
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 7042/22
30 Απριλίου 2025
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Y.U.M.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Αντώνης Βαφέας και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε (κο), Δικηγόροι για τον Αιτητή.
Ανδρεάς Φιλλίπου για Σταυρούλλα Σταύρου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 05/10/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 18/10/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Όπως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φακέλου (εφεξής «Δ.Φ.») της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό(ΛΔΚ). Στις 08.01.2021 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, προσκομίζοντας το σχετικό έντυπο της Υπηρεσίας Ασύλου, και την ίδια ημέρα του εκδόθηκε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας. Στις 05.05.2022 πραγματοποιήθηκε η προσωπική συνέντευξη του Αιτητή ενώπιον αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου. Εν συνεχεία, στις 27.09.2022, ο εν λόγω Λειτουργός συνέταξε Έκθεση–Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή και την επιστροφή του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από τον αρμόδιο Προϊστάμενο στις 05.10.2022, οπότε και εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή του Αιτητή. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 18.10.2022, ενώ στις 07.11.2022 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, με αριθμό 704/2022.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΜΟΙ
Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής, διά του συνηγόρου του, προβάλλει πληθώρα λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, πλην όμως οι εν λόγω λόγοι διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς να συνοδεύονται από σαφή, εξειδικευμένη αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου. Ομοίως, και η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση κινείται στο ίδιο αφηρημένο και γενικό πλαίσιο, με αναφορές σε ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου — όπως η αρχή της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της αιτιολογίας — χωρίς, ωστόσο, να εξειδικεύεται ποια συγκεκριμένη ενέργεια ή παράλειψη της Διοίκησης παραβίασε τις εν λόγω αρχές ή με ποιον τρόπο η εφαρμογή τους επηρεάζει καθοριστικά την κρίση επί της αίτησης του Αιτητή.
Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση, διά της γραπτής τους αγόρευσης, υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας και της κανονικότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι η απόφαση εκδόθηκε ορθώς και νομίμως, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εκ του Νόμου παρεχόμενων εξουσιών, και αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Επικαλούνται δε ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Όπως προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση των Καθ’ ων, ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει πειστικά ότι υφίσταται δίωξη λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων ή ότι ανήκει σε συγκεκριμένη στοχοποιημένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικό φορέα. Οι σχετικοί ισχυρισμοί του κρίνονται γενικοί, αόριστοι και μη συναπτόμενοι με εξατομικευμένη απειλή δίωξης.
Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου για την αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα ούτε εκείνες του άρθρου 19(1) και (2) για την παροχή επικουρικής προστασίας, καθότι δεν τεκμηριώθηκε σοβαρός κίνδυνος δίωξης ή ανεπανόρθωτης βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Καταληκτικά, οι Καθ’ ων η Αίτηση εισηγούνται την απόρριψη της προσφυγής ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμης, ελλείψει νόμιμου λόγου ακύρωσης ή οποιασδήποτε πλημμέλειας στις πράξεις της Διοίκησης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ:
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο συνήγορος του Αιτητή, παρόλο που επικαλείται πολλούς λόγους ακυρώσεως στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, εντέλει οι λόγοι αυτοί δεν αναπτύσσονται στην ολότητά τους εντός της γραπτής του αγόρευσης. Περαιτέρω παρατηρώ ότι, οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής εν πολλοίς δεν αιτιολογούνται ή εξειδικεύονται και τα θέματα που εγείρονται στη γραπτή του αγόρευση εγείρονται με γενικότητα και αοριστία.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος υποχρεούται να εκθέτει με τις έγγραφες προτάσεις του τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογώντας ταυτόχρονα αυτά πλήρως. Έχει κατ' επανάληψιν αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο πως δεν εξετάζονται νομικοί ισχυρισμοί οι οποίοι δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουμά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530 , Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης επί της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384, ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021).
Επίσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθ. Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6/2/2007).
Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του αιτητή (Υπόθ. Αρ. 889/20, N. I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/8/2021). Πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τί συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο. Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ημερ. 6/7/2018).
Περαιτέρω, και εάν ακόμη το παρόν Δικαστήριο εξαντλώντας την επιείκειά του εξετάσει τους λόγους ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(I)/2018, ως έχει τροποποιηθεί], ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενο να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένα επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Ως εκ των άνω, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως κρίνονται ως γενικοί, αόριστοι και αλυσιτελείς, συνεπώς, απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένου υπόψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει ο Αιτητής, όπως καταγράφονται στην Έκθεση–Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και όπως προκύπτουν από τον Διοικητικό Φάκελο (Δ.Φ.) της Υπηρεσίας Ασύλου, και τα οποία δεν αμφισβητούνται ως προς την καταγραφή τους, ο Αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησής του, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι κινδύνευε η ζωή του λόγω της αντικυβερνητικής πολιτικής του δραστηριότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής ανέφερε ότι ήταν μέλος του πολιτικού κόμματος ECIDE του Martin Fayulu, το οποίο αντιτάσσεται στο καθεστώς του Félix Tshisekedi, οργανώνοντας πορείες και διαμαρτυρίες με σκοπό να μην παραμείνει στην εξουσία μετά τις εκλογές του 2013. Κατά τους ισχυρισμούς του, από το 2013 και εφεξής, μέλη του εν λόγω κόμματος έχουν στοχοποιηθεί, γεγονός το οποίο, όπως αναφέρει, τον ώθησε να εγκαταλείψει τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι υπέστη βασανιστήρια από τις αρχές μαζί με φίλους του και ότι ο πατέρας του τον διέσωσε και τον βοήθησε να διαφύγει εκτός χώρας.(βλ.ερ.20 Δ.Φ.)
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και γεννήθηκε στην Κινσάσα. Ως προς το θρήσκευμα, ανέφερε ότι είναι Χριστιανός καθολικού δόγματος. Δήλωσε ότι είναι άγαμος και άτεκνος και ότι ανήκει στη φυλή Mumbala. Μητρική του γλώσσα είναι τα Λινγκάλα, ενώ ομιλεί και Γαλλικά. Σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ανέφερε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εισήχθη στο Πανεπιστήμιο, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές του λόγω οικονομικής αδυναμίας κάλυψης των διδάκτρων. Όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι οι γονείς του και ένας αδελφός του έχουν αποβιώσει, ενώ έχει έναν αδελφό και μία αδελφή που διαμένουν στην Κινσάσα. Σε ερώτηση αναφορικά με την επαγγελματική του δραστηριότητα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ο Αιτητής απάντησε ότι εργαζόταν περιστασιακά αναλαμβάνοντας μικρές προσωρινές εργασίες. Αναφορικά με τη φυγή του από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αναχώρησε αεροπορικώς στις 19.09.2020 από το αεροδρόμιο Ngilli της Κινσάσα, διήλθε μέσω Κωνσταντινούπολης και εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, μέσω των οποίων πέρασε παρανόμως στις ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας. Σημειώνεται ότι εισήλθε με φοιτητική ιδιότητα, ενώ τα έξοδα του ταξιδιού του, κατά τους ισχυρισμούς του, κάλυψε φίλος του πατέρα του, ο οποίος είναι συνταγματάρχης.
Σε ερώτηση για τυχόν πολιτική ή ακτιβιστική δράση στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήταν μέλος του πολιτικού κόμματος ECIDE, συμμετέχοντας σε δραστηριότητες που αφορούσαν την κινητοποίηση νέων και τη διοργάνωση διαμαρτυριών κατά της κυβέρνησης, λόγω ισχυρισμών περί νοθείας στα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, όπου, κατά τον ίδιο, οι καταμετρηθείσες ψήφοι υπερέβαιναν τον αριθμό των εκλογέων. Ερωτηθείς αν διαθέτει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για τη συμμετοχή του στο εν λόγω πολιτικό κόμμα, ο Αιτητής απάντησε ότι διέθετε φωτογραφία σχετικού εγγράφου στο κινητό του τηλέφωνο, πλην όμως το έχασε.
Κληθείς να εξηγήσει τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του (βλ. ερ. 36 δ.φ.), ο Αιτητής δήλωσε ότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής του από μέλη του κυβερνώντος κόμματος, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους αντίπαλου πολιτικού φορέα. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι στις 15.08.2020 συμμετείχε σε συνάντηση του κόμματος ECIDE, και μετά το πέρας της συνάντησης, επιβιβάστηκε σε ταξί μαζί με δύο ακόμα μέλη του κόμματος προκειμένου να επιστρέψουν στις οικίες τους. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, εντός του ταξί βρίσκονταν άτομα προσκείμενα στο κυβερνών κόμμα, τα οποία, υπό την απειλή όπλου, τους έδεσαν τα μάτια και τους μετέφεραν σε υπόγειο οίκημα. Κατά δήλωσή του, κρατήθηκαν εκεί για τέσσερις ημέρες. Το πρωί τους κρατούσαν δεμένα τα χέρια, τα πόδια και τα μάτια, ενώ κατά τις νυκτερινές ώρες υπέστησαν βασανιστήρια. Στις 19.08.2020, όπως ισχυρίζεται, οι απαγωγείς τούς πληροφόρησαν ότι επρόκειτο να εκτελεστούν την επόμενη ημέρα. Κατά τη μεταφορά τους, ο Αιτητής εγκαταλείφθηκε σε ένα σημείο, ενώ τα υπόλοιπα άτομα μεταφέρθηκαν σε άγνωστη τοποθεσία. Όπως δήλωσε, εκεί τον βρήκε ένας συνταγματάρχης, φίλος του πατέρα του, ο οποίος είχε διαπραγματευτεί με μυστικές υπηρεσίες της κυβέρνησης την απελευθέρωσή του έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Ο εν λόγω συνταγματάρχης, κατά τους ισχυρισμούς του Αιτητή, τον προειδοποίησε να μην επιστρέψει στη χώρα και φρόντισε για τη διοργάνωση του ταξιδιού του στο εξωτερικό. Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ο Αιτητής απάντησε ότι κινδυνεύει να σκοτωθεί από μέλη της κυβέρνησης. Σε σχέση με τη συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα, ανέφερε ότι ήταν μέλος του ECIDE την περίοδο 2017–2020, συμμετείχε σε τακτικές συναντήσεις (τρεις έως τέσσερις φορές τον μήνα) και είχε ρόλο συντονιστή της νεολαίας του κόμματος, με ευθύνη διοργάνωσης διαδηλώσεων. Όσον αφορά αποδεικτικά στοιχεία, ισχυρίστηκε ότι διέθετε φωτογραφία της κάρτας μέλους του κόμματος στο κινητό του τηλέφωνο, πλην όμως το έχασε κατά την παραμονή του στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα. Ερωτηθείς αν είχε λάβει απειλές ή προειδοποιήσεις πριν το περιστατικό της απαγωγής, απάντησε ότι σε κάθε διαδήλωση δεχόταν προειδοποιήσεις από την αστυνομία. Σε ερώτηση για το χρηματικό ποσό που δαπανήθηκε για την απελευθέρωσή του, απάντησε ότι δεν το γνωρίζει. Σχετικά με τον τόπο παραμονής του κατά το διάστημα από την απελευθέρωσή του έως την αναχώρησή του από τη χώρα (19.08.2020–19.09.2020), δήλωσε ότι κρυβόταν στο σπίτι του συνταγματάρχη. Ερωτηθείς για την τύχη των δύο ατόμων που απήχθησαν μαζί του, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τι απέγιναν. Τέλος, κληθείς να εξηγήσει πώς κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα του, παρά την υποτιθέμενη στοχοποίησή του από την κυβέρνηση, ο Αιτητής απάντησε ότι «πολλές υπηρεσίες δεν ενημερώνονται».
Κατά την αποτίμηση των ισχυρισμών του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, καθώς και στον τόπο τελευταίας διαμονής του, στοιχεία τα οποία έγιναν αποδεκτά. Ο δεύτερος αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από μέλη της κυβέρνησης της χώρας καταγωγής του, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους του πολιτικού κόμματος ECIDE, ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός, καθότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν διακρίνονταν από λογική συνέπεια, λεπτομέρεια και ακρίβεια.
Ειδικότερα, σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν ιδιότητά του ως μέλους του κόμματος ECIDE, ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ακριβώς την ημερομηνία ένταξής του στο κόμμα, ούτε να εκθέσει με επαρκείς λεπτομέρειες τις δραστηριότητές του ως υπευθύνου νεολαίας του κόμματος.
Περαιτέρω, εντοπίστηκε αντίφαση αναφορικά με την κάρτα μέλους: ερωτηθείς αρχικώς, ο Αιτητής ανέφερε ότι διέθετε μόνο φωτογραφία της κάρτας στο κινητό του τηλέφωνο, το οποίο απώλεσε κατά τη διάρκεια συμπλοκής στο Κέντρο Υποδοχής «Πουρνάρα», ενώ σε μεταγενέστερη δήλωσή του ισχυρίστηκε ότι είχε στην κατοχή του την κάρτα, την οποία επίσης έχασε.
Επιπλέον, όταν ερωτήθηκε σχετικά με τις τελευταίες εκλογές στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει πολλές λεπτομέρειες, γεγονός που κρίθηκε ασύμβατο με την επικαλούμενη ιδιότητά του ως υπευθύνου νεολαίας κόμματος. Αντίφαση εντοπίστηκε επίσης αναφορικά με τον υποτιθέμενο φόβο δίωξης: ενώ αρχικά ανέφερε ότι φοβόταν ότι θα τον δολοφονούσαν με μυστικό τρόπο, σε άλλο σημείο ισχυρίστηκε ότι είχε δεχθεί άμεση προειδοποίηση να μην επιστρέψει, διότι θα τον σκότωναν.
Ως προς την καθεαυτή φερόμενη δίωξη που υπέστη, παρατηρήθηκε ότι δεν υπήρχε προηγούμενη πράξη προσωπικής στοχοποίησης του Αιτητή, καθώς όταν ερωτήθηκε σχετικώς, απάντησε ότι οι αστυνομικές αρχές προειδοποιούσαν τόσο τον ίδιο όσο και άλλα μέλη του κόμματος να μην συνεχίσουν τις διαδηλώσεις, χωρίς να αναφερθεί σε στοχευμένη δίωξη αποκλειστικά εις βάρος του.
Αντιφατικές κρίθηκαν, επίσης, οι δηλώσεις του αναφορικά με τη σοβαρότητα των πράξεων βίας που φέρεται να υπέστη και τη διαμονή του μετά την απελευθέρωσή του: Ειδικότερα, ενώ ισχυρίζεται ότι υπέστη βασανιστήρια, ερωτηθείς αν διαθέτει πιστοποιητικό νοσηλείας, απάντησε ότι νοσηλεύθηκε μόνο μία ημέρα διότι «δεν ήταν κάτι σοβαρό».
Επιπρόσθετα, ενώ στο έντυπο ευαλωτότητας δηλώνει ότι, μετά την απελευθέρωσή του, επέστρεψε στην οικία του, κατά την αρχή της συνέντευξης ανέφερε ότι κρυβόταν σε φίλους, ενώ στο τέλος δήλωσε ότι κρυβόταν στο σπίτι του συνταγματάρχη.
Ως προς τη γενικότερη αξιοπιστία του, παρατηρήθηκε ότι ο Αιτητής παρέμεινε επί ένα μήνα στην Κινσάσα χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς φόβο εντοπισμού από κυβερνητικούς φορείς, δεν διαθέτει οποιοδήποτε έγγραφο που να στηρίζει τους ισχυρισμούς του, και κατάφερε να αναχωρήσει αεροπορικώς από το αεροδρόμιο χωρίς να εντοπιστεί από τις αρχές.
Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν συνάδουν με τις εξωτερικές πηγές. Ειδικότερα, παρέθεσε πληροφορίες για το πολιτικό κόμμα ECIDE, τον αρχηγό του Martin Fayulu και τις τελευταίες εκλογές, και διαπίστωσε ότι ο Αιτητής δεν είχε γνώση βασικών πληροφοριών για τον αρχηγό, το σύμβολο του κόμματος ή το εκλογικό αποτέλεσμα.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, στη βάση του πρώτου ισχυρισμού, ο οποίος έγινε αποδεκτός, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, είναι εύλογα αναμενόμενο να επιστρέψει στην Κινσάσα.
Κατά τη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα, καθώς δεν στοιχειοθετείται βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους που προβλέπονται στον Νόμο. Επιπλέον, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με τις ένοπλες συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu — οι οποίες δεν επηρεάζουν την περιοχή της Κινσάσα — κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Ομοίως, σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, κατά τον οποίο εγκατέλειψε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό λόγω φόβου δίωξης από μέλη της κυβέρνησης, συνεπεία της πολιτικής του δράσης και της ιδιότητάς του ως μέλους του κόμματος ECIDE, υιοθετώ την κρίση των Καθ’ ων η Αίτηση περί απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας. Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν συνοδεύονται από επαρκή τεκμηρίωση, χαρακτηρίζονται από γενικόλογο και ασύνδετο αφηγηματικό λόγο και παρουσιάζουν σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις, ιδίως σε σχέση με το εύρος και τη φύση της πολιτικής του συμμετοχής, την περιγραφή των φερόμενων πράξεων δίωξης, καθώς και τη δυνατότητά του να προσδιορίσει βασικά στοιχεία για το ίδιο το κόμμα στο οποίο επικαλείται ένταξη. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί του δεν πληρούν το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο ευλογοφάνειας, ούτε παρουσιάζουν την αναγκαία λογική συνοχή και πειστικότητα, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί ουσιώδης και εξατομικευμένος φόβος δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων.
Ειδικότερα, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή, περί φόβου δίωξης από μέλη της κυβέρνησης λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους του πολιτικού κόμματος ECIDE, παρουσιάζει σοβαρά ζητήματα εσωτερικής ασυνέπειας, έλλειψης ακρίβειας και αντιφάσεων, τα οποία υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία του.
Καταρχάς, ο Αιτητής δήλωσε ότι εντάχθηκε στο κόμμα το 2017, αλλά όταν ρωτήθηκε για το πότε ανέλαβε ρόλο ηγεσίας στη νεολαία, απάντησε γενικά και αόριστα ότι δεν θυμάται με ακρίβεια (Π.Β. ερυθ. 34–3Χ), παρά τον ισχυρισμό του ότι διοργάνωνε πορείες και συμμετείχε ενεργά σε προεκλογικές δράσεις (Π.Β. ερυθ. 35–2Χ). Σχετικά με τη σημασία του κόμματος, την ημερομηνία ίδρυσης, τον πρόεδρό του, την έδρα και τον ρόλο του στις εκλογές του 2018, οι απαντήσεις του ήταν γενικές και αντιφατικές, ήτοι δεν μπόρεσε να αναφέρει με βεβαιότητα πότε διεξήχθησαν οι προεδρικές εκλογές, ποιο ήταν το ποσοστό νίκης του ECIDE, ποιοι άλλοι σχηματισμοί συμμετείχαν στον συνασπισμό LAMUKA και ποια ήταν η έδρα του κόμματος (Π.Β. ερυθ. 33–2Χ, 4Χ, 7Χ).
Ακόμη, παρατηρώ ότι εκτός της αδυναμίας του να ορίσει τον χρόνο ίδρυσης του ECIDE ή την εκλογική του πορεία, ο Αιτητής προσέφερε απαντήσεις που μαρτυρούν επιφανειακή γνώση ή και άγνοια για την ίδια τη δομή και φυσιογνωμία του κόμματος. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τη σημασία του λογοτύπου ή του συνθήματος «Vérité des urnes», ενώ μπερδεύει την ταυτότητα του προέδρου με το ίδιο το λογότυπο του κόμματος. Αδυνατεί, επίσης, να κατονομάσει πλήρως τα κόμματα που απάρτιζαν την εκλογική συμμαχία LAMUKA ή να εξηγήσει ποια κόμματα υποστήριζαν το ECIDE στις εκλογές του 2018.
Αναφορικά με το περιστατικό απαγωγής και βασανισμών που επικαλείται (στις 15.08.2020), η περιγραφή του είναι αποσπασματική, χωρίς λογική αλληλουχία και χωρίς κρίσιμες λεπτομέρειες, ενώ οι απαντήσεις του μεταβάλλονταν ως προς τη διάρκεια κράτησης, τη νοσηλεία και την απελευθέρωσή του (Π.Β. ερυθ. 36–1Χ, 4Χ, 20). Αν και ισχυρίστηκε ότι νοσηλεύτηκε, δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει κανένα έγγραφο ή άλλη τεκμηρίωση, ούτε εξήγησε γιατί παρέμεινε για ένα μήνα στην πρωτεύουσα χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε δίωξη (Π.Β. ερυθ. 38–1Χ, 39–4Χ).
Στο ερώτημα αν γνωρίζει ποιος τον απείλησε ή αν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη προσωπική στοχοποίηση, ο Αιτητής απάντησε γενικά και αντιφατικά, χωρίς να κατονομάσει άτομο ή πράξη που να συνδέεται με πραγματική δίωξη (Π.Β. ερυθ. 32–6Χ, 30–2Χ).
Η περιγραφή της απαγωγής του Αιτητή και των τεσσάρων ημερών κράτησης είναι δραματική, πλην όμως στερείται λογικής συνοχής και φέρει αντιφάσεις. Ειδικότερα, ο Αιτητής δηλώνει ότι βασανίστηκε και κρατήθηκε δεμένος με σχοινιά, ωστόσο δεν παρέχει κανένα ιατρικό ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο περί της κατάστασής του, ούτε αναφέρει οιαδήποτε καταγγελία στις Αρχές.
Επιπλέον, ενώ ισχυρίζεται ότι η έξοδός του από τη χώρα διευθετήθηκε μέσω «συνταγματάρχη» φίλου του πατέρα του, η διήγησή του είναι συγκεχυμένη, με υπερβολικά δραματικά στοιχεία και σημαντικά κενά (π.χ. ποιο ήταν το πρόβλημα της κυβέρνησης με τον ίδιο, πώς οργανώθηκε η απαγωγή του, αν ενημερώθηκαν συγγενείς του κ.λπ.).
Ακόμη, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια τη φύση των πολιτικών του δραστηριοτήτων, την τεκμηρίωση της ιδιότητας μέλους, καθώς και τα έγγραφα που θα μπορούσαν να την αποδείξουν. Παρά τους ισχυρισμούς του περί συμμετοχής σε οργανωμένες πολιτικές εκδηλώσεις και πορείες, δεν προσκόμισε κανένα σχετικό έγγραφο προς υποστήριξη των ισχυρισμών του (Π.Β. ερυθ. 37–1Χ, 34–2Χ).
Ειδικότερα, ο Αιτητής αδυνατεί να προσδιορίσει με στοιχειώδη ακρίβεια πότε ανέλαβε τον ρόλο του ως ηγέτης νεολαίας του ECIDE, δηλώνοντας απλώς ότι αυτό συνέβη «μερικούς μήνες μετά» την ένταξή του στο κόμμα (βλ. ερ.. 34 δ.φ.). Ομοίως, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιες πορείες οργάνωσε ή στις οποίες συμμετείχε, πότε αυτές έλαβαν χώρα και υπό ποιες συνθήκες, παρά τον φερόμενο ενεργό ρόλο του στο κομματικό έργο επί τριετία. Η γενικόλογη και αόριστη διατύπωση του τύπου «υπήρχαν πολλές πορείες, δεν θυμάμαι πότε» δεν συνάδει με τη φερόμενη ενεργό εμπλοκή του.
Όταν ερωτήθηκε σχετικά με τις προειδοποιήσεις από την αστυνομία, ο Αιτητής απαντούσε γενικά και χωρίς να διευκρινίζει αν επρόκειτο για προσωπική στοχοποίηση ή γενική προειδοποίηση προς όλα τα μέλη.
Σε επανειλημμένες ερωτήσεις για έγγραφα ή αποδεικτικά της ιδιότητας μέλους του ECIDE, οι απαντήσεις του ποίκιλαν από «δεν θυμάμαι», «τα έχασα», μέχρι «ίσως είχα κάτι φυσικά». Αυτές οι εναλλαγές, πέρα από την ασάφεια, καταδεικνύουν προσαρμογή της διήγησής του αναλόγως των ερωτήσεων, γεγονός το οποίο αποτελεί ένδειξη αναξιοπιστίας.
Τέλος, ο Αιτητής αναφέρει ότι παρέμεινε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για ένα μήνα μετά την απαγωγή του, χωρίς να διευκρινίζει εάν είχε λάβει μέτρα για την ασφάλειά του ή αν υπήρξε νέα απειλή εις βάρος του. Η συμπεριφορά αυτή, εφόσον θεωρεί ότι διατρέχει πραγματικό και άμεσο κίνδυνο, δεν συνάδει με την αντίδραση που θα ανέμενε κανείς από πρόσωπο που φοβάται για τη ζωή του.
Συνεπεία των ανωτέρω, κρίνεται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή, αναφορικά με τον υποτιθέμενο φόβο δίωξης λόγω της πολιτικής του δράσης και της ιδιότητάς του ως μέλους του κόμματος ECIDE, δεν παρουσιάζουν το απαιτούμενο επίπεδο εσωτερικής συνοχής, λογικής συνέπειας και πειστικότητας.
Αντιθέτως, διαπιστώνονται σοβαρές ελλείψεις, αντιφάσεις και γενικόλογες αναφορές, οι οποίες, σε συνδυασμό με την απουσία επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, καθιστούν τους ισχυρισμούς του ατεκμηρίωτους και αναξιόπιστους.
Ως εκ τούτου, οι λόγοι που επικαλείται ο Αιτητής δεν δύνανται να θεμελιώσουν βάσιμο και εξατομικευμένο φόβο δίωξης κατά την έννοια του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου.
Κατά την εφαρμογή της καθιερωμένης μεθοδολογίας αξιολόγησης αξιοπιστίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στις σελίδες 91 και 98 του εγχειριδίου της EUAA για την Αξιολόγηση Αποδεικτικών Στοιχείων και Αξιοπιστίας[1], ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στην εσωτερική συνοχή των δηλώσεων, την επαρκή παροχή λεπτομερειών, τη λογική συνέπεια με τις εξωτερικές πληροφορίες, καθώς και στην αντίδραση του αιτητή σε ερωτήσεις που προκαλούν αμφισβήτηση ή αντίφαση. Στην παρούσα περίπτωση, οι αφηγήσεις του Αιτητή εμφανίζουν ελλείψεις σε όλα τα ανωτέρω κριτήρια.
Η ανάγκη για συνεκτικότητα και πειστικότητα στις δηλώσεις του αιτητή υπογραμμίστηκε και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υποθέσεις A, B και C (C-148/13, C-149/13 και C-150/13 σκ. 69), όπου επισημάνθηκε ότι οι εθνικές αρχές έχουν την υποχρέωση να αξιολογούν τη συνολική αξιοπιστία του προσώπου λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο της αφήγησής του. Εν προκειμένω, οι περιγραφές του Αιτητή στερούνται προσωπικού και βιωματικού βάθους, είναι αποσπασματικές και δεν διαμορφώνουν ένα συνεκτικό και αληθοφανές αφήγημα.
Συνοψίζοντας, η αφήγηση του Αιτητή χαρακτηρίζεται από ελλιπή πειστικότητα, λογική ασυνέπεια και ουσιαστική αοριστία. Αποτυγχάνει να τεκμηριώσει τον πυρήνα του ισχυρισμού του, δεν παρουσιάζει εσωτερική συνοχή, ούτε συναισθηματική γνησιότητα. Ορθώς, επομένως, η Διοίκηση έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός στερείται εσωτερικής αξιοπιστίας και τον απέρριψε.
Επιπλέον, λαμβάνω υπόψη μου τα όσα αναφέρονται επί του άρθρου 18 (3 (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο, και η ηλικία. Συνεπακόλουθα σημειώνεται ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε οποιαδήποτε ευαλωτότητα ή και προβλήματα υγείας, είναι ενήλικας με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο και ως εκ τούτου είναι εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό.
Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων του, η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών, σε κάποια σημεία η έλλειψη ευλογοφάνειας, αλλά και οι χρονικές ανακολουθίες στις οποίες υπέπεσε οι οποίες εύλογα προκύπτουν από το περιεχόμενο της Έκθεσης/Εισήγησης, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ο οποίος απορρέει από τον εν λόγω ισχυρισμό του. Από την αφήγηση του Αιτητή παρατηρώ ότι απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο.
Σύμφωνα με την εδραιωμένη νομολογία και το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, το βάρος απόδειξης τόσο των λόγων ακύρωσης όσο και των ουσιωδών πραγματικών ισχυρισμών φέρει ο αιτητής. Τούτο προκύπτει ευθέως από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο καθιστά τον αιτητή υπεύθυνο για τη θεμελίωση των αιτιάσεών του κατά τρόπο επαρκή και πειστικό. Η αδυναμία επαρκούς τεκμηρίωσης από πλευράς αιτητή δικαιολογεί την απόρριψη της αίτησής του. (1411/17, D.T.D.L. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων). Ο αιτητής πρέπει να επιδείξει ειλικρινή και ουσιαστική προσπάθεια να αποδείξει ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης, με βάση συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 3(1) του Νόμου.(υπόθεση υπ’ αρ. 1760/17, M.S.I. και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων).
Κατά το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, ο αιτητής φέρει το βάρος να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις του πρόσφυγα, ήτοι ότι έχει βάσιμο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Η εκτίμηση αξιοπιστίας των προβαλλόμενων ισχυρισμών αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της αξιολόγησης και, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της EUAA (πρώην EASO), περιλαμβάνει κριτήρια όπως η εσωτερική συνοχή, η πληρότητα, η επάρκεια λεπτομερειών, η λογική συνέπεια και η ευλογοφάνεια των δηλώσεων (EUAA, Practical Guide on Evidence Assessment, σελ. 91).
Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»).
Στην υπό κρίση περίπτωση, η πλήρης αποδόμηση της εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού του Αιτητή καθιστά ανέφικτη την αποδοχή του ως αληθούς. Η εναλλαγή εκδοχών, η ασάφεια ως προς κρίσιμες παραμέτρους (π.χ. χρόνο, τόπο, ιδιότητα, διαδικασία δίωξης), καθώς και η αδυναμία παρουσίασης τεκμηρίων ή έστω συνεκτικής αφήγησης, συνιστούν ενδείξεις ουσιώδους αναξιοπιστίας.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τη διαπιστωθείσα πολυεπίπεδη αποδόμηση του ισχυρισμού του Αιτητή περί πολιτικής δίωξης, την εσωτερική του αναξιοπιστία, καθώς και τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται τόσο από την ΕΕ όσο και από τα εθνικά διοικητικά δικαστήρια, ο ισχυρισμός αυτός δεν δύναται να γίνει αποδεκτός ως βάση για την αναγνώριση προσφυγικής ιδιότητας.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι η δίωξη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων αποτελεί έναν από τους αναγνωρισμένους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας δυνάμει του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του άρθρου 10(1)(ε) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Κατά τη νομολογία, πολιτική πεποίθηση νοείται όχι μόνον ως ρητή κομματική τοποθέτηση, αλλά και ως κάθε άποψη σχετική με την οργάνωση, τη διακυβέρνηση ή την πολιτική ζωή ενός κράτους, η έκφραση ή η απόδοση της οποίας ενδέχεται να προκαλέσει δίωξη[2]. Η αξιολόγηση τέτοιων ισχυρισμών απαιτεί ιδίως την εξέταση της εσωτερικής συνοχής και λογικής συνέπειας των δηλώσεων του αιτητή, της γνώσης και συμμετοχής του στις πολιτικές δραστηριότητες, καθώς και της προσωπικής στοχοποίησής του. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA)[3] επισημαίνει ότι η ουσιώδης σύνδεση μεταξύ των πράξεων δίωξης και της πολιτικής πεποίθησης πρέπει να αποδεικνύεται με ικανό βαθμό συνοχής και λεπτομέρειας, λαμβάνοντας υπόψη και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η υποχρέωση των κρατών μελών να μην εκθέτουν άτομο σε κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, κατοχυρωμένη στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ενεργοποιείται όχι μόνον σε περιπτώσεις όπου η παραβίαση έχει ήδη συντελεστεί, αλλά και όταν υφίσταται σοβαρός και προβλέψιμος κίνδυνος τέτοιας μεταχείρισης σε περίπτωση επιστροφής. Η ίδια υποχρέωση εκτείνεται και στην προστασία της ελευθερίας της έκφρασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, ιδίως όταν η πολιτική ταυτότητα ή οι πολιτικές απόψεις του αιτητή είναι ικανές να επισύρουν μέτρα δίωξης ή σοβαρής καταστολής στη χώρα καταγωγής. Συνεπώς, η διαπίστωση ύπαρξης σοβαρού και πραγματικού κινδύνου δίωξης λόγω της έκφρασης πολιτικών πεποιθήσεων αρκεί, ανεξαρτήτως του αν η δίωξη έχει ήδη επέλθει, για να θεμελιώσει παράβαση των ανωτέρω διατάξεων και να ενεργοποιήσει την αρχή της απαγόρευσης επιστροφής (non-refoulement)..[4] Συνεπώς, η θεμελίωση αιτήματος στη βάση δίωξης για πολιτικές πεποιθήσεις προϋποθέτει λεπτομερές, συνεκτικό και αληθοφανές αφήγημα, ικανό να αποδείξει τόσο την πολιτική ταυτότητα του αιτητή όσο και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της δραστηριότητάς του και του κινδύνου δίωξης.
Εφαρμόζοντας τις ανωτέρω αρχές στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής επικαλείται φόβο δίωξης λόγω της πολιτικής του ταυτότητας ως μέλους και ηγέτη νεολαίας του κόμματος ECIDE στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ωστόσο, κατά την αξιολόγηση του ισχυρισμού αυτού, το Δικαστήριο διαπιστώνει σοβαρές ελλείψεις ως προς την εσωτερική συνοχή, τη λογική συνέπεια και την επάρκεια λεπτομερειών στις δηλώσεις του Αιτητή.
Ειδικότερα, ο Αιτητής αδυνατούσε να δώσει σαφείς και συνεκτικές απαντήσεις σε κρίσιμα ζητήματα όπως ο ακριβής χρόνος ανάληψης του ρόλου του, η περιγραφή των πολιτικών δραστηριοτήτων στις οποίες φέρεται ότι συμμετείχε, τα βασικά χαρακτηριστικά και η δομή του κόμματος ECIDE, καθώς και το περιεχόμενο των διεκδικήσεών του. Η απουσία αυτών των βασικών λεπτομερειών, σε συνδυασμό με τις αντιφατικές και αόριστες απαντήσεις του, υπονομεύει την αξιοπιστία του ισχυρισμού ότι διώκεται προσωπικά λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκτίμηση του κινδύνου δίωξης πρέπει να βασίζεται σε εξατομικευμένη ανάλυση των προσωπικών χαρακτηριστικών και των πραγματικών περιστάσεων του αιτητή, και όχι σε γενικές υποθέσεις ή στατιστικές εκτιμήσεις (βλ. ΔΕΕ, ΟΑ, C-255/19, σκ. 55-57).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής δεν κατέστησε δυνατό να αποδείξει με πειστικό και συνεκτικό τρόπο ότι οι πολιτικές του πεποιθήσεις ή δραστηριότητες είναι τέτοιες που τον καθιστούν προσωπικά στόχο δίωξης από τις Αρχές της χώρας καταγωγής.
Εξάλλου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ακόμη και η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου δίωξης λόγω πολιτικής έκφρασης μπορεί να θεμελιώσει παραβίαση των άρθρων 3 και 10 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ, Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7.7.1989, αριθ. 14038/88, σκ. 88-91· F.G. κατά Σουηδίας, 23.3.2016, αριθ. 43611/11, σκ. 111-113). Πλην όμως, στην παρούσα περίπτωση, η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς, είτε μέσω των δηλώσεων του Αιτητή είτε μέσω άλλων αποδεικτικών στοιχείων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο Αιτητής δεν κατέστησε δυνατό να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των πολιτικών του πεποιθήσεων, κατά τα οριζόμενα στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ και στη Σύμβαση της Γενεύης.
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκε με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[5]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου. (βλ.ερ.96-89 δ.φ.)
Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται ελλείψεις πληροφοριών και περιγραφικότητας στις δηλώσεις του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.
Εξάλλου, ούτε από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ούτε από τις δηλώσεις και τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και του Δικαστηρίου προκύπτουν κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάστασης, πραγματικό και προσωποποιημένο κίνδυνο δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Ο Αιτητής περιορίστηκε σε αόριστους ισχυρισμούς περί συμμετοχής του σε πολιτικές δραστηριότητες του κόμματος ECIDE και φόβου στοχοποίησής του από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, χωρίς όμως να τεκμηριώσει ειδική προσωπική έκθεση σε κίνδυνο, ούτε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί δίωξης, σύλληψης ή αναζήτησής του από κρατικά όργανα. Αντίθετα, το αφήγημά του χαρακτηρίζεται από ουσιώδεις ασάφειες, αντιφάσεις και έλλειψη κρίσιμων λεπτομερειών, ιδίως αναφορικά με τον ρόλο του στο κόμμα, τις συγκεκριμένες πολιτικές του δραστηριότητες, το χρονικό πλαίσιο της συμμετοχής του και την ταυτότητα των φερόμενων διωκτών του.
Δεν προκύπτει από κανένα σημείο της συνέντευξής του ότι αποτέλεσε αντικείμενο εξατομικευμένης στοχοποίησης από επίσημες αρχές, ούτε ότι οι πολιτικές του δραστηριότητες είχαν τέτοιο εύρος ή ένταση ώστε να επισύρουν πράξεις δίωξης σοβαρού χαρακτήρα. Ο ισχυρισμός του περί φόβου βασανιστηρίων ή κακομεταχείρισης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του προβάλλεται γενικόλογα, χωρίς επαρκή σύνδεση με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, και βασίζεται σε γενικές αναφορές περί πολιτικής αστάθειας ή διαφθοράς, οι οποίες δεν στοιχειοθετούν εξατομικευμένο κίνδυνο.
Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο Αιτητής διατρέχει πραγματικό και προσωπικό κίνδυνο δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων ή ότι η φερόμενη πολιτική του δραστηριότητα εντάσσεται σε ευρύτερο πλαίσιο στοχοποίησης ικανό να θεμελιώσει φόβο δίωξης κατά τα οριζόμενα στη Σύμβαση της Γενεύης και στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ.
Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή το «ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην §204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας. Το ευεργέτημα αυτό δίδεται μόνον όταν ο αιτητής έχει καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία και η συνολική του παρουσία είναι γενικά αξιόπιστη. Στην παρούσα περίπτωση, ο Αιτητής δεν πληροί κανένα από τα ως άνω κριτήρια.
Κατά την εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4(3) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, το στοιχείο του «βάσιμου φόβου» δίωξης αποτελεί κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου, η οποία βασίζεται αφενός στην ατομική κατάσταση του αιτητή και αφετέρου στις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης. Το αντικειμενικό στοιχείο συνίσταται στην ανάγκη να τεκμηριώνεται ο φόβος με βάση πραγματικά περιστατικά και την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής, και όχι απλώς σε υποκειμενική αίσθηση κινδύνου. Η ύπαρξη βάσιμου φόβου πρέπει να εκτιμάται βάσει αντικειμενικών συνθηκών, οι οποίες αποδεικνύονται μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, όπως αναγνωρίζεται και από την UNHCR και τον Οδηγό της ΕΥΑΑ για την αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων.[6]
Η έρευνα για τις συνθήκες στη χώρα καταγωγής (COI) είναι θεμελιώδης για την αντικειμενική θεμελίωση του αιτήματος και πρέπει να πληροί αυστηρά κριτήρια αξιοπιστίας, αμεροληψίας και επικαιρότητας. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην υπόθεση Y και Z (C-71/11 και C-99/11 σκ. 68), οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εξετάζουν τόσο τα ατομικά χαρακτηριστικά του αιτητή όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα, προκειμένου να διαπιστώσουν αν υφίσταται πραγματικός και προσωποποιημένος κίνδυνος δίωξης. Αντίστοιχα, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η αξιολόγηση του φόβου δίωξης πρέπει να συνεκτιμά τον κίνδυνο υπό το πρίσμα της πραγματικής κατάστασης της χώρας προέλευσης, με ιδιαίτερη έμφαση σε συστημικές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, ακόμη και εάν η δίωξη δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί (βλ. ΕΔΔΑ, F.G. κατά Σουηδίας, αρ. προσφ. 43611/11, σκ. 113-115).
Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που αντλήθηκαν από διεθνείς πηγές πληροφόρησης[7] (Refworld, ecoi.net, Human Rights Watch), στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, υπό την προεδρία του Φέλιξ Τσισεκέντι και τον κυβερνητικό συνασπισμό «Ιερή Ένωση του Έθνους» (USN), παρατηρούνται συνεχιζόμενοι περιορισμοί στην πολιτική δραστηριότητα της αντιπολίτευσης, περιλαμβανομένων περιστατικών αυθαίρετων συλλήψεων, περιορισμών στην ελευθερία του λόγου και παρεμβάσεων στις πολιτικές συγκεντρώσεις.
Το κόμμα ECiDé, υπό την ηγεσία του Martin Fayulu, παραμένει βασικό αντιπολιτευτικό κόμμα, έχοντας δημόσια αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εκλογής του Τσισεκέντι το 2018 και επανειλημμένα καταγγέλλει παρατυπίες και παραβιάσεις πολιτικών δικαιωμάτων. Υφίστανται τεκμηριωμένες αναφορές για περιορισμούς κατά μελών του ECiDé, συμπεριλαμβανομένων αυθαίρετων συλλήψεων και απαγορεύσεων δημόσιων εκδηλώσεων.
Ωστόσο, από τις εξωτερικές πηγές δεν προκύπτει ότι κάθε απλό μέλος ή υποστηρικτής του ECiDé εκτίθεται αυτομάτως σε κίνδυνο δίωξης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το προφίλ, η δημόσια προβολή και η έκταση της πολιτικής του δραστηριότητας. Ο Αιτητής, παρά τους ισχυρισμούς του, δεν κατέστησε δυνατό να αποδείξει με επαρκή και συνεκτικά στοιχεία ότι διατηρούσε προβεβλημένη θέση ή ότι η πολιτική του δραστηριότητα είχε τέτοια δημόσια απήχηση ώστε να προκαλέσει στοχοποίησή του από τις αρχές. Η αφήγησή του χαρακτηρίζεται από ουσιώδεις ασάφειες και αντιφάσεις, ιδίως ως προς: το χρονικό πλαίσιο και τη συχνότητα της πολιτικής του δράσης, τη φύση των δραστηριοτήτων στις οποίες συμμετείχε, και τις συνέπειες που ισχυρίζεται ότι υπέστη.
Ειδικά στην περίπτωση ισχυρισμών για δίωξη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, η ΕΥΑΑ επισημαίνει ότι η ύπαρξη κινδύνου πρέπει να τεκμηριώνεται όχι μόνο με αναφορά στην πολιτική δραστηριότητα του αιτητή, αλλά και μέσω αναλυτικής εξέτασης της κατάστασης του πολιτικού κόμματος ή κινήματος στο οποίο φέρεται να συμμετείχε, της θέσης που κατείχε και του τρόπου με τον οποίο αυτό μπορεί να έχει προκαλέσει στοχοποίησή του.[8] Συνεπώς, η εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας στην παρούσα υπόθεση απαιτεί τη συστηματική συνεκτίμηση της ατομικής πολιτικής δραστηριότητας του Αιτητή, της θέσης του στο φερόμενο πολιτικό κίνημα, της στάσης των αρχών της χώρας του έναντι τέτοιων κινήσεων και της γενικότερης κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εν λόγω χώρα.
Σε σχέση με τον Αιτητή, διαπιστώνεται ότι οι γενικοί ισχυρισμοί του περί ιδιότητας μέλους του ECiDé και συμμετοχής σε διαδηλώσεις δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ή λεπτομερή περιγραφή που να καταδεικνύει προσωπική στοχοποίησή του. Επιπλέον, διαπιστώθηκαν κενά, ασάφειες και αντιφάσεις αναφορικά με τη συμμετοχή του στο κόμμα, τις πολιτικές του δραστηριότητες και τις συνθήκες της φερόμενης δίωξής του, όπως αναλύετια εκτενώς και στην έκθεση -εισήγηση. Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση, αν και το γενικό πολιτικό περιβάλλον στη ΛΔΚ παραμένει τεταμένο και δυσμενές για την αντιπολίτευση, ο Αιτητής δεν προσκόμισε ειδικά αποδεικτικά στοιχεία ή λεπτομερή αφήγηση που να καταδεικνύουν ότι λόγω της δικής του προσωπικής συμμετοχής σε πολιτικές δραστηριότητες του ECiDé έχει στοχοποιηθεί ή αναζητείται από τις αρχές.
Η απουσία οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου για εξατομικευμένη στοχοποίηση, σύλληψη ή ποινική δίωξη σε συνδυασμό με τις γενικές και αόριστες αναφορές του Αιτητή, δεν επαρκεί για να στηρίξει τη διαπίστωση πραγματικού και προσωποποιημένου κινδύνου δίωξης υπό το πρίσμα των εξωτερικών αντικειμενικών δεδομένων.
Κατά συνέπεια, παρότι οι γενικές συνθήκες στη ΛΔΚ υποδηλώνουν την ύπαρξη περιορισμών και κινδύνων για την αντιπολίτευση, στο παρόν στάδιο δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος δίωξης του Αιτητή βάσει εξατομικευμένης ανάλυσης της προσωπικής του κατάστασης, όπως απαιτείται από το ενωσιακό και διεθνές προσφυγικό δίκαιο.
Συνεπεία των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά τη διαπιστωμένη ύπαρξη γενικών περιορισμών και κινδύνων για τα μέλη της αντιπολίτευσης στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ο Αιτητής δεν κατέστησε δυνατό να αποδείξει, βάσει επαρκών και συνεκτικών στοιχείων, την ύπαρξη σοβαρών λόγων να πιστεύεται ότι, λόγω της προσωπικής του πολιτικής δραστηριότητας ή της ιδιότητάς του ως μέλους του ECiDé, διατρέχει πραγματικό και προσωποποιημένο κίνδυνο δίωξης. Ως εκ τούτου, το αίτημά του για αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος στη βάση των πολιτικών του πεποιθήσεων απορρίπτεται.
Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωσή του. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που ορθώς έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα.
Προχωρώντας, θα συμφωνήσω επίσης με τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση, όπως αναλύονται δια της έκθεσης-εισήγησης. Στη βάση των αποδεκτών στοιχείων της παρούσας υπόθεσης, ήτοι της ταυτότητας, του προσωπικού προφίλ και του τόπου τελευταίας διαμονής του Αιτητή, κρίνεται ότι δεν προκύπτει οποιοσδήποτε εξατομικευμένος και βάσιμος ισχυρισμός ικανός να θεμελιώσει τον κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Ειδικότερα, από την ανάλυση του φακέλου της υπόθεσης και της προσωπικής συνέντευξης, διαπιστώνονται τα εξής: Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και τόπος τελευταίας διαμονής του ήταν η Κινσάσα, περιοχή η οποία, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών (βλ. ερ. 59-66 δ.φ.), δεν βρίσκεται σε κατάσταση γενικευμένης βίας ή εκτεταμένων εχθροπραξιών.Ο Αιτητής δηλώνει άγαμος και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, ενώ δεν υφίσταται τεκμηριωμένη στενή οικογενειακή υποστήριξη εντός ή εκτός Κύπρου. Η οικογενειακή του κατάσταση (με απώλεια γονέων και ύπαρξη συγγενών στην Κινσάσα) δεν αναδεικνύει λόγους αδυναμίας επανεγκατάστασης στην περιοχή τελευταίας διαμονής του. Ο Αιτητής διαθέτει ολοκληρωμένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γνώση των τοπικών γλωσσών (Lingala και Γαλλικά) και δεν προκύπτει αντικειμενική αδυναμία κοινωνικής και επαγγελματικής αποκατάστασής του. Κατά δήλωσή του, ανέφερε ενασχόληση με πολιτικές δραστηριότητες περιορισμένου χαρακτήρα (συμμετοχή σε πολιτικό κόμμα χωρίς ανάληψη ηγετικού ή εκτεθειμένου ρόλου). Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του και της έλλειψης σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται αξιόπιστοι ούτε επαρκείς για να στοιχειοθετήσουν κίνδυνο δίωξης.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται ότι η επιστροφή του Αιτητή στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, και ειδικότερα στην Κινσάσα, θα τον εξέθετε σε πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ελλείψει εξατομικευμένων παραγόντων που να καταδεικνύουν προσωπική στοχοποίησή του ή ιδιαίτερη ευαλωτότητα, δεν στοιχειοθετείται παραβίαση της υποχρέωσης των αρχών να διασφαλίζουν την τήρηση της απαγόρευσης επιστροφής (non-refoulement) υπό το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, τις συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή τελευταίας διαμονής του και την έλλειψη εξατομικευμένων λόγων φόβου, κρίνεται ότι δεν τεκμηριώνεται πραγματικός κίνδυνος δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ούτε κίνδυνος σοβαρής βλάβης κατά το άρθρο 15 αυτής Οδηγίας. Ως εκ τούτου, η επιστροφή του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κρίνεται εφικτή και συμβατή με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και δη στην Κινσάσα, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η έννοια αυτή ορίζεται στο άρθρο 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2)(α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, στοχοποίηση από κρατικό ή μη κρατικό φορέα, ή άλλη μορφή σοβαρής βλάβης. Αντιθέτως, οι επικληθέντες ισχυρισμοί του κρίθηκαν αναξιόπιστοι τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο, χωρίς να προκύπτουν επαρκή τεκμηριωτικά στοιχεία που να καθιστούν βάσιμο τον κίνδυνο που επικαλείται.
Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των ανωτέρω άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση, τέτοιες εξατομικευμένες περιστάσεις δεν διαπιστώνονται.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθυμίζει ότι, κατά την απόφαση C-621/21, WS[9], ενδεχόμενη απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 15(α) ή (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και όταν προέρχεται από μη κρατικό φορέα, εφόσον στοιχειοθετείται πραγματικός και εξατομικευμένος κίνδυνος σοβαρής βλάβης. Εν προκειμένω, ωστόσο, όπως ήδη εξετάστηκε, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί απειλών και δίωξης κρίθηκαν ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστοι και, ως εκ τούτου, ουδεμία τεκμηριωμένη βάση υπάρχει για εφαρμογή των ανωτέρω άρθρων.
Δεν προέκυψε επίσης οποιαδήποτε ευαλωτότητα υγείας ή ανάγκη ιατρικής μεταχείρισης, που να εγείρει ζητήματα προστασίας υπό το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, κατά την έννοια της απόφασης Paposhvili v. Belgium[10].
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Σημειώνεται ωστόσο κατά την πρόσφατη απόφαση C-901/19, CF και DN[11], το Δικαστήριο επισήμανε ότι η σχετική εκτίμηση απαιτεί ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της γεωγραφικής έκτασης, της έντασης των βιαιοτήτων και της φύσης των επιθέσεων.
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην Kinshasa.
Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη- διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων.[12] Δραστηριοποίηση των ως άνω ομάδων προκύπτει στις ανατολικές επαρχίες North και στο South Kivu και όχι στην Kinshasa.[13]
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 24/02/2024 με 21/02/2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 29 περιστατικά ασφαλείας με 239 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 12 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (19 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες) και 2 ως διαδηλώσεις (καμία απώλεια).[14]
Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [15]
Ενδεικτικά αναφέρεται περαιτέρω ότι κατά το 2025, συγκεκριμένα κατά την περίοδο 01/01/2025- 21/03/2025, έχουν καταγραφεί 8 περιστατικά ασφαλείας με 16 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 4 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (3 απώλειες), τα 3 ως μάχες (13 απώλειες) και 1 ως εξέγερση (καμία απώλεια).[16] Εκ των 8 περιστατικών ασφαλείας, τα 5 στοχοποίησαν αμάχους, ενώ από το σύνολο των 16 θυμάτων, τα 3 ήταν άμαχοι.[17]
Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[18]
Εν προκειμένω, η πόλη Kinshasa, ως τόπος καταγωγής και επιστροφής της Αιτήτριας, σύμφωνα με έγκυρες διεθνείς πηγές (ACLED, RULAC, Crisis24), δεν συνιστά ζώνη ένοπλης σύρραξης ή αυθαίρετης και αδιάκριτης άσκησης βίας. Αντιθέτως, οι συγκρούσεις παραμένουν εντοπισμένες σε απομακρυσμένες ανατολικές επαρχίες, ενώ τα καταγεγραμμένα περιστατικά στην Kinshasa κατά την περίοδο 2024–2025 είναι σποραδικά, με μη συστημικό χαρακτήρα και χαμηλή αναλογία θυμάτων μεταξύ αμάχων.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει την ύπαρξη του απαιτούμενου επιπέδου γενικευμένης βίας στην περιοχή επιστροφής, ούτε συντρέχουν επαρκείς εξατομικευμένες περιστάσεις που να ενεργοποιούν την αρχή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας. Ως εκ τούτου, η υπαγωγή του Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίπτεται.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της παρούσας διοικητικής απόφασης, καταλήγω ότι η αίτηση του Αιτητής εξετάστηκε πλήρως και επιμελώς σε κάθε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και ορθώς απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.
Η Διοίκηση ορθώς κατέληξε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους που αναγνωρίζονται από τη Σύμβαση της Γενεύης. Επιπλέον, δεν στοιχειοθετήθηκε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό οποιοδήποτε σκέλος του άρθρου 19(2), ώστε να δικαιολογείται υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού. (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ v. Yπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427),
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf
[2] UNHCR, Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status, παραγρ. 80-84· FRA, Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία σε θέματα ασύλου, συνόρων και μετανάστευσης, Έκδοση 2020, σελ. 134-135· ΔΕΕ, υπόθεση C-255/19, ΟΑ, σκ. 55-57· Ανώτατο Δικαστήριο Καναδά, Attorney General v. Ward [1993] 2 SCR 689· Immigration Appeal Tribunal (Ηνωμένο Βασίλειο), Gomez (non-state actors: Acero-Garces disapproved) [2000] UKIAT 00007· Supreme Court (Ηνωμένο Βασίλειο), RT (Zimbabwe) [2012] UKSC 38
[3] EUAA, Judicial Analysis on Qualification for International Protection, 2η έκδοση, 2023, σελ. 49-53· EUAA, Practical Guide on Evidence Assessment, Έκδοση 2022, σελ. 91 και 98.
[4] Βλ. ΕΔΔΑ, Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση 7 Ιουλίου 1989, αριθ. προσφυγής 14038/88, σκ. 88-91 (η απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης μεταχείρισης ενεργοποιείται σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου)· D. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση 2 Μαΐου 1997, αριθ. προσφυγής 30240/96, σκ. 49-54 (ο σοβαρός κίνδυνος επαρκεί για παραβίαση του άρθρου 3)· F.G. κατά Σουηδίας (Μεγάλη Σύνθεση), απόφαση 23 Μαρτίου 2016, αριθ. προσφυγής 43611/11, σκ. 111-113 (υποχρέωση εξέτασης μελλοντικού κινδύνου λόγω πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων)· Najafli κατά Αζερμπαϊτζάν, απόφαση 2 Οκτωβρίου 2012, αριθ. προσφυγής 2594/07, σκ. 49-54 (δίωξη λόγω πολιτικής έκφρασης).
[5] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C-277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[6] EUAA, Practical Guide: Evidence Assessment and Credibility, 2022, σελ. 91 και 98· UNHCR, Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status, παραγρ. 38 και 42· EUAA, Qualification for International Protection – Judicial Analysis, 2η έκδοση 2023, σελ. 49-50.
[7] Human Rights Watch, Democratic Republic of Congo: Crackdown on Opposition Ahead of Elections, 22 Αυγούστου 2023, διαθέσιμο στο hrw.org· ecoi.nethttps://www.hrw.org/news/2023/08/22/dr-congo-crackdown-opposition-ahead-elections, Congo, Democratic Republic - Country Policy and Information Note: Opposition to the Government, Home Office, Ιούλιος 2023, διαθέσιμο στο ecoi.net·https://www.ecoi.net/en/file/local/2100648/COD%2BCPIN%2BOpposition%2Bto%2Bthe%2BGovernment.pdf Freedom House, Freedom in the World 2023 – Congo, Democratic Republic of (Kinshasa), διαθέσιμο στο freedomhouse.org. https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2023
[8] EUAA, Judicial Practical Guide: Qualification for International Protection based on Political Opinion, 2022, σελ. 32-33.
[9] ΔΕΕ, WS κατά Bundesrepublik Deutschland, C-621/21, απόφαση της 8.11.2022, σκέψεις 41–44.
[10] ΕΔΔΑ, Paposhvili κατά Βελγίου, προσφυγή αρ. 41738/10, απόφαση της 13.12.2016, σκέψεις 178–183
[11] ΔΕΕ, CF και DN κατά Bundesrepublik Deutschland, C-901/19, απόφαση της 10.6.2021, σκέψεις 43–47.
[12] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord
[13] International Crisis Group, Crisis Watch, February 2025, available at: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch
[14] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 23/03/2024 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/2025)
[15] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/2025)
[16] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. Πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 01/01/2025 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/2025)
[17] Ό.π. Για τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με την στοχοποίηση αμάχων, χρησιμοποιήθηκε το φίλτρο “Civilian Targeting” στο σημείο 9 της βάσης (9. See results by event type- “Yes”, Category “Civilian Targeting”).
[18] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο