΕΕ αλλά και από τον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6 (Ι)/2000.  To άρθρο 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, προβλέπει τα ακόλουθα (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης· [….]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

Σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή. [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMSC-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

 

Στο πιο πάνω άρθρο αναφέρονται ρητά οι περιπτώσεις όπου ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δύναται να προβεί στην  κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας.

 

Επομένως, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, ανάμεσα στις περιπτώσεις του εδαφίου 2 του άρθρου 9ΣΤ όπου μπορεί να προβεί η Διοίκηση στην κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας, είναι και η παράγραφος ε) ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, όπου η Διοίκηση θα πρέπει να κρίνει και να αξιολογήσει εάν ο αιτητής δύναται να κρατηθεί για την προστασία της «εθνικής ασφάλειας» καθώς και διαζευκτικά να διαπιστώσει εάν δύναται να κρατηθεί για την προστασία της «δημόσιας τάξης» , για να προχωρήσει με την έκδοση διατάγματος κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ (2) (ε) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Προτού προχωρήσω στην περαιτέρω αξιολόγηση των λόγων ακυρώσεως, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν έχουν εξειδικεύσει στο επίδικο διάταγμα κράτησης κατά πόσο ο αιτητής κρατείται για λόγους δημοσίας τάξεως ή εθνικής ασφάλειας και που έχουν βασίσει την αξιολόγηση τους.

 

Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι, η Διοίκηση όφειλε να το εξειδικεύσει και να το συγκεκριμενοποιήσει, καθότι το παρόν Δικαστήριο διαπιστώνει ότι,  η Διοίκηση χρησιμοποίησε όρους κατά την αξιολόγηση της για την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης – ‘απαιτείται η κράτηση του για την προστασία της δημόσιας τάξης και Ασφάλειας '- , που υποδηλώνουν ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο τόσο για δημόσια τάξη όσο και για την εθνική ασφάλεια ( δημόσια ασφάλεια) όπου αφορούν διαφορετικά είδη κινδύνου, ως έχει οριοθετηθεί απο τις αποφάσεις του ΔΕΕ[1]. Ως αναφέρεται επίσης στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C‑601/15 PPUJN.και Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ.15/02/2016, στην σκέψη 59 της εν λόγω λέχθηκε, παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα (η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου): « Επισημαίνεται εξάλλου ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των διαφόρων λόγων που μπορούν να δικαιολογήσουν την κράτηση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνος που αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και ότι κάθε ένας από τους λόγους αυτούς ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη ανάγκη και έχει αυτοτελή χαρακτήρα.»

 

Επομένως με την χρήση των εν λόγων εννοιών από την Διοίκηση, δεν προκύπτει με ασφάλεια το πραγματικό νομικό πλαίσιοόπως στην υπό εξέταση προσφυγή, εντός του οποίου η Διοίκηση διεξήλθε του ελέγχου της προ της εκδόσεως του επίδικου διατάγματος κράτησης, καθότι η αξιολόγηση ενδεχομένως να βασίστηκε είτε στο ότι ο αιτητής συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη είτε για την εθνική ασφάλεια ( δημόσια). Εντούτοις, κρίνω ότι αυτό ως γεγονός δεν μπορεί από μόνο του να στερήσει από το Δικαστήριο την δυνατότητα να προβεί σε περαιτέρω εξέταση, ανεξαρτήτως σε ποιες από τις δύο έννοιες βασίστηκε η Διοίκηση για να εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη, για τους λόγους που θα αναφερθούν κατωτέρω.

 

Ενόψει των ως έχουν ανωτέρω αναφερθεί, το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσον η Διοίκηση προέβη σε εξατομικευμένη κρίση για να προχωρήσει με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να παραθέσω το κείμενο του επίδικου διατάγματος:

 

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΏΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ ο Ο.Α.Μ. υπήκοος Συρίας, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,

Και ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Ο.Α.Μ. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ (2) (Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.    ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για την προστασία της δημόσιας τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή ΥΑΜ Αμμοχώστου, ημερ. 20/11/2024.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου Κεφ. 188 (3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο Ο.Α.Μ. παραμείνει υπό κράτηση.

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 27η  ημέρα του Ιανουαρίου, 2025». 

Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω κατωτέρω σχετική νομολογία περί του τι όφειλε να εξετάσει η αρμόδια αρχή προτού καταλήξει ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και/ή την ασφάλεια του κράτους μιας και η αρμόδια αρχή δεν εξειδίκευσε που βάσισε την αξιολόγηση της, ως έχω αναφέρει ανωτέρω, για να καταλήξει στην κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή.

 

Γενικότερα το ΔΕΕ, έχει οριοθετήσει τις έννοιες δημόσια τάξη και δημόσια ασφάλεια. Το παρόν δικαστήριο θα παραθέσει κατωτέρω τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εννοιολογική προσέγγιση της δημόσιας ασφάλειας ( εθνική ασφάλεια) και της δημόσιας τάξης.

Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑373/13H. T. Κατά Land Baden-Württemberg, ημερ. 24ης Ιουνίου 2015, λέχθηκε (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«78  Κατά συνέπεια, προκειμένου να ερμηνευθεί η έννοια ««επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης» του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθεί υπόψη ότι έχει ήδη κριθεί ότι ο όρος «δημόσια ασφάλεια», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, καλύπτει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική ασφάλεια του κάθε κράτους μέλους (βλ., ιδίως, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι, ως εκ τούτου, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, από την επιβίωση του πληθυσμού από τον κίνδυνο σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, καθώς και από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 44). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί, στην ίδια αλληλουχία, ότι η έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας» του ίδιου αυτού άρθρου 28, παράγραφος 3, προϋποθέτει όχι μόνον ότι συντρέχει προσβολή της δημόσιας ασφάλειας, αλλά και ότι η προσβολή αυτή είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, όπως υποδηλώνει η χρήση του όρου «επιτακτικοί λόγοι» (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 41).

79      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει την έννοια «δημόσια τάξη» στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, και ειδικότερα των άρθρων 27 και 28 της συγκεκριμένης οδηγίας, διευκρινίζοντας ότι για να γίνει επίκληση της έννοιας αυτής πρέπει εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνεπάγεται κάθε παράβαση του νόμου, να υφίσταται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ., ιδίως, απόφαση Byankov, C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»

Τα πιο πάνω αναφερθέντα, επαναλήφθηκαν και στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C‑601/15 PPU, J. N.και Staatssecretaris van Veiligheid en Justitieημερ.15/02/2016, όπου λέχθηκαν τα κατωτέρω σχετικά με την οριοθέτηση της έννοιας της δημόσιας τάξης και της δημόσια ασφάλειας (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

« [….]

64      Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.

65      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].

66     Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).

[…]».

Τα πιο πάνω οποία επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση C-18/19 - WM κατά Stadt Frankfurt am Mainημερ.02/07/20 (σκέψεις 43- 44).

 

Πρόσθετα, στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C‑601/15 PPU, J. N.και Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ.15/02/2016το Δικαστήριο κατέληξε ότι κατά το στάδιο εξέτασης από την αρμόδια αρχή στο κατά πόσο ένα πρόσωπο αποτελεί κίνδυνος για την δημόσια τάξη και/ή δημόσια ασφάλεια ( εθνική), για σκοπούς κράτησης αιτούντος διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να προβαίνει σε ατομική εξέταση των πραγματικών περιστατικών εκάστης περίπτωσης ούτως ώστε να διαπιστώσει ότι από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) :

«[…]

52      Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 6 του Χάρτη. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή δεν αναιρεί την κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού και, όπως προκύπτει από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και από την αιτιολογική σκέψη 15 της ίδιας οδηγίας, παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να θέτουν τον αιτούντα υπό κράτηση μόνο για λόγους που έχουν σχέση με την ατομική του συμπεριφορά και εφόσον συντρέχουν οι κατά την ίδια διάταξη εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες εξάλλου οριοθετούνται από το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2013/33.

[…]

67      Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

[…]».

Τα πιο πάνω οποία επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση C-18/19 - WM κατά Stadt Frankfurt am Mainημερ.02/07/20 (σκέψη 46).

Στην απόφαση μου 3261/23, υπόθεση HS ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 3261/2023, 13/2/2024, αναφέρονται τα κάτωθι, παραθέτω σχετικό απόσπασμα της οποίας υιοθετώ και επαναλαμβάνω στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης:

«[…]

Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑554/13, Z. Zh. κατά Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie κατά Ι. O., ημερ. 11/06/2015, λέχθηκε ότι η εκτίμηση από ένα κράτος του κινδύνου για τη δημόσια τάξη πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα, στη βάση της προσωπικής συμπεριφοράς του ατόμου. Η γενική πρακτική δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ένας τέτοιος κίνδυνος. Επισημαίνεται επίσης ότι εάν ένα άτομο είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, δεν αρκεί αυτό από μόνο του για να εκτιμηθεί ένα άτομο ως κίνδυνος για την δημόσια τάξη ( βλ. σκέψη 50). Διευκρινίστηκε επίσης ότι η απλή υπόνοια τέλεσης ποινικού αδικήματος δεν αρκεί για να κρίνει ένα κράτος κάποιον ως κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, καθότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία για να θεμελιωθεί ένας τέτοιος κίνδυνος. Παραθέτω κατωτέρω σχετικά αποσπάσματα ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«   50   Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ' εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

[..]

52   Επιπροσθέτως η απλή υπόνοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας έχει τελέσει πράξη η οποία κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα μπορεί από κοινού με άλλα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση να θεμελιώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη παραμένουν κατ' ουσίαν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, ούτε δε από το άρθρο 7 ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής μπορεί να συναχθεί ότι είναι συναφώς αναγκαία η ποινική καταδίκη.

[..]

54   Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους θεωρείται ότι αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τον λόγο και μόνον ότι είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα.

[..]

61   Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

62   Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της. ».

[…]».

 

Στο σημείο αυτό, θα προχωρήσω με την εξέταση του ιστορικού της υπόθεσης όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών, προκειμένου να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο κατά πόσο, μέσω της αιτιολογίας που παρατίθεται στο κείμενο του διατάγματος, καθώς και των λοιπών στοιχείων και τεκμηρίων που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο, το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί παράνομα, χωρίς επαρκή αιτιολογία και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

 

Μελετώντας τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω την επιβεβαίωση της υποβολής του αιτήματος ασύλου του αιτητή, ημερ. 22/01/2025 (ερυθρό 63 του Δ.Φ.), η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει εξεταστεί.

Στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο εντοπίζω επίσης επιστολή ημερ. 20/11/2024 από την ΥΑΜ προς το ΤΑΠΜ, όπου γίνεται αναφορά στην εν λόγω σε προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ήτοι το όνομα του, την ημερομηνία γέννησης του, την ημερομηνία άφιξης του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ακολούθως, γίνεται αναφορά ότι μετά από ρηματική διακοίνωση ο αιτητής μαζί με άλλους τέσσερεις ομοεθνείς του οδηγήθηκαν στο Κέντρο Υποδοχής και Φιλοξενίας μεταναστών» Πουρνάρα», στην Κοκκινοτριμιθιά, αφού εξέφρασαν πρόθεση για υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας. Αναφέρεται επίσης ότι αμέσως μετά την παράδοση τους στις Κυπριακές Αρχές, λήφθηκε πληροφορία από αξιόπιστο συνεργάτη του τμήματος Τελωνείου και Μετανάστευσης των Βρετανικών Βάσεων, ότι στο κινητό τηλέφωνο του αιτητή, υπήρχε ηχητικό μήνυμα με το οποίο εξιστορούσε κάποια γεγονότα, μεταξύ των οποίων ότι, σκοπός της άφιξης του στην Κύπρο ήταν για να προβεί σε εγκληματική ενέργεια σε βάρος τριών (3) ομοεθνών του που βρίσκονται ήδη στο έδαφος τα Κυπριακής Δημοκρατίας.  Πρόσθετα καταγράφεται ότι την ίδια μέρα ο αιτητής συνελήφθη για να διαπιστωθεί κατά πόσο πρόκειται για απαγορευμένο μετανάστη και τέθηκε υπο κράτηση στα κρατητήρια της Ομορφίτας ενώ παράλληλα γίνεται εισήγηση για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ενόψει του ότι ο αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Εντοπίζεται επίσης κατάθεση αστυνομικού (ερυθρό 126 του Δ.Φ), όπου αναφέρεται ότι στις 19/11/24 ο αιτητής συνελήφθη για εξακρίβωση στοιχείων και ακολούθως μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό Ομορφίτας όπου και κρατείτον.

Εντοπίζω επίσης διάταγμα κράτησης του αιτητή ημερ. 20/11/2024 στη βάση του άρθρου 9 Στ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο στην πορεία ακυρώθηκε από την Διοίκηση.

Ακολούθως, στο διοικητικό φάκελο εντοπίζεται επιστολή ημερ. 09/01/2025 από την ΥΑΜ προς την Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, με την οποία αναφέρεται ότι ενόψει του ότι μέχρι και τις 09/01/2025, ο αιτητής δεν υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, εισηγείται την ακύρωση του σχετικού διατάγματος και έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης βάση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου.

Ακολούθως, εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 09/01/2025, τα οποία εξίσου ακυρώθηκαν στην πορεία λόγω έκδοσης νέων διαταγμάτων ημερ. 13/01/2025.

Εντοπίζεται επίσης στο διοικητικό φάκελο επιστολή ημερ. 23/01/2025 από την ΥΑΜ προς την Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, στην οποία καταγράφεται ότι ενόψει του ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 22/01/2025, εισηγείται την ακύρωση των προηγούμενων διαταγμάτων και έκδοσης νέων στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, ως διαπιστώνω και πάλι, το προηγούμενο διάταγμα κράτησης ημερ. 13/01/2025 ακυρώθηκε λόγω έκδοσης νέου ημερομηνίας 27/01/2025, ενώ το διάταγμα απέλασης ημερ. 13/01/2025 ανεστάλη λόγω του αιτήματος ασύλου του αιτητή.

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της παρούσας υπόθεσης, κατόπιν σχετικού ερωτήματος από το παρόν Δικαστήριο, προς την συνήγορο του Γενικού Εισαγγελέα, περί του αν είχε στην κατοχή της το ηχητικό μήνυμα στη βάση του οποίου ο αιτητής κρίθηκε επικίνδυνος και κατά πόσο θα προσκομιστεί στο Δικαστήριο το εν λόγω υλικό, η συνήγορος απάντησε αρνητικά. Πρόσθετα, το παρόν Δικαστήριο προέβη σε σχετικό ερώτημα προς την συνήγορο του Γενικού Εισαγγελέα, ποια είναι η εγκληματική ενέργεια στην οποία θα προέβαινε ο αιτητής σύμφωνα με την επιστολή της ΥΑΜ κατά ομοεθνών του, με την συνήγορο των καθ΄ων να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει την εν λόγω πληροφορία, καθότι δεν της κοινοποιήθηκε από την αρμόδια αρχή.

Συνακόλουθα, και ενόψει των ως έχουν αναφερθεί ανωτέρω, από όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι οι καθ΄ων η αίτηση, κατά το στάδιο αξιολόγησης κατά πόσο θα πρέπει να εκδοθεί το διάταγμα κράτησης, να αξιολόγησαν με τον δέοντα τρόπο την περίπτωση του αιτητή, για τους λόγους που θα αναφερθούν κατωτέρω.

Ως προκύπτει από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που έχει παραθέσει το Δικαστήριο, η Διοίκηση οφείλει προτού καταλήξει στην έκδοση του διατάγματος κράτησης, να προβεί σε εξατομικευμένη και ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή για να διαπιστώσει ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας και/ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους

Για την κατάληξη μου, έλαβα υπόψη μου όλες τις νομολογιακές αρχές ως έχουν καθοριστεί και ως παρατίθενται κατωτέρω.

Ως εμφαίνεται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο αιτητής δεν τέλεσε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, πάρα μόνο υπήρξε υπόνοια και/ή υποψία και/ή πιθανότητα τέλεσης εγκληματικής ενέργειας από τον αιτητή κατά ομοεθνών του, χωρίς να αναφέρεται από πουθενά πως προέκυψε η εν λόγω υποψία – μιας και δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο το  ηχητικό μήνυμα - τι είδους εγκληματική ενέργεια ήτο αυτή και η σοβαρότητα της. Δεν εμφαίνεται η Διοίκηση να εξέτασε και να αξιολόγησε άλλες προσωπικές περιστάσεις του αιτητή μεταξύ των οποίων, το γεγονός ότι δεν εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του αιτητή, όπως επίσης, το γεγονός ότι ο αιτητής είναι Σύριος, αιτητής ασύλου, χωρίς να έχει εξεταστεί η αίτηση του μέχρι στιγμής από την Διοίκηση.

Η Διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και/ή ασφάλεια, λόγω ύπαρξης ενός ηχητικού μηνύματος στο κινητό τηλέφωνο του αιτητή – το οποίο επαναλαμβάνω ουδέποτε παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο - ότι ο αιτητής επρόκειτο να τελέσει εγκληματική ενέργεια κατά ομοεθνών του. Ουσιαστικά τεκμηριώθηκε η επικινδυνότητα του αιτητή στην ύπαρξη υποψιών και/ή υπονοιών περί ενδεχόμενου τέλεσης συγκεκριμένης εγκληματικής ενέργειας, χωρίς να έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε σχετικό περί τούτου. Ουδέν άλλο στοιχείο εντοπίζεται από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, ούτε εμφαίνεται να λήφθηκε υπόψη οποιοδήποτε άλλο νομικό και πραγματικό στοιχείο, πέραν της ύπαρξης πιθανότητας τέλεσης εγκληματικής ενέργειας κατά αόριστο και γενικό τρόπο, που ως αυτοτελή στοιχείο δεν αρκεί από μόνο του για να τεκμηριώσει η Διοίκηση την επικινδυνότητα με οποιοδήποτε τρόπο του αιτητή. Η απλή πιθανότητα ή υπόνοια ή υποψία, δεν μπορεί αυτόματα να οδηγεί στην διατύπωση τέτοιων συμπερασματικών κρίσεων.

Η Διοίκηση όφειλε και συνακόλουθα η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, να παρουσιάσει στο Δικαστήριο το απαραίτητο υλικό που είχαν στην κατοχή της οι αρμόδιες αρχές για να καταλήξουν στην εν λόγω κρίση, για να μπορέσει το Δικαστήριο να καταλήξει εάν προέβησαν σε ορθή αξιολόγηση των γεγονότων και στοιχείων που είχαν ενώπιον τους. Δεν εντοπίζεται, από το ότι έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, οποιαδήποτε ειδική ουσιαστική εκτίμηση, πως ο αιτητής, στο σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων και της όλης προσωπικότητας του, αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια για να επιβάλλεται η κράτηση του.

Οι αρμόδιες αρχές όφειλαν να παρουσιάσουν περαιτέρω στοιχεία, για να τεκμηριώσουν την κατάληξη τους περί της επικινδυνότητας του αιτητή.

Ενόψει του γεγονότος ότι δεν εντοπίζεται να προέβη η Διοίκηση σε εξατομικευμένη εξέταση για να κρίνει την επικινδυνότητα του αιτητή, μιας και καμία άλλη προσωπική περίσταση του ιδίου λήφθηκε υπόψη, αλλά αρκέστηκε στο να καταλήξει και να συμπεράνει την επικινδυνότητα του μόνο στην ύπαρξη ενός ηχητικού υλικού το οποίο ουδέποτε παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο περί ύπαρξης της πιθανότητας τέλεσης εγκληματικής ενέργειας, κρίνω ότι γι΄αυτό το λόγο, έχει αθετήσει την υποχρέωση της προς εξατομικευμένη εξέταση και αδικαιολόγητα κατέληξε στην πιο πάνω εκτίμηση.

Κατ΄επέκταση, από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, δεν προκύπτει ότι ορθώς αξιολόγησε η Διοίκηση και προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση προτού καταλήξει ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο την δημόσια τάξη και/ή ασφάλειας της Δημοκρατίας.

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, και επίσης, ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, δεν διαφαίνεται ποια ήταν η ακριβής αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος κράτησης του Αιτητή.

Στην 15η αιτιολογική σκέψη της  Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, καταγράφεται ρητώς ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.

 

Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή  της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»

 

Προκύπτει, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο (βλ. ΔΕΕ, C-18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76).

 

Παρατηρώ επίσης ότι οι καθ΄ων η αίτηση πριν καταλήξουν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης δεν αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα της κράτησης, μιας και δεν εντοπίζω καμία σχετική αναφορά στα γεγονότα, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, προ της κατάληξης των καθ΄ων η αίτηση, στο κατά πόσο θα προβεί στην έκδοση του εκάστοτε διατάγματος κράτησης.

Οι καθ΄ων η αίτηση προτού καταλήξουν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης δεν εφάρμοσαν την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, ως είχαν υποχρέωση ( βλ. σκέψεις 54, 56 και 61, απόφασης του ΔΕΕ, C – 601/15, ανωτέρω), αφού ουδεμία στάθμιση μεσολάβησε όσον αφορά αφενός του περιοριστικού μέτρου που επιβλήθηκε στον αιτητή ήτοι την κράτηση και κατά πόσο το εν λόγω μέτρο ήταν αναγκαίο και ανάλογο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιωκόταν ήτοι την προστασία της δημόσιας τάξης και/ή ασφάλειας του κράτους, όπως επίσης, δεν αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν άλλα αποτελεσματικά μέτρα έναντι της κράτησηςστάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, προ της κατάληξης των καθ΄ων η αίτηση, στο κατά πόσο θα προβεί στην έκδοση του εκάστοτε διατάγματος κράτησης.

Στη βάση των στοιχείων που βρίσκονταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης, όπως αναφέρονται ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν σταθμίστηκαν όλα τα ενώπιον της Διοίκησης δεδομένα για να αποφασιστεί η κράτηση του αιτητή και ενόψει της μη πλήρωσης καμίας εκ των προϋποθέσεων του άρθρου 9 Στ (2) (ε) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω δεδομένων, θεωρώ ότι το μέτρο της κράτησης του αιτητή, δεν αξιολογήθηκε ορθώς από τους καθ' ων η αίτηση ως μέτρο ανάλογο, αναγκαίο και κατάλληλο προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης και επίσης δεν διαφαίνεται ποια ήταν η αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος κράτησής του Αιτητή.

 

Παρατηρώ ότι η επίδικη πράξη δεν είναι πλήρως αιτιολογημένη καθότι  τόσο από το σύνολο των στοιχείων που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο όσο και από το περιεχόμενο του ίδιου του διατάγματος κράτησης υπάρχει μια σύντομη αιτιολόγηση, χωρίς να προκύπτουν γεγονότα που να δικαιολογούν την κράτηση και χωρίς στο ίδιο το διάταγμα να παρατίθενται οι ουσιαστικά πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους βασίστηκε η έκδοση του ως απαιτεί η πρόνοια του άρθρο 9Στ εδάφιο 8 του Περί Προσφύγων Νόμου.  

 

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, μπορεί δε να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 303, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 648, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672 και SURENDAN SUNDARARAJ κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:D596, Υποθ. Αρ. 1867/2012, ημερ. 11.9.2015). Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, διαπιστώνω παραβίαση και του άρθρου 26 του Ν. 158 (ι)/1999.

Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η έκταση της  δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόθεση Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, με Αρ.17/2021, ημ.21/09/21, όπου λέχθηκε ότι το παρόν Δικαστήριο ελέγχει ‘όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του με την προσφυγή που υποβάλλεται..’.

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C924/19 και C 925/19,FMS  and Others κατά Orzagos Idegenrendeszeti Foigazgatosag, ημερ.14/5/2020, λέχθηκε ( παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα):

«…292    Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

293    Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.

………………………………»

Επομένως, ενόψει της δικαιοδοσίας μου, προς εξέταση τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας του διατάγματος κράτησης, κρίνω ότι στην παρούσα περίπτωση, δεν στοιχειοθετούνται οι βασικές προϋποθέσεις του άρθρου 9 Στ (2) (ε) του Περί Προσφύγων Νόμου, για να μπορούσε να τεκμηριωθεί η κράτηση του αιτητή με οποιοδήποτε τρόπο. Ενόψει τούτου, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση, πέραν από το να ακυρώσει το επίδικο διάταγμα κράτησης και να διατάξει την απόλυση του αιτητή.

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, κρίνω ότι επιτυγχάνουν οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως ως έχουν αναλυθεί ανωτέρω και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακυρώσεως που θέτει ο αιτητής στην γραπτή του αγόρευση.

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η προσφυγή επιτυγχάνει και διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του αιτητή. Παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα υπόθεση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με έξοδα υπέρ του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 

 

                                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] Βλ. απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑373/13H. T. Κατά Land Baden-Württemberg, ημερ. 24ης Ιουνίου 2015, (σκέψη 78) / απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑601/15 PPUJN. και Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ.15/02/2016 (σκέψεις 64 - 66                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               ), τα οποία επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση C-18/19 - WM κατά Stadt Frankfurt am Main, ημερ.02/07/20 (σκέψεις 43- 44).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο