
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2025)
26 Μαΐου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
------------------------------------------------
Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα
Ε. Μανώλη (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει με δυο λόγους έφεσης την απόφαση του E.Δ. Πάφου ημερ. 15.5.25, με την οποία διέταξε την προφυλάκιση του μέχρι την ακρόαση της υπόθεσης στις 27.5.25 στη βάση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Αντιμετωπίζει τέσσερεις κατηγορίες οι οποίες αφορούν συνωμοσία προς κακούργημα (Π.Κ. 371), διάρρηξη κτηρίου [Π.Κ. 294(α)], κλοπή (Π.Κ. 262) και κάλυψη προσώπου με προσωπίδα επί σκοπώ διάπραξης κακουργήματος [Π.Κ. 296(ε)]. Οι κατηγορίες αναφέρονται στη διάρρηξη του Εθνογραφικού Μουσείου Πάφου στις 27 προς 28.9.23, κατά την οποία κλάπηκαν νομίσματα, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα συνολικής αξίας €20.050.
Ο Εφεσείων φέρεται να είχε διασυνδεθεί με τη διάρρηξη πέντε μήνες μετά, στη βάση εξέτασης γενετικού υλικού, οπότε στις 26.2.24 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και καταζητείτο μέχρι τις 11.8.24 που συνελήφθη. Η υπόθεση καταχωρίστηκε την επόμενη μέρα, 12.8.24. Υπεβλήθη και τότε αίτημα κράτησης στη βάση του ίδιου κινδύνου, το οποίο εγκρίθηκε, συνεκτιμούμενης και της απουσίας ένστασης. Πλην όμως, αμέσως μετά ο Εφεσείων δήλωσε ότι είναι χρήστης ναρκωτικών και ζήτησε όπως παραπεμφθεί σε Κέντρο Θεραπείας βάσει του περί Θεραπείας Κατηγορουμένων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτημένων Ν.41(1)/16. Ακολούθησαν τρεις δικάσιμοι και όταν εξασφαλίστηκε η θετική γνωμάτευση της Συμβουλευτικής Επιτροπής το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 13.12.24 εξέδωσε το ζητηθέν Διάταγμα Θεραπείας, ορίζοντας την υπόθεση για έλεγχο στις 28.2.25. Στις τρεις δικασίμους που είχαν προηγηθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέταζε παρόμοιο αίτημα κράτησης, το οποίο και ενέκρινε, συνεκτιμώντας και πάλι κάθε φορά τη μη ύπαρξη ένστασης.
Στις 28.2.25 το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση νεότερης έκθεσης, ενέκρινε αίτημα παράτασης της θεραπείας για τρεις μήνες και όρισε την υπόθεση για έλεγχο στις 4.6.25. Παρά ταύτα όμως, στις 29.4.25 ο Εφεσείων εγκατέλειψε το Κέντρο Θεραπείας παραβαίνοντας τους όρους του σχετικού Θεραπευτικού Συμβολαίου που είχε υπογράψει. Ως εκ τούτου στις 30.4.25 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του και καταζητείτο μέχρι τις 9.5.25, οπότε και εμφανίστηκε οικειοθελώς στο Δικαστήριο, αιτούμενος όπως τύχει χειρισμού η υπόθεση του και δηλώνοντας ότι θα είχε ένσταση στην κράτηση του. Η υπόθεση ορίστηκε στις 12.5.25 για τις αγορεύσεις των μερών, χωρίς να υπάρξει ένσταση στην κράτηση μέχρι τότε. Ακολούθησε η έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.
Πρώτος Λόγος Έφεσης
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε καθότι δεν συνεκτίμησε ορθώς το ότι κατά τους 20 μήνες οι οποίοι μεσολάβησαν από τον Σεπτέμβριο του 2023, δηλαδή από τη διάπραξη των φερόμενων αδικημάτων μέχρι και τις 15.5.25, ο ίδιος δεν διέπραξε οποιοδήποτε αδίκημα και ή δεν επέδειξε οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά.
Η εισήγηση είχε υποβληθεί και πρωτοδίκως και το Δικαστήριο, παραθέτοντας το χρονικό ιστορικό κατέληξε ότι αυτή δεν είχε απολύτως κανένα βάσιμο υπόβαθρο διότι: «Ουσιαστικά κατά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την έκδοση του εντάλματος σύλληψης μέχρι και την καταχώρηση της υπόθεσης ο Κατηγορούμενος ήταν καταζητούμενο πρόσωπο ενώ στην συνέχεια αυτός βρισκόταν υπό περιορισμό είτε στις φυλακές είτε στο Κέντρο Θεραπείας».
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τα οποία και συμφωνούμε. Είναι γεγονός πως από τον Αύγουστο του 2024 μέχρι τον Απρίλιο του 2025 ο Εφεσείων ευρίσκετο υπό περιορισμό, οπότε δεν μπορούσε βέβαια να αποτελεί ισχυρό επιχείρημα το ότι δεν ενεπλάκη σε παραβατική συμπεριφορά υπό τέτοιες περιστάσεις. Ουσιαστικά, ως επιχείρημα παρέμενε το διάστημα περίπου 10 μηνών, ήτοι από τον Οκτώβριο του 2023 έως τη σύλληψή του στις 11.8.24, για την οποία περίοδο το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως κατά τους πέντε πρώτους μήνες ήταν καταζητούμενος στη βάση εντάλματος σύλληψης, εννοώντας απλώς ότι και πάλι υπήρχαν περιστάσεις οι οποίες δεν επέτρεπαν πλήρη ελευθερία δράσης.
Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να προσθέσουμε πως γενικά στις περιπτώσεις στις οποίες λόγω του παλαιότερου ή και ευρύτερου ιστορικού συντρέχει βάσιμα ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων, είναι λογικό πως δεν θα μπορούσε μια μεταγενέστερη περίοδος 10 ή και 20 μηνών, στην οποία δεν εγείρεται θέμα παραβατικής συμπεριφοράς, να εκβαραθρώσει τη γενόμενη διαπίστωση για ύπαρξη κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων.
Βασικά το θέμα είναι πάντοτε ζήτημα περιστάσεων και στοιχείων τα οποία αφορούν την κάθε περίπτωση χωριστά. Οι σχετικές αρχές είναι πολύ καλά γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε (βλ. Χριστοδούλου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.24). Στην παρούσα περίπτωση το όλο επιχείρημα περιορίζεται στην ύπαρξη αυτού του 20μηνου διαστήματος. Σε σχέση με τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ύπαρξη των άλλων πέντε εκκρεμουσών υποθέσεων και την εξ αυτών διαπίστωση ροπής ούτε λόγος έφεσης έχει συμπεριληφθεί ούτε εκφράστηκε οποιαδήποτε διαφωνία κατά το στάδιο των αγορεύσεων.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του στοιχεία για άλλες πέντε εκκρεμείς υποθέσεις (4872/20, 2462/21, 801/23, 1877/23, 9658/23). Στη μια εξ αυτών είχαν ενσωματωθεί κατηγορίες που προέκυπταν από τρεις ανακριτικούς φακέλους, βάσει των οποίων είχαν διερευνηθεί τρεις άλλες διαρρήξεις και συναφή αδικήματα κατά περιουσίας και δη εναντίον δύο οικιών και ενός κοσμηματοπωλείου, καθώς και μια παράνομη κατοχή περιουσίας. Χρονικά οι διαρρήξεις και η παράνομη κατοχή αφορούσαν τέσσερεις διαφορετικές ημερομηνίες κατά την περίοδο από τον Νοέμβριο του 2020 μέχρι τον Μάρτιο του 2021. Από την πρώτη οικία φέρεται να είχαν κλαπεί αντικείμενα και αυτοκίνητο συνολικής αξίας €12.225 και από τη δεύτερη αντικείμενα συνολικής αξίας €8.080.
Οι άλλες τέσσερεις υποθέσεις ήτοι η μια του 2020 και οι τρεις του 2023 αφορούν 19 αδικήματα οικογενειακής βίας, απειλών, παρενόχλησης ή ανυπακοής σε δικαστικές διαταγές, όλα σχετιζόμενα με την εν διαστάσει σύζυγο του Εφεσείοντος και κατ' ισχυρισμόν διαπραχθέντα σε άλλες πέντε διαφορετικές ημερομηνίες κατά το διάστημα από τις 27.8.19 μέχρι τις 6.10.23.
Ήταν στη βάση των πιο πάνω πέντε υποθέσεων που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι ο Εφεσείων «...παρουσιάζει τάση και ροπή προς το έγκλημα». Όπως έχουμε ήδη πει η διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δηλαδή εν σχέσει με ό,τι μπορούσε να συναχθεί από τις εκκρεμείς υποθέσεις, δεν προσβάλλεται με την έφεση. Εν πάση περιπτώσει συμφωνούμε με την πρωτόδικη διαπίστωση, την οποία δεν μπορούσε να αποδυναμώσει ή επηρεάσει η μεταγενέστερη 20μηνη άπρακτη περίοδος, για τους λόγους που επίσης εξηγήσαμε.
Στη βάση αυτή δεν θεωρούμε ότι ευσταθεί ο πρώτος λόγος έφεσης ο οποίος υπόκειται σε απόρριψη.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι η απόφαση είναι εσφαλμένη διότι ουσιαστικά με αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψε την προγενέστερη απόφασή του ημερ. 13.12.24 για ένταξη του Εφεσείοντος σε θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης και ή δεν συνυπολόγισε στην κρίση του ότι μετά που εγκατέλειψε την Αγία Σκέπη, ο Εφεσείων εντάχθηκε αμέσως σε άλλη δομή για συνέχιση και ολοκλήρωση του προγράμματος θεραπείας του.
Εν πρώτοις δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση ότι το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ή εξισωθεί με ανατροπή της προγενέστερης απόφασής του ημερ. 13.12.24, δηλαδή του αρχικού Διατάγματος Θεραπείας. Το εν λόγω διάταγμα παρέμενε σε ισχύ (μάλιστα μετά από παράταση η οποία είχε εγκριθεί), μέχρι και τις 29.4.25, ημερομηνία κατά την οποία ο ίδιος ο Εφεσείων αυτοβούλως εγκατέλειψε το Πρόγραμμα Θεραπείας, παραβιάζοντας τους όρους του Θεραπευτικού Συμβολαίου που είχε υπογράψει, όπως και το προηγηθέν Διάταγμα Θεραπείας.
Για να γίνει αντιληπτή η σημασία της οικειοθελούς αυτής δράσης του Εφεσείοντος είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι βάσει του Άρθρου 5(4) του Ν.41(I)/16, σε περίπτωση παράβασης των όρων του Θεραπευτικού Συμβολαίου η Συμβουλευτική Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το Δικαστήριο και την Αστυνομία η οποία μεριμνά για τη μεταφορά του (ενήλικα) χρήστη σε ασφαλή τόπο κράτησης μέχρι την παραπομπή του στο Δικαστήριο (βλ. και κ.7(3) των περί της Λειτουργίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής Κανονισμών του 2019, Κ.Δ.Π. 15/2019).
Κατά δεύτερον, θα πρέπει να επαναλάβουμε το λεχθέν στην υπόθεση Άγγελο v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/2024, ημερ. 3.7.24 ότι «… το δικαίωμα σε διάταγμα θεραπείας δεν προσφέρεται γενικά και απεριόριστα σε οποιονδήποτε χρήστη ή ουσιοεξαρτώμενο πρόσωπο». Προσθέτοντας βέβαια εδώ, αυτό που ήδη έχει διαφανεί από τα προηγηθέντα, ότι εκτός των όρων τους οποίους δυνατόν να θέσει το εκδικάζον Δικαστήριο κατά την έκδοση ενός Διατάγματος Θεραπείας, ο χρήστης έχει ούτως ή άλλως ρητή εκ του Νόμου υποχρέωση μεταξύ άλλων: (α) Να παρουσιαστεί στο Κέντρο Θεραπείας το οποίο καθόρισε το Δικαστήριο, (β) Να έχει αποδεχθεί ότι θα τηρεί πιστά το Θεραπευτικό Συμβόλαιο και (γ) Να συμμορφώνεται με τις συστάσεις του Κέντρου Θεραπείας.
Κατά συνέπειαν η παράβαση των όρων του εγκριθέντος από το πρωτόδικο Δικαστήριο Θεραπευτικού Συμβολαίου και η οικειοθελής διακοπή του Προγράμματος Θεραπείας δεν αναιρείτο από την εξήγηση την οποία δίδει τώρα ο Εφεσείων. Ειδικότερα, προβάλλει ότι ως πατέρας τριών τέκνων μικρής ηλικίας, εγκατέλειψε την Αγία Σκέπη για να έχει επικοινωνία με τα παιδιά του και ότι αμέσως αναζήτησε άλλο κέντρο απεξάρτησης και κατέληξε στο Veresie Medical Center στη Λάρνακα για συνέχιση της θεραπείας του (Τεκμήρια Α, Β, Γ). Ας σημειωθεί δε, πως σχετικά πρόσφατα ο Εφεσείων είχε εγκαταλείψει ξανά πρόγραμμα το οποίο παρακολουθούσε εθελοντικά στην Αγία Σκέπη και μάλιστα για τον ίδιο λόγο, ήτοι για να δει την οικογένεια του, όπως είχε καθηκόντως υποδείξει στην έκθεση της ημερ. 31.10.24 η Συμβουλευτική Επιτροπή.
Επαναλαμβάνουμε ότι ένα δικαστικό Διάταγμα Θεραπείας δεν είναι ούτε αξιόγραφο εν λευκώ ούτε ιατρική συνταγή η οποία δύναται να εξαργυρωθεί σε οποιοδήποτε κέντρο θεραπείας επιλέγει ένας κατηγορούμενος κατά το δοκούν και ασχέτως χρονικών πλαισίων που θέτει το εκδικάζον την ποινική υπόθεση Δικαστήριο. Εκδίδεται με βάση ειδική «αιτιολογημένη έκθεση» την οποία δίδει συγκεκριμένο Κέντρο Θεραπείας προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία υποβάλλει συγκεκριμένη «γνωμάτευση» προς το Δικαστήριο και ακολούθως υπογράφεται συγκεκριμένο Θεραπευτικό Συμβόλαιο (Άρθρα 6, 7 του Ν.41(I)/16).
Ο ίδιος ο Νόμος προνοεί, επίσης σαφέστατα, ότι σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος παραβιάσει οποιονδήποτε όρο του Θεραπευτικού Συμβολαίου τότε αυτός «παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για την έναρξη ή τη συνέχιση της εκδίκασης της εναντίον του ποινικής υπόθεσης» (Άρθρο 7(5) του Ν.41(I)/16).
Ως εκ τούτου ούτε ο λόγος ο οποίος προβάλλεται για την παράβαση του Θεραπευτικού Συμβολαίου ούτε και το γεγονός της συνεργασίας με άλλο ιατρικό κέντρο είναι στοιχεία τα οποία επηρεάζουν την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης. Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης υπόκειται σε απόρριψη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο