M.K.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1713/2023, 15/5/2025
print
Τίτλος:
M.K.K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1713/2023, 15/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  1713/2023

15 Μαΐου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.K.K.,

από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                    Αιτητής

                                    

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                    Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής παρίσταται αυτοπροσώπως

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Ρούσσου (κα) για Βρυωνίδου (κα)

[Κ. Σφέτσος- Διερμηνέας, για διερμηνεία από τα lingala στην ελληνική και  αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 07.04.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «ΛΔΚ»), την οποία εγκατέλειψε στις 19.02.2023 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παράτυπα στις 27.02.2023 μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών. Στις 10.03.2023 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 21.03.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 07.04.2023 Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε αυθημερόν την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 09.05.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου της ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση του αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1,[1] την ένσταση του εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενος ότι ο πατέρας του, έπειτα από τον θάνατό του, του άφησε ένα χρηματικό ποσό. Ωστόσο τα αδέρφια του θεώρησαν πως αυτό ήταν άδικο και για τον λόγο αυτό του ζήτησαν να το μοιραστούν. Επιπροσθέτως, προέβαλε πως ένα από τα αδέρφια του δουλεύει για έναν υπουργό, και έβαλε στρατιώτες να τον απειλήσουν.

 

Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής προβάλλει πως είχε χρησιμοποιήσει ένα μέρος των χρημάτων που του είχε δώσει ο πατέρας του για τη φροντίδα του τέκνου του, το οποίο γεννήθηκε στις 01.12.2021 και προτού ο πατέρας του αποβιώσει. Προσέθεσε, επίσης, πως χρησιμοποίησε τα υπόλοιπα χρήματα για να εγκαταλείψει τη χώρα έπειτα από τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τα αδέρφια του. Ο Αιτητής εξήγησε πως όταν ο πατέρας του τού έδωσε τα χρήματα εκείνος δεν ρώτησε που τα βρήκε. Προέβαλε, ωστόσο, πως ο αδερφός του ήξερε όλα τα οικογενειακά μυστικά και μίλησε στον υπουργό οικονομικών ούτως ώστε να φυλακίσει τον Αιτητή εάν ο τελευταίος δεν επέστρεφε τα χρήματα. Λόγω της εμπλοκής του υπουργού οικονομικών ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Επανέλαβε, τέλος, πως στη ΛΔΚ είχε λάβει δύο κλήσεις προς εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της 12.02.2025, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινήσεις, ο Αιτητής προέβαλε ότι πήγε στην αστυνομία και προέβη σε καταγγελία. Ερωτηθείς ως προς το τι συνέβη έπειτα από την καταγγελία του, ο Αιτητής εξήγησε πως του είπαν να επιστρέψει και να τα βρουν μεταξύ τους, καθότι οι αστυνομικοί δε μπορούσαν να κάνουν κάτι.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από τον Αιτητή στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι ο Αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη όμως χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι ο αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του  όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντα του. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης.

 

Συνεπώς ο Αιτητής δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή του αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου.[2]

 

Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι ο πατέρας του, προτού αποβιώσει, προχώρησε στην πώληση ενός σπιτιού. Από την πώληση αυτή έδωσε ένα χρηματικό ποσό στον Αιτητή. Ωστόσο, η σύζυγος του πατέρα του και ο γιος της απαίτησαν από τον Αιτητή τμήμα από το χρηματικό ποσό που προέκυψε από την πώληση του εν λόγω σπιτιού. Προχώρησαν σε απειλές προς τον Αιτητή, καθώς και σε αναφορά του στην αστυνομία, με αποτέλεσμα η αστυνομία να τον καλέσει προς εμφάνιση ενώ στην συνέχεια κλήθηκε να εμφανιστεί και στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τότε ένας φίλος του τον συμβούλευσε να μην εμφανιστεί καθώς ο ετεροθαλής αδερφός του εργάζεται για την Κυβέρνηση. Έπειτα από αυτό ο Αιτητής προέβαλε ότι έφυγε οριστικά από τη ΛΔΚ (βλ. ερυθρά 1 του Δ.Φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του (βλ. ερυθρά 21 του Δ.Φ.) ότι όταν ο πατέρας του αρρώστησε πούλησε ένα σπίτι που είχε στην ιδιοκτησία του και έδωσε στον Αιτητή το ποσό των 6.000 ευρώ, καθώς ο Αιτητής ήταν αυτός που τον φρόντιζε. Έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του τον Ιούνιο του 2022 ο Αιτητής προέβαλε πως χρησιμοποίησε ένα μέρος των χρημάτων αυτών για να αγοράσει πράγματα για το παιδί του. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2022 τον ρώτησαν τι απέγινε το συγκεκριμένο σπίτι. Αρχικώς ο Αιτητής ανέφερε πως συμφώνησε να τους το δείξει και δεν ανέφερε κάτι σχετικά με την πώληση του. Ωστόσο, την ημέρα που είχαν κανονίσει την επίσκεψη στο σπίτι ο Αιτητής δεν σήκωσε το τηλέφωνο και, επομένως, αφότου πήγαν στο σπίτι αυτό μόνοι τους, συνειδητοποίησαν πως είχε πωληθεί. Λόγω αυτού ο Αιτητής δήλωσε πως θύμωσαν και ότι τον κατηγόρησαν πως πούλησε το σπίτι για να κρατήσει τα χρήματα ο ίδιος.

 

Ως ο ίδιος δήλωσε, στις 15.11.2022 έλαβε κλήση για να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα. Όταν πήγε του είπαν πως κατηγορείται από τους ετεροθαλείς αδερφούς του ότι πούλησε το σπίτι και κράτησε ο ίδιος τα χρήματα. Τότε εξήγησε στους αστυνομικούς ότι το σπίτι δεν το πούλησε ο ίδιος αλλά ο πατέρας του, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για τη θεραπεία του, και πως ο ίδιος δεν έλαβε χρήματα από το σπίτι αυτό. Εν συνεχεία ο αστυνομικός κάλεσε στο τμήμα και τα ετεροθαλή αδέρφια του Αιτητή, και τους είπε πως εφόσον πρόκειται περί οικογενειακής διαμάχης τότε πρέπει να βρουν τη λύση μόνοι τους. Ο Αιτητής προέβαλε πως αφέθηκε ελεύθερος, αφού πρώτα κατέβαλε ορισμένο χρηματικό ποσό.

 

Εν συνεχεία, μία εβδομάδα αργότερα, ο Αιτητής δέχθηκε, ως δήλωσε, εκ νέου κλήση για να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα, ωστόσο ένας φίλος του τον συμβούλευσε να μην εμφανιστεί. Μερικές μέρες αργότερα, στις αρχές του 2023, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο φίλος του τον κάλεσε στο τηλέφωνο και του είπε ότι δεν είναι ασφαλής και πως θα πρέπει να φύγει καθώς η αστυνομία ήρθε και τον αναζητούσε. Του εφίστησε δε την προσοχή ότι τα ετεροθαλή αδέρφια του θα μπορούσαν να προβούν σε ψευδείς καταγγελίες σε βάρος του προκειμένου να συλληφθεί.

 

Ο Αιτητής προσέθεσε πως τις επόμενες ημέρες ο αδερφός του φίλου του που τον φιλοξενούσε του είπε πως κάποιοι τον έψαχναν και πως η υπόθεσή του «έχει πάει πλέον σε άλλο επίπεδο». Ο Αιτητής δήλωσε ότι επικοινώνησε κάποιες μέρες μετά με τον εργοδότη του, σε μία εργασία την οποία του είχαν βρει τα ετεροθαλή αδέρφια του, ο οποίος του είπε ότι υπάρχει μία νέα δουλειά γι’ αυτόν σε ένα σχολείο, ωστόσο το εν λόγω έργο εποπτεύεται από τα ετεροθαλή αδέρφια του. Τότε ο Αιτητής προέβαλε πως κατάλαβε ότι εμπλέκεται και ο υπουργός, με αποτέλεσμα να είναι σοβαρή η κατάσταση για τον ίδιο, οπόταν και επίσπευσε τις διαδικασίες για να φύγει από τη Νιγηρία.

 

Κατά το στάδιο υποβολής διευκρινιστικών ερωτήσεων σε σχέση με το ως άνω αφήγημα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του πούλησε το σπίτι τον Απρίλιο του 2022, έδωσε στον ίδιο το ποσό των 6.000 ευρώ χωρίς ωστόσο να γνωρίζει τι απέγιναν τα υπόλοιπα χρήματα. Δήλωσε ότι τα ετεροθαλή αδέρφια του επικοινώνησαν μαζί του τον Νοέμβριο του 2022 με τον ίδιο να μην αναφέρει κατά την επικοινωνία τους, ότι το σπίτι είχε πωληθεί, επειδή ήθελε, ως δήλωσε, να τελειώσει γρήγορα η μεταξύ τους κουβέντα. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη ερώτηση τέθηκε συνολικά τέσσερις φορές στον Αιτητή. Σχετικά με το τι έκανε ο Αιτητής τα χρήματα, ως δήλωσε, χρησιμοποίησε το μεγαλύτερο μέρος τους για να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του από τη ΛΔΚ προς τη Δημοκρατία. Του αντιπαρατέθηκαν τότε από τον λειτουργό ασύλου, οι προγενέστερες δηλώσεις του πως χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά για έξοδα του παιδιού του, με τον Αιτητή να δηλώνει πως το σπίτι πωλήθηκε μετά τη γέννηση του παιδιού του και πως χρηματοδότησε τα έξοδα γέννησής του με τα λεφτά που έβγαζε από την εργασία του (βλ. ερυθρά 20/4Χ – 12Χ του Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείς αναφορικά με την παρουσία του στο αστυνομικό τμήμα, δήλωσε ότι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 15.11.2022, ενώ ακολούθησε και δεύτερη κλήση για εμφάνιση, δύο εβδομάδες αργότερα. Εξήγησε ότι δεν μετέβη στη δεύτερη εμφάνιση, κατόπιν συμβουλής του φίλου του, στον οποίο διέμενε εκείνη την περίοδο, ο οποίος τον προέτρεψε να μην παρουσιαστεί, λέγοντάς του ότι η αστυνομία θα τον ανάγκαζε να καταβάλει πρόστιμο, παρόλο που ο ίδιος είχε ήδη διευκρινίσει ότι η υπόθεση αφορούσε οικογενειακή διαφορά. Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει πλέον στην κατοχή του τα έγγραφα με τα οποία καλείτο να εμφανιστεί. Κατά τον χρόνο παραλαβής της δεύτερης κλήσης, ο Αιτητής διέμενε με τον φίλο του Jeremy και στη συνέχεια μετακόμισε και έμεινε για ένα μήνα με άλλον φίλο του, ονόματι Joseph, προτού εγκαταλείψει τη χώρα. Επεσήμανε ότι η δεύτερη κλήση επιδόθηκε στον Jeremy περίπου στα τέλη Ιανουαρίου, ο οποίος την παρέδωσε στον Αιτητή και του μετέφερε, επίσης, ότι περί την ίδια περίοδο, κάποιοι αστυνομικοί τον αναζητούσαν. (βλ. ερυθρά 19 1Χ – 16 Χ του Δ.Φ.).

 

ο Αιτητής, ερωτηθείς σχετικά με τους φερόμενους διώκτες του, ανέφερε ότι ο αδελφός του έθεσε την υπόθεσή του υπόψη του Υπουργού Οικονομικών, Nicolas Kazadi, ζητώντας την παρέμβασή του για τη σύλληψη του Αιτητή. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει πώς γνωρίζει για την εμπλοκή του εν λόγω Υπουργού, ο Αιτητής απάντησε ότι ο Υπουργός φέρεται να έθεσε υπό τις εντολές του πρόσωπα που εργάζονταν για αυτόν, ώστε να προχωρήσουν στη σύλληψή του. Αναφορικά με το πώς κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα του παρά το ότι τελούσε υπό αναζήτηση από τις αρχές, ο Αιτητής υποστήριξε ότι η υπόθεσή του δεν είχε ακόμη παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη και πως επρόκειτο να επιλυθεί ιδιωτικά (βλ. ερυθρό 18/1Χ – 12Χ του Δ.Φ.).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από τον αρμόδιο λειτουργό της EUAA.  

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός ασύλου εντόπισε και εξέτασε συνολικά τρεις ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός ο οποίος αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, έγινε αποδεκτός καθώς στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τα χρήματα που εξασφάλισε ο Αιτητής από τον πατέρα του έπειτα από πώληση οικίας που ο τελευταίος είχε στην κατοχή του. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από τον λειτουργό ασύλου λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε ο λειτουργός ασύλου, ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός ως προς το πως χρησιμοποίησε τα χρήματα που έλαβε από την πώληση της οικίας. Αρχικώς υποστήριξε ότι τα χρησιμοποίησε για τη γέννηση του παιδιού του, το οποίο ωστόσο γεννήθηκε το 2021 ενώ το σπίτι πωλήθηκε τον Απρίλιο του 2022. Η συγκεκριμένη αντίφαση τέθηκε στον Αιτητή, με τον ίδιο να αναιρεί τελικά τους ισχυρισμούς του. Περαιτέρω προέβαλε ότι χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά για να μεταβεί στη Δημοκρατία, ενώ σε έτερο σημείο της συνέντευξης δήλωσε πως χρησιμοποίησε μόνο μέρος τους. Επισήμανε τέλος, ο λειτουργός ασύλου πως ο Αιτητής δεν γνώριζε τι έκανε ο πατέρας του με το υπόλοιπο χρηματικό ποσό, στοιχείο το οποίο κρίθηκε μη ευλογοφανές από τη στιγμή που ο Αιτητής είχε προβάλλει ότι ήταν ο κύριος φροντιστής του πατέρα του.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου τόνισε πως λόγω του ότι πρόκειται περί γεγονότος που άπτεται της σφαίρας ιδιωτικότητας του Αιτητή, δεν είναι εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από τον υπουργό οικονομικών της χώρας εξαιτίας των χρημάτων που πήρε από τον πατέρα του. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε επίσης λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Συγκεκριμένα, επισημάνθηκε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε ικανοποιητική αιτιολόγηση για τον λόγο που δεν αποκάλυψε στα αδέλφια του την πώληση της πατρικής οικίας από τον πατέρα του, κατά τη διάρκεια σχετικής επικοινωνίας τους. Αναφορικά με τις κλήσεις του Αιτητή για εμφάνιση στον αστυνομικό σταθμό, ο λειτουργός διαπίστωσε αντιφάσεις στην κατάθεσή του, ιδίως σε σχέση με το χρονικό σημείο λήψης της δεύτερης κλήσης. Εξάλλου, κρίθηκε ως μη ευλογοφανής η αιτιολογία που προσκόμισε ο Αιτητής για τη μη εμφάνισή του στο τμήμα, επικαλούμενος τη συμβουλή του φίλου που τον φιλοξενούσε. Ομοίως, αβάσιμη θεωρήθηκε και η επίκληση της παρότρυνσης του εν λόγω φίλου ως λόγου για την απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα. Περαιτέρω, ο λειτουργός ασύλου έκρινε ασαφή τον ισχυρισμό του Αιτητή περί ενημέρωσης του Υπουργού Οικονομικών από τα αδέλφια του, ενώ οι αναφορές του περί ανάμιξης του Υπουργού και χρήσης τρίτων προσώπων για τη σύλληψή του αξιολογήθηκαν ως υποκειμενικές εικασίες, άνευ επαρκούς τεκμηρίωσης. Επιπλέον, υπογραμμίστηκε ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε τα έγγραφα με τα οποία κλήθηκε σε εμφάνιση στον αστυνομικό σταθμό και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πειστικά τί ακριβώς φοβόταν ότι θα του συνέβαινε σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου επισήμανε ότι, δεδομένου ότι πρόκειται για περιστατικά που εμπίπτουν στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, δεν καθίσταται δυνατή η επαλήθευσή τους μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.

 

Προχωρώντας στο στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου, ο λειτουργός ασύλου προέβη σε εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι των προσωπικών του στοιχείων. Ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που να συνιστά δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

 

Για την εκτίμηση αυτή ελήφθη υπόψη το ατομικό προφίλ του Αιτητή, συγκεκριμένα ότι πρόκειται για άνδρα νεαρής ηλικίας, χωρίς να διαπιστώνεται οποιοδήποτε στοιχείο ευαλωτότητας ή άλλος παράγοντας που να ενισχύει τον κίνδυνο σε βάρος του. Επισημάνθηκε ακόμη ότι διαθέτει επαρκές μορφωτικό υπόβαθρο, καθώς και υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο στον τόπο της συνήθους διαμονής του. Επιπλέον, εξετάστηκε η γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, με αναφορά σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές. Βάσει των πληροφοριών αυτών, διαπιστώθηκε ότι τα βασικά ζητήματα ασφαλείας στην πρωτεύουσα σχετίζονται με την εγκληματικότητα και την τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα λόγω της υφιστάμενης αστάθειας.

Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός ασύλου έκρινε ότι δε μπορεί να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς, ενώ όμοια ήταν και η κατάληξη αναφορικά με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Ομοίως συμφωνώ και συντάσσομαι και με την κατάληξη του λειτουργού ασύλου αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, περί χρηματοδότησης της αναχώρησής του από τη χώρα καταγωγής μέσω χρημάτων που έλαβε από τον πατέρα του κατόπιν πώλησης οικογενειακής οικίας για τους ακόλουθους λόγους:

 

Κατά πρώτον, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Αιτητής υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων, οι οποίες μειώνουν καθοριστικά το βαθμό αξιοπιστίας που μπορεί να αποδοθεί στα λεγόμενά του. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής υποστήριξε σε αρχικό στάδιο της συνέντευξής του ότι τα χρήματα που έλαβε από την πώληση της οικίας χρησιμοποιήθηκαν για τη γέννηση του παιδιού του. Ωστόσο, το παιδί φέρεται να γεννήθηκε το έτος 2021, ενώ η πώληση της οικίας πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2022, ήτοι μεταγενέστερα της γέννησης. Η χρονική αυτή απόκλιση δεν επιδέχεται λογικής ή πρακτικής ερμηνείας και, όταν τούτο τέθηκε ρητά στον Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο ίδιος αναιρεί τον αρχικό του ισχυρισμό, χωρίς να προσφέρει συνεκτική εναλλακτική εξήγηση.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής υποστήριξε σε διαφορετικά σημεία της συνέντευξής του ότι τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για τη μετάβασή του στη Δημοκρατία. Ωστόσο, σε έτερο σημείο δήλωσε ότι χρησιμοποίησε μόνο μέρος του ποσού, χωρίς να είναι σε θέση να διασαφηνίσει σε τι ακριβώς διατέθηκε το υπόλοιπο, ούτε να παρουσιάσει στοιχεία που να τεκμηριώνουν τα λεγόμενά του. Επιπλέον, αν και προέβαλε πως είχε αναλάβει τη φροντίδα του πατέρα του κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, ο ίδιος δήλωσε άγνοια ως προς τη διάθεση του υπολοίπου χρηματικού ποσού που προήλθε από την πώληση της οικίας, γεγονός που δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογο υπό τις περιστάσεις, καθότι συνάδει με έλλειψη πραγματικής εμπλοκής ή ειλικρίνειας. Η έλλειψη συνοχής και λογικής συνέπειας στις εκδοχές που παρέχει ο Αιτητής υποσκάπτει την αξιοπιστία του ισχυρισμού, ιδίως όταν το περιγραφόμενο γεγονός αφορά ενέργεια του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, για την οποία ο ίδιος δήλωσε αρχικά πλήρη γνώση και ανάμειξη.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, ορθώς ο λειτουργός ασύλου διαπίστωσε ότι, ως γεγονός που εδράζεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του αιτητή, το εν λόγω περιστατικό δεν είναι επιδεκτικό επαλήθευσης μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Η αδυναμία εξωτερικής τεκμηρίωσης καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ο Αιτητής να προσκομίσει έναν πειστικό, συνεκτικό και απαλλαγμένο αντιφάσεων ισχυρισμό, βάσει του οποίου να δύναται να στηριχθεί ευλόγως η πεποίθηση περί της πραγματικής τέλεσης των αναφερόμενων γεγονότων. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να προσφέρει τέτοιο αφήγημα· αντίθετα, η επιχειρηματολογία του χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταβολές, απόπειρες διόρθωσης προηγούμενων ανακριβειών και εναλλαγή αιτιολογιών, οι οποίες στερούνται εσωτερικής λογικής ακολουθίας.

 

Δεδομένης λοιπόν της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας και της γενικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO  (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[3], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

      

Επί του ζητήματος τούτου, σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ferdinand Ebele Ewelukwa[4].

 

Αναφορικά τώρα με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι την επικαλούμενη δίωξη που υφίσταται από τον Υπουργό Οικονομικών της χώρας καταγωγής του λόγω των χρημάτων που έλαβε από τον πατέρα του μετά την πώληση της οικογενειακής οικίας, φρονώ πως η απόρριψη και του ισχυρισμού αυτού λόγω έλλειψης εσωτερικής συνοχής και λογικής ευλογοφάνειας αντανακλά την ορθή στάθμιση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής.

 

Καταρχάς, ο Αιτητής φέρεται να προέβαλε ότι στοχοποιήθηκε από τον ίδιο τον Υπουργό Οικονομικών λόγω των χρημάτων που έλαβε από την πώληση πατρικής περιουσίας. Ωστόσο, η σοβαρότητα της καταγγελίας αυτής προϋποθέτει σαφήνεια ως προς τη δομή, τη λογική ακολουθία και την εσωτερική συνοχή της αφήγησης, προκειμένου να συγκροτεί πειστικό αφήγημα ενδεχόμενης δίωξης. Αντί τούτου, ο ισχυρισμός του Αιτητή χαρακτηρίζεται και πάλι από αοριστία, λογικά κενά και έλλειψη τεκμηρίωσης. Ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πειστικά για ποιον λόγο απέκρυψε από τα αδέλφια του την πώληση του σπιτιού από τον πατέρα του, παρόλο που το συγκεκριμένο γεγονός αποτέλεσε – κατά τους ισχυρισμούς του – τη θρυαλλίδα των εντάσεων και των επακόλουθων απειλών σε βάρος του. Η παράλειψη κοινοποίησης ενός τόσο κομβικού γεγονότος στα εμπλεκόμενα μέλη της οικογένειας, σε συνδυασμό με την αποτυχία να δικαιολογήσει λογικά τη στάση του, δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για την αλήθεια όσων προβάλλει.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής προβάλλει ότι έλαβε δύο κλήσεις για εμφάνιση στον αστυνομικό σταθμό, πλην όμως η αφήγησή του πάσχει και πάλι σε επίπεδο χρονολογικής συνέπειας. Όταν ερωτάται για το πότε έλαβε τη δεύτερη κλήση, δίδει αποκλίνουσες εκδοχές, αδυνατώντας να προσδιορίσει με σχετική ακρίβεια τόσο τον χρόνο παραλαβής όσο και την ημερομηνία στην οποία φερόταν να παρουσιαστεί. Η αμφιταλάντευση αυτή συνιστά σοβαρό δείγμα εσωτερικής ασυνέπειας, η οποία είναι καθοριστικής σημασίας στην κρίση αξιοπιστίας, ιδίως όταν αφορά γεγονότα που ο ίδιος ο Αιτητής προβάλλει ως πυρήνα του αιτήματός του.

 

Προβληματική παρίσταται και η επίκληση της συμβουλής του φίλου που τον φιλοξενούσε ως λόγου για τη μη εμφάνισή του στο αστυνομικό τμήμα. Η αιτιολογία αυτή – ότι ένας τρίτος του είπε να μην εμφανιστεί – δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη εξήγηση για την απείθεια σε θεσμική πρόσκληση εκ μέρους των αρχών, ιδιαίτερα όταν αυτή σχετίζεται με υποτιθέμενη δίωξη. Το γεγονός ότι ο Αιτητής φέρεται να απέκρυψε από την αστυνομία το περιστατικό ή να ακολούθησε τις οδηγίες ενός ιδιώτη και όχι ενός δικηγόρου ή αξιόπιστου φορέα, αποδυναμώνει το επιχείρημά του. Επιπλέον, το ίδιο αυτό άτομο φέρεται να του συνέστησε και την αναχώρηση από τη χώρα, στοιχείο το οποίο παρουσιάζεται απολύτως επιδερμικά και χωρίς καμία τεκμηρίωση, ενισχύοντας την εντύπωση ότι η απόφαση του αιτητή να φύγει δεν ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικού κινδύνου αλλά προσωπικής επιλογής ή φόβου γενικώς και αορίστως.

 

Εξίσου προβληματικός είναι και ο ισχυρισμός ότι ο Υπουργός Οικονομικών είχε ενημερωθεί από τα αδέλφια του και ότι κινήθηκε εναντίον του με χρήση τρίτων προσώπων. Οι δηλώσεις αυτές, όπως ορθά επισημαίνει και ο λειτουργός ασύλου, εκφεύγουν της σφαίρας του αντικειμενικά εξακριβώσιμου και παραμένουν υποκειμενικές εικασίες, χωρίς να συνοδεύονται από αποδεικτικά στοιχεία ή λεπτομέρειες που να καθιστούν εύλογη την εμπλοκή ενός υψηλόβαθμου κυβερνητικού αξιωματούχου σε διαμάχη περί ιδιωτικής περιουσίας. Ομοίως, η πλήρης αδυναμία του Αιτητή να εξηγήσει τι ακριβώς φοβόταν ότι θα του συνέβαινε σε περίπτωση επιστροφής – αν, δηλαδή, κινδυνεύει από ποινική δίωξη, βασανιστήρια ή άλλη μορφή σοβαρής βλάβης – αποδεικνύει ότι ο ισχυρισμός δεν έχει αναπτυχθεί με τη σαφήνεια και τη σοβαρότητα που απαιτείται για να θεωρηθεί εύλογος υπό το πρίσμα της Σύμβασης της Γενεύης ή του άρθρου 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Τέλος, το γεγονός ότι ο αιτητής δεν προσκόμισε τις κλήσεις για εμφάνιση στον αστυνομικό σταθμό, παρόλο που επικαλέστηκε δύο τέτοιες, επιβαρύνει περαιτέρω τη θέση του. Η αδυναμία προσκόμισης εγγράφου που φέρεται να θεμελιώνει διωκτικό ενδιαφέρον εις βάρος του από τις αρχές, χωρίς πειστική αιτιολόγηση (π.χ. απώλεια, καταστροφή, τεχνική αδυναμία), αφήνει ελάχιστο περιθώριο να του αναγνωρίστει αξιοπιστία στη βάση εσωτερικής συνέπειας.

 

Εν όψει των ανωτέρω, η κρίση του λειτουργού ασύλου περί απόρριψης του τρίτου ισχυρισμού του Αιτητή κρίνεται αιτιολογημένη, επαρκώς τεκμηριωμένη και ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του ΔΕΕ περί αξιολόγησης αξιοπιστίας. Η απουσία σαφούς, συνεκτικού και εύλογου αφηγήματος, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες αντιφάσεις, καθιστά την αναφορά του σε προσωπική δίωξη από κρατικό αξιωματούχο ανεπαρκώς πειστική και εν τέλει μη επιδεκτική αποδοχής.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, δεδομένης και πάλι της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας και της γενικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου επαναλαμβάνω τα όσα σχετικώς αναφέρθηκαν κατά την εξέταση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ισχυρισμού.

 

Καταλήγω συνεπώς ότι και ο τρίτος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά  Bundesrepublic Deutschland[5] ότι συνιστούν:

 

«(…) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[6], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[7]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[8] λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, έκρινα σκόπιμο όπως προχωρήσω σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα της ΛΔΚ, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, κατόπιν της οποίας διαπιστώθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται, σε αυτήν, μη κρατικοί ένοπλοι φορείς, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[9]

 

Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας εξετάστηκαν και τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 06.04.2024 – 04.04.2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 31 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 240 απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 13 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (20 απώλειες), τα 10 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες) και τα 2 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[10]

 

Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02.09.2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [11]

 

Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[12]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, μορφωμένος, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Ατητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Συνεπώς, με βάση την ανωτέρω ανάλυση, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις  του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

 

[2] Υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.09.2012

[3] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.05.2025)

[5] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[6] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[7]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[8] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[9] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/04/2025)

[11] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/04/2025)

[12] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/04/2025)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο