
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 5548/2021
14 Απριλίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κ.Κ.Α.Κ.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
-------------------
Λ. Κουμή (κα.), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Α. Ρούσου (κα) για Ι. Στυλιανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 27/04/2021, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή και συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο «Α» στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια, μετά από διαδικασία αξιολόγησης της ηλικίας της[1] κρίθηκε ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφ εξής «ΛΔΚ»), η οποία σύμφωνα με δική της δήλωση, την 06/03/2019 εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και ταξίδευσε αεροπορικός στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 07/03/2019 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας την οποία αφού υπέβαλε παρέλαβε στις 12/03/2019 σχετική βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 20/07/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO νυν EUAA), παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα και την 03/11/2020, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Ακολούθως, στις 22/04/2021, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 27/04/2021, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από την Αιτήτρια στις 06/08/2021, θέτοντας την υπογραφή της, αφού προηγουμένως της επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της επιστολής σε γλώσσα που κατανοεί, ήτοι τα γαλλικά.
Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια, με τη βοήθεια συνηγόρου καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Με την αίτηση ακυρώσεως η Αιτήτρια προσκόμισε, ως παραρτήματα Β, Γ και Δ πληροφορίες από πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της προς επίρρωση των ισχυρισμών της σχετικά με τα κατ΄ ισχυρισμό πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, από τις οποίες αποτυπώνεται η ένταση της βίας στο Yumbi το έτος 2018 κατά την διάρκεια της εθνοτικής σύγκρουσης μεταξύ Banunu- Batende.
Με την γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος αρχικά αναφέρεται στις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας προβάλλοντας πως ο πατέρας της συνεργαζόταν με έναν τοπικό ηγέτη του Yumbi τον Νγκομπίλα, πως η οικογένεια της ήταν γνωστή στην ανωτέρω περιοχή λόγω της οικονομικής θέσης που κατείχε ο πατέρας της, πως όταν έλαβε χώρα η σφαγή η ίδια ήταν σε διακοπές στην Kinshasa και πως οι γονείς της πέθαναν/σκοτώθηκαν λόγω της σχέσης που είχε ο πατέρας της με τον ανωτέρω τοπικό ηγέτη. Ως πρώτο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης η κ. Κουμή προωθεί την θέση ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να διεξαγάγουν δέουσα έρευνα ή/και δεν προέβησαν σε αξιολόγηση των πραγματικών και/ή νομικών προϋποθέσεων έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και/ή απόφασης. Ο ανωτέρω ισχυρισμός εδράζεται στο ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά από την Υπηρεσία Ασύλου όσα η Αιτήτρια ανέφερε κατά την συνέντευξη της και ειδικότερα δεν διερευνήθηκε ο βασικός της ισχυρισμός περί του φόβου της για τα όσα διαδραματίστηκαν στο Yumbi και για τις σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων με τη μια εκ των δύο να απειλεί και την ζωή της. Περαιτέρω προωθεί την θέση ότι καίτοι η ίδια η Αιτήτρια δεν ήταν παρούσα στη σφαγή, εντούτοις φοβάται για την ζωή της εξαιτίας των σχέσεων που διατηρούσε ο πατέρας της με τον τοπικό ηγέτη καθώς και λόγω των επιχειρήσεων που διατηρούσε ο πατέρας της στην περιοχή. Ως εκ τούτου προωθεί πως οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση του άρθρου 17(1) του περί Προσφύγων Νόμου και δεν έλαβαν υπόψη πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της. Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, προωθεί τη θέση πως η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης και/ή κακής και/ή λανθασμένης αξιολόγησης των περιστατικών που περιβάλουν την υπόθεση. Ειδικότερα, υποστηρίζει η κ. Κουμή πως η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση των γεγονότων καθότι δεν δόθηκε έμφαση στους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της και ούτε λήφθηκαν υπόψη σχετικές με τους ισχυρισμούς της πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Yumbi αλλά και σε σχέση με τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέταση απόφασης. Αποτελεί θέση τους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίδει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, κατ’ επίκληση των αρχών του διοικητικού δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω, κατά τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση, η Αιτήτρια φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρότητας το οποίο δεν έχει ανατραπεί, και ούτε κατάφερε η Αιτήτρια να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της. Αντικρούοντας όλους μαζί τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια, οι Καθ’ ων η αίτηση διατείνονται ότι από το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την εισηγητική έκθεση στην οποία αναφέρονται ενδελεχώς οι λόγοι απόρριψης, αποκαλύπτεται η διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση και δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε βάσιμος ισχυρισμός από την Αιτήτρια, από τον οποίο να προκύπτει ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Υποβάλλουν επίσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν ενδελεχώς όλα τα γεγονότα που η Αιτήτρια έθεσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ως επίσης και όλα τα στοιχεία που παρέθεσε, εισηγούμενοι ότι υπό το φως των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, καταδεικνύεται ότι καμία πλάνη, πόσω μάλλον ουσιώδης έχει εμφιλοχωρήσει στη σκέψη των Καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της απόφασης τους, η οποία ήταν το αποτέλεσμα δέουσας και επαρκούς έρευνας.
Απαντώντας στις τοποθετήσεις των Καθ’ ων η αίτηση, η πλευρά της Αιτήτριας, εμμένει και υπερθεματίζει τα όσα ήδη καταγράφει στη γραπτή της αγόρευση, ισχυριζόμενη φόβο δίωξη ένεκα της ιδιότητας της ως μέλους της φυλής Balobo από τα μέλη της φυλής Batende με τους οποίους βρίσκονται σε σύγκρουση.
Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ακούσει την Αιτήτρια δια ζώης, θέτοντας σε αυτήν ερωτήσεις σχετικά με τα γεγονότα που εξιστόρησε κατά την διάρκεια της συνέντευξης της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Κληθείσα η Αιτήτρια να αναφέρει πως ενημερώθηκε σχετικά με τα γεγονότα στο Yumbi, δήλωσε πως, ενόσω ήταν στο Brazaville με τον αδελφό της για διακοπές, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους και επί τρεις ημέρες δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν. Προσέθεσε πως τους κάλεσε στο τηλέφωνο ένας φίλος του αδελφού της και τους ενημέρωσε για την κατάσταση στο Yumbi. Κληθείσα να αναφερθεί στον άνθρωπο που τους βοήθησε να εγκαταλείψουν τη χώρα δήλωσε πως τον συνάντησαν τυχαία στο δρόμο κατά την επιστροφή τους στην ΛΔΚ και πως ο εν λόγω κύριος τους είδε να κλαίνε και άρχισε να τους ρωτάει τι συνέβη. Δήλωσε πως ο ανωτέρω άνδρας ήταν μεγάλος ηλικιακά και πως ονομαζόταν Ντότο. Ερωτηθείσα από το Δικαστήριο που έμεναν με τον αδελφό της από τον Δεκέμβριο του 2018 έως τον Μάρτιο του 2019, όταν και εγκατέλειψαν την χώρα η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως τους φιλοξενούσε ο ανωτέρω άνδρας. Κληθείσα να αναφερθεί εάν τους συνέβη κάτι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα η Αιτήτρια δήλωσε πως αρρώστησε από το άγχος όταν άρχισαν να καλούν τους γονείς τους χωρίς ανταπόκριση. Σε διευκρινιστική ερώτηση που της τέθηκε σχετικά με τους λόγους μετακίνησης της οικογένειας από την Kinshasa στο Yumbi δήλωσε πως αποφάσισαν με την μητέρα τους να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στο Yumbi καθότι εκεί είχε την επιχείρηση του. Ισχυρίστηκε, ακόμη, πως έχει κάποιες θείες στην Kinshasa αλλά δεν γνωρίζει που ακριβώς είναι σήμερα. Ερωτηθείσα εάν γνωρίζει τι έχει συμβεί με τους γονείς της, δήλωσε πως είναι νεκροί πληροφορία που έλαβε σε επικοινωνία της με τον διευθυντή του σχολείου στο Yumbi.
Το Δικαστήριο έδωσε το δικαίωμα στους Καθ’ ων η αίτηση όπως τοποθετηθούν επί των δηλώσεων της Αιτήτριας σε σχέση με την έρευνα που διεξήχθει από την Υπηρεσία Ασύλου, με τους τελευταίους να δηλώνουν πως αποτελεί θέση της Υπηρεσίας Ασύλου πως η αξιολόγηση κινδύνου δεν περιορίστηκε στην περιοχή Yumbi καθότι εκεί η Αιτήτρια διέμεινε μόνο περί το ενάμιση έτος. Πρόσθεσαν πως η έρευνα που διεξήχθη αφορά τη χώρα γενικότερα καθότι κρίθηκε αναξιόπιστη προς τους ισχυρισμούς της και ως εκ τούτου κρίθηκε πως δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος κατά την επιστροφή της Αιτήτριας στην ΛΔΚ.
Στις 09/03/2024 οι Καθ’ων η αίτηση απέστειλαν προς το Δικαστήριο ηλεκτρονική επιστολή σχετικά με το ερώτημα που τους είχε τεθεί αναφορικά με τον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, εμμένοντας στην ορθότητα της αξιολόγησης των Καθ’ων η αίτηση σχετικά με την επιστροφή της Αιτήτριας στην Kinshasa καθώς – σύμφωνα με τις δηλώσεις της κατά τη συνέντευξή της – δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς στην περιοχή Yumbi και έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Kinshasa, την οποία γνωρίζει επαρκώς.
Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τη θέση της Αιτήτριας.
Με την αίτησή της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της πως είναι θύμα της σφαγής που έγινε στο Yumbi. Ισχυρίστηκε ότι μαζί με την οικογένειά της διέμεναν στο Yumbi το οποίο ήταν κοντά στο Congo Brazzaville και αποφάσισαν με τον αδελφό της να μεταβούν εκεί για διακοπές. Πρόσθεσε πως λίγες ώρες μετά την άφιξή τους στο Congo Brazzaville, άκουσαν πως στο Yumbi όπου είχαν αφήσει τους γονείς τους έλαβε χώρα μια σοβαρή σφαγή όπου σκοτώθηκαν εκατοντάδες άτομα. Δηλώνει περαιτέρω ότι προσπάθησαν να εντοπίσουν τους γονείς τους, χωρίς αποτέλεσμα. Ακολούθως, μαζί με τον αδελφό της συνάντησαν έναν κύριο ο οποίος τους βοήθησε να έρθουν μέχρι την Κύπρο εφόσον είχαν στην κατοχή τους λεφτά για τη διαμονή τους ενώ στη συνεχεία ο κύριος αυτός εξαφανίστηκε με τα έγγραφα τους και τα χρήματα που είχαν απομείνει.
Κατά την συνέντευξη της, η Αιτήτρια δήλωσε αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία πως είναι υπήκοος της ΛΔΚ γεννηθείσας στην Kinshasa όπου διέμεινε μέχρι τα 13 της έτη και εν συνεχεία μετέβη στο Yumbi μαζί με την οικογένεια της όπου διέμεινε για ενάμιση έτος προ της αναχώρησης της από τη χώρα. Δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Αναφορικά με την πατρική της οικογένεια δήλωσε πως αυτή αποτελείται από τους γονείς της και τον αδελφό της με τον οποίο είναι μαζί στην Κύπρο. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της δήλωσε πως δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα. Δεν εργαζόταν στην χώρα καταγωγής της. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο δήλωσε πως ολοκλήρωσε 11 έτη σχολικής εκπαίδευσης, μέχρι την τρίτη τάξη του γυμνασίου στο Ινστιτούτο Ango Ango της Kinshasa. Είναι καθολική στο θρήσκευμα.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, κατά την ελεύθερη αφήγηση της επανέλαβε τα όσα κατέγραψε επί της αιτήσεως της. Ειδικότερα η Αιτήτρια δήλωσε πως λίγες ώρες μετά την άφιξη τους στο Congo Brazaville όπου είχαν μεταβεί για τις εορτές των Χριστουγέννων με τον αδελφό της έλαβε χώρα σφαγή στο Yumbi μεταξύ των δύο εθνοτικών κοινοτήτων Balodo και Betende κατά την οποία πολλά σπίτια κάηκαν και άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Δήλωσε πως η ανωτέρω επίθεση πραγματοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2018 και πως κατά την επίθεση άνθρωποι εθνοτικής καταγωγής Betende δολοφονήθηκαν και πως πολλά σπίτια κάηκαν. Επεξήγησε πως η διαμάχη μεταξύ των δύο εθνοτικών κοινοτήτων είχε ξεκινήσει πριν την εγκατάστασή τους στο Yumbi, προσθέτοντας πως η αιτία της επίθεσης ήταν η ταφή ενός παραδοσιακού αρχηγού των Batende και πως εκείνη την ημέρα οι Balodo αποφάσισαν να βοηθήσουν στην ταφή του εν λόγω αρχηγού. Στη συνεχεία δήλωσε πως ο κυβερνήτης Gentiny Ngobila έδωσε διαταγές εκείνη την ημέρα στο στρατό να επιτεθεί στο χωριό Balobo όπου έμεναν οι γονείς της, τους οποίους προσπάθησαν να εντοπίσουν όμως δεν απαντούσαν στο τηλέφωνο και μέχρι την άφιξη τους στην Κύπρο αγνοούνται. Περαιτέρω δήλωσε πως ένας άνδρας είδε την ίδια και τον αδελφό της να κλαίνε και αφού του εξήγησαν τι συνέβη, ο ανωτέρω άνδρας τους πρότεινε να τους βοηθήσει να εγκαταλείψουν την χώρα. O ανωτέρω άνδρας τους επισκέπτονταν στο ξενοδοχείο που είχαν κλείσει για τις διακοπές τους και στις 6 Μαρτίου 2019 πήγε και τους πήρε ώστε να εγκαταλείψουν την χώρα.
Ερωτηθείσα εάν συνέβη κάτι στην ίδια ή στην οικογένεια της πριν το ανωτέρω περιστατικό αποκρίθηκε αρνητικά, διευκρινίζοντας πως η μόνη της έξοδος από το σπίτι ήταν για να μεταβεί στο σχολείο. Κληθείσα να αναφέρει τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της δήλωσε πως δεν γνωρίζει και πως εξαιτίας της κατάστασης στo Yumbi δεν θα είναι ασφαλής καθότι γνωρίζουν πως οι γονείς της είναι εθνοτικής καταγωγής Bolobo, στην δε Kinshasa δεν μπορεί να μεταβεί καθότι δεν έχει συγγενείς εκεί.
Ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε έναν μόνο ουσιώδη ισχυρισμό αναφορικά με την ταυτότητα και την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Ειδικότερα, έγινε αποδεκτό κατά τον λειτουργό το ότι η Αιτήτρια είναι υπήκοος της ΛΔΚ, με περιοχή γέννησης την Kinshasa όπου διέμενε μέχρι τα 13 της έτη και στη συνεχεία μετέβη με την οικογένεια της στην Yumbi. Έγινε επίσης αποδεκτό ότι η Αιτήτρια είναι εθνοτικής καταγωγής Balobo[2] και τέλος, έγιναν αποδεκτές οι γλωσσικές της δεξιότητες, ήτοι το ότι ομιλεί την γαλλική γλώσσα, lingala και την αγγλική γλώσσα.
Παρατηρώ στο σημείο αυτό, ότι δεν έχει διακριθεί από τους Καθ’ ων η αίτηση ο βασικός ισχυρισμός της Αιτήτριας ο οποίος αποτελεί και την ουσία του αιτήματος της σχετικά με το ότι οι γονείς της αγνοούνται στη διάρκεια της σφαγής στο Yumbi κατά την οποία η ίδια ήταν στο Congo Brazaville και κατά συνέπεια δεν έχει αξιολογηθεί το κύριο μέρος του αιτήματος της Αιτήτριας και ο επεφρασμένος αυτής φόβος, αλλά ούτε η εθνοτική της καταγωγή.
Παρά την πιο πάνω, διαπίστωση, οι Καθ’ ων η αίτηση προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μόνου διακριθέντα πιο πάνω ισχυρισμού ήτοι της ταυτότητας και χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, κρίνοντας ότι, επί τη βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα αυτή να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της. Προσέθεσε, χωρίς να προβεί σε σχετική διάκριση ισχυρισμού και αξιολόγηση του, πως παρόλο που οι πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν την σφαγή στο Yumbi, η Αιτήτρια δεν ήταν παρούσα όταν συνέβη το ανωτέρω γεγονός, ούτε συνέβη κάτι στην ίδια ή στην οικογένεια της εξαιτίας της ανωτέρω εθνοτικής διαμάχης. Επισημάνθηκε ακόμη πως η Αιτήτρια δεν προέβαλε κάποιο φόβο εξαιτίας της σφαγής ή της εθνοτικής διαμάχης σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, απλά ανέφερε πως δεν έχει πλέον συγγενείς στην Kinshasa και πως οι δύο εθνοτικές ομάδες δεν έχουν καλές σχέσεις.
Ακολούθως, κατά την νομική αξιολόγηση, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ιδίως κατά την εξέταση ενδεχόμενης υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψιν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις, χωρίς ωστόσο να αξιολογηθεί η περίπτωση επιστροφής της στο Yumbi, τελευταίος τόπος συνήθους επιστροφής της Αιτήτριας.
Στη βάση των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.
Οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας προνοούνται στο άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου, στο οποίο παραπέμπω:
«18. [...]
(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:
(α) όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,
(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,
(δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτητή από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,
(ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτητής θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας, την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει».
(4) Το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.
(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι
(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,
(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,
(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,
(δ) ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,
(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη».
Από ανάγνωση των πιο πάνω είναι σαφές πως αίτηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα από αιτητή/ρια εξετάζεται αντικειμενικά και σε εξατομικευμένη βάση, στην απουσία οποιασδήποτε θεώρησης, εικασίας ή ενστίκτου από πλευράς της αποφαινόμενης αρχής, εξού και η προσωπική συνέντευξη αποτελεί την βασική ευκαιρία που δίνεται στον μεν αιτητή/τρια να υποβάλει τις δηλώσεις του αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στη δε διοίκηση να προσδιορίσει όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία καλείται να αξιολογήσει.
Στην απόφαση C-277/11, M. M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform and Others, ημερομηνίας 22/11/2012, το ΔΕΕ ξεκαθάρισε τα δύο βασικά στάδια αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας:
«63. Το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, αφορά την «αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων».
64. Στην πραγματικότητα, η «αξιολόγηση» αυτή γίνεται σε δύο αυτοτελή στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που υποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.
65. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, εναπόκειται μεν συνήθως στον αιτούντα να υποβάλει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωση της αιτήσεώς του, γεγονός, όμως, παραμένει ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να συνεργαστεί με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς αυτής.
66. Συνεπώς, η εν λόγω απαίτηση συνεργασίας που βαρύνει το κράτος μέλος έχει επακριβώς την έννοια ότι, εάν για οποιονδήποτε λόγο τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο απών την παροχή διεθνούς προστασίας δεν είναι πλήρη, πρόσφατα ή συναφή, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να συνεργαστεί ενεργώς, στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, με τον αιτούντα προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή όλων των στοιχείων που τεκμηριώνουν την εν λόγω αίτηση. Εξάλλου, ένα κράτος μέλος έχει καλύτερη πρόσβαση από τον αιτούντα σε ορισμένα είδη εγγράφων.
67. Άλλωστε, η εκτιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη ερμηνεία επιρρώννεται από το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β', της οδηγίας 2005/85, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων άσυλο και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν.
68. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 αφορά μόνον το πρώτο στάδιο που εκτίθεται στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με τον προσδιορισμό των γεγονότων και περιστάσεων ως αποδεικτικών στοιχείων δυνάμενων να δικαιολογήσουν την αίτηση ασύλου».
Παραπέμπω επίσης στην απόφαση Κ.Ν.Κ v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Αρ. Υπόθεσης 5787/2013 ημερ. 31/1/2020, όπου κρίθηκε ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου εναπόκειται στον Αιτητή, «να υποβάλει ενώπιον του αρμόδιου οργάνου όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την θεμελίωση του αιτήματός του, εφόσον είναι και το μόνο άτομο που μπορεί να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ωστόσο, η αρμόδια αρχή είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έρευνα με γνώμονα, όσα αναφέρονται και υπαγορεύονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 18 του Ν. 6 (Ι)/2000».
Η απαίτηση για πλήρη έρευνα βρίσκει έρεισμα στην ημεδαπή νομολογία αλλά και σε σχετική νομολογία του ΔΕΕ[3]. Επιπρόσθετα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επίσης υπογραμμίσει την σημασία της ενδελεχής και αμερόληπτης έρευνας σχετικά με την αξιολόγηση αιτημάτων διεθνούς προστασίας[4].
Η εξέταση του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, δε μπορεί παρά να εκκινήσει από το γεγονός ότι η Αιτήτρια ανέφερε ως λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της την σφαγή στη Yumbi το 2018, κατά την οποία οι γονείς της αγνοούνται και εν συνεχεία με ενημέρωση που έλαβε σκοτώθηκαν. Ανατρέχοντας στα ενώπιον μου στοιχεία διαπιστώνω ότι ουδεμία έρευνα έγινε από τους Καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτρια. Ειδικότερα διαπιστώνω, σε συμφωνία με τη κ. Κουμή, πως δεν έχει σχηματισθεί και αξιολογηθεί αυτοτελώς ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ο οποίος αποτελεί και την ουσία του αιτήματος της σχετικά με το ότι οι γονείς της αγνοούνται στην διάρκεια της σφαγής στο Yumbi κατά την οποία η ίδια ήταν στο Congo Brazaville. Επιπλέον ως ήδη ανέφερα πιο πάνω, δεν είναι ξεκάθαρο τι έλαβαν υπόψη οι Καθ’ ων η αίτηση ως εθνοτική καταγωγή της Αιτήτριας που σε κάθε περίπτωση δεν αξιολόγησαν.
Τα πιο πάνω, κρίνω ότι πρόκειται για ουσιαστικές παραλείψεις των Καθ’ ων η αίτηση εφόσον δεν έτυχε καμίας αξιολόγησης ο λόγος για τον οποίο η Αιτήτρια ωθήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής στην οποία προέβησαν οι Καθ’ ων είναι λανθασμένη στο μέτρο που δε λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω.
Καίτοι το παρόν Δικαστήριο, κέκτηται εξουσίας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας αιτήματος διεθνούς προστασίας, είναι η εκτίμησή μου ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, όπου διακρίνεται παντελής απουσία εξέτασης των ισχυρισμών της Αιτήτριας που αποτελεί και τον πυρήνα του αιτήματος της παρόλο που το δεδομένο αυτό ήταν ενώπιον της διοίκησης, το Δικαστήριο δε μπορεί να προχωρήσει σε έλεγχο ορθότητας επί της ουσίας της προσφυγής, εφόσον δεν έχει ενώπιον του κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και σαφώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζόταν το δικαίωμα της Αιτήτριας σε πραγματική προσφυγή, καθώς θα κατέληγε σε εξέταση του αιτήματος μόνο από μία αρχή, σε ένα μόνο βαθμό και σε αποστέρηση του δικαιώματος να επανεξεταστεί απόφαση που έχει ληφθεί από την διοίκηση.
Ως προς τον περιορισμό της έκτασης του ελέγχου που διενεργεί το παρόν Δικαστήριο σε λόγους νομιμότητας σε ορισμένες περιπτώσεις, υιοθετώ το σκεπτικό της αδελφής μου Δικαστή Ε. Ρήγα στην υπόθεση αριθ. 1588/21, X.S. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 06/10/2023 (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Στις περιπτώσεις λοιπόν που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 4 το παρόν Δικαστήριο ασκεί ακυρωτικό έλεγχο, αναπέμποντας κατά τούτο την υπόθεση πίσω στη διοίκηση προς επανεξέταση.
Βασικός δικαιολογητικός λόγος που υποκρύπτεται πίσω από την υποχρέωση της αναπομπής, είναι η βούληση του νομοθέτη το Δικαστήριο να επιλαμβάνεται της ουσίας τέτοιων υποθέσεων, νοουμένου ότι έχει ήδη υπάρξει μία πρώτη κρίση της διοικητικής αρχής, η οποία έχει ληφθεί με τη νόμιμη διαδικασία[5]. Και τούτου διότι, το διοικητικό όργανο πρέπει να είναι το πρώτο που θα ερευνήσει και θα αξιολογήσει τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θα υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου και θα εκδώσει την αρμόζουσα ατομική διοικητική πράξη τηρώντας την προσήκουσα διοικητική διαδικασία. Στις περιπτώσεις που το διοικητικό όργανο δεν έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ή η πράξη έχει εκδοθεί από όργανο αναρμόδιο ή με μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, τότε δεν έχει επιληφθεί της υποθέσεως σε πρώτη φάση το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η θέση αυτή διαπνέεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών -η οποία χωρίς να είναι ρητώς διατυπωμένη στο κείμενο του Συντάγματος, συνάγεται αβίαστα από πολλές επιμέρους διατάξεις του- δεδομένου ότι εάν στις ως άνω περιπτώσεις το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη, τότε θα ήταν εκείνο που θα έκρινε το πρώτον την υπόθεση, υποκαθιστώντας πλήρως το έργο της διοικητικής αρχής[6]. Το Δικαστήριο ωστόσο δεν έχει τη δυνατότητα, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο σε μη ασκηθείσα εξουσία του, να αποφανθεί εκείνο το πρώτον επί της υπόθεσης. Η υπεισέλευση του Δικαστή σε θέματα για τα οποία η διοικητική αρχή δεν έχει ασκήσει την αποδιδόμενη σε αυτήν ευχέρεια εξομοιώνεται με «πλήρη υποκατάσταση» της εκτελεστικής λειτουργίας και δε στοχεύει απλώς στο να διορθώσει πλημμέλειες της διοικητικής λειτουργίας[7].Παρά τις διευρυμένες εξουσίες που έχει το παρόν Δικαστήριο σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις (διεθνούς προστασίας), ωστόσο ο δικαστικός έλεγχος ουσίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει, όσο πλήρης κι αν είναι, το στάδιο διοικητικής κρίσης για ζητήματα για τα οποία δεν έχει αποφανθεί η διοίκηση σε πρώτο βαθμό. Ως χαρακτηριστικά σημειώνεται από τον Γ. Δελλή, στο σύγγραμμα του «Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013», σελ. 329, «η ευρύτητα του ελέγχου ο οποίος ασκείται στις διαφορές ουσίας κακώς παρουσιάζεται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις διοικητικές παρατυπίες». ».
Με βάση τα πιο πάνω ο προβαλλόμενος ισχυρισμός της Αιτήτριας περί της μη διεξαγωγής έρευνας από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση επί του βασικού ισχυρισμού της Αιτήτριας κρίνεται ορθός και επιτυγχάνει.
Προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι η Αιτήτρια αναφέρθηκε και προέβαλε συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής, ωστόσο η αρμόδια αρχή παρέλειψε ως είχε υποχρέωση να προβεί σε έρευνα και αξιολόγηση αυτών.
Παρατηρώ επίσης, ότι ο αρμόδιος λειτουργός, αν και έθεσε σχετικές ερωτήσεις στην Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, παρέλειψε εντελώς τόσο να διακρίνει αλλά και να αξιολογήσει, ως αυτοτελή ισχυρισμό, τις ανάλογες δηλώσεις της Αιτήτριας αλλά και του εκπεφρασμένου φόβου της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, ισχυρισμός ο οποίος, σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτός, θα μπορούσε να μεταβάλει τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση κινδύνου που ενδεχομένως θα αντιμετώπιζε η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία ως εκ τούτου ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας επιτυγχάνει, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Για τους λόγους που αναλύθηκαν πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18), λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Επιδικάζονται €1000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ.
[1] Στις 20/05/2019 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας αναφορικά με εκτίμηση της ηλικίας της και στις 31/05/2019 μετά από σχετικές εξετάσεις στις οποίες η Αιτήτρια συναίνεσε κρίθηκε πως επρόκειτο για ενήλικο πρόσωπο. Σχετική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 19/06/2019
[2] Προκύπτει από την εισηγητική έκθεση σύγχυση επί τούτου καθότι επί της αίτησης της για διεθνή προστασία αλλά και κατά την συνέντευξη η Αιτήτρια δηλώνει Balobo, ωστόσο οι Καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν (βλ ερυθρό 73 στο διοικητικό φάκελο) την ύπαρξη εθνοτικής ομάδα Banunu, «η οποία αναφέρεται ως Balobo από την Αιτήτρια», χωρίς να προκύπτει εάν πρόκειται για δύο διαφορετικές ή ίδιες ομάδες και σε ποια εκ των δύο ανήκει η Αιτήτρια.
[3] C-71/11, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Bundesrepublik Deutschland κατά Y και Z.
[4] ECtHR, judgment of 12 April 2005, Shamayev and Others v Georgia and Russia, application no 36378/02
[5] Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 3η, 2018, σελ.439.
[6] ΣτΕ 693/2013, σκ. 7.
[7] Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, παρ. 360, Η. Κουβαράς, Η απαγόρευση υποκατάστασης του δικαστή στο έργο της Διοίκησης ως είδωλο της Διοικητικής Δικαιοσύνης, δημοσίευση στον ιστότοπο www.constitutionalism.gr.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο