C.P.M. ν. Υπηρεσία Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2974/2024, 14/5/2025
print
Τίτλος:
C.P.M. ν. Υπηρεσία Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 2974/2024, 14/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2974/2024

14 Μαΐου, 2025

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.P.M. εκ Καμερούν

Αιτητής

-και-

 

Υπηρεσία Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Αιτητής:  Παρών

Μ. Κάλλη (κα) για Μ. Σουρουλλά & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Ν. Νικολάου (κος) για Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 12/07/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 24/06/22, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του στις 14/06/24 και σχετική έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 17/06/24, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης αυθημερόν, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η δικηγόρος για τον Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους αιτήματος ασύλου του δεύτερου, καθώς και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Γραπτή του Αγόρευση. Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς υπό τις περιστάσεις έρευνας, είναι αναιτιολόγητη, δεν λήφθηκαν υπόψη εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν και/ή δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του Αιτητή. Επίσης, διατείνεται ότι η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης και/ή δεν εφαρμόστηκαν ορθά οι διατάξεις των Άρθρων 13 και 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και ότι η απόφαση επιστροφής πάσχει.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Θα πρέπει να υποδειχθεί ότι μεγάλο μέρος της Γραπτής Αγόρευσης της συνηγόρου του Αιτητή αναλώνεται σε επανάληψη αρχών του διοικητικού δικαίου και/ή Νόμων και/ή κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται ουσιαστική υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων και νομικών δεδομένων της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, βλέπε επίσης Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017 -όπου γίνεται επανάληψη της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος και ειδικά την Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 61/2022, LOUISE GARCIA NYEMB v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, ημερ.30/10/24 αναφορικά με τους δικονομικά παραδεκτούς λόγους ακύρωσης). Ούτε τεκμηριώνεται από τους γενικούς ισχυρισμούς της δικηγόρου του Αιτητή που να δεικνύει πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει είτε νομικά είτε ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον της διοικητικής αρχής κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης που να οδηγούν σε ακύρωση της απόφασης και/ή ουδόλως έχουν υποδειχθεί συγκεκριμένα και/ή λεπτομερή στοιχεία που να ανατρέπουν τα όσα καταγράφονται λεπτομερώς στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού εξεταστή της υπόθεσης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης απόρριψης ασύλου του Αιτητή. Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Από μελέτη της έκθεσης/εισήγησης και του πρακτικού της συνέντευξης διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής είναι αγγλόφωνος υπήκοος Καμερούν, κάτοχο διαβατηρίου της χώρας του, με καταγωγή από τη πόλη Bamenda του Βορειοδυτικού Καμερούν (Nord-Ouest)  και τόπο συνήθους διαμονής στη Νοτιοδυτική  περιφέρεια (South West στην οποία ανήκει η πόλη Kumba) Είναι Χριστιανός, άγαμος, άτεκνος, απόφοιτος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ενώ άρχισε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν την ολοκλήρωσε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εργάστηκε στις πωλήσεις, σε οικοδομικές εργασίες, σε κατάστημα τροφίμων και ως οδηγός μοτοσυκλέτας (ταξί).  Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τους γονείς του, τον αδελφό του και την αδελφή του, που διαβιούν στη Kumba και μια αδελφή η οποία διαβιεί στο Dubai. Διατηρεί επικοινωνία με την μητέρα του, τα αδέλφια του και την οικογένεια της μητέρας του οι οποίοι διαμένουν στη Bamenda. Ομιλεί αγγλικά και Pinyin και εγκατέλειψε τη χώρα του αεροπορικώς περί το 2022. Στην αίτηση ασύλου του καταγράφηκε ότι διέφυγε από την χώρα του εξαιτίας της πολιτικής κρίσης, που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να δολοφονούνται καθημερινά από τον στρατό. Και επίσης, πως το κατάστημα του θείου του είχε καεί. Κατά τη προσωπική του συνέντευξη επανέλαβε τον ισχυρισμό περί στοχοποίησης του του ίδιου από τον στρατό λόγω του ότι θεωρούν ότι είναι μέλος των Ambazonians. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν δήλωσε ότι δεν δέχτηκε ποτέ οποιαδήποτε απειλή από τον στρατό, ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένεια του. Όταν του αντιπαρατέθηκε η διαφοροποίηση του λόγου για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα, που δήλωσε στην αίτηση διεθνούς προστασίας και στη συνέντευξη, απάντησε αόριστα και στη συνέχεια διευκρίνισε πως είναι εξαιτίας του ότι καταζητείται από τον στρατό.

 

Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, εκ των οποίων αποδέχθηκε μόνο τον πρώτο αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, απέρριψε, όμως, ως εσωτερικά αναξιόπιστο τον δεύτερο ισχυρισμό του για αναζήτηση του από τις αρχές λόγω του ότι τον θεωρούν μέλος των Amba boys. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται, αναφορικά με τον ανωτέρω απορριφθέντα ισχυρισμό, αρκετά σημεία στα λεγόμενα του Αιτητή όπου διαπιστώθηκε έλλειψη και  ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, καταγράφεται ότι δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με ευλογοφάνεια και με τρόπο επεξηγηματικό γιατί ισχυρίζεται πως ο στρατός τον καταδιώκει. Ωστόσο, αν και καταζητούμενο άτομο, ως ισχυρίζεται, κατάφερε να διαφύγει της χώρας με νόμιμο τρόπο. Επίσης, ο Αιτητής δεν παρείχε σαφείς λεπτομέριες για τις διαδικασίες και για τα έγγραφα που χρησιμοποίησε να εξέλθει της χώρας. Συναξιολογήθηκε και το γεγονός ότι όσο κρυβόταν, δεχόταν συχνές επισκέψεις από την οικογένεια του, ενώ δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από τον στρατό κατά την διάρκεια των εν λόγω επισκέψεων. Θα αναμενόταν από τον Αιτητή να εξηγήσει πως κατάφερε να διατηρήσει την ασφάλεια της κρυψώνας του παρά τις τακτικές επισκέψεις της οικογένειας του και πως αυτές δεν οδήγησαν στον εντοπισμό του από τον στρατό. Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες για τις απειλές που δέχτηκε από τον στρατό. καθώς ανέφερε πως δεν απειλήθηκε άμεσα τον στρατό, με αποτέλεσμα η έλλειψη άμεσων απειλών από τον στρατό να υποδουλώνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν στόχος των αρχών. Παρατηρείται αντίφαση από τις δηλώσεις του αφού κατά τη καταγραφή του αιτήματός του, δεν ανέφερε το περιστατικό με τον στρατό αλλά ισχυρίστηκε ως λόγο που εγκατάλειψης της χώρας του, τη πολιτική κρίση και πως ο στρατός σκότωνε καθημερινά ανθρώπους και μάλιστα ότι ο στρατός έκαψε το κατάστημα του θείου του. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός, κατέγραψε πως τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν περαιτέρω ανάλυση μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Η αξιοπιστία του ισχυρισμού του ότι διώκεται από τον στρατό, λόγω της σχέσης του με τους αποσχιστές δεν πληρείται.

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί του πιο πάνω σημείου του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[1], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος του να είναι σταθερός στις απαντήσεις του, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος του. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Αιτητή ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από τον συνήγορο του και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημα του. Συνεπώς, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίστατο. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηρίωνε την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβαλλόταν σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ο λειτουργός αξιολόγησε, επίσης, την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα του Αιτητή (ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης) μέσω διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και κατέληξε κατά τη νομική ανάλυση ότι δεν θα εκτίθετο σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω μόνο της παρουσίας του σε περίπτωση επιστροφής του. Εξάλλου, η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[2], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[3], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα του Αιτητή που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστος) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Συμπληρωματικά από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου από τη βάση δεδομένων του ACLED (Armed Conflict Location and Event Data) επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα του λειτουργού πως στο συνήθη τόπο διαμονής του εντοπίζονται μόνο 18 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 4 θανάτους, [14 περιστατικά βίας κατά αμάχων (3 θάνατοι), 2 περιστατικά μαχών (1 θάνατος) και 2 περιστατικά διαμαρτυριών (κανένας θάνατος)[4] σε πληθυσμό της Kumba να καταγράφεται περί τους 144,268 κατοίκους[5]. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν υψηλοί αριθμοί περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους και τελευταίας διαμονής του Αιτητή και/ή δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και προσωπική απειλή κατά την επιστροφή του αλλά ούτε τo προφίλ του παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας, καθώς πρόκειται για ενήλικο άρρενα, με ικανότητα να εργαστεί και να έχει πρόσβαση σε μέσα αυτοσυντήρησης. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος του Αιτητή από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή διαμονής του όπου γίνεται παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.

 

Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του.

Ούτε διαπιστώνω από τα ενώπιον μου στοιχεία ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ούτε ο Αιτητής υποδεικνύει τότε (αλλά ούτε τώρα μέσω της προσφυγής του) τί δεν λήφθηκε υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη ή όχι κατά την έκδοση της απόφασης. Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε.Aρ.3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η δε επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270)

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, το Δικαστήριο στα πλαίσια των εξουσιών του, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                         

 

 

Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.

[2]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie

[3]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides

[4] Acled Explorer, Africa, Cameroon, Sud Quest, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/  (ημ. προσβ. 13/5/2025)

[5] City Population, Africa, Cameroon, Sud Quest, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/  (ημ. προσβ. 13/05/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο