F. R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ.6847/22, 14/4/2025
print
Τίτλος:
F. R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ.6847/22, 14/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.6847/22

 

14 Απριλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

F. R., εκ Πακιστάν και δια της Επιτρόπου Προστασίας

Δικαιωμάτων του Παιδιού, ως νομικού εκπροσώπου του

και τώρα στην Αγία Νάπα

                                                                                                            Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για αιτητή

Κος Ι. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η ημ.24/06/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος και απόφαση δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικό Α) και απόφασης του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος «προστασίας από επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ως ασυνόδευτος ανήλικος, παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 02/07/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 20/07/22 (ερ.1-4, 38).

Στις 14/09/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.33-38). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 19/09/22, απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.39-42).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 23/09/22 και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα (ερ.45-46).

Σημειώνω προτού προχωρήσω ότι στο αιτητικό Α της προσφυγής γίνεται αναφορά σε απόφαση «της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 24/06/22 [ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1]», αναφορά η οποία είναι προφανώς λανθασμένη, αφού η επίδικη απόφαση, ως ανωτέρω αναφέρω, έχει εκδοθεί στις 19/09/22, η δε ενημερωτική επιστολή σχετικά με την επίδικη απόφαση συντάχθηκε στις 23/09/23 και επεδόθη αυθημερόν (επισυνάπτεται στην προσφυγή ως Παράρτημα 1). Επί τούτου έχω εντοπίσει τα εξής.

Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου THE ADMINISTRATORS OF THE ESTATE OF THE LATE ALKIS DEMETRIOU AND OTHERS ν. THE MUNICIPAL COMMITTEE OF LARNACA AND OTHER (1986) 3 CLR 2171, ημ.01/11/86, λέχθηκαν τα εξής:

«In order, however, to avoid even the slightest forma complication in this respect I have no difficulty in directing even at this stage, that the title of these proceedings should be hereby amended so that the Minister of Interior will appear as a respondent, too; and in doing so I follow the practice adopted in Christodoulou v. The Republic, 1 R.S C.C.1, 9. »

Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Τιμοθέου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 269, ημ.13/02/89, με αναφορά στην Εταιρεία Λεωφορείων Παραλίμνι ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 559, η πλήρης ολομέλεια επέτρεψε την τροποποίηση με την προσθήκη του ορθού επίθετου ενός εκ των ενδιαφερόμενων προσώπων καταλήγοντας με το σχόλιο ότι «Τελειώνοντας επιθυμούμε να παρατηρήσουμε πως το Δικαστήριο θα μπορούσε αυτεπάγγελτα να προβεί στη διόρθωση του τυπικού αυτού λάθους.»

Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από καθοδηγητική επί τούτου απόφαση της Προέδρου (τότε) του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπ.480/2014, Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης Ακίνητα Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημ.10/03/2017, οπού λέχθηκε ότι «[σ]ύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λανθασμένος προσδιορισμός του καθ' ου η αίτηση στον τίτλο της προσφυγής δεν επηρεάζει το παραδεκτό της προσφυγής και σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο δύναται να τροποποιήσει τον τίτλο της προσφυγής, είτε μετά από αίτηση είτε αυτεπαγγέλτως (Erini Mourouzi Sotiropoulou v. The Republic of Cyprus, through the Educational Service Committee of the Ministry of Education (1968) 3 CLR, 596,   Μιλτιάδης Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Δια του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας και Άλλου (1994) 4 ΑΑΔ, 2427 , Κώστας Μούγιαννος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Π.Σ.ΕΤΕΚ) Μέσω Προέδρου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2000) 4 ΑΑΔ, 723). Ως εκ τούτου θεωρώ ότι ο τίτλος της προσφυγής πρέπει να τροποποιηθεί με αναφορά και στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας και τον τροποποιώ, ώστε να αναφέρεται το όργανο που εξέδωσε την επίδικη απόφαση.»

Εκ της ως άνω νομολογίας, ενόψει του ότι εκ της προσφυγής προκύπτει με σαφήνεια η επίδικη πράξη, δεδομένου ότι επισυνάπτεται άλλωστε στην προσφυγή – άλλωστε το ποια είναι η επίδικη εδώ απόφαση δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, και λαμβανομένου υπόψη και του εξεταστικού χαρακτήρα της διοικητικής δίκης, ο οποίος επιτρέπει μεγαλύτερη ελαστικότητα στην διόρθωση τυπικών παραδρομών, προχωρώ, προς θεραπεία αυτής της προφανώς λανθασμένης αναφοράς σε απόφαση ημ.24/06/22, στην τροποποίηση του Αιτητικού Α δια της διαγραφής της εν λόγω ημερομηνίας στο Αιτητικό Α και την αντικατάσταση αυτής με την ορθή ημερομηνία έκδοσης της επίδικης απόφασης, ήτοι τις 19/09/22 (βλ. ερ.42).

Προχωρώ.

Επί της επίδικης αιτήσεως (ερ.1-4, 32) ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα του λόγω φτώχειας, καθώς, ως αναφέρει, «η κατάσταση στο Πακιστάν είναι πολύ κακή» και γι’ αυτό ήταν δύσκολο να εξεύρει εργασία. Οι γονείς του είναι μεγάλης ηλικίας, ο ίδιος είναι ο μεγαλύτερος υιός της οικογενείας και γι’ αυτό έφυγε από τη χώρα καταγωγής ώστε «να καλυτερεύσει η κατάσταση και τα αδέλφια [του] να μπορούν να πάνε στο σχολείο και να έχουν μια καλή μόρφωση».

Στη συνέντευξη που διεξήχθη στην παρουσία λειτουργού που ενεργούσε ως κηδεμόνας αυτού ο αιτητής ανέφερε ότι έλαβε εκπαίδευση μέχρι την 9η τάξη, έχει καιρό να μιλήσει με τους γονείς του, καθώς δεν είχε τηλέφωνο, είναι όμως καλά, ως ανέφερε, ο ίδιος δεν έχει εργαστεί στη χώρα καταγωγής και ήρθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί, μέσω Τουρκίας και κατεχομένων, ταξιδεύοντας μόνος του, πράγμα που είναι επιτρεπτό (για ανήλικο) στη χώρα του. Ερωτώμενος αν επιθυμεί να προσθέσει κάτι στα ανωτέρω ο αιτητής απάντησε αρνητικά.

Στα γεγονότα που καταγράφονται στην προσφυγή, επί των οποίων ζητήθηκε άδεια ώστε να προσαχθεί μαρτυρία με αίτηση ημ.10/01/24, η οποία και απορρίφθηκε στις 12/07/24, αναφέρεται ότι ο αιτητής ανήκει στη φυλή Thattal, προέρχεται από φτωχή οικογένεια, με 3 μικρότερα απ’ αυτόν αδέλφια, έχει φοιτήσει στην προδημοτική/δημοτική εκπαίδευση περί τα 8 έτη και είχε απαχθεί πριν από 6 χρόνια (τότε) από αγνώστους και κρατήθηκε για περίοδο 2 μηνών, απαγωγή, η οποία ενδεχομένως να συνδέεται με οικογένεια με την οποία η οικογένεια του διατηρεί έχθρα από παλιά, όταν και κτυπήθηκε και απειλήθηκε, έως ότου οι γονείς του καταβάλουν, κατόπιν πώλησης της μόνης ακίνητης περιουσίας τους, λύτρα για την απελευθέρωση του. Ως περαιτέρω αναφέρεται, το 2021 ο πατέρας του, δανειζόμενος ένα μεγάλο ποσό, διευθέτησε μέσω ενός πράκτορα το ταξίδι του αιτητή στα κατεχόμενα, προκειμένου να εργαστεί και να τον βοηθήσει να αποπληρώσει το χρέος του. Δεν γνωρίζει με ποιο τρόπο εισήλθε στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, αφού, ως αναφέρει, ακολουθούσε τις οδηγίες των ατόμων που διευθέτησαν το ταξίδι του και τελικώς κατέληξε στο κέντρο πρώτης υποδοχής «Πουρνάρα».  

Στην ιδιαίτερα πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι η επίδικη απόφαση πάσχει ακυρότητας καθότι στις διαδικασίες κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης ο αιτητής – παρότι ήταν ασυνόδευτος ανήλικος – δεν είχε «καμία απολύτως εκπροσώπηση ή υποστήριξη […] ούτε και βοηθήθηκε να εξηγήσει τους λόγους οι οποίοι τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του και δεν μπορεί να επιστρέψει», ότι κατά την επίδικη συνέντευξη δεν διασφαλίστηκε «ορθή και λεπτομερή[ς] εξέταση του αιτήματος ασύλου του σύμφωνα με τις εγγυήσεις που καθορίζει ο νόμος, ιδίως για ασυνόδευτους ανήλικου και δεν εφαρμόστηκαν οι αρχές που διέπουν την εξέταση αιτήσεων παιδιών αιτητών ασύλου», δεν έγινε «καμία έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες στη χώρα καταγωγής του αιτητή» και η απόφαση ήταν προκατειλημμένη (παρ.2, σελ.1-2 αγόρευσης αιτητή). Ως περαιτέρω σημειώνει, κατόπιν παράθεσης πλούσιας νομολογίας του ΔΕΕ αναφορικά με τη φύση και έκταση ελέγχου που κέκτηται το Δικαστήριο, κατά την επίδικη συνέντευξη,  η οποία διήρκησε μισή ώρα, ως αναφέρει, ουδέν ρωτήθηκε πέραν λιγοστών ερωτήσεων, χωρίς να γίνει καμία παρέμβαση ή συμμετοχή του κηδεμόνα του, εκ των οποίων καθίσταται «φανερό ότι το [επίδικο] αίτημα ασύλου […] δεν αντιμετωπίστηκε με καμία σοβαρότητα, εξετάστηκε επιφανειακά […] χωρίς να εξεταστεί τίποτε άλλο», παρότι θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, «να διερευνηθεί σοβαρά το ενδεχόμενο ο αιτητής ιδίως ως ανήλικος να είναι θύμα εμπορία και εκμετάλλευσης» (παρ.14-16, σελ.10-11 αγόρευσης αιτητή).

Τα ως άνω συνιστούν παράβαση των εκ των αρ.10, 13, 18 του Περί Προσφύγων Νόμου δικαιωμάτων και διαδικαστικών εγγυήσεων που θα έπρεπε να απολαύει ο αιτητής κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης, ως ασυνόδευτος ανήλικος, και είναι σε αντίθεση με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες  για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR (παρ.72-73) [1] και του Γενικού Σχολίου αρ.6 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού (παρ.71-75) [2], αφού ουδεμία παρέμβαση έκανε η ενεργούσα ως κηδεμόνας του αιτητή κατά τη συνέντευξη, ουδεμία βοήθεια παρείχε σ’ αυτόν, ο οποίος στερήθηκε περαιτέρω νομικής εκπροσώπησης, αφού, ως αναφέρεται, δεν φαίνεται να είχε η εν λόγω λειτουργός την κατάλληλη κατάρτιση ή νομικές γνώσεις ώστε να συνδράμει στον αιτητή κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης. Σημειώνει δε περαιτέρω ότι, παρότι δεν γίνεται αναφορά στην επίδικη διαδικασία στον χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του αιτητή ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας στη βάση της ΚΔΠ που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12ΒΤρις του Νόμου (τη νομιμότητα της οποίας ΚΔΠ προσβάλλει – ως αναφέρει – παρεμπιπτόντως), εντούτοις αυτό φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο αιτητής και η επίδικη αίτηση, χωρίς εντούτοις να έχει ενημερωθεί ο αιτητής προς τούτο. Στη συνέχεια, κάνοντας αναφορά και παραθέτοντας αποσπάσματα από το εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», βάλλει κατά της νομιμότητας του χαρακτηρισμού του Πακιστάν ως ασφαλούς χώρα καταγωγής, αφού, ως αναφέρει, δεν αποκαλύπτονται οι πληροφορίες στη βάση των οποίων κρίθηκε ότι η χώρα αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας, στη βάση και των κριτηρίων του αρ.12ΒΤρις του Νόμου.

Συνεπεία των ως άνω πολλών και ουσιωδών πλημμελειών το Δικαστήριο, ως αναφέρει η συνήγορος του, θα πρέπει είτε «να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία […] και διατάξει την Υπηρεσία Ασύλου να διερευνήσει όλα τα θέματα που άπτονται των γεγονότων της υπόθεσης», είτε «να ακυρώσει την απόφαση ως εκδοθείσα κατά κατάφωρη παραβίαση των διαδικασιών ασύλου», είτε «ο αιτητής θα πρέπει να αναγνωριστεί ως δικαιούχος  συμπληρωματικής προστασίας ή/και να τύχει προστασίας στη βάση σοβαρού κινδύνου παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων του σε περίπτωση επιστροφής του» (παρ.17-18, σελ.11-12 αγόρευσης αιτητή).

Σημειώνεται σχετικώς ότι στα πλαίσια της απαντητικής αγόρευσης της, με αναφορά στην απόφαση του ΔΕΕ C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, η συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι το Δικαστήριο θα πρέπει είτε να δεχθεί μαρτυρία και να εξετάσει το ίδιο, εξ υπαρχής και εφ’ όλης της ύλης, τα ενώπιον του στοιχεία (η αίτηση προσαγωγή μαρτυρίας έχει ήδη απορριφθεί) είτε να αναστείλει τη διαδικασία και να αναπέμψει την υπόθεση για εξέταση όσων παραλήφθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση και παραθέτει πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), εκ των οποίων – ως αναφέρει – θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ισχυρισμοί που καταγράφονται στα γεγονότα της προσφυγής (αναφέρονται πιο πάνω) συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες. Ως τέλος αναφέρει, με δεδομένο ότι ο αιτητής έχει ενηλικιωθεί (στις 19/05/23 – ερ.9 και 38), δεν ισχυρίζεται «ότι το παρόν Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει το αίτημα ασύλου του αιτητή υπό το φως της ανηλικότητας του κατά τον χρόνο που εγκατέλειψε τη χώρα του ή υπέβαλε την αίτηση ασύλου του αλλά ότι η ανηλικότητα του είναι καθοριστικής σημασίας τόσο σε σχέση με προηγούμενη δίωξη που έχει υποστεί – απαγωγή του από άγνωστα πρόσωπα, που δεν εξετάστηκε καν – όσο και σε σχέση με τον τρόπο που ο ίδιος ο αιτητής εξέφρασε ή δεν εξέφρασε κατά τη συνέντευξη του για γεγονότα που επισυνέβησαν ενόσω αυτός ήταν ανήλικος» (παρ.13, σελ.10 απαντητικής αγόρευσης αιτητή).

Οι καθ' ων η αίτηση σημειώνουν ότι ο αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί στις 19/05/23 και, απαντώντας εις έκαστο των ισχυρισμών του, αντιτάσσουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ουδεμία πλημμέλεια σημειώθηκε κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης αναφορικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις του αιτητή και είναι προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας, τόσο αναφορικά με το εύρημα του περί αμιγώς οικονομικών λόγων που ανέφερε ο αιτητής όσο και αναφορικά με την τελικής κατάληξη τους για την μη συνδρομή των προϋποθέσεων προσφυγικού καθεστώτος, συμπληρωματικής προστασίας αλλά και της μη παράβασης τη αρχής της μη επαναπροώθησης. Επί της διαδικασίας αναφέρουν ότι ακολουθήθηκαν όλες οι εκ του νόμου προβλεπόμενες διαδικαστικές εγγυήσεις σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και, ως σημειώνει, με παράθεση αποσπασμάτων από τον Νόμο και την Οδηγία 2013/32/ΕΕ, δεν προνοείται η παροχή νομικής εκπροσώπησης από την κηδεμόνα του αιτητή, ούτε ήταν βεβαίως, ως εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, αναγκαία σε κάθε περίπτωση, η παρέμβαση του κηδεμόνα του αιτητή κατά τη συνέντευξη, δεδομένου ότι αυτός είχε ενημερωθεί πλήρως για όλα τα επί τούτου δικαιώματα και υποχρεώσεις του προτού αρχίσει η συνέντευξη. Σημειώνεται περαιτέρω ότι, ως προκύπτει από τη δοθείσα προθεσμία 30 ημερών για προσβολή της επίδικης απόφασης, καθίσταται σαφές ότι εν προκειμένω ακολουθήθηκε η κανονική διαδικασία εξέτασης.

Επί των ισχυρισμών του αιτητή αναφορικά με τον χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, αναφέρεται ότι δεν περιλαμβάνεται σχετικό αιτητικό στην προσφυγή και συνεπώς δεν μπορεί να ζητείται τέτοιος παρεμπίπτων έλεγχος της ΚΔΠ (κανονιστικής διοικητικής πράξης) που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12ΒΤρις του Νόμου και δεδομένου του ότι – ως αναφέρουν – η προσβαλλόμενη πράξη δεν εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των αναφερόμενων Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων και συνεπώς αυτές δεν συνιστούν το νομικό της έρεισμα, δεν πληρούνται εδώ οι προϋποθέσεις άσκησης παρεμπίπτοντος ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση, ως αναφέρουν, ουδέν ετέθη εκ του αιτητή που να ανατρέπει το τεκμήριο ασφαλούς χώρας ιθαγενείας.

Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών και των όσων ειπώθηκαν κατά τις διευκρινήσεις.

Σημειώνεται ότι το σχεδόν σύνολο κατ’ ουσία των ισχυρισμών του αιτητή συμπλέκονται και συναρτώνται με το κατά πόσο ο αιτητής στερήθηκε κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης των εκ του νόμου δικαιωμάτων (και διαδικαστικών εγγυήσεων) του και συνεπεία τούτου δεν μπόρεσε να παραθέσει όλα όσα σχετίζονται με το αίτημα που υπέβαλε και, επιπροσθέτως, δεν έγινε δέουσα έρευνα και εξατομικευμένη εξέταση και αξιολόγηση των δεδομένων που αφορούν τον αιτητή, δεδομένης της τότε ανηλικότητας του, και η επίδικη απόφαση ελήφθη χωρίς να αξιολογηθούν δεόντως οι επικρατούσες στη χώρα καταγωγής του συνθήκες. Συνεπώς πρέπει θεωρώ πρωτίστως να εξεταστεί κατά πόσο εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία παράβαση των δικαιωμάτων και των διαδικαστικών εγγυήσεων του αιτητή και, εφόσον κριθεί ότι υφίσταται τέτοια παράβαση, ποια η επίδραση της στην επίδικη απόφαση και ποια ενδεδειγμένη θεραπεία θα πρέπει να αποδοθεί εν προκειμένω στον αιτητή.

Αρχίζοντας από το πρώτο σκέλος των ως άνω, από μια ανάγνωση του πρακτικού της επίδικης συνέντευξης, παρατηρώ ότι η συνέντευξη διήρκησε, ως και η συνήγορος του αιτητή αναφέρει, 30 λεπτά. Στον χρόνο αυτό υποβλήθηκε μόνο μια ερώτηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του (ερ.34 – Χ1),  όπου ο αιτητής απάντησε «ήρθα εδώ για να εργαστώ». Εκ των υπόλοιπων συνολικά 22 ερωτήσεων οι 4 αφορούν την ολοκλήρωση της συνέντευξης, οι 7 το ταξίδι από τη χώρα καταγωγής, 1 το κατά πόσο εργαζόταν στη χώρα καταγωγής (απάντησε αρνητικά), 7 το μορφωτικό επίπεδο, την επικοινωνία με τους γονείς του και τον τόπο καταγωγής του αιτητή και 3 την κατάσταση της υγείας του και την κατανόηση της διαδικασίας. Σε όλες τις ως άνω ερωτήσεις ο αιτητής απαντούσε επί το πλείστο μονολεκτικά, χωρίς να αναφέρει κάτι περισσότερο. Ακολούθως δε της μοναδικής ερώτησης που αφορά τον λόγο για τον οποίο έφυγε από τη χώρα καταγωγής ουδέν άλλο λέχθηκε, ούτε επιβεβαιώθηκε αν, ως είθισται, δεν υφίσταται άλλος λόγος που σχετίζεται μ’ αυτόν, πέραν των όσων σε 5 λέξεις αποκρίθηκε ο αιτητής και ουδεμία ερώτηση υποβλήθηκε αναφορικά με το ιστορικό του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, τις συνθήκες διαβίωσης του εκεί και τις περιστάσεις υπό τις οποίες ταξίδεψε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα, όντας ανήλικος και χωρίς συνοδεία, για να εργαστεί, ως ο ίδιος ανέφερε, στη Δημοκρατία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, πριν από την έναρξη της οποίας φαίνεται να του εξηγήθηκαν μόνο διαδικαστικά ζητήματα και ουδέν αναφέρθηκε σχετικά με το πλαίσιο διεθνούς προστασίας και τις απαιτήσεις συνεργασίας του με την Υπηρεσία, ουδεμία δε παρέμβαση έγινε από την ασκούσα χρέη κηδεμόνα λειτουργό, είτε προς την κατεύθυνση της επεξήγησης των δικαιωμάτων του είτε προς γενικότερη υποβοήθηση του (ανήλικου) αιτητή, ώστε να παραθέσει όσα επιθυμούσε προς τεκμηρίωση της αιτήσεως του.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παρεμβάλω το εξής.

Σχετικά με τα επίδικα εδώ ζητήματα, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στη C-517/17, Milkiyas Addis, ημ.16/07/20, ECLI:EU:C:2020:579, επί προδικαστικού ερωτήματος αναφορικά με τις συνέπειες παράβασης της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα διεθνή προστασία της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης από τη διοίκηση (εκεί πριν τη λήψη απόφασης περί απαραδέκτου), αναφέρονται τα εξής (σκέψεις 56-73), τα οποία θεωρώ τυγχάνουν, τηρουμένων των αναλογιών, εφαρμογής και εν προκειμένω, ως και επί πάσης υπόθεσης όπου επίδικό καθίσταται το κατά πόσο υπήρξε παράβαση του δικαιώματος ακρόασης και οι συνέπειες αυτής:

«56. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί, τρίτον, το ζήτημα αν η παράβαση, κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας διαδικασίας ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, της υποχρέωσης να παρέχεται στον αιτούντα διεθνή προστασία η δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 14 και 34 της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να έχει οπωσδήποτε ως συνέπεια την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης και την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της εν λόγω αρχής.

[…]

59. Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας […] επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να προβλέψει στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, αφενός, τη σαφή και ρητή υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν στον αιτούντα διεθνή προστασία τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης πριν τη λήψη απόφασης επί της αίτησής του και, αφετέρου, έναν εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων από την υποχρέωση αυτή καταδεικνύει τη θεμελιώδη σημασία που αναγνωρίζει σε αυτή την προσωπική συνέντευξη για τη διαδικασία ασύλου.

60. Επιπλέον, το γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του άρθρου 34, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαδικασιών, η δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, προτού η αποφαινόμενη αρχή λάβει απόφαση σχετικά με την αίτησή του, έχει ως σκοπό να διασφαλίσει, ήδη από την πρωτοβάθμια αυτή διαδικασία, την ορθή αναγνώριση της ανάγκης διεθνούς προστασίας του αιτούντος αυτού στο οικείο κράτος μέλος, πράγμα το οποίο, όπως τονίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 18 και 22 της ίδιας οδηγίας, είναι προς το συμφέρον τόσο του εν λόγω κράτους μέλους όσο και του εν λόγω αιτούντος, καθόσον συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στον σκοπό της ταχείας διεξαγωγής της διαδικασίας.

61. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία περί διαδικασιών διακρίνει μεταξύ, αφενός, της «αποφαινόμενης αρχής», την οποία ορίζει στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, ως «κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις», και, αφετέρου, του «δικαστηρίου», περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 46 αυτής, το οποίο είναι αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 22, από το άρθρο 4 και από τη γενική οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά προς τούτο μέσα και ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 103 και 116).

[…]

65. Ειδικότερα, από το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας περί διαδικασιών προκύπτει ότι η προσωπική συνέντευξη πρέπει να πραγματοποιείται υπό συνθήκες που να εγγυώνται δεόντως την εμπιστευτικότητα και να παρέχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του. Όσον αφορά ιδίως το τελευταίο αυτό σημείο, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτούντος. Εξάλλου, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν, στο μέτρο του δυνατού, ώστε η συνέντευξη με τον αιτούντα να διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου, εφόσον το ζητήσει ο αιτών, εκτός εάν η αίτηση βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτούντος να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό. Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη, προκειμένου ο αιτών να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί διαδικασιών, να του παρασχεθούν υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσει τα επιχειρήματά του. Το δε άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά.

66. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 106, 109 και 115 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν περιορίστηκε στο να προβλέψει, στα άρθρα 14 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών, την υποχρέωση παροχής στον αιτούντα της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης, αλλά επέλεξε να επιβάλει επιπλέον στα κράτη μέλη ειδικούς και λεπτομερείς κανόνες ως προς τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να διεξάγεται η συνέντευξη αυτή αποδεικνύει τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει όχι μόνο στην ίδια τη συνέντευξη, αλλά και στις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή διεξάγεται και των οποίων η τήρηση αποτελεί προαπαιτούμενο για το κύρος της απόφασης που διαπιστώνει το απαράδεκτο αίτησης ασύλου.

67. Εξάλλου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 32 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός των συνθηκών αυτών είναι ιδίως να διασφαλίζεται ότι κάθε αιτών απολαύει επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων, αναλόγως του φύλου και της ειδικής κατάστασής του. Επομένως, οι συνθήκες που εφαρμόζονται στην περίπτωσή του πρέπει να καθορίζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση του αιτούντος και κατά περίπτωση.

68. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν μη συμβατό προς την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας περί διαδικασιών, και ιδίως των άρθρων της 14, 15 και 34, το να μπορεί το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής να επικυρώσει απόφαση η οποία ελήφθη από την αποφαινόμενη αρχή κατά παράβαση της υποχρέωσής της να παράσχει στον αιτούντα τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης επί της αίτησής του διεθνούς προστασίας, χωρίς να προβεί το ίδιο στην ακρόαση του αιτούντος, τηρώντας τις προϋποθέσεις και τις θεμελιώδεις εγγυήσεις που έχουν εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

69. Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 103 των προτάσεών του, ελλείψει τέτοιας ακρόασης, το δικαίωμα του αιτούντος σε προσωπική συνέντευξη υπό συνθήκες που διασφαλίζουν δεόντως την εμπιστευτικότητα και του παρέχουν τη δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που συνηγορούν υπέρ του παραδεκτού αυτής, δεν θα διασφαλιζόταν σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ασύλου, πράγμα που θα εκμηδένιζε μια εγγύηση την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε θεμελιώδη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

70. Βεβαίως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να συνεπάγεται η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας την ακύρωση της απόφασης που ελήφθη κατά το πέρας της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας, πρέπει καταρχήν η εν λόγω διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν υφίστατο η πλημμέλεια αυτή (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R., C‑383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση παράβασης των άρθρων 14, 15 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών. Πράγματι, αφενός, τα άρθρα αυτά προβλέπουν κατά τρόπο δεσμευτικό την υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης, καθώς και ειδικούς και λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της συνέντευξης αυτής. Αφετέρου, οι κανόνες αυτοί σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι ο αιτών κλήθηκε να παράσχει, σε συνεργασία με την υπεύθυνη για τη συνέντευξη αρχή, όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του παραδεκτού και, ενδεχομένως, και του βασίμου της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, γεγονός που προσδίδει στη συνέντευξη αυτή, όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, πρωταρχική σημασία κατά τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτησης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltung και NKT κατά Επιτροπής, C‑607/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:385, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71. Πρέπει να προστεθεί, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, ότι δεν αρκούν για να θεραπεύσουν την έλλειψη ακρόασης ούτε η δυνατότητα του αιτούντος να εκθέσει εγγράφως, στην προσφυγή του, τα στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος της απόφασης περί απαραδέκτου η οποία ελήφθη επί της αίτησής του προστασίας, ούτε η βάσει του εθνικού δικαίου υποχρέωση της αποφαινόμενης αρχής και του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της προσφυγής να διερευνούν αυτεπαγγέλτως όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, καίτοι το γεγονός ότι μια διάταξη που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τους λόγους απαραδέκτου που προβλέπει το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας περί διαδικασιών καταλείπει περιθώριο εκτιμήσεως στην αποφαινόμενη αρχή ως προς τη σκοπιμότητα εφαρμογής του τάδε ή δείνα λόγου στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε, βεβαίως, να καθιστά αναγκαία την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον της αρχής αυτής, η έλλειψη τέτοιου περιθωρίου εκτιμήσεως στο γερμανικό δίκαιο δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη παροχή στον αιτούντα της δυνατότητας να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης, όπως αυτό προβλέπεται από την οδηγία αυτή. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 59 έως 69 της παρούσας απόφασης, ελλείψει προσωπικής συνέντευξης ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, μόνον όταν πραγματοποιηθεί τέτοια συνέντευξη ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της απόφασης περί απαραδέκτου την οποία έλαβε η αρχή αυτή και τηρουμένων όλων των προϋποθέσεων που προβλέπονται από την οδηγία περί διαδικασιών, είναι δυνατόν να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ακρόασης σε αυτό το μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

72. Εν προκειμένω, από την απάντηση που έδωσε το αιτούν δικαστήριο σε αίτηση του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων προκύπτει ότι, σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης παροχής στον αιτούντα της δυνατότητας προσωπικής συνέντευξης κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, το γερμανικό δίκαιο δεν εγγυάται συστηματικά το δικαίωμα του αιτούντος σε προσωπική ακρόαση στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής. Επιπλέον, σύμφωνα πάντοτε με την απάντηση αυτή, καίτοι είναι δυνατόν, μέσω της ερμηνείας και εφαρμογής των εθνικών διατάξεων σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, να διασφαλιστεί η ακρόαση αυτή σε κάθε αιτούντα, η τήρηση όλων των προϋποθέσεων από τις οποίες το άρθρο 15 της οδηγίας περί διαδικασιών εξαρτά την προσωπική συνέντευξη δεν θα μπορούσε, λόγω των εθνικών δικονομικών κανόνων, να εξασφαλιστεί κατά την ακρόαση ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της προσφυγής.

73. Εν κατακλείδι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, δόθηκε ή μπορεί ακόμη να δοθεί στον Μ. Addis η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει αυτοπροσώπως, σε γλώσσα την οποία κατέχει, την άποψή του σχετικά με την εφαρμογή στην περίπτωσή του του λόγου που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, σ’ αυτό εναπόκειται να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής.»

Σημειώνω ότι έκρινα σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο (χωρίς τονισμό εδαφίων) το ως άνω ομολογουμένως μακροσκελές απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, προκειμένου να γίνει κατανοητό και καταστεί διαυγές το σκεπτικό και η κατάληξη του Δικαστηρίου επί του ζητήματος, το οποίο, ως θα εξηγήσω πιο κάτω, είναι καθοριστικό και για την κατάληξη μου στην παρούσα.

Εκ της ως άνω απόφασης καθίσταται αναμφισβήτητο ότι οι κανόνες που σχετίζονται με την επάρκεια και την μέθοδο διεξαγωγής της συνέντευξης και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που θα πρέπει να απολαμβάνει ένας αιτητής, αναλόγως των αναγκών που προκύπτουν κατά περίπτωση, «σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι ο αιτών κλήθηκε να παράσχει, σε συνεργασία με την υπεύθυνη για τη συνέντευξη αρχή, όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του […] βασίμου της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, γεγονός που προσδίδει στη συνέντευξη αυτή […] πρωταρχική σημασία κατά τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτησης» (σκέψη 70) και πως, «ελλείψει τέτοιας ακρόασης, το δικαίωμα του αιτούντος σε προσωπική συνέντευξη υπό συνθήκες που διασφαλίζουν δεόντως την εμπιστευτικότητα και του παρέχουν τη δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του […] δεν θα διασφαλιζόταν σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ασύλου, πράγμα που θα εκμηδένιζε μια εγγύηση την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε θεμελιώδη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής» (σκέψη 69). Ως περαιτέρω σημειώνεται στην απόφαση, απαιτείται «από τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε οι συνεντεύξεις με ανηλίκους να διεξάγονται κατά τρόπο κατάλληλο για παιδιά.» (σκέψη 65).

Ενόψει και της ως άνω σχετικής με τα επίδικα εδώ ζητήματα νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι η επίδικη συνέντευξη, ως προκύπτει από το επίδικο πρακτικό, δεν πληροί – ούτε κατ’ ελάχιστο – τις προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία (βλ. αρ10, 13Α και 18 του Νόμου), ώστε να διασφαλιστεί ότι στον αιτητή δόθηκε δεόντως η «δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του». Άλλωστε η καταφανής ανεπάρκεια της συνέντευξης εν προκειμένω, πέραν του ότι μια και μόνον ερώτηση υποβλήθηκε στον αιτητή αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, το οποίο είναι και χαρακτηριστικό της προχειρότητας και επιπολαιότητας με την οποία διενεργήθηκε, προκύπτει και από το ότι ουδέν ετέθη ενώπιον μου εκ του οποίου να μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι η ασκούσα χρέη κηδεμόνα του ανηλίκου κατά τη συνέντευξη ενημέρωσε τον αιτητή «σχετικά με το νόημα και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης και […] τον τρόπο με τον οποίο ο ασυνόδευτος ανήλικος πρέπει να προετοιμαστεί για την προσωπική συνέντευξη» [αρ.10 (1Γ) του Νόμου], δεδομένου ότι τα όσα εξηγήθηκαν επί της διαδικασίας (βλ. ερ.37) δεν θεωρώ πως επαρκούν προς εκπλήρωση της εκ του αρ.10 (1Γ) του Νόμου υποχρέωσης για ενημέρωση του αιτητή και παροχή συνδρομής κατά τη συνέντευξη.

Εν προκειμένω, ενόψει των ισχυρισμών του αιτητή, ως αυτοί καταγράφονται στην επίδικη αίτησηπ διεθνούς προστασίας περί ανάγκης να εργαστεί και δεδομένης της ανηλικότητας του τότε, θα έπρεπε να γίνει κατ’ ελάχιστο, μια προσπάθεια διερεύνησης των λόγων που ανήλικος κατέληξε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο διαμονής του προκειμένου να εργαστεί, ως ανέφερε, αλλά και συλλογή πληροφοριών για το ιστορικό του και βεβαίως περαιτέρω ανίχνευση του κατά πόσο, πέραν όσων αυτός ανέφερε, υφίσταται κάποιος άλλος λόγος για την κάθοδο του στη Δημοκρατία. Ουδέν εκ των πιο πάνω παραμέτρων εξετάστηκε και ουδεμία προσπάθεια έγινε να ανιχνευθούν τυχόν άλλες περιστάσεις που ενδεχομένως να επέτρεπαν τον σχηματισμό μιας πληρέστερης, ακριβέστερης εικόνας των περιστάσεων που αφορούν τον αιτητή. Στα πλαίσια δε της επίδικης συνέντευξης, παρά τις ως άνω καταφανείς ελλείψεις που εντοπίζω στο επίδικο πρακτικό, η ασκούσα χρέη κηδεμόνα του αιτητή ουδέν έπραξε ώστε, κατ’ ελάχιστο, να υποβληθούν έστω ολίγες περαιτέρω ερωτήσεις που θα επέτρεπαν στον αιτητή να «εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του», με δεδομένη την ανηλικότητα του κατά τη συνέντευξη και λαμβανομένης υπόψη της μονολεκτικότητας των απαντήσεων του, η οποία θα έπρεπε να εκληφθεί ως εκφράζουσα ή - κατ’ ελάχιστο - να δημιουργήσει υποψίες για ενδεχόμενη δυσχέρεια του να εκφράσει πλήρως και ενδελεχώς όσα επιθυμούσε [αρ.10 και 13Α (9), (9) (ε)].

Παρεμβάλλω ότι, ως στις Κατευθυντήριες Οδηγίες [3] για Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών, της UNHCR, αναφέρεται, τα ανήλικα «[μ]πορεί να είναι πολύ μικρά ή ανώριμα για να αξιολογήσουν ποιες είναι οι σημαντικές πληροφορίες ή για να ερμηνεύσουν ό, τι έχουν αντιληφθεί ή βιώσει με τρόπο που μπορεί να κατανοήσει ένας ενήλικας» ή ενδεχομένως «να παραλείπουν ή να παρανοούν/διαστρεβλώνουν ζωτικής σημασίας πληροφορίες ή να αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.».

Θα πρέπει βεβαίως – επιπροσθέτως των ως άνω - να σημειωθεί ότι η ανεπάρκεια της συνέντευξης μπορεί να συναχθεί εκ των πραγμάτων και από το ότι, ως δικογραφείται στην προσφυγή, ο αιτητής φαίνεται να έχει περαιτέρω ισχυρισμούς τους οποίους επιθυμεί να αναφέρει (καταγράφονται πιο πάνω), οι οποίοι και σχετίζονται με το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε. Μάλιστα είχε καταχωρήσει στα πλαίσια της παρούσης αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, που απορρίφθηκε κατ’ εφαρμογή των προνοιών του  κ.10 των περί της Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ένεκα της καθυστέρησης στην υποβολή της [βλ. και κ.3(β)].

Σημειώνω βεβαίως και τονίζω ότι δεν είναι κάθε πλημμέλεια στη διαδικασία που δύναται να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με παντελή ανεπάρκεια της συνέντευξης και, ενδεχομένως, οι πλημμέλειες της επίδικης διαδικασίας, ιδωμένες η καθεμιά ξεχωριστά, θα μπορούσε να οδηγήσουν σε διαφορετική κατάληξη. Όμως ο σωρευτικός αντίκτυπος όλων των ως άνω επιμέρους πλημμελειών είναι τέτοιος που δεν επιτρέπει άλλη κατάληξη από του να γίνουν δεκτά τα όσα η ευπαίδευτη συνήγορος του αναφέρει περί στερήσεως εδώ θεμελιωδών διαδικαστικών εγγυήσεων του αιτητή, ενόψει καταφανούς ανεπάρκειας της συνέντευξης, τέτοιας που ισοδυναμεί εν προκειμένω με παντελή στέρηση εκ του αιτητή του δικαιώματος του σε ακρόαση, εκ του οποίου εκμηδενίστηκε «μια εγγύηση την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε θεμελιώδη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής» (βλ. Addis, σκέψη 69, ανωτέρω).

Η θεμελιώδης σημασία του να δοθεί στον αιτητή η δέουσα ευκαιρία να διατυπώσει κατά τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας έχει άλλωστε επιβεβαιωθεί και στη C-159/21, GM, ημ.22/09/22, ECLI:EU:C:2022:708, ΔΕΕ, όπου το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα (σκέψεις 45-46), παραπέμποντας επί τούτου και σε άλλες σχετικές αυθεντίες:

«45. Συναφώς, όσον αφορά […] τη διοικητική διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης αποφάσεως που θίγει αισθητά τα συμφέροντά του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31).

46. Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη διεθνή προστασία, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 32 και 37, και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 35).»

Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων απομένει να εξεταστεί αν στα πλαίσια της παρούσης διαδικασίας «δόθηκε ή μπορεί ακόμη να δοθεί στον [αιτητή] η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων, με δεδομένο ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί «ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής», το Δικαστήριο θα πρέπει «να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής.» (βλ. Addis, σκέψη 73, ανωτέρω).

Στα πλαίσια της παρούσης, ως δις έχω αναφέρει πιο πάνω, ο αιτητής καταχώρησε αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, προκειμένου να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου περαιτέρω επί της αιτήσεως του ισχυρισμούς που σχετίζονται μ’ αυτήν. Το δε γεγονός ότι, δυνάμει της εφαρμογής των αυστηρών προνοιών του κ.10 του παρόντος Δικαστηρίου, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, δεδομένου ότι ουδεμία αιτιολόγηση δόθηκε ως προς το γιατί, εφόσον οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν γνωστοί στη συνήγορο του αιτητή ήδη από την καταχώρηση της προσφυγής (δικογραφούνται στα γεγονότα της προσφυγής), αυτή δεν προχώρησε με το διάβημα αυτό σε προγενέστερο στάδιο της παρούσης διαδικασίας, δεν διαφοροποιεί το ζήτημα και ούτε πρέπει να στερήσει από τον αιτητή της δικαιούμενης εξ αυτού θεραπείας.

Θεωρώ σκόπιμο στο σημείο αυτό να παρεμβάλω και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση μου επί της εν λόγω ενδιάμεσης αιτήσεως ημ.10/01/24:

«Είναι σαφές, εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του κ.10 (α) και 3 (β) του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προσάγει κάθε μαρτυρία σχετική με τους στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ισχυρισμούς του. Τούτο όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται σε προϋποθέσεις και εύλογους περιορισμούς.

Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, αναφέρεται τα εξής:

«94. Μολονότι από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εξέταση των προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων βάσει των οποίων δύναται ο δικαστής να προβεί σε επικαιροποιημένη εξέταση της υπόθεσης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 110), εντούτοις δεν προκύπτει ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί, χωρίς να προηγηθεί συμπληρωματικός έλεγχος της περίπτωσής του από την αποφαινόμενη αρχή, να μεταβάλει τους λόγους της αίτησής του και, συνεπώς, τα όρια της συγκεκριμένης υπόθεσης, επικαλούμενος, κατά τη διαδικασία της προσφυγής, λόγο παροχής διεθνούς προστασίας ο οποίος, καίτοι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, αλλά δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής.

[…]

99. Για να διαπιστωθεί εάν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το νέο διάβημα στο πλαίσιο της προσφυγής, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής και διατυπώθηκε κατά τρόπον αρκούντως σαφή ώστε να μπορεί να εξεταστεί.

[…]

[Κατάληξη - Σημείο (6)] Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.»

Αξίζει να σημειωθεί ότι εύλογοι περιορισμοί στη δικονομική ελευθερία προώθησης της προσφυγής ενός αιτητή δεν είναι ξένοι στη νομολογία μας. Σχετικώς, στη Βαρδιάνος v Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, λέχθηκε ότι «[α]πό τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.».

[…]

Εκ του απαυγάσματος της ως άνω παρεμφερούς νομολογίας και του κ.10, ο οποίος και ρυθμίζει το δικαίωμα του αιτητή να προσάγει νέα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα αυτό – αν και παρέχεται δεόντως σε κάθε αιτητή – υποβάλλεται στους περιορισμούς που στον εν λόγω κανονισμό αναφέρονται.»

Είναι λοιπόν εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ο αιτητής, παρότι στερήθηκε στα πλαίσια της παρούσης, για τους λόγους που στο πιο πάνω απόσπασμα εξηγούνται, της ευκαιρίας να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου δια σχετικής μαρτυρίας τους ισχυρισμούς του, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμείνει χωρίς θεραπεία για τον λόγο αυτό, καθώς η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στα πλαίσια της παρούσης δεν διαφοροποιεί τις εδώ παρατηρούμενες θεμελιώδεις παραλείψεις της διοίκησης. Γι’ αυτό, και δεδομένου ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω «η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων […] δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής», δεν μπορεί λοιπόν παρά να «να [ακυρωθεί η] απορριπτική απόφαση και να [αναπεμφθεί η] υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής.» (Addis, σκέψη 73, ανωτέρω), ούτως ώστε να εξεταστεί εκ νέου η επίδικη αίτηση, υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων μου και λαμβανομένου βεβαίως υπόψη του ότι ο αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί. Άλλωστε αξίζει να σημειωθεί παρεμφερώς ότι το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει καινοφανείς ισχυρισμούς, οι οποίοι, ως ήταν η κατάληξη μου επί της ενδιάμεσης αιτήσεως, «προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής» (Ahmedbekova, ανωτέρω), σύμφωνα με τις πρόνοιες του κ.10.

Υπό το φως των ως άνω διαπιστώσεων μου δεν θεωρώ ότι μπορεί εδώ με κανένα άλλο τρόπο να αποκατασταθεί η νομιμότητα και να δοθεί στον αιτητή η δέουσα «δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της», απαίτηση η οποία αποσκοπεί στο «να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο» (GM, ανωτέρω), παρά μόνο δια της ακυρώσεως της επίδικης απόφασης, συνεπεία των πολλών και καίριων πλημμελειών που εντοπίζονται, οι οποίες και ισοδυναμούν θεωρώ με πλήρη αποστέρηση του δικαιώματος του αιτητή σε ακρόαση στα πλαίσια της επίδικης διαδικασίας.

Τονίζω βεβαίως και πάλι ότι, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων (βλ. Εφέσεις κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.107/2023, Q. B. T. v. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25 και αρ.17/2021, Janelidze v. Δημοκρατίας, ημ.21/09/21) και λαμβανομένου υπόψη του ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός» (βλ. απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24), μόνον όπου οι πλημμέλειες της επίδικης διαδικασίας αφορούν θεμελιώδεις παραλείψεις που αγγίζουν και αφορούν το σύνολο της επίδικης διαδικασίας, σε σημείο που, ως εν προκειμένω (λαμβανομένης υπόψη και της ανηλικότητας του αιτητή στη συνέντευξη), να εξομοιώνονται με πλήρη αποστέρηση του δικαιώματος του σε ακρόαση, μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ακόμα δε και τότε θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι «η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων […] δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής», ως είναι η διαπίστωση μου εδώ. Αντίθετη προσέγγιση θα απέληγε θεωρώ σε παράκαμψη κατ’ ουσία ενός βαθμού εξέτασης της υπό κρίση αίτησης και θα στερούσε από τον αιτητή το ουσιώδες αυτό στάδιο της ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής εξέτασης της αιτήσεως του (βλ. και Ahmedbekova, ανωτέρω, σκέψη 97). 

Η ως άνω δε προσέγγιση είναι θεωρώ συμβατή και με την πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στη C-283/24, B.F., ημ.03/04/25, ECLI:EU:C:2025:236, σε προδικαστικό ερώτημα της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο το εύρος των εξουσιών του δικαστηρίου σε υποθέσεις ως η παρούσα, ανέφερε (σκέψη 27) ότι «η εξουσία του δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία επί των οποίων δεν αποφάνθηκε η αρχή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2013/32, ο οποίος συνίσταται ειδικότερα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική της σκέψη 18, στην εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky, C‑406/22, EU:C:2024:841, σκέψεις 78 και 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).». Συνεπώς, ως επιβεβαιώνεται στο ως άνω απόσπασμα, η υποχρέωση του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο εκάστης υπόθεσης θα πρέπει να ερμηνεύεται πάντοτε υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 18 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ήτοι «με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης», προσέγγιση συμβατή με την ανάλογη επιφύλαξη του Δικαστηρίου στην Addis (ανωτέρω) ότι η πράξη θα πρέπει να ακυρώνεται και η υπόθεση θα πρέπει να αναπέμπεται όταν «η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων […] δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής».

Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου η προσφυγή πετυχαίνει ως προς το Αιτητικό Α, στο μέρος που αυτό αφορά την ακύρωση της επίδικης πράξης. Δεδομένου τούτου παρέλκει η εξέταση των λοιπών εγειρόμενων ζητημάτων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Επιδικάζονται έξοδα €1000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

                                                                                                           

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.