
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 10/25
28 Μαΐου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α. Α.
Αιτητού
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης
Καθ’ ου η αίτηση
…………………….
(κα.) Α. Ξυψιτή (κα), για τον Αιτητή
(κα) Χ. Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
«(Α) Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομο το διάταγμα κράτησης του Αιτητή ημερομηνίας 14.04.2025, με βάση, ως αναφέρεται στο σώμα της απόφασης, το Άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου και με την οποία να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωσή του.
(Β) Διαζευτικά προς το (Α), Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται και/ή τροποποιείται το ως άνω Διάταγμα Κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή ημερ. 14/04/2025 και με την οποία απόφαση διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.
(Γ)Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο […]».
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, τις γραπτές αγορεύσεις εκατέρωθεν των μερών, το διοικητικό φάκελο και την προσαχθείσα μαρτυρία έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Συρία. Περί 26.3.2024, αφίχθη παρατύπως στη Δημοκρατία, μαζί με πέντε ακόμα πρόσωπα, και περί τις 3.4.2024 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η εξέτασή της οποίας βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Προηγουμένως, στις 31.3.2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λοχία της αστυνομίας, όπου οι συναφείς δηλώσεις του Αιτητή καταγράφονται σε σχετικό έντυπο, το οποίο τιτλοφορείται «Πληροφορικό Έντυπο Παράτυπων Μεταναστών». Με επιστολή ημερομηνίας 8.4.2025, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας ενημέρωσε τη Διευθύντρια της Υπηρεσίας Μετανάστευσης (στο εξής: η Διευθύντρια) ότι ο Αιτητής μαζί με άλλα δύο πρόσωπα, κατόπιν σχετικής συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε και στους τρεις ξεχωριστά στις 31.3.2025, θεωρείται ότι αποτελούν πραγματική και ενεστώσα απειλή για την εθνική και δημόσια τάξη, εισηγούμενος να εκδοθούν εναντίον τους διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στις 14.4.2025, η Διευθύντρια εξέδωσε το επίδικο διάταγμα κράτησης δυνάμει εναντίον του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, θεωρώντας ότι αυτός αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, στη βάση των όσων καταγράφονται στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 8.4.2025. Κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία δόθηκε στον Αιτητή το ουσιώδες περιεχόμενο των απόρρητων εγγράφων, τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν σε αυτόν (ήτοι επιστολή ημερομηνίας 8.4.2025 της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, έγγραφο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης προς το Διοικητική της ΥΑΜ ημερομηνίας 7.4.2025, Ημερολόγιο Ενέργειας Αρχηγείου ημερομηνίας 31.3.2025).
Νομικοί ισχυρισμοί
2. Ο Αιτητής στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας καταγράφει ως λόγους προσφυγής την παράβαση νόμου και δη του άρθρου 9ΣΤ(1), (3) και (4) του περί Προσφύγων Νόμου [απαγόρευση της κράτησης, αρχή της αναλογικότητας με την εξέταση του ενδεχομένου επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και μικρότερη δυνατή διάρκεια της κράτησης], του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του ιδίου νόμου καθώς υποστηρίζεται ότι ο Αιτητής δεν αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, του άρθρου 9ΣΤ(5) του ιδίου νόμου [παράβαση ουσιώδους τύπου], των άρθρων 8 και 9 της οδηγίας 2013/33 (δικαίωμα παραμονής και διαμονής και ελευθερίας διακίνησης, αντίστοιχα) και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (στο εξής: o Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.), της νομολογίας του ΔΕΕ σε θέματα κράτησης αιτούντων άσυλο, των Άρθρων 6 και 18 του Χάρτη, την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, την παράβαση της αρχής της καλής πίστης και των αρχών της χρηστής διοίκησής. Επικαλείται περαιτέρω, κατάχρηση εξουσίας, παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος, και του αντίστοιχου αυτού άρθρου 5 τη Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: η ΕΣΔΑ), παράβαση διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου) και ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί προϊόν καταχρηστικών και αυτοματοποιημένων διαδικασιών κράτησης. Για πρώτη φορά ο Αιτητής προβαίνει σε αναφορά στις προσωπικές του περιστάσεις, πέραν του χρόνου άφιξής του στη Δημοκρατία και στο γεγονός ότι δεν εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης. Εκεί αναφέρει ότι της επίδικης απόφασης δεν προηγήθηκε ακρόαση του Αιτητή. Ως προς την αιτιολόγηση του επίδικου διατάγματος σημειώνεται ότι η γενική και αόριστη διατύπωση των λόγων κράτησης στο σώμα του επίδικου διατάγματος δεν επιτρέπει στον Αιτητή να λάβει γνώση των λόγων κράτησης του, ώστε να εξηγείται κατ΄επέκταση γιατί αυτή κρίνεται αναγκαία και γιατί δεν ενδείκνυνται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ΄ων η αίτηση υπεραμύνονται του επίδικου διατάγματος επισημαίνοντας εν πρώτοις ότι οι λόγοι προσφυγής δεν εγείρονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 (βλ. σελ. 4 της γραπτής αγόρευσης των Καθ’ ων η αίτηση), υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι δεν γίνεται ειδική μνεία στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης προς υποστήριξη των λόγων προσφυγής. Η αντίστοιχη αοριστία υφίσταται σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση και στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση είναι σύμφωνη με το άρθρο ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου και ότι ως εκ τούτου, καμία παραβίαση του Συντάγματος, του ενωσιακού δικαίου ή της ΕΣΔΑ θεμελιώνεται. Αναφερόμενοι στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης επισημαίνουν ότι ο Αιτητής αφίχθη στη Δημοκρατία με τα ξαδέλφια του από τη Συρία, όπου, σύμφωνα με δήλωση ενός εξ αυτών, και οι τρείς τους συμμετείχαν σε τρομοκρατική οργάνωση στο στρατιωτικό της σκέλος για χρόνια, με τον ίδιο να έχει φονεύσει μεγάλο αριθμό προσώπων συμμετέχοντας σε μάχες. Το γεγονός αυτό κατά τους Καθ΄ων η αίτηση καθιστά τον Αιτητή επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Υποστηρίζουν περαιτέρω, ότι η ύπαρξη των επιστολών που η αποφαίνουσα αρχή είχε ενώπιόν της αποτελούν επαρκείς ενδείξεις της επικινδυνότητας του Αιτητή. Ως προς την αιτιολογία της επίδικης απόφασης, θεωρούν ότι εν προκειμένω αυτή δύναται να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Εισηγούνται περαιτέρω ότι ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται εν προκειμένω η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, καθώς κανένα άλλο μέτρο δεν κρίνεται πρόσφορο αφενός, για τη προστασία της δημόσιας τάξης, και αφετέρου, λόγω του προφανούς κινδύνου διαφυγής του Αιτητή και του ενδεχομένου τέλεσης νέων αδικημάτων. Τέλος, σχολιάζεται ότι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης εν προκειμένω ένεκα της φύσεως το επίδικου μέτρου και της άμεσης πρόσβασης σε ένδικο βοήθημα αμφισβήτησης του νομίμου της κράτησης.
To νομικό πλαίσιο
4. Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
5. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
6. Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι δική μου)
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[…]
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
[…]
(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -
(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,
(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,
(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,
(δ) επιτήρηση από επόπτη.
(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.
(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.
(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]
(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[…]»
7. Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.
8. Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή ότι ένας αιτητής ασύλου δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.
9. Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMS, C-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].
10. Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με τον αιτητή, όταν τούτο απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
11. Ειδικώς, αναφορικά με την επιβολή του μέτρου της κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας ή/ και δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ), αποφάνθηκε ότι το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε) (αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία ερμηνεύεται υπό τα φως της εν λόγω ενωσιακής διάταξης) συνιστά περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη της ΕΕ (το οποίο έχει την ίδια έννοια και εμβέλεια με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ) (Βλ. Aπόφαση της 28ης Απριλίου 2011, υπόθεση C-61/11 PPU, Hassen El Dridi, ECLI:EU:C:2011:268). Ειδικότερα, επιβεβαιώθηκε το κύρος του άρθρου 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε) υπό το πρίσμα του άρθρου 6 του Χάρτη της ΕΕ. Επιπλέον, όπως έχει νομολογιακά ερμηνευθεί, όσον αφορά στον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους» (Βλ. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Υπόθεση C-601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ECLI:EU:C:2016:84, σκέψη 67 και Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-18/19, WM κατά Stadt Frankfurt am Main, ECLI:EU:C:2020:130).
Έννοια της δημόσιας τάξης και ασφάλειας
12. Επιπροσθέτως, ως προς την κράτηση του αιτούντος άσυλο για λόγους δημοσίας τάξεως, επισημαίνεται ότι τόσο σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ όσο και των εθνικών δικαστηρίων, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τις περιπτώσεις που κρίνουν ως αναγκαία την κράτηση αιτούντος άσυλο για προστασία της δημόσιας τάξης. Παραπέμπω συναφώς και σε απόσπασμα της απόφασης της αδελφής μου Δικαστού κ. Χ. Μιχαηλίδου, στην υπόθεση αρ.: ΔΚ 3/20, M.I.P. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 6.2.2020 και στην εκεί μνημονευόμενη νομολογία (Βλ. επίσης Απόφαση στην υπόθεση αρ.: ΔΚ 34/21. S.S. v. Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 19.5.2021):
«Θα πρέπει να αναφερθεί πως η Οδηγία 2013/33/ΕΕ, παρόλο που επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου στα πλαίσια του άρθρου 8 (3) (ε), δεν ερμηνεύει την έννοια «δημόσια τάξη». Η σημασία της έννοιας της δημόσιας τάξης πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της διάταξης στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, του σκοπού που περιλαμβάνει η διάταξη στην οποία εντάσσεται η έννοια της δημόσιας τάξης, του ιστορικού της θέσπισης της ρύθμισης αλλά (βλ. ενδεικτικά C-373/13, H.T. κατά Land Baden-Wurttemberg, ημερομηνίας 24/6/2015, σκέψεις 57, 58) και στη βάση της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία δίδει ερμηνεία στην έννοια δημόσια τάξη στα πλαίσια βέβαια άλλων Οδηγιών. Η ερμηνεία που δίδεται ισχύει επίσης και για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 47).
Κρίθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 68, πως ο νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, τήρησε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του αιτούντα στην ελευθερία και των απαιτήσεων της προστασίας της δημόσιας τάξης, εφόσον βέβαια η χρήση της διάταξης αυτής γίνεται με ορθό τρόπο από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν τα ίδια τις απαιτήσεις για την ασφάλεια του κράτους τους και να θέτουν τις ανάγκες τους προσδιορίζοντας τι μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (βλ. C-554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris van Veilgheid en Justice, στο εξής: «Z. Zh.», ημερομηνίας 11/6/2015, σκέψη 48).
Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ, το κράτος έχει μεν την ευχέρεια να καθορίζει τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μία γενική πρακτική για τη διαπίστωση της απειλής της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει μία συγκεκριμένη ερμηνεία για την έννοια της δημόσιας τάξης από τα κράτη μέλη, ούτε μπορούν τα κράτη μέλη να καθορίσουν συμπεριφορές που θεωρούν ότι αποτελούν κίνδυνο για την δημόσια τάξη, εφόσον η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εκτιμάται στη βάση των δικών της περιστατικών, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που σκιαγραφούν το πρόσωπο του αιτητή ασύλου.».
13. Κρίνεται επιπλέον σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο απόσπασμα της απόφαση του ΔΕΕ C‑601/15 PPU, J. N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15.2.2016 (σκέψεις 64 έως 69) (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):
64. Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.
65 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].
66 Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).
67 Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).
68 Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).
69 Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.».
14. Προκύπτει μεταξύ άλλων από τα ανωτέρω, ότι η έννοια της δημόσια τάξης και ασφάλειας έχει το ίδιο περιεχόμενο στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/33 ΕΕ όπως και σε άλλες οδηγίες όπως την Οδηγία 2008/115/ΕΚ για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (Βλ. C‑554/13, EU:C:2015:377) και επομένως μπορεί να αντληθεί νομολογική καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία της εν λόγω έννοιας και από τη συναφή νομολογία που ερμηνεύει τα εν λόγω νομοθετήματα ως προς αυτό το σημείο.
15. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και στην απόφαση του ΔΕΕ της 30ής Ιουνίου 2022, C‑72/22 PPU, Μ.Α., ECLI:EU:C:2022:505, σκέψεις 86 έως 90.
16. Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι ναι μεν εναπόκειται στο εκάστοτε κράτος μέλος να καθορίσει τι αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη του, εντούτοις η κρίση αυτή για κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται σε εξατομικευμένη βάση και υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ η οποία οριοθετεί την ερμηνεία της έννοιας αυτής. Επομένως, απαιτείται η αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς του συγκεκριμένου αιτούντος εναντίον του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της κράτησης και επιπλέον να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω συμπεριφορά πέραν της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
17. Περαιτέρω καθοδήγηση ως προς την αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων του εκάστοτε αιτούντος δίδεται στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, η οποία εξετάζει την έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, όπου αναφέρονται τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«50 Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.
51. Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. […]
52. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.
53. Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».
18. Στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Προσφυγή υπ. αρ. 718/12, Stoyanov v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.2.14, στην οποία σημειώνεται ότι επίδικη ήταν η κήρυξη ατόμου ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του σχετικού περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και όχι κράτηση για λόγους δημοσίας τάξεως, το Ανώτατο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε συναφή νομολογία, ανέφερε τα εξής, τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, καθότι η παρούσα - που αφορά την ελευθερία του ατόμου - είναι έτι σοβαρότερη, θεωρώ ότι βρίσκουν εφαρμογής και εδώ:
«Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).».
Αρχή της αναλογικότητας
19. Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο. Με άλλα λόγια, η κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
20. Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):
«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».
21. Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης, και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών αποκλείει την αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους [Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020].
Διαδικαστικές διατυπώσεις και έκταση της εξουσίας ελέγχου του Δικαστηρίου
22. ‘Ετερη σημαντική παράμετρος της έκδοσης του διατάγματος κράτησης συνιστά η απαίτηση όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερόμενου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).
23. Ως προς την έκταση της εξουσίας ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί του επίδικου διατάγματος κράτησης, στην Απόφαση του ΔΕΕ της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B (C‑704/20), και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (C‑39/21), ECLI:EU:C:2022:858 (σκέψεις 87 έως 90), το ΔΕΕ αναφερόμενο στη δικαιοδοσία εξέτασης ακόμα και αυτεπάγγελτα της απόφασης της κράτησης (σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις προς τρεις ξεχωριστούς σκοπούς με σκοπό την επιστροφής του αλλοδαπού, την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή τη εκτέλεση της διαδικασίας μεταφοράς σε άλλο κράτος μέλος) κατάληξε ως ακολούθως (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):
«87. Προκειμένου ένα τέτοιο καθεστώς προστασίας να διασφαλίζει αποτελεσματικά την τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων νομιμότητας που προβλέπονται στην οδηγία 2008/115, στην οδηγία 2013/33 ή στον κανονισμό 604/2013 όσον αφορά την επιβολή μέτρου κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού ή νομικού στοιχείου για την εξακρίβωση της νομιμότητας του μέτρου. Προς τούτο, πρέπει να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία και τις αποδείξεις που προβάλλει η διοικητική αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση. Πρέπει επίσης να μπορεί να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις παρατηρήσεις που ενδεχομένως υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να ερευνά και κάθε άλλο κρίσιμο για την απόφασή της στοιχείο σε περίπτωση που το κρίνει αναγκαίο. Οι εξουσίες που διαθέτει στο πλαίσιο επανεξέτασης δεν μπορούν να περιορίζονται, σε καμία περίπτωση, μόνο στα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τη διοικητική αρχή (πρβλ., αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψεις 62 και 64, και της 10ης Μαρτίου 2022, Landkreis Gifhorn, C‑519/20, EU:C:2022:178, σκέψη 65).
88 Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών του, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος στην ελευθερία, της βαρύτητας της επέμβασης στο εν λόγω δικαίωμα, η οποία συνίσταται στην κράτηση προσώπων για λόγους οι οποίοι δεν αφορούν τη δίωξη ή την καταστολή ποινικών αδικημάτων, καθώς και της απαιτήσεως αυξημένου επιπέδου δικαστικής προστασίας, η οποία υπογραμμίζεται από τους κοινούς κανόνες που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση με την επιτακτική ανάγκη να αφήνεται ελεύθερο το εν λόγω πρόσωπο όταν δεν συντρέχουν ή έχουν πλέον παύσει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της, μεταξύ άλλων και τα πραγματικά στοιχεία, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο των δικονομικών μέτρων τα οποία θεωρεί αναγκαία κατά το εθνικό δίκαιο και, με βάση τα στοιχεία αυτά, να εξετάζει κατά περίπτωση τη μη τήρηση απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης προϋπόθεσης νομιμότητας, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν την επικαλέστηκε. Η προαναφερθείσα υποχρέωση δεν θίγει την υποχρέωση της δικαστικής αρχής –η οποία θα πρέπει επομένως να εξετάζει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια προϋπόθεση νομιμότητας– να καλεί όλους τους διαδίκους να εκφράσουν τις απόψεις τους επί της συγκεκριμένης προϋποθέσεως, σύμφωνα με την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως. […]
94. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑704/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑39/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/115, το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 5, της οδηγίας 2013/33 και το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 604/2013, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος.».
24. Διαφωτιστική της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το δικαστήριο επί της απόφασης κράτησης είναι και των συναφών εξουσιών του είναι και η απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία όπου το ΔΕΕ, μεταξύ άλλων υπέδειξε ότι:
«290. […], εθνική ρύθμιση η οποία δεν διασφαλίζει τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία ή παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας όχι μόνον συνιστά, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 261 και 277 της παρούσας αποφάσεως, παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33, αλλά και θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον εμποδίζει πλήρως να αποφανθεί δικαστήριο επί του σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης σε υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας.
291. Ως εκ τούτου, και για λόγους παρόμοιους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 138 έως 146 της παρούσας απόφασης, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλουν στο αιτούν δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών τελούν υπό κράτηση, να αποφανθεί ότι έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τη νομιμότητα μιας τέτοιας κράτησης, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που του απαγορεύει να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο.
292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.
293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».
25. Η θέση αυτή βρίσκει επίσης έρεισμα στο εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» όπου αναφέρονται τα εξής ως προς το εύρος του δικαστικού ελέγχου επί αποφάσεων κράτησης:
«In Mahdi the Court developed standards for an effective judicial remedy. A judicial authority must be able to rule on all relevant matters of fact and of law in order to determine whether a detention is justified. This requires an in-depth examination of the matters of fact specific to each individual case. Where detention is no longer justified, the judicial authority must be able to substitute its own decision for that of the administrative authority and to make a decision on whether to order an alternative measure or to release the third-country national concerned. To that end, the judicial authority must be able to take into account both the facts stated and the evidence adduced by the administrative authority and any observations that may be submitted by a third-country national. Furthermore, a judicial authority must be able to consider any other elements that are relevant for its decision should it so deem necessary. Accordingly, the powers of the judicial authority in the context of an examination can under no circumstances be confined only to the matters adduced by the administrative authority concerned. Any other interpretation would result in an ineffective examination by the judicial authority and would thereby jeopardise the achievement of the objectives pursued. The reviewing court must have jurisdiction to decide on whether or not deprivation of liberty has become unlawful in the light of new factors, which have emerged subsequently to the initial decision depriving a person of their liberty.».[1]
26. Περαιτέρω σχετική είναι και η απόφαση του Εφετείο στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Vakeel Singh κατά Δημοκρατίας, ημερ. 19.12.2023, (και η μνημονευόμενη σε αυτήν νομολογία) στην, όπου αποκρυσταλλώνονται περαιτέρω τα όρια της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου αποφαινόμενο συναφώς, ότι:
«Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα έθεσε ζήτημα σε σχέση με τη δικαιοδοσία ελέγχου ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί διαταγμάτων κράτησης εκδιδόμενων κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579).
Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, έχει επιλύσει το ζήτημα. Πρόκειται για τις αποφάσεις επί των Εφέσεων κατά Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στην Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 43/2021, ημερομηνίας 20/1/2022 και Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 17/2021, ημερομηνίας 21/9/2021. Αποφασίστηκε ο διττός ρόλος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση αιτούντος ασύλου δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Αυτό βεβαίως, στο βαθμό που δεν προβλέπεται νομοθετικά διαφορετική και αποκλειστική δικαιοδοσία ελέγχου. Στην παρούσα περίπτωση, ως προαναφέρθηκε, αποτελεί ερώτημα, κατά πόσο τέτοιος έλεγχος, ως αυτός που διενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στo πλαίσιο διαδικασίας habeas corpus. […]
Το ζητούμενο εν προκειμένω, είναι το κατά πόσο η χρονική περίοδος από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης στις 4/9/2019 μέχρι την ακύρωση του από τη διοίκηση στις 23/10/2019, αφορά στη «διάρκεια» της κράτησης, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η διαδικασία του ελέγχου της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης η οποία ασκείται από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης και η περίπτωση να υπόκειτο, κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ (7) (α) (i) (ανωτέρω), στη διαδικασία του habeas corpus.
Έχουμε κατά νου, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επι προσφυγής, προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της, εξετάζοντας πλήρως και «από τούδε και στο εξής» τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που την διέπουν (Άρθρο (11) (3) (α) (i)) καθώς και ότι «λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής» (Άρθρο 11(5)).
Έχουμε επίσης υπόψη, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. C-704/20 και C-39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, X, ημερομηνίας 8/11/2022), στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης «η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος».
Ούτε η εν λόγω απόφαση ωστόσο, ούτε η Οδηγία 2013/33/ΕΚ προκαθορίζουν από ποιο Δικαστήριο ή Δικαστήρια κράτους μέλους ασκείται τέτοιος δικαστικός έλεγχος. Όπως έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τη νομολογία (ανωτέρω), γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus. Ο ίδιος ο νομοθέτης, σε σχέση με τον έλεγχο νομιμότητας της κράτησης που το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ασκεί, έχει προνοήσει στο Άρθρο 9 ΣΤ (7) (α) (i), ότι η νομιμότητα της διάρκειας της ασκείται αποκλειστικά με τη διαδικασία του habeas corpus, η οποία συνταγματικώς ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο.».
Κατάληξη
27. Θα προχωρήσω, στη συνέχεια, στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων προσφυγής σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρέθεσα ανωτέρω. Ως προς τους εγειρόμενους λόγους παρατηρείται ότι όντως καταρχήν οι λόγοι προσφυγής όπως καταγράφονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν εξειδικεύονται δεόντως. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν προβαίνει στο εισαγωγικό δικόγραφο σε καμία υπαγωγή των προσωπικών του περιστάσεων και των περιστάσεων της κράτησής του στις κατ΄επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις του νόμου Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Παρά ταύτα, η νομολογία του ΔΕΕ σε συνάρτηση με την ημεδαπή νομολογία, αναγνωρίζει στο παρόν Δικαστήριο την υποχρέωση, καθότι αντικείμενο στην παρούσα αποτελεί διάταγμα κράτησης αιτούντος άσυλο δυνάμει το άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν του, μεταξύ άλλων και τα πραγματικά στοιχεία, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο των δικονομικών μέτρων τα οποία θεωρεί αναγκαία κατά το εθνικό δίκαιο και, με βάση τα στοιχεία αυτά, να εξετάζει κατά περίπτωση τη μη τήρηση απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης προϋπόθεσης νομιμότητας του επίδικου διατάγματος, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν την επικαλέστηκε (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ C‑704/20). Αυτό δε και σε συνδυασμό με την έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο όπως καθορίζεται από την ενωσιακή και την ημεδαπή νομολογία, όπου αποφασίστηκε, ότι το παρόν Δικαστήριο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση αιτούντος ασύλου. Η προαναφερθείσα έκταση του ελέγχου επί του επίδικου διατάγματος γίνεται με την επιφύλαξη, ότι σε εθνικό επίπεδο, γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, τα οποία αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης και συνεπώς ελέγχονται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus και όχι από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει το επίδικο σε διάταγμα σε αυτή την έκταση μόνο, κατά το χρόνο της έκδοσής του. (Βλ. ανωτέρω Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, υπόθεση αρ. Δ.Κ. 40/20, S.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 27.10.2020 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και βιβλιογραφία). Βλέπετε επίσης απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφαση του ΔΔΔΠ αρ. αρ 29/2021, χχχ ANKIT v. Δημοκρατίας, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A437).
28. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο δύναται πλέον το ίδιο με βάση τα ενώπιον του δεδομένα να αποφασίσει κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή μπορεί να υπαχθεί στο άρθρο 9ΣΤ(2)(ε). Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης. Όπως έχει επανειλημμένως ειπωθεί, η εξουσία αυτή του δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να προβαίνει η ίδια με σαφή και εξατομικευμένο τρόπο στην ανάλυση και αξιολόγηση της κάθε υπόθεσης προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης.
29. Προχωρώντας στην εξέταση των πιο πάνω νομικών σημείων, κρίνεται σκόπιμη η προηγούμενη παράθεση αυτούσιου του επίδικου διατάγματος:
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)[2]
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ ο A. A. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο A. A. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνός διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερ. 08/04/2025.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στο Υπουργικό Συμβούλιο το άρθρο 9Σ7 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο ABDALAZIZ ALABOUD παραμείνει υπό κράτηση.
ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 14η ημέρα του Απριλίου, 2025.».
30. Παρατηρώ ότι από το κείμενο του ιδίου του διατάγματος, προκύπτει η σχετική διάταξη δυνάμει της οποίας κρατείται ο Αιτητής, το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) («όταν απαιτείται για την προστασία της δημόσιας τάξης). Κρίθηκε ειδικότερα ότι ο Αιιτητής πρέπει να κρατηθεί για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, παραπέμποντας στους λόγους που προκύπτουν από την επιστολή 8.4.2025, η οποία ωστόσο δεν κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος. Εξάλλου, από το ίδιο το διάταγμα προκύπτει ότι δεν κρίθηκε κατάλληλη η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων καθώς υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή για τους ίδιους λόγους που καταγράφονται στην επιστολή 8.4.2025. Από τις ανωτέρω διατυπώσεις, δεν προκύπτει εναργώς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο των λόγων κράτησης του Aιτητή κατά το χρόνο κοινοποίησης σε αυτόν του επίδικου διατάγματος.
31. Στο πλαίσιο ωστόσο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής είχε τη δυνατότητα πρόσβασης στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς επίσης και στο ουσιαστικό περιεχόμενο των απορρήτων εγγράφων, τα οποία αποτέλεσαν το έρεισμα της επίδικης απόφασης, συμπεριλαμβανομένης και της επιστολής ημερομηνίας 8.4.2025, στην οποία γίνεται μνεία στο σώμα του επίδικου διατάγματος. Ο Αιτητής έλαβε εξάλλου αντίγραφο του εγγράφου που προσκόμισαν οι Καθ’ ων η αίτηση, ως μαρτυρία στις 22.4.2025, το οποίο αποτελεί πρακτικό της κατάθεσης που έδωσε ο Αιτητής στο πλαίσιο διαδικασίας ποινικής διερεύνησης αδικημάτων από την αστυνομία. Ο Αιτητής δεν έλαβε περαιτέρω δικονομικά μέτρα πρόσβασης στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ενώ το δικαστήριο έκρινε ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο των απορρήτων εγγράφων, αποδίδει επαρκώς το περιεχόμενο των εγγράφων προς άσκηση του δικαιώματός του σε υπεράσπιση.
32. Αποτελεί βεβαίως νομολογιακή αρχή και ισχύει περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999) ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Εντούτοις, αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τον διοικητικό φάκελο να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές, ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής πράξης (Βλ. Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).
33. Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από τις αρχές που παρέθεσα ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.
34. Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω.
35. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μίας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει (Βλ. Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Judicial analysis Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» σελ. 53).
36. Υπό το φως των ανωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τα στοιχεία που προσμέτρησαν στην κρίση των Καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος για τον οποίο οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν τον Αιτητή ως επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και περαιτέρω αποφάσισαν την κράτησή δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ). Οι Καθ’ ων η αίτηση παραλείπουν να σταθμίσουν με σαφήνεια τα ενώπιόν τους δεδομένα. Κατά την έκδοση της επίδικης πράξης είχαν ενώπιόν τους παραδοχή τρίτου προσώπου για τη συμμετοχή του Αιτητή σε συγκεκριμένη οργάνωση, χωρίς εντούτοις να προβαίνουν σε δέουσα έρευνα της φύσης και της δράσης της εν λόγω οργάνωσης, η οποία κατ’ ισχυρισμό συνδέεται με τον Αιτητή. Ουδεμία συναφής έρευνα εντοπίζεται εντός του διοικητικού φακέλου για το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων. Κατ’ επέκταση απουσιάζει η σαφής υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων του Αιτητή στις εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις. Οφείλεται να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό, ότι η επαναλαμβανόμενη αυτή παράλειψη της διοίκησης, όπως διαπιστώνεται και στο παρελθόν από το παρόν Δικαστήριο σε ανάλογης φύσεως διατάγματα κράτησης, δημιουργεί δυσανάλογο βάρος στο Δικαστήριο, το οποίο καλείται να αποφανθεί εντός στενών χρονικών ορίων. Ένεκα της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο και των συναφών εξουσιών του, καταλήγει κατ’ ουσία να εξετάζει πρωτογενώς δεδομένα, τα οποία εμπίπτουν σαφώς στην περίμετρο των ζητημάτων που οφείλει να εξετάσει η αρμόδια αρχή δυνάμει του νόμου, προτού εκδοθεί διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, ανάλυση την οποία σε συστηματική βάση παραλείπει.
37. Υπογραμμίζεται στο σημείο αυτό ότι η εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 8.4.2025, στην οποία οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στο σώμα του επίδικου διατάγματος δεν μπορεί να αποτελεί παρά μόνο εισήγηση και δεν δεσμεύει την αρμόδια εν προκειμένω αρχή, η οποία είναι και η μόνη που έχει την ευθύνη διαπίστωσης της συνδρομής των εκ του νόμου προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) (βλ. mutadis mutandis, απόφαση του ΔΕΕ της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 40 και 41).
38. Των ανωτέρω λεχθέντων, το παρόν Δικαστήριο θα προβεί στη συνέχεια το ίδιο σε αξιολόγηση των ενώπιόν του δεδομένων προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον συντρέχουν εν προκειμένου οι εκ του άρθρου (ΣΤ(2)(ε) (προστασία της δημόσιας τάξης) προϋποθέσεις κράτησης του Αιτητή, καθώς οι διαπιστωθείσες παραλείψεις της διοίκησης δεν επαρκούν εν προκειμένω προς ανατροπή του επίδικου διατάγματος, ένεκα το εύρους της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.
39. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομολογία, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά του Αιτητή προκύπτει «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους, δικαιολογείται καταρχήν ο περιορισμός της ελευθερίας του (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-601/15 PPU).
40. Περαιτέρω, όπως κρίθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 31ης Ιανουαρίου 2017, στην υπόθεση C‑573/14, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides κατά Mostafa Lounani, ECLI:EU:C:2017:71, η οποία αφορούσε σε συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση ως λόγου αποκλεισμού από το προσφυγικό καθεστώς και η οποία δύναται να τύχει εφαρμογής mutadis mutandis και εν προκειμένω, δεν απαιτείται προκειμένου να καταδειχθεί η επικινδυνότητα του Αιτητή ότι αυτός να έχει καταδικαστεί προηγουμένως για κάποιο από τα εγκλήματα τρομοκρατίας που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Περαιτέρω, έγινε δεκτό στο πλαίσιο της ίδιας απόφασης ότι δεν απαιτείται το ίδιο το πρόσωπο να διέπραξε πράξεις τρομοκρατίας αλλά αρκεί να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι υπήρξε ηθικός αυτουργός ή συμμετείχε ως συνεργός με οποιονδήποτε τρόπο.
41. Δεδομένου δε του σκοπού του υπό εξέταση διατάγματος κράτησης, που είναι εν προκειμένω η ολοκλήρωση της εξέτασης της αιτήσεως ασύλου του Αιτητή και η προστασία της δημόσιας τάξης και όχι ο αποκλεισμός του από το καθεστώς διεθνούς προστασίας, το μέτρο που απαιτείται δεν είναι τέτοιο ώστε με να πρέπει βεβαιότητα να μπορούν να αποδοθούν ποινικές ευθύνες στον Αιτητή. Αρκεί κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης και αξιολόγησης των προσωπικών του περιστάσεων, αυτές να δίδουν επαρκές έρεισμα ότι αυτός αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη.
42. Εν προκειμένω, στο διοικητικό φάκελο με τα απόρρητα έγγραφα της υπόθεσης εντοπίζεται επιστολή ημερομηνίας 8.4.2025 του Αρχηγού Αστυνομίας προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης (βλ. ερ. 9, του διοικητικού φακέλου με τα απόρρητα έγγραφα [δ.φ.α.ε.]) η οποία τιτλοφορείται ως «Πρωτόκολλό ενεργειών κατά την άφιξη παράτυπων μεταναστών και αιτητών ασύλου – Συνέντευξη από τους Σύριους 1. Α.Α. 2. [..]. 3. […]». Σημειώνεται εκ προοιμίου ότι η περιγραφή των εγγράφων αντλείται από το έγγραφο της αποκάλυψης του ουσιαστικού περιεχομένου των εγγράφων. Στην εν λόγω επιστολή καταγράφεται ότι σύμφωνα με το πρωτόκολλο ενεργειών κατά την άφιξη παράτυπων μεταναστών και αιτητών ασύλου και μετά τη πραγματοποίηση συνέντευξης στα ανωτέρω τρία πρόσωπα (συμπεριλαμβανομένου του Αιτητή), προκύπτει ότι αυτά συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις ως μέλη συγκεκριμένης τρομοκρατικής οργάνωσης. Η πληροφόρηση αυτής προήλθε μετά από σχετική αναφορά ενός εκ των τριών αιτούντων, ο οποίος παραδέχθηκε ότι συμμετείχε σε πολλές μάχες και ότι σκότωσε περί τα πενήντα άτομα ως μέλος της εν λόγω οργάνωσης. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στη σχετική έκθεση, η οποία επισυνάπτεται. Από την τελευταία προκύπτει ότι σύμφωνα με τον Αρχηγό της Αστυνομίας ότι οι τρεις αιτούντες αποτελούν πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Κλείνοντας, διατυπώνεται η εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (ερ. 9, του δ.φ.α.ε.).
43. Στο συνημμένο έγγραφο ημερομηνίας 7.4.2025 (ερ. 7 και ερ. 27 έως 12), το οποίο τιτλοφορείται ως «Ενημερωτικό Σημείωμα […]», το οποίο απευθύνεται στο Διοικητική της Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και το οποίο συντάχθηκε από Συντονιστή Επιστροφών Αλλοδαπών (στο εξής: ΣΕΑ) του Κέντρου Κράτησης Προσωρινής Διοικητικής Μετανάστευσης (στο εξής: K.K.Π.Δ.Μ.), καταγράφονται συνοπτικώς τα εξής. Γίνεται αναφορά στην προσωπική συνέντευξη των τριών αιτούντων από τη Συρία στις 31.3.2025, μεταξύ των οποίων και ο Αιτητής, και καταγράφονται το όνομά του, η ημερομηνία άφιξής τους στη Δημοκρατία, το γεγονός της υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας και το γεγονός ότι ο Αιτητής είναι ξάδελφος των άλλων δύο, οι οποίοι είναι αδέλφια. Στη συνέχεια καταγράφεται η αρχική δήλωση των τριών υπό κράτηση αιτούντων άσυλο ως προς τον τρόπο άφιξής τους στη Δημοκρατία και τη διαδρομή που ακολούθησαν. Ένας εκ αυτών διαφοροποίησε στην πορεία τις δηλώσεις του, αναφέροντας ότι ο ίδιος και οι άλλο δύο αιτούντες (συμπεριλαμβανομένου και του Αιτητή) εισήλθαν στη Δημοκρατία μέσω Λιβάνου και όχι μέσω Τουρκίας όπως αρχικώς ανέφεραν και κυρίως, ότι έλαβαν μέρος σε μάχες συμμετέχοντας για αρκετά χρόνια ως μέλη συγκεκριμένης ομάδας, την οποία και ονοματίζει. Κατόπιν συγκατάθεσης του εν λόγω αιτούντος άσυλο, πραγματοποιήθηκε έλεγχος στο τηλέφωνό του, στο οποίο εντοπίστηκαν φωτογραφίες, όπου παρουσιάζεται να φέρει πυροβόλα όπλα και στολή με χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Οι εν λόγω φωτογραφίες επισυνάπτονται στο περιγραφόμενο έγγραφο ημερομηνίας 7.4.2025. Ο αιτών που παραδέχτηκε τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένη οργάνωση ανέφερε εξάλλου το όνομα του άλλου του αδελφού, ο οποίος παρέλαβε τον ίδιο και τα άλλα πέντε συγγενικά τους πρόσωπα για να τους μεταφέρει στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα. Το όνομα του προσώπου που παρέλαβε στη Δημοκρατία τους έξι συνταξιδιώτες, συμπεριλαμβανομένου και του Αιτητή, διαπιστώθηκε ότι είναι καταγεγραμμένο στη λίστα απαγόρευσης εισόδου (Stop List). Πρόκειται περί αναζητούμενου προσώπου εναντίον του οποίου εκκρεμούν κλήσεις από τις αρχές της Δημοκρατίας για την τέλεση ποινικών αδικημάτων.
44. Στο έγγραφο ημερομηνίας 31.3.2025, το οποίο τιτλοφορείται ως «Πληροφορικό Έντυπο Παράτυπων Μεταναστών», καταγράφονται τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, οι δηλώσεις του ως προς τον τρόπο και τη διαδρομή άφιξης του ιδίου και των άλλων πέντε προσώπων, με τα οποία συνταξίδευε. Στο ίδιο έντυπο καταγράφονται και οι δύο εκδοχές του τρόπο άφιξής του στη Δημοκρατία, η μία εκ των οποίων αποτελεί αναθεώρηση των αρχικών δηλώσεων του τρίτου εκ των αιτούντων υπό κράτηση, ξαδέλφου του Αιτητή. Διατυπώνεται τέλος η εισήγηση όπως ενημερωθούν τα κατάλληλα τμήματα της αστυνομίας ένεκα ενδείξεων ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι επικίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας λόγω τις συμμετοχής του σε ενέργειες τρομοκρατίας.
45. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δια της συνηγόρου του ενώπιον του Δικαστηρίου έκανε αρχικώς δεκτό ότι αφίχθη μέσω Λιβάνου και όχι μέσω Τουρκίας. Επιπλέον, αρνήθηκε την εμπλοκή του σε τρομοκρατική οργάνωση αναφέροντας ότι πριν αναχωρήσει από τη χώρα του εργαζόταν σε εταιρεία κινητών, για μικρό χρονικό διάστημα στην αστυνομία και σε οικοδομικές εργασίες.
46. Στις 20.5.2025, οι Καθ’ ων η αίτηση προσκόμισαν την καταγραφή της κατάθεσης ημερομηνίας 9.4.2025 που έδωσε ο Αιτητής στο πλαίσιο διαδικασίας ποινικής διερεύνησης εναντίον του (Τεκμήριο 3 στην παρούσα διαδικασία). Όπως καταγράφεται στο τέλος του εγγράφου, η κατάθεση έλαβε χώρα με συνδρομή διερμηνέα στην αραβική, γλώσσα καταληπτή για τον ίδιο και με το πέρας αυτής αναγνώστηκε η κατάθεση στον Αιτητή, ο οποίος έθεσε την υπογραφή του. Το εν λόγω έγγραφο, το οποίο αφορά σε χρόνο προγενέστερο της επίδικης πράξης, δεν φαίνεται με οποιοδήποτε τρόπο να λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Παρά ταύτα, το παρόν Δικαστήριο υπό το φως της δικαιοδοσίας του όπως αναλύεται ανωτέρω και δεδομένης της συνάφειας του εγγράφου με το επίδικο διάταγμα έκανε δεκτή την προσαγωγή της εν λόγω μαρτυρίας, επιτρέποντας στην πλευρά του Αιτητή να τοποθετηθεί επί αυτής.
47. Σύμφωνα με την εν λόγω κατάθεση του Αιτητή, αυτός εργαζόταν σε κατάστημα κινητών τηλεφώνων και από το 2022 εντάχθηκε στην οργάνωση Faylaq Al – Sham και για περίπου δύο έτη μέχρι την άφιξή του στη Δημοκρατία (να σημειωθεί ότι πρόκειται για οργάνωση άλλη από την αναφερόμενη από τον ξάδελφό του). Ερωτηθείς να εξηγήσει τη φύση της οργάνωσης, τον σκοπό για τον οποίο εντάχθηκε και τον ρόλο του σε αυτήν, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι πρόκειται για οργάνωση, η οποία έχει ως σκοπό την απελευθέρωση της Συρίας και δρα κατά του καθεστώτος του Άσαντ. Ο ίδιος εντάχθηκε λόγω του μισθού και υπηρετούσε στην εν λόγω οργάνωση ως στρατιώτης. Δήλωσε ότι κατά τον τελευταίο μήνα πολέμησε κατά του καθεστώτος του Άσαντ, ελέγχοντας το οδόφραγμα που στήθηκε σε συγκεκριμένο σημείο, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν περνούσαν στρατιώτες του Άσαντ για να διαφύγουν. Ανέφερε ότι δεν φόνευσε κάποιο πρόσωπο αλλά ούτε και ο ίδιος τραυματίστηκε κατά το διάστημα της συμμετοχής του σε αυτήν. Με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, δεν υπάρχουν λόγοι προς αμφισβήτηση του περιεχομένου της εν λόγω κατάθεσης την οποία ο Αιτητής προσυπογράφει, μετά από ανάγνωση του περιεχομένου της σε γλώσσα καταληπτή για τον ίδιο.[3]
48. Τοποθετούμενη η συνήγορος του Αιτητή εκ μέρους του, δήλωσε ότι δεν αποδέχεται τη συμμετοχή του σε τρομοκρατική οργάνωση και ότι σε κάθε περίπτωση η οργάνωση την οποία αναφέρει ο Αιτητής στην κατάθεσή του δεν θεωρείται τρομοκρατική.
49. Σύμφωνα με έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η οργάνωση στην οποία κατά τη δήλωσή του συμμετέχει ο Αιτητής, Faylaq al-Sham, και ειδικότερα, σύμφωνα με άρθρο της διαδικτυακής εφημερίδας “Barron’s” η Faylaq al-Sham είναι μια από τις κύριες συριακές αντάρτικες ομάδες που υποστηρίζονται από την Τουρκία και δέχθηκε σοβαρά πλήγματα από ρωσικές αεροπορικές επιδρομές. Ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 2014, συνενώνοντας διάφορες ισλαμιστικές ομάδες που δρούσαν στη βόρεια και κεντρική Συρία, καθώς και κοντά στη Δαμασκό.
50. Η ομάδα θεωρείται στενά συνδεδεμένη με το συριακό τμήμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (Muslim Brotherhood), ενώ έχει πολεμήσει τόσο μαζί με τζιχαντιστικές οργανώσεις, όσο και εναντίον άλλων. Στη βορειοδυτική Συρία, ήταν μέρος της συμμαχίας που ονομαζόταν Jaish al-Fatah, μαζί με τζιχαντιστές από το τότε παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία, οι οποίοι κατέλαβαν την επαρχία Ιντλίμπ το καλοκαίρι του 2015. Έχει χιλιάδες μαχητές στη βόρεια Συρία, κυρίως σε περιοχές υπό τουρκικό έλεγχο (π.χ. Afrin, Azaz) και έχει συμμετάσχει σε τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις από το 2016, ιδιαίτερα εναντίον Κούρδων μαχητών. Η ομάδα, επίσης, αποτελεί πηγή μισθοφόρων που η Τουρκία στέλνει σε ξένες συγκρούσεις.
51. Σημειώνεται ότι η ρωσική αεροπορία, σύμμαχος του συριακού καθεστώτος, έχει χτυπήσει την Faylaq al-Sham σε πολλές περιπτώσεις, με τις αεροπορικές επιδρομές να προκαλούν πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Αυτές οι επιθέσεις θεωρούνται και μήνυμα προς την Τουρκία για τη χρήση αυτών των αντάρτικων ομάδων σε περιοχές όπου δραστηριοποιείται η Ρωσία. Η Faylaq al-Sham παραμένει μία από τις πιο σημαντικές και ενεργές ομάδες της συριακής ένοπλης αντιπολίτευσης και συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις που προωθούν Τουρκία, Ρωσία και Ιράν.[4]
52. Με βάση έρευνα του ερευνητικού και εκπαιδευτικού κέντρου Alma η προαναφερθείσα ομάδα ανήκει υπό της ευρύτερης οργάνωσης ομάδων “National Front for Liberation”, ήτοι το Εθνικό Μέτωπο για την Ελευθερία, η οποία υπάγεται υπό Ελεύθερο Συριακό Στρατό (Free Syrian Army), ο οποίος με τη σειρά του υπάγεται στον Εθνικό Συριακό Στρατό (Syrian National Army).[5] Σύμφωνα με την ίδια πηγή ο Συριακός Εθνικός Στρατός (SNA) λειτουργεί ως ομπρέλα που καλύπτει δεκάδες αντάρτικες ομάδες στη βόρεια Συρία, οι οποίες υποστηρίζονται και επηρεάζονται από την προσωρινή κυβέρνηση της Συρίας και από την Τουρκία.[6] Η συμμαχία αυτή ελέγχει περιοχές κοντά στα τουρκικά σύνορα και εκτιμάται ότι αριθμεί αρκετές δεκάδες χιλιάδες μαχητές.[7] Η υποστήριξη της Τουρκίας προς τον Συριακό Εθνικό Στρατό περιλαμβάνει όχι μόνο πολιτική και οικονομική βοήθεια, αλλά και εκπαίδευση, οπλισμό, εφοδιασμό, και ανταλλαγή πληροφοριών.[8] Επιπλέον, μερικές δυνάμεις του έχουν εμπλακεί σε επιχειρήσεις κατά Κούρδων στο Χαλέπι, σε εφαρμογή των τουρκικών οδηγιών, αναγκάζοντας πολλούς Κούρδους να εγκαταλείψουν την περιοχή.[9]
53. Η ομάδα Faylaq al-Sham δεν περιλαμβάνεται στη λίστα με τις αναγνωρισμένες τρομοκρατικές οργανώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α.[10] Η Faylaq al-Sham χαρακτηρίζεται ως αντάρτικη ομάδα, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, και από το BBC.[11]
54. Πέραν των όσων καταγράφονται στην κατάθεση του Αιτητή, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι ένας εκ των προσώπων με το οποίο ο Αιτητής αφίχθη στη Δημοκρατία και το οποίο είναι εξάδελφός του, παραδέχθηκε τη συμμετοχή τόσο του ιδίου όσο και του αδελφού και του ξαδέλφου του (δηλαδή του Αιτητή) σε έτερη οργάνωση, η οποία σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το παρόν Δικαστήριο και η οποία αποτελεί μέρος του δικαστικού φακέλου, αποτελεί αναγνωρισμένη τρομοκρατική οργάνωση.[12] Να σημειωθεί ότι το πρόσωπο που ομολόγησε παρουσιάζεται κατά την παραδοχή του σε φωτογραφίες που αντλήθηκαν από το κινητό του κατόπιν ιδίας συγκατάθεσης, όπου εικονίζεται να φέρει όπλο και παραλλαγή. Η πιο πάνω μαρτυρία συνεκτιμάται με τα λοιπά στοιχεία που έχει το παρόν Δικαστήριο ενώπιόν του, καθώς δεν πρόκειται περί ποινικής αλλά διοικητικής διαδικασίας και αντίστοιχης κράτησης. Κατ’ ελάχιστον, αυτό που συνάγεται από τα ανωτέρω είναι ότι ο Αιτητής φαίνεται να συνδέεται με πρόσωπο, το οποίο παραδέχθηκε τη συμμετοχή του σε τρομοκρατική οργάνωση και τη διάπραξη δολοφονιών κατά τη συμμετοχή του σε αυτήν ως στρατιώτης. Επίσης δεν προκύπτουν προφανή αλλότρια κίνητρα του ξαδέλφου του αναφορικά με την αποδιδόμενη στον Αιτητή συμμετοχή στην ίδια οργάνωση με τον πρώτο. Σχετικώς ερωτήθηκε η συνήγορος του Αιτητή χωρίς ωστόσο να δίδει ικανοποιητική εξήγηση ως προς τα κίνητρα του ξαδέλφου του.
55. Ταυτόχρονα, όντας πλέον στη Δημοκρατία, ο Αιτητής παραλήφθηκε από άλλο συγγενικό του πρόσωπο, το οποίο αναζητείται για την τέλεση αδικημάτων και βρίσκεται επίσης στο stop list.
56. Να σημειωθεί τέλος ότι εκκρεμεί σε σχέση με τον Αιτητή ποινική διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης από αυτόν ποινικών αδικημάτων συνδεόμενα με τα ανωτέρω γεγονότα.
57. Ο Αιτητής εξάλλου ανέφερε ότι ήταν μέρος της εν λόγω οργάνωσης λίγο προτού αναχωρήσει από τη χώρα του.
58. Με βάση όλα τα ανωτέρω, εκ των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ως προς την ανάμιξη του Αιτητή σε οργάνωση, η οποία με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, δύναται να θεωρηθεί ως τρομοκρατική και σε κάθε περίπτωση φαίνεται να διατηρούσε σχέσεις με άλλες οργανώσεις, οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως τέτοιες (π.χ. Αλ Κάιντα). Σημειώνεται δε και η στενή σχέση της ίδιας οργάνωσης με την Τουρκία, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω πηγές πληροφόρησης. Σε κάθε δε περίπτωση η συμμετοχή του στην εν λόγω οργάνωση δεν αποκλείεται ευλόγως να συνδέεται με τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων. Ο ίδιος δε κατόπιν δικής του παραδοχής συμμετείχε σε μια οργάνωση κατά του καθεστώς Άσαντ στην περιοχή Ιντλίπ όπου με βάση εξωτερικές πηγές μέχρι και πριν την πρόσφατη ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ το Δεκέμβριο του 2024, παρουσίαζε τα υψηλότερα ποσοστά βίας σε ολόκληρη τη χώρα.[13] Ως προς την πρόσφατη κατάσταση στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, η οποία αποτελεί και ένδειξη της ενδεχόμενης δράσης και του ίδιου του Αιτητή ως στρατιώτη που δρούσε στην περιοχή, το Δεκέμβριο του 2024 η ανατροπή του Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, έπειτα από δεκαετίες διακυβέρνησης και εκτεταμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπήρξε καθοριστικό γεγονός για τη Συρία. Η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας παρέμεινε εξαιρετικά ασταθής. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, περιλαμβανομένων του πρώην κυβερνητικού στρατού, ρωσικών δυνάμεων, τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και ένοπλων ομάδων όπως οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), ο Συριακός Εθνικός Στρατός (SNA) και η Hayat Tahrir al Sham (HTS), προέβησαν σε επιθέσεις κατά αμάχων, βασανιστήρια, αυθαίρετες κρατήσεις και άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Την ίδια περίοδο, η ισραηλινή στρατιωτική δραστηριότητα στη Συρία αυξήθηκε, ενώ διαμαρτυρίες κατά της HTS ξέσπασαν σε βορειοδυτικές περιοχές της χώρας.[14]
59. Μετά την πτώση του καθεστώτος, πολλές κρατικές φυλακές καταλήφθηκαν από ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες και χιλιάδες κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Ωστόσο, δεκάδες χιλιάδες παραμένουν αγνοούμενοι. Η Διεθνής Αμνηστία και άλλες οργανώσεις κατέγραψαν εκτεταμένες αποδείξεις βασανιστηρίων, απάνθρωπων συνθηκών κράτησης και εξωδικαστικών εκτελέσεων. Παράλληλα, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ενέτειναν τις επιχειρήσεις τους στη βόρεια Συρία, πλήττοντας βασικές υποδομές, και προκαλώντας απώλειες σε άμαχο πληθυσμό. Σοβαρές παραβιάσεις καταγράφηκαν επίσης από τον SNA και τις SDF, ενώ οι κρατούμενοι σε περιοχές που ελέγχονται από τις αυτόνομες αρχές στη βορειοανατολική Συρία υπερβαίνουν τους 56.000, μεταξύ αυτών δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά.[15]
60. Παράλληλα ο ίδιος ο Αιητής συνδέεται και με πρόσωπα σε σχέση με τα οποία επίσης διερευνάται η διάπραξη αδικημάτων. Συνεπώς, δικαιολογείται κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης η κράτηση του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφάλειας
20. Η σοβαρότητα των περιστάσεων του Αιτητή και των αδικημάτων σε σχέση με τα οποία εκκρεμεί η εξέταση ενδεχόμενης ποινικής του δίωξης, το γεγονός ότι δεν έχει οποιουσδήποτε μόνιμους δεσμούς με τη Δημοκρατία, καθιστούν αμφίβολη την περαιτέρω συμμόρφωση του Αιτητή με τυχόν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και καθιστούν αντίθετα πιο προφανή τον κίνδυνο διαφυγής του. Δεν συντρέχουν, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις που να καθιστούν το μέτρο της κράτησης ακατάλληλο ή δυσανάλογο. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η κράτηση αποτελεί εν προκειμένω, αναγκαίο και ανάλογο μέτρο και δε θα μπορούσαν να διαταχθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός απομάκρυνσης/επιστροφής του Αιτητή σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης επί της προσφυγής που άσκησε. Δεν παροράται ως προς την αξιολόγηση της αναλογικότητας του μέτρου, ότι η διαπίστωση της ύπαρξης του κινδύνου για τη δημόσια τάξη εντάσσεται στο πλαίσιο του Άρθρου 19ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Από την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν προκύπτουν οποιεσδήποτε επιπτώσεις για την ασφάλεια του ίδιου του Αιτητή, όπως για παράδειγμα όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο αποκλεισμού κάποιου προσώπου από το καθεστώς διεθνούς προστασίας ή απέλασή του για λόγους δημοσίας ασφάλειας. Η διαπίστωση του κινδύνου για τη δημόσια τάξη εν προκειμένω, συνεπάγεται την προσωρινή αποστέρηση της ελευθερίας του Αιτητή μέχρι την τελική εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία. Είναι δεδομένη δε η υποχρέωση των αρχών των κρατών μελών να επιλαμβάνεται με τη δέουσα ταχύτητα τις αιτήσεις αιτούντων που βρίσκονται υπό κράτηση.
21. Απορρίπτεται ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, καθώς διαπιστώθηκε ότι αφενός, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούν τον περιορισμό της ελευθερίας του Αιτητή, παρά το γεγονός ότι αυτός είναι αιτών άσυλο, και αφετέρου ότι η κράτηση αποτελεί αναγκαίο και ανάλογο μέτρο, εν προκειμένω, για την αποτροπή διαφυγής του Αιτητή και ματαίωσης του σκοπού της απέλασής του, σε περίπτωση απορριπτικής και τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτησή του για άσυλο.
22. Τέλος ως προς την κατ΄ισχυρισμό παράλειψη της διοίκησης να ακούσει τον Αιτητή πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος, επισημαίνεται ότι οι Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου όπως θεσπίζονται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν. 158(Ι)/1999) υποχωρούν όταν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις (Βλ. Α.Ε. Αρ. 2422, Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Α.Ε. Αρ.: 2824, Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, το άρθρο 9ΣΤ, το οποίο μεταφέρει, κατά τεκμήριο, ορθώς τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, δεν προνοεί στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης του διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, ρύθμιση που δικαιολογείται από τον σκοπό της εν λόγω διάταξης. Η παράλειψη αυτή αντισταθμίζεται με την πρόβλεψη για άμεση διενέργεια δικαστικού ελέγχου επί του διατάγματος κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(6)(β) και την υποχρέωση έκδοσης δικαστικής απόφασης εντός τεσσάρων εβδομάδων από την καταχώριση της προσφυγής, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας. Στο πλαίσιο δεν της δικαστική διαδικασίας ο υπό κράτηση αιτών άσυλο έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία και να προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό προς ανατροπή του διατάγματος κράτησής του.
23. Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης, η οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση καθίσταται αλυσιτελής.
24. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η νομική βάση για την κράτηση του Αιτητή, ήτοι το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε), αποτελεί εναρμονιστική διάταξη της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, καλυπτόμενη από το τεκμήριο της συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου των Άρθρων 6 και 18 του Χάρτη, και με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, υπό το φως και της νομολογίας του ΔΕΕ (Βλ. mutatis mutandis, Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, C-601/15, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ECLI:EU:C:2016:84). Για τους λόγους, δε, που αναλύονται ανωτέρω, η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις επιτρεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις κράτησης αιτούντος άσυλο και περιορισμού των δικαιωμάτων των άρθρων 8 (δικαίωμα παραμονής) και 9Δ (Διαμονή και ελευθερία διακίνησης) του περί Προσφύγων Νόμου. Συνεπώς, η κράτηση του Αιτητή, ικανοποιούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), δεν προσκρούει στο δικαίωμα του Αιτητή για ελεύθερη διακίνηση και διαμονή.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και το επίδικο διάταγμα επικυρώνεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.
Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Bλ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Detention-JA-EN-PDF.pdf , σ. 46 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.5.2025.
[2] Κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν ήδη σε ισχύ οι περί Προσφύγων Νόμοι του 2000 έως 2023.
[3] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:02001E0931-20250201, ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Δεκεμβρίου 2001 για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (2001/931/ΚΕΠΠΑ), ως τροποποιήθηκε μέχρι τον Ιανουάριο του 2025.
[4] Barron’s, “Faylaq Al-Sham: Turkey's 'Favoured' Syrian Proxy Faction”, 26.10.2020, https://www.barrons.com/news/faylaq-al-sham-turkey-s-favoured-syrian-proxy-faction-01603733108 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2025)
[5] Alma Research and Education Center, “A roadmap to Syria’s Prominent Rebel Groups”, 8.12.2024, https://israel-alma.org/a-road-map-to-syrias-prominent-rebel-groups/ & European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), Country Focus: Syria, “ 2.1.2 Syrian National Army (SNA)”, March 2025, p. 45 – 47, https://www.ecoi.net/en/file/local/2123257/2025_03_EUAA_COI_Report_Syria_Country_Focus.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2025)
[6] Ο.π.
[7] Ο.π.
[8] Ο.π.
[9] Ο.π.
[10] U.S. Department of State, “Foregn Terrorist Organizations”, https://www.state.gov/foreign-terrorist-organizations/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2025)
[11] BBC News, “Syria conflict: Rebels pledge to keep fighting”, 13.2.2016,
https://www.bbc.com/news/world-middle-east-35566441 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2025)
[12] Η οργάνωση την οποία ανέφερε ο εξάδελφος του Αιτητή αποτελεί είναι ένας συνασπισμός ισλαμιστικών σουνιτικών αντικυβερνητικών ένοπλων ομάδων που εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων από την ΕΕ, τον ΟΗΕ και πολλά κράτη.
Βλ. European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), “Country Guidance: Syria”, p.11, last updated April 2024, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-syria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2025)
[13] European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), “Country Guidance: Syria”, p.145-149, last updated April 2024, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-syria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27.5.2025)
[14] Ecoi.net, “The State of the World’s Human Rights; Syria 2024”, Author; Amnesty International, 29.4.2025, https://www.ecoi.net/en/document/2124627.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28.5.2025)
[15] Ο.π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο