
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Νομική Αρωγή αρ.57/25
5 Μαΐου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)
Αίτηση από:
Α. J.
Αιτητής
Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Κα Ε. Παραδεισιώτη, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Κος Ρ. Ευαγγέλου, μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσει δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή αρ.3922/24 που ήδη καταχώρησε κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.08/10/24, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 19/08/21.
Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από τη Λιβερία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παράτυπα, μέσω κατεχομένων, στις 27/0721 και στις 19/08/21 υπέβαλε την επίδικη στην προσφυγή αρ.3922/24 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ), που ορίζει τα ακόλουθα:
«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -
[…]
(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή
υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και
(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»
Κατά την εξέταση αιτήσεως νομικής αρωγής το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ή να προωθήσει (αν έχει ήδη καταχωρηθεί) με ίδια μέσα ο αιτητής, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της δεν επηρεάζει και δεν προδικάζει την έκβαση της (βλ. Durgo Man v. Δημοκρατίας, Νομ. Αρ. 278/09, ημ.15/07/09).
Στην απόφαση στην αίτηση Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου. Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.
[…]
Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης.
[…]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».
Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.
Στην αίτηση ασύλου ο αιτητής κατέγραψε ότι ο πατέρας του απεβίωσε στον πόλεμο και ένας φίλος (του πατέρα του) ανέλαβε την ανατροφή του αιτητή, που διαγνώστηκε με δρεπανοκυτταρική αναιμία και αργότερα με γαστρίτιδα και χρόνια μόλυνση, ωστόσο λάμβανε όλη την ιατρική αλλά και γενικότερη φροντίδα που είχε ανάγκη από τον φίλο του πατέρα του. Ακολούθως, 6 μήνες αφότου ο αιτητής νυμφεύθηκε, ο φίλος του πατέρα του απεβίωσε και η οικογένειά του εκδίωξε τον αιτητή και διέκοψε την ιατροφαρμακευτική του ασφάλεια αλλά και κάθε άλλη στήριξη που λάμβανε. Τότε ο αιτητής ξόδεψε όλες του τις οικονομίες για να βρει σπίτι για τον ίδιο και τη σύζυγό του, ξεκίνησε να εργάζεται ως οδηγός ταξί και η σύζυγός του να ασχολείται με την πώληση φρούτων στην περιοχή, ξοδεύοντας όλο τους το εισόδημα για να πληρώσει ο αιτητής τους λογαριασμούς του νοσοκομείου και τα φάρμακα του. Στη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19 η σύζυγός του έμεινε έγκυος και αποφάσισαν να κρατήσουν το παιδί λόγω του κόστους και του υψηλού κίνδυνου σε περίπτωση αποβολής. Τότε ο αιτητής έχασε τη δουλειά του ως ταξιτζής και ξόδεψαν όλες τους τις οικονομίες για φαγητό και έτσι αποφάσισε να πωλήσει ένα τμήμα γης που του είχε κληροδοτήσει ο φίλος του πατέρα του (guardian), για το οποίο δεν γνώριζε η οικογένεια του τελευταίου. Όταν η οικογένεια του κηδεμόνα του αιτητή έμαθε γι’ αυτό προσπάθησαν να το πάρουν από τον αιτητή δια της βίας και όταν αυτός αντιστάθηκε τον απείλησαν τη ζωή του.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται και ζούσε στην πόλη Monrovia (πρωτεύουσα), είναι απόφοιτος λυκείου, είχε παρακολουθήσει 2,5 έτη στο τμήμα πολιτικού μηχανικού του Πανεπιστημίου πριν εγκαταλείψει τις σπουδές του λόγω των οικονομικών δυσκολιών που είχε μετά την πανδημία του COVID-19, ομιλεί Fula και Αγγλικά, εργαζόταν από το 2017 έως το 2020 ως οδηγός ταξί και αυτή ήταν η μόνη εργασία με την οποία είχε ασχοληθεί. Αναφορικά με την οικογένειά του ανέφερε ότι είναι νυμφευμένος από το 2015, έχει ένα υιό γεννηθέντα το 2021, η σύζυγος και το τέκνο του διαμένουν στην πόλη Conackry στη Γουϊνέα, με την αδελφή της συζύγου του, ο πατέρας απεβίωσε πριν από τη γέννηση του αιτητή, εξαιτίας του πολέμου το 1996, η μητέρα του διαμένει στην πόλη Gbarnga, στη Λιβερία, έχει έναν αδελφό 11 ετών από διαφορετικό πατέρα, με την μητέρα και τον αδελφό του έχει να επικοινωνήσει από το 2021, πριν από την αναχώρησή του, καθότι εκείνη δεν έχει σύνδεση στο διαδίκτυο και δεν έχει γνωρίσει άλλους συγγενείς.
Ερωτηθείς για την υγεία του δήλωσε ότι ήταν (τότε) σε διαδικασία αξιολογήσεων για το σύνδρομο υπερκινητικότητας, έχει γαστρίτιδα και είναι φορέας δρεπανοκυτταρικής αναιμίας. Ερωτηθείς αναφορικά με τα συμπτώματα που αντιμετωπίζει ο αιτητής ανέφερε πως εξαιτίας της γαστρίτιδας αισθάνεται καψίματα στο στομάχι και δεν μπορεί να σταθεί όρθιος κατά τη διάρκεια αυτού του πόνου δύο φορές την εβδομάδα, και η αίσθηση του πόνου συνδέεται με το σύνδρομο υπερκινητικότητας. Επίσης ανέφερε μυϊκούς πόνους όταν η θερμοκρασία είναι κάτω από 23 βαθμούς, με αποτέλεσμα κατά το διάστημα του χειμώνα με κρύο να μην είναι σε θέση να κυκλοφορήσει και ούτε είναι σε θέση να ασκηθεί ή να κάνει κάποια απαιτητική εργασία. Περαιτέρω, ανέφερε ότι δεν έχει συμπτώματα αναφορικά με την δρεπανοκυτταρική αναιμία και κατά τον χρόνο της συνέντευξης ο αιτητής λάμβανε φαρμακευτική αγωγή μόνο για τη γαστρίτιδα.
Στην ελεύθερη αφήγησή του ο αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και ήρθε στα κατεχόμενα κυρίως για να συνεχίσει τις σπουδές του και να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Η υποτροφία, ως ανέφερε, που του είχε προσφερθεί υποτίθεται ότι περιλάμβανε ιατρική ασφάλιση, αλλά δεν κάλυπτε τα αναγκαία ιατρικά έξοδα για τα προβλήματα υγείας του, ενώ ακόμη και η υποτροφία ήταν μερική, με αποτέλεσμα ο αιτητής να πληρώνει αρκετά σημαντικό μέρος των διδάκτρων. Με την άφιξή του ήρθε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ο αιτητής διαπίστωσε ότι η 40ωρη ανά εβδομάδα εργασία που του είχαν υποσχεθεί δεν ήταν διαθέσιμη και έτσι έμεινε χωρίς εισόδημα και ιατρική υποστήριξη με αποτέλεσμα να καταστεί δύσκολο να συνεχίσει τις σπουδές του. Μετά από τρεις μήνες, αφού είχε ξοδέψει όσα χρήματα είχε, αρρώστησε και αποφάσισε να ζητήσει άσυλο στις ελεύθερες περιοχές για πιθανή ιατρική βοήθεια. Στη Λιβερία, ως ανέφερε, ο αιτητής αντιμετώπισε προκλήσεις μετά το θάνατο του φίλου του πατέρα του που τον υποστήριζε, τον οποίο χαρακτήρισε ως κηδεμόνα, καθότι βρέθηκε χωρίς ιατρική υποστήριξη. Για να υποστηρίξει οικονομικά το ταξίδι του, ο αιτητής έλαβε δάνειο από επιχειρηματία χρησιμοποιώντας ως εγγύηση τη γη που κληρονόμησε από τον κηδεμόνα του. Ωστόσο, ως ανέφερε, η οικογένεια του κηδεμόνα του προσπάθησε να πάρει πίσω τη γη και ο αιτητής προστάτευσε νομικά τα δικαιώματά του στην εν λόγω γη, αλλά επειδή δεν είχε αρκετό χρόνο στην διάθεσή του αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει για να εξασφαλίσει το πιο πάνω δάνειο, ώστε να χρηματοδοτήσει την μετακίνησή του στα κατεχόμενα και το ταξίδι της συζύγου και του υιού του στη Γουινέα.
Στο πλαίσιο τον διευκρινιστικών ερωτήσεων ο αιτητής ανέφερε πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του, καθότι εκεί δεν έχει τίποτα και λόγω των προβλημάτων υγείας του, αφού, ως ανέφερε, εδώ μπορεί να έχει πρόσβαση σε προηγμένη ιατρική βοήθεια καθότι αντιμετωπίζει κάποιο γενετικό ενδεχομένως πρόβλημα, το οποίο θα επηρεάσει και τα τέκνα του. Αναφορικά με το ενδεχόμενο επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε πως δεν θα μπορούσε να λάβει καμία απολύτως ιατρική βοήθεια, διότι η βοήθεια που χρειάζεται και οι εξετάσεις είναι εξειδικευμένες και στη Λιβερία δεν υπάρχει τρόπος να εξεύρει, έστω και μέσω δανεισμού, τα απαραίτητα χρήματα για να λάβει ιατρική βοήθεια στο εξωτερικό.
Στη συνέχεια ερωτηθείς περαιτέρω σε σχέση με τα θέματα υγείας του, ο αιτητής δήλωσε, όσον αφορά την ιατρική βοήθεια που λάμβανε, πως στη χώρα καταγωγής του μετέβαινε από παιδί στο νοσοκομείο για να του παρέχουν ορό καθότι η διάγνωση κάποιες φορές ήταν ελονοσία και άλλες τύφος, έξοδα τα οποία κάλυπτε ο κηδεμόνας του. Ο αιτητής ανέφερε πως οι ιατροί της χώρας καταγωγής του δεν είχαν προβεί σε καμία άλλη διάγνωση εκτός από τη γαστρίτιδα. Ερωτηθείς σχετικά με τυχόν θεραπεία που έλαβε εκεί, ο αιτητής απάντησε ότι δεν ήταν σε νοσοκομείο αλλά σε ένα χωριό όπου έκανε καυτηριασμό τρεις φορές σε παιδική ηλικία, αφού δεν είχαν διαγνώσει το πρόβλημά του, για να βοηθήσει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε στους μύες. Σχετικά με τη δρεπανοκυτταρική αναιμία ο αιτητής δήλωσε πως διαγνώστηκε το 2009 στη Λιβερία και η μόνη θεραπεία που είχε λάβει ήταν ορός και ενέσεις, χωρίς να γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες, κάτι που πρόσκαιρα τον βοηθούσε με τον πόνο με αποτέλεσμα να πηγαίνει στο νοσοκομείο για αυτό το σκοπό κάθε δύο – τρεις μήνες.
Ερωτηθείς για το σύστημα υγείας της χώρας καταγωγής του ανέφερε πως είχε πρόσβαση σε ιδιωτικές κλινικές μέσω του κηδεμόνα του, ο οποίος κάλυπτε τα έξοδα, ωστόσο σημειώνει πως παρότι μπορούσε να πηγαίνει σε δημόσια νοσοκομεία, ο ίδιος έπρεπε να καλύπτει τα έξοδα για τον ιατρικό εξοπλισμό, γεγονός που καθιστά τις ιδιωτικές κλινικές καλύτερη επιλογή. Μετά το θάνατο του κηδεμόνα του, ο αιτητής με το εισόδημά του ως οδηγός ταξί κάλυπτε τα ιατρικά του έξοδα στις ιδιωτικές κλινικές, όπου λάμβανε θεραπεία κυρίως σχετικά με την αντιμετώπιση του πόνου από τη δρεπανοκυτταρική αναιμία. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με την ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του και τη χρήση του συστήματος υγείας, ο αιτητής δήλωσε ότι θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε δημόσια νοσοκομεία, αλλά η επιδείνωση της υγείας του θα τον εμπόδιζε να εργαστεί αποτελεσματικά, οπότε ίσως να μην ήταν σε θέση να συνεχίσει τη δουλειά του, σημειώνοντας ότι, παρά τα χρόνια θεραπείας εκεί, η κατάστασή του είχε μόνο επιδεινωθεί. Παράλληλα ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει ακόμη την πραγματική αιτία των προβλημάτων υγείας του, καθώς οι γιατροί εξακολουθούν - και εδώ, στη Δημοκρατία - να προσπαθούν να βρουν την υποκείμενη αιτία της κατάστασης της υγείας του. Ως εκ τούτου, δεν είναι σίγουρος για το ποια συγκεκριμένη θεραπεία θα έπρεπε να είναι διαθέσιμη για εκείνον εάν επέστρεφαν στη Λιβερία.
Κληθείς να αναφερθεί στον κηδεμόνα του με περισσότερες λεπτομέρειες ανέφερε πως εκείνος απεβίωσε το 2015 από ελονοσία και τύφο και αφού υποβλήθηκε σε θεραπεία στην οποία δεν ανταποκρίθηκε θετικά, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Επίσης, ανέφερε πως μεταφέρθηκε στη Γουινέα για περαιτέρω ιατρική βοήθεια και ενώ επρόκειτο να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την εγκεφαλική πίεση που έδειξε η αξονική τομογραφία, ο κηδεμόνας του απεβίωσε. Επιπρόσθετα, ως ανέφερε, ο κηδεμόνας του ήταν ο καλύτερος φίλος του πατέρα του και η μητέρα του, η οποία δεν είχε καμία υποστήριξη μετά τη γέννα, όταν έμαθε για το θάνατο του πατέρα του, άφησε τον αιτητή μπροστά στο κατάστημα του κηδεμόνα, ο οποίος τον φρόντισε μέχρι τον θάνατό του.
Σε ερωτήματα αναφορικά με το τεμάχιο γης που κληροδοτήθηκε σ’ αυτόν, ο αιτητής ανέφερε ότι ο κηδεμόνας του αγόρασε ένα κομμάτι γης έκτασης μεταξύ 25 και 30 ποδιών στην Monrovia, το 2012 για να χτισθεί μία οικία, αλλά λόγω της οικονομικής ύφεσης που προκλήθηκε από το ξέσπασμα του ιού στην Αφρική (εννοώντας πιθανόν τον COVID-19), δεν μπόρεσαν να χτίσουν. Ο αιτητής όταν χρειάστηκε χρήματα από έναν επιχειρηματία του έδωσε το συμβόλαιο, που είχε στο όνομά του, ως εγγύηση και περί τον Νοέμβριο 2020 έγινε η συμφωνία με τον επιχειρηματία, ο οποίος του παρείχε τα χρήματα μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου ή τις αρχές Ιανουαρίου.
Όσον αφορά την οικογένεια του κηδεμόνα του, ο αιτητής δήλωσε πως η σύζυγος του δεν τον αποδέχθηκε ποτέ και προσπάθησε, μετά το θάνατο του κηδεμόνα, να ελέγχει τα πάντα στο νοικοκυριό, περιλαμβανομένων των οικονομικών και των περιουσιακών στοιχείων του κηδεμόνα του. Σε σχετική ερώτηση ο αιτητής δήλωσε ότι όταν η σύζυγος του κηδεμόνα έμαθε για τη γη επικοινώνησε με έναν δικηγόρο, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι η πράξη γης ήταν στο όνομα του αιτητή και ότι τα έγγραφα ήταν νόμιμα και τότε η σύζυγος απείλησε να «ασχοληθεί» με τον αιτητή, ο οποίος αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικία του κηδεμόνα τον Δεκέμβριο 2018, μετά από αντιπαράθεση με τη σύζυγο του κηδεμόνα του. Ως ανέφερε ο αιτητής, έκτοτε δεν υπήρξε καμία περαιτέρω επαφή μαζί της. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο ίδιος βρήκε το συμβόλαιο γης τον Μάρτιο του 2016, ενώ η σύζυγος του κηδεμόνα επικοινώνησε με τον δικηγόρο το 2018.
Σε ακόλουθες ερωτήσεις αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του και πως αυτή είχε επηρεάσει τη ζωή του στη χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε πως είχε επηρεαστεί σημαντικά η καθημερινότητά του, καθώς δυσκολεύονταν να ξυπνήσει νωρίς λόγω σωματικού πόνου και έφτανε αργά στο σχολείο, χρειαζόταν περισσότερο ύπνο, περίπου δέκα ώρες ημερησίως, για να διαχειριστεί τον πόνο του και ήταν σε θέση να εργαστεί μόνο μικρά χρονικά διαστήματα, όπως για παράδειγμα να οδηγήσει το ταξί για 5-6 ώρες. Ακόμη, αντιμετώπιζε δυσκολία να στέκεται ή να κάθεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα και δεν ήταν ικανός να σηκώνει βαριά αντικείμενα ή να κάνει επίπονες εργασίες. Σε σχετική ερώτηση ο αιτητής απάντησε ότι δεν γνώριζε να υφίσταται καμία κρατική οικονομική βοήθεια για την υγειονομική περίθαλψή του, εκτός από τη βοήθεια για τους ψυχικά ασθενείς, και πούλησε το αυτοκίνητό του, μετά το 2020, όταν δεν εργαζόταν πλέον με το ταξί, για να αντέξει οικονομικά. Επιπλέον ο αιτητής δήλωσε πως οι άνθρωποι στην κοινότητα γενικά έδειχναν οίκτο για την κατάστασή του, αλλά δεν προσέφεραν οικονομική βοήθεια. Η υγεία του επηρέασε και την εκπαίδευσή του, καθώς συχνά έχανε το σχολείο, ακόμη και ένα ολόκληρο εξάμηνο και οι γείτονές του γνώριζαν την κατάσταση της υγείας του και, ενώ μιλούσαν ευγενικά, η υποστήριξη περιοριζόταν στο να ρωτήσουν πώς τα καταφέρνουν.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο της εσωτερικής μετεγκατάστασής του ο αιτητής ανέφερε πως δε θα μπορούσε να διαμείνει στην πόλη Gbarnga με τη μητέρα του, καθότι αυτή τον εγκατέλειψε όταν αυτός ήταν ακόμη μωρό, την είδε πρώτη φορά το 2014 και είχαν τυπικές σχέσεις. Ανέφερε δε πως όσο δεν είναι διαθέσιμες οι ιατρικές εγκαταστάσεις για την υγεία του ο ίδιος δε θα είναι ασφαλής στη χώρα καταγωγής του, κάτι που τη δεδομένη στιγμή δεν συμβαίνει.
Η Υπηρεσία Ασύλου, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι το ιατρικό σύστημα στη χώρα καταγωγής του δεν διέθετε τις απαραίτητες θεραπείες για την κατάσταση της υγείας του
3. Ο αιτητής δέχθηκε απειλές το 2018 από τη σύζυγο του κηδεμόνα του, εξαιτίας της γης που του δώρισε ο κηδεμόνας πριν από το θάνατό του
Εκ των ως άνω έγιναν αποδεκτοί άπαντες οι ισχυρισμοί του αιτητή.
Κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), η Υπηρεσία κατέληξε ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, καθώς, ως κρίθηκε, η κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του είναι γενικά καλή και, αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε από τη σύζυγο του κηδεμόνα του, κρίθηκε ότι – δεδομένου ότι ουδεμία τελικά απειλή πραγματώθηκε και λαμβανομένου υπόψη ότι ουδέν σχετικό συνέβη στον αιτητή από το 2018 (μέχρι και το 2021 που έφυγε από τη χώρα – δεν προκύπτει μελλοντικός κίνδυνος. Αναφορικά τέλος με την κατάσταση της υγείας του αξιολογήθηκε ότι ο αιτητής δεν αντιμετωπίζει κανένα σύμπτωμα από τη δρεπανοκυτταρική αναιμία με την οποία διαγνώσθηκε και, δεδομένου ότι οι λοιποί ισχυρισμοί αφορούν κάποια ρευματοπάθεια, δεν προκύπτει εκ τούτων κάποιος άμεσος κίνδυνος, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, ως κατέδειξαν σχετικές πληροφορίες στις οποίες ανέτρεξαν, η χώρα καταγωγής διαθέτει επάρκεια συστήματος υγείας και ο αιτητής είχε πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο παρελθόν. Συνεπώς, δεδομένου του ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να καταδεικνύουν το ακριβές πρόβλημα της υγείας του αιτητή, ήταν κατάληξη της Υπηρεσίας ότι δεν καταδεικνύεται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης και τυχόν επιστροφή του στη χώρα καταγωγής δεν αντίκεται στο αρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Στον αιτητή μεταφράστηκε το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, αφού του εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία για την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα, ως και ανωτέρω καταγράφεται. Κατά την ακρόαση ο αιτητής επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει περί του προβλήματος της υγείας του, προσθέτοντας ότι η κατάληξη της Υπηρεσίας είναι λάθος καθώς, ως ανέφερε, σε όλη την Αφρική υπάρχει ένα ινστιτούτο γενετικής, στη χώρα του δεν υπάρχουν υποδομές που του επιτρέπουν να λάβει θεραπεία και θα περιέλθει σε περίπτωση επιστροφής του σε κίνδυνο και, τέλος, έχει διευθετήσει ραντεβού με τον ινστιτούτο γενετικής στη Δημοκρατία για περαιτέρω εξετάσεις, όπου – ως ανέφερε – θα του πουν πόσο επικίνδυνη είναι η ασθένεια του. Ανέφερε επίσης ότι από τον καιρό που ήρθε στη Δημοκρατία άλλαξε 3-4 εργασίες γιατί δεν μπορεί να εργαστεί με πίεση, αφού δεν αντέχει το σώμα του. Σε ερώτηση που του υποβλήθηκε σχετικά με το γιατί δεν πήγε προηγουμένως σε ιατρό ο αιτητής ανέφερε ότι προσπαθούσε να κλείσει ραντεβού χωρίς επιτυχία.
Περαιτέρω προσκόμισε έγγραφο (08/07/24) με τίτλο «Γενετική Ιατρική Αναφορά», με υπογραφή και σφραγίδα ιατρού του Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, όπου καταγράφεται ότι ο αιτητής είναι 26 ετών και παρακολουθήθηκε για πιθανά σημεία διαταραχής του συνδετικού ιστού, παρουσιάζει πόνους σε γόνατα, αγκώνες, μυαλγίες και περιστασιακά άτυπο θωρακικό άλγος, χωρίς να υφίστανται ευρήματα από καρδιολογικές εξετάσεις και χωρίς αξιόλογα ευρήματα από οφθαλμολογικές εξετάσεις, προηγούμενη ανάλυση σε πάνελ 54 γονιδίων (Marfan, EDS, LDS κ.λπ.) δεν ανέδειξε παθογόνες μεταλλάξεις και οι μελέτες mRNA για το COLSA2 στην Ελβετία δεν απέδωσαν αποτέλεσμα. Δεν συστήνεται, ως επί του εγγράφου αναφέρεται, περαιτέρω παρακολούθηση βάσει των σημερινών γνώσεων, παρά μόνον ετήσιος αρχικά και μετέπειτα σε πιο αραιά διαστήματα καρδιολογικού ελέγχου με ηχοκαρδιογράφημα και καταλήγει ο γράφων την εν λόγω αναφορά ότι η γενετική αιτιολογία παραμένει πιθανή, χωρίς να καταγράφεται επί του εγγράφου αυτού κάποιος άμεσος ή σοβαρός κίνδυνος για την υγεία ή τη ζωή του αιτητή.
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του σημειώματος του Γενικού Εισαγγελέα, των συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων αλλά και των δηλώσεων του αιτητή στα πλαίσια της παρούσης.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων σε συνάρτηση με το νομικό πλαίσιο επί αιτήσεων νομικής αρωγής, ως ανωτέρω καταγράφεται.
Δεδομένου ότι έγιναν αποδεκτοί άπαντες οι ισχυρισμοί του αιτητή αλλά και του ότι εκ των λεγομένων του απουσιάζει αναφορά σε λόγο που να συνδέεται με οιανδήποτε εκ των προϋποθέσεων παροχής προσφυγικού καθεστώτος, προχωρώ σε εξέταση της πτυχής της συμπληρωματικής προστασίας.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M’Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14). Εδώ λοιπόν ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», αφού ουδέν σχετικό ανέφερε ο αιτητής, και κατ’ επέκταση ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης. Συνεπώς ουδείς λόγος θα μπορούσε να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αφορούν τον αιτητή.
Απομένει λοιπόν η εξέταση της παρούσης στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, στα πλαίσια βεβαίως και μόνο της πιθανολόγησης θετικής έκβασης της συνδεδεμένης προσφυγής, που διενεργείται σε αιτήσεις ως η παρούσα.
Στη βάση λοιπόν της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), ως και στο πιο πάνω απόσπασμα εξηγείται, μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».
Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, σκέψεις 181-192, λέχθηκαν τα εξής σχετικά.
«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
182. In the light of the foregoing, and reiterating that it is essential that the Convention is interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective and not theoretical and illusory (see Airey v. Ireland, 9 October 1979, § 26, Series A no. 32; Mamatkulov and Askarov v. Turkey [GC], nos. 46827/99 and 46951/99, § 121, ECHR 2005-I; and Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], no. 27765/09, § 175, ECHR 2012), the Court is of the view that the approach adopted hitherto should be clarified.
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
186. In the context of these procedures, it is for the applicants to adduce evidence capable of demonstrating that there are substantial grounds for believing that, if the measure complained of were to be implemented, they would be exposed to a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). In this connection it should be observed that a certain degree of speculation is inherent in the preventive purpose of Article 3 and that it is not a matter of requiring the persons concerned to provide clear proof of their claim that they would be exposed to proscribed treatment (see, in particular, Trabelsi v. Belgium, no. 140/10, § 130, ECHR 2014 (extracts)).
187. Where such evidence is adduced, it is for the authorities of the returning State, in the context of domestic procedures, to dispel any doubts raised by it (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). The risk alleged must be subjected to close scrutiny (see Saadi, cited above, § 128; Sufi and Elmi v. the United Kingdom, nos. 8319/07 and 11449/07, § 214, 28 June 2011; Hirsi Jamaa and Others, cited above, § 116; and Tarakhel, cited above, § 104) in the course of which the authorities in the returning State must consider the foreseeable consequences of removal for the individual concerned in the receiving State, in the light of the general situation there and the individual’s personal circumstances (see Vilvarajah and Others, cited above, § 108; El-Masri, cited above, § 213; and Tarakhel, cited above, § 105). The assessment of the risk as defined above (see paragraphs 183-84) must therefore take into consideration general sources such as reports of the World Health Organisation or of reputable non-governmental organisations and the medical certificates concerning the person in question.
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State.
189. As regards the factors to be taken into consideration, the authorities in the returning State must verify on a case-by-case basis whether the care generally available in the receiving State is sufficient and appropriate in practice for the treatment of the applicant’s illness so as to prevent him or her being exposed to treatment contrary to Article 3 (see paragraph 183 above). The benchmark is not the level of care existing in the returning State; it is not a question of ascertaining whether the care in the receiving State would be equivalent or inferior to that provided by the health-care system in the returning State. Nor is it possible to derive from Article 3 a right to receive specific treatment in the receiving State which is not available to the rest of the population.
190. The authorities must also consider the extent to which the individual in question will actually have access to this care and these facilities in the receiving State. The Court observes in that regard that it has previously questioned the accessibility of care (see Aswat, cited above, § 55, and Tatar, cited above, §§ 47-49) and referred to the need to consider the cost of medication and treatment, the existence of a social and family network, and the distance to be travelled in order to have access to the required care (see Karagoz v. France (dec.), no. 47531/99, 15 November 2001; N. v. the United Kingdom, cited above, §§ 34-41, and the references cited therein; and E.O. v. Italy (dec.), cited above).
[…]
192. The Court emphasises that, in cases concerning the removal of seriously ill persons, the event which triggers the inhuman and degrading treatment, and which engages the responsibility of the returning State under Article 3, is not the lack of medical infrastructure in the receiving State. Likewise, the issue is not one of any obligation for the returning State to alleviate the disparities between its health-care system and the level of treatment existing in the receiving State through the provision of free and unlimited health care to all aliens without a right to stay within its jurisdiction. The responsibility that is engaged under the Convention in cases of this type is that of the returning State, on account of an act – in this instance, expulsion – which would result in an individual being exposed to a risk of treatment prohibited by Art. 3. »
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του [«although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.», (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή της ως άνω νομολογίας δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο εκ των λεγομένων του αιτητή ή του προσκομισθέντος εγγράφου που να καταδεικνύει τη συνδρομή εν προκειμένω των ως άνω προϋποθέσεων για παροχή προστασίας στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του. Ουδέν λοιπόν περαιτέρω χρήζει να εξεταστεί ή να ειπωθεί σχετικώς.
Σε κάθε περίπτωση, για σκοπούς πληρότητας της παρούσης, σημειώνω ότι, στη βάση διαθέσιμων πληροφοριών (ΠΧΚ) εντοπίζω τα εξής αναφορικά με το σύστημα υγείας της Λιβερίας.
Το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης αντιμετωπίζει διάφορες συστημικές προκλήσεις ως αποτέλεσμα τριών μεγάλων κρίσεων: του εμφυλίου πολέμου, της επιδημίας του ιού Έμπολα και της πανδημίας Covid-19. Μεταξύ αυτών των προκλήσεων, ο τομέας της υγειονομικής περίθαλψης αντιμετωπίζει ζητήματα όπως η ανεπαρκής υποδομή, η έλλειψη προσωπικού, τα μη προηγμένα ιατρικά όργανα, η τεχνολογία επεξεργασίας δεδομένων, οι μη επαρκείς οικονομικοί και ασφαλιστικοί πόροι, καθώς και η περιορισμένη εποπτεία σε διάφορα επίπεδα του συστήματος υγείας. Οι προκλήσεις αυτές έχουν επηρεάσει την ποιότητα των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης που παρέχονται στις κοινότητες και η οικοδόμηση ενός ανθεκτικού συστήματος υγείας έχει καταστεί κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση, τους δωρητές και τους εταίρους υλοποίησης.[1]
Σε έτερη πηγή χρονολογούμενη από το 2011, που διεξήγαγε έρευνα, αναφέρεται ότι η Λιβερία καθώς βγήκε από 14 χρόνια εμφυλίου πολέμου, ο οποίος σκότωσε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και κατέστρεψε τα μέσα διαβίωσης πολλών επιζώντων και εξαφάνισε το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Το 80% των κλινικών σε ολόκληρη τη χώρα έκλεισαν κατά τη διάρκεια του πολέμου με λεηλασίες, καταστροφές και φυγή του υγειονομικού. Ως αποτέλεσμα, το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού είχε μικρή πρόσβαση σε σύγχρονη ιατρική περίθαλψη, βασιζόμενο σε παραδοσιακούς παρόχους, όπως οι παραδοσιακοί θεραπευτές και μαίες και οι «μαυραγορίτες» ή οι πλανόδιοι πωλητές φαρμάκων.[2]
Στην ιστοσελίδα του οργανισμού “Partners In Health” εντοπίζεται ότι αυτός επενδύει σε μακροπρόθεσμες, συστημικές αλλαγές στη Λιβερία. Μάλιστα, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Λιβερίας, έχουν εστιάσει την προσοχή τους στην κομητεία Maryland, μια απομακρυσμένη νοτιοανατολική περιοχή που έχει μερικούς από τους χειρότερους δείκτες υγείας στον κόσμο, και την ίδρυση του Κέντρου Υγείας Pleebo.[3]
Εκ των ως άνω δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι το σύστημα υγείας της Λιβερίας αντιμετωπίζει σημαντικές και εκτεταμένες προκλήσεις τόσο ως προς την επάρκεια όσο και την προσβασιμότητα του για τον ευρύ πληθυσμό της χώρας.
Όμως, ως και ανωτέρω αναφέρω και εξηγώ, δεδομένης της απουσίας εν προκειμένω στοιχείων εκ των οποίων να δεικνύεται ότι ο αιτητής απειλείται, εκ του αγνώστου προέλευσης προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του, τα ως άνω δεν διαφοροποιούν την κατάληξη μου, ούτε και η συνέχιση της παρακολούθησης του αιτητή (βλ. έγγραφο ημ.08/07/24) με περαιτέρω εξετάσεις γενετικής, αφού και πάλι δεν τεκμηριώνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία κάποιος κίνδυνος για τον αιτητή.
Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου απομένει μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Monrovia).
Στη βάση δεδομένων ACLED για την περίοδο από 02/05/24 μέχρι 02/05/25 στην επαρχία Montserrado, όπου υπάγεται η Monrovia, καταγράφηκαν συνολικά 29 περιστατικά ασφαλείας, με 2 απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 1 μάχη (0 απώλειες), 20 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 8 εξεγέρσεις (με 2 απώλειες).[4] Στη πόλη Monrovia, την ίδια χρονική περίοδο καταγράφηκαν συνολικά 20 περιστατικά ασφαλείας, χωρίς να καταγραφούν απώλειες, εκ των οποίων τα 15 καταγράφηκαν ως διαδηλώσεις και 5 ως εξεγέρσεις.[5] O πληθυσμός της Monrovia ανέρχεται περί τα 1.8 εκατομμύρια κατοίκων.[6]
Τα ως άνω δεδομένα σχηματίζουν μια εικόνα γενικά ασφαλούς περιοχής για τον τόπο διαμονής του αιτητή και δεν δεικνύουν κίνδυνο στη βάση αυτή.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων και των επ’ αυτών διαπιστώσεων μου, ως καταγράφονται πιο πάνω, καταλήγω ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής φαίνεται – μέσα από μια εκ πρώτης όψεως εκτίμηση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων - να εξετάστηκε επιμελώς από την Υπηρεσία και ουδέν ετέθη ενώπιον μου δυνάμενο να ανατρέψει την κατάληξη περί μη ύπαρξης εν προκειμένω αναγκών διεθνούς προστασίας και μη συνδρομής των προϋποθέσεων του αρ.3 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς είναι κατάληξη μου ότι δεν έχει καταδειχθεί εν προκειμένω ότι η προσφυγή αρ.3922/24 διατηρεί πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς, ως πιο πάνω εξηγώ, δεν μπορεί να πιθανολογηθεί εκ των ενώπιον μου στοιχείων η έκδοση θετικής για τον αιτητή απόφασης.
Σημειώνεται βεβαίως ότι το αποτέλεσμα της παρούσας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της προσφυγής αρ.3922/24 που καταχώρησε, την οποία ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προωθήσει με ίδια μέσα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EXERTISE FRANCE – GROUP AFD, “H.E.A.L.T.H - Harnessing Effective Approaches on Leadership, coordination and Training”, 06/08/2024,
https://www.expertisefrance.fr/en/fiche-projet?id=911958 (assessed on 16/04/2025)
[2] National Library of Medicine (resource), Authors: Margaret E. Kruk, Peter C. Rockers, S. Tornorlah Varpilah, Rose Macauley, “Population Preferences for Health Care in Liberia: Insights for Rebuilding a Health System”, December 2011,
, https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC3392998/ (assessed on 16/04/2025)
[3] Partners in health, “Liberia: Building a Health System”
https://www.pih.org/pages/pleebo (assessed on 16/04/2025)
[4] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 02.05.2024 – 02.05.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Liberia ADMIN UNIT: Montserrado)
[5] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 02.05.2024 – 02.05.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Liberia ADMIN UNIT: Montserrado, Location: Monrovia)
[6] World Population Review (Monrovia) https://worldpopulationreview.com/cities/liberia/monrovia
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο