O.C.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2433/2023, 20/5/2025
print
Τίτλος:
O.C.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2433/2023, 20/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  2433/2023

20 Μαΐου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

O.C.E.,

από Νιγηρία

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Κ. Σάββα (κα) για Α. Λαζάρου (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Κ. Χρισοστόμου (κα) για Ε. Εμμανουηλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 29.04.2023 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 04.10.2021 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 23.10.2021  μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 23.11.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 19.04.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 20.04.2023 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 29.04.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία του κοινοποιήθηκε στις 03.07.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 27.06.2023. Την απόφαση αυτήν αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε στην προώθηση των ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης του ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή σχετικά με την διαμάχη με το θείο του και απουσία έρευνας σε διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση της ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψη δέουσας αιτιολογίας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Ο λόγος λοιπόν ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος αλλά και αλυσιτελής.

 

Αναφορικά με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω αυτόν σε συνάρτηση και με την ουσία της υπόθεσης αυτής.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

 

Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος  οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν εξαιτίας διαμάχης με το θείο του, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του, απέβαλε τον ίδιο και τη μητέρα του από την οικία τους, απειλώντας την ζωή του Αιτητή. (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας, με τόπο καταγωγής την πόλη Anaku, της πολιτείας Anambra και τόπο συνήθους διαμονής την πόλη Enugu της ομώνυμης πολιτείας Enugu. Φυλετικής καταγωγής Igbo, χριστιανός, άγαμος, άτεκνος, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος και είναι υγιής. Ως προς την οικογένειά του, αυτή αποτελείται από τη μητέρα του, που διαμένει στην πόλη Enugu, ενώ ο πατέρας του απεβίωσε το 2007 (βλ. ερυθρά 15 - 19 του Δ.Φ.).

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, εξαιτίας περιουσιακής διαμάχης με τον θείο του, ο οποίος το 2013 κατέλαβε την πατρική του οικία, με αποτέλεσμα ο Αιτητής και η μητέρα του να μετοικήσουν στην πόλη Enugu. Ερωτηθείς αν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα από το 2013, απάντησε αρχικώς αρνητικά και στη συνέχεια ανέφερε ότι δέχτηκε απειλές και αναζητούνταν, ενώ όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει πως γνώριζε ότι τον αναζητούσε ο θείος του, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ερωτηθείς περαιτέρω για τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, δεδομένου ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα, δήλωσε ότι έφυγε για να μαζέψει χρήματα ώστε να προσλάβει δικηγόρο για να διεκδικήσει την οικία του. (βλ. ερυθρά 14 - 16 του Δ.Φ.).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι ο λειτουργός ασύλου εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς: 

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από το λειτουργό ασύλου καθώς, ως κρίθηκε, στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία. Ως τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή κρίθηκε η πόλη Enugu, της ομώνυμης πολιτείας. 

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την κατ’ ισχυρισμόν δίωξη του Αιτητή από το θείο του, λόγω περιουσιακών διαφορών, ο οποίος και απορρίφθηκε. Ειδικότερα, ο λειτουργός ασύλου παραθέτοντας τις σχετικές δηλώσεις του Αιτητή, κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί του είναι ανεδαφικοί και επιπόλαιοι, καθώς ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το φόβο δίωξής του και πως από τις δηλώσεις του διαφαίνεται ότι τα κίνητρά του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ήταν οικονομικά.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου σημείωσε ότι λόγω της υποκειμενικής φύσης του ισχυρισμού του Αιτητή δεν είναι εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές. 

 

Εν συνεχεία ο λειτουργός ασύλου προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που ενδέχεται αν αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι των προσωπικών  του στοιχείων και αφού έλαβε υπόψη πληροφορίες από διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης σχετικά με τη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη πολιτεία Enugu και απουσία διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης που να πλήττει τη  περιοχή, κατέληξε ότι  δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη πολιτεία Enugu θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. 

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος, χαρακτηρίζοντας αυτόν ως οικονομικό μετανάστη. Παρομοίως ο λειτουργός  κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ο λειτουργός σημείωσε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή. 

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.
Ορθώς επιπλέον κρίθηκε ως τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή η πόλη Enugu, της ομώνυμης πολιτείας. 

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή ήτοι την κατ’ ισχυρισμόν δίωξή του από τον θείο του για τα περιουσιακά στοιχεία συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο λειτουργός ασύλου και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του (βλ. σελ. 4-5 της εισηγητικής έκθεσης). Η αξιολόγηση του λειτουργού ασύλου  φρονώ πως είναι  εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς εξετάζοντας τον φερόμενο φόβο δίωξής του Αιτητή από το θείο του, εντοπίζει βασικές ελλείψεις και ασυνέπειες στις καταθέσεις του Αιτητή, οι οποίες πλήττουν την εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του, και καταλήγει τεκμηριωμένα στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν αποδεικνύει θεμελιωμένο φόβο δίωξης, αλλά οικονομικά κίνητρα μετανάστευσης.

 

Ειδικότερα, έχοντας εξετάσει τα όσα δήλωσε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, διαπιστώνω ότι αυτά στερούνται λογικής συνοχής. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ο λόγος που αποφάσισε να φύγει ήταν ότι ο θείος του πήρε την περιουσία του πατέρα του μετά τον θάνατο του τελευταίου και ότι φοβόταν για την ασφάλειά του. Ωστόσο, δήλωσε επίσης ότι από το 2013 δεν είχε καμία επαφή με τον θείο του, ούτε τον είδε, ούτε του απηύθυνε απειλές, ούτε του προκάλεσε οποιαδήποτε βλάβη. Αυτές οι δηλώσεις, όπως εύστοχα παρατηρεί και ο λειτουργός ασύλου, θεμελιώνουν εσωτερική αντίφαση και αποδυναμώνουν τον ισχυρισμό περί φόβου δίωξης.

 

Διαπιστώνω περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν περιέγραψε κανένα συγκεκριμένο περιστατικό που να αποδεικνύει φόβο δίωξης, πέραν από το γεγονός της αφαίρεσης της περιουσίας το 2013, ενώ επίσης παραδέχεται ότι στη συνέχεια μετακινήθηκε σε άλλη πόλη και δεν συνέβη ποτέ τίποτα εις βάρος του. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, το χρονικό διάστημα των περίπου 10 ετών χωρίς κανένα περιστατικό ή επαφή, καθιστά τον ισχυρισμό περί φόβου μη πειστικό. Επιπλέον, ο Αιτητής φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα του προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για να προσλάβει δικηγόρο ώστε να διεκδικήσει το ακίνητο, και όχι λόγω άμεσου κινδύνου.

 

Πέραν των σημείων που αναδεικνύονται στην εισηγητική έκθεσης και με τα οποία συμφωνώ, εντοπίζω και πρόσθετα σημεία τα οποία ενισχύουν την εικόνα αναξιοπιστίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού του Αιτητή. Ειδικότερα, ο Αιτητής, σε διάφορα σημεία της συνέντευξης, φαίνεται να μεταβάλλει τη θέση του ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Για παράδειγμα, ενώ δηλώνει ότι δεν έχει καμία επαφή με τον θείο του, αναφέρει ταυτόχρονα ότι ο θείος του "τον ψάχνει" ή ότι "τον φοβάται" χωρίς να παραθέτει επαρκή τεκμηρίωση ή πειστική εξήγηση για αυτή του την πεποίθηση. Επίσης, προβάλλει γενικόλογους ισχυρισμούς όπως "ίσως με κυνηγήσει", οι οποίοι δεν εδράζονται σε αντικειμενικά περιστατικά αλλά σε υποθετικούς φόβους. Σε άλλο σημείο, δηλώνει ότι “ο θείος μου με κακομεταχειρίζεται” την ίδια στιγμή που παραδέχεται ότι δεν τον έχει ξαναδεί ή μιλήσει μαζί του από το 2013, διατύπωση που γεννά εύλογες απορίες ως προς την αξιοπιστία της δήλωσής του αυτής.

 

Επιπλέον, οι συνεχείς αναφορές του Αιτητή στο ότι ήθελε να δουλέψει και να προσλάβει δικηγόρο για να πάρει πίσω την περιουσία, όπως και το ότι συγκέντρωνε χρήματα για να φύγει, ενισχύουν την εκδοχή της οικονομικής μετανάστευσης και όχι της ανάγκης διεθνούς προστασίας. Ουσιαστικά, ο ίδιος ο Αιτητής ομολογεί ότι δεν ήταν η απειλή εναντίον της ζωής ή της ελευθερίας του που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, αλλά η επιθυμία του να εργαστεί και να διεκδικήσει την ακίνητη περιουσία μέσω νομικών οδών.

 

Τέλος, θα πρέπει να προστεθεί και το στοιχείο ότι ο Αιτητής αποδέχεται πως θα μπορούσε να μείνει με τη μητέρα του στην πόλη Enugu χωρίς να απειλείται, πράγμα που καταρρίπτει και τη δυνατότητα θεμελίωσης διεθνούς προστασίας λόγω απουσίας εσωτερικής προστασίας. Εφόσον ο ίδιος αποδέχεται ότι ζούσε εκεί για χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα, τότε δύναται να επιστρέψει στην ίδια περιοχή χωρίς να αντιμετωπίζει κίνδυνο.

 

Συνοψίζοντας, η έκθεση του λειτουργού ασύλου είναι τεκμηριωμένη, εύστοχη και εστιάζει ορθά τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική αναξιοπιστία του Αιτητή. Εντοπίζει τις αντιφάσεις και τις ασάφειες στις δηλώσεις του και καταλήγει τεκμηριωμένα στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός περί δίωξης από τον θείο δεν πληροί τις προϋποθέσεις του προσφυγικού καθεστώτος, καθώς πρόκειται για προσωπική και οικονομική διαφορά, η οποία δεν εντάσσεται στις προβλεπόμενες αιτίες δίωξης σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και τη σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, ορθώς ο λειτουργός ασύλου διαπίστωσε ότι, ως γεγονός που εδράζεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, το εν λόγω περιστατικό δεν είναι επιδεκτικό επαλήθευσης μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Η αδυναμία εξωτερικής τεκμηρίωσης καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ο Αιτητής να προσκομίσει έναν πειστικό, συνεκτικό και απαλλαγμένο αντιφάσεων ισχυρισμό, βάσει του οποίου να δύναται να στηριχθεί ευλόγως η πεποίθηση περί της πραγματικής τέλεσης των αναφερόμενων γεγονότων. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να προσφέρει τέτοιο αφήγημα·

 

Δεδομένης λοιπόν της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας και της γενικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[7], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

 

Επί του ζητήματος τούτου, σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου  στην  πρόσφατη  απόφαση   του   Εφετείου   στην   Ferdinand   Ebele Ewelukwa[8].

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα,  καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι: 

 

«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[9] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[10], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[11]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [...]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[12] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Enugu, όπου ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:  

 

·                Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) - η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[13] 

 

·                Σύμφωνα  με  την  ανάλυση  του  επιπέδου  επικινδυνότητας της Νιγηρίας, η ιστοσελίδα Crisis 24, αναφέρει ότι η Νιγηρία αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις σε θέματα ασφάλειας. Οι κοινωνικές και εργατικές αναταραχές είναι συχνό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται με διαμαρτυρίες στους δρόμους και απεργίες στα κύρια αστικά κέντρα. Επίσης, παρουσιάζονται κοινοτικές διενέξεις και/ή συγκρούσεις που έχουν στο επίκεντρο τους πόρους (resource-based) στις αγροτικές περιοχές. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης σφαιρικής λύσης στα ζητήματα που άπτονται της κτηνοτροφίας (pastoralist conflict) έχει τροφοδοτήσει τη βία στην κυρίως γεωργική Μέση Ζώνη (agricultural Middle Belt), στο παρασκήνιο εθνοπολιτικών εντάσεων. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις που πηγάζουν από τις ομάδες Boko Haram και Ισλαμικό Κράτος (Islamic State in West Africa Province/ISWAP) συνεχίζουν να αποτελούν μια διαρκή, αν και γεωγραφικά περιορισμένη, απειλή στην απομακρυσμένη βορειοανατολική περιοχή της Νιγηρίας και στις συνοριακές περιοχές με γειτονικές χώρες[14].

 

·                Τέλος,  σύμφωνα  με  τη  βάση  δεδομένων  ACLED κατά τη χρονική περίοδο 27.04.2024 μέχρι τις 25.04.2025 στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας καταγράφηκαν συνολικά 86 περιστατικά ασφαλείας και 97 απώλειες ζωών, εκ των οποίων  3 εξεγέρσεις (καμία απώλεια), 33 μάχες (56 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 50 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (41 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[15] Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Enugu  της Νιγηρίας ανέρχεται σε 4,690,100 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[16]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, με ικανοποιητική μόρφωση, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[6] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[7] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.05.2025)

[9] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[10] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[11]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[12] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[13] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης

 https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 7/05/2025

[14] Crisis 24, Τελευταία Ενημέρωση: 07.06.2024

https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/nigeria 

[15] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμοhttps://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 27.04.2024 - 25.04.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria ADMIN UNIT: Enugu)

[16] City population, Africa, Nigeria, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο