D.M.B. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.:555/2024, 15/4/2025
print
Τίτλος:
D.M.B. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υποθ. Αρ.:555/2024, 15/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.:555/2024

15 Απριλίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

D.M.B.

Αιτητή

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Α. Πλιάκα (κα) για Δ. Κυριάκου Ζησιμοπούλου (κα), Δικηγόροι για τον Αιτητή

Χρ. Δημητρίου (κα) για Λ. Βελίκοβα (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα τροποποιημένη προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 22/01/2024, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αναγνωρίζοντας τον Αιτητή ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας ή συμπληρωματικής προστασίας (αιτούμενες θεραπείες 2 και 3).

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, και κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του με ημερομηνία έκδοσης 12/12/20192 και ημερομηνία λήξης 11/12/2024, ο οποίος, σύμφωνα με δηλώσεις του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 06/07/2023 αφιχθείς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Την 31/07/2023 ο Αιτητής εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υποβάλλοντας στις 10/08/2023 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Την 31/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της  Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα και ακολούθως στις 30/11/2023 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο αυτής, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, λειτουργού, αφού εξέτασε την εισηγητική έκθεση εξέδωσε την 01/12/223 απόφαση απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου περιέχεται σε επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22/01/2024 και μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός αυθημερόν από τον Αιτητή ο οποίος έθεσε την υπογραφή του, αφού του επεξηγήθηκε το περιεχόμενό της σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.

 

Μέσω της συμπληρωματικής γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του Αιτητή, μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης προσφυγής, ο τελευταίος προβάλλει ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Επιπλέον προβάλλει τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπο πλάνη και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καλούν δε το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή του Αιτητή.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων η συνήγορος για τον Αιτητή, απέσυρε τον ισχυρισμό της περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, προωθώντας μόνο τη θέση ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να διεξαγάγουν δέουσα έρευνα σε σχέση με τις απειλές που δεχόταν ο Αιτητής. Επιπλέον αποτελεί θέση τους ότι εφόσον ο Αιτητής πάσχει από Ηπατίτιδα Β, δεν μπορεί να επιστρέψει στη ΛΔΚ και να τύχει κατάλληλης θεραπείας, στοιχείο που κατά την συνήγορο του Αιτητή, επίσης δεν ερευνήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση. Το Δικαστήριο κάλεσε την συνήγορο του Αιτητή να συγκεκριμενοποιήσει τη θέση της περί μη δέουσας έρευνας εφόσον από το πρακτικό της συνέντευξης αλλά και της εισηγητικής έκθεσης στα οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο  προκύπτει η έρευνα στην οποία οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ωστόσο η πλευρά του Αιτητή περιορίστηκε σε πολύ γενικές και αόριστες αναφορές χωρίς να είναι σε θέση να παρουσιάσουν στοιχεία και ισχυρισμούς που να υποστηρίζουν το αίτημά τους για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ενόψει της μη διεξαγωγής έρευνας.

 

Υπενθυμίζω ότι δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η αναζήτηση των ισχυρισμών και των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης που επιδιώκεται να προωθηθούν. Εφόσον ο Αιτητής εκπροσωπείται από συνήγορο οφείλει, να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους ακύρωσης που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται (βλ Κυπριακή Δημοκρατία. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.)

 

Παρά την πιο πάνω παρατήρησή μου, δεδομένης της δικαιοδοσίας του Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και τον προωθούμενο από τον Αιτητή ισχυρισμό προς ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, στην βάση που αυτός προωθήθηκε.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή δεν ένοιωθε ασφαλής εξαιτίας απειλών που δεχόταν εφόσον, κατά τα λεγόμενα του γνώριζε πράγματα τα οποία θα μπορούσε να καταγγείλει. Ισχυρίστηκε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η αδελφή του απειλούντο με θάνατο. Προσθέτει τέλος ότι η άλλη του αδελφή σκοτώθηκε στην παρουσία του.

 

Στα πλαίσια της προσωπικής του συνέντευξης, και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο διαμονής από την γέννησή του την πόλη Κinshasa. Δήλωσε άγαμος και άτεκνος, οι γονείς του απεβίωσαν από ιατρικά αίτια και έχει δύο αδελφές. Η μεγαλύτερη του αδελφή σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 2023 η δε μικρότερη του αδελφή διαμένει στη ΛΔΚ. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, παρακολούθησε ένα έτος πανεπιστημιακών σπουδών στον τομέα της νομικής, ωστόσο λόγω οικονομικών προβλημάτων διέκοψε τις σπουδές του και  εργαζόταν ως κομμωτής.

 

Κατά την ελεύθερη του αφήγηση ο Αιτητής δήλωσε ότι διέμενε με την μεγαλύτερη αδερφή του η οποία ήταν μέλος σε μια συμμορία, η οποία προέβαινε σε ληστείες. Τον Ιανουάριο 2023 η αδελφή του ήθελε να αποχωρήσει από τη συμμορία και να αλλάξει τον τρόπο ζωής της ως εκ τούτου ενημέρωσε τα μέλη της εν λόγω συμμορίας για την πρόθεσή της ωστόσο αυτοί άρχισαν να απειλούν την αδελφή του αλλά και τον ίδιο. Ο Αιτητής δηλώνει περαιτέρω, ότι τα μέλη της συμμορίας αυτής ενημέρωσαν την αδελφή του ότι εάν αποχωρούσε από την συμμορία θα αποκάλυπτε τα μυστικά τους και θα την σκότωναν όπως και τον ίδιο τον Αιτητή. Η αδελφή του συνέχισε να συμμετέχει στην εν λόγω συμμορία και τον Φεβρουάριο 2023 ξεκίνησε τις διαδικασίες ώστε, μαζί με τον Αιτητή, να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Συνεχίζει ο Αιτητής λέγοντας ότι τον Ιούλιο του 2023 θα ταξίδευαν με προορισμό την Κύπρο αλλά η αδελφή του σκοτώθηκε από τους «συναδέλφους της» (μέλη της εν λόγω συμμορίας) τον Ιούνιο 2023 επειδή φοβόντουσαν ότι θα αποκάλυπτε στην αστυνομία τα μυστικά της συμμορίας αλλά και τον τρόπο που αυτοί ενεργούν. Ειδικότερα, ο Αιτητής ανέφερε ότι τη συγκεκριμένη μέρα ερχόμενη η αδελφή του προς το σπίτι τους σε απόσταση 200 μέτρων μακριά 3 μασκοφόροι άνδρες την πυροβόλησαν, ο ίδιος είδε την σκηνή αφού καθόταν στην βεράντα του σπιτιού του. Στη σκηνή κατέφτασε και η αστυνομία και άρχισαν οι έρευνες όπου και ο ίδιος κλήθηκε να αναφέρει τα όσα είδε εφόσον το περιστατικό συνέβη στην παρουσία του, ωστόσο ως ισχυρίστηκε δεν ενημερώθηκε για το αποτέλεσμα των ερευνών. Έκτοτε ο ίδιος νοιώθει ανασφάλεια και μετακόμισε στο σπίτι του παππού του στο Sele στην Kinshasa. Τον επόμενο μήνα που ακολούθησε, άρχισαν τα απειλητικά τηλεφωνήματα και μηνύματα προς τον ίδιο, ότι θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την αδελφή του επειδή γνώριζε πράγματα και καταστάσεις για την συμμορία από την αδελφή του. Δηλώνει ο ίδιος ο Αιτητής, ότι μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα δεν του συνέβη οτιδήποτε άλλο, αλλά επειδή κινδύνευε αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα.

 

Ερωτηθείς τί φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται πώς θα σκοτωθεί από μέλη της συμμορίας στην οποία ήταν μέλος η αδελφή του.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση εξετάζοντας την αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, διέκρινε δυο ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αναφορικά με την ταυτότητα, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθώς κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν επαρκείς από άποψη λεπτομερειών, συνεκτικές και σύμφωνες με τις πληροφορίες από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ο δεύτερος ισχυρισμός περιλαμβάνει τις δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε από μέλη της συμμορίας στην οποία ήταν μέλος η αδελφή του επειδή πίστευαν ότι η αδελφή του του αποκάλυψε πληροφορίες τις οποίες ο Αιτητής μπορούσε να καταγγείλει στις αστυνομικές αρχές.

 

Υπό το σκέλος της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, κρίνοντας πως ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, όπως το όνομα της συμμορίας, τα μέλη της ή άλλες λεπτομέρειες, δηλώνοντας πως δεν έχει αυτές τις πληροφορίες. Επιπλέον δεν κατάφερε να εξηγήσει με σαφήνεια γιατί ενώ ήταν παρών στην σκηνή της δολοφονίας δεν τον απείλησαν άμεσα εκείνη τη στιγμή παρά μόνο αργότερα με μηνύματα, δίνοντας ελλιπείς και χωρίς λεπτομέρειες αλλά και συνοχή απαντήσεις.. Στο σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες επιβεβαιώνεται η ύπαρξη εγκληματικών συμμοριών στις μεγάλες πόλεις της ΛΔΚ, ωστόσο λόγω της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού ήτοι την ταυτότητα το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητής, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την κατάσταση της υγείας του και με παραπομπή σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, κρίθηκε πως σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ δεν στοιχειοθετείται εύλογη πιθανότητα έκθεσης του Αιτητή σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι από τα προσωπικά στοιχεία και το εν γένει προφίλ του Αιτητή, καθώς και την εκτίμηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών, δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, παραπέμποντας και πάλι σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες δεν καταγράφεται δράση μη κρατικών ένοπλων φορέων στην Kinshasa. Ακολούθως, κατέγραψε ότι δεν προέκυψε ούτε κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Σε σχέση δε με τις προϋποθέσεις ένταξής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε στις ήδη εκτεθειμένες πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ καταλήγοντας ότι οι εν λόγω πληροφορίες σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή υποδεικνύουν ότι δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στο συγκεκριμένο άρθρο. Στη βάση των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον ισχυρισμό του σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τον τόπο καταγωγής του και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία και σύμφωνα με την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, οι δηλώσεις του Αιτητή επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές, καθώς και σε διεθνείς πηγές χαρτογράφησης. Δεν παραβλέπω ότι έχει προσκομιστεί και το διαβατήριο του Αιτητή, το οποίο επιβεβαιώνει τις δηλώσεις του περί των προσωπικών του στοιχείων.

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίνω ορθές τις επισημάνσεις των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή.  Κρίνω επαρκή την έρευνα στην οποία προέβη σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και ως εκ τούτου ορθά απορρίφθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός.

 

Αντίστοιχα, κρίνω ως ορθές τις επισημάνσεις των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση κινδύνου και το τελικό συμπέρασμα περί μη στοιχειοθέτησης κινδύνου έκθεσης του Αιτητή σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στον τόπο καταγωγής του και μόνιμης διαμονής του στη ΛΔΚ, ήτοι στην Kinshasa.

 

Καταληκτικά από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε κανέναν ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα έγιναν αποδεκτά δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του Αιτητή αφορά σε απειλές από άτομα μέλη κάποιας συμμορίας την οποία ο ίδιος δεν μπορούσε ούτε να κατ’ ονομάσει αλλά ούτε έστω να περιγράψει ή και να δώσει βασικές λεπτομέρειες της δράσης της δεν υποδεικνύουν την ύπαρξή κάποιας συγκεκριμένης στοχοποίησης σε βάρος του Αιτητή.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση με τις προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(γ) του ως άνω Νόμου το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα για τη διερεύνηση των συνθηκών που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa,

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη προς αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Από τη συγκεκριμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[1] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της ΛΔΚ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[2] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[3]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία αντικατοπτρίζουν το ασφαλές της περιοχής. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 06/04/2024 έως 04/04/2025 σημειώθηκαν στην πόλη της Kinshasa 31 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 240 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών,17 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (20 θάνατοι), 9 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων (202 θάνατοi), 6 ήταν περιστατικά μαχών (18 θάνατοι), 2 ήταν περιστατικά διαμαρτυριών (0 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν  περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[4].

 

Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πόλης για το έτος 2024 (17.032.300 κάτοικοι.[5]), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πόλη, υπό την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Βάση των πιο πάνω πληροφοριών, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).

 

Το Δικαστήριο κρίνει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή κατά συνέπεια παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.

Λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του από τους Καθ’ ων η αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία, κατά την κατ’ ουσία εξέταση της αίτησής του, ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με € 1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ

 



[1] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of Congo – Events of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo .

[2] Travel.State.Gov., U.S. Department of State – Bureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023,διαθέσιμο σε

https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html

[3] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo

[4] Αccled, Kinshasa, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/explorer/,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο