
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1447/24
8 Μαΐου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G. C. T.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για Αιτητή
Κα Σ. Πιτσιλλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.26/03/24, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 16/10/21 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 15/11/21 (ερ.1-4, 11-13, 39).
Στις 25/10/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός ασύλου, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.24-39). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 01/02/24 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.56-66).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 26/03/24 και του μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα (ερ.67, 3).
Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής επειδή ένας από τους υπαλλήλους του και ξάδερφος του σκοτώθηκε στο εργοτάξιο σε εργοτάξιο και τότε οι γονείς αποθανόντος απείλησαν τον αιτητή και ο μεγαλύτερος αδελφός του πήγε στο σπίτι του και το έκαψε, πράγμα που κόστισε τη ζωή της μητέρας και της κόρης του αιτητή. Στις 19/04/21 ο αιτητής υπήρξε θύμα απαγωγής, μετά την κηδεία της μητέρας του, γεγονός που – ως αναφέρει - τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα και να αναζητήσει άσυλο.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Douala, περιφέρεια Littoral, είναι χριστιανός, ανήκει στη φυλή Bamelike, είναι άγαμος, έχει 2 κόρες, μια εκ των οποίων απεβίωσε, οι γονείς του επίσης απεβίωσαν, ο μεν πατέρας του το 2016 και η μητέρα του το 2021, έχει μία αδερφή, η οποία βρίσκεται στην Γερμανία, αδερφό που διαμένει στον Καναδά και αδερφό που διαμένει στη Douala, μαζί με την θυγατέρα του αιτητή, με τους οποίος ο αιτητής διατηρεί επικοινωνία. Ο αιτητής είναι πτυχιούχος στον κλάδο της βιοχημείας από το πανεπιστήμιο της Douala, ομιλεί γαλλικά, μερικά γερμανικά, αγγλικά, διατηρούσε επιχείρηση στον κατασκευαστικό τομέα από το 2016 και ήταν παράλληλα, ως ανέφερε, εκπαιδευόμενος ιατρός για τρία χρόνια σε επαρχιακό νοσοκομείο στη Douala. Την επιχείρησή τη διατηρεί μέχρι σήμερα κάποιος φίλος του με τη συνδρομή του ιδίου του αιτητή, παρότι βρίσκεται στη Δημοκρατία.
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του ο αιτητής ανέφερε ότι τον Σεπτέμβριο 2020, κατά τη διάρκεια εργασιών σε εργοτάξιο, ένας από τους υπαλλήλους του, ο οποίος ήταν ξάδερφός του, σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα. Όταν ο αιτητής παρέστη στην κηδεία, οι συγγενείς του θανούντος αρνήθηκαν την παραμονή του στην τελετή, κατηγορώντας τον ότι αυτός ευθύνεται για τον θάνατο του. Όπως ο αιτητής ανέφερε, στη συνέχεια ξεκίνησαν τα οικογενειακά προβλήματα και ενάμιση μήνα μετά την κηδεία και τη γέννηση της κόρης του αιτητή, πραγματοποίησαν μεγάλη οικογενειακή συγκέντρωση με σκοπό να επιλύσουν τη διαφορά. Ως ανέφερε, μετά τη συνάντηση, ο ίδιος πίστευε ότι το πρόβλημα εξομαλύνθηκε, καθότι αργότερα γιόρτασαν μαζί τον ερχομό του καινούριου χρόνου. Στις 03/01/21, καθώς βρισκόταν στην εργασία του, ο αιτητής έλαβε τηλεφώνημα από τον γείτονά του, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι στο σπίτι του ξέσπασε πυρκαγιά. Εντός του σπιτιού βρισκόταν ο ξάδερφος, η μητέρα και η θυγατέρα του του αιτητή, με αποτέλεσμα το θάνατο των δύο και τον τραυματισμό του ξαδέρφου. Μετά από έρευνες, ο ξάδερφος του αιτητή (αδελφός του θανούντος) παραδέχτηκε ότι αυτός ήταν που προκάλεσε την πυρκαγιά και ο λόγος ήταν για να εκδικηθεί για τον θάνατο του αδερφού του. Τότε ο αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα, με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν. Ερωτηθείς να αναφέρει τι είναι αυτό που φοβάται σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα, ο αιτητής επανέλαβε το οικογενειακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, προσθέτοντας ότι ο ξάδερφός του μπορεί να τον εντοπίσει.
Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτημάτων, αρχικά σχετικά με το περιστατικό του ατυχήματος, ο αιτητής ανέφερε ότι αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της εργασίας, προσθέτοντας ότι ο αποθανών δεν έλαβε προστατευτικά μέτρα με αποτέλεσμα την πτώση, τον τραυματισμό και ακολούθως τον θάνατό του. Ο αιτητής πληροφορήθηκε το περιστατικό από κάποιο συνεργάτη του, αφού ο ίδιος βρισκόταν σε άλλη περιοχή και αμέσως κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο συνάντησε τους γιατρούς, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι από την πτώση κτύπησε το κεφάλι του και την επόμενη μέρα απεβίωσε.
Σε ερωτήσεις σχετικά με την αντιμετώπιση που δέχτηκε από τους συγγενείς του, ο αιτητής αρχικά ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του ξάδερφου του, μαζί με την μητέρα και τον μεγάλο του αδερφό μετέβηκαν στο σπίτι τους όμως δεν τους επέτρεψαν να εισέλθουν και για να αποφύγουν περαιτέρω φασαρία, αποφάσισαν να φύγουν. Η κηδεία του έγινε περί τα μέσα Οκτωβρίου 2020. Ακόμα, ο αιτητής ανέφερε ότι οι γονείς και ο αδερφός του ξαδέρφου του ήταν αυτοί που τον κατηγορούσαν ότι ευθύνεται για τον θάνατό του. Κληθείς να αναφέρει τον λόγο γι’ αυτό, ο αιτητής δήλωσε ήταν λόγω του ότι αυτός τον έστειλε στη συγκεκριμένη εργασία και γιατί ο αιτητής με αυτό τον τρόπο λαμβάνει δόξα. Ερωτώμενος σχετικά με το πως εξελίχθηκε το ζήτημα, ο αιτητής ανέφερε ότι γινόταν όλο και χειρότερο και γι’ αυτό τον λόγο ο αιτητής ζήτησε από την μητέρα του να καλέσει την οικογένεια σε συνάντηση κατά την οποία ο αιτητής - ως δήλωσε - προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι δεν ευθυνόταν αυτός για τον θάνατο, παρότι αυτός τον έστειλε να κάνει αυτή την εργασία, ζητώντας τους να τον συγχωρέσουν. Μετά την συνάντηση στις 26/11/20 ο αιτητής είχε θεωρήσει ότι οι συγγενείς του ήταν απλά θυμωμένοι μαζί του και ότι το πρόβλημα λύθηκε.
Κληθείς να αναφέρει περαιτέρω πληροφορίες για τον κατ’ ισχυρισμό εμπρησμό, ο αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη στις 03/01/21, όταν ο ίδιος βρισκόταν στην εργασία του και πως ο γείτονας του τον ενημέρωσε τηλεφωνικώς για το συμβάν. Στη συνέχεια ανέφερε ότι μετά το περιστατικό μετέβησαν στο αστυνομικό τμήμα όπου παρέλαβαν τα πιστοποιητικά θανάτου και ακολούθως οργάνωσαν τις κηδείες. Ο αιτητής δήλωσε ότι γνωστοποίησε στο δημαρχείο τον εμπρησμό του σπιτιού του και εξήγησε ότι δεν υπέβαλε καταγγελία στις αστυνομικές αρχές, καθότι στην αρχή δεν γνώριζε ότι ήταν εγκληματική ενέργεια.
Ακολούθως, ερωτηθείς ο αιτητής να εξηγήσει τη διαφοροποίηση των όσων κατέγραψε στην αίτησή του για διεθνή προστασία, ήτοι περί απαγωγής και την μη αναφορά του σε απαγωγή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο αιτητής δήλωσε ότι στην αρχική του αίτηση η καταγραφή του ήταν σύντομη. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δήλωσε ότι φοβάται πως σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του ο ξάδελφος του θα του «κάνει κακό», αφού, ως περαιτέρω δήλωσε, έλαβε μήνυμα από τον ξάδερφό του ότι «αν δεν φέρει πίσω τον αδερφό του, δεν θα τον αφήσει σε ησυχία». Για το αν πιστεύει ότι θα μπορούσε να επιστρέψει σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας, όπως τη Yaoundé, ο αιτητής απάντησε αρνητικά και εξήγησε ότι στο Καμερούν υπάρχει διαφθορά.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής κατηγορήθηκε από την οικογένεια ξαδέρφου του, που ήταν υπάλληλος του, ως ο υπεύθυνος για το θάνατό του συνεπεία εργατικού ατυχήματος και σε αντίποινα για τον θάνατο του αδερφού του, ο μεγαλύτερος ξάδερφός του έθεσε φωτιά στο σπίτι της οικογένειάς του στις 03/01/21 με αποτέλεσμα τον θάνατο της μητέρας και της κόρης του.
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό απέρριψαν όμως τον 2ο ισχυρισμό, καθώς κρίθηκε ότι στερούνται συνοχής και αξιοπιστίας.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν αόριστες και χωρίς λεπτομέρειες, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς τα γεγονότα που ανέφερε, όπως τις κατηγορίες εναντίον του, τον εμπρησμό του σπιτιού του και τους θανάτους της μητέρας και της κόρης του. Επιπλέον κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν έδωσε σαφείς λόγους για τις ενέργειες του μεγαλύτερου ξαδέλφου του και ακόμα δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τη διαφοροποίηση των δηλώσεων του κατά την αρχική αίτηση του με τα όσα δήλωσε στην συνέντευξη του. Ειδικότερα, σχετικά με την κατηγορία ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του ξάδερφου του, κρίθηκε πως, παρότι ο αιτητής κλήθηκε να αναφέρει περαιτέρω πληροφορίες, οι δηλώσεις του παρέμειναν γενικές και αόριστες, αναφέροντας ότι δεν του επέτρεψαν να παρευρεθεί στην κηδεία και τότε κατάλαβε ότι το ζήτημα ήταν σοβαρό. Ο λειτουργός επισημαίνει ότι ο αιτητής συγκεκριμένα κλήθηκε να αναφέρει ποια άτομα τον κατηγορούσαν ωστόσο, με αόριστο και μη λεπτομερή τρόπο ανέφερε ότι ήταν μέλη της οικογένειάς του ξάδερφου του, με τον ίδιο δε αόριστο και μη λεπτομερή τρόπο αναφέρθηκε ο αιτητής και στην εξέλιξη των γεγονότων, αναφέροντας ότι τα πράγματα γίνονταν χειρότερα και γι’ αυτό κάλεσε σε οικογενειακή συνάντηση. Κατά τη συνάντηση ο αιτητής ανέφερε συγκεκριμένα ότι προσπάθησε να εξηγήσει ότι δεν ευθυνόταν ο ίδιος για τον θάνατο και ότι, όπως ο ίδιος αντιλήφθηκε, οι συγγενείς του ξαδέρφου του κατάλαβαν τους λόγους και ότι το ζήτημα επιλύθηκε.
Επιπρόσθετα κρίθηκε πως, παρόλο που ο αιτητής κλήθηκε να επεκταθεί σε λεπτομέρειες σχετικά με τον εμπρησμό του σπιτιού αλλά και τον θάνατο της μητέρας και της κόρης του, εντούτοις δεν κατόρθωσε να παρέχει σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες και αόριστα δήλωσε ότι για το περιστατικό ενημερώθηκε από κάποιο γείτονα και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πως έμαθε ότι για τον εμπρησμό ευθύνεται ο μεγαλύτερος ξάδερφός του, αναφέροντας σχετικώς ότι σε έρευνα που διεξάχθηκε σε κατοπινό στάδιο, ο εξάδελφος παραδέχτηκε ότι εκείνος προκάλεσε την φωτιά. Σχετικώς κρίθηκε πως, παρόλο που ο αιτητής δεν ήταν παρών στο περιστατικό εμπρησμού του σπιτιού τους που οδήγησε στον τραγικό θάνατο της μητέρας και της θυγατέρας του, αναμενόταν από αυτόν να παράσχει περισσότερες πληροφορίες, που εύλογα θα αναμενόταν να μάθαινε αργότερα, κάτι που απέτυχε να πράξει. Περαιτέρω ο αιτητής δεν κατάφερε να εξηγήσει τους λόγους που οδήγησαν τον ξάδερφό του να προβεί στην συγκεκριμένη πράξη, δεδομένου ότι, ως ο αιτητής είχε αναφέρει, το ζήτημα υποτίθεται πως είχε επιλυθεί κατά την οικογενειακή συνάντηση. Θα αναμενόταν, ως κρίθηκε, από τον αιτητή να είναι σε θέση να εξηγήσει γιατί ο ξάδερφός του κρατούσε πικρία εναντίον του παρότι επιλύθηκε το πρόβλημα στην οικογενειακή συνάντηση και εφόσον γιόρτασαν μαζί τον ερχομό του νέου έτους, μόλις δύο μέρες προτού το υποτιθέμενο περιστατικό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αιτητή. Τέλος, αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι, ως κρίθηκε, ο αιτητής απέτυχε να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους της διάστασης που εντοπίστηκε μεταξύ των δηλώσεων που έκανε κατά την αίτησή του για διεθνή προστασία και όσων δήλωσε στη συνέντευξη του σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού έγινε αξιολόγηση των ακόλουθων εγγράφων, τα οποία ο αιτητής προσκόμισε, στα πλαίσια της οποίας έγιναν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
1. Εκτυπωμένη φωτογραφία φερόμενου πιστοποιητικού θανάτου ατόμου ονόματι Luciene Kumatse, για το οποίο κρίθηκε ότι δεν διαπιστώνεται η σχέση του αιτητή με το πρόσωπο που αναγράφεται στο έγγραφο και δεν αναγράφεται σ’ αυτό η αιτία θανάτου.
2. Εκτυπωμένη φωτογραφία φερόμενου πιστοποιητικού θανάτου ατόμου ονόματι Kumatse Tenguene Elia, για το οποίο κρίθηκε ότι δεν διαπιστώνεται η σχέση του αιτητή με το πρόσωπο που αναγράφεται στο έγγραφο και δεν αναγράφεται η αιτία θανάτου.
3. Εκτυπωμένη φωτογραφία εγγράφου φερόμενου ως «Πιστοποιητικού Επέμβασης της Πυροσβεστική» (Certificate of Intervention of Firefighters), για το οποίο κρίθηκε ότι το έγγραφο δεν αναφέρει τα αίτια της πυρκαγιάς, ούτε οποιαδήποτε ανθρώπινη απώλεια.
Δεδομένων των ως άνω παρατηρήσεων, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν δεν αναγράφουν την αιτία θανάτου αλλά ούτε την αιτία της πυρκαγιάς, κρίθηκε ότι δεν ενισχύουν και δεν τεκμηριώνουν τους σχετικούς ισχυρισμούς του αιτητή.
Συνεπεία της μη στοιχειοθέτησης εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής των όσων ο αιτητής ανέφερε, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, και επί τη βάσει του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός, ήτοι ότι του προφίλ του, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Douala), οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, δεδομένου του ότι ο αιτητής είναι ενήλικας, υγιής άνδρας, με πανεπιστημιακή μόρφωση, ικανός προς εργασία, με εργασιακή εμπειρία και δική του επιχείρηση, χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.
Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Σημειώνω ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε από τον αιτητή προσωπικά, ο οποίος μετέπειτα διόρισε δικηγόρο. Μετά από αρκετές παρατάσεις προκειμένου να καταχωρηθεί αγόρευση από τους συνηγόρους του αιτητή καταχωρήθηκε τελικώς γραπτή αγόρευση, χωρίς όμως να γίνει τροποποίηση της προσφυγής.
Στα πλαίσια της αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι ο «άγνωστος» λειτουργός CW104 που διενήργησε τη συνέντευξη δεν έχει την κατάλληλη κατάρτιση και γνώσεις και ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι ο μεταφραστής κατά τη συνέντευξη είχε την απαραίτητη γνώση της γλώσσας στην οποία έγινε η συνέντευξη, με αποτέλεσμα η μετάφραση να είναι αναξιόπιστη, ως αναφέρει σχετικώς. Ως δε αναφέρει ο λειτουργός της EUAA που διενέργησε τη συνέντευξη δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο, η δε ΚΔΠ 297/2019 είναι κατά παράβαση των αρ.13Α (1Α) του Νόμου, καθώς δεν δύναται παρά μόνον να συμμετέχει, μάλιστα επί προσωρινής και όχι μόνιμης βάσης (εδώ συμμετέχουν από το 2019 πράγμα το οποίο – ως αναφέρει – καταδεικνύει μονιμότητα της συμμετοχής) και όχι να διενεργεί μόνος του συνεντεύξεις και να συντάσσει εκθέσεις, ως εν προκειμένω. Περαιτέρω, ως ισχυρίζεται, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του αιτητή και δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις, πράγμα που, ως εισηγείται, οδήγησε σε πλάνη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, η οποία βασίζεται σε ανεπαρκή και ελλιπή στοιχεία, στερείται αιτιολογίας και ελήφθη χωρίς να αξιολογηθούν οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και χωρίς να γίνει εξέταση της πτυχής της συμπληρωματικής προστασίας.
Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν, αγορεύοντας προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, ότι τα ευρήματα τους – τόσο επί της αξιοπιστίας όσο και επί της μη ύπαρξης κινδύνου διώξεως ή σοβαρής βλάβης είναι εύλογα, ορθά και απολύτως αιτιολογημένα, υπό το φως των ενώπιον τους στοιχείων. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί των προσόντων του λειτουργού που διενήργησε τη συνέντευξη και της ποιότητας της μετάφρασης σημείωσαν ότι ο αιτητής κατανοούσε τον λειτουργό στη διάρκεια της συνέντευξης και, ως βεβαιώνει ο ίδιος στο πρακτικό της συνέντευξης, τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη είχαν καταγραφεί ακριβώς στο σχετικό πρακτικό. Περαιτέρω εισηγήθηκαν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή τόσο περί τις κατάρτισης του λειτουργού όσο και περί της αρμοδιότητας του ως λειτουργός της EASO να διενεργεί συνεντεύξεις, ότι το τεκμήριο της νομιμότητας δεν μπορεί να ανατραπεί με τα όσα αναφέρει ο αιτητής, η δε αρμοδιότητα δεν πρέπει να αμφισβητείται, δεδομένου ότι – ως ανέφεραν – είναι σε ισχύ η ΚΔΠ 297/19, δια της οποίας εξουσιοδοτούνται λειτουργοί του EASO να διενεργούν πράξεις ως η επίδικη συνέντευξη και ουδέν ετέθη περί του αντιθέτου. Συνεπώς - ως αναφέρουν - ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία.
Ο συνήγορος του αιτητή, αγορεύοντας ομοίως προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, στα πλαίσια της απαντητικής του αγόρευσης, επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα αναφέρθηκαν στη γραπτή αγόρευση, ως ανωτέρω καταγράφονται, καλώντας το Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη πράξη ως εξ υπαρχής πάσχουσα ακυρότητας, για τους πιο πάνω λόγους.
Προτού προχωρήσω θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί που προωθούνται δια της αγορεύσεως του αιτητή δεν έχουν δεόντως δικογραφηθεί, καθώς ουδεμία τροποποίηση έχει γίνει επί της καταχωρηθείσας από τον αιτητή προσφυγής και συνεπώς δεν μπορούν να εξεταστούν γι’ αυτό τον λόγο, πέραν του ισχυρισμού που άπτεται της αρμοδιότητας του λειτουργού που τέλεσε την επίδικη συνέντευξη, ο οποίος – ως λόγος που άπτεται της δημοσίας τάξεως - εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).
Επί του ισχυρισμού ότι ο διενεργών τη συνέντευξη και συγγράφων την επίδικη έκθεση λειτουργός της EUAA (πρώην EASO) στερείται σχετικής εξουσιοδότησης, σημειώνω ότι, όμοια με τα εδώ εγειρόμενα ζητήματα έχουν εγερθεί ενώπιον της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, τα οποία πραγματεύεται στην πρόσφατη απόφαση της στην υπ. αρ.106/23, Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.14/11/23, όπου ειπώθηκαν επί τούτου τα εξής, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.
«Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.
19. Η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.».
20. Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.
21. Επιπλέον, όπως προκύπτει το άρθρο 18(2Α), του περί Προσφύγων Νόμου, το προσώπου που λαμβάνει τη συνέντευξη στον εκάστοτε αιτητή καταρχήν συντάσσει ταυτόχρονα και την εισηγητική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο, καθώς πρόκειται για ενέργεια σύμφυτη με την εξουσία λήψης της συνέντευξης. Συνεπώς, μη ρητή αναφορά στις παρεπόμενες εξουσίες/ ενέργειες που δύναται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου να λάβει το πρόσωπο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν συνεπάγεται ότι αυτό ενήργησε εκτός του πεδίου της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η ερμηνεία αυτή πέραν από το γράμμα του νόμου επιβεβαιώνεται και από την τελεολογία του νόμου υπό το φως της αρχής της ταχύρρυθμης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.»
Στα ως άνω προσθέτω ότι, με βάση το αρ.13Α (1Α) και (β), λειτουργός της «Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό» (εν προκειμένω η EUAA, ως είναι δεκτό από τον συνήγορο της αιτήτριας, αποτελεί διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο – EASO), «επιτρέπεται […] να διενεργεί προσωπικές συνεντεύξεις αιτητών εφόσον διαθέτει ή έχει καταρτιστεί για να διαθέτει γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτητή για συνέντευξη». Δεδομένου τούτου δεν εντοπίζω εν προκειμένω κάποια πλημμέλεια στη διενέργεια της συνέντευξη από λειτουργό της EUAA. Η δε έλλειψη στοιχείων πλήρους ταυτοποίησης του ατόμου που έκανε τη συνέντευξη δεν διαφοροποιεί την ως άνω κατάληξη μου, δεδομένου ότι ο αναφερόμενος στα ερ.56 και ερ.39 κωδικός αναφοράς του μη ονομαστικά ονομαζόμενου λειτουργού (CW104 – EUAA expert) αρκεί για να συναχθεί ότι αυτός είναι λειτουργός της EUAA (σημειώνω ότι αυτό δεν αμφισβητείται από τον αιτητή), και ενεργούσε ως ανωτέρω περιγράφεται, στα πλαίσια σχετικής εξουσιοδότησης. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι η αναγραφή μόνο του κωδικού αναφοράς αντί του πλήρους ονόματος του αφαιρεί εν προκειμένω από την αρτιότητα του πρακτικού της συνέντευξης και της επίδικης έκθεσης ή δημιουργεί αμφιβολίες για την δέουσα εξουσιοδότηση του εν λόγω λειτουργού.
Προχωρώ λοιπών με επί της ουσίας εξέταση της παρούσης, εξ υπαρχής και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη καθώς και των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα ευρήματα και κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά λεπτομερώς και ενδελεχώς αναφέρονται στα ερ.59-63, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται.
Τούτο γιατί θεωρώ ότι το αφήγημα του αιτητή βρίθει κενών, ασαφειών και ελλείψεων και σε κανένα σημείο των λεγομένων του σε σχέση με το ατύχημα εκ του οποίου προήλθε κατ’ ισχυρισμό ο θάνατος εξαδέλφου του, πως αντέδρασε η οικογένεια του αποθανόντος, ποιοι συγκεκριμένα εξ αυτών απείλησαν τον αιτητή, πως και υπό ποιες συνθήκες αδελφός του αποθανόντος έβαλε φωτιά στο σπίτι του αιτητή, πως σκοτώθηκαν εξ αυτού η μητέρα και η αδελφή του αιτητή, αλλά και το τι ακολούθησε και τι προηγήθηκε των ως άνω κατ’ ισχυρισμό συμβάντων δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή σχετική βιωματική λεπτομέρεια επί όλων των ως άνω, όσα δε ανέφερε στερούνταν καταφανώς αυτού που εύλογα θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει, ήτοι μια πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει.
Είναι στα ως άνω σημεία που το αφήγημα υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτων που θεωρώ ότι διαβρώνεται σημαντικά και μοιραία η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή, σε σημείο που οιαδήποτε άλλη προσέγγιση των λεγομένων του θα συνιστούσε θεωρώ αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας, λεπτομερειών και εν γένει συνοχής. Επί των επιμέρους τρωτών σημείων των ισχυρισμών του αιτητή αρκεί η παραπομπή στα όσα επ’ αυτού καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, ως και ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσης παρατίθενται, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω.
Επί των προσκομισθέντων δε εκ του αιτητή εγγράφων σημειώνω τα εξής.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.107-108, αναφέρονται τα εξής:
«Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.
Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.
[…]
Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»
Εν προκειμένω λοιπόν, στη βάση και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών αναφορικά με την αξιολόγηση των στοιχείων που συνθέτουν την υπό κρίση υπόθεση, θεωρώ πως η σημαντικά τρωθείσα εσωτερική συνοχή του αφηγήματος του, οι εύλογες αμφιβολίες που προκύπτουν για τη γνησιότητα των εγγράφων που προσκόμισε (το βάρος γνησιότητας το φέρει ο αιτητής, βλ. πιο πάνω απόσπασμα), η απουσία οιασδήποτε εκ μέρους του αιτητή μαρτυρίας ενώπιον μου που θα εξηγούσε τα κενά και ασάφειες που αφορούν τόσο τα λεγόμενα του όσο και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, δεν αφήνει περιθώριο για άλλη αντιμετώπιση.
Θα συμφωνήσω λοιπόν και με τα επί της αξιοπιστίας των εγγράφων ευρήματα και τελική κρίση των καθ’ ων η αίτηση, ως ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφεται, καθώς, δεδομένης της συνολικής αποτίμησης των στοιχείων που συνθέτουν την υπόθεση και δεδομένων των σημαντικών ελλείψεων των εγγράφων, ως αυτές εντοπίστηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, αμελητέα βαρύτητα μπορεί να δοθεί σ’ αυτά, λαμβανομένου υπόψη του ότι το περιεχόμενο τους, εκ των πραγμάτων, δεν ενισχύει και ούτε τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του αιτητή. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν δεν θα μπορούσε εκ των όσων εγγράφων προσκομίστηκαν να υπερκερασθούν οι πολλές και σημαντικές ελλείψεις που εντοπίστηκαν στην εσωτερική συνοχή του αφηγήματος του αιτητή.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει μια επικαιροποιημένη επισκόπηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Douala), όπου διαμένει και η οικογένεια του αιτητή (αδελφός και θυγατέρα του αιτητή), με τους οποίους διατηρεί επαφή, καθώς και η μητέρα του τέκνου του (ερ.34).
Αναφορικά με την περιφέρεια Littoral του Καμερούν, στην οποία ανήκει η πόλη Douala, για το διάστημα από 03/02/24 έως 31/01/25, καταγράφηκαν 13 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 4 ανθρώπινες ζωές. Τα 13 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 4 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 4 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες και 5 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 2 θανάτους [1]. Τα 11 από τα πιο πάνω 13 περιστατικά καταγράφηκαν στη Dοuala, στα οποία χάθηκαν 3 ανθρώπινες ζωές και έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 4 ταραχές (riots) με 2 ανθρώπινες απώλειες, 3 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς θανάτους και 4 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 1 θάνατο [2]. Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται περί τα 4 εκατομμύρια και της Douala περί τα 3 ½ εκατομμύρια. [3] [4]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [5] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).
Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη και συνυπολογίζω ότι ο αιτητής είναι υγιής, ενήλικας, 33 ετών σήμερα, ομιλεί - μεταξύ πολλών άλλων - τη γαλλική, ως μητρική γλώσσα, έχει προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, πανεπιστημιακή μόρφωση και διαθέτει στην περιοχή οικογενειακό δίκτυο.
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 03/02/2024 έως 31/0101/25, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots/Battles; ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon -Littoral; Douala https://acleddata.com/explorer/
[3] Republique du Cameroun, Institut National de la Statistique, Agence Regional du Littoral, Littoral en chiffres, Edition 2022, σ. 9
https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2023/06/Littoral-en-chiffres-ed2022_Francais.pdf
[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο