S.H.S.S ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3643/2024, 23/5/2025
print
Τίτλος:
S.H.S.S ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3643/2024, 23/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  3643/2024

23 Μαΐου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.H.S.S,

 από Αφγανιστάν

                                                                                             Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση                                                                                                                                   

 

ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.02.2025

 

Δικηγόροι Αιτητή: Β. Γαμβρουδίου (κα) για Ελίνα Μαχταβή Δ.Ε.Π.Ε.  

Δικηγόροι Καθ’ ων η αίτηση: Ν. Νικολάου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση ο Αιτητής επιζητεί την  επαναφορά της προσφυγής του, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 14.01.2025.

 

Είναι σημαντικό να γίνει μία αναδρομή στο ιστορικό που περιβάλλει την υπό εξέταση περίπτωση προς κατανόηση των κρίσιμων παραμέτρων που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης.

 

Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή καταχωρίστηκε αυτοπροσώπως από τον Αιτητή στις 17.09.2024 και ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 01.11.2024. Προγενέστερα, και συγκεκριμένα στις 14.10.2024, καταχωρίστηκε η Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, αντίγραφο της οποίας παραδόθηκε στον Αιτητή κατά τη δικάσιμο της 1ης Νοεμβρίου 2024. Κατά την εν λόγω δικάσιμο, το Δικαστήριο παρείχε ρητές οδηγίες στον Αιτητή για καταχώριση της γραπτής του αγόρευσής εντός τεσσάρων (4) εβδομάδων, ορίζοντας την υπόθεση για Οδηγίες στις 14.01.2025. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο Αιτητής δεν παρέστη, ενώ επισημάνθηκε επιπλέον από το Δικαστήριο ότι δεν είχε συμμορφωθεί με τις οδηγίες που του είχαν δοθεί για καταχώριση της γραπτής αγόρευσης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η οποία έληξε στις 25.11.2024.

 

Στις 19.02.2025, καταχωρίστηκε ειδοποίηση διορισμού δικηγόρου από την δικηγορική εταιρεία Ελίνα Μαχταβή Δ.Ε.Π.Ε. Αυθημερόν καταχωρίστηκε και η υπό εξέταση αίτηση με την οποία επιζητείται διάταγμα του Δικαστηρίου για επαναφορά (Reinstatement) της προσφυγής.

 

Η παρούσα αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της κας Μ. Χριστοδούλου, δικηγόρου της δικηγορικής εταιρείας που εκπροσωπεί τον Αιτητή, στην πρώτη παράγραφο της οποίας, δηλώνεται ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση. Επισημαίνεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ότι η κα Χριστοδούλου ορκίζεται εκ μέρους του Αιτητή, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω καθυστέρηση, δεδομένου ότι ο Αιτητής χρειάζεται μεταφραστή για να ορκιστεί ο ίδιος. Η δηλούσα αναφέρει ότι είναι πλήρως ενημερωμένη για όλα τα σχετικά γεγονότα και σε θέση να προβεί στην παρούσα δήλωση εξ ονόματός του. Με την ένορκη αυτή δήλωση, υποστηρίζεται ότι η προσφυγή του Αιτητή απορριφθεί λόγω καλής πίστεως, λάθους και/ή αβλεψίας και/ή καθ’ ότι ο Αιτητής την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση του, στις 14.01.2025, λόγω σοβαρής ασθένειας δεν κατόρθωσε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως περαιτέρω προσθέτει, «ο ίδιος προσπάθησε να επικοινωνήσει με ομογενείς του για να ενημερώσουν ανάλογα και εκείνοι κάποιο (sic) ειδικό για την μη εμφάνιση του ενώπιον του Δικαστηρίου πράγμα που δεν έγινε εφικτό». Ως περαιτέρω καταγράφεται «μετά το πέρασμα της ασθένειας (sic) του νιώθοντας πλέον καλύτερα στις 21/01/2025 μετέβηκε ο ίδιος οδοιπορικός (sic) για προσπαθήσει να βρει μία διέξοδο στο όλο θέμα με άδοξο τέλος αφού έλαβε γνώση για την απόρριψη της αιτησής του». Επισημαίνεται στην ένορκη δήλωση, ότι η αίτηση δεν ασκείται καταχρηστικά και ενάντια στην αρχή της δικονομίας[1] της δίκης, ούτε και για αλλότριους λόγους και/ή σκοπούς και ούτε γίνεται έμμεση προσπάθεια παραμερισμού των συνεπειών που έχουν δημιουργηθεί, προσθέτοντας πως δεν υπήρξε επίδειξη προφανούς αμέλειας από πλευράς του Αιτητή ούτε και από τους δικηγόρους του και κανένα είδος ολιγωρίας ή εσκεμμένης αμέλειας από πλευράς τους για προώθηση της προσφυγής του. Επισημαίνεται ότι η άλλη πλευρά δε θα επηρεαστεί δυσμενώς καθώς και ότι είναι προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Επί της ενόρκου δηλώσεως επισυνάπτεται, ως Τεκμήριο 1, πιστοποιητικό ασθενείας του Αιτητή, από παθολόγο ιατρό, ημερ. 11.01.2025 με την οποία, εξ όσων μπορώ να διακρίνω, βεβαιώνεται ότι ο Αιτητής «(…) πάσχει από εμπύρετο ιογενή γαστρεντερίτιδα με αφυδάτωση. Είναι ανίκανος για διεκπεραίωση εργασίας από 11-18.01.2025. Να παραμείνει κατ’ οίκον και κλινήρης».

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν, με τη σειρά τους, στις 02.04.2025, Ένσταση στην υποβληθείσα αίτηση προβάλλοντας πολλαπλούς λόγους για τους οποίους αυτή θα πρέπει να απορριφθεί. Η Ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της Ε. Ιωάννου, δικηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση, στα πλαίσια της οποίας επισημαίνεται ότι η αίτηση επαναφοράς της προσφυγής είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν αποδεικνύεται κανένας επαρκής λόγος ανωτέρας βίας ή άλλος ικανοποιητικός λόγος που να δικαιολογεί τη μη εμφάνιση του Αιτητή κατά τη δικάσιμο της 14.01.2025. Επισημαίνεται ότι κατά την εν λόγω δικάσιμο, ο Αιτητής δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, χωρίς να ενημερώσει για τον λόγο της παράλειψής του αυτής, ενώ ακόμη και όταν κατ’ ισχυρισμόν προσήλθε στο Δικαστήριο στις 21.01.2025, δεν προχώρησε σε καταχώριση ένορκης δήλωσης όπου να επεξηγεί τους λόγους της απουσίας του. Επίσης, οι Καθ’ ων ισχυρίζονται ότι η καταχώριση της αίτησης επαναφοράς ένα μήνα μετά την απόρριψη της προσφυγής υποδηλώνει ότι ο Αιτητής δεν είχε την πρόθεση να προωθήσει έγκαιρα την υπόθεσή του. Σε ότι αφορά την προσκομισθείσα ιατρική βεβαίωση, οι Καθ’ ων  η αίτηση επισημαίνουν ότι αυτή αναφέρεται σε ανικανότητα εργασίας και όχι σε μετακίνησή του, ενώ προσθέτουν ότι από τις 11.01.2025 που διεγνώσθη με την ασθένεια του μέχρι και τις 14.11.2025, είχε όλο το χρόνο είτε μέσω τηλεφωνού είτε ηλεκτρονικού μηνύματος να ενημερώσει σχετικά το Δικαστήριο.  Υποστηρίζουν ότι η αναφορά σε λόγους υγείας δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, ενώ η καθυστέρηση ενεργειών εκ μέρους του Αιτητή δείχνει αμέλεια και έλλειψη επιμέλειας για την προώθηση της υπόθεσής του. Κατά την άποψή τους, η προσπάθεια του Αιτητή να αναβιώσει την υπόθεση εκ των υστέρων αποτελεί καταχρηστική ενέργεια που επιβαρύνει αδικαιολόγητα το Δικαστήριο και παραβιάζει τις αρχές της δικονομικής τάξης.  Τέλος, εκφράζεται η θέση ότι το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί, διότι η αίτηση στηρίζεται σε αόριστους και ανεπαρκώς τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, και ότι η έγκρισή του θα οδηγήσει σε αδικαιολόγητη σπατάλη δικαστικού χρόνου, κατά παράβαση της αρχής της απονομής της Δικαιοσύνης με ταχύτητα και συνέπεια.

 

Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, οι διάδικοι αγόρευσαν γραπτώς προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους.

 

Δια της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, οι συνηγόροι του υποστήριξαν την αναγκαιότητα επαναφοράς της προσφυγής ισχυριζόμενοι ότι η απουσία του οφείλεται σε σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο αποδεικνύεται με ιατρικά πιστοποιητικά. Δεν υπήρξε πρόθεση εγκατάλειψης της υπόθεσης, αντιθέτως κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να διασφαλίσει τη συμμετοχή του και ζήτησε επανειλημμένα τη βοήθεια τρίτων προσώπων, ενώ η αίτηση επαναφοράς κατατέθηκε εντός εύλογου χρόνου. Ο Αιτητής επικαλείται επίσης, δια των συνηγόρων του, τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της καλής πίστης, υποστηρίζοντας ότι η Διοίκηση έλαβε την απόφαση απόρριψης χωρίς επαρκή και ενδελεχή έρευνα των πραγματικών περιστατικών, παραβιάζοντας τη θεμελιώδη υποχρέωση για δίκαιη διαδικασία. Περαιτέρω, αναφέρεται στη σοβαρότητα της υπόθεσής του και στους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να παραμείνει στη χώρα. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι, λόγω ηλικίας, προσωπικής κατάστασης και απουσίας οικογενειακού δικτύου στην πατρίδα του, η επιστροφή του θα τον θέσει σε συνθήκες ένδειας, κοινωνικού αποκλεισμού ή και κινδύνου για την ασφάλεια ή τη ζωή του. Η πατρίδα του δεν του προσφέρει επαρκείς ευκαιρίες για πρόοδο, ενώ στερείται προστατευτικών δομών και κοινωνικής στήριξης. Αντίθετα, στην Κύπρο έχει αρχίσει να εντάσσεται και να δημιουργεί ένα καλύτερο μέλλον.

Με την σειρά του, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, με την γραπτή του αγόρευση  προβάλλει πλήθος ισχυρισμών, νομικών και πραγματικών, για να υποστηρίξει την ένστασή των Καθ’ ων η αίτηση, ζητώντας την απόρριψη της αίτησης επαναφοράς του Αιτητή.  Υποστηρίζει καταρχάς ότι η αίτηση στερείται νομικής βάσης και πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας. Ο Αιτητής δεν κατέθεσε την ένορκη δήλωση ο ίδιος, όπως απαιτείται, αλλά μέσω της δικηγόρου του, χωρίς η τελευταία να εξηγεί επαρκώς γιατί δεν προχώρησε ο ίδιος, ενώ δεν παρατίθενται οι πηγές πληροφόρησης της δηλούσας. Κατά την άποψη των Καθ’ ων η αίτηση, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομολογίας για αποδοχή τέτοιας πρακτικής, ενώ ισχυρίζονται επίσης ότι το επιχείρημα περί ασθένειας δεν τεκμηριώνεται επαρκώς ούτε δικαιολογεί τη μη καταχώριση της ένορκης δήλωσης νωρίτερα ή την απουσία του Αιτητή κατά τη δικάσιμο της 14.01.2025. Μάλιστα, επισημαίνουν ότι ακόμα και μετά από αυτό το χρονικό σημείο, ο Αιτητής δεν επέδειξε την αναμενόμενη επιμέλεια, καθώς προσήλθε στο Δικαστήριο καθυστερημένα (21.01.2025) και πάλι χωρίς να καταχωρίσει ένορκη δήλωση, ενώ η υπό εξέταση αίτηση του καταχωρίστηκε ένα μήνα μετά την απόρριψη της προσφυγής του. Επιπλέον, αμφισβητείται ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το Δικαστήριο για να εξηγήσει την απουσία του. Αντιθέτως, σημειώνεται ότι είχε νομική συμβουλή και θα μπορούσε να ενεργήσει είτε ο ίδιος είτε μέσω τρίτων, πράγμα που δεν έγινε. Συνεπώς, καταλογίζεται αμέλεια και έλλειψη ενδιαφέροντος για την πρόοδο της υπόθεσης. Οι Καθ’ ων υποστηρίζουν ότι η καθυστέρηση ενός μηνός από την απόρριψη της προσφυγής μέχρι την καταχώριση της αίτησης επαναφοράς είναι αδικαιολόγητη, και ενισχύει τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε σοβαρή πρόθεση να προωθηθεί η υπόθεση. Επισημαίνουν ότι η επαναφορά επιτρέπεται μόνο εντός εύλογου χρόνου και εφόσον δεν έχει επέλθει εγκατάλειψη, ενώ τονίζεται η ανάγκη αυστηρής συμμόρφωσης με τις δικονομικές προθεσμίες για την ασφάλεια του δικαίου και την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης.

 

Στηρίζονται επίσης οι Καθ’ ων η αίτηση σε πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως τις υποθέσεις Μούντη-Κοντοπούλου[2], Matanes[3], Rybolovlev[4] και άλλες, για να καταδείξουν ότι η έλλειψη ενεργειών και η μη υποβολή επαρκούς εξήγησης από τον ίδιο τον Αιτητή καθιστούν απαράδεκτη την αίτηση. Υπογραμμίζουν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ακόμη και αν ο αιτητής είχε εκπρόσωπο, η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται από τον ίδιο, εκτός εάν εξηγούνται συγκεκριμένα και αιτιολογημένα οι λόγοι για τους οποίους αυτό δεν είναι δυνατό. Τέλος, προβάλλεται ότι η αποδοχή της αίτησης θα οδηγήσει σε αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διαδικασίας και σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της επιμέλειας και της ταχείας απονομής της Δικαιοσύνης. Συνοψίζοντας, οι Καθ’ ων διατυπώνουν τη θέση ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστική, αβάσιμη και αόριστη.

 

Έχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την υποβληθείσα αίτηση, καθώς και τις θέσεις των διαδίκων όπως αυτές έχουν προωθηθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τους. Έχοντας ενώπιόν μου όλα τα δεδομένα, δεν κρίνω σκόπιμη την ιδιαίτερη ενασχόληση μου με τα διαδικαστικά ζητήματα που εγείρονται από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση, όπως το ανυπόστατο της ειδοποίησης διορισμού δικηγόρου, ζήτημα το οποίο έχει απασχολήσει προσφάτως και το παρόν Δικαστήριο και παραπέμπω προς τούτο στα όσα αναφέρθηκαν στην M.C.E.[5] με παραπομπή στην Σταυρινάκης[6]. Ούτε με το ζήτημα του παράτυπου της αίτησης επί της οποίας ορκίζεται δικηγόρος και όχι ο ίδιος ο Αιτητής, ζήτημα το οποίο έχει επίσης επιλυθεί από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, μία ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων δεν είναι ο ίδιος ο αιτητής ή είναι δικηγόρος, αλλά θα πρέπει σε αυτήν να αποκαλύπτονται οι πηγές της πληροφόρησης του και η εξουσιοδότηση του αιτητή στον ομνύοντα, προκειμένου να προβεί σε αυτήν (Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1A A.A.Δ 82). Εν προκειμένω και τα δύο αυτά στοιχεία αποκαλύπτονται δια της υποβληθείσας ένορκης δηλώσεως.

 

Όσον αφορά τις αρχές που ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται αίτηση αυτής της φύσεως, αυτές τέθηκαν με σαφήνεια από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην Tsingi vRepublic (1984) 3 C.L.R. 1262, και ακολουθήθηκαν σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, προσφυγή η οποία απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν, λόγω έλλειψης προώθησης, θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. Δυνατόν όμως να επαναφερθεί αν και εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα πρόθεση εγκατάλειψης, αντίκριση προκύπτουσα ως εκ της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, θέση που υιοθετήθηκε και στην Σταυρινάκης (ανωτέρω), αλλά και σε προηγούμενες αποφάσεις τόσο της Ολομέλειας, όσο και πρωτόδικων Δικαστηρίων, στις οποίες έγινε αναφορά[7]. Ως οι νομολογιακές κατευθύνσεις, το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής[8].

 

Το αν υπήρξε ή όχι πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής εξαρτάται από τα στοιχεία που θα τεθούν ενώπιόν του Δικαστηρίου, ακόμα και από τις σχετικές λεπτομέρειες (Μούντη Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 21/17, 12.10.2018).

 

Δεύτερο κατά σειρά κριτήριο, το οποίο ωστόσο συνδέεται με το πρώτο, είναι ο εύλογος χρόνος καταχώρισης της αίτησης επαναφοράς, αφού ως επιγραμματικά σημειώνεται στη νομολογία «λειτουργεί βεβαίως υπέρ του Αιτητή η σπουδή με την οποία καταχώρισε την αίτηση επαναφοράς» (Matanes -ανωτέρω) .

 

Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.

 

Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης.

Η απόρριψη μιας προσφυγής ακριβώς ως εκ της φύσης της την εξαφανίζει, οπότε τυχόν αναβίωση της λειτουργεί καταλυτικά εναντίον της ανατρεπτικής προθεσμίας που τίθεται για την καταχώριση αυτής.  Δίνεται έτσι μια νέα ευκαιρία στον διοικούμενο να προωθήσει την προσφυγή του.  Την αυστηρότητα με την οποίαν πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δίδει και η Georghiou[9]  η οποία αφορούσε σε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης.

 

Το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση αυτή, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Τούτο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως, ως η νομολογία καταδεικνύει, στην εξουσία του Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής, έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική της λειτουργία στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης[10].

 

Ως επισημαίνεται στο σύγγραμμα των Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας»:

 

«Σχηματικά, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επαναφορά υπόθεσης που έχει απορριφθεί στρέφεται προς δύο (2) κατευθύνσεις:

 

-      Στην ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης αφενός και

 

-      Στη διασφάλιση της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων αφετέρου που όπως παραδέχεται η νομολογία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, η αρχή της ταχείας και απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης συνδέεται με την τελεσιδικία και τη βεβαιότητα που αυτή συνεπάγεται στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων[11].

 

Τα κριτήρια που (πρέπει) να υιοθετεί ο Δικαστής για επαναφορά προσφυγής που έχει απορριφθεί για οποιοδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, διερευνούν κατά κύριο λόγο την πραγματική πρόθεση του διαδίκου για εγκατάλειψη της προσφυγής. Όπως με σαφήνεια διευκρινίζεται στη νομολογία, παραπέμποντας και στη φύση της αναθεωρητικής διαδικασίας «προσφυγή η οποία απορρίφθηκε χωρίς να εξεταστεί επειδή λόγω έλλειψης προώθησης θεωρείται εγκαταλειφθείσα,, μπορεί να επαναφερθεί εφόσον φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα εγκατάλειψη της προσφυγής». Πρόκειται για προσέγγιση που επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Επομένως, στα πλαίσια της αίτησης για επαναφορά εξετάζεται κατά πόσο πράγματι δεν υπήρχε αυτό που είχε θεωρηθεί από το Δικαστήριο, ως πρόθεση εγκατάλειψης της αίτησης[12]».

 

Εξετάζοντας τα δεδομένα και τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την υπό εξέταση περίπτωση και υπό το φως της ανωτέρω νομολογίας, φρονώ ότι η όλη συμπεριφορά του Αιτητή στη βάση και του όλου ιστορικού της υπόθεσης θεμελιώνει πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής του.

 

Και εξηγώ.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα που έχουν ήδη καταγραφεί, η υπό εξέταση προσφυγή καταχωρίστηκε αυτοπροσώπως από τον Αιτητή στις 17.09.2024 και ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 01.11.2024. Προγενέστερα, και συγκεκριμένα στις 14.10.2024, καταχωρίστηκε η Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, αντίγραφο της οποίας παραδόθηκε στον Αιτητή κατά τη δικάσιμο της 1ης Νοεμβρίου 2024. Κατά την εν λόγω δικάσιμο, το Δικαστήριο παρείχε ρητές οδηγίες στον Αιτητή για καταχώριση της γραπτής του αγόρευσής εντός τεσσάρων (4) εβδομάδων, ορίζοντας την υπόθεση για Οδηγίες στις 14.01.2025. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο Αιτητής δεν παρέστη, ενώ επισημάνθηκε επιπλέον από το Δικαστήριο ότι δεν είχε συμμορφωθεί με τις οδηγίες που του είχαν δοθεί για καταχώριση της γραπτής αγόρευσης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η οποία έληξε στις 25.11.2024.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση επαναφοράς, οι συνήγοροι του Αιτητή αποδίδουν τη μη εμφάνισή του κατά την κρίσιμη δικάσιμο σε σοβαρή ασθένεια, προσκομίζοντας προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού σχετική ιατρική βεβαίωση. Εντούτοις, η εν λόγω βεβαίωση, κατά την κρίση μου, δεν συνιστά επαρκές αποδεικτικό στοιχείο που να δικαιολογεί πειστικά την απουσία του Αιτητή. Το περιεχόμενό της κρίνεται ελλιπές και ανεπαρκώς τεκμηριωμένο, καθώς δεν διασαφηνίζεται ότι η κατάσταση της υγείας του Αιτητή καθιστούσε απολύτως αδύνατη την παρουσία του ενώπιον του Δικαστηρίου ή έστω την επικοινωνία, μέσω δικηγόρου ή τρίτου προσώπου, με το Πρωτοκολλητείο ή με το ίδιο το Δικαστήριο, με σκοπό την ενημέρωση ή την αναβολή.

 

Ορθώς παρατηρούν οι Καθ’ ων η αίτηση ότι, από την 11η Ιανουαρίου 2025 – ημερομηνία έκδοσης της ιατρικής βεβαίωσης – μέχρι και τη δικάσιμο της 14ης Ιανουαρίου 2025, ο Αιτητής διέθετε τον απαιτούμενο χρόνο για να προβεί σε βασικές ενέργειες (όπως τηλεφωνική ή ηλεκτρονική επικοινωνία) ώστε να καταστήσει γνωστό το κώλυμά του και να αποτρέψει την απόρριψη της προσφυγής του. Αντιθέτως, ουδέν έπραξε. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι η απόφαση του Δικαστηρίου για απόρριψη της προσφυγής δεν ερείδεται αποκλειστικά στην απουσία του Αιτητή κατά τη δικάσιμο, αλλά και στην παράλειψή του να συμμορφωθεί με τις ρητές οδηγίες του Δικαστηρίου περί εμπρόθεσμης καταχώρισης γραπτής αγόρευσης. Επί του ζητήματος αυτού, δεν δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση στην αίτηση αλλά ούτε και στην ένορκή δήλωση που υποστηρίζει αυτήν.

 

Ούτε, όμως, παρέχεται ικανοποιητική αιτιολόγηση ως προς το γιατί, ακόμη και όταν προσήλθε στο Δικαστήριο στις 21.01.2025, δεν προέβη άμεσα στην καταχώριση αίτησης επαναφοράς, αλλά προέβη στην ενέργεια αυτή μόνο στις 19.02.2025, δηλαδή μετά την πάροδο άνω του ενός μηνός από την ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του. Δεν φανερώνεται ούτε εξηγείται επαρκώς και με την απαραίτητη σαφήνεια, ο λόγος της καθυστέρησης. Ο παράγοντας του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη της προσφυγής είναι πολύ σημαντικός. Στην υπόθεση Ελεύθερον Εργατικόν Σωματείον Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, διευκρινίστηκε ότι η αίτηση για επαναφορά θα πρέπει, για να επιτύχει, «να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο». Η καθυστέρηση λοιπόν αυτή προσθετικά στα ανωτέρω και/ή από μόνη της δεικνύει σαφή πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η καθυστέρηση πέραν του ενός μηνός υποδεικνύει έλλειψη επείγουσας αντίδρασης από τον Αιτητή και θέτει εν αμφιβόλω τη σοβαρότητα της επιθυμίας του να επαναφέρει την υπόθεση.

 

Ως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην απόφαση μου ημερ. 18.10.2024, επί της προσφυγής αρ. Ειδικό Μητρώο 2/2023, Α.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας:

 

«Ως λέχθηκε στην Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, 196: «Το κριτήριο επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας» και «Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».

 

Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.

 

Η επαναφορά προσφυγής μετά από εννέα 9 μήνες από την απόρριψή της χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης.

 

Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.

 

Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012 : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.

 

Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό του Αιτητή αφού ο ίδιος είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής, 28.04.2022, και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.  Τούτο δε, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που παραβιάζει τους βασικούς δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικοί κανόνες, όπως οι προθεσμίες και οι διαδικασίες για την προώθηση μιας υπόθεσης, δεν είναι απλώς τυπικές απαιτήσεις, αλλά ουσιώδη εργαλεία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[13].

 

Το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του (στις 14.12.2023) μέχρι την ημερομηνία (Αύγουστο του 2024) που ο Αιτήτης προσήλθε στο Πρωτοκολλητείο του παρόντος Δικαστηρίου, εκφράζοντας την πρόθεση του να επαναφέρει την προσφυγή του, καταδεικνύει αδιαφορία και πρόθεση εγκατάλειψης αυτής. Δεν μπορεί η δικαστική διαδικασία να καθίσταται έρμαιο της κρίσης του Αιτητή σε σχέση με τον χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού.

 

Τυχόν επαναφορά της υπόθεσης θα ισοδυναμούσε με αδιαφορία ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα της τελεσιδικίας[14]».

 

Τα ίδια εν πολλοίς τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ουσιαστικά ο Αιτητής δια της συμπεριφοράς του, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, λειτούργησε κατά τρόπο που αντικειμενικά δύναται να θεωρηθεί ότι δεν ενδιαφερόταν κατ΄ ουσίαν να προωθήσει την προσφυγή του.

 

Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.

 

Η επαναφορά προσφυγής χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης. Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο Αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.

 

Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes (ανωτέρω) : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.

Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό του Αιτητή αφού ο ίδιος είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής του και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.  Τούτο δε, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που παραβιάζει τους βασικούς δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικοί κανόνες, όπως οι προθεσμίες και οι διαδικασίες για την προώθηση μιας υπόθεσης, δεν είναι απλώς τυπικές απαιτήσεις, αλλά ουσιώδη εργαλεία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[15].

 

 

Ως καταληκτικά επισημάνθηκε στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ν. Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 54/18 ημερομηνίας 05.03.2020:

 

«Γνώμονας άσκησης της διακριτικής ευχέρειας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Στεφάνου κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 710), όμως «τα περιθώρια δεν παύουν να είναι, εκ του γράμματος του Κανονισμού, στενά και η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ» (E.A.S. Prestige Unite Securite Services Ltd v Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Έφεση κατά Απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.69/2017, ημερ.6.5.2019)».

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η επαναφορά της προσφυγής και η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €500 εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Προφανώς εννοεί οικονομίας.

[2] Μούντη-Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπ. αρ. 21/17, 12.10.2018

[3] Matanes ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ. 540/12, 30.11.2012

[4] Rybolovlev v. Rybolovleva (2010), 1 Α.Α.Δ. 82

[5] MCE ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4173/2023, 30.01.2025

[6] Σταυρινάκης Σπύρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 40

 

[7] Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119 και Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1.

[8] AJET Aviation Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 135/07, 30.01.2008.

 

[9] Georghiou v. Republic   (1968) 3 C.L.R. 563

[10] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 164.

[11] Phylactou v. Michael, (1982), C.L.R. 204

[12] Ajet Aviation Ltd v. Δημοκρατία, Προσφ. Αρ. 135/07, απόφαση 30.1.2008.

[14] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 165. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο