
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 6761/2022
30 Απριλίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Β.Α.Α
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Αγ. Πλιάκα (κα) για Χρ. Ματθαίου (κα) Δικηγόρος για Αιτήτρια
Α.Αναστασιάδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή της η αιτήτρια, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 18/08/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 11/10/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, η αιτήτρια είναι ενήλικας υπήκοος Καμερούν και αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 11/01/2019.
Στις 20/06/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (εφεξής: Ε.Υ.Υ.Α.). Ακολούθως, στις 20/07/2022, ο αρμόδιος λειτουργός της E.Y.A.A. ετοίμασε σχετική Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου της αιτήτριας, η οποία εγκρίθηκε στις 18/08/2022. Στις 11/10/2022, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας, η οποία υπογράφηκε και παραλήφθηκε αυθημερόν από την Αιτήτρια.
Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η συνήγορος της αιτήτριας στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.
Επομένως, θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος της αιτήτριας και αποτελεί τον βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.
Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα της αιτήτριας.
Στο πλαίσιο του εντύπου της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω της κρίσης που επικρατεί στο Καμερούν. Πρόσθεσε ότι κατά την διαμονή της στις μη ελεγχόμενες από τη Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, εργαζόταν ως οικιακή βοηθός και ο άνδρας στην οικία του οποίου διέμενε (the man of the house) την πίεζε για σεξουαλική επαφή, την απέλυσαν και την έδιωξαν από την οικία επειδή διαμαρτυρήθηκε (ερυθρό 6 του διοικητικού φακέλου).
Στο πλαίσιο της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Mamfe και διέμεινε στο χωριό Mfuni ως και την μέρα που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της. Είναι άγαμη και μητέρα δυο ανήλικων τέκνων, τα οποία διαβιούν με την αδελφή της στη πόλη Buea. Αναφορικά με την πατρική της οικογένεια δήλωσε πως αυτή αποτελείται από τους γονείς της και τα 4 αδέλφια της. Έχει επικοινωνία με την οικογένεια της στην χώρα καταγωγής της (βλ. ερ. 35-34 του Δ.Φ.).
Ως προς τον πυρήνα του αιτήματος της, η αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της κρίσης που έχει ξεσπάσει στη χώρα της, το κάψιμο σπιτιών και τους σκοτωμούς. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι με τους πυροβολισμούς έφυγε στους «θάμνους» («bush»). Ωστόσο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση και προσπάθησε να εξεύρει ένα ασφαλές μέρος για την οικογένεια της και αποφάσισε να ταξιδέψει (βλ. ερ. 31 του Δ.Φ). Ερωτηθείσα τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, απάντησε ότι δεν έχει οικία να διαμείνει και ότι θα έχει προβλήματα από αυτούς που μάχονται για την ανεξαρτησία (βλ. ερ. 30 του Δ.Φ.). Ισχυρίστηκε ότι κατά ή περί το 2017, ήρθε ο στρατός στο χωριό της και αναζητούσαν επαναστάτες στη περιοχή, έκαψαν την οικία τους αλλά δεν γνωρίζει εάν ήταν ο στρατός ή οι επαναστάτες. Η αιτήτρια πρόσθεσε ότι όταν άκουσαν πυροβολισμούς έφυγαν και κρύφτηκαν στους θάμνους και όταν επέστρεψαν όλα ήταν καμένα (βλ. ερ. 30, 29 του Δ.Φ). Ερωτώμενη εάν πραγματοποιήθηκε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό εναντίον της, το οποίο την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της, δήλωσε ότι δεν της συνέβη οτιδήποτε αλλά φοβόταν εξαιτίας των καταστάσεων που αντιμετώπιζαν και όταν έβλεπε ανθρώπους να σκοτώνονται από σφαίρες (βλ. ερ. 29 του Δ.Φ.). Κληθείσα να διευκρινίσει τον λόγο που πιστεύει ότι ένοπλοι αυτονομιστές θα της κάνουν κακό σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, ισχυρίστηκε ότι γνωρίζουν ότι διέφυγε και ότι δεν υπερασπίστηκε την χώρα τους και τους πρόδωσε, προσθέτοντας ότι γνωρίζουν ότι διέφυγε επειδή δεν βρίσκεται πλέον στο χωριό (βλ. ερ. 29 του Δ.Φ.). Περαιτέρω, δήλωσε ότι τα τέκνα της και η αδελφή της, οι οποίοι βρίσκονται στη Buea δεν αντιμετωπίζουν οιονδήποτε πρόβλημα λόγω των συγκρούσεων (βλ. ερ. 28 του Δ.Φ.). Τέλος, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και για την κατάσταση υγείας της. Δήλωσε ότι δεν είχε την κατάλληλη ιατρική περίθαλψη στο Καμερούν, οι ιατροί δεν μπορούσαν να διαγνώσουν το πρόβλημα υγείας που είχε, εντούτοις της παρείχαν φαρμακευτική αγωγή. Επιπλέον, δήλωσε ότι επισκέφθηκε εξειδικευμένο ιατρό στο γενικό νοσοκομείο της Κύπρου, ο οποίος δεν διέγνωσε κάποιο πρόβλημα (βλ. ερ. 27 του Δ.Φ.).
Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας υπήρξαν εσωτερικά αξιόπιστες, ενώ επιβεβαιώνονται και από εξωτερικές πηγές, κάνοντας τον ισχυρισμό αποδεκτό.
Ομοίως ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος κρίθηκε ο δεύτερος ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με την γενική σύγκρουση που υπάρχει στο τόπο συνήθους διαμονής της. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως η αιτήτρια ήταν σε θέση να παράσχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό της Mfuni. Ενώ διευκρίνισε ότι ποτέ δεν επηρεάστηκε άμεσα από τη σύγκρουση, εξήγησε ότι ήταν μάρτυρας της γενικευμένης βίας που λάμβανε χώρα. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι είδε ανθρώπους να σκοτώνονται από σφαίρες και ότι φοβόταν. Η Αιτήτρια ήταν λεπτομερής ως προς το περιστατικό που βίωσε, δηλώνοντας ότι ενώ βρισκόταν στο χωριό της μια μέρα το 2017 άκουσε πυροβολισμούς και κρύφτηκε στους «θάμνους» και την επόμενη μέρα όταν επέστρεψε στο χωριό της ανακάλυψε ότι το σπίτι της κάηκε. Κληθείσα να διευκρινίσει, η αιτήτρια ανέφερε με συνέπεια ότι δεν γνώριζε εάν η οικία της κάηκε από τον στρατό ή τους αυτονομιστές καθώς δεν ήταν παρούσα στο συμβάν και δεν είδε κάποια μάχη, ωστόσο κατάλαβε ότι ο στρατός ήρθε στο χωριό της για να ψάξουν για «επαναστάτες» και αυτός ήταν ο λόγος που τα σπίτια κάηκαν. Ακολούθως, δήλωσε με συνέπεια ότι λίγους μήνες μετά το περιστατικό εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, ενώ συγκεκριμένες ήταν οι δηλώσεις της ως προς την αντίδραση της όταν είδε ότι όλα είχαν καεί και έπρεπε να αναζητήσει ένα τόπο για να μείνει στο χωριό της.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, οι οποίες βρίσκουν έρεισμα στις δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με τη σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν.
Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια στα πλαίσια των ισχυρισμών που έγιναν δεκτοί, ο λειτουργός έκρινε ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια μπορεί να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της γενικής κατάστασης ασφαλείας σε περίπτωση επιστροφής της στο χωριό Mfuni, της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν, ανατρέχοντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ως προς τον φόβο που εξέφρασε η αιτήτρια ότι ένοπλοι αυτονομιστές θα την βλάψουν σε περίπτωση επιστροφής της, ο λειτουργός επιβεβαίωσε την παρουσία ένοπλων αυτονομιστών στον τόπο καταγωγής της αιτήτριας, εντούτοις, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, οι ένοπλοι αυτονομιστές στοχεύουν πολίτες συγκεκριμένου προφίλ, συγκεκριμένα δασκάλους, μαθητές ή κυβερνητικούς αξιωματούχους, στους οποίους δεν εντάσσεται η αιτήτρια. Επομένως, με βάση τα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια μπορεί να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της παρουσίας ένοπλων αυτονομιστών σε περίπτωση επιστροφής της στο χωριό Mfuni, της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν.
Περαιτέρω, ο λειτουργός αξιολόγησε ότι ως προς τα ιατρικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η αιτήτρια, δεν υπάρχει λόγος να συναχθεί ότι η αιτήτρια ενδέχεται να μην λάβει σκόπιμα ιατρική βοήθεια σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, καθότι η ίδια διευκρίνισε ότι είχε πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες όσο βρισκόταν στο Καμερούν, αλλά δεν εντόπισαν το πρόβλημα, ενώ επισκέφτηκε και ιατρό στην Κύπρο, ο οποίος δήλωσε ότι είναι καλά. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να θεωρηθεί ότι μπορεί να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της αδυναμίας αναζήτησης ιατρικής βοήθειας σε περίπτωση επιστροφής στο χωριό Mfuni, της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν.
Ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων, λαμβανομένου υπόψη και του προφίλ της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο της αιτήτριας, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, στη βάση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν και ειδικότερα στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν καθώς και στη περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, το χωριό Mfuni, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), καθότι δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή ως άμαχος πολίτης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η Αιτήτρια.
Στο σημείο αυτό θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Κατ΄αρχάς, όσον αφορά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας που έγιναν αποδεκτοί, το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει σε σχέση με τούτους στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που μπορεί να διατρέξει η αιτήτρια με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της και την τυχόν υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ανωτέρω ισχυρισμών, οι οποίοι έχουν ήδη γίνει δεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου, ως έχει ειπωθεί στην απόφαση της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου Μ. Παπαντωνίου, υπόθεση Αρ. 7397/21, Ν. D. v. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 09/05/2023, σε περίπτωση που ένας ισχυρισμός έχει κριθεί αποδεκτός, το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του αιτούντος στη βάση της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (βλ. σχετικά αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου R E κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7651/2021, 31/10/2024, G T ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 1441/2022, 9/7/2024).
Εξετάζοντας τον μελλοντοστραφή κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στην χώρα καταγωγής της, θεωρώ ότι ορθώς κρίθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι παρά την πλήρωση της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των πιο πάνω ισχυρισμών, εντούτοις δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να εκτεθεί, λόγω αυτών, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της. Ειδικότερα, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβάλλει η Αιτήτρια στα πλαίσια ενδεχόμενης επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, καταρχάς παρατηρείται πως τέτοιοι ισχυρισμοί, ήτοι ότι με την επιστροφή της στο τόπο διαμονής της θα αντιμετωπίσει προβλήματα με τους ένοπλους αυτονομιστές, αφορούν γενικότερα την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές και αποτελούν αβάσιμες εικασίες της ιδίας. Εξάλλου, οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν βασίζονται σε εξατομικευμένες εμπειρίες τις οποίες ενδέχεται να έχει πράγματι βιώσει η Αιτήτρια. Ουδέν γεγονός προέβαλε το οποίο να συνέβη στην ίδια προσωπικά που να σχετίζεται με τους ένοπλους αυτονομιστές, που να αποτελεί λόγο φυγής της από τη χώρα καταγωγής ή να δικαιολογούν πραγματικό κίνδυνο κατά την επιστροφή της εκεί (βλ. παρ. 37-39 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος του Πρόσφυγα, της Ύπατης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες). Πρόσθετα, εξετάζοντας τον μελλοντοστραφή κίνδυνο, δεν εμφαίνεται ότι μετά την πάροδο τόσο χρόνων, ενδέχεται η αιτήτρια να στοχοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο από τους αυτονομιστές, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε εξωτερική πηγή πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της, όπου να δεικνύει ότι με την επιστροφή οποιουδήποτε αιτητή, χωρίς συγκεκριμένο προφίλ, θα στοχοποιηθεί από τους αυτονομιστές. Αντιθέτως, η αιτήτρια αναφέρθηκε σε ένα αποκλειστικά περιστατικό, το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά ή περί το 2017, το οποίο αφορά τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στο τόπο διαμονής της και όσον αφορά το κάψιμο της οικίας της χωρίς όμως να ήταν σε θέση να προσδιορίσει εάν η οικία της κάηκε από τον στρατό ή τους αυτονομιστές.
Λαμβάνοντας υπόψιν εν προκειμένω τις δηλώσεις της αιτήτριας, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό της, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να της δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής της, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.
Πρόσθετα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν στην περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει αν στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε η Αιτήτρια να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος πολίτης. Παράλληλα το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει η Αιτήτρια από την ατομική της κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (σε μικρότερο βαθμό), σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji[1] του ΔΕΕ. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ – Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59)…»[2]
Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω.
Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και περιθωριοποιήσει.[3] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[4]
Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα – 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους, και περίπου 800000 παιδιά παρέμειναν εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζόνια».[5]
Σύμφωνα με έκθεση του Human Rights Watch «Ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις έχουν διαπράξει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων μαζικών δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά… Οι αυτονομιστές, που έχουν επιβάλει βίαια μποϊκοτάζ στην εκπαίδευση από το 2017, συνέχισαν [κατά το 2021] να επιτίθενται σε φοιτητές και επαγγελματίες της εκπαίδευσης. Ανταποκρινόμενες στην ένοπλη σύγκρουση, οι κυβερνητικές δυνάμεις είναι επίσης υπεύθυνες για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των παράνομων δολοφονιών και των αυθαίρετων συλλήψεων»[6].
Το 2022, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Συνεχίζοντας η κρίση για έκτη συναπτή χρονιά, τον Αύγουστο του 2022 μετατοπίστηκαν εσωτερικά της χώρας 598.000 άνθρωποι και τουλάχιστον δύο εκατομμύρια χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να σκοτώνουν, να βασανίζουν, να επιτίθενται και να απαγάγουν αμάχους. Συνέχισαν επίσης τις επιθέσεις τους κατά των μαθητών, των δασκάλων και της εκπαίδευσης, στερώντας από χιλιάδες μαθητές το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, στοχεύοντας συχνά αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές.[7]
Σύμφωνα με έκθεση του Human Rights Watch, η οποία αφορά τα γεγονότα για το έτος 2023, «Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ομάδων και κυβερνητικών δυνάμεων σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στον Άπω Βορρά επηρέασαν σοβαρά τον άμαχο πληθυσμό, με τις περιπτώσεις παράνομων δολοφονιών, απαγωγών και επιδρομών σε χωριά να αυξάνονται κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που συνιστούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Στα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι άνθρωποι σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι που χρειάζονταν ανθρωπιστική βοήθεια. Οι ένοπλοι αυτονομιστές, οι οποίοι έχουν επιβάλει βίαια μποϊκοτάζ στην εκπαίδευση από το 2017, συνέχισαν να επιτίθενται σε σχολεία, μαθητές και επαγγελματίες της εκπαίδευσης. Το 2023 καταγράφηκαν επιθέσεις σε σχολικές υποδομές και προσωπικό, σύμφωνα με το μοτίβο των επιθέσεων κατά της εκπαίδευσης καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης. Οι κρατικές δυνάμεις απάντησαν στις επιθέσεις των αυτονομιστών με επιχειρήσεις αντιμετώπισης των ανταρτών, οι οποίες συχνά αποτυγχάνουν να προστατεύσουν τους αμάχους ή τους στόχευαν ευθέως.».[8]
Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτων των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου – που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη. Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[9].
Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας»[10].
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την Αγγλόφωνη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά το χωριό Mfuni, το οποίο θεωρείται το τελευταίο μέρος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται αδιάκριτη βία κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής ή διεθνούς σύρραξης εκεί και εάν ναι, να διερευνηθούν τα επίπεδα στα οποία ανέρχεται η έντασή της.
Περαιτέρω, σύμφωνα με ποσοτικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED σε σχέση με τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Sud-Ouest Region) στην οποία υπάγεται το χωριό Mfuni, περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, κατά το χρονικό διάστημα 06/04/2024 έως και 04/04/2025 καταγράφηκαν στην ανωτέρω βάση δεδομένων 709 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 689 απώλειες. Εξ αυτών τα 252 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (540 θάνατοι), τα 404 ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (131 θάνατοι), τα 15 ως περιστατικά απομακρυσμένης βίας/εκρήξεων (16 θάνατοι), τα 19 ως εξεγέρσεις (2 θάνατοι) και τα 12 ως διαμαρτυρίες (χωρίς θύματα)[11].
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ίδια πηγή, στο χωριό Mfuni, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας όπου και αναμένεται να επιστρέψει, την ανωτέρω χρονική περίοδο (06/04/2024-04/04/2025) δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό ασφαλείας[12].
Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015,[13] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών στην εν λόγω περιοχή από την οποία κατάγεται η αιτήτρια από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας.
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι αν και τα επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν καταγράφονται υψηλά λόγω της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης που λαμβάνει χώρα εκεί στα πλαίσια της Αγγλόφωνης κρίσης, το χωριό Mfuni, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας στον οποίο ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, δεν πλήττεται από συγκρούσεις τέτοιας έντασης και συχνότητας που θα μπορούσε να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, η Αιτήτρια θα κινδύνευε αποκλειστικά λόγω της φυσικής της παρουσίας εκεί σε συνάρτηση με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας.
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη την απουσία ιδιαίτερων επιβαρυντικών περιστάσεων στο προφίλ της Αιτήτριας εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα», το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου και άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, καθώς η φύση, η ένταση και η έκταση της σύγκρουσης στο χωριό Mfuni, μαζί με το ατομικό προφίλ της Αιτήτριας δεν συνηγορούν υπέρ της ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής της εκεί.
Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration- IOM) έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο διευκολύνει την εθελούσια επιστροφή Καμερουνέζων πολιτών στη χώρα καταγωγής τους, καθώς επίσης παρέχει υποστήριξη στους επιστραφέντες με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη ζωή του Cameroon (επαγγελματικός προσανατολισμός, πρακτική εκπαίδευση, εκθέσεις ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, συνεδρίες συμβουλευτικής).[14] Βασικοί μέτοχοι στο πρόγραμμα εντός του Cameroon είναι το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων (Ministry of External Relations), η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας (General Direction for National Security), το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας (Ministry of Public Health), το Υπουργείο Κοινωνικών Θεμάτων (Ministry of Social Affairs), το Υπουργείο Νεότητας και Πολιτικής Αγωγής (Ministry of Youth and Civic Education), καθώς και η Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας (Direction of Civil Protection) του Υπουργείου Εδαφικής Διοίκησης (Ministry of Territorial Administration)[15].
Βάσει των ανωτέρω πληροφορίων περί εμπλοκής του ΙΟΜ στην διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και του μεγάλου αριθμού των Καμερουνέζων που έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα, προκύπτει ότι σε ένα γενικό πλαίσιο η επιστροφή στο Καμερούν δεν είναι αδύνατη και αφ’ εαυτής επικίνδυνη για ένα άμαχο πολίτη να επιστρέψει στη χώρα.
Το χωριό Mfuni, που ανήκει γεωγραφικά στην Νοτιοδυτική Περιοχή του Καμερούν, το οποίο το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή διαμονής της βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες της περιστάσεις, ήτοι ότι αυτή συνιστά ενήλικη γυναικά, υγιή, ικανή προς εργασία θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στο Mfuni της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι η περίπτωση της Αιτήτριας δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στα άρθρα 3-3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου. Συνακόλουθα, η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται, και ούτε προκύπτει (ως αναλύθηκε ανωτέρω), ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ώστε να της δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να της παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας. Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009, διαθέσιμη σε
https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62007CJ0465&from=EN.
[2] EASO, (EUAA, European Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), σελ. 28, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2025).
[3] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2025).
[4] AFP, ‘Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers’, 20/08/2019, in Al Jazeera, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2019/8/20/cameroon-anglophone-separatist-leader-gets-life-sentence-lawyers (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2025).
[5] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2025).
[6] Human Rights Watch, ‘Cameroon - Events of 2021’, World Report 2022, n.d., διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2025).
[7] Human Rights Watch, ‘Cameroon - Events of 2022’, World Report 2023, n.d., διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/cameroon#:~:text=Government%20forces%20subjected%20Cameroonian%20asylum,thus%20impeding%20freedom%20of%20movement%2C (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2025).
[8] Human Rights Watch, ‘Cameroon - Events of 2023’, World Report 2024, n.d., διαθέσιμο σε: https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/04/2025).
[9] ΔΕΕ, C-285/12, Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ,ημερομηνίας 30/01/2014, διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EE88B568A1B6F9256073AA14860957BE?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2520886
[10] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009
[11] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 06/04/2024 - 04/04/2025, REGION: Africa, COUNTRY: CAMEROON , ADMIN UNIT: Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/04/2025].
[12] Οπ.π.
[13] City Population, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823 (Cameroon – Sud-West) (ημερομηνίας πρόσβασης 29/04/2025).
[14] ΙΟΜ, ‘Areas of Work, Reintegration’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/11/2024)
[15] ΙΟΜ, ‘Reintegration for Migrants Returning to Cameroon’, Info sheet, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/11/2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο