
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
20 Μαΐου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.U.O.
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Γ. Καρατσιόλη (κα) για Νίκος Α. Λοΐζου & Χρίστος Γ. Χριστούδιας
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα) για Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20.6.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 7.10.2021 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 30.10.2021 μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 8.12.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 8.6.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 13.6.2023 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 20.6.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία του κοινοποιήθηκε στις 4.9.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28.7.2023. Την απόφαση αυτήν αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής μέσω των συνηγόρων του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε στην προώθηση του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί
Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].
Σε κάθε περίπτωση ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Έχοντας λοιπόν εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί αν επιστρέψει σε αυτή, λόγω οικογενειακής διαμάχης με το θείο του, σχετικά με την περιουσία που άφησε ο πατέρας του, μετά το θάνατό του, στις 10 Οκτωβρίου 2020. Επιπλέον, αναφέρθηκε στην απώλεια των αδερφών του, καθώς και στις απειλές του θείου του μετά την καταγγελία που προέβη ο Αιτητής ενώπιον του αρχηγού του χωριού (βλ. ερυθρά 1 του Δ.Φ.).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την πόλη Ngwo, που υπάγεται στη διοικητική ενότητα Udi, της πολιτείας Enugu. Ο Αιτητής είναι φυλετικής καταγωγής Igbo, χριστιανός, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εργαζόταν στον κατασκευαστικό κλάδο και υγιής. Περαιτέρω, είναι έγγαμος, πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, το οποίο διαβιεί με τη μητέρα του στη περιοχή Afar, της πολιτείας Enugu. Ως προς την οικογένεια του, αυτή αποτελείται, ως δήλωσε, από τη μητέρα του, που διαμένει στο χωριό Abor, της πολιτείας Enugu, ενώ ο πατέρας του και τα δύο του αδέρφια απεβίωσαν, ο μεν πρώτος στις 10.10.2020, τα δε αδέρφια του στις 13.6.2021 και 14.8.2021 αντιστοίχως (βλ. ερυθρά 23 - 20 του Δ.Φ.).
Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής αναφέρθηκε στη διαμάχη με το θείο του σχετικά με την περιουσία που κατέλειψε ο πατέρας του μετά το θάνατό του, καθιστώντας τον παράλληλα υπαίτιο για το θάνατο των αδερφών του. Ερωτηθείς σχετικώς δήλωσε ότι η διαμάχη αφορούσε εκτάσεις γης στη περιοχή Abor, για τις οποίες δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας. Ως προς τη σύνδεση του θείου του με το θάνατο των αδερφών του, το απέδωσε στο ξαφνικό τους θάνατο μετά τη διαμάχη τους, ενώ ως προς το προφίλ του δήλωσε ότι είναι ένας από τους αρχηγούς του χωριού. Ερωτηθείς για το χρονικό διάστημα μεταξύ του θανάτου του πατέρα του και του πρώτου του αδερφού, δήλωσε ότι κάνεις δεν γνωρίζει πως πέθαναν. Επιπλέον, δήλωσε ότι μετά το θάνατο του δεύτερου αδερφού του, προσέφυγε στον αρχηγό του χωριού, χωρίς αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν αποδείξεις. Όταν ο θείος του πληροφορήθηκε την καταγγελία εις βάρος του, απείλησε τον Αιτητή και την μητέρα του ότι θα τον σκοτώσει. Ερωτηθείς αν συνέβη κάποιο άλλο περιστατικό εναντίον του, απάντησε αρνητικά. (βλ. ερυθρά 17 - 18 του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς ως προς το τι θεωρεί ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δήλωσε άγνοια, επικαλούμενος την απαγόρευση της μητέρας του να επιστρέψει, λόγω του φόβου της από το θείο του (βλ. ερυθρό 18 του Δ.Φ.).
Ως προς τη τύχη της περιουσίας, δήλωσε ότι η μητέρα του εξακολουθεί να τη καλλιεργεί, χωρίς να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, αποδίδοντάς το στη μεταχείριση που έχουν οι γυναίκες της φυλής του, δηλώνοντας παράλληλα πως είναι ασφαλής. (βλ. ερυθρό 18 του Δ.Φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του από τους Καθ’ ων η αίτηση, διαφαίνεται ότι ο λειτουργός ασύλου εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε πως στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία. Τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή κρίθηκε η πόλη Ngwo, της διοικητικής ενότητας Udi, της πολιτείας Enugu.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τον φόβο δίωξης του Αιτητή από το θείο του, λόγω της γης του πατέρα του, ο οποίος και απορρίφθηκε. Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν αόριστες στο σύνολό τους και στερούνταν επάρκειας πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τη σύνδεση μεταξύ του θανάτου των αδερφών του με τον θείο του, επικαλούμενος προσωπικές υποψίες λόγω των απειλών του τελευταίου. Επιπλέον, αναφορικά με τη στοχοποίηση του ίδιου, τις απειλές εις βάρος του και το φόβο του, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν αόριστες, καθώς πλην των μεμονωμένων απειλών προς το πρόσωπό του, δεν του συνέβη κάποιο άλλο περιστατικό, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον χρόνο που δέχτηκε τις απειλές, ενώ σχετικά με το φόβο επιστροφής του, επικαλέστηκε την απαγόρευση της μητέρας του, η οποία φοβάται το θείο του. Τέλος, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με τη κυριότητα της γης και τυχόν διεκδίκησή της από το θείο του, ήταν ασαφείς, ενώ οι δηλώσεις του σχετικά με συνέχιση της καλλιέργειας της γης από τη μητέρα του και την απουσία φόβου δίωξης εις βάρος της τελευταίας κρίθηκε ότι υποβιβάζουν τις προθέσεις του θείου του να προκαλέσει βλάβη στον ίδιο ή την οικογένειά του.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου σημείωσε ότι λόγω της υποκειμενικής φύσης του ισχυρισμού του Αιτητή δεν είναι εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές.
Εν συνεχεία ο λειτουργός ασύλου προχώρησε σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που ενδέχεται αν αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι των προσωπικών του στοιχείων και αφού έλαβε υπόψη πληροφορίες από διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης σχετικά με τη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη πολιτεία Enugu και τον περιορισμένο αριθμό περιστατικών ασφαλείας, κατέληξε ότι τι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη πολιτεία Enugu θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου. Ορθώς επιπλέον καθορίστηκε ως τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή η πόλη Ngwo, της διοικητικής ενότητας Udi, της πολιτείας Enugu.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι την κατ’ ισχυρισμόν δίωξή του από τον θείο του λόγω της γης του πατέρα του, συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο λειτουργός ασύλου και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του (βλ. ερ. 42-40 του δ.φ.). Η αξιολόγηση του λειτουργού ασύλου φρονώ πως είναι εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς επισημαίνει με σαφήνεια την αστάθεια, την ασάφεια και τις αντιφάσεις που διατρέχουν το σύνολο των ισχυρισμών του Αιτητή σε σχέση με τον φερόμενο φόβο δίωξης. Πέραν ωστόσο της ανάλυσης του λειτουργού ασύλου με την οποία συμφωνώ, επισημαίνω και τα ακόλουθα που εντοπίζονται και τα οποία ενισχύουν την κρίση περί έλλειψης αξιοπιστίας του ισχυρισμού αυτού:
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο Αιτητής επικαλέστηκε ως βασικό λόγο φυγής από τη χώρα καταγωγής του τις οικογενειακές συγκρούσεις γύρω από τη γη που ανήκε στον πατέρα του, και πιο συγκεκριμένα τη διαμάχη του με τον θείο του. Ο ίδιος συνδέει τη σύγκρουση αυτή με τον θάνατο των δύο αδελφών του, ισχυριζόμενος ότι υπήρξε εμπλοκή του θείου του. Εντούτοις, η αφήγησή του παρουσιάζει σημαντικές αντιφάσεις και ασυνέπειες, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς την προσωπική του στοχοποίηση.
Αρχικά, ο Αιτητής παρέχει διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες εξηγήσεις σχετικά με τα αίτια του θανάτου των αδελφών του. Ενώ σε κάποια σημεία υποστηρίζει ότι πέθαναν επειδή «προκάλεσαν» τον θείο του ή επειδή ο θείος τους απείλησε, σε άλλα σημεία δηλώνει ότι απλώς κοιμήθηκαν και δεν ξύπνησαν ποτέ, χωρίς να γνωρίζει τι τους συνέβη, και σε άλλα ότι κανείς δεν γνωρίζει πώς πέθαναν. Η απουσία μιας σταθερής και συνεπούς εξήγησης για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, το οποίο φέρεται να θεμελιώνει τον ισχυρισμό για δίωξη, υπονομεύει ουσιωδώς την αξιοπιστία του Αιτητή.
Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν καθιστά σαφή τη δική του θέση ως προς το αν υπήρξε ο ίδιος αποδέκτης απειλών. Αν και αναφέρει περιστασιακά ότι ο θείος του τον απείλησε, οι σχετικές απαντήσεις του είναι ασαφείς, αόριστες και χωρίς χρονική ή πραγματολογική συνοχή. Σε ορισμένες τοποθετήσεις του αναφέρει πως επιχείρησε να αναφέρει τον θείο του στον αρχηγό του χωριού, χωρίς όμως να μπορεί να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία για την έκβαση της αναφοράς, ούτε πότε ακριβώς αυτή έγινε. Δεν αποδεικνύεται, έτσι, ότι ο Αιτητής επιδίωξε την εσωτερική προστασία ή ότι ο φόβος του είναι εξατομικευμένος και σχετίζεται με προσωπική στοχοποίηση.
Αξιοσημείωτη είναι και η αστάθεια του Αιτητή ως προς την ιδιοκτησιακή κατάσταση της γης. Ενώ αρχικά αναφέρει ότι ο θείος του δεν έχει προβάλει ποτέ αξιώσεις επειδή είναι ο ίδιος εν ζωή, στη συνέχεια υποστηρίζει ότι την έχει διεκδικήσει, ότι έχει γίνει αποδεκτός ως ιδιοκτήτης ή ότι τελικά απέκτησε πρόσβαση επειδή δεν αμφισβητήθηκε η ιδιοκτησία του. Το ίδιο ασυνεπής είναι και ως προς το αν η μητέρα του έχει δικαίωμα να καλλιεργεί τη γη ή αν απειλείται και αυτή από τον θείο. Σε κάποιες απαντήσεις τονίζει ότι η μητέρα του ζει με ασφάλεια και έχει πρόσβαση στη γη, ενώ αλλού ότι κινδυνεύει και γι’ αυτό θέλει να τη βοηθήσει. Οι αντιφάσεις αυτές αποδυναμώνουν την εικόνα μίας εμπεδωμένης και συνεκτικής αφήγησης.
Συμπερασματικά, η αφήγηση του Αιτητή πάσχει σε όλα τα κρίσιμα επίπεδα αξιολόγησης αξιοπιστίας. Δεν θεμελιώνεται σαφής ή επαρκώς εξατομικευμένος φόβος δίωξης, τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται είναι εσωτερικά αντιφατικά, η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη διαμάχη για τη γη και τη φερόμενη απειλή εις βάρος του είναι ασθενής, ενώ απουσιάζει κάθε μορφή αντικειμενικής τεκμηρίωσης ή επιβεβαίωσης των ισχυρισμών του. Ως εκ τούτου, οι λόγοι που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματός του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι ούτε εσωτερικά (με βάση τη συνέπεια και λογικότητα) ούτε εξωτερικά (με βάση την ύπαρξη επαληθεύσιμων ενδείξεων).
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, ορθώς ο λειτουργός ασύλου διαπίστωσε ότι, ως γεγονός που εδράζεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, το εν λόγω περιστατικό δεν είναι επιδεκτικό επαλήθευσης μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Η αδυναμία εξωτερικής τεκμηρίωσης καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ο Αιτητής να προσκομίσει έναν πειστικό, συνεκτικό και απαλλαγμένο αντιφάσεων ισχυρισμό, βάσει του οποίου να δύναται να στηριχθεί ευλόγως η πεποίθηση περί της πραγματικής τέλεσης των αναφερόμενων γεγονότων. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να προσφέρει τέτοιο αφήγημα·
Δεδομένης λοιπόν της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας και της γενικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[6], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»
Επί του ζητήματος τούτου, σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ferdinand Ebele Ewelukwa[7].
Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[8] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[9], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[10]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[11] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Enugu, όπου ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) - η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[12]
· Σύμφωνα με την ανάλυση του επιπέδου επικινδυνότητας της Νιγηρίας, η
ιστοσελίδα Crisis 24, αναφέρει ότι η Νιγηρία αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις σε θέματα ασφάλειας. Οι κοινωνικές και εργατικές αναταραχές είναι συχνό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται με διαμαρτυρίες στους δρόμους και απεργίες στα κύρια αστικά κέντρα. Επίσης, παρουσιάζονται κοινοτικές διενέξεις και/ή συγκρούσεις που έχουν στο επίκεντρο τους πόρους (resource-based) στις αγροτικές περιοχές. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης σφαιρικής λύσης στα ζητήματα που άπτονται της κτηνοτροφίας (pastoralist conflict) έχει τροφοδοτήσει τη βία στην κυρίως γεωργική Μέση Ζώνη (agricultural Middle Belt), στο παρασκήνιο εθνοπολιτικών εντάσεων. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις που πηγάζουν από τις ομάδες Boko Haram και Ισλαμικό Κράτος (Islamic State in West Africa Province/ISWAP) συνεχίζουν να αποτελούν μια διαρκή, αν και γεωγραφικά περιορισμένη, απειλή στην απομακρυσμένη βορειοανατολική περιοχή της Νιγηρίας και στις συνοριακές περιοχές με γειτονικές χώρες[13].
· Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED κατά τη χρονική περίοδο
27.04.2024 μέχρι τις 25.04.2025 στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας καταγράφηκαν συνολικά 86 περιστατικά ασφαλείας και 97 απώλειες ζωών, εκ των οποίων 3 εξεγέρσεις (καμία απώλεια), 33 μάχες (56 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 50 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (41 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[14] Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Enugu της Νιγηρίας ανέρχεται σε 4,690,100 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[15]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, με επαρκή μόρφωση, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.
[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344
[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.05.2025)
[7] FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.
[8] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[10]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[11] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[12] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης
https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 7/05/2025
[13] Crisis 24, Τελευταία Ενημέρωση: 07.06.2024
https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/nigeria
[14] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 27.04.2024 - 25.04.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria ADMIN UNIT: Enugu)
[15] City population, Africa, Nigeria, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο