R.E.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 760/2024, 16/4/2025
print
Τίτλος:
R.E.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 760/2024, 16/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  760/2024

16 Απριλίου 2025

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρα 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

R.E.K. από το Καμερούν και τώρα στη Λευκωσία

Αιτητής

-και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω  της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                             

                                                                              Καθ’ ων η Αίτηση

 

Α. Πλιάκα (κα) για Διονυσία Κυριάκου  (κα), Δικηγόρος Αιτητή

Ε. Ιωάννου  (κα), για Β. Θωμά (κα) Δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο  Αιτητής αιτείται:

Δήλωση  και/ή  απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 31/01/2024, με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία  απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο και ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε οποιονδήποτε λόγο για να του παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας, είναι παράτυπη , αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

Περαιτέρω αιτείται απόφασης  με την οποία να αναγνωρίζεται στον Αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας .

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

O Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν. Αφίχθηκε παράνομα  στις 11/04/2022 στην Κυπριακή Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων από την Τουρκία περιοχών. Στις 16/05/2022 υπέβαλε αίτηση ασύλου. Στις 15/12/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή  στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 29/1/2024 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση/εισήγηση την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.  Στις  31/01/2024 ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος Λειτουργός ενέκρινε την εν λόγω έκθεση/εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Στις 13/02/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή. H επιστολή παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν .

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ως προς τους νομικούς ισχυρισμούς της προσφυγής, η συνήγορος του Αιτητή εντέλει προβάλλει και προωθεί  πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και τον Νόμο  εφόσον οι αναφορές του Αιτητή δεν έτυχαν ορθής απόδοσης.

Επίσης, ισχυρίστηκε πως η απόφαση στερείται Καθ’ων η αίτηση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας όσο αφορά τους ισχυρισμούς του Αιτητή όσο και για τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα καταγωγής του Αιτητή

Οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά θα πρέπει να τονιστεί ότι τα νομικά σημεία στην αίτηση του Αιτητή είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας  έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία.»

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Είναι δε ευδιάκριτο ότι οι νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή είναι με γενικότητα που προβάλλονται τόσο στο δικόγραφο της προσφυγής του όσο και με την γραπτή αγόρευση του . Η συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευση της και επικαλείται παραβιάσεις το Συντάγματος, του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης.

Η αγόρευση συνιστά το μέσο ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας  που στην παρούσα δεν προκύπτει. Είναι δε εμφανές ότι η συνήγορος του Αιτητή επαναλαμβάνει τα νομικά σημεία όπως αυτά καταγράφονται στο δικόγραφο της προσφυγής τα οποία ωστόσο δεν αιτιολογούνται.

«Για να καταστεί το θέμα επίδικο,  πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56».Σταυρος Μαραγκός  (2006) 3 ΑΑΔ 671 και Κυπριακή Δημοκρατία, (2006) 3 ΑΑΔ 671

Αναφορικά με το ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας  έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ.απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ΄ ων  η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους .

O Αιτητής κατά την συμπλήρωση της αίτησης διεθνούς προστασίας του δήλωσε ότι είναι υπήκοος Καμερούν, με τόπο γέννησης το χωριό Muea της περιοχής Buea της επαρχίας Fako, στο Νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, είναι Χριστιανός στο θρήσκευμα, και είναι ηλικίας σήμερα 35 ετών. Κατά την καταγραφή δήλωσε ότι ήταν μονήρης. Εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 04/04/2022 και εισήλθε μέσω των μη ελεγχόμενων από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών στις 06/04/2022.

Κατά την συνέντευξη του ο Αιτητής προσέθεσε ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και συγκεκριμένα ότι σπούδασε Marketing. Αναφορικά με την επαγγελματική του κατάσταση, δήλωσε ότι τον Δεκέμβριο 2011 ξεκίνησε να εργάζεται στο Cameroon Development Cooperation (CDC), προσθέτοντας ότι από το 2017 ως το 2022 δούλευε στη Limbe.

Δήλωσε επίσης ότι έχει έναν γιο 8 χρονών, τον οποίο φροντίζει η μητέρα του που ζει στην Limbe. H μητέρα του παιδιού του είναι αισθητικός. Ο πατέρας του βρίσκεται στη Γερμανία και δεν έχει αδέρφια. Σχετικά με τον τόπο καταγωγής του δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό Muea της περιοχής Buea της επαρχίας Fako, στο Νοτιο – Δυτικό τμήμα της χώρας, ωστόσο το 2017 μετακινήθηκε στη Limbe για επαγγελματικούς λόγους, όπου και διέμεινε μέχρι να φύγει από το Καμερούν.

Αναφορικά με το ταξίδι του, ισχυρίστηκε ότι διευθέτησε το ταξίδι του με την βοήθεια του πατέρα του, ο οποίος συνεισέφερε οικονομικά .

Κατά την αίτηση διεθνούς προστασίας του ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του επειδή τα τελευταία δέκα χρόνια δούλευε στο ‘’Cameroon Development Cooperation (CDC)’’ και μετά το ξέσπασμα την αγγλόφωνης κρίσης, οι αυτονομιστές άρχισαν να τους ενοχλούν επειδή δεν ήθελαν να συνεχίσουν να εργάζονται  για την κυβέρνηση και τους ζήτησαν  να σταματήσουν να εργάζονται εκεί. Ωστόσο ο Αιτητής λόγω της θέσης του ως υπεύθυνος των εργαζομένων στην επιχείρηση πιέστηκε από την κυβέρνηση να συνεχίσει να εργάζεται εκεί. Οι αυτονομιστές θύμωσαν και άρχισαν να τους απαγάγουν, να τους κόβουν τα  δάχτυλα και να τους απειλούν.

Κατά τη συνέντευξη, καταρχάς ισχυρίστηκε ότι έφυγε επειδή φοβόταν τους αυτονομιστές, οι οποίοι, μετά το ξέσπασμα της Αγγλόφωνης κρίσης διεκδίκησαν τον διαχωρισμό του Καμερούν. Για αυτό, η κυβέρνηση του αγγλόφωνου τμήματος, οι Ambazonians, ζήτησαν από την εταιρία στην οποία εργαζόταν να τερματίσει  τις εργασίες της .

Περαιτέρω, ο Αιτητής πρόσθεσε ότι όσοι συνέχισαν να δουλεύουν στην εταιρία CDC, δέχονταν επιθέσεις από τους οι Ambazonians σκοτώνοντας, απαγάγοντας  και ακροτηρίαζαν τους. Δήλωσε πως  οι Ambazonians προέβαίναν σε τρομακτικές θηριωδίες. Όσον αφορά τον ίδιο προσωπικά, ισχυρίστηκε ότι, όντας υπεύθυνος εργαζομένων, δεν μπορούσε να σταματήσει να εργάζεται, με αποτέλεσμα, να βάζει σε κίνδυνο τη δική του ζωή και τη ζωή των μελών της οικογένειάς του, επειδή κάποιοι από τους αυτονομιστές που τον γνώριζαν προσωπικά, ως πρώην εργαζόμενοι στην εταιρία αυτή και είχαν απολυθεί, αποπειράθηκαν να τον απαγάγουν και να του κάνουν κακό, χωρίς όμως να ξέρει τί ακριβώς επρόκειτο να του κάνουν αν τον συναντούσαν. Του έστειλαν επίσης απειλητικά μηνύματα για τη ζωή του για να τον εκφοβίσουν, με αποτέλεσμα να φοβηθεί και να τερματίσει  την δουλειά του. Τότε  αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα, καθώς φοβήθηκε ότι οι Ambazonians θα τον σκοτώσουν όπως  έκαναν τους συναδέλφους του.

Κληθείς να διευκρινίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στο Καμερούν, απάντησε ότι οι Ambazonians θα τον κυνηγήσουν γιατί η αγγλόφωνη κρίση έχει χειροτερεύσει. 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός είχε θέσει περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις στον Αιτητή προς περαιτέρω διερεύνηση των ισχυρισμών του. 

 

Την 31/01/2024 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα ασύλου του Αιτητή.  Ως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε την απόφαση της υπό το φως των όσων δήλωσε ο Αιτητής με την υποβολή της αίτησης του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, τα όσα ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξη του.

Κατά την εισηγητική του έκθεση, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς:1)Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία /προφίλ του Αιτητή

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά στα απειλητικά μηνύματα από τους Ambazonians που δεχόταν ο Αιτητής λόγω της εργασίας του στην εταιρία ανάπτυξης του Καμερούν.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενη τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο του, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής, καθώς ο Αιτητής αξιολογήθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος ενόψει του ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τους Ambazonians και την κατ’ ισχυρισμό απόπειρα απαγωγής του από τους αποσχιστές όσο και τις απειλες που δεχόταν  για τους λόγους που αναφέρονται στην Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, στην Έκθεση-Εισήγησή της, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε κάποιες πληροφορίες από εξωτερική πηγή πληροφόρησης που επιβεβαιώνουν τον κίνδυνο που διατρέχουν οι πολίτες στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν και ότι μπορεί να αποτελέσουν θύματα αυθαίρετων συλλήψεων και παράνομης κράτησης, κλοπών, εκβιασμών, και σωματικής βίας από αυτονομιστές. Ελλείψει ωστόσο στοιχειοθέτησης εσωτερικής αξιοπιστίας στις δηλώσεις του Αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του.

Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση του δεύτερου ισχυρισμού, καταγράφηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό. οι απαντήσεις του σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν σε αυτόν από τους Ambazonians οποίοι κρίθηκαν μη ικανοποιητικές και ανεπαρκείς, ενώ επίσης παρουσιάζονται και αντιφάσεις. Είναι η θέση της Υπηρεσίας Ασύλου πως ο Αιτητής δεν παρείχε καμιά πληροφορία αναφορικά με τα γεγονότα που συνέβησαν σε αυτόν από τους Ambazonians, διευκρινίζοντας ότι δεν συνέβη τίποτα στον ίδιο από τους Ambazonians, oύτε τους συνάντησε ποτέ αυτοπροσώπως. Ισχυρίστηκε πως πληροφορήθηκε ότι τον έψαξαν δύο φορές όσο έλειπε από την εργασία του ωστόσο δεν έχει στοχοποιηθεί από τους Ambazonians εφόσον οι επιθέσεις γίνονταν εναντίον όλων Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με το πώς γνωρίζει ότι τον ψάχνουν οι Ambazonians. Σε σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι το έμαθε από τους εργάτες της εταιρίας που δούλευε, καθώς όταν οι Ambazonians επιτέθηκαν στον χώρο εργασίας του ρωτούσαν για αυτόν και τον έψαχναν. Επίσης, κρίνεται ως ουσιώδη έλλειψή και  ανεπάρκεια το ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές πληροφορίες αναφορικά με το περιεχόμενο των απειλητικών μηνυμάτων που ισχυρίζεται ότι του έστειλαν οι Ambazonians. Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής ανέφερε ότι οι Ambazonians απλά ρωτούσαν πού είναι και απείλησαν ότι θα τον ψάξουν στο σπίτι του. Ωστόσο σε διευκρινιστική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, επεξήγησε ότι οι Ambazonians ποτέ δεν τον έψαξαν στο σπίτι του, και ότι η μόνη επαφή που είχε μαζί τους  ήταν τα μηνύματα που έδωσαν και στους άλλους εργαζομένους.

Περαιτέρω ερωτηθείς ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα τον εντόπιζαν πιθανώς οι Ambazonians δεν έδωσε  σαφή απάντηση.  

Επιπλέον, εντοπίζονται αντιφάσεις στους ισχυρισμούς του Αιτητή αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισής του από τους Ambazonians, καθώς σε ένα σημείο της συνέντευξής του δήλωσε ότι οι Ambazonians έκαναν προσπάθειες να τον απαγάγουν και να του κάνουν κακό, ενώ έπειτα δηλώνει ότι οι Ambazonians τον προσέγγισαν μόνο με μηνύματα που του μετάφεραν οι εργάτες της εταιρίας που εργαζόταν.

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε το προσκομισθέν έγγραφο της μισθοδοσίας του Αιτητή, καθώς και άλλα αποδεικτικά έγγραφα της εργασίας του, τεκμηριώνοντας το γεγονός ότι ο Αιτητής εργαζόταν στην εταιρία CDC

Παρ’ όλα αυτά, εντοπίστηκαν πηγές πληροφόρησης που επιβεβαίωσαν ότι το 2021 και στις αρχές του 2022 στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες του Καμερούν, μη κρατικές ένοπλες ομάδες (αυτονομιστές Ambazonians) συνέχισαν να επιτίθενται σε κυβερνητικές δυνάμεις και τον άμαχο πληθυσμό, διαπράττοντας δολοφονίες, βασανιστήρια και κακομεταχείριση σε βάρος αμάχων.

Ωστόσο, η αρνητική αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητής ήταν καθοριστική για την απόρριψη ολόκληρου του ισχυρισμού.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

 

 

Έπειτα στην αξιολόγηση κινδύνου εξετάστηκε ο μελλοντικός κίνδυνος στην βάση των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή. Με αναφορά σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη, άμα τη επιστροφή του στο Καμερούν, εξαιτίας της ένοπλης σύρραξης που επικρατεί στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, δεδομένου του αποδεκτού τελευταίου τόπου συνήθους διαμονής του ως την πόλη Limbe στη βάση εμπεριστατωμένης νομικής  ανάλυσης σε συνάρτηση με τα στοιχεία  που παρατίθενται πιο κάτω .

 Κατά την νομική του ανάλυση για την πιθανότητα υπαγωγής του Αιτητή στο προσφυγικό καθεστώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν πληρούνται τα σχετικά κριτήρια.

Σε σχέση με το καθεστώς επικουρικής προστασίας, κρίθηκε αρχικά ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει μεταχείριση, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 15 (α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[1] και αντίστοιχα 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς το άρθρο 15 (γ) και 19 (2) (γ), ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την ένοπλη σύρραξη στο νότιοδυτικό και βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. Αναλύοντας την κατάσταση και εφαρμόζοντας τα σχετικά κριτήρια από την νομολογία ως προκύπτει από την απόφαση του ΔΕΕ Elgafaji C 465/07, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει κίνδυνο σοβαρής και εξατομικευμένης απειλής κατά της ζωής του εκ της παρουσίας του και μόνον στις εκεί περιοχές. Ακολούθως, σύμφωνα με τις προσωπικές περιστάσεις του, το γεγονός ότι ο Αιτητής είναι ενήλικας υγιής άντρας, απόφοιτος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δεν είναι επαρκές για να χαμηλώσει το απαιτούμενο επίπεδο αδιάκριτης βίας, απορρίπτοντας έτσι την πιθανότητα υπαγωγής του στο καθεστώς επικουρικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Συνεπώς, το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε στην ολότητα του.

 Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε με την υποβολή της αίτησης της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και τα όσα ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξη της διαπιστώνω πως  η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής .

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή.

Ακολούθως, ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού των Καθ΄ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Ειδικότερα, πρωτίστως αναφορικά με το την προσπάθεια του να προβάλλει πως στοχοποιήθηκε από τους Ambazonians  και ότι τον έψαχνα κληθείς να παραθέσει πως  ακριβώς έλαβε αυτό χώρα, ο Αιτητής περιορίστηκε  στο να αναφέρει γενικά και αόριστα ότι το πληροφορήθηκε από τους συναδέλφους του.  Περαιτέρω ο φόβος του ότι θα τον ψάξουν αν επιστρέψει δεν τεκμηριώνεται λαμβάνοντας υπόψη την αναφορά του Αιτητή πως οι Ambazonians ουδέποτε τον έψαξαν στο σπίτι του.

Ακολούθως, εκτός από τη γενικόλογη αναφορά του ότι κινδυνεύει από τους Ambazonians παρόλο που κλήθηκε σχετικά, ήτοι  να απαντήσει  πως αυτοί θα τον εντοπίσουν αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του  δεν κατόρθωσε να δώσει μία ακριβή εξήγηση .

Ακόμα και οι πληροφορίες που παρέθεσε ο Αιτητής αναφορικά με τα περιστατικά των απαγωγών, των θανατώσεων και των βασανισμών των συναδέλφων του από τους Ambazonians, στερούνται λεπτομερειών ως ευλόγως θα αναμενόταν από τον Αιτητή ενόψει του βιωματικού στοιχείου της εν λόγω εμπειρίας.

Παρά το γεγονός ότι από τις εν λόγω παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνονται περιστατικά διακρίσεων εις βάρος αγγλόφωνων πολιτών σε γαλλόφωνες περιοχές, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται οποιαδήποτε τέτοια πρακτική εις βάρος του Αιτητή, ενόψει και της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών του Αιτητή για τους λόγους που αναλύονται στην έκθεση /εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού και  ανωτέρω, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και ως εκ τούτου απορρίπτεται στο σύνολό του.

Με βάση, συνεπώς, τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός στην υπό κρίση υπόθεση, συνάγεται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγηση της, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν σε αυτήν, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να του παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει πολλάκις νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ  ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  Κ.Α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).

Σχετική είναι και η απόφαση  υπ' αρ. 626/2010 JAFAR KALASH και ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ 1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, 2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ημερ. 08/10/2013.

Ακολούθως, σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Περαιτέρω συντάσσομαι επίσης με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με την αξιολόγηση και νομική ανάλυση της αρμόδιας λειτουργού αναφορικά με το άρθρο 19(2) (γ).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Αρχίζοντας από το βασικό σημείο της ένοπλης σύρραξης, ως έχει αναφερθεί στην υπόθεση του ΔΕΕ, ΔΕΕ C - 285/12 Aboubacar Diakite κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, υφίσταται ένοπλη σύρραξη, για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ «όταν οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή όταν δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους (παρ. 35)».

Στην υπόθεση του ΔΕΕ Elgafaji C-465/07 κατά Staatssecretaris van Justitie, καθορίστηκε ότι:

«33   [.] η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

34   Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.] κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

35  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

[.]

37 [.] η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

[.]

39   Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

Όπως προκύπτει από τη σχετική Έκθεση-Εισήγηση, ο αρμόδιος λειτουργός αφού διαπίστωσε σύμφωνα με εξωτερικές πηγές ότι η Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν βρίσκεται υπό  κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης με αποτέλεσμα να προκύπτουν περιστατικά αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εφαρμόζοντας την αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα, κατόπιν συνεκτίμησης των ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή έκρινε ότι δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε να προκύπτουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω άσκησης αδιάκριτης βίας εκ της παρουσίας του και μόνον στην εν λόγω περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει.

Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω κριτήρια, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την κατάσταση ασφαλείας γενικά στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και ειδικότερα στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν, στην οποία βρίσκεται η περιοχή καταγωγής του Αιτητή που συνιστά και τον τόπο συνήθους διαμονής του, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα του ACLED, στη νοτιοδυτική περιφέρεια για το διάστημα 20/01/2024 –17/01/2025 καταγράφηκαν 843 περιστατικά ασφαλείας με 797 απώλειες ζωών. Εξ αυτών των περιστατικών,  494 καταγράφηκαν ως βία εναντίον αμάχων (174 θάνατοι), 303 ως μάχες (604 θάνατοι), 16 ως απομακρυσμένη βία / εκρήξεις (16 θάνατοι) και 30 ως εξεγέρσεις (5 θάνατοι).[2] Στην έκθεση της που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2024 κατόπιν πληροφοριών που συλλέχθηκαν από το ACLED, το τμήμα πληροφοριών από την χώρα καταγωγής (CEDOCA) του Γραφείο Γενικού Επιτρόπου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες του Βελγίου παρουσιάζει τα περιστατικά του 2023 να έχουν πτωτική τάση σε σχέση με τις υπόλοιπες χρονιές από το 2017.[3]

Τέλος, η νοτιοδυτική περιφέρεια σύμφωνα με προβλέψεις έχει πληθυσμό 1.5 εκατομμύρια κατοίκους[4] και καλύπτει 24,571 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης.[5]

Αναφορικά με τον αόριστο ισχυρισμό περί πλάνης, έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η Διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα όπως αυτά τίθενται ενώπιον της προς κρίση.

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο.

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι  το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο Αιτητής  (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).

Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί νομικής και πραγματικής πλάνης απορρίπτεται.

Τέλος κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με  1500 € έξοδα εναντίον του Αιτητή  και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

                          

 

                                 Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[2] ACLED Explorer – Με παραμέτρους αναζήτησης ‘CameroonSud OuestPolitical Violence (Battles, Explosions / Remove Violence, Violence against Civilians, Excessive violence against Protesters, Mob Violence), Past Year of ACLED Data’, https://acleddata.com/explorer/, ημερ. πρόσβασης 23/01/2025

[3] CEDOCA, ‘COI Focus: Cameroun Regions anglophones: situation securitaire’, 28/06/2024, https://www.ecoi.net/en/file/local/2111910/coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20240628.pdf, σελ. 14, ημερ. πρόσβασης 10/01/2025

[4] City Population, ‘Cameroon’, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/, ημερ. πρόσβασης 10/01/2025


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο