
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 6971/21
30 Απριλίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Β.Υ.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση.
.............................................
Θεοδοσία Αντωνίου, για Δώρος Κακουλλής, Δικηγόρος για Αιτητή
Μέλανη Τρεμούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04/09/2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα που αφορούν τον αιτητή έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κόγκο (στο εξής «ΛΔΚ») και αφού εισήλθε παράνομα στα εδάφη της Δημοκρατίας μέσω κατεχομένων, συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 27/11/2019 παραλαμβάνοντας αυθημερόν αντίστοιχη Βεβαίωση από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.
Στις 19/07/2021 πραγματοποιήθηκε η προφορική συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (στο εξής: EASO). Στις 25/08/2021 αρμόδιος λειτουργός της EASO ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματός του. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 4/09/2021. Στις 04/10/2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο στις 17/10/2021. Στη συνέχεια, ο αιτητής, δια του συνηγόρου του, καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, την ελλιπή αιτιολογία και την πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο. Εγείρει δε ως προς την ουσία της υπόθεσης, ότι εφόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή έγιναν αποδεκτοί στο σύνολό τους, δηλαδή ο τόπος καταγωγής και διαμονής του, ο ισχυρισμό του περί της διαμάχης που προέκυψε με το σύζυγο της ετεροθαλούς αδερφής του για ένα κατάστημα και ο ισχυρισμός του αναφορικά με την απόπειρα δολοφονίας που φέρεται να δέχτηκε από τους πατρικούς του θείους, οι οποίοι τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το θάνατο του πατέρα του, ότι θα έπρεπε να εκχωρηθεί σε αυτόν καθεστώς διεθνούς προστασίας διότι κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της γραπτής της αγόρευσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζει ότι, αν και οι ισχυρισμοί του αιτητή έγιναν δεκτοί στο σύνολό τους, δεν προέκυψε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, επικαλούμενη τους λόγους που παρατίθενται στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στο πλαίσιο της αξιολόγησης κινδύνου. Συγκεκριμένα, ως προς τον εκπεφρασμένο κίνδυνο του αιτητή σε σχέση με το σύζυγο της ετεροθαλούς αδερφής του λόγω της εμπράγματης διαφοράς τους, η συνήγορος των Καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι εάν ο τελευταίος είχε σκοπό να βλάψει τον αιτητή, θα το είχε πράξει νωρίτερα λόγω της εργασιακής τους σχέσης.
Προβάλλει επίσης ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής έχει τη δυνατότητα να μη διεκδικήσει δικαστικά το επίδικο κατάστημα, αποφεύγοντας να πυροδοτήσει περαιτέρω πιθανές πράξεις δίωξης εις βάρος του από το ανωτέρω πρόσωπο. Σε σχέση δε με τον εκπεφρασμένο φόβο του αιτητή που συνδέεται με τον πατρικό του θείο, ο οποίος προσπάθησε να τον πυροβολήσει κατά την κηδεία του πατέρα του, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι συνιστά ένα μεμονωμένο περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα εν βρασμώ και ως εκ τούτου μειώνονται οι πιθανότητες επανάληψής του. Υποστηρίζει επίσης ότι το μέγεθος της Kinshasa περιορίζει τη δυνατότητα εντοπισμού του αιτητή από τον πατρικό του θείο σε περίπτωση επιστροφής του. Σε κάθε περίπτωση, η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση προβάλλει ότι ο αιτητής ουδέποτε αποζήτησε κρατική προστασία, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να τον καταστήσει ασφαλή στη χώρα καταγωγής του.
Μέσω της απαντητικής αγόρευσης του συνηγόρου του, ο αιτητής προβάλλει ότι δεν αναμένεται ευλόγως σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του να μη διεκδικήσει δικαστικά τα δικαιώματά του προκειμένου να διασφαλίσει τη ζωή του και ότι η αντίστοιχη κρίση των Καθ’ ων η αίτηση καθίσταται επιεικώς απαράδεκτη. Σε σχέση δε με τη δυνατότητα παροχής κρατικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, ο συνήγορος του αρνείται ότι προκύπτει αντίστοιχη δυνατότητα, καθώς, όπως έγινε δεκτό, ο αιτητής είχε ήδη συλληφθεί αδικαιολόγητα και εκβιαστεί από την αστυνομία προκειμένου να μη διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Ως προς τον κίνδυνο που φέρει από τον πατρικό του θείο, ο αιτητής προβάλλει ότι σύμφωνα και με την κρίση των Καθ΄ων η αίτηση η πιθανότητα δίωξής του σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa είναι περιορισμένη και όχι ανύπαρκτη, άρα θα πρέπει να εκχωρηθεί στο πρόσωπό του καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ενόψει των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κρίνω εάν το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή μετά από δέουσα έρευνα και ορθή αξιολόγηση των στοιχείων που είχε ενώπιον του. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο αιτητής ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου με την υποβολή του αιτήματός του ανέφερε πως εγκατέλειψε το Κογκό λόγω οικογενειακής διαφοράς. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε πως τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν και ισχυρίστηκε ότι βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία για να είναι ασφαλής. Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Kinshasa, ενώ το 2015 εγκαταστάθηκε στην πόλη Bukavu στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ προκειμένου να εργαστεί.
Τον Ιούλιο του 2019 επέστρεψε στην Kinshasa, από όπου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το Νοέμβριο του ιδίου έτους. Ως προς τα μέλη της πατρικής του οικογένειας, ο αιτητής δήλωσε ότι ο μεν πατέρας του απεβίωσε τον Ιούλιο του 2019, η δε μητέρα του διαμένει σε άγνωστο προς τον ίδιο μέρος στην Αγκόλα. Ο αιτητής προσέθεσε ότι διαθέτει τέσσερις ετεροθαλείς αδερφές οι οποίες διαμένουν στην Kinshasa. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο αιτητής ανέφερε ότι είναι άγαμος και άτεκνος. Σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο, ο αιτητής δήλωσε απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Kinshasa, έχοντας σπουδάσει Οικονομικά. Ως προς το επάγγελμά του, ο αιτητής προέβαλε ότι από το 2015 μέχρι το 2019 εργάστηκε σε εταιρεία ιδιοκτησίας του συζύγου της αδερφής του στην περιοχή του Νότιου Κίβου ως διαχειριστής ακινήτων (ερυθρά 55 – 49 του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του προέβαλε ότι μετά από προσφορά εργασίας που έλαβε από την ετεροθαλή αδερφή του, εγκαταστάθηκε στην πόλη Bukavu το Δεκέμβριο του 2015. Ενημερώθηκε δε ότι η εργασία του συνίστατο στη διαχείριση κάποιων ακινήτων ιδιοκτησίας του συζύγου της αδερφής του, ο οποίος είχε μεταβεί προσωρινά για επαγγελματικούς λόγους στην πόλη Moanda. Υπέβαλε επίσης ότι, μεταξύ άλλων ακινήτων, διαχειριζόταν και ένα κατάστημα το οποίο, κατόπιν συνεννόησης με την αδερφή του, θα γινόταν δικό του εφόσον πλήρωνε ένα συμφωνηθέν ποσό σε μηνιαία βάση. Αφιχθείς στην πόλη Bukavu, ο αιτητής υπολόγισε από κοινού με την αδερφή του, ότι η αξία του καταστήματος ανερχόταν στις 200.000 δολάρια και συμφώνησαν να της αποδίδει το ποσό των 5.000 το μήνα μέχρι να αποπληρωθεί το ανωτέρω ποσό και περιέλθει στην ιδιοκτησία του το εν λόγω ακίνητο.
Παράλληλα, προκειμένου να επιβλέπει τα ακίνητα του συζύγου της αδερφής του, ο αιτητής συμφώνησε με την αδερφή του να λαμβάνει μισθό ύψους 500 δολάρια το μήνα, αν και ισχυρίστηκε ότι τα πρώτα δύο χρόνια δεν έλαβε οποιαδήποτε αμοιβή για την εργασία που παρείχε. Ο αιτητής δήλωσε ότι το Φεβρουάριο του 2019 άρχισε να δέχεται απειλές και ότι προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν. Ακολούθως επέστρεψε ο σύζυγος της ετεροθαλούς αδερφής του από την πόλη Moanda και του ζήτησε να διεκπεραιώσει μια εργασία στην πόλη Goma. Ο αιτητής πρόβαλε ότι του ζητήθηκε να μεταβεί στην πόλη αυτή προκειμένου να παραδώσει έγγραφα στον Διευθυντή του συμβουλίου του Υπουργείου Υδρογονανθράκων. Επειδή όμως το εν λόγω πρόσωπο δεν εμφανίστηκε, o αιτητής αναγκάστηκε να μεταβεί στην Kinshasa αεροπορικώς προκειμένου να τον συναντήσει.
Ισχυρίστηκε δε ότι το εν λόγω πρόσωπο θα βοηθούσε τον σύζυγο της ετεροθαλούς αδερφής του να ανοίξει πρατήρια υγρών καυσίμων. Όταν έφτασε στην Kinshasa, o αιτητής διαπίστωσε ότι ο τηλεφωνικός αριθμός τον οποίο του είχε δώσει ο σύζυγος της ετεροθαλούς αδερφής του ως ανήκων στον Διευθυντή του συμβουλίου του Υπουργείου Υδρογονανθράκων δεν λειτουργούσε και έτσι αντιλήφθηκε ότι ο σύζυγος της αδερφής του προσπάθησε να τον εξαπατήσει. Αφού διέμεινε στην Kinshasa για μια εβδομάδα, ο αιτητής ενημερώθηκε τηλεφωνικώς ότι είχε επιστρέψει στην πόλη Bukavu από τη Νότια Αφρική ο μικρότερος αδερφός του συζύγου της ετεροθαλούς αδερφής του, ο οποίος ανακοίνωσε, ότι το κατάστημα του οποίου την ιδιοκτησία αποσκοπούσε ο αιτητής, ανήκει στον ίδιο. Ο αιτητής επέστρεψε στην πόλη Bukavu προκειμένου να διεκδικήσει το κατάστημα.
Ένας φίλος του, δικηγόρος, του συνέστησε ωστόσο να τον περιμένει να επιστρέψει από την Kinshasa, έτσι ώστε να διευθετήσει εκείνος τη διαφορά που προέκυψε. Μια εβδομάδα αργότερα, ο σύζυγος της αδερφής του και ο νεότερος αδερφός του διέδωσαν ότι ο αιτητής διατηρούσε ερωτική σχέση με μια ανήλικη, με αποτέλεσμα ο αιτητής να συλληφθεί. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ο αιτητής δήλωσε ότι μια αστυνομικός του πρότεινε να εγκαταλείψει την πόλη Bukavu προκειμένου να αποσυρθούν οι εις βάρος του κατηγορίες. Έτσι ο αιτητής τρεις μέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και εγκατέλειψε την πόλη Bukavu με προορισμό την Kinshasa.
Στη συνέχεια του αφηγήματός του, ο αιτητής δήλωσε ότι, προκειμένου να επιτρέψει στην Kinshasa, του έστειλε χρήματα ο μητρικός του θείος, ενώ η αδερφή του βρισκόταν σε διαδικασία έκδοσης διαζυγίου με το σύζυγό της επειδή τον κατηγορούσε ότι προσπάθησε να δηλητηριάσει τον αιτητή. Επίσης, ο πατέρας του διέκοψε κάθε σχέση μαζί του καθώς τον θεωρούσε υπαίτιο του διαζυγίου της αδερφής του. Ο αιτητής προέβαλε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Ιούλιο του 2019 λόγω της στεναχώριας που του προκάλεσε η εν λόγω υπόθεση και ως εκ τούτου, οι πατρικοί του θείοι τον θεώρησαν ως υπεύθυνο για το θάνατο του πατέρα του.
Ο αιτητής δήλωσε ότι είχε ήδη ενημερωθεί από τον ανιψιό του ότι οι θείοι του σκόπευαν να τον σκοτώσουν κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα του. Ακολούθως, όταν αντιλήφθηκε τις προθέσεις των θείων του κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα του, άρχισε να τρέχει προκειμένου να διαφύγει, ενώ οι θείοι του τον πυροβολούσαν. Στη συνέχεια, συνάντησε ένα άγνωστο άνδρα ο οποίος ήταν στρατιωτικός και αποφάσισε να φιλοξενήσει τον αιτητή. Τον επερχόμενο Σεπτέμβριο δολοφονήθηκε ο μητρικός θείος του αιτητή και ο άνδρας που τον φιλοξενούσε τον προέτρεψε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του γιατί τα άτομα που δολοφόνησαν το μητρικό του θείο του ήταν οι πατρικοί του θείοι. Ο εν λόγω άνδρας βοήθησε τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 47-45, του διοικητικού φακέλου).
Όταν κλήθηκε να αναφέρει ποια ήταν η αφορμή που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής επικαλέστηκε το θάνατο του μητρικού του θείου. Ως προς το εάν υπήρχε κάποια εξέλιξη των προβλημάτων του από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκαταλείποντας τη χώρα του είχε αφήσει τα έγγραφα του υπό διεκδίκηση καταστήματος σε μια έμπιστη υπάλληλο προκειμένου να μπορέσει ο ίδιος να διεκδικήσει το ακίνητο σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ της ζήτησε να μην αποκαλύψει καμία πληροφορία σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Η εν λόγω υπάλληλος όμως αποκάλυψε τις ανωτέρω πληροφορίες σε έτερο υπάλληλο του καταστήματος, ο οποίος με τη σειρά του μετέφερε τις πληροφορίες που έλαβε στο μικρότερο αδερφό του συζύγου της αδερφής του αιτητή, ο οποίος δήλωνε ότι το κατάστημα του ανήκει. Στη συνέχεια, η υπάλληλος που κατείχε τα έγγραφα που της παρέδωσε ο αιτητής ξυλοκοπήθηκε άγρια και ο αιτητής αντιλήφθηκε ότι ο σύζυγος τη αδερφής του και ο αδερφός του σκόπευαν να τον σκοτώσουν (ερυθρό 44 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον αιτητή να περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρονται να έλαβαν χώρα τα εξιστορισθέντα περιστατικά και τον κάλεσε να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες σε σχέση με τις συνθήκες παραχώρησης του καταστήματος ιδιοκτησίας του συζύγου της ετεροθαλούς αδερφής του, τη συμφωνία στην οποία φέρεται να προέβη μαζί της ως προς το συγκεκριμένο ακίνητο, τις απειλές που ακολούθως φέρεται να δέχτηκε, τη συνάντηση που φέρεται να είχε δρομολογηθεί ανάμεσα στον ίδιο και τον Διευθυντή του συμβουλίου του Υπουργείου Υδρογονανθράκων της ΛΔΚ, την επίθεση που φέρεται να δέχτηκε κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα του από τους πατρικούς του θείους και το θάνατο του μητρικού του θείου (ερυθρά 44-39, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς να προσδιορίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής απάντησε ότι αυτό που περνάει από το μυαλό του είναι ότι η παρουσία του θα αποτελέσει πρόβλημα επειδή είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει τις έκνομες πράξεις του συζύγου της αδερφής του και φοβάται ότι ο τελευταίος θα τον σκοτώσει. Προσθέτει δε ότι τα αδέρφια του πατέρα του δεν τον θεωρούν νόμιμο γιο και συνεπώς κληρονόμο του πατέρα του και πιστεύουν πως αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής θα αποταθεί στη δικαιοσύνη προκειμένου να διεκδικήσει την κληρονομιά που δικαιούται (ερυθρό 44 2Χ, του διοικητικού φακέλου).
Ο λειτουργός της EASO, αξιολογώντας το σύνολο των δηλώσεων του αιτητή διέκρινε τρεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του αιτητή σχετικά με τη διαμάχη που προέκυψε με το σύζυγο της ετεροθαλούς αδερφής του για ένα κατάστημα και ο τρίτος ισχυρισμός συνίσταται στις δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με την απόπειρα δολοφονίας που φέρεται να δέχτηκε από τους πατρικούς του θείους, οι οποίοι τον θεωρούσαν υπεύθυνο για το θάνατο του πατέρα του.
Ο πρώτος ισχυρισμός κρίθηκε ως αξιόπιστος στο σύνολό του και έτσι έγινε αποδεκτό ότι ο αιτητής κατάγεται από τη ΛΔΚ και ότι τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του αποτέλεσε η πόλη Kinshasa. Ομοίως δεκτός έγινε και ο ισχυρισμός του αιτητή σχετικά με τη διαμάχη που προέκυψε ανάμεσα στον ίδιο και το σύζυγο της ετεροθαλούς αδερφής του εξαιτίας ενός καταστήματος, καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν συνεκτικές, σαφείς και επαρκώς λεπτομερείς. Σημειώνεται ωστόσο ότι ο λειτουργός έκανε δεκτό τον εν λόγω ισχυρισμό βασιζόμενος αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, καθώς λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές προς επιβεβαίωση ή μη του εν λόγω ισχυρισμού.
Ο τρίτος ισχυρισμός του αιτητή, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις περί του ότι προσπάθησαν να τον σκοτώσουν οι πατρικοί του θείοι επειδή τον θεώρησαν υπεύθυνο για το θάνατο του πατέρα του, έγινε επίσης αποδεκτός. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του αιτητή ήταν σαφείς, λεπτομερείς και διέποντο από περιγραφική λεπτομέρεια. Κρίθηκε πως ο αιτητής πρόβαλε πληροφορίες ως προς την απόπειρα δολοφονίας του καθώς προσδιόρισε τόσο το πρόσωπο το οποίο προσπάθησε να τον σκοτώσει, δηλαδή τον πατρικό του θείο, όσο και τα κίνητρα του εν λόγω προσώπου και συγκεκριμένα την εν θερμώ αντίδρασή του προς τον αιτητή λόγω του ότι τον θεώρησε υπεύθυνο για το θάνατο του αδερφού του. Επίσης, κρίθηκε πως ο αιτητής κατέστησε σαφή τόσο τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διαφύγει από την τοποθεσία στην οποία έλαβε χώρα το ανωτέρω περιστατικό, όσο και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει καταφύγιο μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 46 2Χ, 45 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε ότι, λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση ή μη του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός έγινε δεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος καθώς κρίθηκε πως τα όσα ανέφερε ο αιτητής κατά το αφήγημά του αντικατοπτρίζουν βιωματική εμπειρία.
Στη βάση του συνόλου των ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί, των προσωπικών στοιχείων του αιτητή, των δηλώσεών του αναφορικά με την εμπράγματη διαφορά που προέκυψε ανάμεσα στον ίδιο και το σύζυγο της ετεροθαλούς αδερφής του, καθώς και την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του από τον πατρικό του θείο εξαιτίας του ότι εκείνος θεώρησε τον αιτητή υπεύθυνο για το θάνατο του αδερφού του, ο αρμόδιος λειτουργός, τονίζοντας ότι έχουν γίνει ήδη αποδεκτές οι πράξεις παρελθούσας δίωξης στις οποίες ο αιτητής δήλωσε ότι υποβλήθηκε, προχώρησε σε αξιολόγηση του κινδύνου που ο αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Σε σχέση με τον εκπεφρασμένο φόβο του αιτητή ως προς το ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, θα τον σκοτώσει ο σύζυγος της αδερφής του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, λόγω της πολυετούς συνεργασίας τους, αν εκείνος επιθυμούσε να σκοτώσει τον αιτητή θα μπορούσε να το είχε ήδη πράξει. Καθώς ο συγκεκριμένος φόβος του αιτητή εδράζεται σε μια πιθανή μελλοντική δικαστική διαμάχη η οποία θα προκύψει εάν επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του διεκδικήσει το συγκεκριμένο κατάστημα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής, επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του, θα μπορούσε να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια διεκδίκησης του επίδικου καταστήματος, μειώνοντας δραστικά τις πιθανότητες να ενισχυθεί η πρόθεση του συζύγου της αδερφής του να τον σκοτώσει. Προς επίρρωση του εν λόγω συμπεράσματος, ο αρμόδιος λειτουργός προέταξε και το γεγονός ότι αν και ο αιτητής φέρεται να απώλεσε το επίδικο κατάστημα το Φεβρουάριο του 2019, παρέμεινε στη χώρα καταγωγής για περίπου εννέα ακόμα μήνες, μέχρι το Νοέμβριο του ιδίου έτους, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από το σύζυγο της αδερφής του.
Ως προς τον εκπεφρασμένο φόβο του αιτητή σε σχέση με την απόπειρα δολοφονίας του από το πατρικό του θείο, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά εντόπισε ότι ο αιτητής απέφυγε να διαθέσει τον εαυτό του στην κρατική προστασία καθώς ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές παρά τις πράξεις στις οποίες υποβλήθηκε. Το γεγονός επίσης ότι ο αιτητής διέμεινε από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι το Νοέμβριο του ιδίου έτους στην οικία του προσώπου που τον φιλοξένησε χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, συνηγορεί υπέρ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τον πατρικό του θείο. Καθώς η επίθεση που ο αιτητής δέχτηκε από το θείο του έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα του το 2019, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο αιτητής δεν θα κινδυνέψει από τον πατρικό του θείο γιατί πέρασαν αρκετά χρόνια από το ανωτέρω περιστατικό.
Ως προς την πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί σοβαρή βλάβη επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, εκ της οποίας προέκυψε ότι η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa αποτυπώνεται ως σταθερή καθώς δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες επιβεβαιώνουν τη δράση ένοπλων ομάδων στη συγκεκριμένη περιοχή.
Στη βάση του ανωτέρω σκεπτικού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί πράξεις δίωξης ή να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Συνεπώς, ο φόβος που ο αιτητής εξέφρασε κρίθηκε αβάσιμος και μη δικαιολογημένος στο σύνολό του. Κατά τη νομική ανάλυση, ο λειτουργός της EASO, εν τη απουσία βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τις προϋποθέσεις υπαγωγής του στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται σε αυτό. Συνεπώς το ενδεχόμενο χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπο του αιτητή απορρίφθηκε.
Για τον ανωτέρω λόγο κρίθηκε επίσης ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης αλλά ούτε και πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που προέκυψαν κατόπιν έρευνας ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κατά το χρόνο εξέτασης του αιτήματος του αιτητή, δεν διαπιστώθηκε ότι θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων, καθώς η κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, η πόλη Kinshasa, αποτυπώνεται ως σταθερή. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι διαφωνώ με το σκεπτικό της αξιολόγησης κινδύνου της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το εάν ο αιτητής θα κινδυνεύσει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του για τους λόγους οι οποίοι αναφέρονται σε αυτήν. Έχοντας καταγράψει τις δηλώσεις και τις θέσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης, ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι η παρουσία του θα αποτελέσει πρόβλημα επειδή αποτελεί το μόνο πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει τις έκνομες πράξεις του συζύγου της αδερφής του και φοβάται ότι ο τελευταίος θα τον σκοτώσει.
Προσθέτει δε ότι οι πατρικοί του θείοι δεν τον θεωρούν νόμιμο τέκνο και συνεπώς κληρονόμο του πατέρα του και φοβούνται ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής θα αποταθεί στη δικαιοσύνη προκειμένου να διεκδικήσει την κληρονομιά που δικαιούται (ερυθρό 44 2Χ του διοικητικού φακέλου). Παρατηρείται συναφώς ότι δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, ο αιτητής προβάλλει εκ νέου τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του από το σύζυγο της αδερφής του, πλην όμως σε κανένα σημείο της αγόρευσης δεν εξηγεί το λόγο για τον οποίο φοβάται ότι θα κινδυνεύσει εκ νέου από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Φαίνεται πως τα ζητήματα αυτά δεν λήφθηκαν υπόψη και διακρίνω πως υπάρχει σφάλμα στα πλαίσια αξιολόγησης κινδύνου του αιτητή με αποτέλεσμα να μην διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.
Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 11 (3) (α) (i) και (ii) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, Ν. 73 (Ι)/2018 καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου καθώς αναφέρει ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας όπως προβεί στον έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της υπόθεσης ως προς τα γεγονότα και ζητήματα που διέπουν την παρούσα υπόθεση καθώς και των αναγκών διεθνούς προστασίας.
Ως εκ τούτου, στα πλαίσια των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), εφόσον το υλικό που αφορά τους ισχυρισμούς του αιτητή βρίσκεται ενώπιον μου, προχωρώ στην αξιολόγηση του υπό εξέταση αιτήματος, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου.
Εξετάζοντας την ουσία της παρούσας υπόθεσης θα πρέπει να αναφερθεί πως από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου έγιναν αποδεκτοί και οι τρείς ουσιώδης ισχυρισμοί που αφορούν του αιτητή. Ο πρώτος ισχυρισμός που αφορά τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, τη χώρα καταγωγής και το τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο δεύτερος ισχυρισμός σε σχέση με το ότι ο αιτητής είχε μια διαμάχη με το σύζυγο της αδερφής του για ένα κατάστημα στην πόλη Bukavu και με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό σχετικά με το ότι ο αιτητής έπεσε θύμα απόπειρας δολοφονίας από τον πατρικό του θείο επειδή ο τελευταίος τον θεώρησε υπεύθυνο για το θάνατο του αδερφού του.
Κατά συνέπεια, οι εν λόγω ισχυρισμοί γίνονται αποδεκτοί, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το αφήγημα του αιτητή, όσο και την αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως της θέσης του αιτητή, βάσει της οποίας το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του αιτητή. Η αρχή τη μη χειροτέρευσης της θέσεως του αιτητή αναγνωρίζεται, τόσο από τη νομολογία όσο και από τη βιβλιογραφία (βλ. Cyprus Cement Co. v. Republic (1980) 3 C.L.R 69, 76, υποθ.αρ. 11/2003, Ανδρέας Δημοσθένους v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 13/2/2004, Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Έκτη έκδοση, σελίδες 638,639) και στόχο έχει ο αιτητής να μην διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί σε χειρότερη θέση ή να τροποποιηθεί το μέρος της απόφασης που επιβεβαιώνει τις δηλώσεις του και συμβάλλει θετικά στην εικόνα της αξιοπιστίας του.
Δεν θα επαναλάβω λεπτομέρειες που αφορούν τους ισχυρισμούς του αιτητή εφόσον αυτοί έγιναν αποδεκτοί στο σύνολό τους. Προχωρώ ακολούθως στην αξιολόγηση κινδύνου που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσει ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς και το φόβο του, όπως αυτός εκφράστηκε στην προφορική του συνέντευξη και αποτυπώνεται στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του.
Αξιολογώντας την εύλογη πιθανολόγηση πραγμάτωσης του εκπεφρασμένου φόβου του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και στην πόλη Kinshasa, όπου ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, αρχικά παρατηρείται ότι ο εκπεφρασμένος φόβος του αιτητή ουδεμία αιτιώδη συνάφεια έχει με τους αποδεκτούς ισχυρισμούς. Συγκεκριμένα, σε σχέση με το φόβο του αιτητή που συνδέεται με το σύζυγο της αδερφής του, όπως αυτός εκφράστηκε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, παρατηρώ ότι ο αιτητής επικαλείται ως λόγο ευλόγως πιθανολογούμενης δίωξής του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, το γεγονός ότι είναι το μόνο πρόσωπο που γνωρίζει και μπορεί να αποδείξει τις έκνομες επιχειρηματικές δραστηριότητες του ανωτέρω προσώπου. Παρατηρώ ωστόσο ότι πουθενά κατά τη διάρκεια της διοικητικής αλλά και της παρούσας διαδικασίας ο αιτητής δεν εξέφρασε κάποιο αντίστοιχο ισχυρισμό που να συνοδεύεται από κάποια πράξη παρελθούσας δίωξης. Ο ισχυρισμός που έγινε αποδεκτός αφορά τη διαμάχη τους για ένα κατάστημα, ενώ όταν ο αιτητής ρωτήθηκε εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, απάντησε κατηγορηματικά όχι (ερυθρό 45 του διοικητικού φακέλου).
Σε σχέση με το φόβο που ενδεχομένως προκύπτει λόγω της διαμάχης τους για ένα κατάστημα στην πόλη Bukavu, βάσει των ενώπιον μου στοιχείων δεν προκύπτει κάποια πράξη παρελθούσας δίωξης εκ μέρους του εν λόγω προσώπου εις βάρος του αιτητή. Το σύνολο των δηλώσεων του αιτητή αφορούν τον τρόπο που ο σύζυγος της αδερφής του φέρεται να τον εξαπάτησε προκειμένου να μην υλοποιηθεί η συμφωνία ανάμεσα στον αιτητή και την αδερφή του σε σχέση με ένα κατάστημα, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν ήταν η ιδιοκτήτρια του υπό διεκδίκηση από τον αιτητή καταστήματος.
Το δε σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή περί απειλών και απόπειρας δηλητηρίασης εις βάρος του από το σύζυγο της αδερφής του κρίθηκε από τους Καθ΄ων η αίτηση ως στερούμενο περιγραφικής λεπτομέρειας, ασαφές και αόριστο. Ως εκ τούτου, εν τη απουσία πράξης παρελθούσας δίωξης προς το πρόσωπο του αιτητή από το σύζυγο της αδερφής του, κρίνω πως δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής θα κινδυνεύσει από το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Όλως επικουρικώς απορρίπτεται και ο ισχυρισμός του αιτητή, όπως αυτός προβλήθηκε δια της γραπτής του αγόρευσης, περί του ότι θα μπορούσε να διεκδικήσει δικαστικά το κατάστημα από το σύζυγο της αδερφής του καθώς το ποσό των απλήρωτων μισθών του μετά από τρία έτη πλησίαζαν την εξόφληση του καταστήματος. Ο αιτητής κατά την προφορική του συνέντευξη δήλωσε ότι ο μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 500 δολαρίων το μήνα ενώ το φερόμενο συμφωνηθέν τίμημα του ακινήτου ανέρχετο στις 200.000 δολάρια (ερυθρό 46 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ακόμα και αν είχε λάβει τις πληρωμές του, το ποσό που θα είχε εισπράξει ανέρχεται στις 18.000 δολάρια, ποσό που απέχει κατά πολύ από αυτό που συμφώνησε με την αδερφή του. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός του συνηγόρου του απορρίπτεται.
Συμπερασματικά, το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου του αιτητή κρίνεται ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο καθώς ουδεμία ένδειξη συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης στοχοποίησης του αιτητή από το σύζυγο της αδερφής του προκύπτει και δη στο βαθμό που ο ίδιος επικαλείται αλλά ούτε και προκύπτει από ποια περιστατικά εδράζεται ο συγκεκριμένος φόβος του.
Σε σχέση δε με το φόβο του αιτητή που δύναται να προκύπτει από τον αντίστοιχο αποδεκτό ισχυρισμό και φέρεται να συνδέεται με τα μέλη της πατρικής του οικογένειας, αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων δεν προκύπτει με σαφήνεια αν ο εν προκειμένω φερόμενος φορέας δίωξής του αιτητή είναι το σύνολο της πατρικής του οικογένειας ή συγκεκριμένα ο αδερφός του πατέρα του. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι, όπως έχει γίνει αποδεκτό, το εν λόγω πρόσωπο προσπάθησε να σκοτώσει τον αιτητή στην κηδεία του πατέρα του τον Ιούλιο του 2019 και στη συνέχεια ουδεμία άλλη επαφή είχε μαζί του, συνηγορεί υπέρ του ότι η εν προκειμένω πράξη αποτέλεσε ένα μεμονωμένο περιστατικό και δεν ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων που θα υποδείκνυαν στοχοποίηση του αιτητή ή θα αποτελούσαν ενδείξεις κινδύνου του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του πέντε χρόνια αργότερα.
Λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι ο αιτητής διέμεινε στην Kinshasa μετά το ανωτέρω περιστατικό για τέσσερις μήνες χωρίς να αντιμετωπίσει, όπως ο ίδιος δήλωσε, κανένα πρόβλημα από το ανωτέρω πρόσωπο προσθέτοντας άλλωστε ότι ο θείος του δεν θα μπορούσε να τον εντοπίσει. Συνεπώς, παρά την ύπαρξη παρελθούσας πράξης δίωξης, ουδεμία ένδειξη, στοιχείο και/ή πληροφορία υφιστάμενης, συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης στοχοποίησης του αιτητή από τον αδερφό του πατέρα του ανακύπτει, το δε ενδεχόμενο να κινδυνεύσει ο αιτητής εκ νέου από εκείνον σε περίπτωση επιστροφής στην Kinshasa κρίνεται άκρως απομακρυσμένο. Καταληκτικά, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω συνδυαστικά με τις περιορισμένες δυνατότητες του φερόμενου ως φορέα δίωξης, της έκτασης και του πληθυσμού της Kinshasa δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι ο αιτητής θα κινδυνεύσει από τον πατρικό του θείο σε περίπτωση που επιστρέψει στην Kinshasa.
Σύμφωνα με τον «Πρακτικό Οδηγό της EASO για την Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας», το γεγονός ότι ο αιτητής υπέστη δίωξη κατά το παρελθόν δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης. Ωστόσο, προηγούμενη δίωξη ή απειλές συνιστούν σοβαρές ενδείξεις βάσιμου φόβου.[1]
Στις συνεκδικαθείσες Υποθέσεις C - 71/11 και C - 99 / 11 Υ και Ζ[2], στις σκέψεις 76 και 77, το ΔΕΕ αναφορικά με τον μελλοντοστραφή χαρακτήρα του βάσιμου φόβου, τόνισε ότι «οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, αυτής, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεως.
77. Η εκτίμηση αυτή της σοβαρότητας του κινδύνου η οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να χωρεί με προσοχή και σύνεση (προπαρατεθείσα απόφαση Salahadin Abdulla κ.λπ., σκέψη 90) στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες που απαντούν μεταξύ άλλων στο άρθρο 4 της οδηγίας».
Στην δικαστική ανάλυση του EASO για τις Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), αναφορικά με τη σημασία της προγενέστερης δίωξης αιτητή αναγράφονται τα εξής: Στην υπόθεση Abdulla, το ΔΕΕ αποφάνθηκε επίσης ότι, όταν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ [πλέον άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)], ο αιτών προβάλλει προγενέστερες πράξεις ή απειλές δίωξης για να αποδείξει τον βάσιμο φόβο του ότι θα υποστεί διώξεις, πρέπει επίσης να αποδείξει ότι οι εν λόγω πράξεις ή απειλές συσχετίζονται με τον ίδιο λόγο της μελλοντικής δίωξης την οποία φοβάται (531).».[3]
Η παρελθούσα δίωξη επομένως δεν αρκεί από μόνη της για τη θεμελίωση προσφυγικού καθεστώτος, αν δεν πληρούνται και τα λοιπά κριτήρια, ιδίως εκείνα που αφορούν την προβλεψιμότητα μελλοντικής δίωξης. Πρέπει να εξετάζεται το κατά πόσο η δίωξη αυτή είχε μεμονωμένο χαρακτήρα και αν συνδέεται με κοινωνικές ή κρατικές πρακτικές. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι υπήρξε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του από τον θείο του, ο οποίος τον θεώρησε υπεύθυνο για το θάνατο του πατέρα του (αδελφού του θείου του), κρίνεται πως, παρόλο που έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός του, δεν στοιχειοθετεί επαρκώς τον απαιτούμενο βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης. Η εν λόγω πράξη φαίνεται να απορρέει από οικογενειακή διαφορά και όχι από λόγους που συνδέονται με φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, πολιτική πεποίθηση ή ένταξη σε κοινωνική ομάδα. Επιπλέον, η παραμονή του αιτητή στη χώρα του για τέσσερις μήνες χωρίς να υποστεί οποιοδήποτε νέο επεισόδιο σε βάρος του ενισχύει την κρίση περί απουσίας διαρκούς και συστηματικού κινδύνου εις βάρος του.
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Προς επίρρωση του ανωτέρω συμπεράσματος ως προς το αβάσιμο και μη δικαιολογημένο του φόβου του αιτητή, παρατηρείται ότι όταν ο αιτητής ρωτήθηκε ποιο περιστατικό τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του συγκεκριμένα το Νοέμβριο του 2019, επικαλέστηκε ασαφώς το θάνατο του μητρικού του θείου και όχι κάποια εις βάρος του πράξη δίωξης (ερυθρό 45 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά συνέπεια, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρ. 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, «σοβαρή βλάβη» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, στη χώρα καταγωγής του (βλ. Galina Bindioul ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619). Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις αφού δεν προέκυψε στοχοποίηση του αιτητή από οποιονδήποτε φορέα, κρατικό ή μη.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.»[4] ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω, το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του ήταν η Kinshasa, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας καθώς και της χώρας καταγωγής. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ανέτρεξα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην επαρχία της Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά ο τόπος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
Πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[5], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, έως τον Ιούνιο του 2024, η κατάσταση στην Kinshasha, την πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ), δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Kinshasha ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση. Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στην Kinshasha περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα βίαιου εγκλήματος, όπως ένοπλες ληστείες και απαγωγές, καθώς και συχνές κοινωνικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις που μερικές φορές καταλήγουν σε βία. Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Η έκθεση του portal RULAC για τη ΛΔΚ, το 2021, η οποία πραγματεύεται την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα, αναφέρει ότι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα[6]. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ενημέρωση του ACLED που συντάχθηκε από το Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation (ACCORD), αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη Λ.Δ.Κ. το τελευταίο τρίμηνο του 2021, προκύπτει ότι μόνο οι επαρχίες Ιturi, North Kivu και South Kivu στα ανατολικά της χώρας είναι υπό τεταμένο καθεστώς ένοπλης βίας χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην Kinshasa[7]. To δε International Crisis Group, τέλος, σε πρόφατη έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu και Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα [8].Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών συνάγεται ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς οι αντίστοιχες συνθήκες καταγράφονται σε τμήματα της χώρας καταγωγής μακριά από την Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή.
Σύμφωνα με στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 20/04/2024 έως 18/04/2025, σημειώθηκαν στην επαρχία της Kinshasa 93 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 240 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 13 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (19 θάνατοι), 19 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (203 θάνατοι), 55 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), καταγράφηκαν 6 περιστατικά μαχών (18 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας/ εκρήξεων.[9] Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 129 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [10]
Ενδεικτικά αναφέρεται περαιτέρω ότι κατά το 2025, συγκεκριμένα κατά την περίοδο 01/01/2025 - 18/04/2025, έχουν καταγραφεί 20 περιστατικά ασφαλείας με 18 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 7 κωδικοποιήθηκαν ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια), τα 6 ως βία κατά αμάχων (4 απώλειες), τα 3 ως μάχες (13 απώλειες) και 2 ως εξέγερση (1 απώλεια).[11] Εκ των ανωτέρω 20 περιστατικών ασφαλείας, τα 8 στοχοποίησαν αμάχους, ενώ από το σύνολο των 18 θυμάτων, τα 5 ήταν άμαχοι.[12] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[13], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων αμάχων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
Δεδομένου ότι εκ των πληροφοριών που αντλήθηκαν δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, κρίνω ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ και ολοκληρώνοντας απορρίπτεται το ενδεχόμενο υπαγωγής του αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω. Ενόψει της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, 2018, σ. 21, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-Guide-for-international-protection_EL.pdf
[2]Curia,https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=126364&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=17257782
[3] EASO, Δικαστική ανάλυση Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), σελ. 94-95, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf
[4] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), σ. 51, §218, https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/11/2023): « However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk “in the most extreme cases” where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115). »
[5] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo
[6] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th
[7] ACLED, Democratic Republic of Congo, Fourth Quarter 2021: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 30 Μαΐου 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2074522/2021q4DemocraticRepublicofCongo_en.pdf
[8]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo,
[9] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 20/04/2024 - 18/04/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa
[10] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence
[11] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 01/01/2025 - 18/04/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa
[12] Ό.π. Για τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με την στοχοποίηση αμάχων, χρησιμοποιήθηκε το φίλτρο “Civilian Targeting” στο σημείο 9 της βάσης (9. See results by event type- “Yes”, Category “Civilian Targeting”).
[13] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο