
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 3014/2024
07 Μαΐου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. M.M.J και εξαρτώμενο τέκνο 2. Β.C. xxx Λεμεσό
Αιτήτριες
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Καθ’ ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Β. Θωμά (κα) για Α. Φιλίππου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Η Αιτήτρια 1, 2 παρούσες.
Μ. Nassr (κος) για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτήτριες προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 16/07/24 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια 1, υπήκοος Λιβερίας, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 20/10/22, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στις 24/05/24 και την 02/06/24 συντάχθηκε η έκθεση/εισήγηση και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 04/06/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια 1 κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υιοθέτησε τους λόγους της αίτησης ασύλου της, υποστήριξε δε, ότι δεν είναι ασφαλής η χώρα της για να επιστρέψει. Ο σύζυγος της μητέρας της την απειλεί πως θα την σκοτώσει, ότι την κακοποίησε σεξουαλικά και ζητά προστασία για αυτήν και την θυγατέρα της (Αιτήτρια 2)
Οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα υποστηρίζονται από την Αιτήτρια 1, αυτά που απάντησαν οι Καθ΄ ων η αίτηση, του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρεί να εξετάσει την ουσία του αιτήματος της.
Αρχικά διαπιστώνεται από το πρακτικό της συνέντευξης, ότι ο εξεταστής-λειτουργός διενήργησε ενδελεχείς ερωτήσεις στην Αιτήτρια 1 για να διαπιστώσει την αξιοπιστία των ισχυρισμών της σε συνάρτηση με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Στην έκθεση/εισήγηση καταγράφεται ότι οι δηλώσεις της όσον αφορά την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της, ήταν συγκεκριμένες, λεπτομερείς και παρουσίαζαν συνοχή με τις διαθέσιμες πληροφορίες για την χώρα καταγωγής της. Πρόκειται για μητέρα με ανήλικο τέκνο, υπηκόων Λιβερίας. Η Αιτήτρια 1 κατάγεται από τη περιοχή Sinkor, της Μονρόβια, του νομού Montserrado, με τόπο τελευταίας διαμονής τη πόλη Brewerville, του ίδιου νομού. Εθνοτικής καταγωγής Bassa, χριστιανή, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόταν ως νοσοκόμα. Άγαμη, απέκτησε το ανήλικο τέκνο της (Αιτήτρια 2) κατά τη παραμονή της στη Δημοκρατία με υπήκοο Λιβερίας, επίσης αιτητή ασύλου (με τον οποίο συζεί και/ή είναι σε επικοινωνία). Η μητέρα της με τον πατριό της διαμένουν στη περιοχή Sinkor, ενώ διαθέτει και δύο αδέρφια, που διαμένουν ο μεν αδερφός στην περιοχή Garneville της Μονρόβια και μια αδερφή εκτός της χώρα καταγωγής της. Ο πατέρας της απεβίωσε περί το 2014. Εγκατέλειψε αεροπορικώς τη χώρα της στις 25/09/22.
Με την αίτηση της για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή, εξαιτίας των απειλών που δέχτηκε από τον πατριό της, όταν αποκάλυψε στη μητέρα της τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τον τελευταίο. Κατά τη προσωπική της συνέντευξη η Αιτήτρια 1 αναφέρθηκε στην σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη από τον σύντροφο της μητέρας της και τις απειλές εις βάρος της, καθώς και στην επιθυμία της να σπουδάσει. Ειδικότερα, αναφορικά με το πρώτο δήλωσε ότι μεταξύ 2019 – 2020, ο σύντροφος της μητέρας της αποπειράθηκε να την βιάσει 4 – 5 φορές και όταν η ίδια το αποκάλυψε στη μητέρα της, δέχτηκε απειλές και δύο φορές ξυλοδαρμό με αποτέλεσμα τη νοσηλεία της. Ερωτηθείσα για το πότε το αποκάλυψε στη μητέρα της δήλωσε αρχικά το 2021 και στη συνέχεια το 2019, ενώ σχετικά με τις απειλές δήλωσε ότι ξεκίνησαν το 2019. Ως προς τις δύο επιθέσεις και τη νοσηλεία της δήλωσε ότι συνέβη περί τον Ιούνιο και ότι νοσηλεύτηκε για 3 ημέρες τον Ιούλιο. Ερωτηθείσα αν συνέβη τίποτα προσωπικό στην ίδια μετά το 2021 που εγκατέλειψε την οικεία της και μέχρι να φύγει από τη χώρα καταγωγής της απάντησε αρνητικά. Σχετικά με το μελλοντικό της φόβο σε περίπτωση επιστροφής της, αναφέρθηκε στην ευημερία της κόρης της και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η ίδια στην εύρεση εργασίας, καθώς και στην απροθυμία της να δει τον πατριό της. Ερωτηθείσα σχετικώς, δήλωσε ότι ο πατέρας του παιδιού της έχει ένα σπίτι στην περιοχή Johnsville της Monrovia, όπου σε περίπτωση επιστροφής της θα διέμενε.
Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής αποδέχθηκε τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας 1 όπως επίσης και τον ισχυρισμό της για εγκατάλειψης της χώρα της για εκπαιδευτικούς σκοπούς (πρώτος και τρίτος ισχυρισμός). Απορρίφθηκε, όμως, ο δεύτερος σχετικά τις απειλές που δέχτηκε από το σύντροφο της μητέρας της καθότι αρκετά σημεία στα λεγόμενα της διαπιστώθηκε ασάφεια, ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, η Αιτήτρια 1 δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης από το σύντροφο της μητέρας της, πληροφορία που αναμενόταν από την ίδια να θυμάται. Περαιτέρω, κατά τις αφηγήσεις της υπέπεσε σε χρονικές αντιφάσεις σχετικά με την επιστροφή στην οικεία της μητέρας της δηλώνοντας αρχικώς Μάρτιο – Μάιο του 2021, ενώ στη συνέχεια Μάιο – Ιούνιο, αλλά και τη γνωστοποίηση των συμβάντων στη μητέρα της, αναφερόμενη αφενός στο έτος 2019, αφετέρου στο 2021. Ασυνεπείς και μη ευλογοφανείς κρίθηκαν και οι δηλώσεις της όσον αφορά τη νοσηλεία της σε νοσοκομείο κατά το μήνα Ιούλιο, λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από το σύντροφο της μητέρας της περί το μήνα Μάιο – Ιούνιο. Παρομοίως, ασυνεπείς κρίθηκαν και οι δηλώσεις της σχετικά με την σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη, όπου στην μεν καταγραφή της αίτησης δήλωσε ότι συνέβη το 2019, στη δε συνέντευξη το 2021. Τέλος, αξιολογήθηκαν οι δηλώσεις της Αιτήτριας 1 περί απουσίας οποιασδήποτε όχλησης από το 2021 και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την αντιπαραβολή των ισχυρισμών με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας 1, την απουσία προγενέστερης δίωξης και την απουσία αδιάκριτης βίας λόγω διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή Sinkor, κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, κατέληξε ότι η Αιτήτρια συνιστά οικονομική μετανάστρια και δε μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας .
Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος της ιστορίας της. Οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της δεν παρουσιάζουν συνέπεια, επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες που να παραπέμπουν σε βιωματικά περιστατικά. Υποχρεούτο δε να παρέχει κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της και να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, βλέπε επίσης Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023 σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα και με την §205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, ο αιτών να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο μέσο, να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία της Αιτήτριας 1. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας της και δεν έχει ούτε καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται και δεν έχει κακοποιηθεί ή διωχθεί. Σημειώνεται ότι ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημά της. Αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα, αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[1]. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας 1 δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Ως προς το εάν η περίπτωση της Αιτήτριας 1 εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[2] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή της Αιτήτριας 1 δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, στην Λιβερία δεν λαμβάνουν χώρα ένοπλες συρράξεις[3]. Βάσει στοιχείων από το ACLED, για την περίοδο μεταξύ 20/04/24 και 18/04/25 στον νομό Montserrado, όπου υπάγεται ο συνήθης τόπος διαμονής της, καταγράφηκαν συνολικά 7 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 3 πολιτών. Από τα ανωτέρω περιστατικά τα 5 αφορούν ταραχές/εξεγέρσεις (3 απώλειες), το 1 μάχη (καμία απώλεια) και 1 διαμαρτυρία (καμία απώλεια)[4]. Στη δε Monrovia, την ίδια χρονική περίοδο καταγράφηκαν 2 ταραχές/εξεγέρσεις (χωρίς θύματα) και 1 διαμαρτυρία (χωρίς θύματα)[5]. Ο πληθυσμός της χώρας καταγράφεται στους 5.250.187 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2022[6]. Ειδικότερα στον νομό Montserrado, όπου υπάγεται ο τόπος τελευταίας διαμονής στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο πληθυσμός ανέρχεται στους 1,920,965 και της Monrovia στους 1,021,762 κατοίκους [7].Ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[8]. Ούτε από αξιολόγηση των περιστατικών της Αιτήτριας 1 που έχουν γίνει αποδεκτά, το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση της επιστροφής της Αιτήτριας 2 (ανήλικο τέκνο της) κρίνει ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής τους θα αντιμετωπίσουν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο τα ανωτέρω δεδομένα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας 1 όσο και τις προσωπικές περιστάσεις ως υγιές πρόσωπο, με βασική εκπαίδευση και μόρφωση, που θα διαμείνει όπως ανέφερε σε σπίτι που έχει ο σύντροφος της – δεν οδηγούν σε συμπέρασμα ότι επηρεάζεται προσωπικά το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου παιδιού της ήτοι της Αιτήτριας 2.
Ως εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας 1 και 2, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας 1 και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Άρθρο 16 & 18 του περί περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
[2] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας.
[3] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, https://www.rulac.org/browse/map
[4] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/.
[5] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/.
[6] City Population, Liberia, https://citypopulation.de/en/liberia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/04/2025).
[7]Liberia, Montserrado, https://citypopulation.de/en/liberia/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/04/2025).
[8] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο