
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.Τ997/24
30 Απριλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D. L. D.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Γ. Π. Ουστάς, Δικηγόρος για τον αιτητή
Κα Ρ. Προδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.09/07/24, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν στις 16/08/24, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 06/05/21 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 17/06/21 (ερ.1-3, 10-12, 38).
Στις 11/01/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.27-38). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 03/02/22 απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.52-60). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε δια χειρός στις 03/05/22 και του μεταφράστηκε στη γαλλική, την οποία κατανοεί (ερ.64-65, 3, 11).
Κατά της ως άνω απόφασης της Υπηρεσίας ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.3452/22, που απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου στις 28/05/24 (ερ.68-114).
Στις 04/07/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία και απορρίφθηκε στις 09/07/24 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του Νόμου (ερ.122-129, 134-138). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την ως άνω απόφαση, η οποία του δόθηκε δια χειρός στις 16/08/24 στην αγγλική και του μεταφράστηκε στη γαλλική, την οποία κατανοεί (ερ.139, 3, 11).
Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής εξαιτίας «απειλών θανάτου και αυθαίρετων συλλήψεων, που γίνονταν στη χώρα [του]».
Στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε πως γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην περιοχή Ngaliema, της Κινσάσα, είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόταν σε ένα παντοπωλείο περίπου ενάμισι χρόνο, μέχρι το 2020, παντρεύτηκε το 2018 και με τη σύζυγό του απέκτησαν μια κόρη, η οποία ζει με τη σύζυγό του στο σπίτι της μητέρας του ιδίου στην Κινσάσα, ο πατέρας του πέθανε το 2012 λόγω ασθένειας και έχει τέσσερις αδερφές, που μένουν στην Κινσάσα, και έναν μεγαλύτερο αδερφό, ο οποίος βρίσκεται στις ΗΠΑ.
Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγηση, ο αιτητής ισχυρίστηκε εργαζόταν στο ταμείο ενός παντοπωλείου και, ενώ τη Δευτέρα και Τρίτη πήγε κανονικά στη δουλειά του, όταν πήγε την Τετάρτη να ξεκινήσει τη δουλειά, η γραμματέας του μαγαζιού τού είπε στον αιτητή να επιστρέψει στο σπίτι του επειδή τα χρήματα που συγκέντρωσε τις δύο προηγούμενες μέρες δεν ήταν αρκετά για το αφεντικό του. Από εκείνη τη μέρα (31/09/19) το αφεντικό του τον έστειλε πίσω στο σπίτι του και του είπε ότι θα διερευνήσουν το θέμα. Ο αιτητής πήγε σπίτι του, όπου έμεινε για τρεις ημέρες και μετά που επέστρεψε στη δουλειά του και τους ρώτησε αν είχε γίνει κάτι σχετικά με την περίπτωσή του τις τρεις αυτές ημέρες που απουσίαζε και τότε το αφεντικό του είπε να μπει σε ένα αυτοκίνητο, στις 03/09/19, και να πάει κάπου. Τον μετέφεραν με το αμάξι αυτό σε ένα σπίτι, όπου τον άφησαν για δύο μέρες και την τρίτη μέρα πήγαν και τον βρήκαν στο σπίτι αυτό και το αφεντικό του τον ρώτησε πού βρίσκονται τα χρήματα που είχε εισπράξει τη Δευτέρα και την Τρίτη. Ο αιτητής απάντησε ότι τα είχε δώσει στη γραμματέα και το αφεντικό του απάντησε ότι τα χρήματα αυτά δεν βρέθηκαν. Ο αιτητής, ως ανέφερε, είχε δώσει τα χρήματα, όπως συνηθίζονταν να γίνεται στις πωλήσεις αυτές, δηλαδή να επιστρέφουν τα χρήματα. Τότε το αφεντικό του είπε στον αιτητή ότι δεν είχε εισπράξει τα χρήματα αυτά και ότι ο αιτητής έπρεπε να του τα δώσει επειδή τα χρειαζόταν, διαφορετικά θα του έκανε κακό. Ως του ανέφερε το αφεντικό του, θα τον άφηνε ελεύθερο με τον όρο να του επιστρέψει τα χρήματα αυτά σε δύο εβδομάδες. Ο αιτητής απάντησε ότι τα χρήματα αυτά τα είχε ήδη επιστρέψει και ότι δεν μπορούσε να βρει άλλα χρήματα, και το αφεντικό απάντησε ότι δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει, επαναλαμβάνοντας πως ο αιτητής έπρεπε να του επιστρέψει τα χρήματα αυτά σε δύο εβδομάδες.
Ύστερα από αυτά το αφεντικό τον απελευθέρωσε και τον άφησε να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο αιτητής επέστρεψε στο σπίτι του και μετά από δύο εβδομάδες του τηλεφώνησε το αφεντικό του και τον ρώτησε αν είχε τα χρήματα που του είχε ζητήσει. Ο αιτητής του επανέλαβε ότι τα χρήματα τα είχε δώσει στη γραμματέα όπως συνήθιζε να κάνει και ότι στην παρούσα φάση δεν είχε καθόλου χρήματα για να του δώσει. Τότε το αφεντικό τού είπε ότι αφού δεν έχει χρήματα να του επιστρέψει, θα ξεπλήρωνε την οφειλή με «διαφορετικό τρόπο». Όταν ο αιτητής ρώτησε να μάθει πως, το αφεντικό του τού είπε ότι για να του ξεπληρώσει την οφειλή αυτή έπρεπε να γίνει «η σύζυγος του». Τότε ο αιτητής του απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να γίνει και το αφεντικό απάντησε ότι αν δεν του επιστρέψει τα χρήματα αυτά θα πρέπει να αποδεχτεί τους όρους του. Ο αιτητής του απάντησε τότε ότι ούτε τα χρήματα είχε να του επιστρέψει, ούτε θα έκανε αυτό που του ζητούσε και τότε το αφεντικό του τού απάντησε ότι είναι ικανός να τον βλάψει και τον απελευθέρωσε. Τότε ο αιτητής επέστρεψε στο σπίτι του και είπε στη μητέρα του ότι το αφεντικό του τον κρατούσε σε ένα σπίτι για να του επιστρέψει τα χρήματα και της είπε όλα αυτά που είχαν συμβεί με το αφεντικό του και η μητέρα του τού είπε ότι θα πάει να βρει το αφεντικό του και θα του μιλήσει για το θέμα αυτό. Ο αιτητής πήγε εν τέλει μαζί με τη μητέρα του να βρουν το αφεντικό του, αλλά αυτός αρνήθηκε να τους συναντήσει και εκείνοι έφυγαν χωρίς να τον δούνε. Μετά από δύο εβδομάδες το αφεντικό τηλεφώνησε, λέγοντάς του ότι αφού τώρα πάει να τον βρει συνοδευόμενος από άλλα άτομα, θα του κάνει κακό και ότι αν δε συμμορφωθεί με τους όρους που του έχει θέσει, θα τον σκοτώσε και έκλεισε το τηλέφωνο απότομα. Δύο μέρες μετά του τηλεφώνησε ξανά για να συναντηθούν. Ο αιτητής πήγε στη συνάντηση, όπου συναντήθηκαν σε ένα εστιατόριο και το αφεντικό του είπε ότι είναι η τελευταία φορά που του τηλεφώνησε και ότι σε περίπτωση που του τηλεφωνήσει ξανά δε θα είναι για καλό, και μετά έφυγε.
Στις 31/07/19, ως ανέφερε, ο αιτητής πήγε σε μια στάση λεωφορείου, καθώς επρόκειτο να συναντήσει έναν φίλο του στις 7 μ.μ., βγήκε στη στάση περιμένοντας για ταξί και τότε είδε ένα όχημα τύπου τζιπ και κάποιον να βγαίνει απ’ αυτό, ο οποίος του είπε ότι τον ήθελε κάποιος που βρισκόταν μέσα στο όχημα. Τότε ο αιτητής πλησίασε το όχημα για να δει ποιος τον ζητούσε και τότε το άτομο αυτό τον έσπρωξε μέσα στο όχημα και έφυγε τρέχοντας. Τον μετέφεραν σε ένα μεγάλο σπίτι, ως ανέφερε ο αιτητής, όπου έμεινε για 4 ημέρες και μετά το αφεντικό του ήρθε εκεί και του είπε ότι ήταν η τελευταία προειδοποίηση και πως αν δε συμμορφωθεί με τους δικούς του όρους θα τον σκοτώσει. Ο αιτητής του απάντησε ότι συμφωνεί μαζί του και τότε το αφεντικό του τον απελευθέρωσε και ο αιτητής πήγε στη μητέρα του, η οποία του είπε ότι, αφού τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι, πρέπει να φύγει από τη χώρα. Έτσι, ο αιτητής πήγε και βρήκε έναν φίλο του πατέρα του, ο οποίος ξεκίνησε τις διαδικασίες του ταξιδιού του.
Κληθείς να διευκρινίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη ΛΔΚ, ο αιτητής απάντησε ότι το αφεντικό του θα τον σκοτώσει. Σε ερώτηση σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να είπε αρχικά ότι η γραμματέας του είπε να επιστρέψει στο σπίτι του λέγοντάς του ότι θα εξέταζαν το θέμα της απώλειας χρημάτων από το μαγαζί στις 31/09/19, και έπειτα να είπε ότι τρεις μέρες αργότερα επέστρεψε στο μαγαζί και του είπαν να μπει σε ένα αυτοκίνητο, λέγοντας ότι η μέρα αυτή ήταν 03/09/19 ο αιτητής απάντησε ότι τελικά η μέρα αυτή ήταν 03/10/19. Περαιτέρω, σε ερωτήσεις για τον χρόνο και τόπο κράτησης του αιτητή με το αυτοκίνητο αυτό, όπως επίσης και για τον τρόπο που κατάφερε να φτάσει στο σπίτι του αφού τον άφησαν να φύγει από εκεί ο αιτητής απάντησε ότι κρατούνταν σε ένα ημιτελές σπίτι και ότι, αφού τον άφησαν, του είπαν να προχωρήσει ευθεία και θα δει μοτοσυκλέτες που θα τον μεταφέρουν σε στάση του λεωφορείου. Σε ερώτηση για ποιον λόγο πιστεύει ότι κατηγόρησαν τον ίδιο ότι πήρε τα χρήματα και όχι κάποιον άλλο υπάλληλο ο αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει και ότι ακόμα αναρωτιέται γιατί. Περαιτέρω, ο αιτητής ρωτήθηκε πού και πότε έγινε η συνάντηση που ισχυρίστηκε με το αφεντικό του, αναφέροντας ότι έγινε τον Οκτώβριο του 2019 σε ένα εστιατόριο. Στη συνέχεια ο αιτητής ρωτήθηκε πώς είναι δυνατό το περιστατικό κατά το οποίο ένα τζιπ τον βρήκε σε μια στάση λεωφορείου, τον πήρε μαζί του και κρατήθηκε για τέσσερις μέρες, να συνέβη στις 31/07/19, ενώ οι κατηγορίες σε βάρος ξεκίνησαν στις 31/09/19, ανέφερε ότι τελικά το περιστατικό αυτό με το τζιπ συνέβη στις 31/11/19. Ακόμα ο αιτητής, ερωτώμενος αν το αφεντικό του έκανε κάτι σε βάρος του από τις 31/11/19 μέχρι τις 30/03/21, όταν και έφυγε από τη χώρα καταγωγής, απάντησε αρνητικά, αναφέροντας ότι δεν έβγαινε έξω και ούτε χρησιμοποιούσε το τηλέφωνό του.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής εντόπισαν και αξιολόγησαν 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής απειλήθηκε από το πρώην αφεντικό του
3. Το πρώην αφεντικό του αιτητή τον αναζητεί
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του, αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό, απέρριψαν όμως τον 2ο και 3ο ουσιώδεις ισχυρισμούς ως αναξιόπιστους.
Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει καμία λεπτομέρεια επί όλων όσων ανέφερε, δεν μπορούσε να καθορίσει τον χρόνο που έγιναν τα κατ’ ισχυρισμό συμβάντα των απαγωγών, κρατήσεων και απειλών που υπέστη και δέχθηκε, τα όσα δε ανέφερε δεν διατηρούσαν λογική και χρονική συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του, κατόπιν υποδείξεων των χρονικών ασυνεπειών που εντοπίστηκαν, ο αιτητής άλλαξε δις το χρονικό πλαίσιο που έλαβαν χώρα τα όσα εξιστόρησε, οι δε απαντήσεις του επί όλων των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν ενείχαν ασάφειες, χωρίς να είναι σε θέση και πάλι να αναφέρει βιωματικές λεπτομέρειες και στοιχεία για τα όσα ο ίδιος εξιστόρησε. Ομοίως, σε σχέση με τα όσα ισχυρίστηκε περί του ότι το πρώην αφεντικό του τον αναζητά ακόμη, ο αιτητής υπήρξε γενικόλογος και ασαφής, αναφέροντας ότι μερικές φορές βλέπει κάποιο τζιπ να τον προσεγγίζει και μετά να απομακρύνεται, επιβεβαιώνοντας ωστόσο ότι για διάστημα πέραν του ενός έτους, ουδέν σχετικό συνέβη στον ίδιο. Δεδομένου δε του ότι, ως κρίθηκε, αμφότεροι οι ως άνω ισχυρισμοί έχουν έντονο προσωπικό στοιχείο, οι καθ’ ων η αίτηση δεν έκριναν σκόπιμη την αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) σχετικά και απέρριψαν τον 2ο και 3ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστούς.
Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση ασύλου του αιτητή απορρίφθηκε και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Στην επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι είναι ομοφυλόφιλος και είναι «εδώ λόγω εξευτελισμού από την οικογένεια [του] και γι’ αυτό [ήρθε] εδώ για να [ζητήσει] προστασία».
Συνέπεια των ανωτέρω, ως αναφέρεται στην επίδικη έκθεση (ερ.135-136), οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την επίδικη αίτηση για τον λόγο ότι τα όσα κατέγραψε ο αιτητής περί ομοφυλοφιλίας δεν είχαν αναφερθεί προηγουμένως εξ υπαιτιότητας του ιδίου. Απέρριψαν λοιπόν για τον λόγο αυτό την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη, δεδομένης και της προηγούμενης προσφυγής του (3452/22) και λαμβανομένου υπόψη του ότι στη συνέντευξη που έγινε στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής είχε αναφέρει ότι διατηρεί καλές σχέσεις με την οικογένεια του, είναι δε μάλιστα νυμφευμένος, πατέρας ενός παιδιού, το οποίο διαμένει με τη σύζυγο του και την μητέρα του (ερ.34-35).
Ο αιτητής στην προσφυγή δικογραφεί αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς.
Στις γραπτές του αγορεύσεις ο ευπαίδευτος συνήγορος του εγείρει ισχυρισμό που άπτεται του κατά πόσο η επίδικη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως, ο οποίος, μετά από παρέμβαση των συνηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, μετά από κλήση του Δικαστηρίου, αποσύρθηκε. Δεδομένης της απόσυρσης του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας απομένει να εξεταστούν τα όσα ο αιτητής αναφέρει περί του ότι δεν έγινε εν προκειμένω δέουσα έρευνα των νέων ισχυρισμών στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού, για τα οποία ουδέποτε κλήθηκε να εξηγήσει γιατί δεν τα ανέφερε προηγουμένως και τα οποία, ως νέοι ισχυρισμοί, θα έπρεπε να εξεταστούν επί της ουσίας, επί των οποίων αναφέρθηκε και στις διευκρινήσεις τις παρούσας.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, ελήφθη στα πλαίσια ορθής και επιμελούς διαδικασίας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και τα ευρήματα τους επί του απαράδεκτου της είναι εύλογα και ορθά.
Επί του νομικού πλαισίου σημειώνω τα εξής.
Στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος, στα πλαίσια εξέτασης του παραδεκτού, του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας εξέταση αυτής, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.
Η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία την πρόνοια του αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Δεδομένου δε ότι η C-921/19 (ανωτέρω) κάνει λόγο για δύο διακριτά στάδια εξέτασης, αμφότερα τα οποία αφορούν την εξέταση επί του παραδεκτού της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτηση, θεωρώ ότι, για τα κράτη μέλη τα οποία έκαναν χρήση της δυνατότητας να προσθέσουν ως λόγο απαραδέκτου τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή σχετικά με την μη προσκόμιση στοιχείων ή εγγράφων σε προηγούμενη αίτηση, αυτή δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στα πλαίσια εξέτασης του παραδεκτού της αιτήσεως, στο 2ο στάδιο της εξέτασης αυτής, ως στη εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται.
Ενόψει των ως άνω θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Τούτο γιατί στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων δύναται βεβαίως να εξεταστεί τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή αναφορικά με την μη προηγούμενη αναφορά των στην επίδικη εν προκειμένω αίτηση ισχυρισμών και αυτό έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση.
Θα συμφωνήσω λοιπόν με τα όσα επ’ αυτού αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η ως άνω προϋπόθεση της νομοθεσίας δεν ικανοποιείται εν προκειμένω καθώς δεν αποκαλύπτει ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (βλ. ερ.122. 126, σημείο 8 και 10) για ποιο λόγο αυτοί οι ισχυρισμοί περί ομοφυλοφιλίας δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως, στα πλαίσια της 1ης αίτησης που υπέβαλε, ουδέν δε ανέφερε περαιτέρω επ’ αυτού στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής. Σημειώνεται βεβαίως ότι η καταγραφή στο ως άνω σημείο της επίδικης αίτησης ότι ο αιτητής δεν αναφέρθηκε στην ομοφυλοφιλία του προηγουμένως επειδή δεν ερωτήθηκε σχετικά δεν δύναται να διαφοροποιήσει την ως άνω κατάληξη μου, δεδομένου ότι ο ίδιος ανέφερε εκτενείς και μακρύτατους ισχυρισμούς στην αφήγηση του στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως και ουδόλως αναφέρθηκε στα όσα επί της επίδικης αίτησης αναφέρει. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί ότι απαιτείται να ερωτηθεί ειδικώς και συγκεκριμένα επί του σεξουαλικού του προσανατολισμού, δεδομένου και του ότι, ως είχε τότε αναφέρει, έχει σύζυγο και παιδί και ουδέν σχετικό ισχυρισμό είχε αναφέρει. Θα πρέπει να σημειώσω ότι ισχυρισμός που άπτεται σεξουαλικού προσανατολισμού αιτητή δεν θα πρέπει βεβαίως να απορρίπτεται για τον λόγο και μόνο της καθυστερημένης υποβολής του, όμως θα πρέπει σε τέτοια περίπτωση να εξηγείται στοιχειωδώς ο λόγος της καθυστερημένης αναφοράς του, σε συνάρτηση τόσο με την αξιοπιστία του αλλά και τις επιταγές της οικείας νομοθεσίας ως ανωτέρω καταγράφεται.
Σημειώνεται ότι κατά της απόφασης στην 1η αίτηση του ο αιτητής άσκησε προσφυγή στο Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου. Συνεπώς δεν μπορεί εδώ να αμφισβητηθεί ότι είχε δοθεί στον αιτητή η δυνατότητα «να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα και την επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, επί των οποίων ουδέν χρειάζεται να προστεθεί.
Ενόψει των ως άνω απομένει μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Κινσάσα).
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[1] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης.[2]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κατά την περίοδο 09/12/23 - 06/12/24 στην επαρχία της Kinshasa, καταγράφηκαν συνολικά 106 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 154 απώλειες σε αμάχους. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (με 5 απώλειες σε αμάχους), 10 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 απώλειες), 62 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 30 εξεγέρσεις (με 132 απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας[3]. Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [4]
Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί.[5] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).
Τα ως άνω σφραγίζουν και την τύχη της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[2] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[3] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 09/12/2023 - 06/12/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -DRC –Kinshasa ), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημ. πρόσβασης 03/12/2024).
[4] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,
[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο