B.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2358/2023, 20/5/2025
print
Τίτλος:
B.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 2358/2023, 20/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ. 2358/2023

 

20 Μαΐου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ: 

 

 

                                                         B.O.O.

   Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ' ων η αίτηση

 

                                      ........................................

 

Η αιτήτρια παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Στέλιος Σ. Νικολάου, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Αντιγόνη Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 09/06/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 07/07/2022 υπέβαλε  αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές. Αυθημερόν, η αιτήτρια παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).

 

Στις 06/06/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος αυθημερόν ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 09/06/2023.

 

Στις 27/06/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή προς την αιτήτρια, στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της για απόρριψη του αίτηματός της και την Έκθεση - Εισήγηση, η οποία και παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια αυθημερόν. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.  Πρόσθετα, υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Επιπλέον, εισηγείται ότι η αιτήτρια φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε η αιτήτρια να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι στράφηκαν εναντίον της τα μέλη της περιοχής στην οποία διέμενε που επιθυμούσαν να σκοτώσουν την ίδια και τον ξάδελφό της, γιατί είχαν ανακαλύψει ότι ήταν ερωτευμένοι και είχαν συνευρεθεί ερωτικά. Τοποθέτησαν βόμβα στην οικία της, συνεπεία της οποίας σκοτώθηκε ο ξάδελφός της, πλην όμως η αιτήτρια κατόρθωσε να ξεφύγει. Όταν συνέβη αυτό το γεγονός, οι γονείς της βρίσκονταν στην πόλη Okigwe. Η αιτήτρια αφού διέφυγε στην πόλη Abuja, με την βοήθεια κάποιου προσώπου που γνώρισε εκεί και χρησιμοποιώντας χρήματα που είχε μαζέψει η ίδια, ταξίδεψε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όπου και παρέμεινε για να εργαστεί. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, μετέβη στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και αιτήθηκε διεθνούς προστασίας (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).  

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε πως γεννήθηκε στην πόλη Okigwe της πολιτείας Imo της Νιγηρίας, που συνιστά και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της, καθώς εκεί διέμενε μαζί με την μητέρα της από τότε που ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της το 2020 (ερυθρό 30 x2, του διοικητικού φακέλου). Η εθνοτική της καταγωγή είναι Igbo, είναι Χριστιανή Πεντηκοστιανή στο θρήσκευμα, ομιλεί Igbo και Αγγλικά (ερυθρά 31 x1 και 33, του διοικητικού φακέλου).

 

Όπως ανέφερε δεν είναι παντρεμένη και ο πατέρας της απεβίωσε το 2014 (ερυθρά 31 x1 και 33, του διοικητικού φακέλου). Η μητέρα της ζει μόνη της στην πόλη Okigwe στην πολιτεία Imo, ο αδελφός της στην πολιτεία Imo και η αδελφή της στην πολιτεία Rivers (ερυθρό 31 x1, του διοικητικού φακέλου). Διατηρεί επαφή μόνο με τα αδέλφια της (ερυθρό 31 x1, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς το μορφωτικό της υπόβαθρο, η αιτήτρια ανέφερε ότι έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής της και ότι είχε ξεκινήσει σπουδές, τις οποίες ωστόσο δεν ολοκλήρωσε, καθώς δεν μπορούσε να καλύψει τα δίδακτρα (ερυθρό 31 x1, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το επαγγελματικό της υπόβαθρο, η αιτήτρια ανέφερε ότι έχει εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 30 x2, του διοικητικού φακέλου).

 

Η αιτήτρια περί τις 09/10/2020 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και ταξίδεψε αεροπορικώς χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία κατά την έξοδό της από τη χώρα της και με φοιτητική ιδιότητα μετέβη στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, από όπου και εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές περί τις 27/06/2022 (ερυθρά 30 x4 και 33 x3, του διοικητικού φακέλου). Ενόσω διέμενε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία είχε ξεκινήσει σπουδές σε κολλέγιο, τις οποίες αναγκάστηκε να τερματίσει το 2021 ενόψει του ότι τα δίδακτρα και τα έξοδα διαβίωσης αυξάνονταν και τότε ξεκίνησε να εργάζεται. Στη συνέχεια, λόγω του υψηλού κόστους ζωής και των χαμηλών μισθών, αποφάσισε να μεταβεί στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές κατόπιν σχετικής πληροφόρησης που έλαβε ότι είναι καλύτερες οι συνθήκες, αλλά και οι μισθοί (ερυθρό 31 x1,  του διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείσα να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι έπραξε τούτο προκειμένου να σπουδάσει και να εργαστεί. Πέραν τούτου, δήλωσε ότι οι συγχωριανοί του πατέρα της προσπάθησαν να σκοτώσουν την ίδια και τον ξάδελφο της, επειδή ανακάλυψαν ότι είχαν ερωτική σχέση και τους αντίκρυσαν κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους συνεύρεσης. Είχαν σκοτώσει τον ξάδελφό της και αφού η αιτήτρια κατόρθωσε να ξεφύγει, διέφυγε από την περιοχή Owerri στην πόλη Abuja όπου συνάντησε κάποιο πρόσωπο που την βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 29 x5-x6, του διοικητικού φακέλου).   

 

Κατά το στάδιο υποβολής διευκρινιστικών ερωτήσεων, η αιτήτρια δήλωσε ότι από τον Ιούνιο του 2020 διατηρούσε ερωτική σχέση με τον υιό του αδελφού του πατέρα της (ερυθρό 29, του διοικητικού φακέλου). Εκείνη την περίοδο, ο ξάδελφός της ζούσε στην περιοχή Owerri της πολιτείας Imo και η οικογένειά του στην πόλη Okigwe της ίδιας πολιτείας (ερυθρό 29, του διοικητικού φακέλου).  

 

Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2020 οι συγχωριανοί του πατέρα της, είχαν ανακαλύψει για τη σχέση της αιτήτριας με τον ξάδελφό της (ερυθρό 29 x15, του διοικητικού φακέλου). Κληθείσα να παραθέσει περισσότερες λεπτομέρειες, δήλωσε ότι είχαν επισκεφθεί το χωριό του πατέρα της που φέρει την ονομασία Umuimo για να παρευρεθούν σε μία τελετή και όταν κάποιο πρόσωπο τους αντίκρυσε κατά τη στιγμή της ερωτικής τους συνεύρεσης μέσα στην οικία του πατέρα της, ξεκίνησε να φωνάζει με αποτέλεσμα να μεταβούν εκεί και οι υπόλοιποι χωριανοί. Ξεκίνησαν να τους κτυπούν και να καταστρέφουν αντικείμενα. Κατόρθωσαν να σκοτώσουν τον ξάδελφό της, χωρίς να γνωρίζει με ποιο τρόπο, επειδή η ίδια κατάφερε να ξεφύγει για να σωθεί.  Το άνατο του ξαδέλφου της το πληροφορήθηκε από την αδελφή της (ερυθρά 28 x7 και 29 x21, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τις αντιδράσεις των συγγενικών της προσώπων, δήλωσε ότι αφενός η μητέρα της είναι θυμωμένη και έκτοτε δεν έχει επικοινωνήσει μαζί της, αφετέρου τα αδέλφια της ήταν θυμωμένα, αλλά διατηρούν επικοινωνία μαζί της (ερυθρό 28 x9, του διοικητικού φακέλου). Οι γονείς του ξαδέλφου της είναι ακόμη θυμωμένοι μαζί της λόγω και του γεγονότος ότι ο υιός τους σκοτώθηκε εξαιτίας της σχέσης τους (ερυθρό 28 x10, του διοικητικού φακέλου). Ωστόσο, επιβεβαίωσε ότι δεν έχει υποστεί οτιδήποτε που να σχετίζεται με την αποκάλυψη της σχέσης τους (ερυθρό 28, του διοικητικού φακέλου).

 

Η αιτήτρια όταν ανακάλυψαν για τη σχέση τους διέφυγε στην πόλη Abuja, όπου και παρέμεινε για περίπου μία εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο που είχε γνωρίσει εκεί, διευθέτησε το ταξίδι της και εντέλει εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 29 x14, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα, πως το εν λόγω πρόσωπο κατόρθωσε τόσο γρήγορα να διευθετήσει το ταξίδι της, δήλωσε ότι είχαν συμφωνήσει να της πληρώσει όλα τα έξοδα του ταξιδιού και να του καταβάλει μετέπειτα η αιτήτρια το αντίστοιχο αντίτιμο όταν θα ξεκινούσε να εργάζεται στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 28 x17, του διοικητικού φακέλου).

 

Μετέπειτα, κληθείσα να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της αντί να προσπαθήσει να αλλάξει τόπο διαμονής μακριά από τους συγγενείς της, η αιτήτρια δήλωσε ότι ένιωθε πολύ άσχημα για ό,τι είχε συμβεί και ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να ζήσει μόνη της σε κάποιο άλλο μέρος με τον κίνδυνο κιόλας να αποκαλυφθεί ο τόπος διαμονής της.  Από τη συνέντευξη βέβαια προκύπτει πως η αιτήτρια δεν μπορούσε να εξηγήσει πως κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν να συμβεί, εφόσον κανένας δεν θα γνώριζε τον νέο τόπο διαμονής της (ερυθρό 27 x18, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα ποιες θα είναι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι πιστεύει ότι οι γονείς του ξαδέλφου της ενδεχομένως να επιθυμούν να εκδικηθούν για το θάνατό του (ερυθρό 27 x11, του διοικητικού φακέλου).

 

Προτού ολοκληρωθεί η συνέντευξή της, η αιτήτρια κλήθηκε να σχολιάσει ορισμένες αντιφάσεις που έχουν εντοπιστεί στα λεγόμενά της. Ειδικότερα, ενόψει του ότι είχαν εντοπιστεί αντιφατικές δηλώσεις από πλευράς της αιτήτριας κατά την ελεύθερη αφήγησή της και μετέπειτα σε σχέση με την περιοχή στην οποία ισχυρίστηκε ότι έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό με τους συγχωριανούς του πατέρα της, όταν κλήθηκε να αποσαφηνίσει τα λεγόμενά της ως προς το εν λόγω ζήτημα,  δήλωσε ότι το συγκεκριμένο περιστατικό έλαβε χώρα στο χωριό του πατέρα της Umuimo (ερυθρό 28 x8, του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, ενόψει της αρχικής της δήλωσης ότι οι τέσσερις αδελφοί του πατέρα της έχουν αποβιώσει, κλήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της, ο ξάδελφος της με τον οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση είναι ο υιός του αδελφού του πατέρα της, με την αιτήτρια να δηλώνει ότι πρόκειται για αδελφό του πατέρα της που προέρχεται από άλλη μητέρα και ο λόγος που δεν το ανέφερε νωρίτερα, είναι διότι δεν γνώριζε πως να το εξηγήσει για να γίνει αντιληπτό (ερυθρό 27 x13, του διοικητικού φακέλου).

 

Αφού επιβεβαίωσε ότι έχει υπογράψει την αίτησή της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού την έχει αναγνώσει προηγουμένως, επιβεβαιώνοντας ότι τα όσα καταγράφηκαν σε αυτήν από την λειτουργό που την είχε συμπληρώσει στο κέντρο υποδοχής είναι αληθή, η αιτήτρια κλήθηκε αρχικά να σχολιάσει την αντιφατική της δήλωση που εντοπίζεται σε αυτή ότι ζούσε στο χωριό Omuimo όταν έλαβαν χώρα τα συγκεκριμένα περιστατικά, με την αιτήτρια να αναφέρει ότι πρόκειται για κοντινές περιοχές και ότι επισκεπτόταν συχνά το εν λόγω χωριό. Επιπρόσθετα, όταν κλήθηκε να σχολιάσει τη δήλωσή της που εντοπίζεται στην αίτησή της ότι ο ξάδελφος της σκοτώθηκε από την βόμβα που τοποθέτησαν στην οικία της, πληροφορία ωστόσο που δεν προκύπτει από τη συνέντευξή της κατά τη διάρκεια της οποίας είχε αναφέρει ότι δεν γνωρίζει πως σκοτώθηκε ο ξάδελφός της, η αιτήτρια ανέφερε χαρακτηριστικά «It was not a bomb, maybe the officer heard born» και κληθείσα να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να έχει συμβεί κάτι τέτοιο συνδυαστικά με το νόημα της φράσης που είχε πει, δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση.

 

Καταληκτικά, για την αντίφαση που εντοπίζεται σε σχέση με την αναφορά της στην αίτηση της ότι οι γονείς της ζούσαν στην πόλη Okigwe όταν έλαβαν χώρα τα επίδικα περιστατικά και στην αναφορά της κατά τη συνέντευξη ότι ο πατέρας της απεβίωσε το 2014, η αιτήτρια ανέφερε ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η λειτουργός που συμπλήρωσε την αίτηση την είχε ρωτήσει εάν η μητέρα της ζούσε στην πόλη Okigwe εκείνη την περίοδο και ερωτηθείσα για ποιο λόγο δεν διόρθωσε το λάθος όταν διάβασε την αίτηση, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν το πρόσεξε (ερυθρό 26 x20, του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, o αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας, ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστη στις δηλώσεις της. Ομοίως αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της αιτήτριας αναφορικά με το ότι αναχώρησε από τη Νιγηρία προκειμένου να σπουδάσει και να εργαστεί, καθότι η αιτήτρια κρίθηκε επίσης εσωτερικά αξιόπιστη ως προς τις σχετικές δηλώσεις της.

 

Αντιθέτως, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αναφορικά με το ότι η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή κινδύνευε εξαιτίας της ερωτικής σχέσης που διατηρούσε με ξάδελφό της, γεγονός το οποίο δεν είναι αποδεκτό στο χωριό του πατέρα της, δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι πληροφορίες που παρέθεσε η αιτήτρια στερούνταν ευλογοφάνειας και περιέπεσε σε αντιφάσεις, τις οποίες δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ανεπάρκειες του αφηγήματος της αιτήτριας και τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε. 

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας αποτελούσαν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και ότι δεν υπήρχαν εύλογοι λόγοι ως προς την περαιτέρω ανάλυσή τους μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.  Αφού συνεκτιμήθηκαν όλα τα δεδομένα που πλαισίωναν τον εν λόγω ισχυρισμό και τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού επί τούτου, ο ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής και απορρίφθηκε στο σύνολό του.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψιν τους βασικούς ισχυρισμούς που έκανε αποδεκτούς ως αξιόπιστους και τις προσωπικές περιστάσεις της, έκρινε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός παρέπεμψε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, σύμφωνα με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης στην εν λόγω περιοχή.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου παραπέμποντας και στις παραγράφους 62-64 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι οικονομικοί λόγοι που ώθησαν την αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα της δεν ήταν αρκετοί για την υπαγωγή της στο καθεστώς πρόσφυγα.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ της αιτήτριας, τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς της και την αξιολόγηση κινδύνου, έκρινε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2), εδάφια (α), (β), (γ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας. 

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τον συνήγορό της, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.

 

Καταρχάς, κατόπιν μελέτης της Έκθεσης-Εισήγησης, παρατηρώ ότι κατά το στάδιο αξιολόγησης του κινδύνου, προς αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της, ο αρμόδιος λειτουργός των καθ’ ων η αίτηση, μεταξύ άλλων, παρέπεμψε και έλαβε υπόψη του πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον πρακτικό οδηγό της EASO του 2018 για τη Νιγηρία. Το άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει ως εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): 

 

«(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση: (α) όλων των σχετικών  με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους [.]».

 

Επιπρόσθετα το εδάφιο (7Α), υποεδάφιο (α) του ίδιου άρθρου προνοεί ως ακολούθως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν∙  ο Προϊστάμενος μεριμνά ώστε ο ίδιος και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων και την υποβολή εισηγήσεων για απόφαση να έχουν πρόσβαση στις προαναφερόμενες πληροφορίες.».

 

Τούτων λεχθέντων, λαμβανομένου ωστόσο υπόψη του γεγονότος ότι η σχετική Έκθεση–Εισήγηση συντάχθηκε στις 06/06/2023, ευλόγως αναμενόταν από τον αρμόδιο λειτουργό να είχε ανατρέξει σε πιο πρόσφατες πηγές πληροφόρησης κατά την αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, ιδιαίτερα ως προς το σκέλος που αφορά την αξιολόγηση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης για την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας, επιτυγχάνει με αποτέλεσμα να πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ωστόσο, η κατάληξη μου ως προς το ότι πάσχει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός και ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος συνδέεται και με λόγους οικονομικού περιεχομένου και ο οποίος έγινε  αποδεκτός, σημειώνεται πως σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες:  «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.».

 

Στην πιο πάνω παράγραφο, το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα διαχωρισμό μεταξύ μεταναστών και προσφύγων.  Όπως έχει κατ' επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011). Επομένως, μπορεί να κρίθηκε αξιόπιστη ως προς τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, αλλά δεν θα μπορούσε να της χορηγηθεί οποιοδήποτε καθεστώς στη βάση τούτου, ενόψει άλλωστε και του γεγονότος ότι από τον Οκτώβριο του 2020 διέμενε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές όπου και σπούδαζε αρχικά και μετέπειτα εργαζόταν και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε την ώθησαν να μεταβεί στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές περί τα τέλη Ιουνίου 2022 και να προβεί τότε στην υποβολή αίτησης για χορήγηση διεθνούς προστασίας.

 

Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας της αιτήτριας ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγησή του, η αιτήτρια περιέπεσε σε αντιφατικές δηλώσεις σε σχέση με την περιοχή στην οποία έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό συνεπεία του οποίου αποκαλύφθηκε η σχέση που διατηρούσε με τον ξάδελφό της, όπως επίσης και όταν κλήθηκε να παραθέσει τη συγγένεια που είχαν μεταξύ τους αναφερόμενη στο θείο της, του οποίου ήταν τέκνο το εν λόγω πρόσωπο, προβάλλοντας ως μόνη εξήγηση για τις αντιφατικές της δηλώσεις το γεγονός ότι δεν γνώριζε πως να εξηγήσει τη συγγένειά τους ώστε να καταστεί αντιληπτή. Επιπρόσθετα, ακόμη και οι εξηγήσεις που παρέθεσε όταν κλήθηκε να σχολιάσει τις αντιφάσεις που εντοπίστηκαν ανάμεσα στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στα λεγόμενά της κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, αναφορικά με τον τόπο διαμονής της όταν έλαβε χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό, το εάν βρισκόταν εν ζωή τότε πατέρας της, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε ο ξάδελφός της, κρίνονται μη επαρκείς και στερούνται ευλογοφάνειας.

 

Ενόψει του βιωματικού χαρακτήρα του περιστατικού που ισχυρίστηκε ότι διαδραματίστηκε στη χώρα της και που σηματοδότησε την αποκάλυψη της ερωτικής σχέσης που διατηρούσε με τον ξάδελφο της και του γεγονότος ότι αυτό συνδέεται άρρηκτα με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξής της στη χώρα καταγωγής της, ευλόγως αναμενόταν από την αιτήτρια να είναι σε θέση να περιγράψει με συγκεκριμένο και λεπτομερή τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός της, ενέργεια στην οποία ωστόσο δεν προέβη. Επιπρόσθετα, πέραν από τις αντιφάσεις που έχουν εντοπιστεί στα λεγόμενά της ως λεπτομερώς καταγράφονται ανωτέρω και στην Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, οι οποίες πλήττουν τη γενικότερη αξιοπιστία των δηλώσεών της, παρατηρώ επιπρόσθετα ακόμη μία αντίφαση στα λεγόμενά της, καθώς στην αίτησή της ανέφερε ότι οργάνωσε το ταξίδι της χρησιμοποιώντας χρήματα που είχε μαζέψει η ίδια, ενώ στη συνέντευξή της, δήλωσε ότι το πρόσωπο που είχε γνωρίσει στην πόλη  Abuja είχε πληρώσει τα έξοδα του ταξιδιού κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των δύο τους ότι θα του καταβάλει μετέπειτα το σχετικό αντίτιμο.

 

Καταληκτικά, ενώ αρχικά στην ελεύθερη αφήγησή της αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι συγχωριανοί του πατέρα της προσπάθησαν να την σκοτώσουν όταν ανακάλυψαν τη σχέση της με τον ξάδελφό της, κληθείσα σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξής της να παραθέσει τι θα μπορούσε να υποστεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, πρόβαλε επιπρόσθετα ότι οι γονείς του ξαδέλφου της ενδεχομένως να επιθυμούν να εκδικηθούν για το θάνατο του υιού τους. Τούτων λεχθέντων, είναι προφανής η αδυναμία της αιτήτριας να παραθέσει με τρόπο λεπτομερή και συνεκτικό τους φόβους της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να παραμένουν μετέωροι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε προς υποστήριξη του πυρήνα του αιτήματός της, οι οποίοι δεν επαρκούν εν προκειμένω για να υποστηρίξουν το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου της.  Κατά συνέπεια, ούτε ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν επικαλείται στη συνέντευξή της κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα και όσα επικαλέστηκε δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της.  Η αιτήτρια δεν ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή της να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.  Οι λόγοι που επικαλέστηκε η αιτήτρια κατά το αφήγημά της, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000 και δεν θα μπορούσε να της χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα για το λόγο αυτό, εφόσον δεν έχει επικαλεστεί ούτε οποιονδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της.

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης της αιτήτριας να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).


Στα πλαίσια της
ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχώρησα σε έρευνα σε έγκυρες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της και στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας, από την οποία προκύπτουν τα ακόλουθα.

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 16/05/2024 έως τις 16/05/2025 στην πολιτεία Imo στην οποία βρίσκεται ο τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας, καταγράφηκαν 104 περιστατικά ασφαλείας και 147 θάνατοι, εκ των οποίων 18 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 3 εξεγέρσεις (3 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 46 μάχες (94 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 35 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (50 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 2 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών). Συγκεκριμένα στην πόλη Okigwe που βρίσκεται στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας και συνιστά τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας  καταγράφηκαν συνολικά 8 περιστατικά ασφαλείας και 8 θάνατοι, εκ των οποίων 4 ήταν περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (6 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 4 μάχες (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[1] Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Imo  ανέρχεται σε 5,459,300[2], σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έγιναν το 2022.

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα, υγιής, πλήρως ικανή προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτήν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα.    

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 16/05/2024 – 16/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Imo, LOCATION: Okigwe]

[2] City Population https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (Nigeria – Imo Sate)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο