
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: Τ944/24
10 Απριλίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.M. από το Καμερούν
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Η Αιτήτρια Παρούσα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 25/07/24 η οποία της κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη της αίτηση ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του νόμου.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια συμπλήρωσε μεταγενέστερη αίτηση στις 25/07/24, ακολούθησε έκθεση/εισήγηση και απόφαση απόρριψης της ως απαράδεκτης αυθημερόν, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Η παρούσα υπόθεση αφορά απόρριψη μεταγενέστερου αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία το οποίο εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στη βάση του Άρθρου 12Βτετράκις και Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Όπως ορίζεται στο σχετικό Άρθρο 16Δ του Νόμου δεν θεωρείται οτιδήποτε το οποίο υποβλήθηκε ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Αυτό το οποίο πρωτίστως αξιολογείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης είναι κατά πόσο ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης επί του αρχικού αιτήματος του. Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Εάν δε διαπιστωθεί ότι υπέβαλε νέα στοιχεία, δεν καθίσταται υποχρεωτικό για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να προβεί πάντα σε νέα κλήση του ενδιαφερόμενου σε συνέντευξη καθότι θα πρέπει τα στοιχεία αυτά (α) να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σ΄ αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και (β) ο αιτών - ενδιαφερόμενος προκύπτει να αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη και/ή αρχική διαδικασία εξέτασης ασύλου. Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία σε σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1]. Η μεθοδολογία προκαταρκτικής αξιολόγησης επί των μεταγενέστερων αιτήσεων και/ή οι προϋποθέσεις για απόφαση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης επιβεβαιώνονται και στην απόφαση ΔΕΕ C-921/19, LH v Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ.10/06/2021, ήτοι:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
(ο τονισμός δικός μου)
Πρόσθετα των πιο πάνω, σημαντικότατη πρόνοια που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις προβλέπει ότι (α) ο αιτών έχει υποχρέωση να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία, και (β) επιτρέπεται η διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς να απαιτείται η εκ νέου προσωπική συνέντευξη του αιτούντα.
Ο αρμόδιος λειτουργός που εξέτασε το μεταγενέστερο αίτημα της Αιτήτριας, ετοίμασε σημείωμα (ερυθρά 103-99 του διοικητικού φακέλου στο εξής «Δ.Φ.») με εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί ως απαράδεκτη. Γίνεται εκτενής περιγραφή από τον λειτουργό στο σχετικό σημείωμα αναφορικά με την αρχική διαδικασία ασύλου, τους λόγους που έγινε επίκληση από την Αιτήτρια στην πρώτη αίτηση ασύλου της, ότι με το μεταγενέστερο αίτημα δεν προβλήθηκαν νέοι ισχυρισμοί και/ή γίνεται επανάληψη τους, ότι η περίπτωση της εξετάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας το οποίο με απόφαση του ημερομηνίας 07/12/23 στην Προσφυγή 7581/21 την απέρριψε.
Καταρχάς η κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου ότι γίνεται επανάληψη των ισχυρισμών της Αιτήτριας στο μεταγενέστερο της αίτημα κρίνεται ορθή. Ως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη τόσο κατά την αρχική διαδικασία ασύλου και απορρίφθηκε το αίτημα της όσο και κατά την δικαστική διαδικασία στην απόφαση που προβλήθηκε με την προσφυγή 7581/21 η οποία εξετάστηκε και κατ΄ ουσία. Επομένως, η αρχική απόφαση επί του αιτήματος ασύλου της παρέμεινε ισχυρή και κατέστη τελεσίδικη. Τώρα, στο σχετικό έντυπο μεταγενέστερου αιτήματος της απαιτείτο από την ίδια την Αιτήτρια όπως καταγράψει με λεπτομέρεια τους λόγους που ζητούσε από το αρμόδιο όργανο να επανεξετάσει τον φάκελο της, όπως επίσης να επισυνάψει οποιαδήποτε έγγραφα ή στοιχεία. Είχε δε υποχρέωση βάση του σχετικού Εντύπου και σε συνάρτηση με την πρόνοια του Άρθρου 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (που τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις) να αναφέρει με σαφήνεια τα γεγονότα και/ή να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία. Στο έντυπο του αιτήματος της γίνεται επανάληψη των ισχυρισμών της χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε οι αναφορές της ότι της είχε λεχθεί από την οικογένεια της ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα της (για λόγους που απορρίφθηκαν τόσο κατά την εξέταση του αιτήματος ασύλου όσο και μετά από εξέταση-αξιολόγηση μέσω δικαστικής διαδικασίας) αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Η συνήγορος για την Αιτήτρια περιορίστηκε μόνο στα γεγονότα και/ή στοιχεία που αφορούσαν την πρώτη διαδικασία ασύλου και κανένας ισχυρισμός δεν παρουσιάστηκε που να δεικνύει τους λόγους που η Υπηρεσία Ασύλου έπρεπε να επανανοίξει τον φάκελο της και/ή να προβεί σε επανεξέταση του αιτήματος της. Η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη τόσο κατά την αξιολόγηση της αρχικής αίτησης της από την αρμόδια αρχή όσο και κατά την δικαστική διαδικασία, με το μεταγενέστερο αίτημα γίνεται επίκληση εκ νέου των λόγων που ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να επιστρέψει. Απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι ήτο θύμα εμπορίας προσώπων ή σεξουαλικής βίας το οποίο δεν εξετάστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου κατά την αρχική διαδικασία ή από το Δικαστήριο στην Προσφυγή 7581/21 – το νομικό πλαίσιο των μεταγενέστερων αιτήσεων δεν αποτελεί μέσο έφεσης. Ανεπιτυχής δε ήτο και η προσπάθεια της να υποβάλει μαρτυρία στο στάδιο αυτής της δικαστικής διαδικασίας, ενώ πρόκειται για μεταγενέστερη αίτηση όπου οι εξουσίες του Δικαστηρίου είναι περιορισμένες (για τους λόγους που αναφέρονται στην ενδιάμεση απόφαση του παρόντος δικαστηρίου). Όπως προκύπτει από την απόφαση ΔΕΕ C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ.02/09/2020, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής που αφορά μεταγενέστερο αίτημα αξιολογεί κατά πόσο:
«58. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, πρώτον, αφενός, ότι πριν από κάθε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προηγείται μια πρώτη αίτηση η οποία έχει οριστικώς απορριφθεί, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια αρχή διενήργησε εξαντλητική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει αν ο αιτών πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας. Αφετέρου, πριν καταστεί απρόσβλητη η απορριπτική απόφαση, ο αιτών έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.
59. Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.
60. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»
(ο τονισμός δικός μου)
Η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω και της ανεπάρκειας των στοιχείων που υποβλήθηκαν από την ίδια την Αιτήτρια στα πλαίσια μεταγενέστερου αιτήματος της, λήφθηκε μετά από έρευνα και δεν διαπιστώνεται πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου της, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).
Είναι εμφανές από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας υποβλήθηκε καταχρηστικά και/ή είναι αντίθετη με τους σκοπούς του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τις σχετικές πρόνοιες που θεσπίσθηκαν αναφορικά με τις μεταγενέστερες αιτήσεις. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Προσφυγή 7581/21 της Αιτήτριας απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 07/12/23 μετά από κατ΄ ουσία εξέταση και παραμένει στο έδαφος της Δημοκρατίας παράνομα έκτοτε χωρίς να ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο απομάκρυνσης της από τις αρμόδιες αρχές.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και καταχρηστική με €1600 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο