Μ. Τ. F. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3147/23, 20/5/2025
print
Τίτλος:
Μ. Τ. F. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3147/23, 20/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3147/23

 

20 Μαΐου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.    Μ. Τ. F.

2.    G. J. D. T. F.

3.    V. C. S. D.

 

                                                                                                            Αιτήτριες

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, δικηγόροι για Αιτήτριες

Κα Α. Δημητριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Αίτηση ημ.09/05/24 για Προσαγωγή Μαρτυρίας

 

Με την προσφυγή οι αιτήτριες αιτούνται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.09/08/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και απόφαση δια της οποίας να αναγνωρίζεται η αιτήτρια ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης επιστροφής «ως παραβιάζουσα την αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης» (Αιτητικά Α, Β και Γ, αντίστοιχα).

Μετά την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής (08/09/23) και της ενστάσεως από τους καθ’ ων η αίτηση (05/01/24) η αιτήτρια 1 (στο εξής η αιτήτρια) καταχώρησε στις 09/05/24 την υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας αιτείται άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας για τους λόγους που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση ημ.09/05/24 (στο εξής ΕΔ) που τίθεται προς υποστήριξη αιτήσεως.

Η ενόρκως δηλούσα, δικηγόρος στο γραφείο των δικηγόρων της αιτήτριας, αναφέρει ότι η μαρτυρία που επιθυμεί να προσαγάγει, που περιέχεται αυτούσια στην προτεινόμενη να καταχωρηθεί ένορκη δήλωση της αιτήτριας (στο εξής ΠΕΔ), που συνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην ΕΔ, ως αναφέρει, σχετίζεται άμεσα, ενισχύει και τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ως είχαν αναφερθεί στην επίδικη αίτηση περί διώξεως της ιδίας και του συζύγου της, λόγω δράσης τους στα πλαίσια του πολιτικού κόμματος MRC, κατά της κυβέρνησης της χώρας καταγωγής, και εκ των οποίων – ως αναφέρει – στοιχειοθετείται επαρκώς η ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας αλλά και προστασίας δυνάμει των αρ.2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).  Ως περαιτέρω αναφέρει, η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία είναι αναγκαία και η προσαγωγής της είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και «μέρος της [επιδιωκόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας] τέθηκε στη διάθεση της [αιτήτριας] μετά από τη λήψη της [επίδικης] απόφασης […], τα οποία και στάλθηκαν από δικηγόρο που είχε διορίσει στο Καμερούν» (παρ.7 ΕΔ). Περαιτέρω, ως εισηγείται, «η μαρτυρία σχετικά με τον θάνατο του συζύγου και την πολιτική του δράση θα μπορούσε να προσκομιστεί κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, εάν οι καθ’ ων η αίτηση επεξηγούσαν [στην αιτήτρια] τη σημασία υποβολής όλων των στοιχείων που έχει στην διάθεση [της] προς υποστήριξη του αιτήματος και αφού είχαν προβεί στην δέουσα έρευνα σχετικά με αυτή [τη] δράση, την οποία η αιτήτρια ανέφερε […] με λεπτομέρεια» (παρ.7 ΕΔ). Θα καταδειχθεί λοιπόν, ως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, με την προσαγωγή της μαρτυρίας αυτής, ότι η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας δεν έτυχε δέουσας έρευνας από τους καθ’ ων η αίτηση και ότι η επίδικη απόφαση είναι γι’ αυτό προϊόν πλάνης.

Στην επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, ως αυτή καταγράφεται αυτούσια στην ΠΕΔ, η αιτήτρια 1 αναφέρει ότι οι εδώ αιτήτριες 2 και 3, ανήλικες κόρες της, γεννήθηκαν στη Δημοκρατία, η ίδια ήταν νυμφευμένη με άνδρα τον οποίον κατονομάζει και ζούσε στην πόλη Dscangs (φερόμενη φωτογραφία του ζευγαριού - Τεκμήριο 1 ΠΕΔ), ο σύζυγος της ήταν γραμματέας του κόμματος της περιοχής MRC (φερόμενο αντίγραφο κάρτας μέλους του συζύγου και φερόμενο αντίγραφο πιστοποιητικού μελών του κόμματος - Τεκμήρια 2 και 3 ΠΕΔ). Η ίδια συμμετείχε σε διαδηλώσεις του κόμματος, ως αναφέρει, και, περί τις 15/01/19, «6 άγνωστοι οπλισμένοι άντρες εισήλθαν στο σπίτι [τους] δια της βίας, κτύπησαν τον σύζυγο [της] αφήνοντας τον αναίσθητο και έπειτα τον απήγαγαν. Στη συνέχεια στράφηκαν προς [την ίδια] και [την] απείλησαν να μην [μιλήσει] με κάποιον. Την επόμενη μέρα [προέβηκε] σε καταγγελία στον Chief της περιοχής, το οποίο έμαθαν αμέσως οι κακοποιοί, εισήλθαν στο σπίτι [της] προκαλώντας βανδαλισμούς και άφησαν σημείωμα ότι όπου και να [πάει] θα [τη] βρουν» (παρ.7, σημείο ν - ΠΕΔ). Τότε η αιτήτρια 1 διέφυγε στην Bamenda, βρισκόμενη «σε απόγνωση και άσχημη ψυχολογική κατάσταση», και, με τη βοήθεια άνδρα, ταξίδεψε μέσω Νιγηρίας και έφτασε δια θαλάσσης στην Κύπρο.

Ως περαιτέρω αναφέρει η αιτήτρια 1, «έπειτα από 2 χρόνια, περί το 2022, ο δικηγόρος του συζύγου [της] (F. N.), [την] εντόπισε μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης Facebook και [την] ενημέρωσε ότι ο σύζυγος [της] δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησης του στις φυλακές» και της ανέφερε ότι και η ίδια καταζητείται «και έχει εκδοθεί ειδοποίηση αναζήτησης [της] από την αστυνομία ημ.24/01/19» (παρ.7, σημεία νii και viii – ΠΕΔ). Προς τούτο επισυνάπτει ως Τεκμήρια 4 και 5 της ΠΕΔ αντίγραφο πιστοποιητικού θανάτου του συζύγου της και αντίγραφο του φερόμενου ως «ένταλμα αναζήτησης» της ιδίας, τα οποία ως αναφέρει, ζήτησε και έλαβε δια του ως άνω δικηγόρου της (φερόμενη απόδειξη πληρωμής του δικηγόρου – Τεκμήριο 6 ΠΕΔ).

Εκ των ως άνω, ως αναφέρει η αιτήτρια κατόπιν συμβουλής της δικηγόρου της, δεικνύεται ότι χρήζει διεθνούς προστασίας λόγω αποδιδόμενων σ’ αυτήν πολιτικών πεποιθήσεων και στοχοποίησης της οικογένειας της, λόγω της πολιτικής δράσης του συζύγου της.

Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, κάνοντας πλούσιες αναφορές στη νομοθεσία, νομολογία και βιβλιογραφία, εισηγείται ότι πληρούνται εν προκειμένου οι προϋποθέσεις που τίθενται προκειμένου να επιτραπεί η προσαγωγή μαρτυρίας, καθώς αυτή προσδιορίζεται με εύλογη ακρίβεια, δεν αποτελείται από καινοφανείς ισχυρισμούς αλλά είναι προέκταση και συνδέεται με τα λεγόμενα της αιτήτριας στη συνέντευξη περί της πολιτικής δράσης του συζύγου της και της στοχοποίησης της ιδίας και της οικογένειας τους, δρα ως ενισχυτική των ισχυρισμών της, θα υποβοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου και την ορθή απονομή δικαιοσύνης και είναι γι’ αυτό σχετική και αναγκαία για την πλήρη εξέταση της παρούσης προσφυγής, δεδομένου ότι εκ των Τεκμηρίων των οποίων ζητείται προσαγωγή, τεκμηριώνεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα υποστεί δίωξη και/ή σοβαρή βλάβη, ως αναφέρει. Σχετικά με τον χρόνο καταχώρησης της παρούσης αναφέρει ότι ουδεμία καθυστέρηση υπάρχει καθώς, δεδομένης και της φύσης και έκτασης ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο δια της πλήρους και εξ υπαρχής εξέτασης των στοιχείων που συνθέτουν την υπόθεση, που περιλαμβάνει και τυχόν νέα στοιχεία ή ισχυρισμούς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το παρόν διάβημα δεν είναι κατά παράβαση του κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, αφού η αιτήτρια «δεν ήταν δυνατό να υποβάλει την επιδιωκόμενη μαρτυρία, αφού έπρεπε τάχιστα να διαφύγει από το Καμερούν και κατά την εξέταση του αιτήματος της δεν μπορούσε να έχει στην κατοχή της τα εν λόγω έγγραφα» και πως, «όταν της δόθηκε η δυνατότητα διόρισε δικηγόρο» (παρ.45 και 46 αγόρευσης). Σημειώνει δε ότι - ένεκα και του εξεταστικού συστήματος που ισχύει στην παρούσα διαδικασία, σε συνάρτηση και με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας με βάση το Ενωσιακό Δίκαιο και τη σχετική περί τούτου νομολογία - το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει και αυτεπαγγέλτως (ex proprio motu) την προσκόμιση μαρτυρίας, όπου κριθεί αναγκαίο και σε οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας (παρ.43 και 44 αγόρευσης). Επί των αναφορών της συνηγόρου της αιτήτριας σχετικά με τη γλώσσα στην οποία είναι συντεταγμένα τα Τεκμήρια της ΠΕΔ θα επανέλθω πιο κάτω, αν τούτο κριθεί σκόπιμο για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.

Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί και τα επ’ αυτού επιχειρήματα της αιτήτριας.

Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση και αναφέρουν ότι η μαρτυρία της οποίας επιχειρείται προσαγωγή «δεν επιτελεί κανένα σκοπό και δεν είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της υπόθεσης και την εξακρίβωση των γεγονότων που θεωρούνται σχετικά με την παρούσα» (παρ.3, σελ.3 αγόρευσης) και περαιτέρω, με παράθεση σχετικής νομολογίας, εισηγούνται ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε με καθυστέρηση, εξ υπαιτιότητας της αιτήτριας, χωρίς να εξηγείται ο λόγος αυτής της καθυστέρησης εν προκειμένω. Αναφέρουν δε ότι ουδέν εκ των Τεκμηρίων της ΠΕΔ έχει μεταφραστεί σε γλώσσα κατανοητή από το Δικαστήριο, η οποία δεν ανήκει – ως αναφέρουν – στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και, για τους λόγους που εξηγούνται, είναι αμφιβόλου γνησιότητας. Σημειώνω ότι μεγάλο μέρος της αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση αναλώνεται στην ενασχόληση με τα Τεκμήρια της ΠΕΔ των οποίων ζητείται η προσαγωγή και την αποδεικτική τους αξία.

Κατά την ακρόαση της παρούσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών επανέλαβαν κατ’ ουσία τα όσα επί των αγορεύσεων τους αναφέρουν και τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω για σκοπούς αποφυγής επανάληψης πέραν ορισμένων τοποθετήσεων που δεν περιέχονταν στις αγορεύσεις τους.

Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως, της ΕΔ και ΠΕΔ, της ενστάσεως, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών αλλά και της ενστάσεως επί της προσφυγής, όπου επισυνάπτονται τα έγγραφα που αφορούν την παρούσα υπόθεση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την ακρόαση οι συνήγοροι των αιτητών ανέφεραν ότι το ότι απουσιάζει από τη νομική βάση της παρούσης αιτήσεως η αναφορά στον κ.10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 δεν πλήττει, ως εισηγήθηκαν, την αίτηση, σημειώνοντας ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος – σύμφωνα με τα λεγόμενα των ιδίων – καταγράφεται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, δεν αναπτύσσεται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε.

Επί του ως άνω, κατόπιν ανάγνωσης της ενστάσεως των καθ’ ων η αίτηση αλλά και την αγόρευση τους δεν εντοπίζω σημείο που το ως άνω ζήτημα να θίγεται. Παρά τούτο, με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τις αναφορές της συνηγόρου των αιτητών, η προσοχή του Δικαστηρίου στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το εν λόγω ζήτημα, ως ζήτημα που άπτεται του δικαιοδοτικού υποβάθρου αλλά και της ίδιας της εγκυρότητας του υπό κρίση δικονομικού διαβήματος, ήτοι της παρούσης αιτήσεως, θεωρώ ότι μπορεί και θα πρέπει να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σημειώνω τα εξής.

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου Anaghara ν Κυπριακής Δημοκρατίας, Μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθ. αρ 1507/15, ημ.04.07.2018, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, η ύπαρξη μεν νομικής βάσης, ήτοι της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε ενδιάμεση αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αλλά η απουσία αναφοράς στον Κανονισμό 13 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, κρίθηκε ότι συνιστούσε μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτο του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου (υπόθ. αρ. 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.7.2008, υπόθ. αρ. 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.11.2009, υπόθ. αρ. 1253/11, Imad Kahil κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.12.2011, υπόθ. αρ. 617/2012, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.6.2012) .»

Στην αναφερόμενη και στην ως άνω απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.617/12, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημ.01/06/12, όπου εξετάστηκε το ζήτημα της μη συμπερίληψης στη νομική βάση της εκεί υπό κρίση αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα η μη καταγραφή του κ.13, είχαν αναφερθεί τα εξής:

«Η μη αναφορά στον Κανονισμό 13 κρίθηκε ως μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεων για ενδιάμεσα διατάγματα, στα πλαίσια προσφυγών, σε αριθμό πρωτοδίκων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην Υπόθεση 1253/11, Imad Kahil κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 2.12.2011 (του ιδίου αιτητή) ο αδελφός Δικαστής κ. Ερωτοκρίτου απεφάσισε ότι η δικονομική παρατυπία, της μη αναφοράς στον Κανονισμό 13, οδηγούσε σε ακυρότητα και δεν μπορούσε να θεραπευθεί.  Στην Υπόθεση 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.7.2008 ο αδελφός Δικαστής κ. Ναθανάηλ είπε ότι η επίκληση των Κανονισμών 18 και 19 του προαναφερόμενου κανονισμού και του άρθρου 32 του Ν 14/60 δεν συνιστούν ορθό δικονομικό υπόβαθρο για αιτήσεις προσωρινών διαταγμάτων, σε προσφυγές.  Ο ορθός κανονισμός είναι ο Κανονισμός 13.  Στην Υπόθεση 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερ. 10.11.2009 ο αδελφός Δικαστής κ. Παμπαλλής έκρινε ότι, κατ΄ αναλογία προς τις ενδιάμεσες αιτήσεις που καταχωρούνται στα πλαίσια αγωγών και στις οποίες απαραίτητα πρέπει να γίνεται αναφορά στο ορθό άρθρο ή άρθρα που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, έτσι και στις διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του προαναφερόμενου διαδικαστικού κανονισμού, θα πρέπει να αναγράφεται το ορθό άρθρο ή ο ορθός θεσμός στον οποίον βασίζεται η αίτηση.  Σε υποθέσεις όπως την παρούσα το νομικό υπόβαθρο για στήριξη της αίτησης είναι ο Κανονισμός 13 και επομένως αναφορά σ΄  αυτόν τον Κανονισμό είναι απαραίτητη, αλλιώτικα η αίτηση στερείται του απαραίτητου δικαιοδοτικού υποβάθρου και είναι άκυρη.»

Στην υπ. αρ.1320/09, Umer Abdul Satter v. Δημοκρατίας, ημ.03/11/09, στην οποία κάνει αναφορά και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, λέχθηκαν τα εξής:

«Στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης. Σχετική παράλειψη καθιστά την αίτηση άκυρη, εκτός και αν η παράλειψη αφορά παρατυπία η οποία αποτελείται από παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς, οπόταν η αίτηση μπορεί να διασωθεί κατ' εφαρμογή των προνοιών της Δ.64. Αν όμως η παράλειψη είναι θεμελιώδης, τότε δεν χωρεί διορθωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου. (Βλ. Wunderlich και άλλων ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και στις εκεί αυθεντίες που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).»

Τα ως άνω επιβεβαιώθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Δ. Δ. Δ. Π. Αρ.33/2023, Ghonima v. Δημοκρατίας, ημ.28/06/24, στην οποία αναφέρθηκε ότι «[είναι] πάγια δε η θέση της νομολογίας μας, ότι είναι δεδομένη η αναγκαιότητα επίκλησης και αναγραφής στο σώμα μιας ενδιάμεσης αίτησης της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται, όπως απαιτεί εξάλλου η Διαταγή 48 (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Badjinder Brav κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε. 235/2015, ημερομηνίας 25/7/2023).»

Επανερχόμενος τώρα στην υπό κρίση αίτηση παρατηρώ ότι στη νομική βάση της δεν γίνεται καμία αναφορά στον κ.10 (α) αλλά περιέχεται μια γενική αναφορά στο σύνολο των  περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, χωρίς εντούτοις να προσδιορίζεται συγκεκριμένος κανονισμός.

Στη βάση της ως άνω νομολογίας είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη που παρατηρείται στη νομική βάση της παρούσης αιτήσεως συνιστά θεμελιώδη, μη θεραπεύσιμη παράλειψη (άλλωστε ουδεμία προσπάθεια έγινε εκ της αιτήτριας προς αυτή την κατεύθυνση), καθώς, εφόσον το ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου ρυθμίζεται δια συγκεκριμένου κανονισμού (κ.10) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 «η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης» (βλ. απόφαση Umer, ανωτέρω). Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι η έλλειψη αυτή στην υπό κρίση αίτηση συνιστά «μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτ[αι] του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου» (βλ. απόφαση Anaghara, ανωτέρω).

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου, παρότι παρέλκει η εξέταση οιουδήποτε άλλου ζητήματος, καθώς η υπό κρίση αίτηση είναι άκυρη, ως θνησιγενής εκ της καταχωρήσεως της συνεπεία της ως άνω μοιραίας παράλειψης που παρατηρείται επί της νομικής βάσεως της, θεωρώ σκόπιμο, για σκοπούς πληρότητας, να αναφέρω και τα εξής.

Επί της νομικής πτυχής παραθέτω τον κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-

(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και

(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»

Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, αναφέρεται ότι «[τ]ο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.»

Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία, υπό το πρίσμα του ως άνω δικονομικού πλαισίου και της σχετικής νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι - πέραν της μοιραίας, ως ανωτέρω εξηγώ, ελλείψεως που παρατηρείται στη νομική βάση της υπό κρίση αιτήσεως - δεν πληρούνται εν προκειμένω η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) (ανωτέρω), καθώς ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να δεικνύει ότι η μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής [της] υπαιτιότητας, [η αιτήτρια] αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής [της]» σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β).

Εξηγώ επί του ανωτέρω.

Ανατρέχοντας στην ΕΔ, για το ζήτημα της καθυστέρησης στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως και της αιτιολόγησης αυτής, το μόνο που αναφέρεται σχετικώς εντοπίζεται στην παρ.7 της ΕΔ, όπου η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι «μέρος της [επιδιωκόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας] τέθηκε στη διάθεση της [αιτήτριας] μετά από τη λήψη της [επίδικης] απόφασης […], τα οποία και στάλθηκαν από δικηγόρο που είχε διορίσει στο Καμερούν» και πως «η μαρτυρία σχετικά με τον θάνατο του συζύγου και την πολιτική του δράση θα μπορούσε να προσκομιστεί κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, εάν οι καθ’ ων η αίτηση επεξηγούσαν [στην αιτήτρια] τη σημασία υποβολής όλων των στοιχείων που έχει στην διάθεση [της] προς υποστήριξη του αιτήματος». Στην ΠΕΔ, η οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, καθότι πρόκειται για την επιδιωκόμενη να προσαχθεί και όχι για την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, επί του ζητήματος αυτού η αιτήτρια 1 καταγράφεται να αναφέρει ότι «έπειτα από 2 χρόνια, περί το 2022, ο δικηγόρος του συζύγου [της] (F. N.), [την] εντόπισε μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης Facebook και [την] ενημέρωσε ότι ο σύζυγος [της] δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησης του στις φυλακές» και της ανέφερε ότι και η ίδια καταζητείται «και έχει εκδοθεί ειδοποίηση αναζήτησης [της] από την αστυνομία ημ.24/01/19» (παρ.7, σημεία νii και viii). Σημειώνεται δε ότι στο σημειούμενο ως Τεκ.6 της ΠΕΔ και στη συνημμένη μετάφραση αυτού, αναφέρεται το έτος 2020.

Οι ως άνω αναφορές δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) ότι η προς προσαγωγή μαρτυρία αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής [της] υπαιτιότητας, [η αιτήτρια] αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής [της]», αφού τα στοιχεία τα οποία επιχειρεί να προσαγάγει η αιτήτρια φαίνεται να ήταν – σε κάθε περίπτωση - εις γνώση της ήδη από το 2022, όταν και επικοινώνησε μαζί της ο δικηγόρος της, ως η ίδια καταγράφεται να αναφέρει. Περαιτέρω οι αναφορές επί της ΕΔ ότι «μέρος της [επιδιωκόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας] τέθηκε στη διάθεση της [αιτήτριας] μετά από τη λήψη της [επίδικης] απόφασης […], τα οποία και στάλθηκαν από δικηγόρο που είχε διορίσει στο Καμερούν» ουδόλως ξεκαθαρίζουν σε ποιο μέρος της επιδιωκόμενης να προσαχθεί μαρτυρίας αναφέρονται, πότε εν τέλει περιήλθαν στην κατοχή της και γιατί, έστω για το άγνωστο αυτό μέρος της, το οποίο – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της – έλαβε μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης, αδυνατούσε να τα υποβάλει προηγουμένως, ως η ενόρκως δηλούσα διατείνεται, κατ’ ελάχιστο με την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής, σύμφωνα με τον κ.3 (α), (β) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Τα όσα λοιπόν αναφέρονται σχετικά δεν αποκαλύπτουν τον λόγο της καθυστέρησης της αυτής και συνεπώς δεν αιτιολογούν το γιατί «αδυνατούσε να υποβάλει […] κατά την καταχώρηση της προσφυγής» [κ.10 (α) (i)] την επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία.

Είναι λοιπόν εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι, επιπροσθέτως της μοιραίας ελλείψεως του αναγκαίου δικαιοδοτικού υπόβαθρου της υπό κρίση αιτήσεως, δεν πληρούνται ούτε οι σωρευτικά τιθέμενες προϋποθέσεις που θέτει ο κ.10 (α), ώστε να δοθεί η ζητούμενη άδεια προσαγωγής μαρτυρίας. Τόσο οι ισχυρισμοί που καταγράφονται στην ΠΕΔ όσο και τα συνημμένα εκεί έγγραφα ήταν εις γνώση της αιτήτριας πολύ πριν από την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής. Θα αναμενόταν λοιπόν - κατ’ ελάχιστο - να έπραττε τα δέοντα ώστε να τα είχε προσκομίσει, στη βάση του καν.3 (α), (β), κατά την καταχώρηση της προσφυγής, στα πλαίσια της οποίας και εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο της επιλογής της. Εκ τούτου δε, ήτοι της δέουσας εκπροσώπησης της αιτήτριας από δικηγόρο, καθίστανται άνευ περιεχομένου και οι όποιες αναφορές στην ΕΔ περί του ότι «η μαρτυρία σχετικά με τον θάνατο του συζύγου και την πολιτική του δράση θα μπορούσε να προσκομιστεί κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, εάν οι καθ’ ων η αίτηση επεξηγούσαν [στην αιτήτρια] τη σημασία υποβολής όλων των στοιχείων που έχει στην διάθεση [της] προς υποστήριξη του αιτήματος» (παρ.7 ΕΔ), όπου - θα πρέπει να σημειωθεί - γίνεται περαιτέρω παραδοχή ότι η μαρτυρία αυτή ήταν διαθέσιμη στην αιτήτρια ήδη από τον χρόνο της συνέντευξης της, αφού, ως η ενόρκως δηλούσα αναφέρει, «θα μπορούσε να προσκομιστεί κατά τη διαδικασία της συνέντευξης, εάν οι καθ’ ων η αίτηση επεξηγούσαν [στην αιτήτρια] τη σημασία υποβολής όλων των στοιχείων που έχει στην διάθεση [της]. Αντ’ αυτού προέβη στο υπό κρίση διάβημα 8 μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής. Ουδεμία εξήγησε δίδεται γιατί άφησε να διαρρεύσει αυτός ο χρόνος και γιατί δεν προσκόμισε την μαρτυρία αυτή μαζί με την προσφυγή, όταν και θα μπορούσε ίσως να αναφερθεί ευλόγως και στο ότι δεν είχε μέχρι τότε νομική εκπροσώπηση.

Επί τούτου κρίνω σκόπιμο να παραθέσω και το εξής απόσπασμα από την απόφαση μου επί ενδιάμεσης αιτήσεως προσαγωγής μαρτυρίας στα πλαίσια της προσφυγής 6847/22, ημ.12/07/24, όπου, επί όμοιου ζητήματος ανέφερα τα εξής:

«Είναι σαφές, εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του κ.10 (α) και 3 (β) του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προσάγει κάθε μαρτυρία σχετική με τους στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ισχυρισμούς του. Τούτο όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται σε προϋποθέσεις και εύλογους περιορισμούς.

[…]

Αξίζει να σημειωθεί ότι εύλογοι περιορισμοί στη δικονομική ελευθερία προώθησης της προσφυγής ενός αιτητή δεν είναι ξένοι στη νομολογία μας. Σχετικώς, στη Βαρδιάνος v Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, λέχθηκε ότι «[α]πό τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.».

Σχετικώς, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1483/13, Εύης Δρουσιώτης v Πανεπιστημίου Κύπρου, ημ.07/08/15, αναφέρεται ότι:

«Σε κάθε περίπτωση ο αιτητής είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής […] και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος.  Το δικαίωμα δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστο, ούτε και ανεξέλεγκτο, σε σημείο που να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου. »

Εκ του απαυγάσματος της ως άνω παρεμφερούς νομολογίας και του κ.10, ο οποίος και ρυθμίζει το δικαίωμα του αιτητή να προσάγει νέα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα αυτό – αν και παρέχεται δεόντως σε κάθε αιτητή – υποβάλλεται στους περιορισμούς που στον εν λόγω κανονισμό αναφέρονται.

[…]

Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι δεν αμφισβητείται η έκταση και φύση του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, αρ.46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 του ΧΘΔΕΕ].

Όμως, δεδομένης της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, θεωρώ ότι η επιβολή δια διαδικαστικών κανονισμών εύλογων δικονομικών περιορισμών και η οριοθέτηση των πλαισίων εντός των οποίων κινείται μια δικαστική διαδικασία είναι και θεμιτή αλλά και συμβατή με το Ενωσιακό Δίκαιο νοούμενου ότι δεν καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων του αιτούντος (πράγμα που δεν εντοπίζω εδώ, ως ανωτέρω εξηγώ). Αυτό επιβεβαιώθηκε, με αναφορά και στην προηγούμενη επί τούτου νομολογία, και στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) στην C-184/16, ECLI:EU:C:2017:684, ημ.14/09/17, όπου το Δικαστήριο ανέφερε σχετικώς τα εξής, τα οποία θεωρώ ότι τυγχάνουν κατ’ αναλογία εφαρμογής:

«58.Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στα κράτη μέλη να ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζουν τους δικονομικούς κανόνες περί ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, οι δικονομικοί κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ορφανόπουλος και Oliveri, C-482/01 και C-493/01, EU:C:2004:262, σκέψη 80, και της 13ης Μαρτίου 2014, Global Trans Lodzhistik OOD, C-29/13 και C-30/13, EU:C:2014:140, σκέψη 33).

[…]

60.Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα, ο καθορισμός ευλόγων προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων με γνώμονα την ασφάλεια δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τους ενδιαφερόμενους πολίτες όσο και τις οικείες αρχές, είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2016, Stadt Wiener Neustad, C-348/15, EU:C:2016:882, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»

Η ως άνω προσέγγιση ευθυγραμμίζεται με τα λεχθέντα στην Ahmedbekova (ανωτέρω), όπου αναφέρεται ότι το «δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής» και «δεν υπέχει […] υποχρέωση [να εξετάσει αυτά] αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής».»

Τα ως άνω σφραγίζουν αναπόφευκτα και την τύχη της παρούσης αιτήσεως.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Έξοδα €300, καταβλητέα κατά το τέλος της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 05/06/25, 8:15 π.μ..

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο