A.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 06/25, 11/4/2025
print
Τίτλος:
A.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 06/25, 11/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 06/25

11 Απριλίου, 2025

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.B.

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ανδρέας Δ. Δημητρίου (κος) Δικηγόρος για τον Αιτητή

Αίγλη Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: ο Αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αιτείται:

Α. Την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομο το διάταγμα κράτησης του Αιτητή ημερομηνίας 10/02/2025 με βάση το άρθρο 9 ΣΤ (2)(Β) και  (Δ) του Περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής: «o περί Προσφύγων Νόμος»), και με την οποία να διατάζει την άμεση απελευθέρωση του.

Β. Διαζευκτικά της παραγράφου «Α» απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ή/και να τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 10/02/2025 που εκδόθηκε από τον Καθ΄ ου η αίτηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000)εναντίον του Αιτητή και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

Γ. Οποιαδήποτε άλλη ή/ και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

Δ. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.».

Γεγονότα:

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα σχετικά Παραρτήματα και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν κατά την ακρόαση της παρούσας, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Ο Αιτητής είναι  υπήκοος Σομαλίας, γεννηθείς στις 10/03/2006, υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για διεθνή προστασία στις 05/05/2022. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε πρωτοβάθμια στις 09/07/2024 και ακολούθως, στις 22/07/2024, καταχωρίστηκε Προσφυγή με αριθμό 2754/24 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 22/11/2024 λόγω μη προώθησής της. Στις 23/01/2025 ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση. Στις 19/01/2025 συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, όταν εντοπίστηκε από μέλη της ΥΑ&Μ Λευκωσίας. Στις 20/01/2025 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης για τον Αιτητή, δυνάμει του άρθρου 14 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων, καθότι διαπιστώθηκε ότι παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 22/11/2024, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Στις 10/02/2025 αναστάλθηκε το Διάταγμα Απέλασης του Αιτητή μέχρι την εξέταση του αιτήματός του για άσυλο από την Υπηρεσία Ασύλου και ακυρώθηκε το Διάταγμα Κράτησης ημερομηνίας 20/01/2025, λόγω έκδοσης νέου Διατάγματος Κράτησης βάσει του Περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ). Στις 27/01/2025 επανάνοιξε ο φάκελος του Αιτητή και στις 10/02/2025 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης, επίσης βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ). Στις 31/01/2025 ετοιμάστηκε σχετική επιστολή από την κα Μ.Γ. Ι., εκ μέρους της Προϊστάμενης της Υπηρεσίας Ασύλου, με αναφορά στο ιστορικό του Αιτητή. Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής  προσβάλλει την νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 10/02/2025 δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) (β) και (δ)του περί Προσφύγων Νόμου.

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί: 

Ο Αιτητής  δια μέσω του συνηγόρου του παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης. Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης με πλούσια αναφορά στην σχετική νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων  προώθησε ισχυρισμούς σχετικά με τον Αιτητή όπως και ειδικότερα ισχυρισμούς περί  έλλειψης επαρκούς έρευνας, όπως επίσης και έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης η οποία οδήγησε στην λήψη απόφασης από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Βασικό επιχείρημα του Αιτητή συνιστά η πλημμελής αιτιολόγηση της πράξης κράτησης, καθώς και η παντελής απουσία δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσής του. Όπως υποστηρίζεται, η διοίκηση αρκέστηκε σε γενικές διατυπώσεις, παραβιάζοντας τόσο το εθνικό, όσο και το ενωσιακό και διεθνές νομικό πλαίσιο που διέπει την κράτηση αιτούντων διεθνούς προστασίας.

Καταρχάς, ο Αιτητής επισημαίνει ότι δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση όπως ρητά απαιτείται από το άρθρο 9ΣΤ(2) του Περί Προσφύγων Νόμου και από το άρθρο 8(2) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Η εν λόγω Οδηγία ορίζει ότι η κράτηση αιτούντων άσυλο μπορεί να επιβάλλεται μόνο όταν αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο και αφού ληφθούν υπόψη λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Η απαίτηση για εξατομικευμένη εξέταση της υπόθεσης δεν αποτελεί διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης αλλά δεσμευτική υποχρέωση, η παράλειψη της οποίας καθιστά την πράξη μη νόμιμη. Παρά ταύτα, στο προσβαλλόμενο διάταγμα δεν αναφέρονται ούτε τα ειδικά πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του Αιτητή ούτε οι λόγοι για τους οποίους τα εναλλακτικά μέτρα κρίθηκαν αναποτελεσματικά.

Περαιτέρω προβάλλει ότι, παρατηρείται αντίφαση ως προς τη νομική βάση επί της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η Αίτηση επικαλούνται τόσο το εδάφιο (β) όσο και το (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου. Σύμφωνα με το εδάφιο (β), η κράτηση επιτρέπεται για να προσδιοριστούν στοιχεία της αίτησης, όταν αυτά δεν μπορούν να αποκτηθούν διαφορετικά – ιδίως υπό την ύπαρξη κινδύνου διαφυγής. Την ίδια στιγμή, το εδάφιο (δ) αφορά την κράτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, όταν τεκμαίρεται ότι η αίτηση ασύλου κατατέθηκε καταχρηστικά, για λόγους ματαίωσης της απομάκρυνσης. Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι οι δύο λόγοι δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα: εάν η Διοίκηση γνωρίζει το περιεχόμενο της αίτησης (εδάφιο. δ), δεν μπορεί ταυτόχρονα να επικαλείται άγνοια ή ανάγκη συλλογής στοιχείων (εδάφιο. β).

Επιπλέον δια της  Γραπτής Αγόρευσης επισημαίνει ότι η Διοίκηση δεν περιέλαβε στον διοικητικό φάκελο την πλήρη αίτηση ασύλου του Αιτητή, αλλά μόνο το αίτημα επανανοίγματος. Συνεπώς, η κρίση περί υποτιθέμενης καταχρηστικότητας της αίτησης δεν εδράζεται σε πραγματικά και εξετασθέντα δεδομένα, αλλά σε εικασίες. Η Διοίκηση στερείται της αναγκαίας γνώσης για να διαπιστώσει αν πρόκειται για ουσιαστικό αίτημα ή για μηχανισμό καθυστέρησης της επιστροφής. Όπως υπογραμμίζεται, η χώρα καταγωγής του Αιτητή είναι η Σομαλία – χώρα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών, στοιχείο που καθιστά την αίτηση του de facto σοβαρή και άξια προκαταρκτικής εξέτασης.

Ο Αιτητής υποστηρίζει, επίσης, ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι του ζητήθηκε να εκθέσει τις απόψεις του ή να εξηγήσει τους λόγους υποβολής της αίτησης του. Δεν υπάρχει σχετική καταγραφή από ανακριτικές ή άλλες αρχές, με αποτέλεσμα η Διοίκηση να καταλήγει σε συμπεράσματα χωρίς να ακούσει τον αιτητή – πρακτική που παραβιάζει θεμελιώδεις δικονομικές αρχές.

Ακόμη, με παραπομπή σε σχετική νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας υποβάλλει ότι στην παρούσα υπόθεση, δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα ποια είναι τα “στοιχεία της αίτησης” που δεν μπορούν να προσδιοριστούν άνευ κράτησης, ενώ δεν προσκομίζονται τεκμήρια για “κίνδυνο διαφυγής”. Αντίθετα, ο Αιτητής διαθέτει δηλωμένη και καταχωρημένη διεύθυνση κατοικίας, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο.

 Αναφορικά με το εδάφιο (δ), ο Αιτητής παραπέμπει τόσο σε αποφάσεις του ΔΕΕ αλλά και σε νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αίτηση υποβλήθηκε μόνο για καθυστέρηση επιστροφής, χωρίς πρώτα να εξεταστούν οι προσωπικές συνθήκες του Αιτητή. Στο ίδιο πλαίσιο, γίνεται επίκληση της προστασίας του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, καθώς η κράτηση δεν συνδέεται αναλογικά με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε τηρήθηκε η αρχή της καλής πίστης. Η κράτηση, επομένως, χαρακτηρίζεται αυθαίρετη και δυσανάλογη.

Τέλος, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η κράτηση του στερείται νόμιμης βάσης ως προς το περιεχόμενο, τη διαδικασία και τη μορφή. Δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία, ούτε αναφορά σε εναλλακτικά μέτρα. Ενδεικτικά αναφέρεται η δυνατότητα τακτικής εμφάνισης στις αρχές, μέτρο που δεν εξετάστηκε ούτε αποκλείστηκε με αιτιολογημένη κρίση. Η επίκληση γενικών κινδύνων ή της υποτιθέμενης καταχρηστικής πρόθεσης του αιτητή δεν υποκαθιστά την ατομική εκτίμηση που απαιτεί η Οδηγία και το ενωσιακό δίκαιο.

Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε νόμιμα και κατόπιν δέουσας έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Υποστηρίζει ότι έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του Αιτητή, κατά την οποία ελήφθησαν υπόψη αντικειμενικά κριτήρια που τεκμηριώνουν τον κίνδυνο διαφυγής, την παραβίαση προηγούμενων αποφάσεων επιστροφής, και την καταχρηστικότητα της αίτησης ασύλου.

Οι Καθ’ ων ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου μόνον μετά τη σύλληψή του και την έκδοση διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, στοιχείο που κατά την άποψή τους τεκμηριώνει ότι επιδίωκε τη ματαίωση της επιστροφής του και όχι πραγματική προστασία, υποστηρίζοντας ότι η υποβολή αιτήματος ασύλου υπό τέτοιες περιστάσεις δεν αναιρεί την νομιμότητα της κράτησης, όταν αυτή βασίζεται σε προηγούμενη συμπεριφορά.

Οι Καθ’ ων επικαλούνται τα ακόλουθα στοιχεία ως αντικειμενικά τεκμήρια κινδύνου διαφυγής: 1. Απουσία γνωστής/σταθερής διεύθυνσης διαμονής. 2. Απώλεια ή μη κατοχή ταξιδιωτικού εγγράφου. 3. Προηγούμενη μη συμμόρφωση με αποφάσεις επιστροφής. 4. Σιωπηρή απόσυρση της αρχικής αίτησης και μη προσέλευση στη συνέντευξη. 5. Υποβολή νέας αίτησης ενώ τελούσε ήδη υπό κράτηση. Υποστηρίζουν ότι αυτά τα δεδομένα τεκμηριώνουν βάσιμα την εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) (ανάγκη προσδιορισμού στοιχείων της αίτησης λόγω κινδύνου διαφυγής) και του (δ) (κράτηση στο πλαίσιο επιστροφής).

Τέλος υποστηρίζεται, ότι εξετάστηκε η δυνατότητα λιγότερο περιοριστικών μέτρων, πλην όμως κρίθηκε ότι θα ήταν αναποτελεσματικά, λόγω της προχωρημένης φάσης επιστροφής και της συμπεριφοράς του Αιτητή τονίζοντας ότι η κράτηση εφαρμόστηκε ως έσχατο και απολύτως αναγκαίο μέτρο.

To νομικό πλαίσιο

Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, έχει ως ακολούθως: 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18/6/2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού  Δικαστηρίου προσφυγές, εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος), προβλέπει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Δικαιοδοσία Δικαστηρίου

11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής, η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

(3) [.]»

Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα, με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[.]

(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·

[.]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι, το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

[.]

(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή, δε δικαιολογούν τη συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα, παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους, βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς, κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε γλώσσα που ο τελευταίος, είτε κατανοεί, είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών, σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή, ότι ένας Αιτητής ασύλου δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση Αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή. [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMS, C-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C-534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με Αιτητή, ο οποίος είναι ήδη υπό κράτηση, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, με το οποίο να τον θέτει υπό κράτηση, εφόσον τεκμηριώσει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι ο Αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του για διεθνή προστασία, να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απόφαση επιστροφής του.

Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι, η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο, καθώς θα πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο επίτευξης του σκοπού της εφαρμογής της απόφασης της απέλασης ή/και της αποφυγής του κινδύνου διαφυγής, με λιγότερο περιοριστικά της προσωπικής ελευθερίας του Αιτητή εναλλακτικά μέτρα, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης της περίπτωσής του. Με άλλα λόγια, η κράτηση του αιτούντος διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. (βλ. C-601/15 PPU, J.N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (ιδίως σκέψεις 54–56, 61) Saadi v. United Kingdom (2008) (σκέψεις 68–74))

Οι βασικές αυτές αρχές, ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία, διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι, ένα πρόσωπο δε θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας επιβάλλουν την ύπαρξη τεκμηριωμένης και ουσιαστικής σύνδεσης μεταξύ του περιοριστικού μέτρου της κράτησης και του έννομου σκοπού τον οποίο το μέτρο επιδιώκει να εξυπηρετήσει. Εν προκειμένω, το ζητούμενο είναι η διευκόλυνση της διαδικασίας απομάκρυνσης του Αιτητή, εφόσον τελικά απορριφθεί το αίτημά του για διεθνή προστασία. Για να δικαιολογηθεί όμως η προσφυγή στο μέτρο της κράτησης, η διοίκηση φέρει το βάρος να αποδείξει ότι έχουν προηγουμένως διερευνηθεί και αποκλειστεί λιγότερο περιοριστικά μέτρα, ως ανεπαρκή ή αναποτελεσματικά για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.

Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ένταση και τα αρνητικά αποτελέσματα της στέρησης ελευθερίας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν το απολύτως αναγκαίο μέτρο, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η αρχή της δέουσας επιμέλειας καθιστά σαφές ότι η κράτηση δεν μπορεί να επιβάλλεται μηχανιστικά ή ελλείψει εξατομικευμένης αξιολόγησης, διότι διαφορετικά εκφυλίζεται σε αυθαίρετη στέρηση ελευθερίας, η οποία αντίκειται τόσο στο ενωσιακό δίκαιο όσο και στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. [Βλ. ΔΕΕ, K. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-18/16, EU:C:2017:680, σκ. 37· ΔΔΔΠ, ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν. Δημοκρατίας, 1.9.2020· ΕΔΔΑ, Saadi κατά ΗΒ, απόφ. 29.1.2008, σκ. 68–74· Nabil κατά Ουγγαρίας, απόφ. 22.9.2015]

Μια εξίσου κρίσιμη παράμετρος για τη νομιμότητα της κράτησης αποτελεί η υποχρέωση όπως το σχετικό διάταγμα εκδίδεται εγγράφως, περιλαμβάνοντας ρητή, σαφή και επαρκή αιτιολογία τόσο ως προς τους πραγματικούς, όσο και ως προς τους νομικούς λόγους στους οποίους εδράζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής έχει διττή λειτουργία: αφενός, διασφαλίζει το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου να γνωρίζει πλήρως τη νομική και πραγματική βάση της κράτησής του· αφετέρου, επιτρέπει στο δικαστήριο να προβεί σε ουσιαστικό και αποτελεσματικό έλεγχο νομιμότητας της επίδικης πράξης.

Όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έννοια της «νομιμότητας» περιλαμβάνει όχι μόνο τη συμβατότητα της κράτησης με τη νομική βάση που τη θεμελιώνει, αλλά και την ορθότητα και επάρκεια της διοικητικής κρίσης, υπό το φως των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής. Η ελλιπής ή γενική και αόριστη αιτιολογία καθιστά την πράξη ανεπαρκώς αιτιολογημένη και ως εκ τούτου ακυρωτέα. [Βλ. ΔΕΕ, FMS, EU:C:2020:367, σκ. 256–259, 273, 290–293· Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκ. 41 και 45]

Κατάληξη

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρέθεσα ανωτέρω.

Προχωρώ στη συνέχεια στην εξέτασης των λόγων ακύρωσης, αφού προηγουμένως παραθέσω αυτούσιο το επίδικο διάταγμα:

ΕΠΕΙΔΗ ο AΧΧΧΧΧ BΧΧΧ υπήκοος ΣΟΜΑΛΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι

ο AΧΧΧΧΧ BXXXXXX κρατείται
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή.

(β) Στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ και 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου
να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του και επειδή τεκμηριώνεται με αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο ΑΧΧΧΧ ΒΧΧΧΧ εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία σε άγνωστο χρόνο και υπέβαλε αίτημα ασύλου το 2022 η οποία αποσύρθηκε σιωπηλά και έπειτα καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης μη έχοντας δηλώσει  εξ όσων ενημερώνει η ΥΠΑΣ, την αλλαγή διεύθυνσής τους ως ήταν η ευθύνη του, και συνέχισε να διαμένει παράτυπα στη Δημοκρατία και έπειτα εντοπίστηκε από την ΥΑΜ και συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και, ενώ κρατείτο, υπέβαλε αίτημα για να επανανοίξει ο φάκελός του, και αυτός επανάνοιξε καθότι προφανώς δεν είχε ποτέ εξεταστεί κατ’ ουσίαν εφόσον είχε αποσυρθεί σιωπηρά και καθώς έπειτα απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ λόγω μη προώθησης, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας ενδέχεται να έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο AΧΧΧΧ BΧΧΧΧ να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα -λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες Αποφάσεις Επιστροφής: 1) Απορριπτική ΥΠΑΣ ημερ.17/07/2024, 2) Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 20/01/2025.

2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής. Ο αλλοδαπός ανέφερε στην ΥΑΜ ότι δεν γνωρίζει την διεύθυνση διαμονής του.

3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.

4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεσή του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.

5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ.20/01/2024.

6. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης με το παρόν διατάσσω όπως ο AΧΧΧΧ BΧΧΧΧΧΧ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Από την ανάγνωση του λεκτικού του υπό κρίση διατάγματος προκύπτει ότι παρατίθενται ρητώς οι λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής τέθηκε υπό κράτηση. Επιπροσθέτως, διατυπώνονται οι πραγματικές περιστάσεις βάσει των οποίων η Διοίκηση έκρινε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις πως η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβλήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση της εκτέλεσης απόφασης επιστροφής, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Ν. 6(Ι)/2000. Περαιτέρω, στο σκεπτικό του διατάγματος περιλαμβάνεται και αναφορά στους λόγους για τους οποίους επελέγη το μέτρο της κράτησης αντί εναλλακτικών, λιγότερο περιοριστικών παρεμβάσεων.

Η ως άνω αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, και συγκεκριμένα από το υπ’ αρ. ημερ. 10/02/2025 υπηρεσιακό σημείωμα της κας Σ. Χ. προς τη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ (ερυθρά 113–115 του διοικητικού φακέλου). Εκεί, αποτυπώνεται ότι ελήφθησαν υπόψη το μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή, το περιεχόμενο της αίτησής του για διεθνή προστασία, η οποία υποβλήθηκε στις 07/11/2024, καθώς και οι ειδικοί λόγοι που, κατά τη διοίκηση, καθιστούσαν τη λήψη εναλλακτικών μέτρων ανεπαρκή.

Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-146/14 PPU, Mahdi (5.6.2014) καταλείπει ελάχιστο περιθώριο αμφιβολίας ως προς την αυστηρή υποχρέωση επαρκούς αιτιολόγησης κάθε απόφασης κράτησης αιτούντος διεθνή προστασία. Κατά ρητή διατύπωση του Δικαστηρίου (σκ. 41), η πράξη με την οποία παρατείνεται ή επιβάλλεται κράτηση πρέπει να περιλαμβάνει, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, τόσο τους νομικούς όσο και τους πραγματικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται η κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Περαιτέρω, στη σκέψη 45 της ίδιας απόφασης τονίζεται ότι το πρόσωπο που κρατείται οφείλει να είναι σε θέση να κατανοήσει πλήρως τη βάση της στέρησης της ελευθερίας του, ώστε να μπορεί να ασκήσει πλήρες και αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα. Συνεπώς, η απλή επίκληση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Ν. 6(Ι)/2000, χωρίς ταυτόχρονη παράθεση των συγκεκριμένων περιστατικών και ενδείξεων που στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής αίτησης, δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία κατά τα ενωσιακά κριτήρια και καθιστά την πράξη ευάλωτη σε ακυρωτικό έλεγχο.

Η πιο πάνω αρχή συναντάται και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, στο πλαίσιο του άρθρου 5§1 της ΕΣΔΑ, απαιτεί όπως κάθε κράτηση στηρίζεται σε προβλέψιμο, προσβάσιμο και επαρκώς σαφές νομικό πλαίσιο, και να συνοδεύεται από πλήρη και ουσιαστική αιτιολόγηση, ικανή να υποστηρίξει τον δικαστικό έλεγχο (βλ. Baranowski v. Poland, απόφ. 28.3.2000 σκέψη 52).

Στην υπόθεση του Δ.Ε.Ε.  στην C-18/16, Κ κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie 14ης Σεπτεμβρίου 2017 λέχθηκε ότι «η κράτηση αιτούντος διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται.». Συνεπώς, από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτουν με σαφήνεια το νομικό υπόβαθρο, αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων.

Θεωρώ λοιπόν ότι το λεκτικό που παρατίθεται στο ως άνω διάταγμα και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ικανοποιεί τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 9 ΣΤ (8) και άρθρου 9 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ. (Βλ. απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95).

Αποτελεί βεβαίως νομολογιακή αρχή και ισχύει περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999), ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης, δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. (βλέπε αποφάσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175). Εντούτοις, αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τον διοικητικό φάκελο, να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. 

Δεν είναι καταρχήν έργο του Δικαστηρίου, η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης, αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων, αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο, όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα, όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή, καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς, συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής πράξης. (Βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 168-9, Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι αυτά αποτέλεσαν το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράστηκε η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, 21.7.2000· Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. αρ. 911/93 κ.α., 18.4.1997). Επομένως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης απόφασης δεν ευσταθεί, καθότι από το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή προέβη σε επαρκή και δέουσα έρευνα πριν την έκδοση της πράξης, η οποία φέρει πλήρη και επαρκή αιτιολογία, σύμφωνη με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Ωστόσο, το ζήτημα της ουσιαστικής ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης, και ειδικότερα κατά πόσον πληροί τις απαιτήσεις της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, καθώς και της συμβατότητάς της με το ενωσιακό δίκαιο και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ουσιαστική αξιολόγηση της υπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτής της στάθμισης, θα κριθεί κατά πόσον η κράτηση αποτελεί, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, το καταλληλότερο και αναγκαίο μέτρο, ή εάν υπήρχαν στον φάκελο επαρκή στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την εφαρμογή ηπιότερων, εναλλακτικών μέτρων.

Σχετικά με την έκταση και τη φύση του δικαστικού ελέγχου σε υποθέσεις κράτησης αιτούντων διεθνή προστασία, το Δικαστήριο υιοθετεί τη νομολογιακή θέση που εκτέθηκε στην υπ’ αρ. ΔΚ34/2020, G.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5/10/2020 (ενώπιον του Δικαστή κ. Χριστοφόρου), όπου παρατίθεται ενδεικτικά η σκέψη 62 της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Mahdi, C-146/14 PPU, κατά την οποία:

«Η δικαστική αρχή που αποφαίνεται επί αιτήματος παρατάσεως της κράτησης οφείλει να εξετάζει εις βάθος κάθε κρίσιμο πραγματικό και νομικό στοιχείο της υπόθεσης, προκειμένου να διαπιστώσει εάν εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της κράτησης.»

Περαιτέρω, στη σκέψη 64 της ίδιας απόφασης, τονίζεται ότι το δικαστήριο οφείλει να αξιολογεί όλα τα πραγματικά και αποδεικτικά στοιχεία, είτε έχουν προσκομιστεί από τη διοικητική αρχή, είτε έχουν προβληθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ασκώντας πλήρη ανακριτική και εκτιμητική εξουσία.

Η σημασία των αρχών αυτών επιβεβαιώνεται και ενισχύεται στην απόφαση του ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-924/19 PPU και C-925/19 PPU (FMS), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ υλοποιεί το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Στη σκέψη 293, διευκρινίζεται ότι:

«Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει με δική του κρίση την απόφαση της διοικητικής αρχής, είτε απορρίπτοντας τη συνέχιση της κράτησης είτε επιβάλλοντας εναλλακτικό μέτρο, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχική αιτία της κράτησης εξακολουθεί να ισχύει, πλην όμως η κράτηση δεν είναι ή δεν είναι πλέον αναγκαία ή αναλογική.»

Κατά συνέπεια, βάσει της δεσμευτικής αυτής νομολογίας, καθίσταται σαφές ότι το παρόν Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000, δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά ασκεί πλήρη ουσιαστικό έλεγχο, δύναται να επαναξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά και, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, να αντικαταστήσει την κρίση της Διοίκησης είτε διατάσσοντας την ακύρωση ή παύση της κράτησης, είτε την επιβολή ηπιότερου μέτρου.

Η έκταση της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επιβεβαιώθηκε ρητώς από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην Έφεση αρ. 21/2021 (Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 17/2021, 21/9/2021), όπου κρίθηκε ότι το ΔΔΔΠ, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής κατά διατάγματος κράτησης, δεν περιορίζεται σε τυπικό ή ακυρωτικό έλεγχο, αλλά διαθέτει πλήρη εξουσία ουσιαστικής επανεξέτασης της νομιμότητας και της ορθότητας της πράξης. Ειδικότερα, το Ανώτατο επικύρωσε την ενέργεια του ΔΔΔΠ να υποκαταστήσει την κρίση της διοίκησης, εξετάζοντας επί της ουσίας τη βασιμότητα της κράτησης, περιλαμβανομένης της αναγκαιότητας και της αναλογικότητάς της, υπό το πρίσμα των στοιχείων του διοικητικού φακέλου.

Υπό τα ανωτέρω, η ουσιαστική εξέταση της νομιμότητας και της ορθότητας της κράτησης, καθώς και η κρίση περί επιλογής του καταλληλότερου μέτρου υπό τις περιστάσεις, εντάσσονται πλήρως στη δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ, ακόμη και όταν η αιτιολογία της διοικητικής πράξης είναι ελλιπής ή πλημμελώς διατυπωμένη.

Σε υποθέσεις της φύσεως της παρούσας, η διερεύνηση της δυνατότητας επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων εμπεριέχει, κατ’ ανάγκην, και την εκτίμηση κατά πόσον, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η κράτηση αποτελεί πράγματι το καταλληλότερο και αναγκαίο μέτρο. Όταν, κατόπιν ουσιαστικού ελέγχου και στάθμισης βάσει των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όπως αυτές ερμηνεύονται στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι δεν υφίσταται άλλο πρακτικά εφαρμόσιμο ή επαρκές μέτρο, τότε η κράτηση νομιμοποιείται και η επίδικη διοικητική πράξη δύναται να επικυρωθεί.

Σχετικά με τούτο, είναι τα όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, με τίτλο «ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΑΣΥΛΟ», όπου στην παρ.19 λέγεται ότι:

«Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων, μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»

Περαιτέρω καθοδήγηση, μπορεί να ληφθεί και από την αιτιολογική σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου αναφέρεται ότι, «[.] η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης [.]», οι οποίες δεν μπορεί να είναι άλλες από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρ.8 (3) περιπτώσεις, όπου επιτρέπεται η κράτηση Αιτητή, υπό τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο αρ.9 της ίδιας Οδηγίας.

Επίσης βοηθητικό για την ερμηνευτική προσέγγιση του λεκτικού, του αρ.9ΣΤ(2)(δ), είναι και το πιο κάτω απόσπασμα, από την απόφαση του ΔΕΕ C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, ημ.30/5/2013, η οποία εξέτασε την αλληλεπίδραση μεταξύ της οδηγίας 2005/118/ΕΚ, που αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των οδηγιών (επαναδιατύπωση), των οποίων είναι οι 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ.

«58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

(Υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

Έχοντας εξετάσει με προσοχή την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το φως του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία αποτέλεσαν τη βάση επί της οποίας αναπτύχθηκαν οι θέσεις των διαδίκων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το σχετικό διάταγμα κράτησης εκδόθηκε ορθά, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει τη δυνατότητα κράτησης αιτητή διεθνούς προστασίας όταν, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης, διαπιστώνεται ότι η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της εκτέλεσης απόφασης επιστροφής.

Η κρίση περί αναγκαιότητας της κράτησης, ως αποτυπώνεται στο προσβαλλόμενο διάταγμα, ερείδεται σε αντικειμενικά περιστατικά τα οποία προκύπτουν σαφώς από το διοικητικό φάκελο. Ειδικότερα, η αρχική αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία είχε υποβληθεί το έτος 2022, αποσύρθηκε σιωπηρά στις 09/07/2024, γεγονός που αποκαλύπτει έλλειψη πρόθεσης ουσιαστικής προώθησης της διαδικασίας και, κατ’ επέκταση, έλλειψη της απαιτούμενης δέουσας επιμέλειας. Επιπλέον, η προσφυγή που κατατέθηκε μεταγενέστερα κατά της σχετικής απόφασης απορρίφθηκε λόγω αδράνειας, στοιχείο το οποίο ευλόγως αξιολογήθηκε τόσο από τη Διοίκηση, όσο και από το Δικαστήριο ως ένδειξη μη συνεργασίας και καταχρηστικής χρήσης της διαδικασίας ασύλου.

Περαιτέρω, η αίτηση επανανοίγματος του φακέλου ασύλου υποβλήθηκε μετά τη σύλληψη και ενώ ο Αιτητής τελούσε υπό κράτηση, σε χρονικό σημείο κατά το οποίο είχε ήδη δρομολογηθεί η διαδικασία επιστροφής του. Η συγκυρία αυτή θεωρήθηκε κρίσιμη, καθώς, ενόψει της προηγηθείσας συμπεριφοράς, επιτρέπει την εύλογη συναγωγή ότι η νέα αίτηση δεν υποβλήθηκε με πρόθεση αναζήτησης προστασίας, αλλά με αποκλειστικό σκοπό την παρεμπόδιση ή την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής.

Η συλλογιστική αυτή ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-534/11, Arslan, όπου διατυπώνονται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της κράτησης υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες: (α) να διαπιστώνεται, βάσει εξατομικευμένων και αντικειμενικών στοιχείων, ότι η μεταγενέστερη αίτηση ασύλου υποβλήθηκε καταχρηστικώς, αποκλειστικά προς αποτροπή της επιστροφής, και (β) να προκύπτει ότι η συνέχιση της κράτησης είναι αντικειμενικά αναγκαία για την αποτροπή διαφυγής ή παρεμπόδισης της εκτέλεσης.

Στην παρούσα περίπτωση, συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις: ο Αιτητής υπέβαλε τη νέα αίτηση μόνον αφού είχε τεθεί υπό κράτηση και χωρίς να προκύπτει ότι είχε παρεμποδιστεί προηγουμένως από το να ενεργοποιήσει εγκαίρως τη διαδικασία ασύλου ή ότι στερήθηκε πραγματικής πρόσβασης σε αυτή. Συνεπώς, η κράτηση του, ως ερείδεται στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του Ν. 6(Ι)/2000, είναι νόμιμη και αναγκαία υπό τις περιστάσεις.

Ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει κατά τρόπο αναντίλεκτο ότι ο Αιτητής δεν προσέφυγε αμέσως και χωρίς καθυστέρηση στη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας, αλλά το έπραξε μόνο κατόπιν της σύλληψής του και ενώ ήδη τελούσε υπό κράτηση, στο πλαίσιο έκδοσης εναντίον του διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δυνάμει του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Δεν έχει προσκομιστεί οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι στερήθηκε πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου ή ότι παρεμποδίστηκε από το να την ενεργοποιήσει εγκαίρως. Αντιθέτως, το εν λόγω γεγονός συνιστά, κατά την άποψή μου, αντικειμενικό και κρίσιμο κριτήριο, το οποίο στηρίζει ευθέως την κρίση της Διοίκησης ότι υφίσταται βάσιμος λόγος να θεωρείται ότι η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε καταχρηστικώς, ήτοι με αποκλειστικό σκοπό την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής.

Η ως άνω εκτίμηση εναρμονίζεται πλήρως με τη σχετική νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, όπως διατυπώθηκε ενδεικτικά στις υποθέσεις SABRI ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. 948/2018 (2.8.2018) και A.A.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. 755/2018 (29.6.2018), όπου έγινε δεκτό ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής συνιστά ισχυρή ένδειξη καταχρηστικής συμπεριφοράς, εφόσον δεν συνοδεύεται από δικαιολογητικό υπόβαθρο.

Επιπλέον, κατά του Αιτητή είχαν ήδη εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Κεφαλαίου 105, καθώς είχε χαρακτηριστεί απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των παραγράφων (δ), (κ) και (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του ιδίου Νόμου, λόγω της παράνομης παραμονής του από τις 22/11/2024, ημερομηνία κατά την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο Αιτητής δεν διέθετε έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, ούτε ήταν σε θέση να δηλώσει σταθερή ή επαληθεύσιμη διεύθυνση κατοικίας.

Η διαπίστωση αυτή ενισχύει, κατά τρόπο αντικειμενικό, την εκτίμηση περί υψηλού κινδύνου διαφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 18ΟΔ των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων. Μάλιστα, από τα στοιχεία της Αστυνομίας προκύπτει ότι εντοπίστηκε να διαμένει σε διαμέρισμα επί της οδού Αιγάλεω 1, ενώ είχε δηλώσει διαφορετική διεύθυνση τόσο στην αρχική του αίτηση για άσυλο όσο και στη μεταγενέστερη. Η ασυνέπεια στις δηλωθείσες διευθύνσεις ενισχύει περαιτέρω την εκτίμηση ότι ο Αιτητής δεν παρείχε αξιόπιστα στοιχεία διαμονής και, συνεπώς, δεν ήταν δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

Κρίνεται σκόπιμο, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή (βλ. A.A.S. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αρ. 755/2018, 29.6.2018). Το ίδιο επεσήμανε και το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Magdalin Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. 5735/2013, 9.8.2013, όπου τονίστηκε ότι «ο κίνδυνος διαφυγής συναρτάται προς κάθε ατομική περίπτωση» και εκτιμάται κατά εικασία, ενόψει των περιστάσεων και της συμπεριφοράς του αλλοδαπού.

Επιπροσθέτως, καθοδηγητική επί του ζητήματος είναι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-534/11, Mehmet Arslan, όπου επισημαίνεται ότι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας μεταγενέστερα της θέσπισης διοικητικών μέτρων επιστροφής, και ενώ το πρόσωπο τελεί ήδη υπό κράτηση λόγω κινδύνου διαφυγής, δεν συνιστά αυτοτελή λόγο άρσης της κράτησης, εφόσον αυτή θεμελιώνεται σε αντικειμενικά περιστατικά που προϋπήρχαν της υποβολής της αίτησης. Όπως σημειώνεται στη σκέψη 58 της εν λόγω απόφασης:

«Η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.»

Η κρίση αυτή ενισχύει το συμπέρασμα ότι, βάσει των πραγματικών περιστατικών και αντικειμενικών δεδομένων, η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβλήθηκε εκ των υστέρων, όχι με ειλικρινή πρόθεση αναζήτησης προστασίας, αλλά ως μέσο παρεμπόδισης της επιστροφής. Η εν λόγω χρονική συσχέτιση, η επανειλημμένη μεταβολή στοιχείων κατοικίας, η έλλειψη εγγράφων και η προηγούμενη σιωπηρή απόσυρση ή μη προώθηση προσφυγών, συνιστούν ισχυρές ενδείξεις καταχρηστικής υποβολής αίτησης και επιβεβαιώνουν, κατά την ορθή κρίση της Διοίκησης, την εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Αναφορικά με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό από την πλευρά του Αιτητή ότι δηλαδή οι Καθ’ ων δεν είχαν στη διάθεσή τους την αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή και, συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να κρίνουν κατά πόσο το αίτημά του είναι γνήσιο ή όχι, επισημαίνεται ότι ούτε η Διοίκηση ούτε το Δικαστήριο καλούνται στο παρόν στάδιο να προβούν σε ουσιαστική εκτίμηση της βασιμότητας του αιτήματος.

Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται σκόπιμο να υπομνησθεί ότι δεν εμπίπτει στον ρόλο του παρόντος Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δικαστικής αναθεώρησης διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου, να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα ή γνησιότητα του αιτήματος διεθνούς προστασίας καθαυτή. Το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα, επάρκεια αιτιολογίας και αναλογικότητα της κράτησης, στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων που συνδέονται με τη συμπεριφορά του Αιτητή πριν και κατά την υποβολή της αίτησης, και όχι να υποκαταστήσει την αρμόδια Αρχή στην ουσιαστική αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτητή.

Η ως άνω προσέγγιση βρίσκει έρεισμα τόσο στη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (βλ. C-534/11, Arslan, σκ. 58), όσο και σε πρόσφατη νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου (βλ. Δ.Κ. 12/2024[1], SABRI ν. ΚΔ[2]), όπου ρητώς διατυπώνεται ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει την ουσία της αίτησης, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο αν συντρέχουν τα νομοθετικά στοιχεία που δικαιολογούν την κράτηση και ειδικά αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι η αίτηση υποβλήθηκε καταχρηστικά, με σκοπό την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση εκτέλεσης απόφασης επιστροφής.

Επιπλέον, σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας (Guideline 4.1[3], παρ. 28), η κράτηση αιτητή ασύλου δεν μπορεί να δικαιολογείται ούτε να διατηρείται για να εξεταστεί η ουσία της αίτησής του, δηλαδή αν λέει αλήθεια για τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης, καθώς αυτό δεν εμπίπτει στον σκοπό της κράτησης, αλλά αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας.

Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EYAA), στις κατευθυντήριες γραμμές “Judicial Analysis on Detention”[4] (2019, σελ. 27,28), επιβεβαιώνει ότι η κράτηση αιτητή δύναται να είναι σύννομη όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι η αίτηση υποβλήθηκε με σκοπό την καθυστέρηση της επιστροφής, χωρίς να απαιτείται αξιολόγηση των ουσιαστικών ισχυρισμών περί δίωξης.

Εν προκειμένω, από την ανάγνωση του λεκτικού του διατάγματος κράτησης, καθώς και από τα στοιχεία του Διοικητικού φακέλου, προκύπτει σαφώς ότι η αιτιολόγηση της κράτησης δεν στηρίχθηκε στην εκτίμηση του πυρήνα της αίτησης ασύλου, αλλά στην προηγούμενη συμπεριφορά του Αιτητή: σιωπηρή απόσυρση προηγούμενης αίτησης, μη προώθηση της σχετικής προσφυγής, έλλειψη συνεργασίας και μεταγενέστερη υποβολή νέας αίτησης αφού τέθηκε υπό κράτηση. Όλα τα ανωτέρω στοιχεία αποτελούν αντικειμενικά δεδομένα, ικανά να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα της αίτησης και να θεμελιώσουν τη νόμιμη εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). Το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει αυτά τα στοιχεία με γνώμονα την αναλογικότητα και τη δέουσα αιτιολόγηση της Διοίκησης, και όχι να προβεί σε ουσιαστική εκτίμηση του αν η αίτηση πληροί τις προϋποθέσεις της Σύμβασης της Γενεύης ή της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Ως εκ τούτου, η αναφορά του Αιτητή σε «γνησιότητα» του αιτήματος ασύλου προκειμένου να αμφισβητηθεί η κράτηση, εκφεύγει του σκοπού της παρούσας διαδικασίας και δεν ερείδεται σε κανένα νομικό ή νομολογιακό κριτήριο. Η κρίση περί κράτησης εδράζεται στη συμπεριφορά του Αιτητή και το ιστορικό της διαδικασίας, και συνάδει πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας, την ερμηνευτική ανάλυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (EYAA) , τη νομολογία του ΔΕΕ αλλά και την πρακτική του ΔΔΔΠ.

Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν δύναται να επικαλείται σωρευτικά τα εδάφια (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του Περί Προσφύγων Νόμου για να αιτιολογήσει την απόφαση της κράτησης, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και τα συνοδευτικά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει σαφώς ότι η κράτηση του Αιτητή θεμελιώθηκε σωρευτικά επί αμφοτέρων των εδαφίων.

Ειδικότερα, το Διάταγμα Κράτησης αναφέρεται αφενός στην ανάγκη εξακρίβωσης στοιχείων που δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστούν χωρίς την κράτηση [(εδ. (β))], και αφετέρου στην ύπαρξη βάσιμων λόγων να θεωρείται ότι η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε καταχρηστικώς, με σκοπό την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της εκτέλεσης απόφασης επιστροφής [(εδ. (δ))]. Ωστόσο, η ταυτόχρονη αυτή επίκληση, χωρίς διάκριση ή ανάλυση του κατά πόσο και πώς πληρούνται αυτοτελώς οι προϋποθέσεις κάθε εδαφίου, αναδεικνύει προβληματισμούς σε σχέση με: τη νομική αυτοτέλεια των λόγων κράτησης· τη σαφήνεια και επάρκεια της αιτιολογίας· και τη συμμόρφωση της πράξης με την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, ως θεμελιώδεις αρχές περιορισμού της ελευθερίας.

Συναφώς, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση J.N. (C‑601/15, σκ. 61-62) υπογράμμισε ότι οι λόγοι κράτησης που προβλέπονται στο άρθρο 8(3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ είναι εξαντλητικοί, πρέπει να αξιολογούνται διακεκριμένα και να βασίζονται σε εξατομικευμένη εκτίμηση. Η Δικαστική Ανάλυση της ΕΥΑΑ (EASO Case Law Analysis, 2021, σελ. 70 επ.) προσθέτει ότι η συνδυαστική επίκληση πλειόνων λόγων είναι επιτρεπτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τεκμηριώνεται επακριβώς πώς πληρούται καθένας εξ αυτών, με αναφορά σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σκοπούς[5].

Επιπλέον, στην απόφαση FMS (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU,), το ΔΕΕ (σκ. 256-259, 273, 290-293) επανέλαβε την υποχρέωση των κρατών να παρέχουν πλήρη και σαφή αιτιολόγηση για κάθε λόγο κράτησης, ενώ στην Mahdi (C‑146/14 PPU, σκ. 41 και 45) επισήμανε ότι ο αιτών πρέπει να δύναται να κατανοεί επακριβώς τους λόγους της στέρησης της ελευθερίας του, ώστε να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

Επομένως, η επικάλυψη μεταξύ εδαφίων (β) και (δ), χωρίς σαφή προσδιορισμό των σχετικών πραγματικών στοιχείων που να τεκμηριώνουν το καθένα ως διακριτό λόγο κράτησης, δεν ανταποκρίνεται στις αυστηρές απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου περί αιτιολογημένης, αναλογικής και εξατομικευμένης διοικητικής πράξης. Κατ’ επέκταση, ελλοχεύει ο κίνδυνος η διοικητική απόφαση να στερείται επαρκούς νομικής βάσης, αφού δεν διασφαλίζεται η ουσιαστική ανασκόπηση του αν πληρούνται όντως οι προϋποθέσεις του καθενός εκ των επικαλούμενων εδαφίων.

Εντούτοις, το παρόν Δικαστήριο, ασκώντας την αρμοδιότητά του κατά τον διττό του ρόλο, όπως αυτός έχει καθοριστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Mondeke (Αρ. 43/2021) και Janelidze (Αρ. 17/2021), προβαίνει όχι μόνο σε έλεγχο της νομιμότητας, αλλά και της ουσιαστικής ορθότητας της διοικητικής πράξης περί κράτησης[6]. Ομοίως, η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (υποθέσεις C-704/20 και C-39/21, 8.11.2022) καθιστά σαφές ότι ο δικαστικός έλεγχος της κράτησης πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τη συμβατότητα της πράξης με το δίκαιο, όσο και την ουσιαστική αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας αυτής[7].

Κατ’ εφαρμογή της αρμοδιότητας αυτής, κρίνεται ότι, παρά την πιθανή αδυναμία αυτοτελούς τεκμηρίωσης της εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(β), ενόψει της απουσίας εξειδίκευσης των στοιχείων της αίτησης που δεν θα μπορούσαν να αποκτηθούν με άλλο τρόπο, η επίκληση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) δύναται να σταθεί αυτοτελώς και επαρκώς. Η εν λόγω πρόνοια προνοεί για την κράτηση αιτητή όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβλήθηκε με σκοπό την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της επιστροφής. Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση Arslan (C-534/11), η κράτηση μπορεί να διατηρηθεί ακόμα και μετά την υποβολή αίτησης ασύλου, όταν η ατομική συμπεριφορά του αιτητή πριν και κατά την υποβολή της αίτησης αποκαλύπτει καταχρηστικό σκοπό[8].

Στην παρούσα υπόθεση, η αιτιολογία ως προς επίκληση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) συμπληρώνεται κατά τρόπο αναπόφευκτα συνδεδεμένο με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Οι ενέργειες και παραλείψεις του Αιτητή δημιουργούν αντικειμενική βάση για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι:

– η αρχική αίτηση ασύλου του Αιτητή αποσύρθηκε σιωπηρά στις 09/07/2024

– η προσφυγή του απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 22/11/2024·

– ακολούθως, ο Αιτητής παρέμεινε παρανόμως στη Δημοκρατία, χωρίς άδεια και χωρίς να επανενεργοποιήσει διαδικασία διεθνούς προστασίας·

– η νέα αίτηση υποβλήθηκε στις 23/01/2025 αφού τελούσε ήδη υπό κράτηση, ενώ είχαν ήδη εκδοθεί εναντίον του διατάγματα απέλασης στις 20/01/2025·

– ο ίδιος δεν προσκόμισε ταξιδιωτικά έγγραφα ούτε δήλωσε σταθερή διεύθυνση·

– και τέλος, επέδειξε μη συνεργασία με τις αρχές, καθιστώντας δυσχερή την εκτέλεση των αποφάσεων.

Τα ανωτέρω αποτελούν, κατά την άποψή μου, αντικειμενικά και τεκμηριωμένα στοιχεία, ικανά να στοιχειοθετήσουν την κρίση ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται πως η νέα αίτηση υποβλήθηκε με σκοπό την αναστολή ή αποφυγή της απομάκρυνσης του Αιτητή, κατά την έννοια του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). Η κρίση αυτή δεν εδράζεται στην αίτηση ασύλου καθεαυτή, αλλά στη χρονολογία υποβολής της και την προηγούμενη συμπεριφορά του αιτητή, όπως απαιτείται από τη σκέψη 58 της απόφασης Arslan[9].

Ως εκ τούτου, ακόμα και αν η επίκληση του εδαφίου (β) ήταν νομικά πλημμελής, η ουσιαστική βάση της κράτησης παραμένει επαρκής και νόμιμη, εφόσον τεκμηριώνεται επαρκώς η εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), το οποίο δύναται να στηρίξει από μόνο του την έκδοση διατάγματος κράτησης.

Σε σχέση τώρα με τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων Η επιβολή κράτησης αιτητή διεθνούς προστασίας συνιστά, κατά το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, μέτρο εξαιρετικού χαρακτήρα και έσχατης ανάγκης. Σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(3) του Περί Προσφύγων Νόμου και το άρθρο 8(2) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, η κράτηση επιτρέπεται μόνο εφόσον έχει προηγηθεί ουσιαστική, εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή και αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο περιοριστικά μέτρα[10].

Περαιτέρω, η υποχρέωση αυτή συμπληρώνεται από την αρχή της αναλογικότητας, την οποία το Δικαστήριο υποχρεούται να διασφαλίζει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52(1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, καθώς και από τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας (UNHCR Guidelines 4.1 και 4.3) και τη νομολογία του ΔΕΕ (υποθέσεις Mahdi, J.N., Al Chodor)[11].

Η υποχρέωση αυτή διατρέχει ολόκληρη τη νομική αρχιτεκτονική που διέπει την κράτηση αιτητών ασύλου. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, η κράτηση αιτητών μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις και πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας[12]. Κατ’ αντιστοιχία, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει, σε σωρεία αποφάσεων, ότι η κράτηση είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά λιγότερο περιοριστικά μέτρα, και εφόσον αυτό αιτιολογείται ειδικά και επαρκώς για κάθε περίπτωση[13].

Ειδικότερα, στην υπόθεση J.N., C-601/15 PPU, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση επιτρέπεται μόνο μετά από ατομική και τεκμηριωμένη εκτίμηση, με πλήρη αιτιολόγηση των λόγων αποκλεισμού ηπιότερων μέτρων[14]. Ομοίως, στην υπόθεση Al Chodor, C-528/15 έκρινε ότι η κράτηση δεν μπορεί να βασίζεται σε γενικευμένες ή εικαζόμενες υποθέσεις κινδύνου διαφυγής, αλλά απαιτεί προβλεψιμότητα, νομικά κατοχυρωμένα κριτήρια και αντικειμενικά δεδομένα[15].

Ακόμη, στην υπόθεση C-694/20, FMS και στις συνεκδικαζόμενες C-704/20 και C-39/21, το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η υποχρέωση εξέτασης και τεκμηριωμένης απόρριψης εναλλακτικών μέτρων είναι εφαρμοστέα ακόμα και σε περιπτώσεις επαναλαμβανόμενων αιτήσεων ασύλου ή σε διαδικασίες επιστροφής[16].

Η παραβίαση της ανωτέρω υποχρέωσης επισημάνθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση S.K. v. Russia (αρ. 52722/15), όπου κρίθηκε ότι η κράτηση χωρίς προηγούμενη ουσιαστική εκτίμηση των εναλλακτικών μέτρων συνιστά παραβίαση του άρθρου 5§1 της ΕΣΔΑ[17].

Περαιτέρω, το άρθρο 8(4) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσμοθετούν συγκεκριμένα εναλλακτικά μέτρα, όπως: Υποχρέωση τακτικής παρουσίας σε καθορισμένο σημείο, Κατάθεση εγγύησης, Υποχρεωτική διαμονή σε συγκεκριμένο τόπο ή κέντρο υποδοχής, Παρακολούθηση μέσω τεχνολογικών μέσων (σε εξαιρετικές περιπτώσεις).

Η UNHCR, στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση, τονίζει ότι οι αρχές φέρουν το βάρος απόδειξης ότι τέτοια μέτρα δεν επαρκούν[18]. Αντίστοιχα, στις Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου Judicial Analysis 2019 αναφέρει ότι οι αρχές δεν μπορούν να βασίζονται σε γενικές υποθέσεις (όπως η έλλειψη κατοικίας) χωρίς εξέταση ηπιότερων λύσεων και αιτιολογημένη απόρριψή τους[19].

Στην παρούσα υπόθεση, η Διοίκηση επικαλείται τη μη δήλωση σταθερής διεύθυνσης, την απουσία εγγράφων και την ύπαρξη κινδύνου διαφυγής. Ωστόσο:

1.    Η έλλειψη κατοικίας δεν αποκλείει την υποχρεωτική διαμονή σε ανοικτή δομή ή δομή φιλοξενίας,

2.    Η απουσία εγγράφων είναι σύνηθες στοιχείο σε αιτούντες άσυλο και δεν συνιστά, αφ’ εαυτής, κίνδυνο φυγής,

3.    Ο φερόμενος κίνδυνος διαφυγής δεν θεμελιώνεται με αντικειμενικά και προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια.

Καμία αποδεικτική προσπάθεια δεν καταβλήθηκε από τις Αρχές για να καταδείξουν ότι λιγότερο περιοριστικά μέτρα δεν θα ήταν αποτελεσματικά. Η παράλειψη αυτή πλήττει τη νομιμότητα της κράτησης, καθότι παραβιάζει τις αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της αιτιολογημένης εξατομίκευσης.

Το Δικαστήριο παρατηρεί περαιτέρω ότι δεν έχει διενεργηθεί εξατομικευμένη αξιολόγηση της προσωπικής κατάστασης του Αιτητή, παρόλο που η υποχρέωση αυτή συνιστά θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου ασύλου[20]. Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων κράτησης περιλαμβάνονται το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτητή, οι οικογενειακοί ή κοινωνικοί του δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή, αντίστροφα, η προθυμία και η κατανόησή του αναφορικά με την ανάγκη συμμόρφωσης (βλ. Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο, Κατευθυντήρια Οδηγία 4, παρ. 19)[21].

Συγκεκριμένα, από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτει οποιαδήποτε αξιολόγηση ή εκτίμηση για τα εξής εν δυνάμει κρίσιμα στοιχεία[22]:

1.    Οικογενειακή κατάσταση ή προσωπικοί δεσμοί εντός της Δημοκρατίας· Δεν καταγράφεται καμία έρευνα ή αναφορά σε ενδεχόμενη παρουσία οικογένειας, συγγενικών ή κοινωνικών δεσμών του Αιτητή στην Κύπρο, παρά το ότι αυτό αποτελεί σταθερό κριτήριο για την αναγκαιότητα κράτησης σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της UNHCR και τη νομολογία του ΔΕΕ στην υπόθεση J.N. C-601/15.

2.    Πιθανή ευαλωτότητα (σωματική, ψυχολογική, κοινωνική)· Δεν διαπιστώνεται να έχει γίνει οποιαδήποτε εξέταση ή έρευνα για την ύπαρξη σωματικής, ψυχολογικής ή κοινωνικής ευαλωτότητας, όπως προβλέπεται στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση (Guideline 4[23], UNHCR).

3.    Κοινωνική ή χρονική ενσωμάτωση στην Κυπριακή κοινωνία (παραμονή από το 2022)· Αν και αναφέρεται ότι ο Αιτητής βρίσκεται στη Δημοκρατία από το 2022, δεν καταγράφεται καμία εκτίμηση της πιθανής κοινωνικής ή χρονικής του ενσωμάτωσης. Η διάρκεια παραμονής και οι δεσμοί με τη χώρα είναι στοιχείο που οφείλει να συνεκτιμάται κατά την ανάλυση κινδύνου διαφυγής και σκοπιμότητας κράτησης​.

4.    Ιστορικό άσκησης δικαιωμάτων, όπως η προηγούμενη αίτηση και προσφυγή, που αν και δεν προωθήθηκαν, δεν αξιολογήθηκαν υπό το πρίσμα ενδεχόμενων εμποδίων. Μολονότι αναφέρεται η προηγούμενη αίτηση ασύλου και η υποβολή προσφυγής, αυτές απορρίφθηκαν λόγω μη προώθησης, χωρίς να αξιολογηθεί αν ο Αιτητής αντιμετώπισε αντικειμενικά εμπόδια πρόσβασης στη διαδικασία ή νομικής υποστήριξης·

Τα πιο πάνω στοιχεία, αν και δεν συνιστούν εξαντλητικό κατάλογο, αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους τις οποίες η Διοίκηση όφειλε να συνεκτιμήσει στο πλαίσιο της ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (J.N., C-601/15, σκ. 62), τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της UNHCR (Guideline 4) και την Οδηγία 2013/33/ΕΕ. Η παράλειψη να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η ευαλωτότητα, οι προσωπικοί ή οικογενειακοί δεσμοί, η διάρκεια παραμονής και η προηγούμενη διαδικαστική συμπεριφορά, υποδηλώνει πλημμελή σταθμιστική διαδικασία και έλλειψη τεκμηριωμένης αιτιολογίας.

Αντιθέτως, η Διοίκηση περιορίστηκε στην ερμηνεία της καταχρηστικότητας της νέας αίτησης, στηριζόμενη αποκλειστικά στη χρονική συγκυρία της υποβολής της, χωρίς καμία ουσιαστική αποτίμηση εναλλακτικών εξηγήσεων ή των ειδικών συνθηκών που πλαισιώνουν την υπόθεση.

Η έλλειψη τέτοιας ανάλυσης καθιστά πλημμελή την αιτιολόγηση της Διοίκησης ως προς τη μη εφαρμογή ηπιότερων μέτρων, κατά παράβαση της σκέψης 62 της απόφασης J.N. (C-601/15) και των επαναλαμβανόμενων επιταγών των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης[24]. Εκ του αποτελέσματος της ανωτέρω στάθμισης, προκύπτει ότι η κράτηση του Αιτητή δύναται να θεωρηθεί ότι προσβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔ) και στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Από τη στιγμή που η κράτηση δεν πληροί τα κριτήρια της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, και εφόσον πληρούνται τυπικά οι όροι του σχετικού άρθρου του Νόμου και της Οδηγίας, καθίσταται αυθαίρετη (βλ. ΕΔΑΔ, S.K. v. Russia, αρ. 52722/15, 14/12/2017, παρ. 111 και 115· ΔΕΕ, C-18/16, K. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 14/09/2017).

Εν κατακλείδι, η απουσία πραγματικής αξιολόγησης ηπιότερων μέτρων, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιώδους εξατομικευμένης εκτίμησης της προσωπικής κατάστασης του Αιτητή, καθιστά την επιβολή κράτησης δυσανάλογη, μη αναγκαία και ελλιπώς αιτιολογημένη, και ως εκ τούτου μη συμβατή με το εθνικό και ενωσιακό πλαίσιο που διέπει την κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας.

Η θέση του συνηγόρου του Αιτητή, σύμφωνα με την οποία οι ατομικές διοικητικές πράξεις πρέπει να φέρουν πλήρη, επαρκή και εξατομικευμένη αιτιολόγηση, ώστε να καθίσταται δυνατός ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος, είναι απολύτως ορθή και συνάδει με την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων. Η αιτιολόγηση δεν αποτελεί απλή τυπική προϋπόθεση, αλλά συνιστά ουσιώδες συστατικό της νομιμότητας κάθε διοικητικής πράξης, ιδιαίτερα όταν αυτή συνεπάγεται σοβαρό περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία.

Η απουσία πλήρους, σαφούς και εξατομικευμένης αιτιολόγησης σε τέτοια περίπτωση καθιστά την πράξη ακυρωτέα εξ υπαρχής, εκτός εάν η αιτιολογία δύναται να αντληθεί, κατά τρόπο αναπόφευκτο και αδιάσπαστα συνδεδεμένο, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και εφόσον έχει προηγηθεί δέουσα έρευνα. (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) Ειδικά στο πλαίσιο κράτησης αιτούντων διεθνή προστασία, όπου διακυβεύεται το δικαίωμα της ελευθερίας σε ιδιαίτερα ευάλωτα πρόσωπα, η υποχρέωση της Διοίκησης προς πλήρη αιτιολόγηση λαμβάνει ποιοτικά αυξημένο χαρακτήρα. Η παράλειψη αυτής δεν επιδέχεται επιείκεια και προσκρούει ευθέως στις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Κατά συνέπεια, η απόφαση για κράτηση του Αιτητή, αν και στηρίζεται σε προβλεπόμενη νομική βάση, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας και της ατομικής αξιολόγησης, όπως αυτές απορρέουν από το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο. Η ελλιπής και μη τεκμηριωμένη στάθμιση λιγότερο περιοριστικών μέτρων, σε συνδυασμό με την παράλειψη εξέτασης κρίσιμων προσωπικών παραμέτρων του Αιτητή, καθιστά την κράτηση υπέρμετρα παρεμβατική και, συνεπώς, μη συμβατή με την Οδηγία 2013/33/ΕΕ και τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΑΔ.

Συμφωνώ με τον δικηγόρο του Αιτητή ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων δεν φαίνεται να εξέτασαν την εφαρμογή λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών λύσεων. Αντιθέτως, κατέληξαν στην επιλογή της κράτησης ως τη μοναδική διαθέσιμη επιλογή, επιλέγοντας τη φανερά δυσμενέστερη για τον Αιτητή.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το Αιτητικό (Β) και δια τούτου το προσβαλλόμενο διάταγμα ακυρώνεται.

Διατάζεται λοιπόν η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων με τον τρόπο που ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης θα αποφασίσει.

Επιδικάζονται έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

                                                                                    Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] MYA ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. ΔΚ 12/2024, 19/6/2024

[2] SABRI ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 948/2018, 2/8/2018

[5] EASO, Judicial Analysis: Detention of applicants for international protection, 2019, σ. 25-27.

[6] Mondeke, Αρ. 43/2021, 20/01/2022· Janelidze, Αρ. 17/2021, 21/09/2021

[7] CJEU, C-704/20 και C-39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, X, 8.11.2022.

[8] CJEU, Mehmet Arslan, C-534/11, EU:C:2013:343, σκ. 58.

[9] Ό.π., σκ. 58.

[10] Άρθρο 9ΣΤ(3) Ν. 6(I)/2000 και Άρθρο 8(2) Οδηγίας 2013/33/ΕΕ

[11] CJEU, Mahdi, C-146/14 PPU, σκ. 87· J.N., C-601/15, σκ. 61-62· Al Chodor, C-528/15, σκ. 43· UNHCR Detention Guidelines 4.3

[12] Οδηγία 2013/33/ΕΕ, αιτιολογική σκέψη 15

[13] ΔΕΕ, J.N., C-601/15 PPU· Al Chodor, C-528/15· K., C-18/16· FMS, C-694/20· Staatssecretaris, C-704/20 και C-39/21

[14] CJEU, J.N., C-601/15 PPU, σκέψη 61

[15] CJEU, Al Chodor, C-528/15, σκέψη 43

[16] CJEU, C-704/20 και C-39/21, 8.11.2022

[17] ECHR, S.K. v. Russia, αρ. 52722/15, σκ. 111

[19] Δικαστική ανάλυση Κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλουs 2019 βλ. ενότητα 5.2 (εναλλακτικά της κράτησης μέτρα) https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Detention_JA_EL.pdf

 

[21] https://www.unhcr.org/cy/wp-content/uploads/sites/41/2018/01/Guidelines_on_the_Applicable_Criteria_and_Standards_relating_to_the_Detention_of_Asylum-Seekers_and_Alternatives_to_Detention_-_Greek.pdf

[22] Βλ. UNHCR, Detention Guidelines (2012), Guideline 4 §47–49· EASO, Judicial Analysis on Detention (2019), · ΔΕΕ, J.N., C-601/15 PPU, σκ. 62· FRA & CJEU, Handbook on European law relating to asylum, borders and immigration, 2022, κεφ. 7.2

[24] Ό.π., J.N., σκ. 62


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο